Η αξιοπιστία ως όπλο οικονομικής πολιτικής Μία συνήθης τακτική των κυβερνήσεων είναι αντιστοιχία προεκλογικών εξαγγελιών και μετεκλογικών πράξεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρακτικής αυτής είναι η προεκλογική εξαγγελία περί μη επιβολής πρόσθετης φορολογίας. Για να δικαιολογήσουν την ασυνέπεια αυτή, οι κυβερνώντες ισχυρίζονται ότι αλλιώς ήταν η εικόνα της οικονομίας πριν τις εκλογές και αλλιώς εμφανίζεται μετά. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται σύγχυση και αίσθηση αιφνιδιασμού στους ιδιωτικούς φορείς και να πληγώνεται η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής. Και είναι γεγονός ότι η αξιοπιστία αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα όπλα οικονομικής πολιτικής.
Τι εννοούμε με τον όρο αξιοπιστία στην οικονομική πολιτική: είναι η οικονομική πολιτική που δεν αιφνιδιάζει, που βασίζεται σε εξαγγελίες τις οποίες υλοποιεί, που ό,τι λέει το κάνει, που μένει προσηλωμένη στο στόχο της. Σκεφτείτε τη γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Bundesbank) πριν την εισαγωγή του ευρώ ή τη «σιδηρά κυρία» Μάργκαρετ Θάτσερ κατά την περίοδο της απεργίας των ανθρακωρύχων. Η προσήλωσή τους στον αρχικό τους στόχο δημιούργησε μια φήμη συνέπειας και τελικά, αξιοπιστίας. Αντίθετα, αν σκεφτούμε τη δική μας οικονομική πολιτική στη δεκαετία του ΄80 που υπήρχαν συνεχείς αιφνιδιασμοί στην οικονομία (έκτακτες φορολογίες και εισφορές, υποτιμήσεις κ.ά) και μια αντίληψη του «άλλα λέμε πριν και άλλα κάνουμε μετά», τότε ουδόλως μπορούμε να μιλήσουμε για συνέπεια και αξιοπιστία.
Είναι κατανοητό βέβαια, ότι οι κυβερνήσεις έχουν την τάση να γίνονται αναξιόπιστες γιατί πρέπει να ικανοποιήσουν ταυτόχρονα πολλούς στόχους. Εάν για παράδειγμα πρέπει να κάνουν ιδιωτικοποιήσεις στις ΔΕΚΟ και να μειώσουν τα ελλείμματα, τότε θα μπορούσαν να εξαγγείλουν προγράμματα μετατάξεων των υπαλλήλων στο Δημόσιο προκειμένου οι τελευταία να μην απεργήσουν. Όταν γίνει η ιδιωτικοποίηση, οι κυβερνήσεις έχουν κίνητρο να μην υλοποιήσουν το στόχο τους για να μην αυξήσουν τις δαπάνες του δημοσίου και συνεπώς τα δημόσια ελλείμματα. Όμως χάνουν έτσι την αξιοπιστία τους και την επόμενη φορά που θα επιχειρήσουν κάτι παρόμοιο θα αποτύχουν. Το ίδιο συμβαίνει και με έναν παιδαγωγό που εξαγγέλλει στους μαθητές του ότι την επόμενη μέρα θα γράψουν διαγώνισμα. Οι μαθητές διαβάζουν στο σπίτι και ο καθηγητής την επόμενη μέρα δεν τους βάζει διαγώνισμα για να γλιτώσει τη διόρθωση γραπτών, όταν μάλιστα ο στόχος του διαβάσματος επετεύχθη. Την επόμενη βέβαια φορά, οι μαθητές θα πάνε αδιάβαστοι.
Σε αντίθεση με την παραπάνω πολιτική, η αξιοπιστία είναι σημαντικότατο όπλο στα χέρια των κυβερνήσεων. Εάν για παράδειγμα, μια αξιόπιστη αρχή (π.χ. το οικονομικό επιτελείο μιας κυβέρνησης) εξαγγείλει την αναμενόμενη πτώση των τιμών τον επόμενο χρόνο, οι καταναλωτές θα επηρεαστούν και θα αναπροσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στη βάση της εξαγγελίας αυτής. Δεν θα πραγματοποιήσουν τρέχουσες αγορές, θα συγκρατήσουν επομένως τη ζήτηση και ο πληθωρισμός δεν θα μειωθεί σε ένα χρόνο, αλλά άμεσα. Χωρίς δηλαδή να κάνει τίποτε η κυβέρνηση, κατάφερε να πετύχει το στόχο της μείωσης των τιμών. Προϋπόθεση βέβαια για όλα αυτά είναι η αξιοπιστία. Η τελευταία είτε χτίζεται σιγά-σιγά είτε επιβάλλεται με τη βοήθεια ισχυρών θεσμών. Η ΟΝΕ ήταν ένας τέτοιος θεσμός, ένας θεσμός εξωτερικού πειθαναγκασμού που «έδεσε τα χέρια» των ασκούντων την οικονομική πολιτική προκειμένου η τελευταία να αποκτήσει αξιοπιστία. Το ΑΣΕΠ, οι Ανεξάρτητες Αρχές, οι συνταγματικές δεσμεύσεις αποτελούν παραδείγματα ενίσχυσης της αξιοπιστίας στην άσκηση πολιτικής, που όμως θα πρέπει να χαρακτηρίζονται με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ανεξαρτησία, διαφάνεια και κοινωνική λογοδοσία.