ΕΠΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΠΙΣΤΗ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ Α.Μ. 7340010617004 Π.Μ.Σ. ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 2017-2018 ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Δ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή Μέρος Α’ 1)Έννοια της Ασφαλιστικής Περίπτωσης 2) Παραδείγματα από την νομολογία επελεύσεως της ασφαλιστικής περίπτωσης Μέρος Β’ 1) Αρχή της καλής πίστης μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης Αποζημίωση Δεν βρίσκονται σε αντίθεση με το αρ 7§1 και2 Αποφυγή και μείωση της ζημίας (αρ.7§3 και 4) 2) Απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος Επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης από υπαιτιότητα του λήπτη(αρ. αρ.7§5) Διεύρυνση περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή (αρ.7§6) Claims Made Policies Πως αντιμετωπίζονται οι ρήτρες αυτές από το ελληνικό δίκαιο; Συμπεράσματα Βιβλιογραφία
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σύμβαση Ασφάλισης είναι σύμβαση: Ενοχική, αμφοτεροβαρής, διαρκείας, επώνυμη, επαχθής, συναινετική. Κεντρική έννοια είναι ο κίνδυνος. Πρόκειται για ένα μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός η επέλευση του οποίου προκαλεί ζημία ή φέρει σε δυσμενή κατάσταση το πρόσωπο το οποίο φέρει τον κίνδυνο (αυτός που φέρει τον κίνδυνο βρίσκεται σε μία κατάσταση οικονομικής ανάγκης). Πυρήνα της σύμβασης ασφάλισης αποτελεί η μετάθεση του κινδύνου από το πρόσωπο που τον φέρει στον ασφαλιστή.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ (συνεχεια) Η σύμβαση ασφάλισης διακρίνεται από δύο στάδια με βάση τη «θεωρία της Ανάληψης του κινδύνου». Σε ένα πρώτο στάδιο, «στατικό», ο ασφαλιστής είναι λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα, για να καλύψει την οικονομική ανάγκη μόλις αυτή δημιουργηθεί. Σε δεύτερο στάδιο, «δυναμικό», όταν επέλθει η ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ και δημιουργηθεί η οικονομική ανάγκη, ο ασφαλιστής καταβάλει το ασφάλισμα. Επομένως, κεντρική έννοια για την εκπλήρωσης της υποχρέωσης του ασφαλιστή και την καταβολή του ασφαλίσματος αποτελεί η ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ (αρ.1§1περ.α’ και 7§1).
ΜΕΡΟΣ Α’ 1)ΕΝΝΟΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Ασφαλιστική περίπτωση είναι η επέλευση του περιστατικού από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή κατά το αρ.1§1. Η πραγματοποίηση επέρχεται όταν το αβέβαιο γεγονός από το οποίο εξαρτάται η ασφαλιστική κάλυψη καθίσταται βέβαιο Η ασφαλιστική περίπτωση μπορεί να είναι στιγμιαία (π.χ. Θάνατος στην ασφάλιση ζωής) αλλά μπορεί να είναι και χρονικά εκτεταμένη - διαρκής (π.χ. Μακροχρόνια ασθένεια σε ασφάλιση ασθένειας). Η ασφαλιστική αποζημίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή από τη στιγμή που επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση.
1)ΕΝΝΟΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ (ΣΥΝΕΧΕΙΑ) Τις περισσότερες φορές η πραγματοποίηση του κινδύνου ταυτίζεται με τη στιγμή της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης. Τη στιγμή που το αβέβαιο γεγονός καταστεί βέβαιο, γεννάται η υποχρέωση του ασφαλιστή για καταβολή ασφαλίσματος. Από την ανωτέρω χρονική στιγμή εκκινεί και η προθεσμία παραγραφής της απαίτησης του λήπτη της ασφάλισης. Μερικές φορές πρέπει να παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε να προσδιοριστεί η έκταση της ζημίας. Εντούτοις, η ασφαλιστική περίπτωση επέρχεται με τη μετατροπή του στοιχείου της αβεβαιότητας σε βεβαιότητα και όχι από τη στιγμή του προσδιορισμού της ζημίας.
1)ΕΝΝΟΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ (ΣΥΝΕΧΕΙΑ) Στις ασφαλίσεις παθητικού, ασφαλίσεις αστικής ευθύνης το περιστατικό από το οποίο εξαρτάται η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης είναι η έγερση αξίωσης τρίτου ζημιωθέντος από πράξη του ζημιώσαντα – λήπτη της ασφάλισσης. Γεγονότα, όπως ένα λάθος σε ιατροχειρουργική επέμβαση που θα προκαλέσει βλάβη στην υγεία του ασθενή, αποτελούν έναν βάσιμο λόγο για να ακολουθήσει προβολή της αξίωσης αυτού. Η προβολή της αξίωσης συνιστά, όμως, την ασφαλιστική περίπτωση. Η διάκριση αυτή στην ασφάλιση ευθύνης μεταξύ αιτίας και ασφαλιστικής περίστασης έχει πρακτική σημασία(ΜπρΑθ 3692/2016 NOMOS).
1)ΕΝΝΟΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ (ΣΥΝΕΧΕΙΑ) Κατά μία άποψη η ασφαλιστική περίπτωση της αστικής ευθύνης είναι ΔΙΑΡΚΗΣ. Διαρκεί από το χρονικό σημείο της επέλευσης της ζημίας του τρίτου έως την καταδίκη του ασφαλισμένου να πληρώσει. Κατά την ορθότερη όμως άποψη η αξίωση του λήπτη κατά του ασφαλιστή είναι ενιαία. Τόσο η αξίωση νομικής προστασίας του λήπτη της ασφάλισης, όσο και η αξίωση ελευθέρωσης του είναι ενιαίες και γεννώνται από την στιγμή που ο τρίτος ασκήσει αγωγή ή εξώδικη όχληση. Επομένως, η ασφαλιστική περίπτωση πραγματοποιείται στιγμιαία.
2)Παραδειγματα απο την νομολογια επελευσεωσ τησ ασφαλιστικησ περιπτωσησ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΥΡΟΣ : Α.Π. 978/2001 (ΝΟΜΟΣ) ,ΕφΘεσ 2825/2003 (ΝΟΜΟΣ) ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΛΗΜΜΥΡΑΣ: ΕφΑθ. 113/2016 (ΝΟΜΟΣ) ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΛΟΠΗΣ: Α.Π. 816/2001 (ΝΟΜΟΣ), Α.Π. 345/1995 (ΝΟΜΟΣ), ΕφΑθ. 1576/2016 (ΝΟΜΟΣ) ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΖΩΗΣ: Α.Π. 234/2002 (ΝΟΜΟΣ), ΕφΑθ 11047/1987 (ΝΟΜΟΣ) ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ: ΕφΑθ. 11818/1990 (ΝΟΜΟΣ), ΕφΑθ. 857/1990 (ΝΟΜΟΣ), ΠΠρΘεσ 814/1989 (ΝΟΜΟΣ) ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ: ΠΠρΑθ 345/2016 (ΝΟΜΟΣ) ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΙΑΤΡΙΚΟ ΠΤΑΙΣΜΑ: ΜΠρΑθ. 3692/2016 (ΝΟΜΟΣ) ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΣΚΑΦΟΥΣ: ΕφΠειρ. 197/2016 (ΝΟΜΟΣ) , ΕφΔωδ. 46/2015 (ΝΟΜΟΣ) , ΜΠρΡοδ 83/2016 (ΝΟΜΟΣ) ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ: Α.Π. 18/2015 (ΝΟΜΟΣ)
ΜΕΡΟΣ Β’ 1) ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται εντός 8 ημερών από τότε που έλαβε γνώση να ενημερώσει τον ασφαλιστή για την επέλευση της ασφαλιστική περίπτωσης και να του παράσχει τις αναγκαίες πληροφοριες (ν.2496/1997 αρ.7§1). Πρόκειται για ένα ασφαλιστικό βάρος (αντίστοιχη διάταξη Κ.Ι.Ν.Δ. 278). Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να ενημερώσει τον δανειστή το ταχύτερο δυνατό από τη στιγμή που λάβει γνώση της επέλευσης της ζημίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Η έννοια του νόμου δεν είναι να δοθεί ένα περιθώριο αδράνειας στον λήπτη αλλά να περιοριστεί η δυνατότητα του ασφαλιστή να επιβάλλει τις κυρώσεις που αυτός θέλει εξαιτίας της παρόδου ενός σύντομου χορνικου διαστήματος.
1)ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Ειδοποίηση του ασφαλιστή μπορεί να γίνει με γράμμα, τηλεγράφημα, τηλέφωνο κτλ., αφού το άρθρο 7§1 δεν διακρίνει. Εφόσον το ασφαλιστήριο συμβόλαιο προβλέπει συγκεκριμένο τρόπο για την αναγγελία της επέλευσης της ζημίας, π.χ. γραπτή αναγγελία, δεν υπάρχει παραβίαση της υποχρέωσης των άρθρων 7§1 και 2 , εάν η ειδοποίηση του ασφαλιστή πραγματοποιηθεί προφορικά, διότι ο ασφαλιστής εν πάση περιπτώσει ειδοποιήθηκε (ΕφΠατρών 793/1998 ΔΕΕ 1997,σελ. 197, ΜονΠρωτΘεσ 31823/1995 NOMOS ). Εφόσον ο ν.2496/1997 δεν προβλέπει συγκεκριμένο τρόπο για τη πραγματοποίηση της αναγγελίας, αυτή πραγματοποιείται και με τη γνωστοποίηση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (π.χ. Πυρκαϊά αποθηκών πετρελαίου η οποία αποκτά μεγάλη δημοσιότητα).
1)ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Αποζημίωση Συνέπεια της παράβασης του ανωτέρω βάρους είναι η αποζημίωση του λήπτη της ασφάλισης εφόσον υπάρχει υπαιτιότητα και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παράβασης και ζημίας (αρ.7§2). Ρητά πλέον και σε θεωρία και σε νομολογία αναγνωρίζεται ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί από τα μέρη ως έννομη συνέπεια η απαλλαγή του δανειστή από την υποχρέωση του προς καταβολή του ασφαλίσματος (Ολ.Α.Π. 1805/1986 ΝΟΜΟΣ). Στο προγενέστερο καθεστώς (προ του Ν.2469/1997 και της Ολ.Α.Π. 1805/1986) το άρθρο 209 του ΕμπΝ προέβλεπε το ασφαλιστικό βάρος χωρίς να ορίζει κάτι για τις έννομες συνέπειες της παράβασης του. Ελλείψει ρητής πρόβλεψης από τον νομοθέτη η νομολογία είχε δεχθεί ότι τυχόν παράβαση της άνω διάταξης μπορεί να επιφέρει απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση του να καταβάλει ασφάλισμα, εφόσον το έχουν συμφωνήσει τα μέρη (ΕφΑθ 2644/72 και 3784/83 ΝΟΜΟΣ).
1)ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Δεν βρίσκονται σε αντίθεση με το αρ 7§1 και2 Α)Συμφωνία η οποία ορίζει ότι ο λήπτης υποχρεούται να γνωστοποιεί άμεσα την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης στον ασφαλιστή. Σε ασφαλίσεις αστικής ευθύνης μάλιστα είναι έγκυρος όρος που προβλέπει την αναγγελία από τον λήπτη περιστατικών τα οποία οδηγούν κατά πάσα πιθανότητα στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης (έγερση αγωγής του ζημιωθέντος κατά του λήπτη). Β)Συμφωνία η οποία ορίζει ότι ο λήπτης υποχρεούται να ειδοποιήσει χωρίς καθυστέρηση τον ασφαλιστή για την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Ωστόσο, δεν μπορεί και σε αυτή την περίπτωση να συμφωνηθεί ως κύρωση της παραβίασης της ανωτέρω συμφωνίας η απαλλαγή του ασφαλιστή.
1)ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Γ)Άλλες συμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες σχετίζονται με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης αλλά δεν αφορούν την παράβαση της υποχρέωσης γνωστοποίησης(π.χ. Σε περίπτωση ασφάλισης αστικής ευθύνης παραβίαση από τον λήπτη της ασφάλισης της ρήτρας να αναλαμβάνει ο ασφαλιστής τον απόλυτο έλεγχο των διαπραγματεύσεων και των δικαστικών ενεργειών) Δ)Συμβατική ρήτρα η οποία απαλλάσσει τον ασφαλιστή σε περίπτωση που ο λήπτης προβεί δολίως σε αξίωση προς ασφάλισμα εν γνώσει του ότι δεν υπάρχει ζημία ή ότι αυτή είναι πολύ χαμηλότερη από την πραγματική ζημία( Α.Π.915/2007, Ποιν. Λόγος, 2007, σελ 643).
Αποφυγή και μείωση της ζημίας (αρ.7§3 και 4) 1)ΚΑΛΗ ΠΙΣΤΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Αποφυγή και μείωση της ζημίας (αρ.7§3 και 4) Το άρθρο 7§3 αποτελεί μία ειδικότερη έκφανση της αρχής της Καλής Πίστης. Κατά την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου ο λήπτης της ασφάλισης δεν δύναται να αδιαφορεί. Φέρει το ασφαλιστικό βάρος αφενός να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο προς αποφυγή ή μείωση της ζημίας και αφετέρου να ακολουθεί τις οδηγίες του ασφαλιστή. Καταλαμβάνει το ασφαλιστικό αυτό βάρος όλο το χρονικό διάστημα από τη στιγμή που απειλείται η επέλευση του κινδύνου μέχρι την πραγματοποίηση του. Τυχόν έξοδα του λήπτη καλύπτονται από τον ασφαλιστή, εφόσον δικαιολογούνται από τις περιστάσεις (π.χ. ο λήπτης να επέλεξε τα συνήθη μέτρα διάσωσης και όχι τα ακριβότερα) Παραβίαση του ως άνω ασφαλιστικού βάρους δίνει στον ασφαλιστή, εφόσον υπέστη ζημία η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την παραβίαση, να ζητήσει αποζημίωση.
2)ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΑΤΟΣ Επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης από υπαιτιότητα του λήπτη(αρ. αρ.7§5) Η υποχρέωση μη πρόκλησης του κινδύνου δεν αποτελεί ασφαλιστικό βάρος και δεν ταυτίζεται με το ασφαλιστικό βάρος αποφυγής και μείωσης της ζημίας. Κατά την διάταξη αυτή, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης του προς καταβολή ασφαλίσματος, εάν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται σε περίπτωση ασφάλισης ζημιών σε δόλο ή βαριά αμέλεια, σε περίπτωση ασφάλισης προσώπων οφείλεται σε δόλο ο οποίος καταλογίζεται προσωπικά στον λήπτη της ασφάλισης ή τον ασφαλισμένο ή το δικαιούχο του ασφαλίσματος ή των προσώπων που συνοικούν μαζί τους ή νόμιμων αντιπροσώπων τους ή εκπροσώπων τους ή τρίτων στους οποίους έχει ανατεθεί επαγγελματικά η φύλαξη του αντικειμένου της ασφάλισης. Το αρ.7§5 διακρίνεται από το 7§3, καθώς η τελευταία διάταξη καταλαμβάνει τα μέτρα τα οποία λαμβάνει ο μέσος επιμελής συναλλασσόμενος ασφαλισμένος, ενώ το αρ.7§5 αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου η ασφαλιστική περίπτωση επέρχεται εξαιτίας δόλου που καταλογίζεται στον λήπτη της ασφάλισης (Α.Π. 816/2001 ΕλλΔνη2002, σελ. 714)
2)ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΑΤΟΣ Διεύρυνση περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή (αρ.7§6) Με βάση το αρ.7§6 σε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων τα μέρη μπορούν με την ασφαλιστική σύμβαση να επεκτείνουν τις περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή. Έχουν διατυπωθεί δύο θεωρίες ως προς το περιεχόμενο της διάταξης αυτής: Κατά την πρώτη άποψη το αρ.7§6 αναφέρεται στις περιπτώσεις που επιτρέπεται η απαλλαγή του ασφαλιστή ως κύρωση λόγω πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης, όπως προβλέπεται στο αρ.7§5. Συνέπεια αυτού είναι ότι μπορεί να συμφωνηθεί απαλλαγή του ασφαλιστή ακόμη και αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια των προσώπων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο. Κατά τη δεύτερη άποψη το αρ.7§6 δεν εξαρτάται από το αρ.7§5. Το αρ. 7§6 ν. 2496/1997 αποτελεί «ειδική περίπτωση» κατά την έννοια του άρθρου 33§1, έχει ευρύ περιεχόμενο και με βάση το άρθρο αυτό μπορεί να συμφωνηθεί οποιαδήποτε απαλλακτική ρήτρα του ασφαλιστή λόγω παραβίασης υποχρέωσης ή ασφαλιστικού βάρους.
2)ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΑΤΟΣ Claims Made Policies Η ρήτρα «αξιώσεις που θα εγερθούν» χρησιμοποιείται κατεξοχήν γνήσια στα ασφαλιστήρια αστικής ευθύνης, επιτρέποντας την κάλυψη όλων των αξιώσεων αστικής ευθύνης από πράξεις ή παραλείψεις του ασφαλισμένου που εγείρονται (από τρίτους) στη συνομολογημένη διάρκεια του ασφαλιστηρίου συμβολαίου . Απαραίτητη προϋπόθεση, για να επέλθει κάλυψη είναι να εγερθεί η αγωγή του ζημιωθέντος τρίτου κατά του λήπτη της ασφάλισης εντός της ασφαλιστικής περιόδου, ειδάλλως ο ασφαλιστής απαλλάσσεται από την υποχρέωση του να καταβάλει ασφάλισμα. Παραλλαγές της ρήτρας, που χαρακτηρίζονται από την ασφαλιστική πρακτική ή και τη νομολογία ως ρήτρες “claims made” εμφανίζονται και στις ασφαλίσεις ζημιών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ασφάλιση εμπιστοσύνης. Στις περιπτώσεις αυτές ο συμβατικός όρος αναφέρεται απλά στην υποχρέωση του λήπτη όπως αναγγείλει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης στον ασφαλιστή εντός της ασφαλιστικής περιόδου
2)ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΑΤΟΣ Πως αντιμετωπίζονται οι ρήτρες αυτές από το ελληνικό δίκαιο; Κατά μία πρώτη άποψη οι ρήτρες αυτές αποτελούν ασφαλιστικό βάρος και είναι έγκυρες σύμφωνα με τα αρ. 33§1 και 7§6 εφόσον συνάπτονται για εμπορικούς σκοπούς. Αντίθετη σε αυτήν άποψη θεωρεί ότι δεν μπορεί να καλύψει το αρ. 7§6 τις ρήτρες αυτές, διότι το άρθρο αυτό αναφέρεται στις περιπτώσεις που επιτρέπεται η απαλλαγή του ασφαλιστή ως κύρωση λόγω πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης, όπως προβλέπεται στο αρ.7§5. Δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε άλλες περιπτώσεις (Μειοψ.Γν. Α.Π.14/2013 και Α.π. 18/2015 NOMOS). Κατά μία δεύτερη άποψη οι ρήτρες αυτές δεν αποτελούν ασφαλιστικά βάρη και δεν εντάσσονται στο αρ.7 του Ν.2496/1997. Αντιμετωπίζονται ως όρος αναγκαίος για την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, ο οποίος προσδιορίζει χρονικά την ευθύνη του ασφαλιστή. Αν δεν γίνει γνωστοποίηση για έγερση αξιώσεων, δεν έχει επέλθει ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος. (Α.Π.14/2013 και Α.π. 18/2015 NOMOS).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αργυριάδης Α. (2007), Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου, Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα Κιάντος Β. (2005), Ασφαλιστικό δίκαιο, Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα Ρόκας Ι. (2016), Συμβατικό ασφαλιστικό δίκαιο, Σάκκουλα Α.Ε., Αθήν Ρόκας Ι. (2014), Ιδιωτική ασφάλιση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα Ρόκας Ι. (2012), Ασφαλιστικό δίκαιο: Εισηγήσεις, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα Σινανιώτη Μαρούδη Α. (2017), Ασφαλιστικό δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα Χατζηνικολάου – Αγγελίδου Ρ. (2008), Ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο, Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα ΑΡΘΟΓΡΑΦΙΑ Βαρελά Μ. (2016), Οι απαλλακτικές ρήτρες στις επαγγελματικές ασφαλίσεις - Το κύρος της ρήτρας «αξιώσεις που θα εγερθούν» (“claims made”), Δίκαιο Επιχειρήσεων & Εταιριών, σελ. 109 επ. Ρήγας Κ. (2017), Το κύρος της συνομολογούμενης σε ασφαλιστικές συμβάσεις ρήτρας «claims made» με αφορμή τις ΟλΑΠ 18/2015 και 19/2015,Ελληνική Δικαιοσύνη, τεύχος 5, σελ. 1315 επ. Τζίβα Ε. (2017), Η κρίση του Αρείου Πάγου αναφορικά με τη ρήτρα claims made (= αξιώσεις που θα προβληθούν) σε ασφαλίσεις επαγγελματικής ευθύνης- Με αφορμή τις αποφάσεις της ΟλΑΠ 18 και 19/2015, Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου, τεύχος 1, σελ. 1 επ.