Ο ρόλος της γυναίκας στην αρχαιότητα, στην βυζαντινή εποχή, στους νεώτερους χρόνους μέχρι και την σύγχρονη εποχή. Κάλλια Λιάσκου-Στέλλα Ζαμπουλάκη Θεματική εργασία δευτέρου τετραμήνου στο μάθημα της Ελένης 2016-2017
Ο ρόλος της γυναίκας στην αρχαιότητα. Η γυναίκα στους αρχαϊκούς χρόνους θεωρούνταν από όλους ως ένα πλάσμα που δεν είχε την ικανότητα να ελέγξει τον εαυτό της. Μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα νεογέννητα κορίτσια ήταν εάν θα του επιτρεπόταν να ζήσει. Αυτή η απόφαση, την οποία έπαιρνε αποκλειστικά ο πατέρας, είχε ως βάση την κοινή γνώμη που επικρατούσε εκείνη την εποχή η οποία υποστήριζε ότι, εφόσον ένα κορίτσι δεν μπορεί να διατηρήσει το οικογενειακό όνομα, ήταν απλώς ένα επιπλέον έξοδο για την οικογένεια. Βασική αρχή στην αθηναϊκή κοινωνία ήταν το ότι η γυναίκα ήταν και θα είναι πάντα υπό ανδρική κηδεμονία.
Δημόσιος βίος στην Αθήνα Στο σπίτι ενός Αθηναίου πολίτη το μικρό κορίτσι μεγάλωνε με τη φροντίδα μιας τροφού και περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στα γυναικεία διαμερίσματα, όπου συνήθως οι μητέρες μεγάλωναν τα παιδιά τους και ασχολούνταν με την υφαντική. Ωστόσο, η απασχόληση της γυναίκας στην πραγματικότητα ήταν η διεύθυνση όλων των πρακτικών ζητημάτων του νοικοκυριού. Από νομικής άποψης το σύστημα στην κλασική Αθήνα ήταν έτσι διαμορφωμένο ώστε η γυναίκα να είναι απαραίτητη μόνο για την εξασφάλιση της κληρονομιάς. Η γυναίκα όσο ζούσε δεν είχε καμία εξουσία. Ο γάμος της δεν απαιτούσε τη συγκατάθεσή της και τα μόνα της αποκτήματα ήταν τα ενδύματα και τα κοσμήματά της.
Πρακτικά περνούσε από την προστασία του ενός κυρίου -του πατέρα- στον άλλο -το σύζυγο- και αν ο πατέρας της πέθαινε χωρίς αρσενικό απόγονο, τότε έπρεπε να χωρίσει και να παντρευτεί τον αδελφό του πατέρα της. Η απομόνωση της γυναίκας στην οικία μέσω του γάμου και η μικρή έως ανύπαρκτη εκπαίδευση ήταν κοινές μέθοδοι για αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος που συνεπαγόταν η γυναικεία φύση.
Στον οίκο του πατέρα Εφόσον της επιτρεπόταν να ζήσει και να ανατραφεί, η θέση της Αθηναίας κόρης ήταν μέσα στο σπίτι. Ο κύριος του οίκου είχε το νόμιμο δικαίωμα να την εκπροσωπεί σε νομικές υποθέσεις, γιατί η ίδια ήταν ανίκανη, όπως βέβαια και τα υπόλοιπα μέλη του οίκου του. Η εκπαίδευση της γυναίκας στην Αθήνα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, εκτός και αν φρόντιζε διαφορετικά ο κύριός της και η συμμετοχή της στην κοινότητα αναδεικνυόταν κυρίως σε τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως τα Θεσμοφόρια.
Αντίθετα, οι γυναίκες της Σπάρτης επιτρεπόταν ακόμα και να ασκούνται γυμνές και συμμετείχαν σε αγώνες προς τιμήν της Ήρας, φορώντας τον κοντό χιτώνα τους. Εκτός αυτού μορφώνονταν και γνωρίζουμε πως υπήρχαν γυναίκες που ασχολούνταν με την ποίηση, ενώ αναφέρονται Σπαρτιάτισσες Πυθαγόρειες. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη οι γυναίκες της Σπάρτης διέθεταν σημαντική οικονομική ευρωστία, αφού κατείχαν τα 2/5 περίπου της λακωνικής γης και φαίνεται πως διέθεταν δικά τους άλογα ή άρματα που οδηγούσαν σε ορισμένες θρησκευτικές γιορτές. Παρόλα αυτά, η ελευθερία των γυναικών της Σπάρτης είχε ως μοναδικό σκοπό την διατήρησης ενός δυνατού και υγιεινού σώματος ώστε τα παιδιά που θα γεννηθούν να είναι κι αυτά δυνατά και υγιή.
Ο γάμος Η μετάβαση στον οίκο του συζύγου ήταν η μοναδική κοινωνικά αποδεκτή λύση για την Αθηναία, καθώς δεν υπήρχε άλλη λύση πέρα από εκείνη του γάμου. Οι μέλλοντες σύζυγοι προετοιμάζονταν για το γάμο με προσφορές και θυσίες. Ως διαβατήρια τελετή, η γαμήλια τελετουργία στον αθηναϊκό γάμο είναι επίσης μια διαδικασία μετάβασης και μετουσίωσης. Η μετάβαση συμφωνείται μεταξύ του πατέρα της νύφης και του μέλλοντα γαμβρού, μέσω της σύμβασης που καλείται εγγύη, ενώ η μετουσίωση τελείται υπό την ευθύνη της ίδιας της γυναίκας. Κόβοντας τα μαλλιά της, βγάζοντας τη ζώνη της εφηβικής της ηλικίας, εκτελώντας το λουτρό, πρακτικά τελεί την τελετή ενηλικίωσης, προετοιμαζόμενη για τη γυναικεία της ωρίμανση.
Η έκδοσις και τα απαύλια Η έκδοσις είναι μια σύνθετη διαδικασία μετάβασης, με διάρκεια τριών ημερών, κατά την οποία τελούνται προκαταρκτικές θυσίες και προσφορές στους θεούς, ιδιαίτερα στην θεά Άρτεμις, η οποία συνδεόταν άμεσα με την εμμηνόρροια, την παρθενία και τη γέννηση. Κατά την πρώτη ημέρα (τα απαύλια) ο γαμπρός θα κοιμηθεί τελετουργικά με ένα αμφιθαλές κοριτσάκι (με τους δύο γονείς εν ζωή), στον οίκο του μέλλοντος πεθερού του, και θα του δοθούν τα απαύλια δώρα.
Σημαντικό κομμάτι του τριήμερου αθηναϊκού γάμου ήταν η γαμήλια πομπή, με άρμα, από τον οίκο του πατρός στον οίκο του συζύγου. Αυτή η μετάβαση έπρεπε να συμβεί κατά τη διάρκεια της δεύτερης μέρας του τριημέρου, με τη συνοδεία δαυλών και μουσικής. Η μουσική και οι δαυλοί ήταν σημαντικό τμήμα της τελετουργίας, για να μη βλάψουν τα κακά πνεύματα τη νύμφη κατά τη διάρκεια της πομπής. Τη νύφη συνόδευαν και τα προικιά της. Φτάνοντας στον οίκο του συζύγου, η νύφη έτρωγε ένα κυδώνι. Αυτή ήταν η τελετή της δεύτερης ημέρας, τα επαύλια, που τελείωναν με τον τελετουργικό ύπνο της νύμφης με αμφιθαλές αγοράκι και την προσφορά δώρων από συγγενείς και φίλους.
Τα ανακαλυπτήρια Την τρίτη ημέρα γινόταν η τελευταία φάση, τα ανακαλυπτήρια, που αποτελούσε την κεντρική σκηνή του αθηναϊκού γάμου. Με την αποκάλυψη του έως τότε κρυμμένου προσώπου της, η νύφη παρουσιάζεται ως το νέο πρόσωπο στον οίκο του συζύγου της και μάλιστα με την νέα της ιδιότητα, εκείνην της παντρεμένης γυναίκας εξουσιοδοτημένης από την κοινωνία να δώσει νόμιμους απογόνους. Η τελετή των ανακαλυπτηρίων ήταν απαραίτητη για την κοινωνική και την θεσμική ολοκλήρωσή του γάμου στην κλασική Αθήνα. Τότε δίνονταν τα ομώνυμα δώρα από τον άνδρα προς την σύζυγό του.
Επιπλέον… Επιπλέον, το γεγονός ότι η γυναίκα πιθανώς δεν αγαπούσε τον σύζυγο που της επιβαλλόταν, δε θεωρείτο σημαντικό από τους Αθηναίους. Τις περισσότερες φορές μάλιστα, ο γάμος δε θεμελιωνόταν πάνω σε αμοιβαία αισθήματα αγάπης, αλλά ήταν μια καλή επένδυση για το μέλλον. Η αγάπη και ο σεβασμός ήταν κάτι που αναμενόταν με την πάροδο του χρόνου. Ο γάμος είχε ως κύριο στόχο την αναπαραγωγή και τη διατήρηση της ταυτότητας του οίκου μέσα στο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της κοινότητας. Από εκεί και πέρα η Αθηναία δεν συμμετείχε καθόλου στον δημόσιο βίο. Ήταν μέλος του οίκου αλλά όχι της πολιτείας.
Ο γάμος στην Σπάρτη Αντίθετα απ’ ότι συνέβαινε στην Αθήνα, η τελετή του γάμου στη Σπάρτη δεν αποτελούσε δημόσιο γεγονός. Μάλιστα ένας διαδεδομένος τύπος σύστασης του γάμου είναι με την μέθοδο της αρπαγής: Χωρίς παρουσία οικογενειών ή προσκεκλημένων, ο μέλλων σύζυγός έκλεβε την γυναίκα τελετουργικά κατά τη διάρκεια της νύχτας . Με την βοήθεια της νυμφεύτριας, της ξύριζαν το κεφάλι, της φορούσαν ανδρικά ρούχα και την άφηναν ξαπλωμένη στο σκοτάδι να περιμένει. Ο σύζυγος μετά την ερωτική πράξη όφειλε να επιστρέψει στους κοιτώνες του και εξακολουθούσε να ζει εκεί με τους συνομίληκούς του στις αγέλες, μέχρι να συμπληρώσει τα τριάντα έτη του. Έως τότε, η συγκατοίκηση των συζύγων δεν επιτρεπόταν. Η διαδικασία αυτή είχε ως αποκλειστικό στόχο την τεκνοποίηση
Ραντεβού στα τυφλά! Άλλη μορφή εύρεσης συντρόφου στη Σπάρτη ήταν ο εγκλεισμός νέων και των δύο φύλων μαζί, σε ένα σκοτεινό μέρος, όπου η συνάντηση στα τυφλά των δύο νέων δέσμευε τον νεαρό Σπαρτιάτη, ο οποίος όφειλε πλέον να θεωρεί ως σύζυγο την γυναίκα που γνώρισε με αυτόν τον τρόπο, και μάλιστα χωρίς να λάβει προίκα. Η μη τήρηση αυτού του τύπου μπορούσε να προκαλέσει την ποινική δίωξη του άνδρα. Όμως, η κοινωνική θέση της γυναίκας στη Σπάρτη δεν ήταν περιορισμένη όπως στην Αθήνα. Η Σπαρτιάτισσα διαχειριζόταν η ίδια την περιουσία της, και μπορούσε να επιλέξει άλλο σύζυγο, αν ο δικός της απουσίαζε για πολύ καιρό.
Ο νόμος της Γόρτυνας Ενδεικτικός μιας διαφορετικής πρακτικής είναι ο Νόμος της Γόρτυνας, ο οποίος εμφανίζεται στον 5ο αι. π.Χ. Εδώ οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα να έχουν περιουσία, να τη διαχειρίζονται και φυσικά να κληρονομούν. Σε περίπτωση μάλιστα διαζυγίου η γυναίκα διατηρούσε το μισό της περιουσίας της.
Η γυναίκα στην επική ποίηση O Όμηρος και ο Ησίοδος, εκπρόσωποι του ηρωικού και διδακτικού έπους αντίστοιχα, με το στίχο τους μετέφεραν εικόνες για τη θέση της γυναίκας σε ποικίλους ρόλους. Στους στίχους της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, ο Όμηρος παρουσιάζει τις γυναίκες να διατηρούν κομμάτια του ηρωικού ήθους που προορίζεται μόνο για το ανδρικό φύλο, δείχνοντας παράλληλα την άμεση εξάρτηση τους από την ανδρική παρουσία. Ταυτόχρονα, μας δείχνει ότι η γυναίκα έχει μια περιορισμένη θέση σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, αλλά δε παραλείπεται το στοιχείο της εκτίμησης στο γυναικείο έργο ή τη γυναικεία παρουσία.
Ο Ησίοδος με τη σειρά του μας παραθέτει μια άλλη εικόνα Ο Ησίοδος με τη σειρά του μας παραθέτει μια άλλη εικόνα. Η γυναίκα είναι ταυτόχρονα αγγελιαφόρος της θεϊκής βούλησης αλλά και η αιτία των παθών του ανθρώπινου γένους. Αντιπροσωπεύει την εικόνα της γυναίκας σε ένα κατ’ εξοχήν πατριαρχικό μύθο. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο διαλέγει να την παρουσιάσει ο ποιητής μας δείχνει ότι δεν είναι η ίδια που επιθυμεί τα βάσανα για το ανθρώπινο γένος. Είναι οι θεοί πίσω της που την καθοδηγούν μέσω των ιδιοτήτων που της αποδίδουν.
Η γυναίκα στο Βυζάντιο
Η γέννηση και τα πρώτα χρόνια της Βυζαντινής Σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο Φαίδων Κουκουλέ: «Η γέννησις θήλεος κατά τους βυζαντινούς χρόνους δεν ήτο ευχάριστον γεγονός, δια το λόγον ότι ούτω δεν θα διηωνίζετο της οικογενείας το όνομα, αφετέρου δε θα επιβάλλοντο πολλαί φροντίδες εις τους γονείς δια προφύλαξιν αυτού, όταν δ’έφθανεν εις γάμου ηλικίαν και δια την προίκα του. Χαρακτηριστικόν είναι ότι κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ως και σήμερον ενιαχού, παιδιά ελέγοντο μόνον τα αρρένα.» Όταν η κοπέλα έφτανε στο 6ο έτος της ηλικίας της άρχιζε να μαθαίνει ανάγνωση, γραφή, ιερή ιστορία, αρίθμηση και μουσική, χωρίς να πηγαίνει στο σχολείο. Πράγμα που αποδεικνύει τη μέτρια μόρφωση που λάμβανε. Φυσικά οι κοπέλες με ευγενική καταγωγή είχαν περισσότερες ευκαιρίες για εκπαίδευση. Μετά τα τρία χρόνια της εκπαίδευσής τους οι νεαρές κοπέλες επιδίδονταν στην εκμάθηση των οικιακών εργασιών.
Τα του οίκου Η γυναίκα της βυζαντινής περιόδου ζούσε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της στο σπίτι. Κύριο μέλημα ήταν να φροντίζει το νοικοκυριό της και τα παιδιά της. Άλλωστε αυτό που χαρακτηρίζει την Βυζαντινή γυναίκα είναι η νοικοκυροσύνη.
Ο γάμος
Ο κύριος σκοπός ενός γάμου για την γυναίκα ήταν η μητρότητα Ο κύριος σκοπός ενός γάμου για την γυναίκα ήταν η μητρότητα. Παρόλα αυτά δεν είχε κανένα λόγο στο θέμα του γάμου. Το λόγο για την επιλογή του συζύγου είχε ο πατέρας όπως και το θέμα της προίκας. Αργότερα με τη νομοθεσία των Ισαύρων απαιτείται η συγκατάθεση και των δύο γονέων για τη σύναψη γάμου που έπειτα καταργήθηκε όταν οι Μακεδόνες ανήλθαν στην εξουσία. Συχνά μάλιστα βοηθούσαν στην επιλογή του συζύγου οι προξενήτρες, που είχαν ως αμοιβή ποσοστά από την προίκα.
Η διαδικασία του γάμου Τα αρραβωνιάσματα ήταν πολύ σπουδαίο γεγονός, με επισημότητα σχεδόν θρησκευτική. Η διάλυση των αρραβώνων καταδικαζόταν από την εκκλησία και η πολιτεία επέβαλε πρόστιμο. Οι γονείς αποφάσιζαν για την ένωση των παιδιών τους. Οι αρραβώνες γίνονταν με γραπτό συμβόλαιο. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, πριν από την τέλεση του γάμου πραγματοποιούνταν ο στολισμός του νυφικού θαλάμου που όπως κατά την αρχαιότητα, ονομάζεται παστός. Εάν δεν επαρκούσαν τα στολίδια, η οικογένεια της νύφης έπρεπε να δανειστεί από τους γείτονες. Συγγενείς και φίλοι έραιναν τον παστό με λουλούδια και έψαλλαν τραγούδια επαινετικά προς τον γαμπρό και τη νύφη. Την παραμονή του γάμου κρεμούσαν στους τοίχους του δωματίου του ζευγαριού παραπετάσματα και κοσμήματα – κειμήλια, τοποθετούσαν έπιπλα και έλεγαν τραγούδια. Την ημέρα του γάμου ερχόντουσαν ντυμένοι στα άσπρα. Ο γαμπρός ερχόταν με συνοδεία οργανοπαιχτών. Η νύφη ερχόταν ντυμένη με χρυσοΰφαντο φόρεμα και λεπτοκαμωμένη μπλούζα. Το πρόσωπό της ήταν σκεπασμένο με πέπλο. Το σήκωνε μόνο όταν ο γαμπρός πήγαινε κοντά της. Αυτό γινόταν δήθεν για να τη δει ο γαμπρός για πρώτη φορά. Η νύφη επίσης, ήταν πολύ μακιγιαρισμένη. Μαζί ξεκινούσαν για την εκκλησία, με συγγενείς, φίλους, τραγουδιστών και με άλλους γνωστούς της οικογενείας. Στο δρόμο, από τα μπαλκόνια, έπεφταν βιολέτες και ροδοπέταλα. Τότε, όπως και σήμερα, οι κουμπάροι κρατούσαν τα στέφανα πάνω από τα κεφάλια των νεόνυμφων. Έπειτα το γάμο ακολουθούσαν οι γαμήλιες διασκεδάσεις οι οποίες διαρκούσαν επτά μέρες.
Η προίκα Η προίκα της γυναίκας ασφαλιζόταν με πολύ επιμέλεια για την ίδια. Νόμιμες διαθήκες που είχαν κυρωθεί, ήταν συνηθισμένες στο Βυζαντινό κόσμο και σεβαστές. Προφορικές διαθήκες που είχαν εκφραστεί με την παρουσία μαρτύρων θεωρούνταν επίσης σεβαστές. Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή νομοθεσία κι αργότερα τη βυζαντινή, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να κληροδοτήσει την προίκα της γυναίκας του στα παιδιά του, αλλά και οφείλει πρώτα να εξασφαλίσει σε αυτήν αρκετή κληρονομιά για να συντηρηθεί, χρήματα, έπιπλα, δούλους, επίσης το τυχόν δικαίωμα που είχε για δωρεάν ψωμί από τους κρατικούς φούρνους. Όλα αυτά βέβαια ίσχυαν στην περίπτωση που ο σύζυγος έφτανε πρώτος στο τέρμα της ζωής του. Η σύζυγος, όταν χήρευε, έμενε νόμιμος προστάτης των παιδιών τους και διαχειριζόταν την περιουσία του μακαρίτη. Αυτά ίσχυαν αν δεν ξαναπαντρευόταν η σύζυγος. Αν κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους προσφερόταν μία επισκοπική έδρα στο σύζυγο, μπορούσε να δεχθεί αν συμφωνούσε και η γυναίκα του με την θέλησή της να τον αφήσει και να μπει και αυτή σε μοναστήρι.
Οι περιορισμοί H κόρη μπορούσε να παντρευτεί από τα 12-13 χρόνια της. Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις βέβαια που υπήρχε μεγάλη διαφορά ηλικίας ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, κυρίως σε φτωχικές οικογένειες που ένας πλούσιος γάμος θα έδινε λύση στο πρόβλημά τους. Από την εποχή που ο γάμος έγινε θρησκευτικός, η Εκκλησία δεχόταν να ευλογήσει μόνο τους γάμους ανάμεσα σε άτομα που είχαν το ίδιο θρήσκευμα και ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη. Επίσης αποφεύγονταν οι γάμοι μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Περιορισμοί υπήρχαν και στο πόσους γάμους μπορούσε κάποιος να κάνει. Ιδανικός γάμος ήταν μόνο ο πρώτος. Ο δεύτερος ήταν ανεκτός από την Εκκλησία μετά από χηρεία ή διαζύγιο και ο τρίτος θεωρείτο πολυγαμία και απαγορευόταν από την Εκκλησία. Για τους βασιλικούς γάμους οι περιορισμοί ηλικίας, θρησκεύματος ή δόγματος που ίσχυαν για τους υπόλοιπους δεν ίσχυαν, γιατί αυτοί οι γάμοι συνέβαλαν στη σύναψη σχέσεων και πολιτικών ή στρατιωτικών συμφωνιών με άλλα κράτη. Έτσι έχουμε παραδείγματα γάμων 50χρονων με 11χρονες ή και ακόμα 40χρονου με 5χρονη.
Η βυζαντινή γυναίκα στον επαγγελματικό τομέα Στον επαγγελματικό τομέα ο ρόλος της γυναίκας ήταν μικρός. Συχνά η ανάγκη εξουδετέρωνε τους κοινωνικούς κανόνες. Η φτώχεια υποχρέωνε πολλές γυναίκες να βγαίνουν στην αγορά για να βγάλουν το ψωμί τους, ασκώντας τα επαγγέλματα της βιοτέχνισσας, πουλώντας έργα φτιαγμένα από τα χέρια τους, της υφάντριας, κ. α. Οι φτωχές γυναίκες δούλευαν στα χωράφια και στα εργαστήρια της οικογένειάς τους. Λίγες γυναίκες, μορφωμένες, ήταν ιατροί που θεράπευαν το γυναικείο πληθυσμό. Άλλες, οι λεγόμενες κοινές, ζούσαν στα μιμαρεία και στα καπηλειά. Μέσα στο σπίτι, οι δουλειές των γυναικών ήταν η ύφανση στον αργαλειό, το πλύσιμο των ρούχων, το άλεσμα του σιταριού, το ζύμωμα του ψωμιού, το μαγείρεμα, και φυσικά, η γενική συντήρηση και καθαριότητα του σπιτιού. Στα σπίτια των πατρικίων, αλλά και πολλών αστών, υπήρχαν οι υπηρέτριες: ελεύθερες φτωχές κοπέλες, που αναγκάζονταν να δουλέψουν σε τρίτους για να ζήσουν. Τις έλεγαν μισθαρνίσσας ή μισθωτρίας και κατοικούσαν στο σπίτι του αφεντικού μ' ένα μικρό μηνιαίο μισθό, τη ρόγαν, με διατροφή και ρουχισμό. Οι όροι καθορίζονταν με ειδικό συμβόλαιο το δουλευτικόν. Ωστόσο από τον 11ο αιώνα και μετά, οι κοινωνικές αλλαγές που δρομολογούνται μεταβάλλουν πολλές από τις κατεστημένες απόψεις για το ρόλο της γυναίκας και οι πρώτες που επωφελούνται είναι οι γυναίκες από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
Επιπλέον… Ένα επάγγελμα περιφρονημένο και κοινωνικά απαράδεκτο ήταν οι θεατρίνες που έφτασε να θεωρείται περίπου συνώνυμο της πόρνης. Ασκώντας τέτοιου είδους επαγγέλματα για να ζήσουν, οι γυναίκες του Βυζαντίου ήταν νομοθετικά αποκλεισμένες από άλλα σοβαρότερα και αξιολογότερα. Παραδείγματος χάρη, μια γυναίκα ηθοποιός δεν μπορούσε να ασκήσει δημόσιο λειτούργημα, ούτε να γίνει δικαστίνα ή δικηγορίνα. Η θέση της εκκλησίας ήταν αρνητική στην καριέρα των γυναικών. Η γυναίκα έπρεπε να μένει στο γυναικωνίτη απομονωμένη και όφειλε να περιορίζεται αποκλειστικά στις οικιακές ασχολίες και την ανατροφή των παιδιών. Μάλιστα η γυναίκα όταν έβγαινε από το σπίτι (ακόμη και η αυτοκράτειρα) έπρεπε να είναι καλυμμένη με πέπλο.
Η θέση της στην κοινωνία Η θέση της γυναίκας στο βυζάντιο ήταν κατώτερη από την θέση του άνδρα, σύμφωνα με την βυζαντινή νομοθεσία, καλύτερη όμως από αυτήν στην αρχαία Ελλάδα. Η γυναίκα της βυζαντινής περιόδου ζει μια ζωή περιορισμένη, σαφώς οριοθετημένη, ακολουθώντας τους κανόνες και τις παραδόσεις. Η γυναίκα αντιμετωπίζεται σαν ένα ον με έμφυτες αδυναμίες, σωματικές αλλά και ηθικές. Ο τομείς στους οποίους της επιτρέπεται να αναδειχτεί είναι η οικογένεια και η φιλανθρωπία, σε αντίθεση με τον άνδρα που μπορεί να δράσει και να αναδειχτεί σε όλο το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Η γυναίκα, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη έπρεπε να μάθει να ακούει, να πειθαρχεί και να σωπαίνει. Η γυναικεία φλυαρία επικρίνεται , πόσο μάλλον όταν γίνεται μέσα στην εκκλησία. Οι γυναίκες δεν πρέπει να γελάνε μπροστά σε άντρες, να μην κοιτάζουν τους άντρες στα μάτια, να μην χασκογελούν πίσω από τα πατζούρια τους με τους περαστικούς, να μην μιλούν άσχημα, να αποφεύγουν τα συχνά λουτρά να κυκλοφορούν με σκεπασμένο το κεφάλι
Σπουδαίες βυζαντινές Στη μακραίωνη περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίες λίγες σχετικά γυναίκες κατόρθωσαν να υπερβούν τα όρια που τους έθετε το φύλλο τους και να αφήσουν ανεξίτηλα ίχνη της δράσης τους. Η αποκατάσταση των εικόνων κατά την εικονομαχία προωθήθηκε από τρεις γυναίκες, τις αυτοκράτειρες Ειρήνη ,Ευφροσύνη και Θεοδώρα, ενώ ενεργό ρόλο γενικότερα έπαιξαν οι γυναίκες που στήριξαν τη λατρεία μέσω των εικόνων . Άλλες σπουδαίες γυναίκες που φόρεσαν την πορφύρα ήταν Αγία Ελένη (μητέρα Μ. Κωνσταντίνου) Θεοδώρα (σύζυγος του Ιουστινιανού) , η Ευδοκία (σύζυγος του Θεοδοσίου Β') , η Ειρήνη η Αθηναία (σύζυγος του Λέοντα Δ'), η Θεοδώρα (σύζυγος του Θεόφιλου) η Ζωή ,σύζυγος τριών αυτοκρατόρων, η Θεοφανώ (σύζυγος Ρωμανού Β΄ και Νικηφόρου Φωκά) Ελάχιστες γυναίκες, αποκλειστικά από την αριστοκρατική τάξη, μπόρεσαν να αποκτήσουν ευρύτατη μόρφωση. Τέτοιες φωτισμένες γυναίκες με μεγάλη πνευματική καλλιέργεια - πέρα από την Άννα Κομνηνή - ήταν η φιλόσοφος Υπατία στην Αλεξάνδρεια, η Πουλχερία αδελφή του Θεοδοσίου Β΄, η σύζυγός του Αθηναΐδα-Ευδοκία, η σπουδαία υμνωδός της ορθόδοξης εκκλησίας Κασσιανή. Η ανιψιά του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, Θεοδώρα Ραούλαινα Παλαιολογίνα κατείχε στη βιβλιοθήκη της πολλούς κώδικες με έργα αρχαίων Ελλήνων κλασικών, ορισμένους από τους οποίους είχε αντιγράψει η ίδια. Οι περισσότερες από αυτές τις φωτισμένες γυναίκες μορφώθηκαν όχι με το να φοιτήσουν σε κάποια ανώτατη Σχολή, αλλά με το να μαθητεύσουν κοντά σε κάποιον λόγιο λαϊκό ή κληρικό ή ακόμη και μόνο με την προσωπική τους προσπάθεια και μελέτη.
Γυναίκα από τους νεώτερους χρόνους έως την σημερινή εποχή
Η γυναίκα στους νεώτερους χρόνους Η ανάπτυξη των πόλεων και η δημιουργία των πρώτων αστικών κέντρων έδωσαν νέα ώθηση στο ρόλο των γυναικών. Η συμμετοχή τους σε εμπορικές συντεχνίες βελτίωσε την οικονομική και κατ’ επέκταση και την κοινωνική τους θέση. Με τη στροφή προς την αρχαία ελληνική σκέψη και την ανακάλυψη της τυπογραφίας, η μόρφωση των γυναικών αρχίζει να αποτελεί κεκτημένο δικαίωμά τους.
Η βιομηχανική επανάσταση η οποία συνέβαλε στην αναθεώρηση και κατάρριψη πολλών οικογενειακών θεσμών και ιδεών, και το φεμινιστικό κίνημα της δεκαετίας του ’70, συντέλεσαν στην έξοδο της γυναίκας στον εργασιακό χώρο. Οι απαιτήσεις της τότε κοινωνίας και οι αυξημένες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η οικογένεια, επέβαλαν την εργασία στη μητέρα. Λόγοι που μια έγγαμη γυναίκα βρίσκει δουλειά υπάρχουν πολλοί. Οι πιο σημαντικοί είναι: Θέλει να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της. Θέλει να νιώθει χειραφετημένη και ανεξάρτητη, διαχειριζόμενη η ίδια τα χρήματά της. Θέλει να συντηρήσει την οικογένειά της αν είναι διαζευγμένη ή χήρα. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι γυναίκες ήταν αποκλεισμένες από τη μισθωτή εργασία. Ακόμη κι όταν η εργασία τους θεωρήθηκε απαραίτητη για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας, τα επαγγέλματα που κοινωνικά τους επιτρεπόταν ήταν τα λεγόμενα «γυναικεία επαγγέλματα», αυτά δηλαδή που αποτελούσαν μια προέκταση του παραδοσιακού ρόλου των γυναικών μέσα στην οικογένεια. Στον εργασιακό χώρο…
Οι ισορροπίες Οι γυναίκες με απαιτητικό ωράριο (40 ώρες ασχολία με την εργασία και 36 με τις δουλειές του νοικοκυριού, σύμφωνα με έρευνες) προσπαθούν να ισορροπήσουν τους ρόλους τους και τις καταστάσεις. Λίγες όμως είναι αυτές που καταφέρνουν να κρατήσουν τις ισορροπίες. Αν δεν είναι ικανοποιημένες από τον ένα ή τον άλλο ρόλο, φαίνεται στην προσωπική τους ευτυχία και στη συμπεριφορά τους απέναντι στην οικογένεια. Για να καταφέρουν να αποδίδουν καλά στον επαγγελματικό και στον οικογενειακό χώρο, αφιερώνουν ελάχιστο χρόνο για την περιποίηση του εαυτού τους και στο να κάνουν πράγματα που τις ευχαριστούν. Αισθάνονται μονίμως κουρασμένες, νιώθουν μόνες από κοινωνικής πλευράς και πιστεύουν ότι όλα τα βάρη πέφτουν πάνω τους, με αποτέλεσμα να γίνονται ευέξαπτες και νευρικές. Επίσης, έχοντας πιεσμένο πρόγραμμα, αγχώνονται και δεν απολαμβάνουν τις στιγμές που αφιερώνουν στα παιδιά τους.
Και λίγη ιστορία… Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1832, η γυναίκα και πάλι δεν είναι ισότιμη με τον άντρα. Στους νεότερους χρόνους, και συγκεκριμένα στο τέλος του 18ου αιώνα, λίγες μορφωμένες και μαχητικές γυναίκες κινητοποιούνται για ζητήματα ισότητας. Το κίνημα αυτό μαζικοποιείται οριστικά τον 20ο αιώνα με τη γενικότερη ανάπτυξη όλων των προοδευτικών κινημάτων. Οι φεμινίστριες της εποχής στα 1922-24 θα οργανώσουν τον αγώνα για την απόκτηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Τα σχόλια που θα ακουστούν για τη δραστηριότητά τους είναι ποικίλα. Το α’ Πανελλαδικό Γυναικείο Συνέδριο, το Μάη του 1946, θα συμπεριλαμβάνει στα αιτήματά του την πολιτική ισότητα των γυναικών. Ο αγώνας των γυναικών έφερε τα ποθητά αποτελέσματα τον Μάη του 1952, όταν παραχωρήθηκαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα στο γυναικείο φύλο. Η πορεία εκείνων των γυναικών δεν υπήρξε ανθόσπαρτη.
Η σπουδαιότερη ένταξη των γυναικών ήταν στον πολιτικό τομέα ο οποίος αποτέλεσε βάση για την μετέπειτα ενσωμάτωση τους στην κοινωνία. Στις 11 Φεβρουαρίου του 1934 οι γυναίκες καλούνται να ψηφίσουν, για πρώτη φορά, στις δημοτικές εκλογές. Οι εκλογές εκείνες, ήταν οι πρώτες στην ιστορία όπου οι γυναίκες, έστω και υπό όρους, είχαν το δικαίωμα ψήφου. Παρόλο το γεγονός ότι ο αριθμός των γυναικών που ψήφισαν ανέρχεται στις 240 , το βήμα αυτό ήταν καταλυτικό για την πορεία της στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων της. Σε βουλευτικές εκλογές, οι Ελληνίδες ψήφισαν για πρώτη φορά στις 19 Φεβρουαρίου του 1956. Ήταν η απαρχή της εφαρμογής στην πράξη της καθολικής ψηφοφορίας, που είχε κατοχυρωθεί ήδη στο Σύνταγμα του 1864, με την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη στις γυναίκες. Η Λίνα Τσαλδάρη είναι η πρώτη γυναίκα – υπουργός. Η εξουσία δεν αποτελεί αυτοσκοπό, γεγονός που δίνει ένα νέο ουσιαστικό περιεχόμενο και μια νέα ηθική διάσταση στην πολιτική. Οι γυναίκες καθώς προσέρχονται στο χώρο της πολιτικής έχουν πολλά να δώσουν. Ο δρόμος τους είναι χωρίς επιστροφή.
Η γυναίκα στο σήμερα
Ο ρόλος της Ο ρόλος της γυναίκας στη σημερινή κοινωνία είναι πολύπλοκος, διότι κατέχει το ρόλο της μάνας, της συζύγου, της εργαζόμενης και της νοικοκυράς. Δίνει πολλούς αγώνες στο οικογενειακό περιβάλλον, στον εργασιακό χώρο, στην κοινωνία και δείχνει να τα καταφέρνει επάξια. Η θέση της γυναίκας αναμφισβήτητα έχει βελτιωθεί καθώς απέκτησε το δικαίωμα μόρφωσης, εργασίας και διεκδίκησης των δικαιωμάτων της. Παρόλα αυτά εξακολουθεί να υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στα δύο φύλα.
Στη χώρα μας Το σύνταγμα της χώρας μας έχει αναγνωρίσει την ισότητα των δύο φύλων. Η προίκα έχει απαγορευτεί, όπως και οι γάμοι παιδιών καθώς έχει θεσπιστεί κατώτατο όριο ηλικίας γάμου 18 χρόνια για την γυναίκα και 22 για τον άνδρα. Σήμερα οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν μόλις το 10% στην ομοσπονδιακή Βουλή. Σημειώθηκαν θετικές αλλαγές αλλά δύσκολα αλλάζει μία νοοτροπία αιώνων. Η γέννα ως επί το πλείστον αγόρια με την βοήθεια της επιστήμης. Η βασική εκπαίδευση είναι μέχρι τα 14 χρόνια αλλά υπάρχουν λιγότερες εγγράμματες γυναίκες από ότι άνδρες. Οι γυναίκες υποσιτίζονται για να εξασφαλίσει περισσότερο φαγητό ο άνδρας. Αν και απαγορεύεται η προίκα σε κάποια χωριά τηρείται ακόμα. Κάθε χρόνο δολοφονούνται 6000 γυναίκες λόγω διαφωνιών με την προίκα. Υπάρχει ένα ποσοστό έγγαμων γυναικών κάτω από το όριο των 18 παρόλο που απαγορεύεται. Τα τελευταία διαζύγια έχουν αυξηθεί απ’ ότι τα προηγούμενα χρόνια.
Στους νεότερους χρόνους και συγκεκριμένα στο τέλος του 18ου αιώνα, λίγες μορφωμένες και μαχητικές γυναίκες κινητοποιούνται για ζητήματα ισότητας. Το κίνημα αυτό ονομάζεται Φεμινισμός και μαζικοποιείται οριστικά τον 20ο αιώνα με τη γενικότερη ανάπτυξη όλων των προοδευτικών κινημάτων. Ο Φεμινισμός είναι ένα κοινωνικό κίνημα το οποίο αποσκοπεί στην εξάλειψη της ανισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών μέσω της προώθησης των γυναικείων δικαιωμάτων σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Γεννήθηκε στη Γαλλία την περίοδο του Διαφωτισμού από στοχαστές και αφορούσε αρχικά τη συμμετοχή της γυναίκας στην εκπαίδευση και τις επιστήμες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, λίγα χρόνια πριν τη γαλλική επανάσταση, ιδρύεται στο Μίντελμπουργκ της Ολλανδίας η πρώτη επίσημη γυναικεία επιστημονική κοινότητα και δημοσιεύονται οι πρώτες εφημερίδες που απευθύνονται στο γυναικείο φύλο. Η συνειδητοποίηση και η προβολή του αιτήματος για ουσιαστική ισότητα, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και δημόσια ζωή, η ηθική και κοινωνική απελευθέρωση της γυναίκας, μόλις τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να πραγματοποιείται.
Πηγές: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B5%CF%82_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B1_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1 http://www.istorikathemata.com/2012/10/the-social-position-of-women-in-ancient-Athens-and-Sparta.html