QUARTIER PERDU PATRICK MODIANO.

Slides:



Advertisements
Παρόμοιες παρουσιάσεις
Interro.
Advertisements

Αρχαία Ελληνικά Θέατρα
IMAGINE Φαντάσου John LENNON Του Τζων Λένον
Η ιστορία του Πέπε.
ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ!
Αριάδνη Σαχίνογλου, Α’ Γυμνασίου
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΥΟ ΔΟΝΤΙΟΥ ΠΙΚΙ - ΠΙΚΙ.
«O αλυσοδεμένος ελέφαντας.» Του Χόρχε Μπουκάι.
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
Η φωτογραφία είναι του Είναι τραβηγμένη γωνία Πανεπιστημίου και Όθωνος, μπροστά από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Το τανκς είναι Γερμανικό,
Μια όμορφη ιστορία του Paulo Coelho
‘Aπιστος Σύντροφος ?.
Ο ΔΟΥΛΕΥΤΑΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΕΜΠΕΛΗΣ
Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν
ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΜΟΥ ΦΕΤΟΣ..
ΕΡΓΑΣΙΑ Α΄ ΤΡΙΜΗΝΟΥ Κ ΕΊΜΕΝΑ Ν ΕΟΕΛΛΗΝΙΚΉΣ Λ ΟΓΟΤΕΧΝΊΑΣ Μ ΑΡΊΑ Μ ΟΥΡΚΟΚΏΣΤΑ Τ ΜΉΜΑ Α'2 Το σοφό σπουργίτι.
Άρης το σαλιγκάρι Άντον Κρινγκς.
Μία μέρα! Une journée ! της Γιάννας de Jeanne. Μια μέρα στο σπίτι Στο σπίτι τα περνούσα και τα περνάω καλά αλλά μερικές φορές με ενοχλεί η μικρή αδερφή.
Robert Doisneau est probablement le photographe français le plus connu dans le monde entier notamment grâce à des photos comme « le Baiser de l'hôtel de.
Έρρικα και Χριστίνα Sites importants de France Errika et Christine.
Το κοριτσάκι με σπίρτα.
Δασκάλες: Βούλα Τζιαούρη
Το θαύμα της γέννησης Η ιστορία ενός παιδιού.
Έχεις δύο επιλογές! από το
Οι ταξιδιώτες του Β2 «….Βγαίνοντας από το σχολείο»
Η γειτονιά που γέμισε ήχους
Όλα τώρα γύρω μου γελούνε κι απ’ αγάπη τώρα με μεθούνε σαν φιλώ γλυκά τα δυο σου χείλη που `ναι σαν τριαντάφυλλα τ’ Απρίλη.
ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΜΟΥ ΦΕΤΟΣ..
Διαφορετικότητα 4ο Δημοτικό Σχολείο Ελληνικού Ομάδα: Δανάη Φαλέκα
Ένα παραμύθι κατά του σχολικού εκφοβισμού
Η Γ΄ τάξη του 4ου Γυμνασίου Χίου γράφει χαϊκού. Αν και βρέχει αν και φυσάει στον ουρανό υπάρχουν αστέρια.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΙΓΜΕΣ MASTER TEMPO FEAT KIM.
Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στον Ρόμπι, το πρώτο ρομπότ το οποίο πουλήθηκε σε μια οικογένεια σαν κουβερνάτα της κόρης τους. Το κορίτσι αγαπά πολύ το ρομπότ.
Ο Δουλευτάρης και ο Ακαμάτης
Ο καλύτερος φίλος είναι αυτός
Μια βόλτα στο θέατρο Σπύρος Ρουμελιώτης Α’3.
1.Να λειτουργούν τα φρένα, το τιμόνι, το κουδούνι, τα φώτα και αν πλησιάζει να νυχτώσει. 2.Να έχεις τουλάχιστον ένα αριστερό καθρέφτη στο ποδήλατό σου.
Παντελής Μηνιώτης Αικατερίνη Μπατίδη Ρόζα Μπεκρή Παναγιώτα Παλαμάρα
Oι ιδιωτισμοί στη διδασκαλία της γαλλικής ως ξένης γλώσσας και στη μετάφραση Κωδικός μαθήματος: 1025 Μικελάτου Μαρία-Ελένη Κωδικός Φοιτητή:
 Σ ί μου Έ μιλη-Μαρ ί α-Αλ ί ς  Α.Μ
Les expressions idiomatiques IOANNA – IRA TROVA ( )
Les expressions idiomatiques Sujet: Parties du corps.
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ LES JEUX OLYMPIQUES DE LA GRECE ANTIQUE.
« ένα άλλο πιθανό … τέλος ». Την κρίσιμη μέρα τύλιξε τα παπούτσια, τα πήρε στο σπίτι και τα έκρυψε. Προς το απόγευμα έβαλε τα καλά του, ετοιμάστηκε και.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ Grigóris Lambrákis. ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΑΜΠΡΑΚΗ Quelques mots sur lui  Ο Γρηγόριος Λαμπράκης γεννήθηκε στην Κερασίτσα Αρκαδίας στις.
Ένα παραμύθι για το διαδικτυακό εκφοβισμό
Dans le café de la jeunesse perdue
Φιλοσοφία για τα γερατειά.
Αγαπημένο μου παιδί....
ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΖΩΟ Ο ΚΑΪΖΕΡ ΜΟΥ!!!
IMAGINE Φαντάσου John LENNON Του Τζων Λένον
En moins de 5’ Les examens de langues auxquels nous préparons nos élèves évaluent souvent « autre chose » Fani KARAGIANNI (Université Aristote de Thessaloniki,
Enseignante: Moustaki Argyro Étudiante : Polytimi Ioanna-Georgoula
Texte 1 : Aristophane - Les Nuées - v
28η Οκτωβρίου 1940.
Ο Οδυσσέας Ελύτης και η Γαλλία
Μια όμορφη ιστορία του Paulo Coelho
IMAGINE Φαντάσου John LENNON Του Τζων Λένον
IMAGINE Φαντάσου John LENNON Του Τζων Λένον
Πείθουμε τους εαυτούς μας ότι η ζωή μας θα είναι καλύτερη όταν θα παντρευτούμε, θα αποκτήσουμε ένα μωρό, μετά ένα ακόμα. Μετά αγχωνόμαστε διότι τα παιδιά.
IMAGINE Φαντάσου John LENNON Του Τζων Λένον
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό ένας λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι. Καθώς έτρωγε, είδε μια χελώνα να περνάει λίγο πιο μακριά.
IMAGINE Φαντάσου John LENNON Του Τζων Λένον
Πείθουμε τους εαυτούς μας ότι η ζωή μας θα είναι καλύτερη όταν θα παντρευτούμε, θα αποκτήσουμε ένα μωρό, μετά ένα ακόμα. Μετά αγχωνόμαστε διότι τα παιδιά.
Enseignement de spécialité en classe de 1ère
Οι ιδιωτισμοί στη διδασκαλία της Γαλλικής ως ξένης γλώσσας και στη μετάφραση (1025)
3°) Fonctions cos et sin :
Mycènes, la Porte des Lionnes
Μάθημα επιλογής (1025) Oι ιδιωτισμοί στη διδασκαλία της γαλλικής ως ξένης γλώσσας και στη μετάφραση Enseignante: Moustaki Argyro Étudiante : Takorou Panagiota.
Πείθουμε τους εαυτούς μας ότι η ζωή μας θα είναι καλύτερη όταν θα παντρευτούμε, θα αποκτήσουμε ένα μωρό, μετά ένα ακόμα. Μετά αγχωνόμαστε διότι τα παιδιά.
Μεταγράφημα παρουσίασης:

QUARTIER PERDU PATRICK MODIANO

p.9-11 Nous sommes entrés dans Paris par la porte Cham-perret. Un dimanche, à deux heures de l'après-midi. Les avenues étaient désertes sous le soleil de juillet. Je me suis demandé si je ne traversais pas une ville fantôme après un bombardement et l'exode de ses habitants. Peut-être les façades des immeubles cachaient-elles des décombres ? Le taxi glissait de plus en plus [9] vite comme si son moteur était éteint et que nous descendions en roue libre la pente du boulevard Mâles-herbes. […] Dehors, la nuit était tombée, une nuit étouffante, sans un souffle d'air. Sous les arcades de la rue de Castiglione, je croisais des touristes, américains ou japonais. Plusieurs cars stationnaient devant les grilles du jardin des Tuileries, et sur le marchepied de l'un d'eux, un homme blond en costume de steward accueillait les passagers, micro à la main. Il parlait vite et fort, dans une langue gutturale et s'interrompait, d'un éclat de rire qui ressemblait à un hennissement. Il a fermé lui-même la portière et s'est assis à côté du chauffeur. Le car a filé en direction de la place de la Concorde, un car bleu clair au flanc duquel était écrit en lettres rouges : de grote reisen antwerpen. Plus loin, place des Pyramides, d'autres cars. Un groupe de jeunes gens, sac de toile beige en bandou-Hère, étaient vautrés au pied de la statue de Jeanne d'Arc. Ils faisaient circuler entre eux des baguettes de pain et une bouteille de Coca-Cola dont ils versaient le contenu dans des gobelets en carton. À mon passage, l'un d'eux s'est levé et m'a demandé quelque chose en allemand. Comme je ne comprenais pas cette langue, j'ai haussé les épaules en signe d'impuissance. Μπήκαμε στο Παρίσι απ’ την πορτ Σαμπερέ. Μια Κυριακή, στις δύο η ώρα το απόγευμα. Οι δρόμοι ήταν έρημοι κάτω από τον ήλιο του Ιουλίου. Αναρωτήθηκα μήπως τελικά δεν διέσχιζα μια πόλη-φάντασμα μετά από ένα βομβαρδισμό και την έξοδο των κατοίκων της. Μπορεί άραγε οι προσόψεις των κτηρίων να έκρυβαν χαλάσματα; Το ταξί γλιστρούσε όλο και πιο γρήγορα λες και η μηχανή ήταν σβηστή και κατεβαίναμε αβίαστα την κατηφόρα της λεωφόρου Μαλ-Έρμπ. Έξω, η νύχτα είχε πέσει, μια νύχτα αποπνικτική, ούτε ένα αεράκι. Κάτω από την στοά της οδού Καστιλιόν, έπεφτα πάνω σε τουρίστες, Αμερικάνους ή και Γιαπωνέζους. Αρκετά πούλμαν πάρκαραν μπροστά απ’ τα κάγκελα του κήπου ντε Τουιλερί, και σ’ενα απ’αυτά, πάνω στο μαρσπιέ, ένας ξανθός άντρας με στολή συνοδού υποδεχόταν τους επιβάτες, με μικρόφωνο στο χέρι. Μιλούσε γρήγορα και δυνατά, με φωνή βραχνή και τον διέκοψε ένα ξέσπασμα γέλιου που ‘μοιαζε με χλιμίντρισμα. Έκλεισε από μόνος του την πόρτα και κάθισε δίπλα στον οδηγό. Το πούλμαν τράβηξε με κατεύθυνση την πλατεία ντε λα Κονκορντ, ένα πούλμαν γαλάζιο που έγραφε στα πλάγια με κόκκινα γράμματα : de grote reisen antwerpen. Πιο πέρα, πλατεία ντε Πυραμίντ, κι άλλα πούλμαν. Ένα γκρούπ νέων, πάνινι μπεζ τσάντα κρεμασμένη διαγώνια, είχαν απλωθεί στα πόδια του αγάλματος της Ζαν ντ’Αρκ. Κυκλοφορούσαν μεταξύ τους μπαγκέτες κι ένα μπουκάλι Κόκα-Κόλα που τη βάζανε σε χάρτινα ποτηράκια. Όταν πέρασα, σηκώθηκε ο ένας απ’αυτούς και με ρώτησε κάτι στα γερμανικά. Επειδή όμως δεν καταλάβαινα αυτή τη γλώσσα, σήκωσα τους ώμους μου σαν δείγμα αδυναμίας/ανικανότητας.

Je me suis engagé dans l'avenue qui coupe le jardin jusqu'au pont Royal. Un car de police était à l'arrêt, feux éteints. On y poussait une ombre en costume de Peter Pan. Des hommes encore jeunes, qui portaient tous les cheveux courts et des moustaches, se croisaient, raides et lunaires, dans les allées et autour des bassins. Oui, ces lieux étaient fréquentés par le même genre de personnes qu'il y a vingt ans et pourtant la vespasienne, à gauche, du côté de l'arc de triomphe du Carrousel, derrière les massifs de buis, n'existait plus. J'étais arrivé sur le quai des Tuileries, mais je n'ai pas osé traverser la Seine et me promener seul sur la rive gauche, où j'avais passé mon enfance. Je suis resté longtemps au bord du trottoir, à regarder le flot des voitures, le clignotement des feux rouges et des feux verts, et, de l'autre côté du fleuve, l'épave sombre de la gare d'Orsay. À mon retour, les arcades de la rue de Rivoli étaient désertes. Je n'avais jamais connu une telle chaleur la nuit, à Paris, et cela augmentait encore le sentiment d'irréalité que j'éprouvais au milieu de cette ville fantôme. Et si le fantôme, c'était moi ? Je cherchais quelque chose à quoi me raccrocher. L'ancienne parfumerie lambrissée de la place des Pyramides était devenue une agence de voyages. On avait reconstruit l'entrée et le hall du Saint-James et d'Albany. Mais, à part ça, rien n'avait changé. Rien. J'avais beau me le répéter à voix basse, je flottais dans cette ville. Elle n'était plus la mienne, elle se fermait à mon approche, comme la vitrine grillagée de la rue de Castiglione devant laquelle je m'étais arrêté et où je distinguais à peine mon reflet. Πήρα το δρόμο για τη λεωφόρο αυτή που κόβει τον κήπο μέχρι τη γέφυρα Ρουαγιάλ. Ένα αστνομικό είχε σταματήσει, φώτα κλειστά. Ξεφύτρωσε μια σκιά εκεί με τη μορφή του Πίτερ Παν. Νεαροί και πάλι, που είχαν όλοι τους κοντά μαλλιά και μουστάκια, συναντιόντουσαν, άκαμπτοι και χλωμοί, στις αλέες και γύρω απ’τις λιμνούλες. Ναι, σ’αυτά τα μέρη σύχναζε ο ίδιος τύπος ανθρώπου με είκοσι χρόνια πριν κι όμως η δημόσια τουαλέτα, στα αριστερά, απ΄τη πλευρά της Αψίδας θριάμβου του Καρουζέλ, πίσω απ’τα παρτέρια με τα πυξάρια, δεν υπήρχε πια. Έφτασα στην αποβάθρα του Τουιλερί, αλλά δεν τόλμησα να διασχίσω τον Σηκουάνα και περιπλανήθηκα μόνος στην αριστερή όχθη, εκεί που είχα περάσει τα παιδικά μου χρόνια. Έμεινα πολλή ώρα στην άκρη του πεζοδρομίου, να κοιτάω τη ροή των αυτοκινήτων, τα φανάρια τα κόκκινα και τα πράσινα να αναβοσβήνουν, και, απο την άλλη πλευρά του ποταμού, το σκοτεινό ερείπιο του σταθμού ντ’ Ορσέ. Καθώς γυρνούσα, οι στοές στην οδό Ριβολί είχαν ερημώσει. Δεν είχα ξαναγνωρίσει ποτέ μου τόσο ζεστή τη νύχτα, στο Παρίσι, κι αυτό δυνάμωνε ακόμα περισσότερο το αίσθημα αυταπάτης που ένιωθα κατά μεσής αυτής της πόλης-φάντασμα. Κι αν το φάντασμα, ήμουν εγω; Έψαχνα να πιαστώ από κάτι. Το παλιό ξύλινο αρωματοπωλείο της πλατείας ντε Πυραμίντ έγινε ταξιδιωτικό πρακτορείο. Η είσοδος και ο προθάλαμος του Σαν- Τζέιμς και Αλμπανύ ανακαινίστηκαν. Όμως, εκτός απ’αυτά, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Τίποτα. Όσο και να να το επαναλάμβανα στον εαυτό μου, σιγανά, σ’αυτή την πόλη επέπλεα. Δεν ήταν δική μου πια, κλεινόταν όσο την πλησίαζα, όπως το τζάμι με το συρματόπλεγμα στην οδό Καστιλιόν που ‘χα σταματήσει μπροστά του και δεν μπορούσα καλά καλά να διακρίνω το είδωλό μου.

Άνοιξα τις βελούδινες κουρτίνες και τα φύλλα της μπαλκονόπορτας Άνοιξα τις βελούδινες κουρτίνες και τα φύλλα της μπαλκονόπορτας. Ο αέρας έξω ήταν ακόμα πιο ζεστός απ’ ότι μέσα στο δωμάτιο. Αν έσκυβες στο μπαλκόνι έβλεπες, στα αριστερά, την πλατεία Βεντόμ πνιγμένη στο μισοσκόταδο και στο βάθος τα φώτα της λεωφόρου ντε Καπουσίν. Κάθε τόσο σταματούσε ένα ταξί, βαρούσαν οι πόρτες και σκόρπιες συζητήσεις στα ιταλικά ή στα αγγλικά ανέβαιναν μέχρις εμένα. Πάλι, επιθυμούσα να βγω και να κάνω βόλτα, τυχαία. Εκείνη ακριβώς την ώρα κάποιος έφτανε στο Παρίσι για πρώτη φορά και ήταν συγκινημένος και περίεργος να διασχίσει αυτούς του δρόμους και αυτές τις πλατείες, οι οποίες, σ’εμένα, απόψε, φαίνονταν νεκρές. Έσκισα τον μπλε φάκελο με το μήνυμα. Ο Γιόκο Τατσουκέ είχε τηλεφωνήσει στο ξενοδοχείο όσο έλειπα και, αν ήθελα να τον συναντήσω, θα ήταν αύριο, όλη μέρα στο Κονκόρντ Λαφαγιέτ στο Πορτ Μαγιώ. ~ Με το χάραμα, βγήκα απ’το ξενοδοχείο. Ο αέρας ήταν λιγότερο αποπνικτικός από την προηγουμένη και νόμισα μάλιστα πως αισθάνθηκα ένα αεράκι να με χαϊδεύει, περπατώντας κάτω από τις στοές, μέχρι την πλατεία ντε λα Κονκόρντ. Έμεινα ακίνητος να αγναντεύω την πλατεία και την Σανζ-Ελιζέ έρημες. Μετά από λίγο, διέκρινα μια λευκή κυλίδα να κατεβαίνει την λεωφόρου μες τη μέση : ένας ποδηλάτης. Είχε αφήσει το τιμόνι και φορούσε στολή του τέννις. Διέσχισε την πλατεία χωρίς να με δει, έπειτα εξαφανίστηκε στην αποβάθρα, απ’την άλλη πλευρά της γέφυρας. Εμείς ήμασταν, εκείνος κι εγώ, οι δυο τελευταίοι κάτοικοι αυτής της πόλης. p.12 J'ai ouvert les rideaux de velours et les deux battants de la porte-fenêtre. L'air était encore plus chaud dehors que dans la chambre. Si l'on se penchait au balcon on voyait, à gauche, la place Vendôme noyée de pénombre et tout au fond les lumières du boulevard des Capucines. De temps en temps un taxi s'arrêtait, les portières claquaient et des bribes de conversations en italien ou en anglais montaient jusqu'à moi. De nouveau, j'ai eu envie de sortir et de me promener, au hasard. À cette même heure quelqu'un arrivait à Paris pour la première fois et il était ému et intrigué de traverser ces rues et ces places, qui, à moi, ce soir, semblaient mortes. J'ai déchiré l'enveloppe bleue du message. Yoko Tatsuké avait téléphoné à l'hôtel en mon absence et, si je voulais le joindre, il serait demain, toute la journée, au Concorde Lafayette de la porte Maillot. p. 32-33 À l'aube, je suis sorti de l'hôtel. L'air était moins étouffant que la veille et j'ai même cru sentir la caresse d'une brise, en marchant sous les arcades, jusqu'à la place de la Concorde. Je suis resté immobile à contempler la place et les Champs-Elysées déserts. Au bout d'un moment, j'ai distingué une tache blanche qui descendait l'avenue en son milieu : un cycliste. Il avait lâché son guidon et portait une tenue de tennis. Il a traversé la place sans me voir, puis a disparu sur le quai, de l'autre côté du pont. Nous étions, lui et moi, les deux derniers habitants de cette ville.

Par la grille entrouverte, je me suis glissé dans le jardin des Tuileries et j'ai attendu sur un banc, en bordure de la grande allée, que Je jour se soit tout à fait levé. Personne. Sauf les statues. Pas d'autre bruit que celui du jet d'eau du bassin et le piaillement des oiseaux au-dessus de moi, dans les feuillages des marronniers. Là- bas, émergeant de la brume de chaleur, le kiosque de bois vert, où j'achetais des sucreries du temps de mon enfance, était fermé, peut-être définitivement. p. 36-37 J'ai monté à pied la pente de la rue de Courcelles, du côté de l'ombre, sur le trottoir de gauche, celui du 45. Devant la porte cochère, j'ai éprouvé une vague appréhension et j'ai fait les cent pas le long de la façade qui se termine en rotonde à l'angle de la rue de Monceau. Cette façade massive, avec ses portes-fenêtrès et ses balcons, me paraissait plus claire : sans doute l'avait-on ravalée en mon absence. Les volets de fer du premier étage de la rotonde étaient fermés. En face, la pagode chinoise. Je l'avais souvent contemplée des fenêtres du bureau de Rocroy, se découpant sur le ciel rosé du crépuscule. p.44-45-46 Quand je suis sorti de l'immeuble, il faisait déjà nuit. J'ai regardé encore une fois la pagode dont le rouge ocre se détachait sur le bleu sombre du ciel. Plus bas, au moment où je traversais le boulevard Haussmann désert, un cycliste m'a dépassé et a continué de descendre en roue libre la pente de la rue de Courcelles. La chaleur était toujours aussi étouffante et j'ai pensé, avec regret, à l'appartement que je venais de quitter. Mais dès le lendemain, si je le voulais... j'ai tâté la clé, dans ma poche. Απ’ το μισάνοιχτο πλέγμα, ξεγλίστρησα μέσα στον κήπο ντε Τουιλερί και περίμενα σ’ένα παγκάκι, στην άκρη της μεγάλης αλέας, την ημέρα να ξημερώσει τελείως. Κανείς. Μονάχα τα αγάλματα. Κανένας άλλος ήχος εκτός απ’ αυτόν του πίδακα στη λιμνούλα και το τιτίβισμα των πουλιών από πάνω μου, μέσα στα φυλλώματα των καστανιών. Εκεί, ξεπρόβαλλε απ’το θόλωμα της ζέστης, το πράσινο ξύλινο κιόσκι, απ’όπου έπαιρνα ζαχαρωτά τον καιρό των παιδικών μου χρόνων, ήταν κλειστό, μπορεί κι οριστικά. ~ Ανέβηκα με τα πόδια την ανηφόρα της οδού ντε Κουρσέλ, απ’τη σκιερή πλευρά, αριστερό πεζοδρόμιο, στο 45. Μπροστά στην πύλη, ένιωσα ένα ακαθόριστο δέος και πήγαινα πέρα- δωθε μποστά απ’το κτήριο που καταλήγει στην ροτόντα γωνιακά της οδού ντε Μονσώ. Αυτή η ογκώδης πρόσοψη, με τα παντζούρια και τα μπαλκονια, μου φαινόταν πιο φωτεινή : σίγουρα την είχαν ανακαινίσει όσο έλειπα. Τα σιδερένια παραθυρόφυλλα του πρώτου ορόφου της ροτόντας ήταν κλειστά. Απέναντι, η κινέζικη παγόδα. Την παρατηρούσα συχνά απ’ τα παράθυρα στο γραφείο του Ροκρουά, επειδή αποκοβόταν απ’ τον ροζέ ουρανό του δειλινού. Όταν βγήκα από την πολυκατοικία, είχε ήδη νυχτώσει. Κοίταξα ακόμη μια φορά την παγόδα που η κόκκινη ώχρα της ξεχώριζε απ’ το σκοτεινό μπλε του ουρανού. Λίγο πιο κάτω, την ώρα που διέσχιζα την έρημη λεωφόρο Ωσμάν, ένας ποδηλάτης με προσπέρασε και συνέχισε να κατεβαίνει με άνεση την οδό ντε Κουρσέλ. Η ζέστη πάντα το ίδιο αποπνικτική, και σκεφτόμουν, με πικρία, το διαμέρισμα που μόλις άφησα. Αλλά από την επομένη, εάν ήθελα... Έπιανα το κλειδί, στην τσέπη μου.

Au Rond-Point des Champs-Elysées, je me suis arrêté un instant devant la fontaine. Des touristes étaient assis sur les chaises de fer, autour du bassin. Comme eux, j'étais désormais étranger à cette ville. Plus rien ne m'y retenait. Ma vie ne s'inscrivait plus dans ses rues, sur ses façades. Les souvenirs qui surgissaient au hasard d'un carrefour ou d'un numéro de téléphone appartenaient à la vie d'un autre. Et d'ailleurs les lieux étaient-ils encore les mêmes ? Le Rond-Point, par exemple, que j'avais traversé à pied un soir en compagnie de Rocroy - était-il le même Rond-Point ? Cette nuit, il ne lui ressemblait plus, en tout cas, et devant ce jet d'eau je ressentais une terrible impression de vide. J'ai pénétré dans les jardins et au passage j'ai levé la tête vers le Cupidon de bronze, au sommet de la tourelle du Pavillon de l'Elysée. Pas une lumière aux fenêtres. L'une de ces villas à l'abandon que l'on distingue derrière la grille rouillée et les massifs d'un parc. Et ce Cupidon, là-haut, brillant d'un reflet de lune dans l'obscurité, avait quelque chose de funèbre et d'inquiétant qui me glaçait le cœur et me fascinait à la fois. Il me semblait un vestige du Paris où j'avais vécu. J'étais arrivé à la lisière de la place de la Concorde, que des cars de tourisme aux couleurs vives sillonnaient avec une lenteur de corbillard. Les réverbères et les fontaines aux eaux lumineuses m'ont fait cligner les yeux. À droite, des ombres glissaient sur la balustrade des Tuileries : le bateau-mouche. Ses projecteurs perçaient les feuillages des arbres, de l'autre côté de l'avenue des Champs-Elysées, et j'étais tout seul au milieu d'un spectacle de son et lumière que l'on aurait donné dans une ville morte. Y avait-il vraiment des passagers à l'intérieur de ces cars et à bord de ce bateau-mouche ? Στην κυκλική πλατεία της Σανζ-Ελιζέ, σταμάτησα για μια στιγμή μπροστά απ’το συντριβάνι. Τουρίστες ήταν καθισμένοι στις σιδερένιες καρέκλες γύρω απ’τη λίμνη. Όπως κι αυτοί, ήμουν κι εγώ ξένος πλέον σ’αυτή την πόλη. Τίποτα πια δε με κρατούσε. Η ζωή μου δεν ήταν πια σημαδεμένη στους δρόμους της, στις προσόψεις των κτηρίων. Οι αναμνήσεις που ξεπηδούσαν τυχαία από κάποιο σταυροδρόμι ή από έναν αριθμό τηλεφώνου ανήκουν στη ζωή άλλου. Εξάλλου είχαν παραμείνει ακόμα ίδια αυτά τα μέρη; Η κυκλική πλατεία, για παράδειγμα, που διέσχιζα πεζός με τη συντροφιά του Ροκρουά- ήταν η ίδια κυκλική πλατεία; Απόψε, δε μοιάζανε πια, κι εν πάση περιπτώσει, μπροστά σ’αυτό τον πίδακα νερού ένιωθα ένα φρικτό αίσθημα κενού. Διείσδυσα μέσα στους κήπους και καθώς περνούσα σήκωσα το κεφάλι μου προς τον μπρούτζινο Έρωτα, στην κορυφή του θόλου στο Παβιγιόν Ελιζέ. Ούτε ένα φως απ’τα παράθυρα. Μια απ’αυτές τις εγκαταλελειμένες βίλλες που διακρίνεις πίσω από το πλέγμα και τα φυτά στο πάρκο. Κι αυτός ο Έρως, εκεί ψηλά, που λάμπει απ’την αντανάκλαση της σελήνης μέσα στο σκοτάδι, είχε κάτι το μακάβριο και το ανησυχητικό που πάγωνε την καρδιά μου και με μάγευε συνάμα. Μου ‘μοιαζε σαν ένα απομεινάρι από το Παρίσι που είχα κάποτε ζήσει. Είχα φτάσει στο τέρμα της πλατείας ντε λα Κονκόρντ, όπου πολύχρωμα τουριστικά πούλμαν όργωναν τους δρόμους με βραδύτητα νεκροφόρας. Οι φανοστάτες και τα συντριβάνια με τα φωτεινά νερά μ’έκαναν να ανοιγοκλείνω τα μάτια μου. Στα δεξιά, σκιές ξεγλιστρούσαν πάνω απ’το πλέγμα του Τουιλερί: το καραβάκι «μπατο-μους». Οι προβολείς του διαπέρασαν το φύλλωμα των δέντρων, απ’την άλλη πλευρά της λεωφώρου Σανζ-Ελιζέ, κι εγώ ήμουν ολομόναχος στη μέση ενός θεάματος ήχου και φωτός που μου ‘χε δωθεί σε μια πόλη νεκρή. Άραγε υπήρχαν πράγματι επιβάτες στο εσωτερικό αυτών των πούλμαν και επί του σκάφους αυτού του «μπατό-μους»;

Un éclair a illuminé le ciel, là bas, au-dessus des Tuileries, précédant le roulement lointain du tonnerre. J'ai fourré entre ma veste et ma chemise le dossier que m'avait remis Ghita Wattier et je suis resté là, assis sur un banc, à attendre les premières gouttes de pluie. p.104-105 Le chauffeur conduisait d'une manière nonchalante, en tenant le volant d'une seule main. L'autre chauffeur nous suivait de si près que souvent les deux automobiles étaient pare-chocs contre pare-chocs. Nous avions pris les quais et longions les grilles du jardin des Plantes. À quelques centaines de mètres, vers l'intérieur, s'élevait le dôme de l'hôpital du Val de Grâce, où, cet automne, on m'avait gardé trois mois avant de me délivrer pour toujours de mes obligations militaires. Sept ans de collèges, six mois de caserne et trois mois de Val de Grâce. Maintenant, personne ne pourrait plus jamais m'enfermer quelque part. Personne. La vie commençait pour moi. J'ai baissé complètement la vitre de la portière et j'ai appuyé mon coude, au rebord. Les platanes étaient déjà verts le long du quai, et nous passions sous la voûte de leurs feuillages. La circulation était fluide et l'automobile glissait sans que j'entende le bruit du moteur. La radio marchait en sourdine et je me souviens qu'au moment où nous arrivions au pont de la Concorde, un orchestre jouait la musique d'Avril au Portugal. J'avais envie de siffler l'air. Paris, sous ce soleil de printemps, me semblait une ville neuve où je pénétrais pour la première fois, et le quai d'Orsay, après les Invalides, avait, ce matin-là, un charme de Méditerranée et de vacances. Oui, nous suivions la Croisette ou la Promenade des Anglais. Μια αστραπή φώτισε τον ουρανό, εκεί, πάνω από το Τουιλερί, αφού προηγήθηκε η μακρινή βροντή του κεραυνού. Έχωσα ανάμεσα στο σακάκι και το πουκάμισο μου τον φάκελο που μου επέστρεψε η Γκιτά Βατιέ κι έμεινα εκεί, καθισμένος σ’ένα παγκάκι, να προσμένω τις πρώτες σταγόνες βροχής. ~ Ο σοφέρ οδηγούσε αδιάφορα, κρατώντας το τιμόνι με το ένα χέρι. Ο άλλος οδηγός μας ακολουθούσε από τόσο κοντά που συχνά τα αυτοκίνητα βρίσκανε προφυλακτήρα με προφυλακτήρα. Πήραμε τις αποβάθρες και περπατούσαμε δίπλα απ’τα κάγκελα του κήπου ντε Πλαντ. Σε μερικά εκατοντάδες μέτρα, προς τα μέσα, υψώνοταν ο θόλος του νοσοκομείου Βαλ ντε Γκρας, όπου τούτο το φθινόπωρο με κράτησαν για τρεις μήνες πριν με αποδεσμεύσουν μια για πάντα από τα στρατιωτικά μου καθήκοντα. Εφτά χρόνια λύκειο, έξι μήνες στρατόπεδο και τρεις μήνες Βαλ ντε Γκρας. Τώρα πια, κανείς δε θα μπορούσε ποτέ ξανά να με κλειδώσει κάπου. Κανείς. Για μένα τώρα άρχιζε η ζωή. Κατέβασα εντελώς το τζάμι της πόρτας και πίεσα τον αγκώνα μου, στο περβάζι. Τα πλατάνια ήταν ήδη πράσινα σ’όλη την αποβάθρα, κι εμείς περνούσαμε κάτω απ’τη στέγη των φυλλωμάτων τους. Η κίνηση έρεε και το όχημα γλιστρούσε χωρίς να ακούω καν τον ήχο της μηχανής. Το ράδιο έπαιζε σιγά και θυμάμαι πως τη στιγμή που φτάσαμε στο λιμάνι ντε λα Κονκόρντ, μια ορχήστρα έπαιζε το τραγούδι Avril au Portugal. Ήθελα να σφυρίξω. Το Παρίσι, κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο μου φαινόταν μια νέα πόλη όπου εισχωρούσα για πρώτη φορά, και η αποβάθρα ντ’Ορσέ, έπειτα το Ανβαλίντ, έιχε, εκείνο το πρωινό, μια γοητεία Μεσογείου και διακοπών. Μα ναι, ακολουθούσαμε την Κρουαζέτ ή τη Προμενάντ ντεζ Ανγκλέ.

Διασχίσαμε τη γέφυρα ντελ Άλμα, ενώ το άλλο όχημα τσουλούσε δίπλα μας Διασχίσαμε τη γέφυρα ντελ Άλμα, ενώ το άλλο όχημα τσουλούσε δίπλα μας. Ο οδηγός έκλεισε στον άλλον το μάτι. Έπειτα μπήκαν στην οδό Ζαν-Γκουζόν, και στην αρχή του δρόμου, πάρκαρε ο ένας πίσω απ΄τον άλλο καβαλώντας το πεζοδρόμιο. Βγήκαμε, και οι τρεις. Βάρεσαν οι πόρτες απ’τις δυο μαύρες λιμουζίνες, όπως και σ’εκείνες τις παμπάλαιες ταινίες με τους γκάνγκστερς. Ένας άντρας με άσπρο πουκάμισο και μπλε μαρέν παντελόνι περίμενε όρθιος μπροστά από μια δίφυλλη πόρτα, ξύλινη κι ανοιχτόχρωμη, μια πόρτα διαμερίσματος μάλλον παρά μια απ’αυτές που περνούσαν οι άμαξες. Κινήθηκε προς εμάς. Ήταν κοντός, με εμφάνιση συνταξιούχου ιππέα. ~ Πλατεία ντελ Άλμα, ούτε ένα τραπέζι ελεύθερο στις ταράτσες του καφέ, κάτω από τον ήλιο. Περπατούσα τυχαία. Έπεφτα πάνω σε παρέες αντρών και γυναικών, όλοι ντυμένοι – αν θυμάμαι καλά- με ανοιχτόχρωμα κοστούμια και με φορέματα από τούλι ή μουσελίνα. Ο αέρας ανατάραζε τα φυλλώματα των δέντρων της λεωφόρου Μονταίν- ένας αέρας δυνατός που σας έδινε την ψευδαίσθηση ότι κάνετε μια βόλτα δίπλα στη θάλασσα. Ξανανέβηκα και μετά κατέβηκα με αργά βήματα την λεωφόρο Σανζ-Ελιζέ. Βόλταρα/σουλάτσαρα στις στοές του Λιντό και μπήκα στο Σινφονία. Περπατούσα για ώρες κι ώρες χωρίς να το καταλάβω, κι έπρεπε να οργώσω όλους τους δρόμους της γειτονιάς/συνοικίας. Θυμάμαι μονάχα εκείνες τις στιγμές που οι μπόρες μ’είχαν ξαφνιάσει. Η πρώτη στους κήπους της Σανζ-Ελιζέ, δίπλα απ’το εστιατόριο Λε Ντουαγιάν κι είχα προλάβει να βρω καταφύγιο κάτω απ’ το παλιό κιόσκι που ‘παιζαν μουσική. Η δεύτερη στο ύψος του σινεμά Μπιαρρίτζ. Κι ο ήλιος αντανακλούσε και πάλι στα νοτισμένα/μουσκεμένα πεζοδρόμια. Nous avons traversé le pont de l'Alma, l'autre automobile roulant à nos côtés. Les deux chauffeurs se lançaient des clins d'œil. Puis ils se sont engagés rue Jean-Goujon, et au début de cette rue, se sont garés l'un derrière l'autre en montant sur le trottoir. Nous sommes sortis, tous les trois. Les portières des deux limousines noires ont claqué, comme dans les très vieux films de gangsters. Un homme en chemise blanche et pantalon bleu marine attendait debout devant une porte à double battant, en bois clair, celle d'un appartement plutôt qu'une porte cochère. Il a marché vers nous. Il était de petite taille, l'allure d'un jockey à la retraite. p.110-111 Place de l'Alma, pas une seule table libre aux terrasses des cafés, sous le soleil. J'ai marché au hasard, croisant des groupes d'hommes et de femmes, tous habillés - si j'ai bonne mémoire - de costumes clairs et de robes en voile ou en mousseline. Le vent agitait les feuillages des arbres de l'avenue Montaigne - un vent vif qui vous donnait l'illusion de suivre une promenade de bord de mer. J'ai remonté et puis j'ai descendu à pas lents l'avenue des Champs-Elysées. J'ai flâné le long des arcades du Lido et je suis entré chez Sinfonia. J'ai marché pendant des heures et des heures sans m'en rendre compte, et j'ai dû sillonner toutes les rues du quartier. Je ne me souviens que des moments où les averses m'ont surpris. La première dans les jardins des Champs-Elysées, près du restaurant Le Doyen et j'ai eu le temps de m'abriter sous le vieux kiosque à musique. La seconde, à la hauteur du cinéma Biarritz. Et le soleil se reflétait de nouveau sur les trottoirs mouillés.

Vers la fin de l'après-midi, le ciel s'est encore assombri Vers la fin de l'après-midi, le ciel s'est encore assombri. Je me trouvais sous les arbres du Rond-Point quand j'ai senti les premières gouttes de pluie, mais j'ai poursuivi ma marche en rasant les immeubles de l'avenue Montaigne. Le vent soufflait, un vent atlantique et je me disais qu'au bout de l'avenue, il y aurait la mer. Des mouettes planaient au-dessus de moi. Place de l'Alma, l'averse a redoublé de violence et je me suis assis à l'une des rares tables libres de la terrasse vitrée de Chez Francis. Le garçon s'est présenté pour prendre la commande. Je n'avais plus un sou en poche. - J'attends quelqu'un. Et c'était vrai, après tout, que j'attendais quelqu'un. De l'autre côté de la place, les grilles du petit jardin luisaient sous la pluie. À cette heure-ci, elle était sans doute réveillée. Il suffisait de faire quelques pas et de sonner à la porte d'entrée. Mais j'ai voulu qu'un moment encore ma vie reste en suspens à la terrasse de ce café, dans le brouhaha des conversations et les reflets de la pluie sur la vitre et le trottoir. J'ai attendu que la nuit tombe et que s'allument les lumières. Et je crois que je serais demeuré longtemps à cette table, engourdi, si le garçon ne s'était pas de nouveau incliné vers moi : - Vous attendez toujours quelqu'un ? Il y avait tant d'ironie dans sa voix que je me suis levé. Dehors, il ne pleuvait plus. Je me suis arrêté devant le kiosque et j'ai choisi un journal. C'était le prétexte que j'avais donné tout à l'heure pour qu'on me laisse quitter l'appartement, et je ne voulais pas avoir l'air de mentir. Αργά το απόγευμα, ο ουρανός είχε ήδη σκοτεινιάσει. Εγώ βρισκόμουν κάτω από τα δέντρα της κυκλικής πλατείας όταν ένιωσα τις πρώτες σταγόνες βροχής. Όμως συνέχισα τον περίπατό μου, βαδίζοντας ξυστά απ’τα κτήρια της λεωφόρου Μονταίν. Ο άνεμος φυσούσε, ένας άνεμος ατλαντικός κι έλεγα στον εαυτό μου ότι στο τέλος της λεωφόρου, ήταν η θάλασσα. Γλάροι πλανιόντουσαν πάνω μου. Πλατεία ντελ Άλμα, η μπόρα έγινε δυο φορές πιο βίαιη κι εγώ κάθισα σ’ένα απ’ τα σπάνια ελεύθερα τραπέζια στην κλειστή από τζάμι ταράτσα του Σε Φρανσί. Το γκαρσόν ήρθε για να πάρει παραγγελία. Δεν είχα μια στην τσέπη. Περιμένω κάποιον. Και στο κάτω κάτω ήταν αλήθεια, ότι περίμενα κάποιον. Απ’την άλλη πλευρά της πλατείας, τα κάγκελα του μικρού κηπάκου γυάλιζαν κάτω απ’τη βροχή. Εκείνη την ώρα, σίγουρα είχε ξυπνήσει. Ήταν αρκετό για να κάνει μερικά βήματα και να χτυπήσει την εξώπορτα. Όμως ήθελα για μια στιγμή η ζωή μου να παραμείνει σε παύση πάνω στην ταράτσα αυτού του καφέ, σ’αυτή τη βαβούρα απ’τις κουβέντες και τις αντανακλάσεις της βροχής πάνω στο τζάμι και στο πεζοδρόμιο. Περιμένα τη νύχτα να πέσει και τα φώτα να ανάψουν. Και πιστεύω πως θα ‘χα κάτσει πολύ ώρα σ’αυτό το τραπέζι, μουδιασμένος, αν το γκαρσόν δεν έσκυβε πάλι μπροστά μου/προς το μέρος μου: -Περιμένετε ακόμα αυτόν τον κάποιον; Υπήρχε τόση ειρωνία στη φωνή του που σηκώθηκα. Έξω, δεν έβρεχε πια. Σταμάτησα μπροστά απ’το κιόσκι και πήρα μια εφημερίδα. Αυτή ήταν η δικαιολογία που έδωσα προηγουμένως για να μ’αφήσουν να φύγω απ’το διαμέρισμα και δεν ήθελα να φανεί πως είπα ψέματα.

p.123-4-5 Je laisse toutes les lumières de l'appartement allumées,-selon la recommandation de Ghita. Dehors, je marche en ligne droite. Boulevard Haussmann, avenue de Friedland, avenue Victor-Hugo. La nuit est toujours aussi chaude et Paris aussi vide. Et moi, je sais que Farmer a disparu depuis longtemps. Je le sais par Rocroy qui m'avait donné quelques renseignements sur lui. Il fumait l'opium et il sortait en taille, même pendant l'hiver, car il jugeait que les manteaux vous alourdissent la silhouette. Il avait une dizaine d'années de plus que Carmen et il faisait partie de la bande d'amis hétéroclites que Lucien Blin traînait derrière lui. À mesure que je me rapproche de l'Étoile, je retrouve les cars de touristes du quartier des Tuileries. Et les mêmes hommes en chemises à fleurs, les mêmes femmes en robes orange ou vertes descendent de ces cars. Existe-t-il encore, dans Paris, quelqu'un à qui parler de Farmer ? Ou de toi, Carmen ? L'avenue Victor-Hugo est déserte. Quelques rares lumières aux façades des immeubles, mais, comme chez Ghita en ce moment, les lustres ou les lampes éclairent des appartements abandonnés. À l'angle de la rue du Dôme, par l'une des fenêtres grandes ouvertes de l'Hôtel du Bois, la musique d'une radio s'échappe, si forte dans le silence et la chaleur, que je l'entends encore cent mètres plus loin. Je reconnais l'air de l'une de ces chansons italiennes que Georges Maillot aimait tant et qu'il ne cessait d'écouter aux heures de cafard et pendant ses cures de désintoxication. À moins que cette musique ne soit simplement dans ma tête. Αφήνω όλα τα φώτα ανοιχτά σύμφωνα με τις οδηγίες της Γκιτά. Έξω, βαδίζω ευθεία. Λεωφόρος Ωσμάν, λεωφόρος ντε Φριντλάντ, λεωφόρος Βικτόρ Ουγκώ. Η νύχτα είναι τόσο ζεστή και το Παρίσι τόσο κενό. Κι εγώ, ξέρω ότι ο Φαρμέρ έχει εξαφανιστεί εδώ και καιρό. Το ξέρω απ’τον Ροκρουά που μου ‘δωσε μερικές πληροφορίες γι’αυτόν. Κάπνιζε όπιο κι έβγαινε ελαφρά ντυμένος , ακόμα και το χειμώνα, γιατί πίστευε ότι το παλτό τον παχαίνει. Ήταν καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος από την Κάρμεν και ήταν στην παρέα των ανόμοιων φίλων που έσερνε πίσω του ο Λουσιάν Μπλαν. Καθώς πλησιάζω στην πλατεία Ετουάλ, ξαναβρίσκω τα πούλμαν με τους τουρίστες απ’τη συνοικία ντε Τουιλερί. Και οι ίδιοι άντρες με λουλουδάτα πουκάμισα, ίδιες γυναίκες με πορτοκαλί ή πράσινα φορέματα κατεβαίνουν απ’αυτά τα πούλμαν. Υπάρχει άραγε ακόμα, κάποιος στο Παρίσι που μιλάει για τον Φαρμέρ; Ή μήπως, για ‘σενα, Κάρμεν; Η λεωφόρος Βικτόρ Ουγκώ είναι έρημη. Στις προσόψεις των κτηρίων, μερικά/κάποια σπάνια φώτα, αλλά, όπως και στο σπίτι της Γκιτά αυτή τη στιγμή, τα πολύφωτα και οι λάμπες φωτείζουν εγκαταλελειμένα διαμερίσματα. Στη γωνία της οδού Ντομ, μ’αυτά τα μεγάλα ανοιχτά παράθυρα του ξενοδοχείου ντου Μπουά, δραπέτευε μέσα από ένα παράθυρο, μουσική από ραδιοφώνο, τόσο δυνατή μέσα στη σιωπή και τη ζεστή, που την άκουγα κι από 100 μέτρα πιο μακριά. Αναγνωρίζω τον σκοπό ενός απ’αυτά τα ιταλικά τραγούδια τα οποία αγαπούσε τόσο ο Ζωρζ Μαγιώ που δεν σταματούσε να τα ακούει τις ώρες μελαγχολίας και κατά τις θεραπείες αποτοξίνωσης. Εκτός κι αν αυτή η μουσική είναι απλώς απ’το μυαλό μου.

Je fais le tour de la place Victor-Hugo et j'essuie d'un revers de manche la sueur de mon front. Rue de Sontay. Rue de la Pompe, au 179. C'était donc là qu'habitait Farmer... Je contemple la façade de l'immeuble. Un appartement, au dernier étage ? Il attendait Carmen. Poincaré 15-29. Tout à l'heure, je composerai ce numéro qui n'existe plus et j'appuierai très fort le combiné à mon oreille. Mais maintenant, je suis de nouveau sur le trottoir de la place Victor-Hugo, tandis qu'un car bleu et jaune s'arrête et déverse des Japonais, leurs appareils-photo en bandoulière. Ils forment un groupe compact et demeurent quelques minutes immobiles et solennels. Et si l'un d'eux se détachait du rang et traversait la place, une couronne de fleurs aux bras, pour la déposer devant un invisible monument aux morts ? Et si, moi, je suivais l'avenue Raymond-Poincaré qui s'ouvre de l'autre côté de la place ? Il faudrait que je marche sur le trottoir de droite et je finirai par m'arrêter au numéro 3. Hôtel Malakoff. Oui. Je devrais faire ce pèlerinage. C'est dans cet Hôtel Malakoff que j'ai passé ma dernière nuit à Paris, il y a vingt ans, après le meurtre de Fouquet. Les Japonais s'asseyent aux tables du café Scossa et j'entends leurs chuchotements et le murmure de la fontaine. J'essaie d'imaginer Farmer qui tourne le coin de la rue, sous une pluie tiède de juin, sans imperméable. Et Carmen à dix-neuf ans. Elle sort de la bouche du métro à l'heure du couvre-feu et elle vient le rejoindre. Les façades, les trottoirs, la fontaine sont les mêmes et je suis sûr qu'en ce temps-là, il y avait des mois d'été à Paris aussi torrides qu'aujourd'hui. J'ai beau me le répéter, je ne sais pourquoi cette nuit j'ai échoué tout seul, dans cette ville indifférente où il ne reste plus rien de nous. Κάνω το γύρο της πλατείας Βικτώρ Ουγκό και σκουπίζω με την άκρη του μανικιού μου, τον ιδρώτα απ’το μέτωπό μου. Οδός ντε Σοντέ. Οδός ντε λα Πομπ, στο 179. Εκεί έμενε ο Φαρμέρ. Παρατηρώ την πρόσοψη της πολυκατοικίας. Ένα διαμέρισμα, στον τελευταίο όροφο; Περίμενε την Κάρμεν. Πουανκαρέ 15-29. Όπου να ‘ναι, θα συγκρατήσω αυτό το νούμερο που δεν υπάρχει πια και θα πιέσω με πολλή δύναμη το ακουστικό στο αυτί μου. Αλλά τώρα, είμαι και πάλι πάνω στο πεζοδρόμιο της πλατείας Βικτώρ Ουγκό, ενώ ένα μπλε-κίτρινο πούλμαν σταματάει και ξεχύνονται Γιαπωνέζοι, οι φωτογραφικές τους κρεμασμένες στον ώμο. Σχηματίζουν μια πυκνή ομάδα και μένουν μερικά λεπτά ακίνητοι και σοβαροί. Κι αν ένας απ’αυτούς ξεφύγει απ’τη σειρά και διασχίσει την πλατεία, ένα στεφάνι στα χέρια, για να το καταθέσει μπροστά σ’ ένα αόρατο μνημείο πεσόντων; Κι αν εγώ ακολουθήσω τη λεωφόρο Ρεϊμόν-Πουανκαρέ που απλώνεται στην άλλη πλευρά της πλατείας; Θα ‘πρεπε να περπατήσω στο πεζοδρόμιο απ’τα δεξιά και να σταματήσω τελικά στο νούμερο 3. Ξενοδοχείο Μαλακόφ. Ναι. Θα ‘πρεπε να προσκυνήσω. Μέσα σ’αυτό το ξενοδοχείο ήταν που πέρασα την τελευταία μου νύχτα στο Παρίσι, πριν 20 χρόνια, μετά τη δολοφονία του Φουκέ. Οι Γιαπωνέζοι κάθονται στα τραπεζάκια του καφέ Σκοσσά κι ακούω τους ψιθύρους τους και το μουρμουρητό του συντριβανιού. Προσπαθώ να φανταστώ τον Φαρμέρ να στρίβει στη γωνία, κάτω από μια χλιαρή βροχή του Ιούνη, χωρίς αδιάβροχο. Και η Κάρμεν στα δεκαεννιά της. Βγαίνει απ’το στόμιο του μετρό κατά την απαγόρευση της κυκλοφορίας και πηγαίνει να τον συναντήσει. Οι προσόψεις των κτηρίων, τα πεζοδρόμια, το συντριβάνι είναι τα ίδια και είμαι σίγουρος πως και τότε, υπάρχαν καλοκαιρινοί μήνες, στο Παρίσι τόσο καυτοί, όσο και σήμερα. Αν και/ όσο κι αν επαναλαμβάνoμαι, δεν ξέρω γιατί αυτή τη νύχτα κατέληξα ολομόναχος, σ’αυτη την αδιάφορη πόλη που δεν έχει απομείνει τίποτα από ‘μας.

p. 131 Je ne comprenais pas ce qu'ils voulaient dire p.131 Je ne comprenais pas ce qu'ils voulaient dire. Derrière la grille, le vent caressait les feuillages des marronniers, le haut des immeubles de la place de l'Aima, et de l'autre côté de la Seine, le sommet de la tour Eiffel. En ce temps-là, Paris était une ville qui correspondait à mes battements de cœur. Ma vie ne pouvait s'inscrire autre part que dans ses rues. Il me suffisait de me promener tout seul, au hasard, dans Paris et j'étais heureux. p.140 Elle s'habillait après le « déjeuner » et nous sortions faire une longue promenade. C'était l'heure creuse de la nuit où il ne passe plus que de très rares voitures et où les clignotements des feux rouges et des feux verts se succèdent pour rien. Nous marchions sur la pelouse du Cours la Reine. Averses. Odeur des feuillages et de la terre mouillée. De l'autre côté de la place de l'Alma, le long des quais, sur l'esplanade du palais de Tokyo, nous parlions à voix basse, de crainte que l'écho ne répercute le son de nos voix. La rue Fresnel et son jardin suspendu. La Seine. L'allée aux Cygnes que nous suivions jusqu'au pont de Grenelle. Et le retour par les escaliers de Passy et les jardins du Trocadéro. p.154 Je suis rentré à pied, de l'appartement de Rocroy à mon hôtel, rue de Castiglione, car je voulais savoir si ma femme m'avait téléphoné. L'air était plus frais que d'habitude, la lumière à la fois plus douce et plus nette - sans brume de chaleur ; et plus poignant encore le sentiment de vide que j'éprouvais le long des avenues désertes et ensoleillées. Cette brise caressant les feuillages des platanes et leur bruissement dans le silence... Δεν καταλάβαινα τί εννοούσαν. Πίσω από το πλέγμα, ο άνεμος χάιδευε τα φυλλώματα των καστανιών, το ύψος των κτηρίων, κι απ’την ‘αλλη πλευρά του Σηκουάνα, την κορυφή του πύργου του Άιφελ. Το Παρίσι, τότε, ήταν μια πόλη που ανταποκρινόταν στους χτύπους της καρδιάς μου. Η ζωή μου δε θα μπορούσε να χαραχθεί αλλού παρά μόνο σ’αυτους τους δρόμους. Μου ‘φτανε να τριγυρνώ ολομόναχος, τυχαία, στο Παρίσι κι ήμουν ευτυχής. ~ Εκείνη ντύθηκε μετά το «μεσημεριανό» και βγήκαμε για μια μεγάλη βόλτα. Ήταν κενή η ώρα τη νύχτα όπου δεν περνάνε αυτοκίνητα παρά μόνο σπάνια κι όπου τα ανοιγοκλεισίματα των κόκκινων και πράσινων φαναριών εναλλάσσονται για το τίποτα. Περπατούσαμε στο γρασίδι του Κουρ λα Ρεν. Μπόρες. Μυρωδιά φυλλωμάτων και μουλιασμένης γης. Απ’την άλλη πλευρά της πλατείας ντελ Άλμα, παράλληλα με τις αποβάθρες, στον προαύλιο χώρο του Παλέ ντε Τόκιο, μιλούσαμε χαμηλόφωνα, από φόβο πως η ηχό θα αντιλαλεί την φωνής μας. Η οδός Φρενσέλ κι ο κρεμαστός της κήπος. Ο Σηκουάνας. Η νησίδα Σιν που ακολουθούσαμε μέχρι τη γέφυρα ντε Γκρενέλ. Και η επιστροφή απ’τα σκαλιά ντε Πασσύ και τους κήπους του Τροκαντερό. Γύρισα με τα πόδια, απ’το διαμέρισμα του Ροκρουά μέχρι το ξενοδοχείο μου, οδός ντε Καστιλιόν, επειδή ήθελα να μάθω αν μου ‘χει τηλεφωνήσει η γυναίκα μου. Ο αέρας ήταν πιο δροσερός απ’ότι συνήθως, το φως πιο απαλό και πιο καθαρό συνάμα – χωρίς ομίχλη απ’τη ζέστη’ και πιο σπαρακτικό ακόμα το αίσθημα κενού που ένιωθα πάνω σ’αυτές τις έρημες και ηλιόλουστες λεωφόρους. Αυτό το αεράκι χάιδευε τα φυλλώματα των πλατανιών και το θρόισμά τους μες τη σιωπή...

p.157 Nous suivions le cours la Reine et traversions le pont Alexandre-III. De ce pont s'offrait une vue panoramique de tout le quartier de la rive droite où je me promenais jadis avec Carmen. Et j'avais beau me dire que des centaines de touristes étaient assis au pied des fontaines des jardins du Trocadéro, et que de l'autre côté, des cars multicolores ne cessaient de sillonner la place de la Concorde, tout : le Grand Palais, les hauteurs de Passy, les quais de la Seine appartenaient à une ville morte. Du moins morte pour moi. p.161-2 Hayward a démarré. Nous longions l'esplanade des Invalides en direction du quai. Tout à l'heure, quand nous étions arrêtés à peu près au même endroit, ce souvenir m'a échappé, tant j'ai peine à croire que cela se passait dans la même ville. Nous sortions d'un endroit, à la fois restaurant et boîte de nuit, rue Fabert, celle qui borde l'esplanade, à droite. Une grande salle, tapissée de velours rouge. Des cristaux, des glaces, un plafond de laque noire. Le tout un peu délabré. Orchestre cubain. Quelques couples sur la piste. Et l'animateur allait de table en table, ou se penchait vers le micro et répétait, en hochant la tête, sans beaucoup de conviction et à la manière d'un métronome : « Tagada, Ta-ga-da. » p.170 Nous avons suivi l'avenue Henri-Martin, puis l'avenue Georges-Mandel jusqu'au Trocadéro. Les arbres du terre-plein et les feuillages derrière les grilles noires des immeubles étaient trempés de pluie. Au coin d'une rue, une odeur de chèvrefeuille s'échappait du jardin d'un hôtel particulier en démolition. Elle a tiré la manche de l'imperméable de Ludo pour consulter sa montre. Ακολουθούσαμε το δρόμο Κουρ λα Ρεν και διασχίζαμε τη γέφυρα Αλεξάντρ-ΙΙΙ. Αυτή η γέφυρα πρόσφερε μια πανοραμική θέα όλης της συνοικίας απ’τα δεξιά του ποταμού όπου άλλοτε έκανα βόλτες με την Κάρμεν. Κι ενώ έλεγα στον εαυτό μου ότι εκατοντάδες τουρίστες καθόντουσαν στα πόδια των συντιβανιών στους κήπους του Τροκαντερό, κι ότι απ’την άλλη μεριά, πολύχρωμα πούλμαν δεν σταματούσαν να διασχίζουν/ οργώνουν την πλατεία ντε λα Κονκορντ, όλα: το Γκραν Παλέ, τα υψώματα του Πασσύ, οι αποβάθρες του Σηκουάνα άνηκαν σε μια πόλη νεκρή. Νεκρή τουλάχιστον για ‘μενα. ~ Ο Χέιγουορτν ξεκίνησε. Εμείς περνούσαμε δίπλα από την αυλή του Ινβαλίντ με κατεύθυνση προς την αποβάθρα. Πριν λίγο, όταν είχαμε σταματήσει περίπου στο ίδιο μέρος, αυτή η ανάμνηση μου διέφυγε, καθώς δυσκολεύτηκα να πιστέψω πως συνέβαινε στην ίδια πόλη. Βγήκαμε από ένα μαγαζί, και εστιατόριο και μπουάτ ταυτόχρονα, οδός Φαμπέρ, αυτή που πλαισιώνει την αυλή, στα δεξιά. Μια μεγάλη αίθουσα, με κόκκινη βελούδινη ταπετσαρία. Κρίσταλα, καθρέφτες, ταβάνι από μαύρο βερνίκι. Γενικά λίγο ετοιμόρροπο. Κουβανέζικη ορχήστρα. Μερικά ζευγάρια στην πίστα. Και ο ανιματέρ γυρνούσε από τραπέζι σε τραπέζι ή έσκυβε μπροστά στο μικρόφωνο και επαναλάμβανε, κουνώντας το κεφάλι, όχι πολύ πειστικά και σαν να είναι μετρονόμος: «Ταγκαντα, Τα-γκα-ντα.» Ακολουθήσαμε τη λεωφόρο Ανρί-Μαρτάν, έπειτα την λεωφόρο Ζωρζ-Μαντέλ μέχρι το Τροκαντερό. Τα δέντρα πάνω στο δρόμο και τα φυλλώματα πίσω από τα μαύρα κάγκελα των κτηρίων ήταν μούσκεμα απ’τη βροχή. Στη γωνία κάποιου δρόμου, μια μυρωδιά από αγιόκλυμα ξέφευγε απ’τον κήπο ενός μεγάρου υπό κατεδάφιση. Εκείνη άρπαξε το αδιάβροχο του Λουντό απ΄το μανίκι για να δει το ρολόι του.

p.182-183 Neuf heures du matin. L'air n'est pas encore trop étouffant bien que le soleil brille dans un ciel sans nuages. Pas de brume de chaleur. Le rouge brique du grand immeuble du 76 boulevard Sérurier se détache sur le vert du parc, dont les pelouses dévalent jusqu'au périphérique. Un café est ouvert, beaucoup plus loin sur le boulevard Sérurier, et je compose pour la cinquième fois au cadran du téléphone 208-76-68. Mais personne ne répond. Je sors du café. Le boulevard est désert. Là-bas, vers la banlieue, un bâtiment ocre - une église sans doute - se dresse au milieu d'un terrain vague. Je m'assieds sur un banc, là où vient mourir la pente du boulevard Sérurier. Je pense à Maillot qui me disait : « La montée sera dure, mais après, vous verrez... Quel plaisir de descendre. » Avenue Carnot. Rue Anatole-de-la-Forge. Rue de l'Arc-de-Triomphe. Avenue Mac-Mahon. Boulevard Sérurier. L'avenue du Nord, elle aussi, glissait en pente douce. Jusqu'à la Marne. Et maintenant, je vois une silhouette qui descend la pente du boulevard Sérurier, une valise à la main, une valise de fer-blanc, dont les reflets me font cligner les yeux. Mirage ? Elle se rapproche, peu à peu. C'est elle. Je reconnais la démarche indolente. Elle est vêtue d'un imperméable mais ce n'est plus l'imperméable de Ludo. Beaucoup plus foncé, celui-ci. Vert émeraude. Elle est presque arrivée à ma hauteur et je me lève. Nous sommes seuls, tous les deux, sur ce boulevard perdu, écrasé de soleil et de silence. Je lui propose de porter sa valise. […] Εννιά η ώρα το πρωί. Ο αέρας δεν είναι ακόμα τόσο αποπνικτικός αν και ο ήλιος λάμπει σ’έναν ουρανό χωρίς σύννεφα. Καθόλου ομίχλη απ’τη ζέστη. Το κεραμιδί του μεγάλου κτηρίου στο 76 της λεωφόρου Σερουριέ ξεχωρίζει από το πράσινο του πάρκου, του οποίου το γρασίδι κατεβαίνει μέχρι τον περιφερειακό. Ένα καφέ είναι ανοιχτό, πολύ πιο μακριά από τη λεωφόρο Σερουριέ, και γράφω για πέμπτη φορά στην οθόνη τον αριθμό τηλεφώνου 208-76-68. Αλλά κανείς δεν απαντά. Βγαίνω απ’ το καφέ. Η λεωφόρος είναι έρημη. Εκεί, προς τα προάστια, ένα κτήριο με χρώμα ώχρας- αναμφίβολα εκκλησία – ορθώνεται σε μια αλάνα. Κάθομαι σ’ένα παγκάκι, εκεί όπου πεθαίνει η κατηφόρα της λεωφόρου Σερουριέ. Σκέφτομαι τον Μαγιώ που μου λεγε: «Η ανηφόρα θα ‘ναι δύσκολη, αλλά μετά θα δείτε... Τι απόλαυση να κατεβαίνεις.» Λεωφόρος Καρνό. Οδός Ανατολ-ντε-λα-Φορζ. Οδός ντελ Αρκ-ντε- Τριομφ. Λεωφόρος Μακ-Μαόν. Λεωφόρος Σερουριέ. Λεωφόρος ντου Νορ, κι αυτή το ίδιο, γλιστρούσε στην ήπια κατηφόρα/ελαφριά κλίση/ελαφρώς προς τα κάτω. Μέχρι τη Μαρν. Και τώρα, βλέπω μια φιγούρα να κατεβαίνει την κλίση της λεωφόρου Σερουριέ, βαλίτσα στο χέρι, μια βαλίτσα από λευκοσίδηρο, του οποίου οι αντανακλάσεις μ’έκαναν να ανοιγοκλείνω τα μάτια μου. Πλάνη; Πλησιάζει, λιγο-λίγο. Εκείνη είναι. Το αναγνωρίζω αυτό το ράθυμο βήμα. Έχει φορέσει ένα αδιάβροχο αλλά δεν είναι πια το αδιάβροχο του Λουντό. Πολύ πιο σκούρο, τούτο ‘δω. Σμαραγδί. Έφτασε σχεδόν στο ύψος μου και σηκώθηκα. Ήμασταν μόνοι, εμείς οι δύο, σ’αυτή τη χαμένη λεωφόρο, τη λιωμένη απ’τον ήλιο κι από σιωπή. Προσφέρομαι να κουβαλήσω τη βαλίτσα της [...]

Nous marchons côte à côte vers l'immeuble de brique du 76 boulevard Sérurier. Nous ne parlons pas. Il commence à faire très chaud, et pourtant elle garde son imperméable. Elle n'a pas beaucoup changé en vingt ans. Les mêmes cheveux noirs, mais coiffés un peu plus court. Les yeux bleus. Taille moyenne. Le teint pâle... […] Elle revient de plus loin encore. Carmen. Rocroy. La Varenne-Saint-Hilaire. Paris. Toutes ces rues en pente... Sa valise ne pèse pas lourd. Je la regarde à la dérobée. Une grande cicatrice lui barre le front. La marque du temps, peut-être. Ou bien la trace que vous laisse l'un de ces accidents qui vous ont fait perdre la mémoire pour la vie. Moi aussi, à partir d'aujourd'hui, je veux ne plus me souvenir de rien. Περπατάμε πλάι-πλάι προς την τουβλόχτιστη πολυκατοικία στο 76 της λεωφόρου Σερουριέ. Δεν μιλάμε. Αρχίζει να κάνει πολύ ζέστη, κι όμως το κρατάει το αδιάβροχο. Δεν άλλαξε πολύ για είκοσι χρόνια. Τα ίδια μαύρα μαλλιά, αλλά λιγό πιο κοντοκουρεμένα. Μπλε μάτια. Μέτριο ανάστημα. Λευκό δέρμα... [...] Εκείνη επιστρέφει από πιο μακριά ακόμη. Η Κάρμεν. Ο Ροκρουά. Το εστιατόριο Λα Βαρέν-Σαν-Ιλαίρ. Το Παρίσι. Όλοι αυτοί οι δρόμοι με τις κατηφόρες... Η βαλίτσα δεν είναι βαριά. Την κοιτάζω κρυφά. Μια μεγάλη ουλή στο μέτωπο. Σημάδι του χρόνου, ίσως. Η μάλλον το σημάδι που σας αφήνει ένα απ’αυτά τα ατυχήματα που σας έκανε να ξεχάσετε να θυμάστε τη ζωή. Κι εγώ, από σήμερα, θέλω πια να μη θυμάμαι τίποτα.