ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ - ΚΙΝΗΤΡΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
Θεωρητικές προσεγγίσεις των ανθρωπίνων αναγκών που σχετίζονται με τον τουρισμό. Η έννοια των τουριστικών αναγκών. Η ικανοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών αποτελεί αντικειμενικό σκοπό της οικονομικής δραστηριότητας. Ο άνθρωπος, εκτός των βασικών του αναγκών, έχει και άλλες ανάγκες που βρίσκονται στην ανώτερη κλίμακα της ιεράρχησής του. Μεταξύ αυτών των αναγκών, είναι και οι τουριστικές ανάγκες (π.χ. ετήσιες διακοπές). Οι τουριστικές ανάγκες εμφανίζονται στον άνθρωπο μετά την ικανοποίηση των βασικών του αναγκών (τροφή, ενδυμασία, κατοικία), γι’αυτό και ανήκουν, κατά μια άποψη, στην κατηγορία των αναγκών πολυτελείας. Όπως όλες οι ανάγκες, έτσι και οι τουριστικές, μεταβάλλονται διαχρονικά τόσο από πλευράς ποσότητας και ποιότητας όσο και ποικιλίας. Το μέγεθος της ικανοποίησης των τουριστικών αναγκών ενός ατόμου ή μιας κοινωνίας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και να εκτιμηθεί ποσοτικά και ποιοτικά.
Η θεωρία της ιεράρχησης των αναγκών του Maslow. Φυσιολογικές ανάγκες (physiological), όπως είναι η πείνα, η δίψα, η ξεκούραση, ο ύπνος. Ανάγκες ασφάλειας (safety), όπως είναι η σιγουριά, η απαλλαγή από το φόβο και το άγχος, καθώς και η προστασία από τον κίνδυνο, την απειλή και τη στέρηση. Κοινωνικές ανάγκες (έννοια του ανήκειν και της αγάπης) (belonging and love), όπως είναι η τρυφερότητα, η φιλία, η αγάπη, η ένταξη σε ομάδα, η αίσθηση. Ανάγκες εκτίμησης (esteem), όπως είναι η αυτοεκτίμηση και η εκτίμηση των άλλων, ο αυτοσεβασμός και ο σεβασμός των άλλων. Ανάγκες αυτοπραγμάτωσης (selfe – autualisation), όπως είναι η προσωπική πληρότητα, η αυτοανάπτυξη, η αυτοπραγμάτωση.
Διάγραμμα Η ιεράρχηση των ανθρώπινων αναγκών κατά τον Maslow
Η θεωρία των κοινωνικών αναγκών των Bradshaw / Mercer. Κατά τους Bradshaw / Mercer, οι κοινωνικές ανάγκες διακρίνονται σε τέσσερις «κατηγορίες»: τις αισθητές ανάγκες (felt needs), τις εκφραζόμενες ανάγκες (expressed needs), τις συγκριτικές ανάγκες (comparative needs) και τις τυποποιημένες ανάγκες (normative needs). Οι αισθητές ανάγκες είναι εκείνες που αντιλαμβάνονται τα άτομα, αλλά δεν τις εκφράζουν επίσημα με κανένα τυπικό ή ενεργό τρόπο και σε γενικές γραμμές δεν ικανοποιούνται. Οι εκφραζόμενες ανάγκες είναι εκείνες που τα άτομα τις εκφράζουν ενεργά. Οι συγκριτικές ανάγκες είναι εκείνες που προκύπτουν από τη σύγκριση των αναγκών ενός ατόμου ή μίας ομάδας ατόμων, με τις ανάγκες άλλων ατόμων ή ομάδων. Οι τυποποιημένες ανάγκες προκύπτουν από εξωτερικές εκτιμήσεις, οι οποίες γίνονται κατά την άποψη του Mercer, από ειδικούς (π.χ. πολιτικούς, μηχανικούς, ακαδημαϊκούς).
Η κριτική που γίνεται στη θεωρία των κοινωνικών αναγκών των Bradshaw / Mercer, εστιάζεται στο γεγονός ότι η σχετική τυπολογία δεν δίνει απάντηση στο ερώτημα, πώς ή γιατί οι συγκεκριμένες ανάγκες – συμπεριλαμβανομένης και της ανάγκης για ελεύθερο χρόνο, και κατ’ επέκταση της ανάγκης για τουρισμό – μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία των τυποποιημένων αναγκών.
Η θεωρία των ανθρωπίνων αναγκών του Iso-Ahola. Η προσέγγιση του Iso-Ahola για τις ανθρώπινες ανάγκες στηρίζεται στις θεωρίες της ψυχολογικής παρακίνησης των αναγκών και έχει ως αφετηρία την άποψη ότι η ιδέα της ανάγκης για «βέλτιστη διέγερση και ασυμφωνία», η οποία υποδηλώνει ότι «πάρα πολύ ή πολύ λίγη παρακίνηση είναι επιζήμια για το άτομο, τόσο οργανικά, όσο και ψυχολογικά» (Iso-Ahola, 1980: 229). Η παραπάνω θεωρητική προσέγγιση έχει σε μεγάλο βαθμό την ίδια βάση με τη θεωρία του Maslow, δηλ. την ιδέα ότι «η άρνηση της ανάγκης θα ήταν επιζήμια για το άτομο». Πάντως, τα μέσα ικανοποίησης της ανάγκης για βέλτιστη διέγερση και ασυμφωνία δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά, χωρίς αναφορά σε ομάδες αξιών. Αυτό αναγνωρίζεται από τον Iso-Ahola (1980: 249), όταν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «…η κοινωνική φύση του κινήτρου για ελεύθερο χρόνο, εμφανίζεται και στη συμπεριφορά που παρακινείται από τυποποιημένες και συγκριτικές ανάγκες ψυχαγωγίας».
Οι Μαρξιστικές και νέο – μαρξιστικές απόψεις για τις ανθρώπινες ανάγκες. Ο Μαρξ υποστήριξε, ότι οι ανθρώπινες ανάγκες στον καπιταλισμό δεν είναι στατικές, αλλά αναπτύσσονται σύμφωνα με τις τεχνολογικές και οικονομικές δυνατότητες της κοινωνίας. Αυτό, ταυτόχρονα, φανερώνει ότι η ίδια η φύση της κοινωνίας διαμορφώνει τις ανάγκες των ανθρώπων. Έτσι, με τον καπιταλισμό, οι άνθρωποι αναπτύσσουν «ψευδείς ανάγκες» για χρήματα και ανέσεις, που ο καπιταλισμός ενσωματώνει στη λογική του. Ο Μαρξ πίστευε ότι με τον καπιταλισμό, οι μάζες θα στερηθούν ακόμα και την ικανοποίηση των βασικών αναγκών τους, πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει την κατάρριψη του συστήματος. Αντίθετα, οι νέο-μαρξιστές ανέπτυξαν την ιδέα της παραγωγής και της συνεχούς ικανοποίησης των «ψευδών αναγκών», για να ερμηνεύσουν τη μακροζωία του καπιταλισμού.
Η θεωρία των παγκόσμιων αναγκών των Doyal και Gough. Οι Doyal and Gough (1991) ανέπτυξαν τη θεωρία των παγκόσμιων αναγκών, για να αντικρούσουν τις υπάρχουσες «σχετικιστικές» θεωρίες. Στη σχετική μελέτη τους, υποστηρίζουν ότι στις σχετικιστικές θεωρίες (relativist theories) μόνο τα άτομα ή οι συγκεκριμένες ομάδες ατόμων μπορούν να γνωρίζουν τις δικές τους ανάγκες και όπως είναι εύλογο, αφού οι ανάγκες διαφέρουν μεταξύ ατόμων, ομάδων και πολιτισμών, κάποιες από αυτές δεν μπορούν να αναγνωριστούν ως «παγκόσμιες». Επίσης, υποστηρίζουν ότι χωρίς κάποια τυποποιημένη ιδέα για τις παγκόσμιες ανάγκες, δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε την επιτυχία καμιάς πολιτικής ή κοινωνικής οργάνωσης, αφού το κύριο κριτήριο για τέτοιες κρίσεις, θα πρέπει να είναι η επιτυχία τους να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του κόσμου. Η προσέγγισή τους στηρίζεται περισσότερο στις «αξίες» που είναι η βάση για την ανάπτυξη μιας θεωρίας για τις παγκόσμιες ανθρώπινες ανάγκες, παρά στις «βιολογικές ανάγκες», όπως αυτό συμβαίνει με τις ψυχολογικές προσεγγίσεις για τον προσδιορισμό των ανθρωπίνων αναγκών.
Οι Doyal and Gough υποστηρίζουν ότι οι παγκόσμιες ανάγκες συνίστανται, κυρίως, στην «υγεία» και την «προσωπική αυτονομία». Η «υγεία», αναφέρεται στην οργανική υγεία, η οποία συμπίπτει με τις χαμηλότερες τάξεις στην ιεραρχία του Maslow και έχει σχέση με βασικό δικαίωμα του ατόμου και όχι με μια απλή επιθυμία. Η «προσωπική αυτονομία» σημαίνει ότι το άτομο, για να είναι άνθρωπος, πρέπει να μπορεί να αποτελέσει ένα ικανό και αξιοπρεπές μέλος αυτής της κοινωνίας. Αυτό συνεπάγεται ότι πρέπει να είναι μορφωμένο, τουλάχιστον, στο ελάχιστο επίπεδο που απαιτείται για τη σχετική κοινωνία, να είναι διανοητικά υγιές και ικανό να εξασκήσει συγκεκριμένα αστικά και πολιτικά δικαιώματα. Η σειρά των παραπάνω αναγκών είναι μάλλον βασισμένη σε «αξίες», παρά σε «βιολογικές» ανάγκες. Οι παραπάνω ανάγκες μπορούν να γίνουν αποδεκτές ή να απορριφθούν από άτομα, ομάδες ή οργανισμούς. Όταν γίνουν αποδεκτές τότε είναι στην εφαρμογή τους παγκόσμιες ανάγκες. Στην πραγματικότητα, οι ανάγκες που προέκυψαν από τη μελέτη των Doyal and Gough είναι κοντά στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Συμπερασματικές παρατηρήσεις στις προσεγγίσεις των τουριστικών αναγκών. Από τις παραπάνω προσεγγίσεις των τουριστικών κινήτρων προκύπτουν τα ακόλουθα γενικά συμπεράσματα: Οι «τουριστικές ανάγκες» διακρίνονται σε έμφυτες ή φυσικές που υπάρχουν στο υποσυνείδητό μας και σε επίκτητες που αποκτούνται στη διάρκεια της ζωής μας. Ανεξάρτητα των διακρίσεων τους, τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια συνεχή αναζήτηση ολοκληρωμένων απόψεων που θεωρητικά να ερμηνεύουν την συνειδητή ή υποσυνείδητη επιθυμία του ανθρώπου να κάνει διακοπές (τουρισμό) για να ικανοποιήσει τις συγκεκριμένες ανάγκες του. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις που έχουν αναπτυχθεί στο γενικότερο πλαίσιο ερμηνεύουν ικανοποιητικά και τις πολυποίκιλες τουριστικές ανάγκες (π.χ. ατομικές, κοινωνικές, ανθρώπινες, ψευδείς, παγκόσμιες) σε διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις στηρίζουν το ερμηνευτικό τους πλαίσιο, κυρίως στις επιστήμες της κοινωνιολογίας, ψυχολογίας, οικονομίας και πολιτικής. Οι τουριστικές ανάγκες συνδέονται λειτουργικά με τα τουριστικά κίνητρα και την κοινωνική τους φύση για ελεύθερο χρόνο, όπου οι τουρίστες βιώνουν την πραγματικότητα του ταξιδιού τους με τη συμμετοχή τους σε διάφορες δραστηριότητες.
Θεωρητικές προσεγγίσεις των κινήτρων που σχετίζονται με τον τουρισμό Θεωρητικές προσεγγίσεις των κινήτρων που σχετίζονται με τον τουρισμό. Η έννοια του κινήτρου στον τουρισμό. Επισημαίνεται ότι δεν είναι εύκολο να χαρτογραφηθούν οι διαστάσεις της έννοιας του κινήτρου στο ταξιδιωτικό πλαίσιο, ούτε και να κατανοηθούν πλήρως, αν και φαίνεται ότι συμπεριλαμβάνουν Την ιδέα ότι το ταξίδι συνδέεται αρχικά με τις ανάγκες και αυτό αποδεικνύεται με όρους επιθυμιών και με τη δύναμη του κινήτρου ή με την ώθηση ως ενεργοποιητή της ανθρώπινης δράσης. Την αντίληψη ότι το κίνητρο θεμελιώνεται στις κοινωνιολογικές και ψυχολογικές πλευρές των κανόνων, των πολιτιστικών θεωρήσεων, των αντιλήψεων, κ.λ.π. που έχουν αποκτηθεί, οδηγώντας έτσι σε μορφές κινήτρων που περιστρέφονται γύρω απ’ το άτομο. Την άποψη ότι η εικόνα του τουριστικού προορισμού που δημιουργείται μέσα από επαγωγικά ή οργανικά επικοινωνιακά κανάλια, επηρεάζει τα κίνητρα και κατά συνέπεια τη μορφή του ταξιδιού που τελικά θα επιλεγεί.
Επισημαίνεται ότι οι μέχρι σήμερα μελέτες για τα τουριστικά κίνητρα εστιάζεται στις παρακάτω σε τρεις κύριες περιοχές: Τις δραστηριότητες ως κίνητρο (activities as motivation). Τις ψυχολογικές ανάγκες (psychological needs). Την προσέγγιση του κύκλου ζωής (lifecycle approach). Γενικά οι μελέτες παρέχουν μια ισχυρή θεωρητική βάση της κατανόησης γιατί οι ταξιδιώτες εγκαταλείπουν το τόπο της μόνιμης διαμονή τους και πηγαίνουν σε έναν άγνωστο, συχνά εξωτικό και απομακρυσμένο τόπο, τι είδους καταναλωτική συμπεριφορά έχουν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους και στον τόπο του προορισμού τους, πως επέλεξαν ή επιλέγουν τον εκάστοτε τουριστικό προορισμό και με τι κριτήρια.
Το μοντέλο των κινήτρων του Maslow. Τα κίνητρα έλλειψης ή μειωτικά της έντασης. Τα επαγωγικά ή διεγερτικά κίνητρα του ενδιαφέροντος. Ακόμα, ο Maslow υποστήριξε ότι το μοντέλο των κινήτρων είναι ολιστικό και δυναμικό και ότι μπορεί να εφαρμοστεί τόσο στην εργασιακή όσο και στην μη-εργασιακή σφαίρα της ζωής. Όμως οι πρώϊμες ανθρωπιστικές του αξίες φαίνεται ότι τον έκαναν να δημιουργήσει το υπόψη μοντέλο, όπου η αυτοπραγμάτωση είναι το επίπεδο στο οποίο ο άνθρωπος θα έπρεπε να προσβλέπει. Ο Maslow δεν παραποιήθηκε από τους θεωρητικούς του τουρισμού, αλλά απλά τους παρείχε μια ομάδα κινήτρων στην οποία μπορούν σχετικά εύκολα να μπουν ταμπέλες
Στο μοντέλο του Maslow, η ανθρώπινη δράση περιορίζεται σε προκαθορισμένες, κατανοητές και προβλέψιμες κινήσεις. Αυτή η άποψη τείνει περισσότερο προς τη συμπεριφορική παράδοση της ψυχολογίας, παρά προς τη γνωστική προσέγγιση (cognitivist approach), η οποία τονίζει τις έννοιες του μη λογικού και της μη προβλεψιμότητας της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Εν τούτοις, η θεωρία του Maslow, επιτρέπει στον άνθρωπο να υπερβεί μια απλή ενσάρκωση των βιολογικών του αναγκών, κάτι που τον διακρίνει και από τα υπόλοιπα όντα. Ως ένα βαθμό, η θεωρία του Maslow μπορεί να γίνει κατανοητή με όρους ηθικής. Υποστηρίζει ότι, με τις κατάλληλες συνθήκες, οι άνθρωποι θα ξεπεράσουν το ενδιαφέρον τους για την υλική πλευρά της ζωής και θα ενδιαφερθούν για υψηλότερους σκοπούς και να φθάσουν στο επίπεδο της αυτοπραγμάτωσης στο οποίο και προσβλέπουν.
Η θεωρία των τύπων προσωπικότητας του Plog. O Plog (1974) ανέπτυξε τη «θεωρία των τύπων προσωπικότητας» (theory of personality types), η οποία στηρίζεται στην ψυχογραφική ταξινόμηση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας και σε σχετική μελέτη που έγινε, ο πληθυσμός των ΗΠΑ κατατάχθηκε σε μια σειρά διαπλεκόμενων ψυχογραφικών τύπων ανθρώπινης προσωπικότητας, σε σχέση με τις προτιμήσεις του για τους διαφόρους τουριστικούς προορισμούς. Αυτοί οι τύποι επεκτείνονται από το ψυχοκεντρικό (psychocentric) άτομο, το οποίο επικεντρώνεται σε σκέψεις και μικροπροβλήματα της ζωής, μέχρι το αλλοκεντρικό (allocentric) άτομο, το οποίο απασχολούν ποικίλα προβλήματα. Η πλειοψηφία του πληθυσμού των ΗΠΑ βρέθηκε ότι ανήκει σε μια περιοχή που ο Plog ονόμασε μεσοκεντρική (midcentric). Με βάση τη ψυχογραφική ταξινόμηση των τύπων προσωπικότητας του Plog, οι τουριστικοί προορισμοί διακρίνονται σε τρείς ομάδες. Τους ψυχοκεντρικούς, τους αλλοκεντρικούς και τους μεσοκεντρικούς προορισμούς.
Η προσέγγιση του Wahab. Η προσέγγιση του Wahab (1975), κάνει τη διάκριση μεταξύ των γενικών και ειδικών κινήτρων που σχετίζονται με τον τουρισμό. Υποστηρίζει ότι τα κίνητρα για ένα ταξίδι είναι πολλαπλά, αλλά λειτουργούν σε μια γενική πλατφόρμα και κάνουν τους ανθρώπους ν’ αλλάξουν το περιβάλλον τους. Το κίνητρο γίνεται συγκεκριμένο ή επιλεκτικό όταν ένας τουρίστας παροτρύνεται να επισκεφτεί ένα συγκεκριμένο προορισμό, σε μια χώρα ή σε μια περιοχή. Ο Wahab υποστηρίζει, ότι και οι δύο τύποι κινήτρων (γενικά και ειδικά), διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Τα κίνητρα συνδέονται με κάποιες μεταβλητές που περιλαμβάνουν το κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον και τον προσωπικό χαρακτήρα κάθε ατόμου
Η προσέγγιση των Burkart και Medlik. Οι Burkart and Medlik (1974) στη μελέτη τους με τον τίτλο «καθοριστικοί παράγοντες και κίνητρα», αντιμετωπίζουν τόσο την καταναλωτική συμπεριφορά όσο και το ανθρώπινο κίνητρο. Στους παράγοντες που καθορίζουν την καταναλωτική συμπεριφορά, περιλαμβάνονται τόσο οι οικονομικοί παράγοντες όπως είναι το επίπεδο διαβίωσης, το επίπεδο εισοδήματος, ο βαθμός αστικοποίησης, η ικανότητα και η διάθεση να πληρώσει κάποιος το απαιτούμενο ποσό, όσο και οι κοινωνικοί παράγοντες όπως είναι η ηλικιακή κατανομή, ο κύκλος ζωής των οικογενειών, το επίπεδο εκπαίδευσης και η πληθυσμιακή συγκέντρωση. Στο τέλος της μελέτης τους, ασχολούνται και με τα κίνητρα, όπου ακολουθώντας τη γενικότερη συλλογιστική του Gray (1970), ονομάζουν τον κυρίαρχο τύπο τουριστικής ζήτησης, είτε επιθυμία για ήλιο (sunlust), είτε επιθυμία για περιπλάνηση (wonderlust). Ο πρώτος τύπος τουριστικής ζήτησης έχει να κάνει με τη ζήτηση των διευκολύνσεων και δραστηριοτήτων σε μια «ηλιόλουστη» περιοχή. Ο δεύτερος τύπος τουριστικής ζήτησης, εκφράζει την επιθυμία των ατόμων ν’ ανταλλάξουν ότι ξέρουν μέχρι τώρα με κάτι άγνωστο, προκειμένου να γνωρίσουν νέους τόπους.
Η προσέγγιση του Dann. Μεταξύ των θεωρητικών που συστηματικά ενασχολήθηκαν με τα κίνητρα, είναι και ο Dann (1981), ο οποίος εντόπισε τα παρακάτω επτά (7) διαφορετικά στοιχεία που συγκροτούν, κατά κάποιο τρόπο, και τις αντίστοιχες προσεγγίσεις 1. Το ταξίδι είναι η απάντηση σε αυτό που λείπει, γιαυτό και είναι επιθυμητό. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζει, ότι οι τουρίστες κινητοποιούνται από την επιθυμία τους να ζήσουν πράγματα που είναι έξω από αυτά που τους προσφέρει το οικογενειακό τους περιβάλλον. 2. Η έλξη που ασκεί ένας τουριστικός προορισμός είναι σε άμεση συνάρτηση με την ώθηση του κινήτρου. Η προσέγγιση αυτή κάνει μια διάκριση στα κίνητρα του τουρίστα ως ατόμου, ανάλογα με τα επίπεδα επιθυμίας (ώθηση) του και την έλξη του τουριστικού προορισμού, όταν ληφθεί η απόφαση για το ταξίδι. Οι παράγοντες που έλκουν πρέπει να ενισχύουν τους παράγοντες που ωθούν. 3. Το κίνητρο ως φαντασία. Η προσέγγιση αυτή είναι ένα υποσύνολο των δύο πρώτων προσεγγίσεων και δηλώνει ότι οι τουρίστες ταξιδεύουν γιατί επιθυμούν να υιοθετήσουν μια πολιτισμική συμπεριφορά που θα εγκρίνει το οικογενειακό τους περιβάλλον. 4. Το κίνητρο ως συγκεκριμένος σκοπός. Η προσέγγιση αυτή παραπέμπει στους κυριότερους λόγους για τους οποίους πραγματοποιείται ένα ταξίδι, μεταξύ των οποίων μπορεί να είναι η επίσκεψη σε φίλους και συγγενείς, η ψυχαγωγία ή οι εκπαιδευτικοί λόγοι. 5. Οι τυπολογίες των κινήτρων. Τα κίνητρα χωρίζονται σε διάφορες τυπολογίες, όπως είναι αυτές που προτάθηκαν από τους Gray (1970), Cohen (1972) και Plog (1972). Επίσης, οι τυπολογίες επικεντρώνονται και στις διαστάσεις του τουριστικού ρόλου. 6. Το κίνητρο και οι τουριστικές εμπειρίες. Η προσέγγιση αυτή χαρακτηρίζεται από μια αντιπαράθεση σχετικά με την αυθεντικότητα των τουριστικών εμπειριών. Η αυθεντικότητα εξαρτάται από τις πεποιθήσεις που σχετίζονται με τις μορφές της τουριστικής εμπειρίας. 7. Το κίνητρο ως αυτο-ορισμός και νόημα. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο οι τουρίστες ορίζουν την κατάστασή τους, βοηθά περισσότερο στο να γίνουν αντιληπτά τα τουριστικά κίνητρα.
Η ψυχολογική προσέγγιση του Pearce. Μελετά την ψυχολογική προσέγγιση των κινήτρων και ειδικότερα, υποστηρίζει ότι τα ταξιδιωτικά κίνητρα θα πρέπει ν’ αντιμετωπιστούν ως οι μακροπρόθεσμες ψυχολογικές ανάγκες ενός ατόμου.
Η ψυχαναλυτική θεωρία του Freud. Η θεώρηση της επιθυμίας, είναι η κινητήρια δύναμη σύμφωνα με την οποία το κάθε άτομο δημιουργεί μια εσωτερική ένταση που, μέσω της διαδικασίας της σταθερότητας, κάνει το μυαλό να ενεργήσει. Τόσο η επιθυμία όσο και ο συνεπαγόμενος μηχανισμός των ορμών, παρέχουν την κινητήρια δύναμη που οδηγεί στην πράξη. Επειδή ο μηχανισμός των ορμών δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη του το κοινωνικό πλαίσιο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ο Freud διατύπωσε μια επαγωγική θεωρία, η οποία πραγματώνεται στη βάση του ενστίκτου και όχι της αλληλεπίδρασης. Είναι δεκτό ότι το αρχικό μοντέλο των επιθυμιών παρέχει μια κατανόηση της διαδικασίας των κινήτρων. Εν τούτοις, το μοντέλο των ορμών, δεν βοηθά ιδιαίτερα στην κατανόηση της διαφοράς που υπάρχει με την επιλογή βάσει κοινωνικού πλαισίου ή συμπεριφοράς και πρέπει να εξελιχθεί περαιτέρω.
Επίσης, ο Freud στη θεωρία του περί σταθερότητας, περιέγραψε τους ανθρώπους ως μονίμως αγωνιζόμενους να μειώσουν τις εσωτερικές εντάσεις που δημιουργούν οι ορμές τους, παραμελώντας όμως τους παράγοντες εκείνους που δυναμώνουν τις εντάσεις, όπως είναι η περιέργεια για άλλα μέρη και άλλες χώρες. Η εργασία αυτή που βασίζεται σε υποθέσεις, δεν μπορεί να προβλέψει και, το κυριότερο, ίσως και ν’ αγνοήσει την κοινωνική φύση της ανθρώπινης δράσης. Υπάρχει μια ευκαιρία, χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Freud, να δημιουργηθεί ένα μοντέλο, που να βασίζεται στη σύγκρουση ανάμεσα στις ενστικτώδεις επιθυμίες του σώματος και τις συνειδητές ενέργειες του μυαλού, προκειμένου να τις εκπληρώσει.
Η προσέγγιση του Krippendorf. Ο Krippendorf (1987) υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικές ομάδες συνδυασμών μεταξύ εργασίας και ψυχαγωγίας, οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τρία διαφορετικά στάδια τρόπου ζωής (lifestyle) στο μέλλον. Στην πρώτη ομάδα, τα άτομα βλέπουν την εργασία ως το κέντρο της ζωής τους. Ο τουρισμός, γι’ αυτήν την ομάδα, είναι κάτι δευτερεύον και χρησιμεύει κυρίως για να ανανεώσουν τα άτομα τις δυνάμεις τους, προκειμένου ν’ αρχίσουν πάλι την εργασία τους. Στη δεύτερη ομάδα, τα άτομα βλέπουν την εργασία και τη ψυχαγωγία ως τα δύο άκρα αντίθετα. Αν πιστεύουν ότι η εργασία είναι απαραίτητη κυρίως για βιοποριστικούς λόγους, τότε το νόημα της ζωής μπορεί να βρεθεί στην ψυχαγωγία. Στην τρίτη ομάδα, τα άτομα μειώνουν την πόλωση ανάμεσα στην εργασία και ψυχαγωγία και προσπαθούν ν’ αναζητήσουν την πληρότητα και στις δύο αυτές εκφράσεις της ζωής.
Η προσέγγιση των McIntosh, Goeldner and Ritche. Στηρίζεται στο μοντέλο ιεράρχησης αναγκών του Maslow και αντίστοιχα διακρίνει τέσσερις κατηγορίες κινήτρων Φυσικά κίνητρα (physical motivators), είναι αυτά που σχετίζονται με την ανακούφιση του σώματος και του πνεύματος, η οποία γίνεται για λόγους υγείας, άθλησης και ευχαρίστησης. Πολιτισμικά κίνητρα (cultural motivators), είναι αυτά που χαρακτηρίζονται από την επιθυμία κάποιου να γνωρίσει τα ήθη και έθιμα μιας χώρας, τον τρόπο ζωής των κατοίκων της, την τέχνη, την παράδοση κ.λ.π. Διαπροσωπικά κίνητρα (interpersonal motivators), είναι αυτά που περιλαμβάνουν την επιθυμία να γνωρίσει κάποιος νέους ανθρώπους, να επισκεφθεί φίλους ή συγγενείς, να αναζητήσει νέες εμπειρίες κ.λ.π Κίνητρα κύρους και θέσης (status and prestige motivators), είναι αυτά που περιλαμβάνουν μια επιθυμία για συνέχιση των σπουδών (π.χ. προσωπική ανέλιξη, διεύρυνση του εγώ και όξυνση των αισθήσεων).
Συμπερασματικές παρατηρήσεις στις προσεγγίσεις των τουριστικών κινήτρων. Από τις παραπάνω προσεγγίσεις των τουριστικών κινήτρων προκύπτουν τα ακόλουθα γενικά συμπεράσματα: Η κατανόηση των αναγκών των τουριστών που πραγματοποιούνται με τα ταξίδια, δεν είναι αρκετή για την κατανόηση της διαδικασίας λήψης μιας τουριστικής απόφασης. Οι επιθυμίες, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τα κίνητρα, είναι σημαντικοί παράγοντες για την απόφαση να ταξιδεύσει κανείς. Όμως, υπάρχουν πολλά στοιχεία που οι άνθρωποι πρέπει να αξιολογήσουν σε σχέση με τα εσωτερικά τους κίνητρα, τις ανάγκες του και τις αξίες τους, τα οποία είτε είναι απροσδιόριστα είτε είναι άγνωστα. Η έρευνα των κινήτρων είναι ένα δύσκολο έργο. Το βασικό κίνητρο για τουρισμό είναι γενικά η φυσική διαφυγή, που συνοδεύεται από την ψυχολογική διαφυγή. Οι περισσότεροι μελετητές/ερευνητές που ασχολούνται με τα κίνητρα, δεν χρησιμοποιούν καμία επιστημονική βάση για τις κατηγορίες κινήτρων που διακρίνουν, ούτε δίνουν κάποια ένδειξη της αναλογίας τουριστών που θα είχαν το ένα ή το άλλο κίνητρο, για την επιλογή ενός τόπου προορισμού ή για ένα ταξίδι. Δεν δίνεται καμία εξήγηση για τον τύπο του καταναλωτή που θα είχε παραπάνω από ένα κίνητρο. Για παράδειγμα, αν κάποιος που θα έκανε ένα σαφάρι δύο ημερών και μετά διακοπές στη θάλασσα ή μια εβδομάδα στη Ντίσνεϋλαντ και μια εβδομάδα στην παραλία, θα συνδύαζε πολλούς τύπους διακοπών σ’ ένα τουριστικό πακέτο και φυσικά θα είχε, κατά περίπτωση, ένα ή περισσότερα κίνητρα.
Συμπερασματικές παρατηρήσεις στις προσεγγίσεις των τουριστικών κινήτρων. Οι κατηγορίες κινήτρων δεν αποκλείουν τη μία ή την άλλη μορφή διακοπών, όπως π.χ. ένα πολυτελές τουριστικό θέρετρο μπορεί να καλύπτει κίνητρα από διάφορες μορφές της τουριστικής δραστηριότητας. Κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικά κίνητρα τα οποία χρησιμοποιεί, κατά περίπτωση, για την επιλογή μιας συγκεκριμένης μορφής τουρισμού. Διαφορετικές ομάδες ατόμων μπορεί να έχουν διαφορετικά κίνητρα για την επιλογή του ίδιου προορισμού. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις που υπάρχουν, δείχνουν μια «θολούρα ως προς τους ορισμούς» που προτείνουν και όπως είναι φυσικό επακόλουθο, δυσκολεύεται κανείς να ανακαλύψει εάν και κατά πόσο οι ερευνητές μελετούν το ίδιο φαινόμενο. Τέλος, διαπιστώνεται ότι υπάρχει μια έλλειψη ενός ολοκληρωμένου μοντέλου τουριστικής συμπεριφοράς. Για περαιτέρω μελέτη των τουριστικών κινήτρων πρέπει να αναπτυχθούν καινοτόμα μεθοδολογικά εργαλεία που να συνδέουν τις ανάγκες με τα κίνητρα, την καταναλωτική συμπεριφορά, τις προσδοκίες, τις ιδιότητες και τις στάσεις των ανθρώπων.
Θεωρητικές προσεγγίσεις της τουριστικής καταναλωτικής συμπεριφοράς. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις της καταναλωτικής συμπεριφοράς που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, σχετίζονται με την αναλυτική διερεύνηση τεσσάρων στοιχείων που είναι οι ενεργοποιητές (energisers), τα φίλτρα (filterers), οι επηρεαστές (affectors) και οι ρόλοι (roles). Ειδικότερα: Ενεργοποιητές είναι οι δυνάμεις εκείνες που κάνουν τον τουρίστα να δράσει π.χ. το κίνητρο. Φίλτρα είναι οι οικονομικοί, κοινωνικοί, κοινωνιολογικοί και άλλοι παράγοντες, που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «εμπόδια στην τουριστική δραστηριότητα», τα οποία περιορίζουν την τουριστική ζήτηση. Σχετικά υποστηρίζεται, ότι υπάρχουν έξι (6) παράγοντες οι οποίοι δημιουργούν εμπόδια στην πραγματοποίηση ενός ταξιδιού, ακόμα και αν υπάρχουν ποικίλα κίνητρα για την πραγματοποίησή του. Οι παράγοντες αυτοί λειτουργούν ως φίλτρα και είναι οι ακόλουθοι: Ο περιορισμός του κόστους. Ο περιορισμός του χρόνου. Ο περιορισμός της υγείας. Ο περιορισμός του οικογενειακού κύκλου ζωής. Το επίπεδο ενδιαφέροντος. Ο ταξιδιωτικός κίνδυνος (risk perception). Επηρεαστές είναι οι παράγοντες εκείνοι που επηρεάζουν τις αποφάσεις του ατόμου, όπως είναι η εικόνα (image) του τουριστικού προορισμού και οι πληροφορίες που έχουν συλλεχθεί / συγκεντρωθεί. Ρόλοι είναι τα ειδικότερα εκείνα στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε άτομο ή στο οικογενειακό του περιβάλλον, τα οποία προσδιορίζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για διακοπές και καθορίζουν το πλαίσιο της καταναλωτικής τους συμπεριφοράς.
ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ Το μοντέλο των Wahab - Grampon - Rothfield. Οι υπόψη συγγραφείς ποαρουσίασαν ένα γενικό μοντέλο λήψης αποφάσεων, όπου περιλαμβάνεται και ο τουρισμός, στο οποίο διέκριναν τα ακόλουθα στάδια Αρχικό πλαίσιο αναφοράς (initial framework). Συγκέντρωση των εννοιών (conceptual alternatives). Δεδομένα υποθέσεων (fact gathering). Ορισμός των εναλλακτικών λύσεων (definition of assumptions). Σχεδιασμός του ερεθίσματος (design of stimulus). Πρόβλεψη των συνεπειών (forecast of consequences). Κόστος – όφελος των εναλλακτικών λύσεων (cost – benefit of alternatives) . Απόφαση (decision). Αποτέλεσμα (outcome). Οι Wahab et al., αν και αναγνωρίζουν ότι η ιδιαίτερη φύση των τουριστικών προϊόντων είναι αυτή που τα διαφοροποιεί από τα άλλα προϊόντα, όμως τα εντάσσουν στο μοντέλο τους για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων.
Το μοντέλο του Schmoll. Σύμφωνα με τον Schmoll, τα πεδία που περιλαμβάνει μια ταξιδιωτική απόφαση είναι τα ακόλουθα: Τα ταξιδιωτικά ερεθίσματα. Αυτό το πεδίο περιλαμβάνει εξωτερικά ερεθίσματα. όπως είναι η διαφήμιση και προώθηση, προσωπικές εμπειρίες, καθώς και προτάσεις και συμβουλές των τουριστικών πρακτόρων. Οι προσωπικοί και κοινωνικοί παράμετροι. Οι παράμετροι αυτοί καθορίζουν την ταξιδιωτική συμπεριφορά και σχετίζονται με τις ταξιδιωτικές ανάγκες και επιθυμίες, τις προσδοκίες, καθώς και τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς κίνδυνους που πιστεύεται ότι ενυπάρχουν στον τουρισμό. Οι εξωτερικές μεταβλητές. Αυτές περιλαμβάνουν την εμπιστοσύνη του ταξιδιώτη στους πάροχους σχετικών υπηρεσιών, την εικόνα του προορισμού, την επίκτητη ταξιδιωτική εμπειρία, καθώς και τους οικονομικούς και χρονικούς περιορισμούς. Τα χαρακτηριστικά του τουριστικού προορισμού. Αυτό το πεδίο περιλαμβάνει τα διάφορα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τον τουριστικό προορισμό και φέρουν ένα βάρος στη λήψη της τελικής απόφασης.
Το μοντέλο των Mayo & Jarvis. Πέρα από τις φυσιολογικές και ψυχολογικές ανάγκες, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια ξεχωριστή ιεραρχία πνευματικών απαιτήσεων, που περιλαμβάνει την ανάγκη «γνώσης και κατανόησης». Αυτή η ιεραρχία είναι που βοηθάει στη διάκριση, μεταξύ αυτού που κάνει τουρισμό για να δει τ’ αξιοθέατα και αυτού που ξεκουράζεται. Οι κατηγορίες αλληλεπικαλύπτονται και είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τη σχετική ζήτηση, εξαιτίας αυτής της αδυναμίας. Οι κατηγορίες αυτές δεν είναι παρά περιγραφές των δυνατοτήτων διαφορετικών τουριστικών αναγκών.
Το μοντέλο των Mathieson & Wall. Οι Mathieson and Wall (1982), παρέχουν ένα μοντέλο ταξιδιωτικής συμπεριφοράς, που έχει τα παρακάτω πέντε στάδια Αισθητή ανάγκη/ επιθυμία για ταξίδι. Συλλογή πληροφοριών και αποτίμηση μέσω εικόνας. Ταξιδιωτική απόφαση (επιλογή τόπου προορισμού μέσα από εναλλακτικές προτάσεις). Προετοιμασία για ταξίδι και ταξιδιωτική εμπειρία. Ταξιδιωτική ικανοποίηση/ αποτέλεσμα και αποτίμηση.
Συγκεκριμένα: Η αισθητή ανάγκη γεννιέται όταν υπάρχει σχετική επιθυμία για ταξίδι και σταθμίζονται τα υπέρ και τα κατά αυτής της επιθυμίας. Η συλλογή πληροφοριών και η αξιολόγησή τους γίνεται από τους τουρίστες οι οποίοι χρησιμοποιούν τους ταξιδιωτικούς μεσάζοντες (πρακτορεία - γραφεία ταξιδίων) και τις διαφημίσεις, καθώς και τους φίλους, συγγενείς και τους έμπειρους ταξιδιώτες. Οι πληροφορίες αυτές αξιολογούνται σε σχέση με τις οικονομικές και χρονικές παραμέτρους, όπως είναι οι παράγοντες της προσπελασιμότητας και οι εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν και λαμβάνονται οι ταξιδιωτικές αποφάσεις. Η ταξιδιωτική απόφαση προϋποθέτει την επιλογή τουριστικού προορισμού, μέσου μεταφοράς, διαμονής και δραστηριοτήτων. Η ταξιδιωτική προετοιμασία, περιλαμβάνει την οριστικοποίηση των οικογενειακών προϋπολογισμών, την πραγματοποίηση των σχετικών κρατήσεων και την τακτοποίηση των ειδών ένδυσης και του λοιπού απαραίτητου εξοπλισμού. Η ταξιδιωτική ικανοποίηση/ αποτίμηση γίνεται τόσο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, όσο και μετά το ταξίδι, όπου αποτιμάται η συνολική εμπειρία και τα αποτελέσματα του συγκεκριμένου ταξιδιού που επηρεάζουν τις μελλοντικές ταξιδιωτικές αποφάσεις.
Το παραπάνω μοντέλο ταξιδιωτικής / αγοραστικής συμπεριφοράς των τουριστών, επηρεάζεται από τέσσερις συσχετιζόμενους παράγοντες Το τουριστικό προφίλ (ηλικία, μόρφωση, εισόδημα, προηγούμενη εμπειρία και κίνητρα) Την τουριστική συνειδητοποίηση (εικόνα των υπηρεσιών που προσφέρει ένας προορισμός). Τα χαρακτηριστικά του τόπου προορισμού (αξιοθέατα και ιδιαιτερότητές του). Τα χαρακτηριστικά του ταξιδιού (απόσταση, διάρκεια και επικινδυνότητα της επισκεπτόμενης περιοχής)
Το μοντέλο του Moutinho. Ο ερευνητής βασίζεται στις έννοιες της παρακίνησης, της αντίληψης και της κατανόησης που καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ετσι, περιγράφει μια διαδοχική αλληλουχία γεγονότων τουριστικής συμπεριφοράς που προκαλούνται από τα κίνητρα της αγοράς, που θέτουν σε λειτουργία την αντίληψη (πνευματική επεξεργασία πληροφοριών και την κατανόηση. Τα τρία μέρη του μοντέλου είναι: Οι διαδικασίες της προ-απόφασης και απόφασης για διακοπές/ταξίδι. Η μετα-αγοραστική αξιολόγηση. Η μελλοντική λήψη αποφάσεων
Συμπερασματικές παρατηρήσεις στα μοντέλα της τουριστικής καταναλωτικής συμπεριφοράς. Τα μοντέλα λήψης των τουριστικών αποφάσεων επιδιώκουν να προσδιορίσουν μια ποικιλία παραγόντων ή μεταβλητών που επηρεάζουν τις αποφάσεις των τουριστών – καταναλωτών και να προσεγγίσουν, κατά τρόπο ρεαλιστικό, τις σύνθετες και πολυεπίπεδες διαδικασίες διαμόρφωσης των προτιμήσεων και επιλογών των καταναλωτών. Αυτό, θεωρητικά στηρίζεται στη σχολή της αντίληψης (cognitive school or paradigm) η οποία διατυπώνει την υπόθεση ότι οι καταναλωτές έχουν την ικανότητα να λαμβάνουν και να επεξεργάζονται μια ευρεία ποικιλία πληροφοριών που προηγείται της σχετικής αγοράς του προϊόντος. Επίσης, τα μοντέλα αυτά υποτίθεται ότι είναι χρήσιμα για την ανάδειξη των συστατικών στοιχείων της όλης διαδικασίας μιας καταναλωτικής ή ταξιδιωτικής απόφασης, αλλά και για τον εντοπισμό ή προσδιορισμό της φύσης των σχέσεων που υφίστανται. Το κυριότερο πρόβλημα της έρευνας στο χώρο της τουριστικής καταναλωτικής συμπεριφοράς, είναι ότι πολλές από τις μελέτες που έχουν γίνει, παρέχουν ένα αναγωγικό μοντέλο τουρίστα. Ο τουρισμός ανάγεται σε μια δραστηριότητα ή ένα ρόλο και, κατά συνέπεια, η θεωρία τονίζει τη συγκεκριμένη δράση του ατόμου ή του τύπου αυτού. Όμως, αυτό έρχεται σε αντίθεση με μια προσέγγιση, που θα αναζητούσε να αποκαλύψει τις δυναμικές του μηχανισμού λήψης τουριστικών αποφάσεων. Ωστόσο, οι μέχρι σήμερα προσπάθειες εμπειρικής επαλήθευσης αυτών των μοντέλων δεν έχουν δώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Αυτό οφείλεται στην πολυπλοκότητά τους που έχει ως αποτέλεσμα να μη μπορούν να προβλέψουν με επάρκεια κρίσιμες πτυχές της καταναλωτικής και ταξιδιωτικής συμπεριφοράς των τουριστών. Όμως, παρά την μερική επιτυχία και την περιορισμένη χρησιμότητά τους, η μελέτη τους αναδεικνύει σημαντικούς παράγοντες που μπορούν να ενσωματωθούν στη συνάρτηση της τουριστικής ζήτησης και να προσδιοριστεί αυτή ποσοτικά και ποιοτικά κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΛΗΨΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ
Εισαγωγή. Οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι ο καταναλωτής ενός τουριστικού προϊόντος/πακέτου πρέπει να πάρει συγκεκριμένες αποφάσεις. Η διαδικασία λήψης τουριστικών αποφάσεων είναι συνάρτηση πολλών επιμέρους παραγόντων, που επηρεάζουν και σε τελική ανάλυση επιδρούν στην τουριστική ζήτηση. Η λογική διεργασία που ακολουθείται για την επιλογή ενός τόπου προορισμού για διακοπές έχει την ακόλουθη γενική ροή: Πρώτον, ο καταναλωτής θα πρέπει να αποφασίσει αν θα αγοράσει ή δεν θα αγοράσει ένα συγκεκριμένο τουριστικό προϊόν/πακέτο. Δεύτερον, σε περίπτωση συγκεκριμένης επιλογής του, θα πρέπει να πάρει απόφαση για το είδος, την ποσότητα και την ποιότητα του τουριστικού προϊόντος/πακέτου που ενδιαφέρεται, από τη μεγάλη ποικιλία των ίδιων ή παρόμοιων προϊόντων/πακέτων που υπάρχουν διαθέσιμα στην τουριστική αγορά. Ωστόσο, η αγορά ενός τουριστικού προϊόντος/πακέτου εμπεριέχει πιο πολύπλοκες διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Υπάρχουν πολλά επίπεδα και στάδια αποφάσεως, τα οποία δεν είναι διαδοχικά. Μόνο όταν το τελικό αποτέλεσμα αυτών των αποφάσεων εξαχθεί, τότε μπορούμε να προσδιορίσουμε τους παράγοντες που επιδρούν στη συνολική τουριστική ζήτηση.
Το οικονομικό πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στον τουρισμό. Το οικονομικό πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στον τουρισμό. Ο τουρίστας, στο πλαίσιο λήψης μιας απόφασης σχετικής με την επιλογή ενός τουριστικού προορισμού για την πραγματοποίηση των διακοπών του, ακολουθεί την παρακάτω στοιχειώδη λογική διαδικασία επιμέρους ενεργειών που έχουν σχέση με: Τη μορφή του τουρισμού που θα προτιμήσει. Τον τόπο προορισμού που θα επιλέξει. Το ταξιδιωτικό μέσο που θα χρησιμοποιήσει για να μεταβεί στον τουριστικό προορισμό. Τη διαμονή (δηλ. το είδος του τουριστικού καταλύματος που θα χρησιμοποιήσει) . Τα αξιοθέατα που θα επισκεφθεί στον τουριστικό προορισμό. Τον τρόπο πληρωμής του κόστους των διακοπών
Το κοινωνικό πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στον τουρισμό. Το κοινωνικό πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στον τουρισμό. Το κοινωνικό πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στον τουρισμό ενσωματώνει κοινωνικές παραμέτρους από τους χώρους των πειραματικών οικονομικών, της οικονομικής και κοινωνικής ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας. Ειδικότερα, το σχετικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα ακόλουθα θέματα:
Το θέμα των παραδοσιακών θεωρητικών μελετών που αφορούν τα κίνητρα, τα οποία εστιάζουν την προσοχή τους στην ανάγκη των ατόμων να ξεφύγουν από την καθημερινή «ρουτίνα» της εργασίας και του σπιτιού και να αναζητήσουν νέες εμπειρίες τις οποίες μπορούν να συναντήσουν μόνο ταξιδεύοντας. Η κατεύθυνση αυτή της έρευνας έχει οδηγήσει σε μια κατηγοριοποίηση των μορφών τουρισμού και των τύπων τουριστών. Η κατηγορία “wanderlust” (επιθυμία για περιπλάνηση) του Gray (1970), υποδεικνύει την επιθυμία να φύγει κανείς μακριά, ενώ η κατηγορία του “sunlust” (επιθυμία για ήλιο), υποδηλώνει την ανάγκη που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί στο περιβάλλον της μόνιμης διαμονής. Ο Plog (1972), με βάση την ψυχογραφική κατανομή των τουριστών, μελέτησε τη διάσταση της συμπεριφοράς τους και υποστήριξε, ότι αυτή καθορίζεται από ψυχολογικούς παράγοντες, έτσι ώστε o “αλλοκεντρικός” (allocentric) χαρακτήρας είναι πιο περιπετειώδης και με περισσότερη αυτοπεποίθηση, σε αντίθεση με τον “ψυχοκεντρικό” (psychocentric) χαρακτήρα, που προτιμά οικείες τοποθεσίες και κοινωνικές επαφές.
Οι μη οικονομικές μελέτες για τα κίνητρα που διενεργήθηκαν από κοινωνικούς ψυχολόγους και σε ορισμένες περιπτώσεις από γεωγράφους Gray (1970), Plog (1974), Schmoll (1977), Crompton (1979) και Dann (1981) έχουν συνεισφέρει σημαντικά στη διαμόρφωση των οικονομικών υποδειγμάτων της τουριστικής ζήτησης με δύο τρόπους: Πρώτον, προσπαθούν να εξηγήσουν τις αιτίες της τουριστικής συμπεριφοράς, τις οποίες οι οικονομολόγοι παρατηρούν μόνο από την πλευρά των προτιμήσεων που εκδηλώνονται στην τουριστική αγορά σε όρους δαπανών για αγαθά και υπηρεσίες. Δεύτερον, προσπαθούν να συμπληρώσουν τις υπάρχουσες προσεγγίσεις που σχετίζονται με τους πρόσφατους και εμπειρικά προσανατολισμένους κλάδους των οικονομικών, όπως είναι τα πειραματικά οικονομικά (experimental economies) και η οικονομική ψυχολογία (economic phychology).
Τα πειραματικά οικονομικά (experimental economics) αντιμετωπίζουν τις αποφάσεις για τις δαπάνες των διακοπών ως μια διαδικασία αλληλεπίδρασης μέσα στην καταναλωτική μονάδα, καθώς και μεταξύ αυτής και των άλλων κοινωνικών ομάδων, αντικατοπτρίζοντας το κοινωνικό πλαίσιο της τουριστικής ζήτησης και συμπεριφοράς. Η μεθοδολογία μπορεί να συμπεριλαμβάνει τη θεωρία των παιγνίων (game theory), κατά την οποία τα πιθανά αποτελέσματα καθορίζονται από τους στόχους και τις στρατηγικές των συμμετασχόντων.
Η οικονομική ψυχολογία υποστηρίζει ότι η ερμηνεία της διαδικασίας μέσω της οποίας λαμβάνονται οι αποφάσεις, απαιτεί τη διερεύνηση του κοινωνικού πλαισίου που περιβάλλει αυτή τη διαδικασία. Υποστηρίζουν ότι το κοινωνικό περιβάλλον επηρεάζει σημαντικά το επίπεδο της κατανάλωσης και την επιλογή των προϊόντων σε μικροοικονομικό επίπεδο, καθώς και το μέγεθος της κατανάλωσης και της αποταμίευσης σε μακροοικονομικό επίπεδο. Ο Duesenberry (1949), στην υπόθεση του σχετικού εισοδήματος, υποστήριξε ότι το επίπεδο και η δομή της κατανάλωσης που χαρακτηρίζει μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων δεν καθορίζεται τόσο από το τρέχον και το μελλοντικό εισόδημα, όσο από το επίπεδο και τη δομή της κατανάλωσης άλλων, συνήθως υψηλότερου εισοδήματος, κοινωνικών ομάδων. Η έννοια του αποτελέσματος της επίδειξης (demonstration effect) υποδηλώνει ότι οι καταναλωτές βλέπουν τις κοινωνικές ομάδες αναφοράς τους (reference groups) και μιμούνται τη δομή της κατανάλωσής τους. Εδώ, η οικονομική ψυχολογία ενσωματώνει ιδέες από την κοινωνιολογία (θεωρία των ομάδων) και την κοινωνική ψυχολογία (αξιώματα συμπεριφοράς), μετατοπίζοντας το επίκεντρο της ανάλυσης στο μικροοικονομικό επίπεδο. Οι απόψεις αυτές υποστηρίζονται από το ιστορικό πλαίσιο της ανάπτυξης του τουρισμού.
Η οικονομική κοινωνικοποίηση (Stacey, 1982) είναι ένας καθοριστικός παράγοντας στις δομές της συμπεριφοράς, των προτιμήσεων και των γούστων των ατόμων. Η οικονομική κοινωνικοποίηση αφορά στους τρόπους με τους οποίους τα άτομα εισέρχονται σταδιακά στην καταναλωτική διαδικασία και αναπτύσσουν τις σχετικές δεξιότητες, αρχίζοντας από τη γνώση της αξίας του χρήματος και της χρησιμότητας που παρέχουν τα αγαθά και οι υπηρεσίες και φθάνοντας μέχρι την κοινωνική διαφοροποίηση. Η έννοια της οικονομικής κοινωνικοποίησης του καταναλωτή αφορά στους συγκεκριμένους ρόλους που έχουν τα άτομα-κλειδιά, για παράδειγμα οι γονείς, στη διαμόρφωση της στάσης των παιδιών τους απέναντι στα επίπεδα και στις δομές της κατανάλωσης.
Η συσχέτιση των ρόλων των δύο φύλων, καθώς και η διαδικασία της αλληλεπίδρασης μέσα στην οικογένεια είναι σημαντικές για τις καταναλωτικές αποφάσεις. Η έρευνα έχει δείξει ότι οι ρόλοι των συζύγων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικών με την κατανάλωση διαφέρουν σε σχέση με το αγαθό ή την υπηρεσία που ο καθένας σκέπτεται να αγοράσει. Για τα περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες ισχύει ότι όσο πιο περίπλοκη είναι η τεχνική του φύση και όσο πιο μεγάλη πληροφόρηση απαιτείται, τόσο πιο πιθανό είναι η απόφαση να επηρεάζεται από τον άνδρα.
Η λήψη αποφάσεων σε καταστάσεις κινδύνου και αβεβαιότητας βρίσκεται εντός των ορίων τόσο των πειραματικών όσο και των καθιερωμένων οικονομικών και θα μπορούσε να έχει εφαρμογή στις αποφάσεις των τουριστών οι οποίοι πραγματοποιούν υψηλές καταναλωτικές δαπάνες σε τουριστικούς προορισμούς και επιλέγουν η σχετική δαπάνη να κατανέμεται σε μεγάλες χρονικές περιόδους. Αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται σε ένα πλαίσιο αβεβαιότητας σχετικά με το μελλοντικό τους εισόδημα, τις σχετικές τιμές, τον πληθωρισμό και τα επιτόκια, οι οποίες θα μπορούσαν να διερευνηθούν με μια πειραματική προσέγγιση με τη δημιουργία διαφόρων εναλλακτικών σεναρίων.