Μοντέλα διδασκαλίας της γλώσσας Σχετίζονται με εκάστοτε θεώρηση και αντίληψη για γλώσσα και παιδαγωγικές και διδακτικές τάσεις που επικρατούν. Η διδακτική πρακτική μπορεί να ενσωματώνει στοιχεία από διάφορες διδακτικές προσεγγίσεις. Παραδοσιακό μοντέλο: ανάγεται στη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής – πρότυπες γλώσσες. Σε κάθε ευρωπαϊκό εθνικό κράτος καθιερώθηκε μία πρότυπη/επίσημη γλώσσα.
Προτεραιότητα στην πρότυπη γλώσσα: έμφαση στη διδασκαλία των συντακτικών και μορφολογικών δομών και των κανόνων γραμματικής και ορθογραφίας. Χωρίς θεωρητική θεμελίωση, οδηγεί σε αποσπασματική και ανομοιογενή μέθοδο διδασκαλίας. Δίνει έμφαση στη λέξη, προτεραιότητα στο γραπτό λόγο (πρότυπο) και αντιμετωπίζει τη γλώσσα ως σύνολο από επιμέρους συστήματα, στα οποία εξέχουσα θέση κατέχει η γραμματική. Κάθε παρέκκλιση από τη γλωσσική νόρμα θεωρείται λάθος και με επαναλήψεις πιστεύει ότι κάποιος απομνμημονεύει την ορθή γλώσσα.
Δομισμός (Saussure) Η γλώσσα ως σύστημα από αλληλεπιδρώντα στοιχεία, όπου το κάθε επιμέρους μπορεί να οριστεί μόνο σε αναφορά με τα υπόλοιπα. Δίνει καταρχήν ιδιαίτερη έμφαση στην ανάλυση της μορφής της γλώσσας. Η γλώσσα προσεγγίζεται ως μία μορφή συμπεριφοράς, η οποία μπορεί να μελετηθεί με την παρατήρηση και το πείραμα. Μονάδα ανάλυσης η parole που είναι παρατηρήσιμη, μετρήσιμη και μπορεί να αναλυθεί. Επιχειρεί δηλαδή κατάτμηση του γλωσσικού υλικού σε μικρότερα στοιχεία.
Στη γλωσσική διδασκαλία επιχειρεί να αντιμετωπίζει τη γλώσσα συνολικά: οι μαθητές επιδιώκεται να οικειοποιηθούν τα διάφορα επίπεδα (μορφολογία, σύνταξη, σημασιολογία) ως ενιαίο σύνολο. Ελάχιστη γλωσσική μονάδα η πρόταση και αφετηρία κάποιο κείμενο. Συστηματική παροχή γλωσσικών ερεθισμάτων στο μαθητή. Προτεραιότητα στον προφορικό λόγο, βαρύτητα γλωσσικής λειτουργίας στο διάλογο – φυσικές περιστάσεις επικοινωνίας.
Γενικός σκοπός: η γλωσσική ικανότητα, η ικανότητα δηλαδή παραγωγής ορθών γραμματικά προτάσεων με απώτερο στόχο την επικοινωνιακή πληρότητα. Επικοινωνιακή προσέγγιση Στη βάση σύγχρονων αντιλήψεων για τη γλώσσα και την παιδαγωγική, εμφανίζονται νέες τάσεις στη γλωσσική διδασκαλία, οι οποίες περιγράφονται με τους όρους λειτουργισμός, επικοινωνιακή προσέγγιση, επικοινωνιακή διδασκαλία της γλώσσας, γραμματισμός, εγγραμματισμός, πολυγραμματισμοί, πολυτροπικότητα, ολιστικές μέθοδοι κ. ά.
Η επικοινωνιακή προσέγγιση στη διδασκαλία της γλώσσας αποτελεί μια προσπάθεια σύνδεσης του δομισμού και του λειτουργισμού, υπό μια επικοινωνιακή οπτική, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη δομική όσο και τη λειτουργική πλευρά της γλώσσας. Στο πλαίσιο της επικοινωνιακής προσέγγισης σημαντική είναι και η επίδραση της ανάλυσης λόγου, που είχε ως συνέπεια να αναδειχθεί ως βασική μονάδα ανάλυσης το κείμενο.
Το κείμενο είναι συστηματικά οργανωμένο, έχει νόημα που προκύπτει από την εκάστοτε επικοινωνιακή περίσταση και αποτελεί συστατικό στοιχείο του κοινωνιοπολιτισμικού περιβάλλοντος, χωρίς να υπάρχουν «προνομιούχα» κείμενα, παρά μόνο αυθεντικά. Η γλωσσική ικανότητα περιγράφει τη γνώση του γλωσσικού συστήματος που κατέχει ο ομιλητής, ενώ η επικοινωνιακή την ικανότητά του να χρησιμοποιεί τη γλώσσα με αποτελεσματικό τρόπο στην εκάστοτε περίσταση επικοινωνίας.
Η πρόταση για επικοινωνιακή διδασκαλία της γλώσσας, δίνοντας έμφαση στη λειτουργική της χρήση, θεωρεί ότι οι μαθητές πρέπει να ασκηθούν, ώστε να κατανοούν τις ποικίλες μορφές προφορικού και γραπτού λόγου και να τις συνδέουν με τις συνθήκες επικοινωνίας μέσα από τις οποίες παράγεται καθεμιά από αυτές. Να καταστούν και οι ίδιοι ικανοί να χρησιμοποιούν δημιουργικά τη γλώσσα για την παραγωγή προφορικού και γραπτού λόγου προσαρμοσμένου στη δεδομένη κάθε φορά περίσταση επικοινωνίας. (Χαραλαμπόπουλος, Α. & Χατζησαββίδης, Σ. (1997): Η διδασκαλία της λειτουργικής χρήσης της γλώσσας: θεωρία και πρακτική εφαρμογή. Θεσσαλονίκη: Κώδικας)