Αδικήματα και ποινές στη Ρώμη
Ανισότητα ενώπιον του νόμου Στη ρωμαϊκή έννομη τάξη απουσιάζει εν γένει η έννοια της ισότητας όλων ενώπιον του νόμου. Οι κατήγοροι και οι κατηγορούμενοι αλλά και οι μάρτυρες, τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, την κοινωνική τάξη και νομικό τους καθεστώς. Τα παιδιά κάτω των επτά ετών θεωρούνται ανίκανα για δόλο και δεν υπέχουν ποινική ευθύνη, ενώ ευνοϊκότερη μεταχείριση απολαμβάνουν, κατά κανόνα αλλά όχι πάντα, οι έφηβοι και οι παράφρονες.
Ευθύνη αρχόντων Οι άρχοντες (με imperium) δεν μπορούν να διωχθούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους, παρά μόνον μετά το πέρας αυτής. Οι άρχοντες όμως υπέχουν ευθύνη κατά την άσκηση της εξουσίας τους, ιδίως αν την καταχρώνται για να αποκομίσουν οικονομικά οφέλη και οι συναφείς πράξεις τους χαρακτηρίζονται ειδικά εγκλήματα που εκδικάζονται από ειδικά δικαστήρια.
Honestiores - humiliores Στους δεύτερους επιβάλλονται καταναγκαστικά έργα και θανατική ποινή, στους πρώτους η απώλεια του κοινωνικού status τους ή η εξορία και δήμευση της περιουσίας τους.
Προϋποθέσεις ποινικής ευθύνης Για να υπάρξει ποινική καταδίκη, έπρεπε το αδίκημα να έχει διαπραχθεί από πρόθεση (dolus), καθώς το ατύχημα δεν συνεπαγόταν ποινική ευθύνη. Προοδευτικά, προσδιορίστηκε το όριο της αναμενόμενης από τον μέσο πολίτη επιμέλειας και της αντίστοιχης ευθύνης του. Η άγνοια δικαίου δεν συγχωρείται, με εξαίρεση τις γυναίκες, στις οποίες εν γένει επιφυλασσόταν ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση, καθώς θεωρούνταν «ασθενές φύλλο». Η ποινική καταδίκη χωρούσε για συγκεκριμένη πράξη (μόνη η πρόθεση δεν τιμωρείται, με την εξαίρεση της πρόθεσης λιποταξίας στρατιώτη) ή λόγο, σε περίπτωση συκοφαντίας.
Απόπειρα – άμυνα - παραγραφή Η απόπειρα διάπραξης εγκλήματος τιμωρείται σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. εσχάτης προδοσίας), ο ηθικός αυτουργός (π.χ. ο paterfamilias που έδωσε εντολή στο γιο ή το δούλο του να διαπράξει κάποιο έγκλημα) τιμωρείται ενίοτε ως αυτουργός του εγκλήματος, όπως και οι περισσότεροι συνεργοί στο ίδιο έγκλημα. Η άμυνα, εφόσον δεν υπερέβαινε ορισμένα όρια, αποτελούσε λόγο απαλλαγής για κάποια εγκλήματα. Η έννοια της παραγραφής των αδικημάτων εισάγεται από την εποχή του Αυγούστου (π.χ. πενταετής για το αδίκημα της μοιχείας). Αργότερα καθιερώνεται γενική εικοσαετής παραγραφή των εγκλημάτων.
Ποινική δίωξη και καταδίκη Στη ρωμαϊκή ποινική δίκη, στην οποία αρχικά δεν υπήρχε το αντίστοιχο της σύγχρονης εισαγγελικής αρχής, την πρωτοβουλία της κατηγορίας και εκκίνησης της δίκης για τα crimina publica (δημόσια αδικήματα), μπορούσε να αναλάβει κάθε πολίτης, ακόμα και μη άμεσα θιγόμενος από το έγκλημα. Σύμφωνα με τη γενική αρχή του Ρωμαϊκού (όπως άλλωστε και του σύγχρονου) Δικαίου in dubio pro reo, σε περίπτωση αμφιβολίας έπρεπε να αθωωθεί ο κατηγορούμενος, καθώς η καταδίκη έπρεπε να είναι συνέπεια απόλυτης βεβαιότητας για την ενοχή του.
Delatores Κατά την αυτοκρατορική περίοδο, όσοι κατήγγειλαν ορισμένα αδικήματα, σε περίπτωση καταδίκης τελικά του κατηγορούμενου για αυτά, λάμβαναν μερίδιο από την περιουσία του καταδικασθέντος. Αυτό είχε ως συνέπεια, οι κατασκευασμένες κατηγορίες να εξελιχθούν σε «πληγή» της δικαιοσύνης, ιδίως σε βάρος εκπροσώπων της εύπορης τάξης των συγκλητικών. Για τον περιορισμό του φαινομένου, ορίστηκε ότι, αν μία κατηγορία αποδεικνυόταν ψευδής, ο κατήγορος θα υπόκειτο στην ίδια ποινή με αυτή του αδικήματος για το οποίο είχε κατηγορήσει τον κατηγορούμενο.
Inquisitio Την περίοδο της Δεσποτείας υφίσταται πλέον κρατική δίωξη (inquisitio), η οποία κινείται μετά από έγγραφη καταγγελία κάποιου ιδιώτη για ένα έγκλημα. Διατάξεις της εποχής επιχειρούν να κατοχυρώσουν την προστασία των κατηγορουμένων από καταχρηστικές διώξεις και απαγορεύουν την άσκηση επιρροής προς τους δικαστές. Από την άλλη, ο βασανισμός των κατηγορουμένων –ενίοτε και των μαρτύρων– είναι συνήθης (με την εξαίρεση των honestiores, ευγενών) και περιορίζεται το δικαίωμα εφέσεως.
Εγκλήματα και αδικήματα Στην ποινική δικαιοσύνη υπαγόταν αρχικά στη Ρώμη μικρότερος αριθμός αδικημάτων απ’ ό,τι στη σύγχρονη, καθώς πολλά αδικήματα θεωρούνταν ότι αφορούσαν το ιδιωτικό και όχι το δημόσιο συμφέρον. Επί Respublica, τα λεγόμενα delicta privata (ιδιωτικά αδικήματα) περιλάμβαναν αδικοπραξίες όπως την κλοπή, τη δυσφήμιση και την φθορά ξένης ιδιοκτησίας, η οποία ρυθμίστηκε από τη Lex Aquilia το 286 π.Χ. Το μέρος που είχε ζημιωθεί στις περιπτώσεις αυτές, είχε δικαίωμα να ασκήσει μόνον αστική αγωγή και αντί άλλης ποινής προβλεπόταν μόνον η χρηματική αποζημίωση του θύματος.
Κλοπή Επί Ηγεμονίας, η κλοπή καθίσταται και ποινικό αδίκημα: το θύμα είχε δυνατότητα να ασκήσει αστικές αξιώσεις ή και να ζητήσει την ποινική καταδίκη του κλέφτη. Εν γένει θεωρούνταν ότι, αν ο κλέφτης ικανοποιούσε το θύμα με αποζημίωση, δεν υπήρχε λόγος παρέμβασης της κρατικής δικαιοσύνης, η οποία μπορούσε να καταστήσει δυσχερέστερη την ικανοποίηση του θύματος και περιοριζόταν στις περιπτώσεις διακεκριμένης κλοπής.
Ειδικές μορφές κλοπής Προσδιορίστηκαν προοδευτικά : η ζωοκλοπή, η ένοπλη ληστεία, η κλοπή κατά τη διάρκεια της νύχτας ή με εισβολή σε σπίτια ή θησαυροφυλάκια, η κλοπή ρούχων από λουτρά ή αθλητικές εγκαταστάσεις, η αποδοχή προϊόντος κλοπής και η υπόθαλψη κλεφτών, η κλοπή αντικειμένων κληρονομίας, η ιερόσυλη κλοπή (από ναούς). Συναφής με την κλοπή θεωρούνταν η απαγωγή, διά της οποίας ελεύθεροι άνθρωποι μπορούσαν να πωληθούν ως δούλοι. Οι ποινές, που επιβάλλονται, κυμαίνονται ανάλογα με τη βαρύτητα του εγκλήματος, με συνήθη το σωματικό κολασμό και τα καταναγκαστικά έργα για ορισμένο χρόνο ή στο διηνεκές, καθώς και σημαντικά χρηματικά πρόστιμα.
Ανθρωποκτονία Η ανθρωποκτονία αποτελούσε συχνά οικογενειακή υπόθεση και αρχικά τιμωρείτο από τον paterfamilias στο πλαίσιο της ευρύτατης σχετικής εξουσίας που είχε επί των υπεξουσίων και δούλων του. Αργότερα καθίσταται έγκλημα τιμωρούμενο από το νόμο, υπαγόμενο στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων (quaestiones perpetuae,). Αρχικά, ο φόνος δούλου θεωρείται φθορά ξένης ιδιοκτησίας, επί Ηγεμονίας όμως απαγορεύεται και τιμωρείται ως δολοφονία. Ιδιαίτερες μορφές φόνου θεωρούνται η χρήση δηλητηρίου, όπως και σκευασμάτων για την πρόκληση έκτρωσης και ο λεγόμενος «δικαστικός φόνος», η χρήση δηλαδή πλαστών αποδεικτικών μέσων για την καταδίκη κάποιου αθώου σε θάνατο.
Parricidium Για να καταδικαστεί κάποιος για φόνο, έπρεπε να αποδειχθεί ότι ενήργησε από πρόθεση, με εξαίρεση την περίπτωση του φόνου κυρίου από δούλο, οπότε έπρεπε να θανατωθούν όλοι οι δούλοι της οικίας του. Ορισμένες μορφές ανθρωποκτονίας δεν τιμωρούνταν από το νόμο, όπως ο φόνος της μοιχευόμενης κόρης και του εραστή της από τον πατέρα της. Συνήθης ποινή για τους φονείς ήταν η εξορία και δήμευση της περιουσίας και η θανατική ποινή για τα μέλη των κατώτερων τάξεων. Ιδιαιτέρως ειδεχθές θεωρούνταν το parricidium, η δολοφονία στενών συγγενών (γονέων, παππούδων, αδελφών, θείων, παιδιών –πλην των περιπτώσεων σχετικού δικαιώματος του paterfamilias), που τιμωρούνταν, ανάλογα με τις συνθήκες, με θανατική ποινή ή εξορία και δήμευση της περιουσίας.
Βία Το έγκλημα της βίας (vis) μπορούσε να στρέφεται κατά του προσώπου (όπως η παράνομη παρακράτηση) ή της περιουσίας (βίαια απομάκρυνση κάποιου από το ακίνητό του). Είχε δύο μορφές, την ιδιωτική βία (vis privata) και τη δημόσια (vis publica), που αφορούσε δημόσιους αξιωματούχους και συνίστατο στον φόνο, βασανισμό ή φυλάκιση πολίτη κατά κατάχρηση δημόσιας εξουσίας από άρχοντα. Η άσκηση βίας (vis) τιμωρούνταν εν γένει ως ένα έγκλημα με ποικίλες εκφάνσεις, όπως η σωματική βία, ο βιασμός (ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας του θύματος), η απαγωγή γυναικών.
Σεξουαλικά εγκλήματα Ειδικές διατάξεις επί Ηγεμονίας απαγορεύουν τον ευνουχισμό, για τον οποίο τιμωρείται και ο γιατρός που τον επιτέλεσε με την ποινή του θανάτου, όπως και την περιτομή, με την εξαίρεση των Εβραίων υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Η αιμομιξία απαγορεύεται και τιμωρείται.
Leges Iuliae de maritandis ordinibus Επί Αυγούστου η μοιχεία τιμωρείται αυστηρά από νόμους που εισήγαγε ο αυτοκράτορας με σκοπό την εξυγίανση των ηθών, θεωρούμενη δημόσιο έγκλημα. Μοιχεία θεωρείται κάθε σεξουαλική σχέση «έντιμης» γυναίκας με άντρα που δεν ήταν ο σύζυγός της. Ο σύζυγος, όμως, που είχε εξώγαμες σχέσεις (εκτός εάν η ερωμένη του ήταν έγγαμη γυναίκα ή παρθένος κόρη) δεν διέπραττε μοιχεία. Το ζεύγος των μοιχών, αν συλλαμβανόταν επ’ αυτοφώρω από τον πατέρα της γυναίκας, μπορούσε να φονευθεί επιτόπου. Ο σύζυγος όφειλε να χωρίσει τη μοιχαλίδα σύζυγό του και να ζητήσει την ποινική δίωξή της, ενώ απαγορευόταν ο γάμος μεταξύ των μοιχών. Οι ποινές που επιβάλλονται είναι χρηματικές, με απώλεια σημαντικού μέρους της περιουσίας ή της προίκας υπέρ του συζύγου, καθώς και η ποινή της ατιμίας (infamia).
Πορνεία Η προαγωγή γυναικών σε πορνεία, ακόμα και από το σύζυγο ή τον πατέρα τους, τιμωρούνταν, όπως και των ανδρών και εν γένει κάθε οικονομικό όφελος από σεξουαλικές πράξεις τρίτων. Η πορνεία καθεαυτή δεν απαγορευόταν, πέραν των μελών των ανωτέρων τάξεων, ορισμένοι δε ηγεμόνες φορολόγησαν τα σχετικά έσοδα.
Ύβρις (iniuria) Η iniuria κάλυπτε κάθε μορφή προσβολής της προσωπικότητας και της τιμής κάποιου, περιλαμβανομένων των σωματικών επιθέσεων, της συκοφαντίας και της δυσφήμισης, αποτελώντας ταυτοχρόνως αστικό αδίκημα (που συνεπαγόταν δικαίωμα αποζημίωσης του θύματος) και ποινικά κολαστέα πράξη. Η περιπτωσιολογία των εκφάνσεων της προσβολής της προσωπικότητας ήταν μεγάλη (π.χ. η εισβολή στο σπίτι κάποιου, η δημοσίευση προσβλητικών στίχων, η επίδειξη απόκρυφων σημείων του σώματος), ενώ συχνά συνέτρεχε με άλλα εγκλήματα. Τιμωρείται αρχικά με χρηματικό πρόστιμο και αργότερα με μαστίγωση ή ραβδισμό.
Εσχάτη προδοσία και εγκλήματα κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας Η προδοσία (perduellio ή maiestas) θεωρούνταν έγκλημα που στρεφόταν κατά της κοινωνίας. Είχε διάφορες εκφάνσεις, όπως την παρακίνηση σε λαϊκή εξέγερση, την κατάληψη δημοσίων κτιρίων, την πολιτική βία, τη χρήση όπλων ή στρατιωτών κατά του κράτους, την επίθεση ή συνωμοσία κατά άρχοντα, τη διευκόλυνση απόδρασης καταδικασθέντος για προδοσία. Στο στρατιωτικό πεδίο, προδοσία συνιστούσε η λιποταξία, η επικοινωνία με τον εχθρό ή η παροχή συνδρομής σε αυτόν, η παράδοση Ρωμαίου πολίτη στον εχθρό.
Ειδική κατηγορία του εγκλήματος αποτελεί η κατάχρηση εξουσίας από διοικητή επαρχίας. Η ποινική ευθύνη να επεκτείνεται και στα πρόσωπα του περιβάλλοντος των διοικητών –ακόμα και στις συζύγους τους. Αφορούσαν την πάσης φύσεως αποκόμιση οικονομικών ωφελειών εκ μέρους των διοικητών κατά τη διακυβέρνησή τους, περιλαμβανομένων των δώρων. Η προδοσία επί Respublica εκδικάζεται από τα ειδικά ποινικά δικαστήρια (quaestiones perpetuae) και τιμωρείται με την ποινή του θανάτου και σε ορισμένες περιπτώσεις με εξορία.
Επί Ηγεμονίας, προδοσία θεωρείται κάθε πράξη που στρέφεται κατά του προσώπου ή της εξουσίας του ηγεμόνα, με μεγάλη ποικιλία πράξεων να έχουν κατά καιρούς θεωρηθεί ότι εμπίπτουν την έννοια της προδοσίας, μεταξύ αυτών ακόμα και η χρήση της αυτοκρατορικής πορφύρας. Ή το να συμβουλευθεί κάποιος αστρολόγο σχετικά με τη διάρκεια ζωής του αυτοκράτορα!
Εγκλήματα σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης Μία σειρά από ειδικά εγκλήματα συνδέονται με την απονομή της δικαιοσύνης, όπως η ψευδής καταμήνυση, η ψευδορκία, η «σκηνοθετημένη» καταμήνυση προς απόκρυψη αληθών ενόχων και η εγκατάλειψη της κατηγορίας από τον κατήγορο άνευ της συμφωνίας του κατηγορούμενου, ώστε να μην παρέχεται στον τελευταίο η δυνατότητα να «καθαρίσει» το όνομά του. Επιπροσθέτως, τιμωρούνταν η άμεση ή έμμεση δωροδοκία δικαστών, ενώ αξιόποινη ήταν ακόμα και αυτή η επίσκεψη στο σπίτι δικαστή ή η υπερβολική οικειότητα του δικαστή με οιονδήποτε από τους αντιδίκους.
Διαφθορά δημοσίων λειτουργών Επίσης, τιμωρούνταν η δωροδοκία δημόσιων αξιωματούχων, συνήθως με την ποινή της εξορίας και την αποκατάσταση της ζημίας των ζημιωθέντων. Ειδικό δικαστήριο (quaestio de peculatu) δίκαζε υποθέσεις κατάχρησης δημόσιου χρήματος ή δημόσιας περιουσίας, που τιμωρούνταν επίσης με εξορία και δήμευση περιουσίας. Η διαφθορά των δημοσίων αξιωματούχων στην ύστερη αρχαιότητα είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις, όπως προκύπτει από ήδικτο του Μ. Κωνσταντίνου που παροτρύνει τους κατοίκους των επαρχιών να καταγγέλλουν διεφθαρμένους δημόσιους λειτουργούς.
Εκλογική νοθεία Επί Respublica ειδικό έγκλημα αποτελούσε επίσης η εκλογική νοθεία ή άλλη εκλογική παρατυπία (ambitus), περιλαμβανομένων πράξεων όπως η παράθεση προεκλογικών συμποσίων, ο χρηματισμός εκλογέων, η χρηματοδότηση δημοσίων θεαμάτων για δύο έτη μετά την εκλογή του αξιωματούχου, αλλά και, σύμφωνα με απόφαση της Συγκλήτου, η εισαγωγή νέου φόρου από τον εκλεγέντα. Οι ποινές στρέφονταν κατά του status του παραβάτη, ο οποίος απαγορευόταν να θέσει υποψηφιότητα ή να ασκήσει αξίωμα για τα επόμενα δέκα χρόνια, ενώ σε άλλες περιπτώσεις περιλάμβαναν χρηματικά πρόστιμα και εξορία.
Άλλα εγκλήματα Σοβαρό έγκλημα θεωρείται ο εμπρησμός και η πρόκληση ναυαγίου, όπως και η πλαστογραφία, με ειδικότερες μορφές την πλαστογραφία διαθηκών και νομισμάτων, μέτρων και σταθμών, αλλά και τη χρήση πλαστών εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων σε δίκη. Τα τυχερά παιχνίδια και η τοκογλυφία επίσης απαγορεύονται, με ανώτατο επιτόκιο νόμιμου δανεισμού το 12%. Στα εγκλήματα της αυτοκρατορικής περιόδου περιλαμβάνονται η τυμβωρυχία (περιλαμβανόμενης της ταφής τρίτου σε ιδιωτικό τάφο) και η μετακίνηση των οροσήμων ιδιοκτησιών.
Θρησκευτικά αδικήματα Στο θρησκευτικό πεδίο, νέο αδίκημα αποτελεί η άρνηση τέλεσης θυσιών προς τους πατροπαράδοτους θεούς (απευθύνεται κατά των Χριστιανών που υφίστανται διωγμούς έως τον Μ. Κωνσταντίνο), Διώξεις υφίστανται και οι Εβραίοι (αν και η θρησκεία τους, ως πατροπαράδοτη της φυλής τους, γίνεται σε γενικές γραμμές ανεκτή από τους Ρωμαίους), λόγω των επαναστάσεών τους κατά της Ρώμης. Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι διώξεις στέφονται πλέον κατά των «εθνικών», θιασωτών της παλαιάς πολυθεϊστικής θρησκείας, με την θυσία στους θεούς να επισύρει τη θανατική ποινή, η οποία προβλεπόταν επίσης και σε βάρος αιρετικών χριστιανών.
Φυλακές - Carcer Στο πεδίο των ποινών του Ρωμαϊκού Δικαίου, μία σημαντική διαφορά σε σχέση με το σύγχρονο δίκαιο, είναι η ανυπαρξία ποινών φυλάκισης. Υπήρχαν ορισμένες φυλακές, οι οποίες όμως δεν αποτελούσαν τόπο έκτισης ποινής, αλλά φύλαξης υποδίκων έως τη δίκη, αν και ορισμένοι υπόδικοι παρέμεναν φυλακισμένοι για μεγάλο χρονικό διάστημα άνευ δίκης.
Επί Δεσποτείας επιχειρείται βελτίωση των συνθηκών κράτησης των υποδίκων, και επιβάλλονται έλεγχοι για την ύπαρξη φωτισμού και τροφής στις φυλακές και την, υποχρεωτική, χωριστή φύλαξη υποδίκων των δύο φύλων. Απαγορεύονται οι ιδιωτικές φυλακές, που διατηρούσαν ορισμένοι, οι οποίοι πλέον τιμωρούνται με την ποινή της φυλάκισης σε δημόσιες φυλακές για διάστημα τόσο όσο είχαν οι ίδιοι φυλακίσει τρίτους στις φυλακές τους.
Ποινές Οι ποινές που επιβάλλονται για εγκλήματα είναι: η θανατική, η ποινή της εξορίας και δήμευσης περιουσίας, η καταδίκη σε καταναγκαστικά έργα (μεταλλεία), καθώς και χρηματικές ποινές.
Τρόποι εκτέλεσης θανατικής ποινής Ο τρόπος εκτέλεσης της θανατικής ποινής διέφερε ανάλογα με τη βαρύτητα ή την ηθική απαξία του εγκλήματος. Λιγότερο επαχθής τρόπος εκτέλεσης ήταν η εκτέλεση με ξίφος, Ορισμένοι τρόποι εκτέλεσης ήταν βασανιστικοί, όπως ο θάνατος στην πυρά, η εκτέλεση στην αρένα από άγρια ζώα (damnatio ad bestias και η σταύρωση. Τους καταδικασθέντες για parricidium, τους έκλειναν σε σάκο με ζωντανά ζώα (σκύλο, φίδι, κόκορα, πίθηκο), τον οποίο πετούσαν σε ποταμό, κάτι που ερμηνεύεται ως μορφή εξαγνισμού και παραδειγματικής τιμωρίας.
Εξορία Η εξορία ήταν συνήθης ποινή για σοβαρά αδικήματα, είχε δε διαβαθμίσεις. Στη βαρύτερη μορφή της συνεπαγόταν απώλεια της ιδιότητας του πολίτη και είχε το συμβολικό όνομα «απαγόρευση νερoύ και φωτιάς» (interdictio aquae et ignis), δηλαδή των απολύτως αναγκαίων για την ανθρώπινη διαβίωση στοιχείων. Συνοδευόταν από δήμευση της περιουσίας του καταδικασθέντος. Η εξορία, κατά τα λοιπά, μπορούσε να συνίσταται στην απαγόρευση διαμονής σε συγκεκριμένο τόπο (π.χ. στη Ρώμη), την υποχρέωση διαμονής σε συγκεκριμένο τόπο (π.χ. ο ποιητής Οβίδιος εξορίστηκε από τον Αύγουστο σε πόλη των παραλίων του Ευξείνου Πόντου, στη σημερινή Ρουμανία) ή την εξορία σε μικρά νησιά, όπως η Ανάφη, η Γυάρος, η Πάτμος (deporatio in insulam).
Ήταν σύνηθες, κατηγορούμενοι για σοβαρά εγκλήματα να αυτοεξορίζονται πριν την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου, φεύγοντας από τη Ρώμη για κάποιο μακρινό (αλλά όχι δυσάρεστο) τόπο διαμονής (όπως η Λέσβος), παίρνοντας μαζί τους μέρος της περιουσίας τους, οπότε τους επιβαλλόταν η ποινή της interdictio aquae et ignis. Αν ο εξόριστος επέστρεφε εντός της ρωμαϊκής επικράτειας, οιοσδήποτε μπορούσε να τον εκτελέσει ατιμωρητί.