Ενόχληση; Τα όπλα μου tablet και i-pad, laptop και gadget. Τα όπλα μου tablet και i-pad, laptop και gadget. Μ’ αυτά επιτυγχάνω νίκες στο πεδίο των ομολόγων και των δεικτών και τις διακοινώνω στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Ακαλωδίωτος συνδέομαι με όλο τον κόσμο, παγκόσμιος σκλάβος με ψευδαισθήσεις υπεροχής εργάζομαι για τη μυρμηγκιά μου χωρίς συνείδηση και μνήμη τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τα τ ’ όμματ’ ει. Και έπειτα, γλεντώ. Σε ταβέρνες υπέργειες και υπερώα πλήρη φωτός μηρυκάζοντας ευτυχισμένος καθώς ταιριάζει μέ, που αξιώθηκα μια τέτοια πόλη. Και πότε πότε, αναταράσσομαι στον ύπνο μου και κατευνάζω την ψυχή μου, όσα ίχνη ανθρωπιάς της έχουν απομείνει και εξεγείρονται, ονειρευόμενος το Ολοκαύτωμα. Μα τούτη η λέξη, το βλέπω τώρα, διπλή έχει σημασία· άλλη για τους πολλούς, τα διεθνή Μέσα, τους καλλιεργητές των συνειδήσεων και της παγκόσμιας ιστορικής μνήμης που γίνεται συλλογικό υποσυνείδητο, άλλη για το αντάρτικο ατομικό μου βάθος που μυρίζει θυμάρι ανεβαίνοντας με χοντρά στιβάνια από πετσί χοίρου από την Αμνάτο προς το Μοναστήρι. Περνώντας το φαράγγι – πάντα στο όνειρο – ρίχνω στον αθέατο πυθμένα τα απορρίμματα της δουλείας μου και κατόπιν ξυπνώ με την αίσθηση μιας ενόχλησης αλλά, ευτυχώς για το αφεντικό μου, δε θυμάμαι την πηγή της. Θεόδωρος Ρηγινιώτης
Ο πυρπολητής Παύλος Γρηγοράκης Ευγενικός, άθικτος από θάνατο ή ελπίδα, το 'νιωσε : "κι ενός η ορμή, αρκεί.“ Δεν τον παρηγορεί που η πράξη του θα 'ναι σπουδή για τους αρχαιολόγους της ελευθερίας. "Να ρίξω σπόρο κι ας ανθίζει στο σκοτάδι Να 'μαι τραγούδι κι ας μ'ακούν μόνο τα δέντρα“ Μα ντρέπεται, δεν καταδέχεται να δώσει κι άλλο φόρο στη Βία. Αιώνια ελεύθερος, σε μια στιγμή - με μιαν απόφαση Κι αιώνια σκλάβος, το ίδιο. Σκληρό μάθημα αναβλύζει απ' το βράχο... Σ' όλους αρέσει να κοιτούν τον ουρανό μ' αν δεν καείς πώς θες να λάμψεις σαν άστρο! Παύλος Γρηγοράκης
Κλειδοκράτορες Νικόλαος Ευαντινός Τι τάχα είπανε οι σφήκες στων βαρελιών τα στράφυλα και πήρε η ρακή την στράτα της φωτιάς… Τι τάχα είπε ο αέρας στην ελιά κι είναι το λάδι δάκρυ γέροντα καταπιωμένου απ’ τη σιωπή… Τι τάχα είπε η βιτσίλα στο όνειρο της μάνας με το μωρό στο ρώγα και άσπρισε το γάλα της σα χιόνι βουνοκορφής…. Χίλια μικρά θάματα που φτιάξαν ένα μέγα! Μ’ ένα σου χάδι στου παιδιού σου το κεφάλι αγκαλιάζεις τον κλοιό που σ’ αγκαλιάζει, γίνεσαι Κύριος της ντοπιολαλιάς των θεών σου, φυσάς να σβήσει η καντήλα των προσευχών κι αρπάζεις τον τρόμο από τα κέρατα σαν ταυροκαθάπτης. Συντριβή που διακλαδώνεται σαν Μνήμη: ιδού οι φλέβες της μυθολογίας του Ανθρώπινου! Κόντρα λοιπόν στις αυτοκρατορίες των διπλωματικών σφαγών εσύ ο γείτονας, το βρέφος, η κοπελιά κι ο γέρος γίνεσαι το βιβλίο που οι Ουγκώ δακρύζουν σαν τολμούν ν’ αγγίξουν, εσύ ο αμόρφωτος και ο ξυπόλυτος και η παράπλευρη απώλεια γίνεσαι οικιστής μιας πόλης που ακούει στο όνομα: «Κατακλυσμός Κραυγής στο Χέρι». Ε λοιπόν, μια πιστολιά σε μπαρούτι χωρίζει τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας από τον κλειδοκράτορα της Αιώνιας. Νικόλαος Ευαντινός