Απονομή της δικαιοσύνης, αδικήματα και κυρώσεις στη Ρώμη Α. Δημοπούλου, Νομική Αθηνών, ΕΚΚΠΑ
Όργανα απονομής δικαιοσύνης Δικαιοσύνη: εξαιρετικά σημαντική στη Ρώμη Σύστημα απονομής δικαιοσύνης: Άρχοντες Λαϊκές συνελεύσεις Δικαστήρια Ανάλογα με τον περίοδο, διαφορετικά δικονομικά συστήματα
Πραίτωρ (Praetor) Αρμόδιοι για την απονομή της δικαιοσύνης (16 τον αριθμό). Aπό τα ανώτερα αξιώματα της ρωμαϊκής πολιτείας, με αυξημένη εξουσία Ιmperium (εκτελεστική εξουσία) & potestas (εξουσία εκδόσεως νομικά δεσμευτικών αποφάσεων) Respublica: εκλέγονται από λαϊκή συνέλευση, Ηγεμονία: διορίζονται από Σύγκλητο Αναπληρώνουν τους Υπάτους, συγκαλούν τη Σύγκλητο De minimis non curat praetor (o Πραίτωρ δεν ασχολείται με τα επουσιώδη) Praetor Urbanus: αρμόδιος για διαφορές μεταξύ Ρωμαίων (προδικασία – προεδρία πολυμελών δικαστηρίων) Praetor Peregrinus: αρμόδιος για διαφορές Ρωμαίων-ξένων ή ξένων μεταξύ τους
Το πραιτορικό ήδικτο Ο πραίτορας κατά την ανάληψη των καθηκόντων του εξέδιδε το πραιτορικό ήδικτο. ius edicendi = το «δικαίωμα» (αρμοδιότητα), να εκδίδουν ήδικτα για τα θέματα της αρμοδιότητάς τους, ανήκε σε όλους τους ανώτερους άρχοντες της Ρώμης. Το ήδικτο δημόσια έγγραφη εντολή ή οδηγία που εξέδιδαν οι άρχοντες, που ήταν δεσμευτική για τους αποδέκτες της, αποτελώντας πηγή δικαίου. πολιτικό «πρόγραμμα» κάθε πραίτορα, τις δεσμεύσεις του όσον αφορά την απονομή της δικαιοσύνης κατά τη διάρκεια της ετήσιας θητείας του. Περιλάμβανε κατάλογο των δικαιωμάτων, τα οποία ο πραίτορας δεσμευόταν να προστατεύσει, μέσω της παροχής ενδίκων βοηθημάτων στους διαδίκους. καθοριστικό για την εξέλιξη του Ρωμαϊκού Δικαίου. Αν και ο πραίτορας δεν είχε καθ’ εαυτό νομοθετική εξουσία, είχε την ευχέρειανα καθορίσει το εύρος της δικαστικής προστασίας που θα απολάμβαναν οι διάδικοι, περιλαμβάνοντας στο ήδικτο όλες τις κατηγορίες υποθέσεων (αγωγές) για τις οποίες θα έδιδε πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Χωρίς να χρειάζεται κάθε φορά νομοθετική παρέμβαση, μπορεί να επιτρέπει σε νέες κατηγορίες υποθέσεων να δικαστούν, διευρύνοντας το πεδίο απονομής της δικαιοσύνης, «υποστηρίζοντας, συμπληρώνοντας και διορθώνοντας το δίκαιο, χάριν του δημοσίου συμφέροντος».
ius honorarium ή praetorium Κάθε νέος πραίτορας εξέδιδε το δικό του ήδικτο, που ίσχυε μόνον κατά τη διάρκεια της ενιαύσιας θητείας του, Δεν δεσμεύεται κατ’ αρχάς από αυτό των προκατόχων του, αν και στην πράξη, ο βασικός κορμός του ηδίκτου ανανεωνόταν αυτούσιος, με κάποιες προσθήκες ή αφαιρέσεις στο ήδικτο του προκατόχου τους, υιοθετώντας συμβουλές των νομομαθών (jurisconsulti), που απάρτιζαν το συμβούλιό τους. Πολλά νέα ένδικα μέσα και βοηθήματα (αγωγές και ενστάσεις) δημιουργήθηκαν χάρη σε αυτές τις παρεμβάσεις των πραιτόρων στο ήδικτο. Επί νέων περιπτώσεων χωρίς νομικό προηγούμενο, ο πραίτορας αν έκρινε ότι η υπόθεση αυτή έπρεπε να τύχει δικαστική προστασία, μπορούσε να χορηγήσει μία νέα αγωγή (στον ενάγοντα) ή μία νέα ένσταση (στον εναγόμενο), δημιουργώντας κατ’ ουσία μία νέα νομική κατηγορία υποθέσεων. Σημαντική εξουσία, διότι με την αναγνώριση μέσου ένδικης προστασίας, αναγνωρίζεται νέο ουσιαστικό δικαίωμα. Το δίκαιο, που διαμορφώθηκε χάρη στις παρεμβάσεις των πραιτόρων στο ήδικτο, ονομάστηκε ius honorarium ή praetorium.
Πουβλικιανή – Παυλιανή αγωγή Μέσω παρόμοιων παρεμβάσεων, εισάχθηκαν στην απονομή της δικαιοσύνης ως στοιχεία που έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκδίκαση ορισμένων διαφορών, θεμελιώδεις νομικές έννοιες, όπως της καλής πίστης (bona fides), του δόλου (dolus malus) και της ισότητας (aequitas). Οι νέες αγωγές, που δημιουργούσαν οι πραίτορες για να καλύψουν κενά της νομικής πρακτικής, έπαιρναν το όνομά τους, όπως η πουβλικιανή αγωγή (αφορά την προστασία της κυριότητας) που ακόμα και σήμερα φέρει το όνομα του πραίτορα Publicius στον Αστικό μας Κώδικα (άρθρο 1112 Α.Κ.) και η παυλιανή αγωγή (για την προστασία δανειστών από την εξαφάνιση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, άρθρο 939 Α.Κ.).
Ένα ευέλικτο σύστημα Βελτίωση του δικαίου και της απονομής της δικαιοσύνης με πρακτικό και άμεσο τρόπο, πολύ πιο αποτελεσματικό από ό,τι με νομοθετική παρέμβαση. Επιτρέπει τον πειραματισμό Οι νομικές καινοτομίες δοκιμάζονται πράξη, πριν παγιωθούν. Αν μία πρακτική αποδεικνυόταν μη λειτουργική μία χρονιά ή αποδοκιμαζόταν από την κοινή γνώμη, δεν υιοθετούνταν την επόμενη από το επόμενο πραίτορα και περιέπιπτε σε αχρησία. Αν, πάλι, αναδεικνυόταν ένα κενό δικαίου ή ανέκυπτε μία περίπτωση, που θα ήταν άδικο να αγνοείται από τη δικαιοσύνη, ο πραίτορας είχε την ευχέρεια να τροποποιήσει το ήδικτο οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της θητείας του. Οο πραίτορας ονομάστηκε από τους Ρωμαίους η ζωντανή φωνή του δικαίου (viva vox juris civilis). Χάρις στους πραίτορες, ενσωματώθηκαν στο δίκαιο νομικά έθιμα, χαλάρωσε η τυπικότητα και η αρχική αυστηρότητα του αρχαϊκού Ρωμαϊκού Δικαίου, το δίκαιο προσαρμόστηκε στα δεδομένα των καιρών και στον σύνθετο χαρακτήρα των συναλλαγών, μέσω της αλληλεπίδρασης με τα δίκαια των κατακτημένων λαών, ιδίως των ελληνόφωνων.
Edictum perpetuum Ο Αδριανός περί το 130 μ.Χ. ανέθεσε στον σπουδαίο νομομαθή Salvus Julianus να κωδικοποιήσει το πραιτορικό ήδικτο, συγκεντρώνοντας σε ένα ενιαίο σύνολο όλους τους συναφείς κανόνες και όλες τις περιπτώσεις έννομης προστασίας, που θα ίσχυαν εφεξής. Το πραιτορικό ήδικτο παγιώθηκε (ονομαζόμενο πλέον edictum perpetuum) και μπορούσε να αλλάξει μόνον με απόφαση του ηγεμόνα, Aποτέλεσμα: χάνουν οι πραίτορες την ευχέρεια που είχαν παλαιότερα να συμβάλλουν δημιουργικά στην εξέλιξη του δικαίου.
Οι δικαστικές αρμοδιότητες των πραιτόρων Η κύρια αρμοδιότητα των πραιτόρων ήταν η προετοιμασία κάθε αστικής δίκης, με προδικαστικές πράξεις, που αποτελούσαν το πρώτο από τα δύο στάδια της ρωμαϊκής δίκης (φάση in jure). Κατά τη φάση αυτή ο πραίτορας ενέκρινε καταρχάς τη χορήγηση ή μη ενδίκου μέσου προς τον διάδικο, που ζητούσε έννομη προστασία, Καθόριζε το πρόσωπο του δικαστή (judex), ο οποίος θα δίκαζε την υπόθεση κατά την κυρίως διαδικασία (apud judicem).
Ο πραίτορας, ενώπιον του οποίου εμφανιζόταν ο διάδικος, που ζητούσε να υπαχθεί η υπόθεσή του σε δικαστική κρίση, αφού άκουγε αμφότερα τα μέρη, που παρίσταντο με τους δικηγόρους τους, διαπίστωνε καταρχάς, αν τα πρόσωπα αυτά, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνταν, νομιμοποιούνταν να παραστούν ως ενάγοντας και εναγόμενος στην ανοιγόμενη δίκη: Αν όχι, αρνούνταν να χορηγήσει αγωγή στον ενάγοντα (denegatio actionis). Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή νομιμοποιούνταν οι διάδικοι, αφού συμβουλευόταν το ήδικτο,ο πραίτορας εξέδιδε την formula.
Η Formula Η formula αποτελούσε μία γραπτή οδηγία λίγων γραμμών, με τυποποιημένο λεκτικό, προς τον διοριζόμενο από τον πραίτορα δικαστή, με την οποία του έδινε εντολή και τον εξουσιοδοτούσε να κρίνει τη διαφορά, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που θα αποδειχθούν και, αναλόγως, να καταδικάσει ή να απαλλάξει τον εναγόμενο, ορίζοντας ενίοτε και το ποσό της τυχόν αποζημίωσης, που θα έπρεπε ενδεχομένως να επιδικασθεί
Παράδειγμα formula «Δικαστής ορίζεται ο Γάιος. Αν αποδειχθεί, ότι ο εναγόμενος οφείλει Χ ποσό στον ενάγοντα, ο δικαστής να καταδικάσει τον εναγόμενο στο ποσό αυτό. Αν όχι, να τον απαλλάξει από την καταβολή.» Αν, πάλι, ο εναγόμενος ισχυριζόταν ενώπιον του πραίτορα ότι υφίστατο μία ειδική συμφωνία με τον ενάγοντα, που του επέτρεπε να αρνηθεί την καταβολή, ο πραίτορας εισήγαγε στη formula και το στοιχείο (ή την ένσταση αυτή) προς κρίση από το δικαστή («εκτός εάν αποδειχθεί ότι υπήρχε ειδική συμφωνία...»). Αν ο δικαστής έκανε δεκτή την ένσταση, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που θα αποδείκνυε ο εναγόμενος, μπορούσε να απορρίψει την αγωγή του ενάγοντα.
Ορίζει το πλαίσιο εντός του οποίου θα κρίνει ο δικαστής Η formula, που προσομοίαζε με μία σύνοψη δικογράφου σε λίγες γραμμές, διασφάλιζε, επομένως, ότι πριν την έναρξη της δίκης, το προς κρίση από τον δικαστή ζήτημα ουσίας θα ήταν διατυπωμένο με σαφήνεια και απλότητα ως προς όλα τα βασικά σημεία του. Η κρίση ουσίας, όμως, της ένδικης διαφοράς αφηνόταν στον ίδιο τον δικαστή, εντός του πλαισίου που είχε προσδιορίσει η formula.
Ο δικαστής (judex) Ο δικαστής επιλεγόταν με συμφωνία των αντιδίκων επί του προσώπου του, μεταξύ πολιτών υψηλού κύρους, που είχαν περιληφθεί σε έναν ειδικό κατάλογο (album), άλλως οριζόταν από τον πραίτορα. Κατά τη διαδικασία επιλογής του δικαστή, οι διάδικοι είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν, υπό προϋποθέσεις, την εξαίρεση ορισμένων προσώπων για τα οποία διατηρούσαν επιφυλάξεις. Η τελική συμφωνία τους όμως επί του προσώπου του δικαστή, που έκανε τη διαδικασία να προσομοιάζει με σύγχρονη διαιτησία, συνεπαγόταν ότι συμφωνούσαν να εφαρμόσουν οποιαδήποτε απόφαση θα εξέδιδε αυτός και ότι δεν είχαν δικαίωμα έφεσης. Στις αστικές υποθέσεις η επίλυση των διαφορών γινόταν από έναν δικαστή (judex) ή από περισσότερους. Σε υποθέσεις που ένας από τους διαδίκους ήταν ξένος (peregrinus), ένας ξένος μπορούσε επίσης να οριστεί δικαστής.
Η διαδικασία extra ordinem Επί Ηγεμονίας, με την πάροδο του χρόνου, καθώς η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οργανώνεται υπό γραφειοκρατικές δομές, η απονομή της δικαιοσύνης σταδιακά ανατίθεται σε ανώτερους διοικητικούς υπαλλήλους ή δικαστές, που αποφασίζουν σε μία ενιαία διαδικασία (χωρίς δηλαδή προδικασία ή μεσολάβηση του πραίτορα). Αυτή η διαδικασία ονομάζεται extra ordinem. Επειδή ο δικαστής δεν επιλεγόταν πλέον από τα μέρη, αλλά αποτελούσε μέρος μίας υπαλληλικής ιεραρχίας με επικεφαλής τον ηγεμόνα, γι’ αυτό οι διάδικοι μπορούσαν να ασκήσουν έφεση κατά της απόφασής του, ενίοτε ακόμα και ενώπιον του ιδίου του ηγεμόνα, αν και το δικαίωμα αυτό δεν έπρεπε να ασκείται ασυλλόγιστα.
Κατά τη διαδικασία extra ordinem δίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στα έγγραφα ως αποδεικτικά μέσα, απ’ ό,τι στις μαρτυρικές καταθέσεις, οι οποίες αξιολογούνται διαφορετικά, ανάλογα με την κοινωνική θέση του μάρτυρα. Ο δικαστής διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη δίκη και εκδίδει έγγραφη απόφαση. Η ποινή, κατά την ίδια διαδικασία, οριζόταν ελεύθερα από τον δικαστή, που μπορούσε να λάβει υπόψη του στοιχεία, όπως οι συνθήκες τέλεσης του αδικήματος, αλλά και η κοινωνική θέση του κατηγορουμένου Tην ύστερη περίοδο του Ρωμαϊκού Δικαίου επιφυλάσσεται διαφορετική ποινική μεταχείριση στα μέλη των ανώτερων τάξεων (honestiores) απ’ ό,τι των κατώτερων (humiliores). Η απονομή χάρης σε καταδικασμένους αποτελούσε προνόμιο του ηγεμόνα.
Δήμαρχοι & προστασία του πολίτη Επί Respublica, οι δήμαρχοι (tribuni plebis)αποτελούν αξίωμα, στο οποίο έχουν πρόσβαση μόνον οι πληβείοι. Αποτελούν τους προστάτες του λαού και λειτουργούν ως αντιστάθμισμα στην εξουσία των λοιπών πατρικίων αρχόντων και της Συγκλήτου. Είναι δέκα τον αριθμό, εκλέγονται από τη λαϊκή συνέλευση των πληβείων και το πρόσωπό τους θεωρείται ιερό και απαραβίαστο, δηλαδή κάθε επίθεση εναντίον τους απαγορευόταν από το νόμο.
Veto - intercessio Μπορούσαν, επίσης, εντός των ορίων της Ρώμης να ασκήσουν δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) στις αποφάσεις των υπάτων και κάθε άλλου άρχοντα (πλην του δικτάτορα), με προσωπική παρέμβασή τους, που ονομαζόταν intercessio. Αν κάποιος βιαιοπραγούσε σε βάρος δημάρχου ή δεν συμμορφωνόταν με το veto, που είχε ο τελευταίος ασκήσει, τότε οποιοσδήποτε είχε το δικαίωμα να θανατώσει τον παραβάτη ατιμωρητί και η περιουσία του κατάσχονταν προς δημόσιο όφελος.
Provocatio ad populum - Auxilium Οι δήμαρχοι κρίνουν τους τέως υπάτους για αδικήματα κατάχρησης εξουσίας, έχοντας το δικαίωμα επιβολής της θανατικής ποινής, η οποία εν συνεχεία τίθεται στην κρίση της λαϊκής συνέλευσης (comitia centuriata). Οι δήμαρχοι είχαν, επίσης, εξουσία επιβολής της provocatio ad populum, του δικαιώματος κάθε Ρωμαίου πολίτη να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των ενεργειών ενός άρχοντα, αναφωνώντας: «ego te provoco». Για τον λόγο αυτό, το σπίτι τους έπρεπε να παραμένει ανοιχτό για τους πολίτες κάθε ώρα της ημέρας και της νύχτας και δεν μπορούσαν να απουσιάσουν από τη Ρώμη. Aυτό το σημαντικό (και μοναδικό στον αρχαίο κόσμο) δικαίωμα των δημάρχων, που ονομαζόταν auxilium, θεωρείται προπομπός της αρχής habeas corpus του σύγχρονου αγγλοσαξονικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία ο φυλακισμένος μπορεί να καταγγείλει ενώπιον του δικαστηρίου παράνομη σύλληψη και φυλάκισή του. Ο Αύγουστος θα ενσωματώσει στην εξουσία του και τη δημαρχική εξουσία (tribunicia potestas), με αποτέλεσμα έκτοτε, αν και το αξίωμα συνεχίζει να υφίσταται, να χάσει την ανεξαρτησία και αποτελεσματικότητά του ως μέσο προστασίας των πολιτών.
Οι δικαστικές εξουσίες του διοικητή επαρχίας Οι επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αποτελούσαν διοικητικές περιφέρειες αντίστοιχες ή μεγαλύτερες σε έκταση από ένα σύγχρονο κράτος. Η διοίκηση των επαρχιών ανατίθετο σε πρόσωπα, που είχαν υπηρετήσει στα ανώτατα αξιώματα της Ρώμης, μετά το πέρας της θητείας τους: σε υπάτους και πραίτορες, που καλούνται ανθύπατοι (διοικώντας αντί-υπάτου). Οι ανθύπατοι διέθεταν ευρύτατες εξουσίες πολιτικής, στρατιωτικής, διοικητικής και δικαστικής φύσεως, αντίστοιχες αρχηγού κράτους. Η κατά τόπους έδρα του διοικητή ονομαζόταν πραιτώριο, για το οποίο κάνουν λόγο και τα Ευαγγέλια κατά την προσαγωγή του Ιησού ενώπιον του Ποντίου Πιλάτου.
Διοικητής = judex Οι ρωμαϊκές επαρχίες ήταν διαιρεμένες σε επιμέρους διοικητικές περιφέρειες, τα conventa, στις πόλεις-έδρες των οποίων λάμβανε χώρα η απονομή της δικαιοσύνης από τον διοικητή, σε ορισμένες ημέρες του χρόνου, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο δικαστικό ημερολόγιο. Η απονομή της δικαιοσύνης συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα σημαντικότερα καθήκοντα του διοικητή σε σημείο που κατέληξε να αναφέρεται απλώς ως iudex, δηλαδή δικαστής. O διοικητής διόριζε και τρίτους δικαστές, μεταξύ των Ρωμαίων πολιτών που κατοικούσαν στην επαρχία αλλά και των γηγενών, από καταλόγους προσώπων που τηρούνταν στις κατά τόπους πόλεις. Οι διοικητές εξέδιδαν και αυτοί ήδικτα που εφαρμόζονταν στους Ρωμαίους πολίτες, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στις επαρχίες τους, σε γενικές γραμμές αντίστοιχα με αυτά των πραιτόρων της Ρώμης.
Πώς εισάγεται μία δίκη ενώπιον του διοικητή; Περισσότερα στοιχεία γνωρίζουμε για την Αίγυπτο, χάρη στον πλούτο των πληροφοριών που έχουν σωθεί σε παπύρους. 1. Αίτηση του διαδίκου, που επιθυμούσε να ξεκινήσει μία δίκη, στον Ρωμαίο αξιωματούχο, 2. Εάν η αίτηση γινόταν δεκτή, ένας υπάλληλος του γραφείου του στρατηγού κλήτευε τον εναγόμενο και η υπόθεση περιλαμβανόταν στον κατάλογο όσων θα έκρινε ο ίδιος ο διοικητής ή θα παρέπεμπε σε άλλον για εκδίκαση. Ο νομομαθής Ουλπιανός, συμβουλεύει τους ανθυπάτους να μεριμνούν, ώστε να τηρείται κάποια σειρά για τους αιτούντες, προκειμένου να εκδικάζονται όλες οι υποθέσεις, ειδεμή, η κοινωνική θέση ή η διαφθορά μπορεί να εμποδίσουν έναν κοινωνικά υποδεέστερο διάδικο από το να προωθήσει την υπόθεσή του.
Οι διάδικοι οδηγούνταν ενώπιον του διοικητή από τους ραβδούχους, που έφεραν ανά χείρας τις fasces, δέσμες από ξύλινες βέργες, που αποτελούσαν το σύμβολο της εξουσίας (imperium) και της δύναμης καταστολής των Ρωμαίων αρχόντων (ρίζα επίσης του σύγχρονου όρου φασισμός). Οι διάδικοι παρίστανται συνοδευόμενοι από δικηγόρους (advocati). Ο διοικητής είχε υποχρέωση να διορίσει συνήγορο σε οποιονδήποτε το ζητούσε, στις γυναίκες και τους ανηλίκους, ιδίως μάλιστα σε όσους δεν μπορούσαν να βρουν δικηγόρο «λόγω της ισχύος του αντιδίκου τους». Η εκδιδόμενη απόφαση καταχωρούνταν σε δημόσια αρχεία, τηρούμενα σε κάθε πόλη.
Ius gladii Οι διαφορές που εκδικάζονται από τον διοικητή είναι τόσο αστικής, όσο και διοικητικής και ποινικής φύσης, καθώς έχει πλήρη δικαιοδοσία επί πάσης φύσεως υποθέσεων από αυτές που εκδικάζονται και στη Ρώμη από άλλους άρχοντες. Αρχικά, ένας Ρωμαίος πολίτης μπορούσε να καταδικαστεί σε θανατική ποινή μόνο από δικαστήριο της Ρώμης, στη συνέχεια όμως, λόγω της αύξησης του αριθμού των Ρωμαίων πολιτών στις επαρχίες, το δικαίωμα επιβολής της θανατικής ποινής (ius gladii –κυριολεκτικώς: το δικαίωμα του ξίφους, από την αναφορά στον τρόπο εκτέλεσης της ποινής), χορηγήθηκε στους κατά τόπους διοικητές. H ρωμαϊκή δικαιοδοσία δεν αντικατέστησε πλήρως τα τοπικά ελληνικά δικαστήρια, τα οποία συνέχισαν να λειτουργούν για μεγάλο διάστημα, ιδίως για ήσσονος σημασίας υποθέσεις ή για διαφορές μεταξύ κατοίκων της ίδιας πόλης. Η δικαιοδοσία των Ρωμαίων διοικητών παρέμεινε πάντως σημαντικός παράγων ρύθμισης της τοπικής ζωής, στον οποίο απέβλεπαν οι κάτοικοι της Aυτοκρατορίας, αν και η απονομή της ρωμαϊκής δικαιοσύνης δεν ήταν άμοιρη παραπόνων για καθυστερήσεις, επιρροή των ισχυρών και διαφθορά.
Judicia privata – judicia publica Η πρόσβαση στην απονομή δικαιοσύνης από τα ρωμαϊκά δικαστήρια αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Υπό ομαλές πολιτικές συνθήκες, κανένας δεν επιτρέπεται να τιμωρηθεί ή να στερηθεί την περιουσία του χωρίς δίκη. Eπί Respublica η απονομή της δικαιοσύνης σε γενικές γραμμές διακρίνεται σε αστική και ποινική. Κικέρων: όλες οι δίκες έχουν ως αντικείμενο είτε την επίλυση διαφορών μεταξύ ιδιωτών είτε την τιμωρία εγκλημάτων. Συνακόλουθα, τα δικαστήρια διακρίνονται σε judicia privata και judicia publica, αναλόγως του αν οι δίκες ενώπιόν τους άπτονται του ιδιωτικού ή του δημόσιου συμφέροντος.
Τι θεωρείται «έγκλημα» Οι Ρωμαίοι θεωρούν εγκλήματα όσες πράξεις στρέφονται κατά της δημόσιας τάξης. Η καταστολή τους είχε κυρίως ως προστατευόμενο έννομο αγαθό την κοινωνική συνοχή και όχι τα ατομικά δικαιώματα. Παραδοσιακά, το άτομο θεωρείται ότι έπρεπε να μεριμνά για την αυτοπροστασία του, εντός των νόμιμων πάντα ορίων. Η συντριπτική πλειονότητα των ιδιωτικών διαφορών, που ενδιέφεραν μόνον τα αντίδικα μέρη, δικάζονται από μονομελές δικαστήριο, τον judex unus, τον οποίο προτείνει η πολιτεία, αλλά στο πρόσωπο του οποίου συμφωνούν τα αντίδικα μέρη. Ιδιωτικές διαφορές επιλύονται από πολυάριθμα δικαστήρια μόνον σε αντιδικίες με μεγάλο οικονομικό αντικείμενο, όπως ζητήματα κύρους διαθηκών.
Λαϊκά δικαστήρια Αρχικά, ο ρωμαϊκός λαός ενεργούσε ως δικαστής στα judicia populi, τις λαϊκές συνελεύσεις. Ένας αρχαίος νόμος παρείχε το δικαίωμα προσφυγής στην κρίση της λαϊκής συνέλευσης σε κάθε πολίτη καταδικασμένο σε θάνατο, που θεωρούσε ότι είχε πέσει θύμα αυθαιρεσίας εκ μέρους άρχοντα, ζητώντας την καταδίκη του σε άλλη ποινή. Η λαϊκή συνέλευση δίκαζε σε δεύτερο βαθμό καταδίκες για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας (perduellio).
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Διέπεται εν γένει από το συζητητικό σύστημα, στο οποίο το βάρος κίνησης της δίκης έφερε κάθε πολίτης, καθώς δεν υπάρχει στη Ρώμη το αντίστοιχο των σύγχρονων εισαγγελικών αρχών. Στο τέλος της Respublica δύο διαδικασίες προβλέπονται για τις ποινικές υποθέσεις. Τα ήσσονος σημασία αδικήματα δικάζονται από χαμηλόβαθμους άρχοντες σε τριμελή σύνθεση. Τα σοβαρά αδικήματα δικάζονται από πολυάριθμα δικαστήρια ενόρκων, τις quaestiones perpetuae, τα μόνιμα ποινικά δικαστήρια, τα οποία σταδιακά αντικαθιστούν την αρμοδιότητα των λαϊκών συνελεύσεων.
Quaestiones perpetuae Quaestio σημαίνει κατά κυριολεξία «έρευνα» ή «εξεταστική επιτροπή» για ένα έγκλημα. Οι επιτροπές αυτές γίνονται μόνιμες (perpetuae), όταν ορίζεται ότι θα προεδρεύονται από έναν από τους πραίτορες. Η δημιουργία τους συνδέεται με αδικήματα τα οποία, λόγω των εμπλεκομένων προσώπων ή της φύσης τους αποτελούσαν απειλή για την δημόσια ασφάλεια, καθώς έθιγαν το Ρωμαϊκό Κράτος είτε άμεσα, όπως η οικονομική ή εκλογική διαφθορά, είτε έμμεσα, απειλώντας την κοινωνική σταθερότητα και συνοχή, όπως οι υποθέσεις φόνου ή απάτης. Η ιδιαιτερότητα των δικαστηρίων αυτών έγκειται στο ότι ήταν καθ’ ύλην αρμόδια μόνον για την εκδίκαση ενός συγκεκριμένου εγκλήματος δημοσίου ενδιαφέροντος (crimina publica), το οποίο προβλεπόταν από ειδικό νόμο. Κάθε δικαστήριο ήταν, επομένως, αρμόδιο για διαφορετικό έγκλημα και έφερε αντίστοιχο όνομα, όπως για διαφθορά δημόσιων αξιωματούχων (ιδίως διοικη τών επαρχιών), εσχάτη προδοσία, πλαστογραφία διαθηκών, φόνο, εμπρησμό, δημόσια βία, κ.ά.
Η δικαιοδοσία του praefectus urbanus Προοδευτικά αποκτά και δικαστικά καθήκοντα, όντας αρμόδιος για την εκδίκαση διαφορών μεταξύ προσώπων με στενούς δεσμούς (κύριοι και δούλοι, πάτρωνες και απελεύθεροι, πατέρες και γιοι) αλλά και γενική δικαιοδοσία επί των ποινικών υποθέσεων Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε έφεση παρά μόνον ενώπιον του ηγεμόνα.
Δικαστικές εξουσίες του ηγεμόνα Ο ηγεμών καθίσταται, μεταξύ άλλων, και ανώτατη δικαστική αρχή, δικάζοντας ο ίδιος ή μέσω εκπροσώπων του ορισμένες σοβαρές υποθέσεις, αν και στην πράξη αυτό δεν συνέβαινε συχνά. Κατά τη δίκη ενώπιον του ηγεμόνα δεν ίσχυαν οι συνήθεις δικονομικοί κανόνες. Οι δικαστικές αποφάσεις του (decreta), λόγω του κύρους του ηγεμόνα, αποκτούν δεσμευτική ισχύ ως νομολογιακά προηγούμενα. Σημαντικό ρόλο στην εκτέλεση των δικαστικών αρμοδιοτήτων του ηγεμόνα διαδραμάτιζε το consilium, το συμβούλιο που τον υποβοηθούσε το έργο του, στο οποίο μετείχαν νομικοί. Το δικαίωμα εφέσεως (apellatio) ενώπιον του ηγεμόνα επί αποφάσεων άλλων αρχόντων θεωρείται απόρροια της δημαρχικής του εξουσίας (intercessio).
Σύγκλητος Η Σύγκλητος, που, κατά τα λοιπά, από τον Αύγουστο και εφεξής, αποψιλώνεται σταδιακά από την ουσιαστική πολιτική της εξουσία αναλαμβάνει την εκδίκαση ορισμένων ποινικών υποθέσεων, κυρίως πολιτικής φύσεως, όπως αυτών της προσβολής του προσώπου ηγεμόνα ή του ρωμαϊκού λαού και της διαφθοράς διοικητών επαρχιών. Ο Τιβέριος επεκτείνει τη δικαιοδοσία της Συγκλήτου σε πάσης φύσεως αδικήματα, ιδίως όταν κατηγορούμενοι είναι μέλη της, όμως παρόμοιες δίκες συχνά αποτελούν αφορμές πολιτικών διώξεων. Οι δικαστικές αποφάσεις της Συγκλήτου δεν υπόκεινται σε έφεση.
Οικιακή δικαιοδοσία Ο αρχηγός της οικογένειας, ο paterfamilias είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των υπεξουσίων προσώπων της οικογενείας του και των δούλων του. Το δικαίωμα επί των παιδιών συνήθως ασκούνταν κατά τη γέννησή τους (όταν ο πατέρας αποφάσιζε, αν θα κρατούσε ή θα εξέθετε το νεογέννητο) και αργότερα σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μετά τη σύγκληση οικογενειακού συμβουλίου (consilium). Η άσκηση του δικαιώματος θανάτου επί των παιδιών ήταν σπανιότατη και, σε περίπτωση καταχρήσεων, ο πατέρας υπόκειτο σε κοινωνική κατακραυγή. Επί Ηγεμονίας ορίστηκε ότι ο πατέρας μπορούσε να καταγγείλει τους υπεξουσίους για σοβαρά εγκλήματα ενώπιον άρχοντα, διατηρώντας όμως ο ίδιος δικαιοδοσία για ήσσονες παραβάσεις που αυτοί τελούσαν. Ο πατέρας μπορούσε να σκοτώσει την έγγαμη κόρη του και τον εραστή της, αν τους συλλάμβανε επ’ αυτοφώρω να μοιχεύονται στο σπίτι του ή σε αυτό του γαμπρού του.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ
Χρόνος & διαδικασία Η απονομή της δικαιοσύνης γινόταν σε συγκεκριμένες περιόδους του χρόνου Προβλεπόταν περίοδος δικαστικών διακοπών Αποφράδες ημέρες = για θρησκευτικούς λόγους δυσοίωνες για την απονομή της δικαιοσύνης. Διαδικασία per formula: μετά την προδικασία (in iure), η υπόθεση εισάγεται εντός 3 ημερών σε δίκη (apud iudicem).
Sella curulis
Πώς διεξάγεται η δίκη Η δίκη ξεκινούσε με μία συνοπτική περιγραφή της υπόθεσης μετά λάμβαναν το λόγο οι δικηγόροι των διαδίκων. παρουσίαση των έγγραφων αποδεικτικών μέσων και η εξέ- ταση των μαρτύρων, προς τους οποίους μπορούσαν οι δικηγόροι των δύο πλευρών να απευθύνουν ερωτήσεις. Οι απόντες μπορούσαν να εξεταστούν με έγγραφη κατάθεση, για την οποία έδιναν όρκο. Μετά το πέρας της προφορικής διαδικασίας, ο δικαστής εξέδιδε την απόφασή του, η οποία λαμβανόταν κατά πλειοψηφία, αν το δικαστήριο ήταν πολυμελές. Ο δικαστής, που δεν ήταν νομικός, είχε τη συνδρομή συμβουλίου νομομαθών (jurisconsulti), αν και την απόφαση την εξέδιδε μόνος του. Η απόφαση ανακοινωνόταν προφορικά και ενίοτε σε έγγραφη πινακίδα.
Δικαστές Κληρώνονται από κατάλογο (album) 350 ατόμων κάθε χρόνο από τους πραίτορες. Εχέγγυα ήθους & ορισμένη περιουσία Σύνθεση ποινικών δικαστηρίων : 50-75 δικαστές Δικαίωμα απόρριψης δικαστών από κατήγορο-κατηγορούμενο = δυνατότητα πολιτικών χειρισμών Η σύνθεση του δικαστηρίου = αντικείμενο πολιτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ αριστοκρατών-φιλολαϊκών Αύγουστος: αυξάνει αριθμό δικαστών Ολομέλεια = 180 δικαστές, για πολύ σοβαρές υποθέσεις
Δικαστές = ένορκοι Είναι απλοί πολίτες, δεν έχουν απαραιτήτως νομικές γνώσεις. Αντλούν την δικαιοδοτική εξουσία από την εξουσιοδότηση της formula Μοιάζουν με τους σύγχρονους ενόρκους Δίνουν όρκο Δεν μπορούν να απέχουν των καθηκόντων τους χωρίς νόμιμο λόγο Είναι τιμητικό το να έχει διατελέσει κάποιος δικαστής Απαγορεύεται κάθε μορφής αντάλλαγμα ή αμοιβή Αναφορές στις πηγές για περιπτώσεις χρηματισμού.
Η δικαστική απόφαση Το δικαιοδοτικό καθήκον των δικαστών ολοκληρωνόταν με την ψήφο, που λάμβανε χώρα στο τέλος των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων στο ακροατήριο, χωρίς να προηγηθεί διάσκεψη μεταξύ τους. Η ψήφος ήταν μυστική και η απόφαση λαμβανόταν κατά πλειοψηφία. Σε κάθε δικαστή δίνονταν τρεις πινακίδες (tabulae) με τα γράμματα «Α» (absolvo, αθωώνω), «C» (condemno, καταδικάζω) και «N.L.» (non liquet, Ασαφές). Η τελευταία αφορούσε την περίπτωση, που ο δικαστής διατηρούσε αμφιβολίες επί της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου και δεν μπορούσε να αχθεί σε κρίση.
Οι δικαστές ψήφιζαν τοποθετώντας την κατάλληλη πινακίδα στην ψηφοδόχο Οι δικαστές ψήφιζαν τοποθετώντας την κατάλληλη πινακίδα στην ψηφοδόχο. Σε περίπτωση ισοψηφίας, αυτή μετρούσε υπέρ της αθώωσης του κατηγορουμένου. Τόσο στις ποινικές όσο και στις αστικές υποθέσεις, δεν εκδιδόταν αιτιολογημένη, έγγραφη δικαστική απόφαση, όπως σήμερα, τουλάχιστον έως την εισαγωγή της δικονομικής διαδικασίας extra ordinem. Μετά την απόφαση του δικαστηρίου επί της ενοχής, η ποινή που επιβαλλόταν προσδιοριζόταν από τον πραίτορα.
Ποινές Το είδος της ποινής για κάθε δικαστήριο ορίζεται στον ιδρυτικό του νόμο. Το Δικαστήριο επιβάλλει χρηματικές ποινές. Πρακτικά, η ποινή του θανάτου δεν επιβάλλεται ποτέ. Ο κατηγορούμενος που καταδικάζεται οφείλει να επιστρέψει τα χρήματα σε ζημιωθέντα (= προσομοιάζει με αστική δίκη). Η καταδίκη επιφέρει μεγάλη ζημιά στη δημόσια εικόνα του καταδικασθέντος = τέλος της πολιτικής του καριέρας. Πλην περιπτώσεων πολιτικών ταραχών, στον κατηγορούμενο επιτρέπεται να αυτο-εξορισθεί πριν το πέρας της δίκης. Μετά, η Σύγκλητος έπαιρνε απόφαση περί aquae et ignis interdictio, που καθιστούσε παράνομη την επιστροφή τους στην Ιταλική χερσόνησο, και καθένας μπορούσε να τον εκτελέσει. Δεν χωρεί «έφεση» ενώπιον της λαϊκής συνέλευσης. Δεν χωρεί veto των Δημάρχων επί των αποφάσεων των quaestiones.
Για ορισμένες αδικοπραξίες προβλεπόταν η καταδίκη σε ποσό πολλαπλάσιο της ζημίας του παθόντος (duplum, triplum), ως ένα είδος ποινικής ρήτρας για πράξεις που ενείχαν ηθική απαξία. Ο εναγόμενος είχε, όμως, τη δυνατότητα να ικανοποιήσει (πληρώσει) τον ενάγοντα πριν την έκδοση της απόφασης, αποφεύγοντας την καταδίκη του στο μεγαλύτερο αυτό ποσό. Η εκτέλεση της απόφασης γινόταν χωρίς τη συνδρομή του κράτους, με ενέργειες του διαδίκου, που είχε νικήσει.
Δικηγόροι Οι διάδικοι στις ρωμαϊκές δίκες παρίστανται συνοδεία δικηγόρων. Οι δικηγόροι δεν έχουν κατά κανόνα ειδικές νομικές γνώσεις, αλλά είναι κυρίως ρήτορες εξοικειωμένοι με τα δικαστήρια, που αναλαμβάνουν την υπεράσπιση υποθέσεων συμπολιτών τους, εκφωνώντας έναν λόγο υπεράσπισης ή κατηγορίας για λογαριασμό τους στο δικαστήριο. Για την αποσαφήνιση των νομικών ζητημάτων της υπόθεσης, οι δικηγόροι απευθύνονται στους νομομαθείς (juriscosulti), λαμβάνοντας σχετικές γνωμοδοτήσεις (responsa) που επικαλούνται στο δικαστήριο.
Patroni causae ή advocati Η δικηγορία στη Ρώμη εξελίσσεται σε λειτούργημα αντίστοιχο του σημερινού. Οι δικηγόροι έλκουν την καταγωγή από το πελατειακό σύστημα της Ρώμης. Οι πάτρωνες (patroni), μέλη της ανώτερης τάξης, έθεταν υπό την προστασία τους τους πελάτες (clientes), στους οποίους παρείχαν προστασία. Οι patroni συνέδραμαν (αρχικά χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα) τους clientes τους, αν τύγχανε να έχουν κάποια δικαστική διένεξη, αγορεύοντας για λογαριασμό τους στο δικαστήριο. Σε αντάλλαγμα, οι clientes εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους δια της ψήφου τους στις εκλογές, όταν ο patronus έθετε υποψηφιότητα για κάποιο από τα ρωμαϊκά αξιώματα και σχημάτιζαν τη συνοδεία του κατά τις περιηγήσεις του στο forum (αγορά) της Ρώμης, καθώς το πλήθος των ακολούθων αποτελούσε ένδειξη πολιτικής ισχύος.
Δικηγορικές αμοιβές Προοδευτικά, ο χρόνος και η προσπάθεια που απαιτούσε η δικαστική συμπαράσταση καθιστά τους patroni causae δικηγόρους πλήρους απασχόλησης Αμείβονται για τις υπηρεσίες τους με τα λεγόμενα honoraria (αμοιβές του πελάτη που αποτελούν έκφραση τιμής προς το πρόσωπό τους). Οι αμοιβές των δικηγόρων καθιερώνονται, παρά τις επανειλημμένες νομοθετικές απαγορεύσεις, που επιχειρούν να διαφυλάξουν τον άμισθο και αριστοκρατικό χαρακτήρα του λειτουργήματος, Η δικηγορία καθίσταται προσιτή σε κάθε ταλαντούχο ρήτορα, ανεξαρτήτως καταγωγής.
Δικηγορία & πολιτική Η δικηγορία στην αρχαία Ρώμη αποτελεί συχνά εφαλτήριο πολιτικής καριέρας και στη δικανική ρητορική διαπρέπουν πολλοί από τους κορυφαίους πολιτικούς. Η δικανική ρητορική φθάνει στη Ρώμη την περίοδο της Respublica στο απόγειό της Αναδεικνύει δικηγόρους, όπως ο Κικέρων, οι λόγοι του οποίου στα δικαστήρια εκδίδονται και κυκλοφορούν στη συνέχεια σε βιβλία, πολλά από τα οποία έχουν διασωθεί. Στα δικαστήρια συγκεντρώνεται μεγάλο πλήθος ακροατών, που συρρέουν για να απολαύσουν τις πολύωρες αγορεύσεις των δικηγόρων, αλλά και από σκανδαλοθηρικό ενδιαφέρον για τις αποκαλύψεις για τον ιδιωτικό βίο ισχυρών προσώπων.
Δικηγορικές συντεχνίες (σύλλογοι) Κατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο, οι δικηγόροι οργανώνονται σε συντεχνίες (collegia), που αποτελούν πρόδρομους των συγχρόνων Δικηγορικών Συλλόγων. Η εγγραφήήσε αυτές και η άσκηση του λειτουργήματος διέπεται από λεπτομερείς κανόνες. Προοδευτικά διαμορφώνονται σύνθετοι κανόνες δεοντολογίας του δικηγορικού́ λειτουργήματος.
Νομικές Σχολές Οι δικηγόροι φοιτούν πλέον στις Νομικές Σχολές που λειτουργούν στη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, τη Βυρηττό και αλλού, για τέσσερα με πέντε χρόνια. Μελετούν το δίκαιο, αρχικά τις Εισηγήσεις του Γαΐου και στη συνέχεια τα έργα άλλων νομικών, που αναλύουν οι Καθηγητές τους. Στο πέρας των σπουδών τους, λαμβάνουν βεβαίωση, που τους επιτρέπει να ασκήσουν το λειτούργημα του δικηγόρου ενώπιον των δικαστηρίων.