Χρηματοοικονομικές Αγορές* *Η σειρά παρουσιάσεων για το μάθημα «Χρηματοοικονομικές Αγορές» βασίζεται στο σύγγραμμα του Δημήτρη Κ. Παπαβασιλείου «Το Χρήμα, Αγορές και Πολιτική» Εκδ. Λιβάνη, 2003
Σκοπός του Μαθήματος Να γνωρίσουν οι σπουδαστές γενικά: Για το ρόλο του χρήματος στην οικονομία. Το ρόλο της πίστης. Τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και των χρηματοοικονομικών αγορών.
Στόχοι του μαθήματος Με την ολοκλήρωση του μαθήματος ο σπουδαστής πρέπει να είναι σε θέση: Να κατανοεί τα αίτια που οδήγησαν στη σημερινή χρηματική οικονομία. Να γνωρίζει τη διαδικασία της πίστης ως πηγή προέλευσης χρηματοδοτήσεων. Να γνωρίζει τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Να γνωρίζει τις άλλες χρηματοοικονομικές αγορές, χρηματιστήρια, διεθνείς χρηματαγορές κ.λ.π.
Αναλυτική περιγραφή του μαθήματος Γενικά περί χρήματος (εμφάνιση και εξέλιξη). Η κυκλοφορία του χρήματος και η επιτάχυνση της οικονομικής διαδικασίας. Η λειτουργία της πίστης στην οικονομία. Το τραπεζικό σύστημα, ο ρόλος των τραπεζών και οι επιπτώσεις. Το Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και ο ρόλος του. Τα χρηματιστήρια, ο ρόλος τους στην οικονομία. Το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Άλλες διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές και ο ρόλος τους στις οικονομίες. Το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα και η ONE.
Βιβλιογραφία Παπαβασιλείου Δ., 2003, Το Χρήμα, Αγορές και Πολιτική, Εκδ. Λιβάνη. Στεριώτης Κ., 1995, Χρήμα και διεθνές τραπεζικό σύστημα, Εκδ. Το οικονομικό. Δελλής Κ. 1996, Αγορά Χρήματος και κεφαλαίου. Εκδ. Σάκκουλα.
Χρήμα Κινητήρια δύναμη για κάθε οικονομία. Για να φτάσει, το χρήμα στις σημερινές πολύπλοκες μορφές του, πέρασε από κάποια ιστορικά στάδια πρωτοεμφάνισης, μετασχηματισμών και κατάληξης.
Αντιπραγματισμός Στους πρωτόγονους λαούς, η έννοια της αγοράς περιοριζόταν στην «συνάντηση» ανάμεσα στα ανταλλασσόμενα προϊόντα. Σε αυτή την άμεση ανταλλαγή αγαθών η αξία κάθε αγαθού προσδιοριζόταν σε ποσότητες άλλων αγαθών. Για παράδειγμα: 1 πρόβατο ανταλλάσσεται με 1 δοχείο σιτάρι. 1 δούλος ανταλλάσσεται με 3 πρόβατα. Δημιουργήθηκαν ανταλλακτικές σχέσεις ανάμεσα στα αγαθά που με την πάροδο του χρόνου σταθεροποιούνταν και έτσι καθοριζόταν η ανταλλακτική αξία κάθε αγαθού σε σχέση με τα υπόλοιπα. Ο τύπος της οικονομίας αυτής ονομάστηκε αντιπραγματισμός και χαρακτηρίζεται από την άμεση ανταλλαγή των αγαθών μεταξύ τους με διαφορετική σχέση ανταλλαγής για κάθε αγαθό.
Χρήμα Η αύξηση του αριθμού των παραγόμενων αγαθών και του όγκου της παραγωγής δημιούργησε προβλήματα στη διαδικασία της άμεσης ανταλλαγής των αγαθών και του προσδιορισμού της ανταλλακτικής αξίας έναντι των υπολοίπων. Δημιουργήθηκε η ανάγκη της εξεύρεσης κάποιου μέσου (ένα αγαθό) με βάση το οποίο θα καθορίζονταν οι τιμές όλων των αγαθών, και θα διευκολύνονταν οι συναλλαγές. Θα λυνόταν έτσι το πρόβλημα της ανάγκης που αντιμετώπιζε κάθε παραγωγός, όταν πουλούσε ένα προϊόν να αγοράζει ταυτόχρονα ένα άλλο, ενώ ήθελε να το αγοράσει μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Στην αγορά του αντιπραγματισμού ο ιδιοκτήτης κάποιου αγαθού, όταν πήγαινε να το ανταλλάξει στην αγορά, το έκανε με σκοπό να αποκτήσει ένα άλλο που το είχε ανάγκη. Έτσι π.χ. πουλούσε σιτάρι ζητώντας γάλα. Αν ο ιδιοκτήτης του γάλακτος δεν επιθυμούσε να το ανταλλάξει με σιτάρι η ανταλλαγή δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Έτσι αναζητούνταν ένα μέσο (ένα αγαθό) με το οποίο θα μπορούσε να αποκτηθεί κάθε άλλο εμπόρευμα.
Χρήμα Αυτό το μέσο θα ήταν γενικό ισοδύναμο με το οποίο θα συσχετίζονταν τα εμπορεύματα, όσον αφορά την αξία τους και θα έπρεπε: Να μεταφέρεται εύκολα Να είναι μικρού όγκου Να είναι αμετάβλητο σαν ύλη Να αναγνωρίζεται εύκολα Να διαιρείται εύκολα χωρίς να χάνει την αξία του. Έτσι επιλέχθηκαν τα ευγενή μέταλλα (χρυσός, ασήμι κτλ.) να πάρουν τη θέση του χρήματος. Στην αγορά πλέον δεν εφαρμοζόταν η ανταλλαγή αγαθού με αγαθό, αλλά ο παραγωγός – πωλητής έδινε το εμπόρευμα και εισέπραττε χρήμα. Στη συνέχεια, και όταν είχε ανάγκη έδινε το χρήμα και αγόραζε εμπορεύματα που δεν παρήγαγε ο ίδιος.
Χρήμα Με αυτό τον τρόπο το χρήμα αποκτά την ιδιότητα του οργάνου κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η οποία κυκλοφορία παίρνει την ακόλουθη μορφή: Ο τύπος της οικονομίας όπου το χρήμα παίζει το ρόλο του οργάνου της εξυπηρέτησης για την ευκολότερη και ταχύτερη διενέργεια των συναλλαγών ονομάζεται εγχρήματη ή χρηματική οικονομία. Εμπόρευμα Χρήμα Εμπόρευμα
Χρήμα – Λειτουργίες Το χρήμα λειτουργεί ως: Μονάδα μέτρησης και υπολογισμού, με την οποία συγκρίνονται τα διάφορα αγαθά για να προσδιοριστεί η αξία τους. Μέσο πληρωμής, για την πραγματοποίηση αγορών και την εξόφληση υποχρεώσεων και οφειλών. Μέσο ανταλλαγής, με την έννοια ότι καθιστά δυνατή την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Μέσο αποθεματοποίησης αγοραστικής δύναμης και σχηματισμού πλούτου, για να διατεθεί σε κάποιο επόμενο χρονικό διάστημα. Μέσο ταχείας κυκλοφορίας των αγαθών, έτσι ώστε να οδηγεί στη μεγέθυνση της οικονομίας.
Χρήμα – Ορισμός Χρήμα είναι το γενικό ισοδύναμο μέσο που συσχετιζόμενο με τα αγαθά και τις υπηρεσίες μιας οικονομίας αποτελεί μέτρο της αξίας τους, μεσολαβεί στις πληρωμές στην ανταλλαγή και στην κυκλοφορία των αγαθών και συμβάλει στη δημιουργία χρηματικού κεφαλαίου.
Η ανταλλακτική αξία του χρήματος Για όλα τα αγαθά το μέτρο προσδιορισμού της πραγματικής αξίας τους πρέπει να στηρίζεται στην ανθρώπινη εργασία. Η παραγωγή και η ανταλλαγή των εμπορευμάτων (αγαθών) ρυθμίζονταν και διεκπεραιώνονταν μέσα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που ήταν θεμελιωμένη πάνω σε μια οικονομία υπολογισμένη με βάση το χρόνο εργασίας, σε μια λογιστική των ωρών εργασίας. Η ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα της αναγκαίας για την παραγωγή του εργασίας και η ποσότητα της εργασίας αυτής μετριέται από τη χρονική διάρκεια της εργασίας που χρειάστηκε το εμπόρευμα για να παραχθεί.
Η ανταλλακτική αξία του χρήματος Η ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος προσδιορίζεται από την ποσότητα της κοινωνικώς αναγκαίας εργασίας που χρειάζεται για την παραγωγή του. Με τον όρο κοινωνικώς αναγκαία εννοούμε την ποσότητα της εργασίας που είναι αναγκαία με βάση το μέσο όρο της παραγωγικότητας της εργασίας.
Παράδειγμα Για την κατασκευή ενός τσεκουριού απαιτούνται: 2 ώρες εργασίας για την εξόρυξη του μεταλλεύματος. 2 ώρες εργασίας για την διαλογή και τον καθαρισμό του μεταλλεύματος. 1 ώρα για τη χύτευση. 2 ώρες για την κοπή του ξύλου από το δέντρο τη διαμόρφωση και το μοντάρισμα των δύο στην τελική μορφή. 1 ώρα απόσβεση. Τελική αξία τσεκουριού 8 ώρες εργασίας.
Παράδειγμα Για την παραγωγή ενός τεμαχίου χρυσού σε συγκεκριμένο σχήμα και μέγεθος που αποτελεί μια μονάδα χρήματος (1 χρυσό κέρμα) απαιτούνται: 1 ώρα εργασίας για εξόρυξη. 1 ώρα εργασίας για διαλογή. 1 ώρα εργασίας για χύτευση. 1 ώρα εργασίας για απόσβεση. Τελική αξία κέρματος 4 ώρες εργασίας. Άρα η ανταλλακτική αξία ανάμεσα στο χρυσό κέρμα και στο τσεκούρι είναι 1 τσεκούρι = 2 χρυσά κέρματα.
Ανταλλακτική αξία Υπολογίζοντας με την ίδια μέθοδο και σύμφωνα με την περιεχόμενη στο καθένα ανθρώπινη εργασία την αξία όλων των αγαθών. προσδιορίζουμε την ανταλλακτική τους αξία σε σχέση με το χρήμα. Έτσι το χρήμα έχει ανταλλακτική αξία. Η ανταλλακτική αξία του χρήματος χαρακτηρίζεται και ως εμπορευματική αξία (αξία του χρήματος σε εμπορεύματα) ή ως αγοραστική αξία, δηλαδή ως η ικανότητα του χρήματος να αγοράζει ποσότητες αγαθών.
Ανταλλακτική αξία Οι ανταλλακτικές αξίες των εμπορευμάτων σε σχέση με το χρήμα επηρεάζονται και από άλλους παράγοντες, υποκειμενικούς. Η διαδικασία της ανταλλαγής αποτελεί μια μικρογραφία της θεωρίας της προσφοράς και της ζήτησης. Για τη σωστή κοινωνικά ανταλλακτική σχέση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα αντικειμενικά και όχι τα υποκειμενικά δεδομένα.
Αξία χρήσης Τα διάφορα αγαθά αποτελούν τα ίδια αξίες χρήσης στο βαθμό που ικανοποιούν συγκεκριμένες ανάγκες του ανθρώπου ή παράγουν άλλα αγαθά (εργαλεία). Το χρήμα δεν χρησιμοποιείται για να ικανοποιήσει κάποιες άμεσες ανάγκες των ανθρώπων αλλά χρησιμοποιείται για την μεταφορά από άτομο σε άτομο άλλων αγαθών που ικανοποιούν τέτοιες ανάγκες. Επίσης δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή αγαθών αλλά μπορεί να συντελέσει στην απόκτηση εργαλείων και γενικότερα συντελεστών παραγωγής. Το χρήμα λοιπόν δεν αποτελεί το ίδιο αξία χρήσης, ούτε παράγει νέες αξίες, αλλά συντελεί στη μεταβίβαση αξιών χρήσης και στην απόκτηση μέσων που δημιουργούν τέτοιες αξίες. Κορυφαία περίπτωση είναι εκείνη όπου ο κάτοχος χρήματος μπορεί να χρησιμοποιήσει το χρήμα για να αποκτήσει ένα αγαθό, που σαν αξία χρήσης έχει την ιδιότητα να παράγει καινούργιες αξίες χρήσης, την ανθρώπινη εργασία που είναι πρωτογενής συντελεστής παραγωγής.
Νόμισμα Στην αρχική παρουσία του στις συναλλαγές το χρήμα – μέταλλο κυκλοφορούσε σε συγκεκριμένα σχήματα και με καθορισμένη ποσότητα το καθένα. Έπρεπε όμως ο κάθε συναλλασσόμενος να εξακριβώνει ο ίδιος την ποιότητα και το βάρος του, πράγμα που με την τεράστια αύξηση των συναλλαγών αποτελούσε εμπόδιο στη γρήγορη διενέργειά τους. Τότε το κράτος ανέλαβε τη νομισματοποίηση των συγκεκριμένων μετάλλων. Διαίρεσε το μέταλλο σε ίσα τεμάχια καθορισμένου σχήματος και βάρους και πιστοποίησε με την τοποθέτηση σφραγίδας πάνω στην επιφάνειά τους τη γνησιότητά τους.
Μορφές χρήματος Μεταλλικό νόμισμα. Τραπεζογραμμάτιο (χαρτονόμισμα). Τραπεζογραμμάτιο (χαρτονόμισμα) αναγκαστικής κυκλοφορίας.
Μορφές χρήματος Μεταλλικό νόμισμα. Τεμάχιο μετάλλου του οποίου το βάρος, η γνησιότητα και ο τίτλος ήταν εγγυημένα από το κράτος και βεβαιωμένα με σφραγίδα του κράτους που ήταν τοποθετημένη και κάλυπτε την επιφάνεια του και δεν επέτρεπε την αλλοίωση του.Η αξία του μεταλλικού νομίσματος ήταν ίση με την αξία που είχε το υλικό αυτό σαν εμπόρευμα.
Μορφές χρήματος Το Τραπεζογραμμάτιο (χαρτονόμισμα). Ο κίνδυνος για την απώλεια ή την κλοπή του πολύτιμου μετάλλου και η ανάγκη για τη δημιουργία ασφαλών θησαυροφυλακίων από τους κατόχους χρημάτων δημιούργησε σταδιακά το χάρτινο νόμισμα. Αυτό (το χάρτινο νόμισμα) ξεκίνησε σαν απόδειξη κατάθεσης χρημάτων (πολύτιμων μετάλλων) σε οργανωμένο θησαυροφυλάκιο. Η χάρτινη απόδειξη, ότι υπάρχει κατατεθειμένο πολύτιμο μέταλλο σε κάποιο θησαυροφυλάκιο, μπορούσε να παίξει τον ρόλο του χρήματος στην αγορά, αφού μεταβιβαζόταν από άτομο σε άτομο και κάθε φορά ο κάτοχος της ήταν κάτοχος του κατατεθειμένου μετάλλου. Έτσι δημιουργήθηκε το χαρτονόμισμα.
Μορφές χρήματος Το Τραπεζογραμμάτιο (χαρτονόμισμα). Αρχικά το ρόλο του θησαυροφύλακα ανέλαβαν οι χρυσοχόοι και αργυροχόοι της εποχής, που χορηγούσαν αυτές τις αποδείξεις και που στη συνέχεια, με τη συστηματοποίηση αυτών των εργασιών, εξελίχτηκαν και δημιούργησαν τις πρώτες τράπεζες. Στην πρώτη φάση η ποσότητα της αξίας των τραπεζογραμματίων που κυκλοφορούσε μία τράπεζα ήταν ολόκληρη καλυμμένη με απόθεμα πολύτιμων μετάλλων. Υπήρχε σε αυτήν την περίπτωση πλήρης κάλυψη των τραπεζογραμματίων σε χρυσό ή άλλο πολύτιμο μέταλλο. Παρατηρήθηκε όμως ότι οι κάτοχοι των τραπεζογραμματίων δεν εμφανίζονταν όλοι την ίδια στιγμή στην τράπεζα για να τα μετατρέψουν σε πολύτιμο μέταλλο. Π.χ. αν δεχτούμε ότι τα εμφανιζόμενα για ανταλλαγή με χρυσό τραπεζογραμμάτια ήταν κατά μέσο όρο το 30% της συνολικής ποσότητας των τραπεζογραμματίων που κυκλοφορούσαν, αυτό σήμαινε ότι ήταν αρκετό τα αποθέματα τις τράπεζας σε πολύτιμο μέταλλο να υπερβαίνουν κατά ένα ποσοστό ασφαλείας το 30% και όχι να καλύπτουν ολόκληρη την αξία των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων Έτσι οι τράπεζες εξέδιδαν τραπεζογραμμάτια μεγαλύτερης αξίας από τα διαθέσιμα αποθέματά τους. Υπήρχε σε αυτή την περίπτωση μερική κάλυψη των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων.
Μορφές χρήματος Το Τραπεζογραμμάτιο (χαρτονόμισμα). Η μερική κάλυψη της κυκλοφορίας είχε το πλεονέκτημα του εφοδιασμού της οικονομίας με μεγάλη ποσότητα χρήματος, αλλά παρουσίαζε ένα σοβαρό μειονέκτημα. Όταν υπήρχαν προβλήματα εμπιστοσύνης του κοινού στα τραπεζογραμμάτια και το κοινό έσπευδε μαζικά να μετατρέψει τα τραπεζογραμμάτια σε πολύτιμο μέταλλο, η τράπεζα αδυνατούσε να ανταποκριθεί και οδηγούνταν στην πτώχευση.
Μορφές χρήματος Τραπεζογραμμάτιο (χαρτονόμισμα) αναγκαστικής κυκλοφορίας. Τα προβλήματα που δημιούργησε η μερική κάλυψη των τραπεζογραμματίων και οι οικονομικές διαταραχές που παρουσιάζονταν από τις πτωχεύσεις των τραπεζών ώθησαν τις κυβερνήσεις να περιορίσουν τη δυνατότητα ανάληψης χρυσού από τα αποθέματα των τραπεζών και τη μετατρεψιμότητα των τραπεζογραμματίων. Έτσι οδηγηθήκαμε στην αναγκαστική κυκλοφορία τραπεζογραμματίων τα οποία αποτελούν μέσο διεξαγωγής των συναλλαγών, μέσο πληρωμής, μέσο δημιουργίας αποθεματικού κεφαλαίου, μέσο μέτρησης της αξίας των άλλων αγαθών χωρίς αυτά τα ίδια σαν αγαθά (ύλη) να έχουν κάποια αξία, παρά μόνο όλες τις παραπάνω ιδιότητες του χρήματος με την επιβληθείσα νομικά από το κράτος υποχρεωτική κυκλοφορία και αποδοχή τους.
Μορφές χρήματος Περιεκτικό. Περιεκτικό ονομάζεται εκείνο το είδος χρήματος που σαν μέσο πληρωμών έχει αξία ίση με την εμπορευματική του αξία, δηλαδή το ίδιο αυτό σαν αγαθό περιέχει την αξία την οποία συμβολίζει. Παραστατικό. Παραστατικό χαρακτηρίζεται το είδος του χρήματος που παριστάνει χρηματικές μονάδες χωρίς το ίδιο σαν αγαθό (υλικό) να έχει αντίστοιχη αξία.
Οι σημερινές μορφές χρήματος Κέρματα. Αντιπροσωπεύουν μικρές αξίες, τα ίδια σαν υλικά αγαθά έχουν μηδαμινή αξία, άσχετη με την ονομαστική χρηματική αξία που αντιπροσωπεύουν, και είναι βασισμένα στην επιβληθείσα από το κράτος υποχρεωτική κυκλοφορία και αποδοχή τους ως χρήμα. Τραπεζογραμμάτια. Αναγκαστικής κυκλοφορίας και αποδοχής. Καταθέσεις όψης ή λογιστικό χρήμα. Λειτουργούν όπως το χρήμα, αφού με τη μεταγραφή ενός ποσού από το λογαριασμό Α στο λογαριασμό Β, σε οποιαδήποτε τράπεζα, σημαίνει ότι ο Α πλήρωσε στον Β αυτό το ποσό και μπορεί να προβεί στην αγορά αντίστοιχων αγαθών. Αυτό διευκολύνεται με την καθιέρωση των επιταγών που αλλάζουν οι συναλλασσόμενοι μεταξύ τους και με τις οποίες γίνονται οι μεταφορές καταθέσεων όψης από το λογαριασμό του ενός στον άλλο. Αυτή η μορφή χρήματος, επειδή δεν περιλαμβάνει ανταλλαγή κερμάτων η χαρτονομισμάτων, αλλά αποτελεί λογιστική διαδικασία, ονομάζεται λογιστικό χρήμα ή δευτερογενές χρήμα.
Λογιστικό χρήμα ή δευτερογενές χρήμα Η δημιουργία δευτερογενούς χρήματος εξαρτάται από την ποσότητα του πρωτογενούς χρήματος, δηλαδή από την ποσότητα του νομίσματος που διαθέτουν οι τράπεζες. Αυτό απορρέει από την υποχρέωση που έχουν οι τράπεζες να διατηρούν απόθεμα πρωτογενούς χρήματος , για να μπορούν να ανταποκριθούν στη ζήτηση των πελατών τους και στις απαιτήσεις των άλλων τραπεζών. Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών, όταν μάλιστα είναι μεγάλης αξίας, πραγματοποιείται με λογιστικό χρήμα. Επειδή, όλοι οι καταθέτες δε θα χρησιμοποιήσουν την κατάθεσή τους την ίδια στιγμή, οι τράπεζες κρατούν ένα ποσοστό των καταθέσεων ως απόθεμα μετρητών και τα υπόλοιπα τα δανείζουν σε ενδιαφερόμενους ιδιώτες ή άλλες τράπεζες, που με τη σειρά τους και με τα ίδια αρχικά χρήματα δημιουργούν μια άλλη κατάθεση και ούτω καθεξής, γι΄αυτό το λογιστικό χρήμα είναι πολλαπλάσιο από το πρωτογενές χρήμα που κατατέθηκε στην αρχή με τη μορφή των χαρτονομισμάτων και γι’αυτό ονομάζεται και πλασματικό χρήμα.
Λογιστικό χρήμα ή δευτερογενές χρήμα Οι καταθέσεις όψης είναι μια μορφή χρήματος. Όμως μέσα από τη διακίνηση των καταθέσεων όψης από καταθέτη σε τράπεζα, από τράπεζα σε πελάτη και από πελάτη ξανά σε λογαριασμό τράπεζας δημιουργείται ένας πλασματικός όγκος καταθέσεων, που αποτελούν βάση αγοραστικής δύναμης χωρίς να αντιστοιχούν σε μετρητά.
Λογιστικό χρήμα ή δευτερογενές χρήμα Παράδειγμα Έστω ότι κάποιος καταθέτει ποσό μετρητών 50.000 ευρώ στην Α τράπεζα. Η τράπεζα χρεώνει το λογαριασμό των μετρητών με 50.000 ευρώ και πιστώνει το λογαριασμό καταθέσεων όψης με 50.000 ευρώ. Το ισοζύγιο της τράπεζας είναι: Μετρητά 50.000 Καταθέσεις όψης 50.000
Λογιστικό χρήμα ή δευτερογενές χρήμα Παράδειγμα Η Α τράπεζα γνωρίζει, σύμφωνα με στατιστικά δεδομένα, ότι οι καταθέτες δεν εμφανίζονται ταυτόχρονα για να αποσύρουν όλο το ποσό των καταθέσεων, αλλά υπάρχουν κάποια ελάχιστα και μέγιστα όρια ποσοστών αναλήψεων, π.χ. 10-20% των καταθέσεων. Είναι σε θέση λοιπόν, αφού θέλει να διακινήσει τα ποσά των καταθέσεων, να διατηρεί ένα απόθεμα μετρητών που να καλύπτει το μέγιστο όριο αναλήψεων (20%) και να δανείσει τα υπόλοιπα. Το ισοζύγιο της τράπεζας πλέον είναι: Μετρητά 10.000 (50.000∙20%) Καταθέσεις όψης 50.000 Δάνεια 40.000
Λογιστικό χρήμα ή δευτερογενές χρήμα Παράδειγμα Ο δανειολήπτης που πήρε το δάνειο των 40.000 ευρώ τα καταθέτει στη Β τράπεζα ή σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό της Α τράπεζας. Το ισοζύγιο της Β τράπεζας πλέον είναι: Η Β τράπεζα, με το ίδιο σκεπτικό της Α, διατηρεί απόθεμα 8.000 ευρώ (40.000∙20%) και δανείζει τα υπόλοιπα 32.000 ευρώ. Το ισοζύγιο της Β τράπεζας πλέον είναι: Μετρητά 40.000 Καταθέσεις όψης 40.000 Μετρητά 8.000 (40.000∙20%) Καταθέσεις όψης 40.000 Δάνεια 32.000
Λογιστικό χρήμα ή δευτερογενές χρήμα Παράδειγμα Αν αθροίσουμε τα ποσά των ισοζυγίων των Α και Β τραπεζών θα έχουμε το ακόλουθο ενοποιημένο ισοζύγιο: Συνεχίζοντας τη διαδικασία της διακίνησης των καταθέσεων, σε κάποια οριακή τραπεζική πράξη θα τείνει στο μηδέν. Το τελικό ενοποιημένο ισοζύγιο θα είναι: Συμπεραίνουμε ότι οι συνολικές καταθέσεις όψης που χρησιμοποιούνται για πληρωμές είναι πενταπλάσιες από το μετρητό χρήμα που κατατέθηκε και αυτό το επιπλέον ποσό των 200.000 ευρώ είναι πλασματικό ή δευτερογενές ή λογιστικό χρήμα. Μετρητά 50.000 Καταθέσεις όψης 90.000 Δάνεια 72.000 Μετρητά 50.000 Καταθέσεις όψης 250.000 Δάνεια 200.000
Η ποσότητα του χρήματος και των αγαθών Κάθε εμπόρευμα εκτός από την ανταλλακτική του αξία έχει και μια χρηματική τιμή Αν προσδιορίσουμε τις χρηματικές τιμές όλων των εμπορευμάτων που υπάρχουν για ανταλλαγή στην οικονομία, το άθροισμά τους προσδιορίζει την ποσότητα του χρήματος που απαιτείται για την αγορά τους.
Η ποσότητα του χρήματος και των αγαθών – Παράδειγμα 5 τσεκούρια ∙ χρηματική τιμή 2 ευρώ = 10 ευρώ 10 σάκοι μαλλί ∙ χρηματική τιμή 3 ευρώ = 30 ευρώ 5 δοχεία γάλα ∙ χρηματική τιμή 1 ευρώ = 5 ευρώ 5 δούλοι ∙ χρηματική τιμή 6 ευρώ = 30 ευρώ Συνολικός όγκος εμπορευμάτων = 25 μονάδες Συνολική ποσότητα απαιτούμενου χρήματος = 75 ευρώ Η σχέση 75/25 = 3 δίνει τη μέση σταθμική τιμή των αγαθών και ονομάζεται γενικό επίπεδο τιμών. Για να διατηρηθεί αυτή η σχέση σταθερή, συνεπώς και η αγοραστική δύναμη του χρήματος απέναντι στα αγαθά, πρέπει στην όποια μεταβολή του όγκου του ενός η του άλλου μεγέθους (αγαθών ή χρήματος) να ακολουθήσει ταυτόχρονα και αντίστοιχη μεταβολή του άλλου μεγέθους.
Η ποσότητα του χρήματος και των αγαθών – Παράδειγμα Αν διπλασιαστεί ο όγκος των αγαθών από 25 σε 50 και διπλασιαστεί και ο όγκος του χρήματος από 75 σε 150 η σχέση παραμένει σταθερή 150/50 = 3. Σε αύξηση των αγαθών από 25 σε 40 και του χρήματος από 75 σε 160 η νέα σχέση είναι 160/40 = 4. Αυτό σημαίνει ανοδική τάση των τιμών, γιατί οι αγοραστές διαθέτουν χρήμα που αυξήθηκε περισσότερο από ότι αυξήθηκε η ποσότητα των αγαθών. Το χρήμα έχασε αγοραστική δύναμη γιατί ενώ χρειάζονταν 3 ευρώ για την αγορά μιας μέσης μονάδας αγαθών μετά τη μεταβολή χρειάζονται 4 ευρώ.
Ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος Το χρήμα σε μια χρονική περίοδο μπορεί να συμμετέχει στις ανταλλαγές της αγοράς περισσότερες φορές από μια. Αυτό οφείλεται στο ότι ο πωλητής που θα ανταλλάξει τα αγαθά του και θα πάρει χρήμα στη συνέχεια θα δώσει το ίδιο χρήμα για να αγοράσει άλλα αγαθά. Παράδειγμα. Αν ο πωλητής των 10 σάκων μαλλιού που θα λάβει 30 ευρώ δώσει στη συνέχεια τα 30 ευρώ για να αγοράσει τους 5 δούλους, παρατηρούμε ότι, ενώ οι συναλλαγές έχουν συνολική αξία 60 ευρώ απαιτήθηκε ποσότητα χρήματος μόνο 30 ευρώ γιατί αυτά πήραν μέρος (κυκλοφόρησαν) 2 φορές (30 x 2 = 60). Η ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος έχει καθοριστικό ρόλο στη σχέση χρήματος – αγαθών, στη διατήρηση της αξίας του χρήματος και αντίστοιχα στη σταθερότητα του επιπέδου των τιμών.
Από τι εξαρτάται η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος; Από το περιεχόμενο του χρηματοκιβωτίου. Όσο τα χρήματα οδηγούνται στο χρηματοκιβώτιο τόσο αργότερος είναι ο ρυθμός κυκλοφορίας του χρήματος Από τους υπολογισμούς των υποκειμένων της οικονομίας. Αν τα υποκείμενα της οικονομίας υπολογίζουν σε πτώση των τιμών τότε θα αναβάλουν τις αγορές περιορίζοντας την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος. Αντιθέτως, αν τα υποκείμενα της οικονομίας προβλέπουν αύξηση των τιμών των αγαθών θα σπεύσουν να αγοράσουν μεγαλύτερες ποσότητες αυξάνοντας την ταχύτητα κυκλοφορίας Από το φόβο για μια πιθανή υποτίμησή του νομίσματος. Χάνεται η εμπιστοσύνη προς το νόμισμα, εμφανίζονται φαινόμενα πολύ αυξημένης αγοράς εμπορευμάτων και η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος αυξάνεται. Από την εικόνα της ρευστότητας των τραπεζών και της ασφάλειας του τραπεζικού συστήματος. Αν τα υποκείμενα της οικονομίας δυσπιστούν προς τις τράπεζες, τότε είτε προβαίνουν σε αγορά ακινήτων (αδρανοποιώντας τα χρήματα) είτε οδηγούνται σε αποθησαυρισμό.
Ποσοτική θεωρία του χρήματος Αναφέρεται στη σχέση του όγκου του χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία και του όγκου των αγαθών, παίρνοντας υπόψη και την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος Έτσι στο προηγούμενο παράδειγμα όπου 25 μονάδες προϊόντων με άθροισμα τιμών 75 ευρώ, δε θα χρειάζονταν 75 ευρώ για την πραγματοποίηση των αναγκαίων ανταλλαγών και για διατήρηση της σχέσης 75/25 = 3, αν το χρήμα κυκλοφορούσε στο χρονικό διάστημα που θα γίνονταν αυτές οι συναλλαγές δυο φορές. Αλλά τότε θα χρειάζονταν όγκος χρήματος ίσος με τη μισή αξία 75/2 = 37,5.
Ποσοτική θεωρία του χρήματος Η σχέση χρήματος - αγαθών διαμορφώνεται σύμφωνα με το ίδιο παράδειγμα ως εξής: Όγκος χρήματος (Μ) ∙ ταχύτητα κυκλοφορίας (V) (37,5 x 2) = 75 Όγκος αγαθών (Q) ∙ γενικό επίπεδο τιμών (P) 25 x 3 = 75 Άρα έχουμε την εξίσωση συναλλαγών του Φίσερ M ∙ V = Q ∙ P.
Ποσοτική θεωρία του χρήματος – Παράδειγμα Μπορούμε να προσδιορίσουμε τον απαιτούμενο όγκο του χρήματος γνωρίζοντας τους άλλους τρείς παράγοντες. Για παράδειγμα έστω Όγκος αγαθών Q = 100 μονάδες Γενικό επίπεδο τιμών P = 15 ευρώ/μονάδα Ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος V = 3 (φορές) Ο απαιτούμενος όγκος χρήματος Μ για τις ανάγκες των συναλλαγών χωρίς να διαταραχθεί η ισορροπία χρήματος - αγαθών και του γενικού επιπέδου τιμών είναι: Μ= 𝑄 ∙ 𝑃 𝑉 = 100 ∙ 15 3 = 1500 3 =500 𝜀𝜐𝜌ώ Με όγκο χρήματος 500 και ταχύτητα κυκλοφορίας 3 καλύπτεται η ανάγκη για συνολική αξία 1500 ευρώ. Κανόνας είναι να γνωρίζουμε τον όγκο των αγαθών (παραγωγή κάποιας περιόδου) και το επίπεδο των τιμών και να αναζητούμε να ρυθμίσουμε την αναγκαία ποσότητα χρήματος Μ για τις αντίστοιχες συναλλαγές.
Διατάραξη της σχέσης M ∙ V = Q ∙ P Μια αύξηση του όγκου του χρήματος (μέσα από την αύξηση των εισοδημάτων) πρέπει να συνοδεύεται από μια αύξηση της παραγωγής των αγαθών, αλλιώς αποτελεί απλώς μια ονομαστική αύξηση, που σύντομα το επιπλέον ποσό θα μετατραπεί σε αύξηση των τιμών των αγαθών. Αυτό σημαίνει μείωση της πραγματικής αξίας του χρήματος, αφού με περισσότερο χρήμα αγοράζει κανείς τα ίδια αγαθά.
Χρηματικός και πιστωτικός πληθωρισμός Ο έννοια πληθωρισμός αναφέρεται στο γενικό φαινόμενο της αύξησης των τιμών. Ο χρηματικός πληθωρισμός σημειώνεται όταν η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην αγορά αυξάνεται με την έκδοση νέου χρήματος από την εκδοτική – κεντρική τράπεζα, χωρίς να συνοδεύεται το νέο χρήμα με αντίστοιχη αύξηση των αγαθών. Ο πιστωτικός πληθωρισμός παρατηρείται όταν η εκδοτική – κεντρική τράπεζα κάθε χώρας, χωρίς να εκδίδει νέο χρήμα διευρύνει τις πιστώσεις της προς τις άλλες τράπεζες και προς τις επιχειρησης δημιουργώντας έτσι αγοραστική ικανότητα με τη μορφή του λογιστικού ή πιστωτικού χρήματος.
Πραγματικές και χρηματικές τιμές Χρηματική ή ονομαστική τιμή είναι η τιμή ενός αγαθού όταν εκφράζεται σε χρηματικές μονάδες. Η χρηματική ή ονομαστική τιμή μπορεί να παραμένει σταθερή και όταν διαφοροποιείται η ανταλλακτική σχέση (αξία) αυτού του αγαθού έναντι των άλλων. Π.χ. Μπορεί να παραμείνει σταθερή η ονομαστική τιμή του καλαμποκιού ενώ αυξάνονται οι ονομαστικές τιμές των άλλων αγαθών. Αυτό σημαίνει ότι πουλώντας μια ποσότητα καλαμποκιού δεν αγοράζει ο πωλητής τις ίδιες ποσότητες άλλων αγαθών. Επομένως η ονομαστική τιμή του καλαμποκιού έμεινε σταθερή, μειώθηκε όμως η πραγματική του τιμή. Η πραγματική τιμή ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που πρέπει να πουληθεί για να αγοραστεί συγκεκριμένη ποσότητα άλλου ή άλλων αγαθών, δηλαδή η εμπράγματη ανταλλακτική του αξία.
Πραγματικές και χρηματικές τιμές Μπορεί η ονομαστική τιμή ενός αγαθού να αυξηθεί, ενώ η πραγματική να μειωθεί. Αυτό συμβαίνει όταν η αύξηση της ονομαστικής τιμής ενός αγαθού είναι μικρότερη από την αύξηση των τιμών των άλλων αγαθών. Ειδικότερα αν είναι μικρότερη από την αύξηση του μέσου όρου των τιμών, δηλαδή του γενικού επιπέδου των τιμών. Η πραγματική τιμή ενός αγαθού ορίζεται ως το πηλίκο του κλάσματος ονομαστικής τιμής προς γενικό επίπεδο τιμών: 𝜋𝜌𝛼𝛾𝜇𝛼𝜏𝜄𝜅𝜂 𝜏𝜄𝜇𝜂= Ονομαστικ𝜂 𝜏𝜄𝜇𝜂 P (γενικο επιπεδο τιμων) Όλα τα παραπάνω προσδιορίζουν και την αγοραστική δύναμη του χρήματος. Η αγοραστική δύναμη του χρήματος συσχετίζεται με το γενικό επίπεδο τιμών και είναι αντιστρόφως ανάλογη με αυτό. Αυξημένο το γενικό επίπεδο τιμών μειωμένη η αγοραστική δύναμη του χρήματος. Μειωμένο το γενικό επίπεδο τιμών αυξημένη η αγοραστική δύναμη του χρήματος.
Η συναλλαγματική αξία του χρήματος Με την ανάπτυξη των διεθνών εμπορικών σχέσεων δημιουργήθηκε η ανάγκη ενός μέσου πληρωμής για κάθε χώρα. Στη σημερινή εποχή όλες οι χώρες επέβαλαν υποχρεωτικά σαν μέσο πληρωμής στο εσωτερικό της κάθε μιας το εθνικό τους νόμισμα. Για να πραγματοποιήσει κάποιος αγορές από άλλη χώρα, πρέπει να προμηθευτεί πρώτα χρήματα της χώρας αυτής. Η ανταλλαγή ανάμεσα σε νομίσματα διαφόρων χωρών δημιούργησε ανάμεσα σε αυτά μια ανταλλακτική σχέση που επηρεάζεται από τον όγκο του διεθνούς εμπορίου κάθε χώρας και επομένως από τη ζήτηση που υπάρχει για το νόμισμά της. Συναλλαγματική αξία του χρήματος είναι η αξία του εγχώριου νομίσματος εκφρασμένη σε νομισματικές μονάδες άλλων χωρών.
Χρηματικό κεφάλαιο Στην εμπράγματη οικονομία η εμπορική συναλλαγή είχε τη μορφή εμπόρευμα – εμπόρευμα που σήμαινε ανταλλαγή εμπορεύματος με εμπόρευμα για να τα χρησιμοποιήσουν οι δυο συναλλασσόμενοι για τις ανάγκες τους. Με την παρουσία του χρήματος στην αρχή της περιόδου της χρηματικής οικονομίας έκανε την εμφάνιση του και το εμπόριο. Οι έμποροι αγόραζαν εμπορεύματα με χρήματα από τη μια χώρα, για να τα ξαναπουλήσουν με κέρδος στην άλλη χώρα. Το κέρδος αυτό που αποκόμιζαν οι έμποροι έμενε στα χέρια τους με τη μορφή χρήματος. Η διαρκείς συσσώρευση τέτοιου χρήματος οδήγησε στον σχηματισμό του πρώτου χρηματικού κεφαλαίου.
Ο τόκος Οι έμποροι, στην εποχή της πρώτης εξάπλωσης του εμπορίου, ήταν εκείνη που διέθεταν το χρηματικό κεφάλαιο και επομένως την δυνατότητα να εμπορευθούν. Για να διευρύνουν την εμπορική τους δραστηριότητα χρειάζονταν όλο και περισσότερο χρήμα. Χρήμα χρειάζονταν και οι παραγωγοί, επειδή είχαν την ανάγκη να αγοράσουν εργαλεία για την παραγωγή τους. Έτσι, από τη στιγμή που κάποιοι κάτοχοι χρημάτων δεν τα χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι για εμπορικές δραστηριότητες τα χορηγούσαν (δάνειζαν) σε εκείνους που τα ζητούσαν. Γι’ αυτή την παραχώρηση αγοραστικής δύναμης συμφωνούνταν και καταβάλλονταν ένα τίμημα που καθιερώθηκε μέχρι της μέρες μας να ονομάζεται τόκος. Τόκος: το τίμημα που καταβάλουν οι δανειζόμενοι στους προσφέροντες χρήμα (δανειστές) για την παραχώρηση αγοραστικής δύναμης. Πολλές φορές για τον τόκο διατυπώνεται η άποψη ότι αποτελεί την «τιμή του χρήματος». Τόκος είναι το τίμημα για τη χρησιμοποίηση μιας ποσότητας χρήματος.
Πίστη Πίστη είναι η παραχώρηση χρηματικού κεφαλαίου ή ευρύτερα αγοραστικής δύναμης από μια οικονομική μονάδα σε μια άλλη με τη δέσμευση της δεύτερης να την επιστρέψει μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου Η παραχώρηση αυτή της αγοραστικής δύναμης είναι δυνατό να έχει είτε την έννοια της μεταβίβασης χρήματος (δανεισμός) με οποιαδήποτε μορφή του, είτε την έννοια της αναβολής πληρωμής μιας αγοράς για κάποιο χρονικό διάστημα (πώληση με πίστωση). Σε μια πιστωτική πράξη μετέχουν ο πιστοδότης ή δανειστής και ο πιστολήπτης ή δανειζόμενος. Η πιστωτική πράξη είναι ταυτόχρονα και χρεωστική, γιατί δημιουργεί χρέος για τον δανειολήπτη. Επίσης μια χρεωστική πράξη είναι ταυτόχρονα και πιστωτική, γιατί δημιουργεί πίστη για τον πιστοδότη. Έτσι, οποιαδήποτε χρηματοπιστωτική πράξη δημιουργεί ταυτόχρονα πίστη και χρέος.
Πίστη Την πρώτη περίοδο εμφάνισης και εφαρμογής της πίστης οι πρώτες τραπεζικές πράξεις ήταν η κατάθεση χρήματος για φύλαξη και το χρηματικό δάνειο με εγγύηση ακίνητη ιδιοκτησία (δάνειο με υποθήκη). Στην περίπτωση της κατάθεσης για φύλαξη η τράπεζα – φύλακας όχι μόνο δεν πλήρωνε τόκο στον καταθέτη, αλλά πληρωνόταν για την υπηρεσία που του προσέφερε προστατεύοντας τις καταθέσεις του. Αυτή η μορφή συνεργασίας συναντάται σήμερα στη λειτουργία των ατομικών θυρίδων των τραπεζών, όπου ο ενοικιαστής της θυρίδας καταβάλει ενοίκιο στην τράπεζα για να φυλάσσει στη θυρίδα του χρήματα ή πολύτιμα είδη. Η δεύτερη περίοδος αρχίζει όταν οι τράπεζες διαπιστώνουν ότι δεν είναι ανάγκη να κρατούν ολόκληρο το ποσό των καταθέσεων και επομένως μπορούν να δανείζουν ένα μέρος από αυτές σε άλλους. Σε αυτή την περίπτωση εισπράττουν τόκο για τα ποσά που δανείζουν και επειδή έτσι εκμεταλλεύονται τα χρήματα των καταθέσεων, αναγκαστικά οδηγήθηκαν στην καταβολή μέρους του τόκου στους καταθέτες.
Κατηγορίες της πίστης Ανάλογα με το πρόσωπο του πιστολήπτη διακρίνουμε την: Δημόσια πίστη όταν ο πιστολήπτης είναι το δημόσιο. Ιδιωτική πίστη όταν ο πιστολήπτης είναι ιδιώτης. Ανάλογα με την εξασφάλιση που παρέχεται διακρίνουμε την: Εμπράγματη πίστη όταν παρέχεται για εξασφάλιση του δανειστή ενέχυρο κινητών ή υποθήκη ακινήτων Προσωπική πίστη όταν δεν απαιτείται εμπράγματη εξασφάλιση, αλλά χορηγείται με βάση την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του πιστολήπτη Ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετεί διακρίνουμε την: Επιχειρηματική πίστη όταν χρησιμοποιείται για την τόνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Καταναλωτική πίστη όταν αυτή χρησιμοποιείται για την αγορά καταναλωτικών αγαθών άμεσης ανάγκης. Εμπορική πίστη όταν χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς.
Κατηγορίες της πίστης Ανάλογα με την προθεσμία λήξης διακρίνουμε την: Μακροπρόθεσμη που αναφέρεται σε πολυετή δάνεια. Βραχυπρόθεσμη που χρησιμοποιείται για ένα έως τρία το πολύ χρόνια. Ανάλογα με την προέλευση διακρίνουμε την: Μεταβιβαζόμενη, όταν προέρχεται από τις αποταμιεύσεις των υποκειμένων της οικονομίας. Δημιουργούμενη, που αφορά την πίστη που προέρχεται είτε από την έκδοση νέου χρήματος είτε την πίστη που δημιουργούν οι τράπεζες μέσα από το λογιστικό ή πιστωτικό χρήμα. Ανάλογα με την τοποθέτηση διακρίνουμε την: Πίστωση για πάγιες εγκαταστάσεις όταν το δανειακό χρηματικό ποσό διατίθεται για την δημιουργία ή την επέκταση παγίων παραγωγικών εγκαταστάσεων και εξοπλισμού Πίστωση για κεφάλαια κίνησης όταν το δανειακό χρηματικό ποσό διατίθεται για την τρέχουσα κίνηση και λειτουργία των οικονομικών μονάδων (αγορές πρώτων υλών, ταμειακές διευκολύνσεις κτλ.).
Μορφές και «εργαλεία» εφαρμογής της πίστης Πώληση με πίστωση: Σε αυτή τη μορφή δεν παρατηρείται μεταβίβαση χρήματος κατά κυριολεξία, παρατηρείται όμως μεταβίβαση αξίας (αγαθών) η οποία αντιστοιχεί σε πληρωμή που θα γίνει στο μέλλον με χρήμα που ο αγοραστής θα αποκτήσει και θα διαθέσει τότε. Αυτή τη μορφή της πίστης τη συναντάμε στις κατηγορίες της εμπορικής συναλλαγής και της καταναλωτικής συναλλαγής και είναι βραχυπρόθεσμη πίστη.
Μορφές και «εργαλεία» εφαρμογής της πίστης Δανεισμός – Χορηγήσεις: Αυτή η μορφή πίστης αποτελεί μεταβίβαση αγοραστικής δύναμης με την κυριολεκτικά χρηματική της μορφή. Μεταβιβάζεται χρηματικό ποσό είτε με την μορφή ρευστών είτε με την εγγραφή του ποσού σε ειδικό λογαριασμό, από όπου τμηματικά δαπανάται το ποσό για συγκεκριμένους λόγους. Ο τραπεζικός δανεισμός αποτελεί μια έμμεση διαδικασία δανεισμού, γιατί οι μεσολαβητικές τράπεζες δε διαθέτουν δικά τους χρήματα να δανείσουν, αλλά δανείζουν τα συγκεντρωμένα σε αυτές αποταμιευμένα χρηματικά κεφάλαια και τα χρηματικά ποσά που χορηγεί σε αυτές η κεντρική τράπεζα της χώρας. Ο δανεισμός, χωρίς να αυξάνει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία, αυξάνει την ζήτηση αγαθών, γιατί μια ποσότητα χρημάτων που είναι αποθεματοποιημένη και μη διαθέσιμη για χρήση «βγαίνει» στην κυκλοφορία και χρησιμοποιείται από τους δανειζόμενους για την αγορά αγαθών.
Μορφές και «εργαλεία» εφαρμογής της πίστης Ομολογίες – Ομόλογα: Με τον όρο αυτό εννοούμε τον έγγραφο τίτλο που δηλώνει ότι κάποιος κατέβαλε ποσό χρημάτων (δανειοδότης) στον εκδότη της ομολογίας (δανειολήπτη). Με την έκδοση του τίτλου αυτού ο εκδότης – δανειολήπτης δηλώνει ότι θα επιστρέψει τη χρηματική αξία που αναφέρεται στον τίτλο σε ορισμένο χρόνο και για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί θα καταβάλει στον κάτοχο της ομολογίας τόκο, που είναι σταθερός σαν ποσοστό σε όλο το χρονικό διάστημα. Η ομολογία αποτελεί μακροπρόθεσμη πίστη και εφαρμόζεται όταν οι μεγάλες επιχειρήσεις στοχεύουν να συγκεντρώσουν χρηματικά κεφάλαια για μακρύ χρονικό διάστημα, μεγαλύτερο από αυτό που εφαρμόζεται από τον τραπεζικό δανεισμό. Ο τόκος των ομολογιών είναι μεγαλύτερος από τον τόκο των τραπεζικών καταθέσεων, γιατί ο δανειολήπτης εξασφαλίζει το χρηματικό ποσό για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να αντιμετωπίζει την πιθανότητα να εμφανιστεί ο καταθέτης να αποσύρει τα χρήματά του.
Μορφές και «εργαλεία» εφαρμογής της πίστης Μετοχές: Ο αγοραστής μιας μετοχής θεωρητικά συμμετέχει στην ίδρυση και στη δραστηριότητα μιας εταιρείας ως συμμέτοχος. Χρησιμοποιεί τα χρήματά του ο ίδιος από κοινού με άλλους συμμέτοχους. Στο τέλος κάθε έτους, ανάλογα με τα κέρδη της εταιρείας του αναλογεί κάποιο ποσοστό κέρδους για κάθε μετοχή που ονομάζεται μέρισμα και διαφέρει από έτος σε έτος. Αυτή η μορφή μετοχικής εταιρείας αφορά μικρές ΑΕ, που οι μέτοχοι συμμετέχουν και στη διοίκηση της εταιρείας. Το κυρίαρχο φαινόμενο στην αγορά μετοχών είναι οι μετοχές γιγαντιαίων επιχειρήσεων, όπου ο μέτοχος δεν παίζει κανένα ρόλο στη διοίκηση της εταιρείας γιατί κατέχει ελάχιστες από τις πολυάριθμες μετοχές της και γιατί το 51% των μετοχών που αποφασίζει για όλα ανήκει σε συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων. Έτσι ο οποιοσδήποτε διαθέτει αποταμίευση και τη μετατρέπει σε μετοχές ουσιαστικά παραχωρεί τη χρήση των χρημάτων του στη διοίκηση της εταιρείας, πιστεύοντας ότι το τίμημα που θα εισπράξει σαν εισόδημα θα είναι ικανοποιητικό γι’ αυτόν και μεγαλύτερο από τον τόκο των καταθέσεων. Το τίμημα αυτό περιλαμβάνει το μέρισμα και την πιθανή αύξηση της αξίας της μετοχής.
Μορφές και «εργαλεία» εφαρμογής της πίστης Έντοκα γραμμάτια δημοσίου (ε.γρ.δ.): Με τον όρο αυτό εννοούμε βραχυπρόθεσμούς τίτλους του δημοσίου με σταθερή απόδοση. Είναι συνήθως 3, 6 ή 12 μηνών. Με τα έντοκα γραμμάτια το κράτος δανείζεται χρήματα, για να καλύψει ελλειμματικές δαπάνες, από άτομα, νοικοκυριά ή επιχειρήσεις που είναι πλεονασματικοί και διαθέτουν χρηματικά κεφάλαια. Αποτελούν συνηθισμένο μέσο για την κάλυψη άμεσων και βραχυπρόθεσμων αναγκών του κράτους. Αγοράζονται από αποταμιευτές που επιδιώκουν βραχυπρόθεσμη σταθερή απόδοση. Στο ε.γρ.δ. ο τόκος προαφαιρείται από την αξία τους. Δηλαδή ένα ε.γρ.δ., ετήσιας διάρκειας, 50.000 ευρώ, με επιτόκιο 5% πωλείται 47.620 ευρω.
Επιπτώσεις από τη λειτουργία της πίστης Πίστη και επενδύσεις Το φυσικό κεφάλαιο είναι βασικός συντελεστής παραγωγής. Υπάγεται όμως στη διαδικασία της φθοράς, της απόσβεσης και της απαξίωσης. Έτσι είναι αναγκαίο από το εισόδημα κάθε έτους ένα μέρος να διατίθεται για το σχηματισμό νέου φυσικού κεφαλαίου και ένα άλλο για την αντικατάσταση του αποσβεσθέντος και απαξιωθέντος. Αν κάποιος αριθμός ατόμων ή επιχειρήσεων αποταμίευε ένα μέρος του εισοδήματός του, δε θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν επενδύσεις από τον καθένα ξεχωριστά, αλλά απαιτείται συνένωση πολλών μεμονωμένων αποταμιεύσεων για να σχηματιστεί αξιόλογο χρηματικό κεφάλαιο που μέσα από τις επενδύσεις μετατρέπεται σε φυσικό κεφάλαιο, το οποίο ωθεί στην αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας της οικονομίας. Αυτή η ανάγκη της συνένωσης μεμονωμένων αποταμιεύσεων για το σχηματισμό ΕΝOΣ χρηματικού κεφαλαίου της οικονομίας, σαν σύνολο, ώστε στη συνέχεια να διοχετευτεί στους διάφορους φορείς για να το μετατρέψουν σε φυσικό κεφάλαιο, εξυπηρετείται από τη λειτουργία της πίστης με όλες της μορφές της.
Επιπτώσεις από τη λειτουργία της πίστης Πίστη και κατανάλωση Στο σύνολο των καταναλωτών της οικονομίας παρατηρούμε δυο κατηγορίες: τους πλεονασματικούς (το εισόδημά τους είναι μεγαλύτερο από τις τρέχουσες καταναλωτικές ανάγκες τους) και τους ελλειμματικούς (το εισόδημά τους είναι μικρότερο από τις τρέχουσες καταναλωτικές ανάγκες τους). Οι καταναλωτές είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις προβλέψεις τους για το μέλλον, να περιορίσουν την τρέχουσα κατανάλωσή τους και να αποταμιεύσουν μέρος του εισοδήματός τους για να το χρησιμοποιήσουν μελλοντικά. Επίσης, προβλέποντας αύξηση του εισοδήματός τους αποφασίζουν να καταναλώσουν από πριν ένα μέρος του και οδηγούνται στο δανεισμό ή στην αγορά με πίστωση. Η μεταφορά αποταμιευμένου χρήματος από τους πλεονασματικούς στους ελλειμματικούς καταναλωτές εξυπηρετείται με τη λειτουργία της πίστης.
Επιπτώσεις από τη λειτουργία της πίστης Πίστη και οικονομική ισορροπία Υπάρχει σχέση ισορροπίας ανάμεσα στην ποσότητα του χρήματος και στην ποσότητα των αγαθών, σε συνάρτηση αντίστοιχα με την ταχύτητα κυκλοφορίας και το γενικό επίπεδο τιμών. Η ποσότητα του χρήματος που μας ενδιαφέρει άμεσα είναι εκείνη που διατίθεται στην αγορά για δαπάνη και αντιστοιχεί στα διαθέσιμα για αγορά αγαθά. Υπάρχει μια αντιστοιχία ανάμεσα στη ροή χρηματικών δαπανών και στη ροή αγαθών. Η ποσότητα του χρήματος που διατίθεται σαν δαπάνη είναι το ενεργό χρήμα. Το μέρος των εισοδημάτων που αποθησαυρίζεται είναι το αδρανές χρήμα. Η έντονη αδρανοποίηση του χρήματος οδηγεί στον περιορισμό της ποσότητας που κυκλοφορεί και στην διατάραξη της σχέσης χρήματος – αγαθών η οποία μπορεί να οδηγήσει σε υποκατανάλωση, μείωση των τιμών, περιορισμό της παραγωγής και αύξηση της ανεργίας. Για τη διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στη ροή χρηματικών δαπανών και στη ροή αγαθών απαιτείται η ενεργοποίηση του αδρανούς χρήματος και αυτό επιτυγχάνεται με τη λειτουργία της πίστης.
Δημιουργούμενη επιπρόσθετη πίστωση Πρόκειται για την πίστη που προέρχεται από την έκδοση νέου χρήματος, για να εφοδιαστεί η οικονομία με αυξημένα διαθέσιμα κεφάλαια, ή την αύξηση των πιστώσεων που δημιουργούν οι τράπεζες μέσα από το λογιστικό χρήμα, όταν αυξάνουν υπέρμετρα τις χορηγούμενες πιστώσεις σε σχέση με τα διακρατούμενα κατατεθειμένα κεφάλαια. Η επιπρόσθετη πίστωση είναι κυρίως δημιουργία ονομαστικής αγοραστικής δύναμης από το μηδέν, χωρίς να υπάρχουν τα αντίστοιχα πραγματικά αποταμιευμένα κεφάλαια που προέρχονται από την οικονομική δραστηριότητα. Η επιπρόσθετη πίστωση συμβάλλει στην ανάπτυξη της παραγωγής για τρείς λόγους: Είναι παραγωγική, γιατί με τη βοήθεια της οι παραγωγικές δυνάμεις κινητοποιούνται και χρησιμοποιούνται αποδοτικότερα. Οδηγεί σε ύψωση των τιμών. Αυτό, κατά τον Σουμπέτερ, σημαίνει ότι όσοι έχουν σταθερά εισοδήματα καταναλώνουν λιγότερα. Με τον τρόπο αυτό εμφανίζεται στο σύνολο της οικονομίας αναγκαστική αποταμίευση και συσσώρευση διαθέσιμων κεφαλαίων, που οδηγούνται στην παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών σε βάρος των καταναλωτικών. Προκύπτει έτσι καλύτερος μελλοντικός εφοδιασμός της οικονομίας. Καθιστά δυνατή την κινητοποίηση αναπασχόλητων παραγωγικών εφεδρειών. Με την ονομαστική αύξηση του χρήματος δεν είναι αναγκαίο να φτάσουμε σε ύψωση των τιμών, όταν σε μια οικονομία βρίσκονται αναπασχόλητες εφεδρείες παραγωγικών συντελεστών (εργασίας, εδάφους, εξοπλισμού).
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα Το σύνολο των εξειδικευμένων τραπεζών και άλλων πιστωτικών οργανισμών, μαζί με τους κανόνες λειτουργίας του. Το οικονομικό σύστημα αυτό, μέσα από το οποίο λειτουργεί η διαδικασία της πίστης, όπου συναντώνται τα διαθέσιμα και προσφερόμενα χρηματικά κεφάλαια αφενός και η ζήτηση χρηματικών κεφαλαίων αφετέρου είναι η αγορά χρηματικού κεφαλαίου ή χρηματοπιστωτική αγορά. Η χρηματοπιστωτική αγορά περιλαμβάνει το σύστημα φορέων και οργανισμών που διακινούν χρηματικά κεφάλαια και διευκολύνουν τη λειτουργία της πίστης. Αποστολή της χρηματοπιστωτικής αγοράς είναι η συνένωση του μεγαλύτερου δυνατού μέρους των αποταμιεύσεων χρηματικών κεφαλαίων και η κατανομή τους, μέσω της λειτουργίας της πίστης, στον παραγωγικό και καταναλωτικό τομέα της οικονομίας που ζητούν τέτοια κεφάλαια για τις ανάγκες τους.
Διακρίσεις στη χρηματοπιστωτική αγορά Η αγορά κεφαλαίου (κεφαλαιαγορά): Όταν αναφερόμαστε στη ζήτηση ή προσφορά κεφαλαίου, εννοούμε την τοποθέτηση αποταμιευτικών χρηματικών ποσών για μακρύ χρονικό διάστημα (μεγαλύτερο του ενός έτους) Η αγορά χρήματος (χρηματαγορά): Αγορά χρήματος χαρακτηρίζεται η αγορά για βραχυπρόθεσμα (μικρότερα του ενός έτους) χρηματικά κεφάλαια.
Διακρίσεις στη χρηματοπιστωτική αγορά Πρωτογενής και δευτερογενής κεφαλαιαγορά Οι νεοεκδιδόμενοι τίτλοι αξιών (μετοχές, ομολογίες) πωλούνται στους αποταμιευτές – επενδυτές μέσω των τραπεζών ή άλλων χρηματοπιστωτικών φορέων, που ενεργούν ως μεσολαβητές ανάμεσα στην εκδότρια επιχείρηση και στο αποταμιευτικό κοινό. Η διαδικασία αυτή χαρακτηρίζεται ως πρωτογενής διαδικασία ή πρωτογενής αγορά κεφαλαίου. Δευτερογενής αγορά κεφαλαίου χαρακτηρίζεται το χρηματιστήριο. Εκεί γίνεται διαπραγμάτευση και ανταλλαγή χρεογράφων που βρίσκονται ήδη στα χέρια του κοινού.
Φορείς και οργανισμοί της πιστωτικής αγοράς Τράπεζες Εκδοτικές Μεσολαβητικές ή εμπορικές τράπεζες Χρηματιστήρια αξιών Με τον όρο χρηματιστήριο εννοούμε έναν καθορισμένο χώρο, όπου συγκεντρώνονται οι ενδιαφερόμενοι για την διενέργεια μεταβιβάσεων που αφορούν κινητές αξίες (ομολογίες, μετοχές κτλ.) Λοιποί χρηματοδοτικοί οργανισμοί Ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων. Τοποθετούν τα χρηματικά κεφάλαια των καταθέσεων που συγκεντρώνουν από διάφορα άτομα στην αγορά κρατικών ομολογιών και ομολογιών ανώνυμων εταιρειών. Ασφαλιστικές εταιρείες. Συγκεντρώνουν τις αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων κυρίως με τα συμβόλαια ζωής και τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα, και στην συνέχεια τα τοποθετούν σε ομολογίες ή μετοχές άλλων επιχειρήσεων. Εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Εκδίδουν δικές τους μετοχές και με τα χρηματικά κεφάλαια που συγκεντρώνουν αγοράζουν μεγάλη ποικιλία χρηματιστηριακών τίτλων (ομολογίες, μετοχές άλλων εταιρειών κτλ.)
Τράπεζες Η εμφάνιση των τραπεζών. Η χρηματοπιστωτική λειτουργία αρχίζει από το 3300 π.Χ. στη Μεσοποταμία. Εκεί οι ιερείς του μεγάλου ναού συγκέντρωναν υπερβολικά πλούτη και είχαν τη δυνατότητα να δανείζουν, με απαίτηση την επιστροφή ενός μεγαλύτερου ποσού. Τα επιτόκια κυμαίνονταν γύρω στο 33% ετησίως και οι εγγυήσεις για την εξασφάλιση των δανειστών, πέρα από την περιουσία του δανειζόμενου, έφτανε μέχρι και την στέρηση της ελευθερίας του. Ιστορικά οι τράπεζες άρχισαν να αναπτύσσονται ύστερα από τη νομισματοκοπή που έκαναν οι Λυδοί της Μικράς Ασίας κατά το τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα. Κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα βεβαιώνεται η λειτουργία τραπεζών στη Βαβυλώνα και στην Αίγυπτο. Στην αρχαία Ελλάδα αναπτύχθηκαν τράπεζες με αντικείμενο τη χορήγηση δανείων και την εξασφάλιση καταθέσεων.
Τράπεζες Η εμφάνιση των τραπεζών. Μια επιτάχυνση της ανάπτυξης των τραπεζικών εργασιών εμφανίστηκε όταν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις άρχισαν να «εκδίδουν» νομίσματα και να καθορίζουν ισοτιμίες τόσο μεταξύ νομισμάτων όσο και μεταξύ νομισμάτων και αγαθών. Η ανάπτυξη των θαλάσσιων μεταφορών οδήγησε σε αύξηση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ διαφόρων ελληνικών, περσικών και αιγυπτιακών πόλεων, με αποτέλεσμα την πρώτη συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων, τον περιορισμό του αντιπραγματισμού στο ελάχιστο και την εξάπλωση της χρήσης του χρήματος στις συναλλαγές. Ορισμένες ελληνικές πολιτείες ίδρυσαν δημόσιες τράπεζες κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, που έπαιζαν το ρόλο της σημερινής κεντρικής τράπεζας, δηλαδή επόπτευαν τη νομισματική κυκλοφορία, εγγυόνταν το ανόθευτο των κερμάτων και διαχειρίζονταν την περιουσία της πολιτείας.
Τράπεζες Η επέκταση των τραπεζών μετά το 16ο αιώνα Η εισβολή της βιομηχανικής παραγωγής κατά το 16ο και 17ο αιώνα, οδήγησε σε μια γενική οικονομική μεγέθυνση. Αυτό, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων και των ναυτιλιακών μεταφορών, δημιούργησε αύξηση των χρηματικών διαθεσίμων, όχι σε ποσότητα αλλά σε πραγματική αξία, και διεύρυνε τις ανάγκες των επιχειρήσεων για κεφάλαια.
Τράπεζες Η επέκταση των τραπεζών μετά το 16ο αιώνα Η συνολική αύξηση της προσφοράς και της ζήτησης χρήματος οδήγησε σε εντυπωσιακή ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος, που απέκτησε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά. Περιορίστηκαν οι μικρές οικογενειακές τράπεζες και εμφανίστηκαν λίγες μεγάλες τράπεζες με σημαντικά κεφάλαια, που ανήκουν σε αρκετούς μετόχους. Αναπτύχθηκε και απόκτησε συγκεντρωτικό χαρακτήρα το τραπεζικό σύστημα. Καταβάλλονταν τόκοι από τις μεγάλες τράπεζες στους καταθέτες, προκειμένου να συγκεντρώνουν κεφάλαια για να επεκτείνουν τις εργασίες τους. Μεταβλήθηκε η διάρθρωση της τραπεζικής δανειοδότησης γιατί οι τράπεζες αρχίζουν να περιορίζουν τις εγγυήσεις που ζητούσαν μέχρι τότε για τη δανειοδότηση. Δημιουργήθηκαν τραπεζικά υποκαταστήματα στο εξωτερικό και αναπτύχθηκε η συνεργασία με τράπεζες άλλων χωρών, αναλαμβάνοντας την εξυπηρέτηση διεθνών εμπορικών συναλλαγών.
Τράπεζες Η ολοκλήρωση του τραπεζικού συστήματος κατά τον 20ο αιώνα. Ο 20ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από την ολοκλήρωση των τραπεζικών συστημάτων και τη συνεχή επέκταση των εργασιών τους σε πολυάριθμα αντικείμενα. Σε κάθε χώρα ανατέθηκε σε μία και μόνη τράπεζα το προνόμιο της έκδοσης νομισμάτων και ο έλεγχος της κυκλοφορίας του χρήματος, για την αποφυγή υπέρμετρης αύξησης της ποσότητας των τραπεζογραμματίων που εξέδιδαν μέχρι τότε όλες οι τράπεζες και την αποφυγή πληθωριστικών πιέσεων που συνεπαγόταν αυτό. Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929-1932 θεσπίστηκαν κανόνες για τη σταθερότητα και τη στεγανοποίηση μεταξύ των τραπεζικών συστημάτων έναντι των κινδύνων των οικονομικών κρίσεων και την αποφυγή γενικής τραπεζικής κρίσης όταν περνούσε από κρίση ένα τραπεζικό ίδρυμα.
Ο ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος Για την ίδρυση μιας μεσολαβητικής (εμπορικής) τράπεζας απαιτείται χορήγηση άδειας από την Τράπεζα της Ελλάδος. Απαιτείται ελάχιστο κεφάλαιο 18 εκατομμυρίων ευρώ, καταβεβλημένο όλο σε μετρητά. Οι τράπεζες λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας (ΑΕ). Απαγορεύεται στις τράπεζες να ασκούν κατ’ επάγγελμα για λογαριασμό τους εμπορικές ή βιομηχανικές δραστηριότητες. Απαγορεύεται να χορηγούν προς την ίδια επιχείρηση δάνεια που υπερβαίνουν το 1/5 των κεφαλαίων της τράπεζας. Απαγορεύεται να συμμετέχουν σε άλλες επιχειρήσεις, συνεισφέροντας κεφάλαια που υπερβαίνουν το 1/5 των συνολικών κεφαλαίων της τράπεζας.
Ο ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος Απαιτείται άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος: Για τη συγχώνευση ή εξαγορά πιστωτικών ιδρυμάτων. Για την εγκατάσταση στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων άλλων χωρών-μελών της ΕΕ. Για την εγκατάσταση στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών εκτός ΕΕ. Για το άνοιγμα γραφείων αντιπροσωπείας ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων. Για την ίδρυση υποκαταστημάτων ελληνικών τραπεζών σε άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ και σε τρίτες χώρες εκτός ΕΕ. Για τη συμμετοχή φυσικών ή νομικών προσώπων στην ίδρυση πιστωτικού ιδρύματος.
Ο εποπτικός ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί την εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Ελλάδα, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους στην αλλοδαπή, καθώς και επί των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες, εκτός ΕΕ, χώρες. Στόχοι της εποπτείας είναι η σταθερότητα και η αποτελεσματικότητα του πιστωτικού συστήματος. Επίσης η εποπτεία αποβλέπει στη διαφάνεια των πράξεων και των όρων των συναλλαγών.
Παρέμβαση της Τράπεζας της Ελλάδος στη χρηματοδότηση Η Τράπεζα της Ελλάδος παρεμβαίνει και εποπτεύει και τις διαδικασίες και τους όρους χρηματοδότησης των τραπεζών προς τις επιχειρήσεις. Στόχος του ελέγχου είναι η διαφύλαξη των ακόλουθων προϋποθέσεων: Να χρησιμοποιηθεί η πίστωση για τον σκοπό για των οποίο χορηγήθηκε. Τα υποβαλλόμενα στοιχεία και δικαιολογητικά να απεικονίζουν την πραγματική κατάσταση της χρηματοδοτούμενης επιχείρησης. Η εκπλήρωση των αναλαμβανόμενων υποχρεώσεων από τον οφειλέτη. Η μη χρηματοδότηση του ενδιαφερομένου από περισσότερες τράπεζες ταυτόχρονα για τον ίδιο σκοπό, πέρα από τα κανονικά όρια. Η επίδειξη στα όργανα ελέγχου της τράπεζας των λογιστικών βιβλίων και των λοιπών δικαιολογητικών της επιχείρησης. Να εφαρμόζονται κριτήρια αξιολόγησης των χρηματοδοτούμενων επενδύσεων από άποψη βιωσιμότητας και αποδοτικότητας και της θέσης που έχουν αυτές μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικοοικονομικού προγραμματισμού.
Πιστωτικοί περιορισμοί και διευρύνσεις Η Τράπεζα της Ελλάδος, έχει το δικαίωμα με αποφάσεις της να προβαίνει σε περιορισμό ή διεύρυνση των πιστώσεων. Οι πιστωτικοί περιορισμοί εφαρμόζονται όταν η ΤτΕ υποχρεώνει τις μεσολαβητικές (εμπορικές) τράπεζες να αυξήσουν το ποσοστό των διακρατούμενων ποσών των καταθέσεων και να χορηγούν έτσι μικρότερα ποσά. Αντιθέτως εμφανίζεται διεύρυνση των πιστώσεων όταν η ΤτΕ μειώνει τα ποσοστά των διακρατούμενων χρηματικών ποσών των καταθέσεων, και έτσι αυξάνονται οι χορηγήσεις. Η ΤτΕ μειώνοντας τα επιτόκια χορηγήσεων προς τις άλλες τράπεζες τις διευκολύνει να αντλήσουν κεφάλαια και να διευρύνουν τις πιστώσεις. Αντιθέτως, αν ανεβάσει τα επιτόκια που πληρώνουν για χορηγήσεις οι άλλες τράπεζες σε αυτή, τότε περιορίζει τις πιστωτικές δυνατότητες, γιατί οι άλλες τράπεζες έχουν περιορισμό στα διαθέσιμα κεφάλαια.
Η αποστολή των τραπεζών Οι τράπεζες είναι οργανισμοί με δικά τους μετοχικά κεφάλαια, που σχηματίζονται με την εισφορά των μετόχων ιδρυτών και με σκοπό να συγκεντρώνουν, με τη μορφή καταθέσεων, τις αποταμιεύσεις του κοινού και να τα χρησιμοποιήσουν ως σύνολο για τη δανειοδότηση των παραγωγικών και καταναλωτικών μονάδων. Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς οι τράπεζες είναι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, που στόχο έχουν τη δημιουργία χρηματικού πλεονάσματος (κέρδους) από τη διαχείριση των αποταμιεύσεων του κοινού. Δόθηκε μάλιστα ο εξής ορισμός: Τράπεζα είναι ο οικονομικός οργανισμός που ενεργεί το εμπόριο χρήματος. Αυτή καθιστά παραγωγικά τα αδρανή κεφάλαια των καταθετών, απαλλάσσοντας τους παράλληλα από το βάρος της διαχείρισής τους. Πολλοί πιστεύουν ότι σκοπός των τραπεζικών εργασιών δεν πρέπει να είναι το κερδοσκοπικό εμπόριο χρήματος, τη στιγμή που έχουμε δεχθεί ότι το χρήμα είναι το μέσο που αγοράζει όλα τα αγαθά και τις παραγωγικές δυνάμεις της οικονομίας, και κατά συνέπεια το εμπόριο του αγοραστικού μέσου (χρήματος) σημαίνει όχι εμπορία κάποιου εμπορεύματος, αλλά εμπορία της ίδιας της οικονομίας και των δομών της. Έτσι προτιμούν τον ακόλουθο ορισμό: Τράπεζες είναι οικονομικοί οργανισμοί που πρέπει να εποπτεύονται από το κράτος και που σκοπός τους οφείλει να είναι η συγκέντρωση των αποταμιεύσεων του κοινού και η διαχείριση τους, με στόχο τη μεγαλύτερη ωφέλεια για την οικονομία, μέσα από προγραμματισμένες χρηματοδοτήσεις (δανειοδότηση παραγωγικών και καταναλωτικών μονάδων). Μια διαφορά στον τόκο-έσοδο από τις χρηματοδοτήσεις και στον τόκο-έξοδο των καταθέσεων είναι σκόπιμη για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας τους και της ανάγκης για διεύρυνση των κεφαλαίων τους, για ανάπτυξη των εργασιών τους και για εξασφάλιση κάλυψης για την επικινδυνότητα των κεφαλαίων τους.
Βασικές σύγχρονες λειτουργίες των τραπεζών Λειτουργίες της εκδοτικής ή κεντρικής τράπεζας: Εκδίδει την απαιτούμενη για την λειτουργία της οικονομίας ποσότητα χρημάτων. Θεσπίζει τους κανόνες λειτουργίας και τους όρους πιστωτικής δραστηριότητας των άλλων τραπεζών και ελέγχει την εφαρμογή τους. Η κεντρική τράπεζα μπορεί να χρηματοδοτήσει τον κρατικό προϋπολογισμό είτε αγοράζοντας ομόλογα είτε με απευθείας δανεισμό. Ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας είναι καθοριστικός για τη νομισματική και πιστωτική πολιτική μιας χώρας, αφού ρυθμίζει τα όρια της ποσότητας του κυκλοφορούντος νομίσματος και προσδιορίζει τους όρους για την πιστοδοτική πολιτική προς τις άλλες τράπεζες. Η ρύθμιση αυτή στοχεύει στο να μη δημιουργείται νομισματικός πληθωρισμός σε συνδυασμό με το επίπεδο της παραγωγής και τις συναλλακτικές ανάγκες της οικονομίας. Λειτουργίες των μεσολαβητικών (εμπορικών) τραπεζών: Η συλλογή των καταθέσεων των αποταμιευτών και η χρηματοδότηση προς τους πελάτες. Κατά συνέπεια, ο ρόλος των τραπεζών αυτών είναι ρόλος μεσαζόντων, δηλαδή δανείζονται για να δανείσουν. Η βασική επιδίωξη των μεσολαβητικών τραπεζών συνίσταται στο να προσελκύσουν μεγαλύτερες καταθέσεις του κοινού, η έκταση και η μορφή των οποίων θα επιτρέψουν σε αυτές να διευρύνουν τις εργασίες τους με κατάλληλες τοποθετήσεις αυτών των κεφαλαίων και τελικά να επιτύχουν έσοδα μεγαλύτερα από τις δαπάνες, ή οι εισπρακτέοι τόκοι να είναι μεγαλύτεροι από τους πληρωτέους τόκους.
Καταθέσεις Κατάθεση είναι η παράδοση χρηματικού ποσού σε μια τράπεζα, που έχει το νομικό δικαίωμα να δέχεται καταθέσεις, και στο οποίο πιστωτικό ίδρυμα ο καταθέτης δείχνει εμπιστοσύνη με την πράξη του. Η πράξη της κατάθεσης συνεπάγεται την καταβολή τόκου στον καταθέτη.
Μορφές των καταθέσεων Καταθέσεις όψης: Αφορούν τα κατατεθειμένα χρηματικά ποσά των επιχειρήσεων –τώρα πλέον είναι άτοκες – και οι αναλήψεις από μέρους των επιχειρήσεων γίνονται με την έκδοση επιταγής. Είναι δηλαδή ουσιαστικά ταμείο φύλαξης των χρημάτων των επιχειρήσεων. Καταθέσεις ταμιευτηρίου: Χρηματικά ποσά που κατατίθενται από άτομα σε κοινό λογαριασμό, οι αναλήψεις γίνονται με βιβλιάριο καταθέσεων και το επιτόκιο είναι υψηλότερο. Καταθέσεις προθεσμιακές: Τα χρήματα που κατατίθενται δεσμεύονται για κάποιο χρονικό διάστημα (3, 6 ή 12 μήνες), συμφέρουν τις τράπεζες, γιατί, χωρίς κίνδυνο αναλήψεων από τους καταθέτες, τα διαχειρίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα και γι’ αυτό το επιτόκιο τους είναι υψηλότερο.
Μορφές των καταθέσεων Τρεχούμενος λογαριασμός: Μοιάζει με τις καταθέσεις ταμιευτηρίου. Ισχύει μόνο για άτομα (φυσικά πρόσωπα) που δεν έχουν εμπορική ιδιότητα. Η ανάληψη γίνεται με επιταγές (όπως στους λογαριασμούς όψης), οι πληρωμές προς τρίτους το ίδιο, και υπάρχει επιτόκιο, αλλά χαμηλότερο από τις καταθέσεις ταμιευτηρίου, επειδή η τράπεζα παρέχει γι’ αυτούς τους λογαριασμούς τις αναφερόμενες διευκολύνσεις. Μετατρέψιμοι λογαριασμοί: Οι καταθέτες έχουν το δικαίωμα να μετατρέπουν τους λογαριασμούς από ευρώ σε άλλο νόμισμα, εφόσον πληρούν κάποιες προϋποθέσεις. Π.χ. μόνιμοι κάτοικοι της αλλοδαπής (εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης) Καταθέσεις στεγαστικών ταμιευτηρίων: Αυτές, ανάλογα με το ποσό της κατάθεσης, έχουν ευνοϊκότερα επιτόκια, δίνουν στον καταθέτη το δικαίωμα, μετά την πάροδο του 12μηνου, να λάβει στεγαστικό δάνειο με επιδοτούμενο επιτόκιο ή μεταβιβάζεται αυτόματα το δικαίωμα αυτό του στεγαστικού δανείου από τον καταθέτη στα παιδιά του.
Χορηγήσεις των τραπεζών Μακροπρόθεσμες χορηγήσεις: Οι χορηγήσεις αυτές αφορούν δανειοδότηση προς επιχειρήσεις για πάγιες εγκαταστάσεις ή προς νοικοκυριά για στεγαστικά δάνεια. Είναι μια διαδικασία μετατροπής των διαθέσιμων χρηματικών κεφαλαίων των τραπεζών σε εμπράγματο (φυσικό κεφάλαιο). Η δαπάνη που πραγματοποιείται από το δανειολήπτη για την απόκτηση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων ασκεί πολλαπλασιαστική επίδραση στην οικονομία, γιατί θα επαναχρησιμοποιηθεί από αυτούς που διέθεσαν αυτά τα περιουσιακά στοιχεία για την απόκτηση άλλων και η συνέχεια αυτή είναι αλυσιδωτή. Έχει ειπωθεί ότι οι δαπάνες για πάγιες επενδύσεις και οικοδομές αποτελούν την ατμομηχανή για την αναζωογόνηση της οικονομίας. Τέτοιες επενδύσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία, γιατί αυξάνουν το εθνικό προϊόν, δημιουργούν θέσεις απασχόλησης κτλ. Η κάλυψη των τραπεζών με δάνειο για τις επενδύσεις αυτές αφορά ένα μέρος της δαπάνης (συνήθως 60-70%) και όχι το σύνολο. Το υπόλοιπο πρέπει να το διαθέτει η δανειζόμενη επιχείρηση και για να αποδείξει ότι πιστεύει στην επένδυση και αναλαμβάνει τον απαραίτητο κίνδυνο. Η φερεγγυότητα της επιχείρησης (πιστοληπτική ικανότητα) εξετάζεται με βάση την περιουσιακή της κατάσταση, την επιχειρηματική συμπεριφορά των ατόμων που την εκπροσωπούν και το παρελθόν της επιχείρησης όσον αφορά την συνέπεια στις συναλλαγές.
Χορηγήσεις των τραπεζών Βραχυπρόθεσμες χορηγήσεις: Αυτές αναφέρονται σε χρονική διάρκεια μέχρι 1 έτος και όσον αφορά τις επιχειρήσεις δίνονται για ενίσχυση των κεφαλαίων κίνησης, ενώ όσον αφορά τα νοικοκυριά δίνονται για καταναλωτικούς σκοπούς. Στις επιχειρήσεις το κεφάλαιο κίνησης αφορά το κυκλοφοριακό ενεργητικό και είναι το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού πλην των παγίων (κτήρια, μηχανήματα κτλ.) Τα κυκλοφοριακό ενεργητικό περιλαμβάνει, τα διαθέσιμα μετρητά, τις απαιτήσεις από πελάτες, τα διαθέσιμα αποθέματα εμπορευμάτων. Το ύψος των αναγκών σε κεφάλαιο κίνησης εξαρτάται: Από το χρόνο πίστωσης προς τους πελάτες Από την ανάγκη διατήρησης αποθεμάτων προϊόντων για να ανταποκρίνεται η επιχείρηση στις απαιτήσεις της αγοράς Από τις ανάγκες για πληρωμές μισθών και γενικών εξόδων σε έκτακτες περιπτώσεις, αν π.χ. καθυστέρησε να πουλήσει ή να εισπράξει από τους πελάτες της, για την πραγματοποίηση μιας μαζικής αγοράς πρώτων υλών με συμφέροντες όρους κτλ. Οι βραχυπρόθεσμες χορηγήσεις αυξάνουν την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος και αναθερμαίνουν την αγορά.
Ειδικές χρηματοοικονομικές πράξεις των τραπεζών Leasing (χρηματοδοτική μίσθωση) Αγορά από τις τράπεζες ενός περιουσιακού στοιχείου που θέλει να αποκτήσει μια επιχείρηση και η ενοικίαση σε αυτή, συνήθως για χρονικό διάστημα από 3 έως 7 χρόνια, ανάλογα με το είδος και την αξία του. Το ποσό της μίσθωσης καθορίζεται σε επίπεδα τέτοια, ώστε μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα η χρηματοδοτούσα τράπεζα να εισπράξει πίσω όλο το χρηματικό ποσό που διέθεσε, πλέον τους τόκους, και από εκεί και μετά το περιουσιακό στοιχείο περιέρχεται στην κυριότητα της επιχείρησης. Factoring (αγορά βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων) Οι χρηματοδοτούμενες επιχειρήσεις εκχωρούν τις απαιτήσεις που έχουν έναντι τρίτων και προεισπράττουν από την τραπεζική επιχείρηση την αξία τους, για να βελτιώσουν την ταμειακή τους ρευστότητα. Η τράπεζα «αγοράζει» τις απαιτήσεις αυτές καταβάλλοντας το αντίστοιχο ποσό και παίρνει μια αμοιβή που προκαθορίζεται από την συμφωνία.
Ειδικές χρηματοοικονομικές πράξεις των τραπεζών Forfaiting (αγορά μεσομακροπρόθεσμων απαιτήσεων) Οι εκχωρούμενες απαιτήσεις από τη μεριά των επιχειρήσεων και «εξαγοραζόμενες» από τις τράπεζες είναι έναντι αγοραστών από πωλήσεις κεφαλαιουχικών αγαθών. Αυτές μπορεί να είναι μακροχρόνιες, σαφώς άνω των 6 μηνών και για πολλά χρόνια, ανάλογα την πώληση. Οι συμφωνίες forfaiting αφορούν κυρίως τις πωλήσεις μηχανημάτων σε άλλες χώρες, προκειμένου οι χρηματοδοτούμενες επιχειρήσεις να προεισπράξουν την αξία τους και να ενισχύσουν την ταμειακή τους ρευστότητα. Franchising (χρηματοδότηση παραχώρησης δικαιωμάτων). Στο Franchising μια εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση παραχωρεί σε μια άλλη το δικαίωμα να κάνει χρήση της «φίρμας των προϊόντων», του τρόπου κατασκευής, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που αφορούν τα προϊόντα κτλ.
Οι καλύψεις των χρηματοδοτήσεων Υποθήκη σε ακίνητα Ενέχυρο, όπως εμπορεύματα που φυλάσσονται σε αποθήκες μέχρι την εξόφληση της χρηματοδότησης ή χρεόγραφα (Ομολογίες, μετοχές, έντοκα γραμμάτια δημοσίου) Τριτεγγυήσεις, δηλαδή την υπογραφή κάποιου φερέγγυου προσώπου ή επιχείρησης, που εγγυάται ότι θα εκπληρώσει εκείνος την υποχρέωση του οφειλέτη αν αυτός αδυνατεί να ανταποκριθεί στην οφειλή.
Λόγοι απορροφήσεων και συγχωνεύσεων τραπεζών Οι μεγεθύνσεις αυτές γίνονται για συγκεκριμένους λόγους: Για την καλύτερη ανάπτυξη και αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Για να αποκτήσουν οι μικρότερες τράπεζες τη δυνατότητα να προσφέρουν εξειδικευμένες υπηρεσίες και να ικανοποιούν αιτήματα για δανειοδότηση πέρα από τα δικά τους επιτρεπόμενα όρια. Για να μπορούν να επεκταθούν γεωγραφικά περισσότερο και να διαφοροποιούν ευκολότερα και αποδοτικότερα τις τοποθετήσεις τους. Για να έχουν τη δυνατότητα να αντλούν κεφάλαια από την χρηματαγορά για την περαιτέρω ανάπτυξή τους.
Τρόποι απορροφήσεων και συγχωνεύσεων τραπεζών Οι τρόποι συγχώνευσης, απορρόφησης και δημιουργίας μεγάλων τραπεζών είναι πολλοί: Η συγχώνευση δύο τραπεζικών ιδρυμάτων με κοινή απόφαση και συμφωνία σε μία ενιαία τράπεζα με ενιαία διοίκηση. Η εξαγορά ή απορρόφηση μιας μικρότερης τράπεζας από μία μεγαλύτερη, επειδή αυτή η μεταβίβαση συμφέρει και την μεγάλη-απορροφούσα τράπεζα, για να επεκτείνει τις εργασίες της, και τη μικρή απορροφούμενη, που δεν ήταν δυνατό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των σύγχρονων οικονομιών. Με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της αγοράστριας τράπεζας, με την αξία του οποίου αγοράζονται η πλειοψηφία των μετοχών της άλλης και έτσι αυτή απορροφάται από την πρώτη. Με τη δημιουργία τραπεζικών εταιρειών χαρτοφυλακίου (bank holding companies), που στοχεύουν στην τοποθέτηση μεγάλων κεφαλαίων σε τράπεζες, και την απόκτηση του ελέγχου των τραπεζών αυτών.
Τραπεζικοί όμιλοι εταιρειών Οι τράπεζες επεκτείνονται και σε άλλες παράλληλες επιχειρηματικές δραστηριότητες με την δημιουργία θυγατρικών. Τέτοιες εταιρείες, που ιδρύουν οι τράπεζες και συμπεριλαμβάνονται στους τραπεζικούς ομίλους, είναι: Εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων. Το αμοιβαίο κεφάλαιο αποτελείται από ένα σύνολο κινητών αξιών (χρεογράφων) και μετρητών. Η Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ) διαιρεί το κεφάλαιό της σε ίσα μερίδια και εκδίδει «τίτλους μεριδίου». Διαχειρίζεται τα χρεόγραφα του χαρτοφυλακίου της με σκοπό τη μέγιστη απόδοση και αυτή την κατανέμει στη συνέχεια στα δικά της μερίδια και στους κατόχους τους. Ασφαλιστικές εταιρείες. Ιδρύονται από τις τράπεζες για να πραγματοποιούν ασφαλιστικές εργασίες (πυρκαγιάς, κλοπής, ζωής κτλ.) Χρηματιστηριακές εταιρείες. Είναι ανώνυμες εταιρείες με αποκλειστικό σκοπό τη διεξαγωγή χρηματιστηριακών συναλλαγών. Εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου (ΕΠΕΚ) (venture capital). Οι ΕΠΕΚ πραγματοποιούν επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, συμμετέχουν σε αυξήσεις κεφαλαίων επιχειρήσεων, και παρέχουν εγγυήσεις δανείων στις παραπάνω επιχειρήσεις. Εταιρείες leasing για τη χρηματοδοτική μίσθωση περιουσιακών στοιχείων.
Η ιδιαιτερότητα της θέσης των τραπεζών Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των τραπεζικών επιχειρήσεων έγκειται: Στο αντικείμενο της εκμετάλλευσης των τραπεζικών επιχειρήσεων. Πρόκειται για αντικείμενο εκμετάλλευσης το οποίο έχει καθολική ζήτηση, δεδομένου ότι με αυτό παρίσταται ανάγκη να εφοδιάζονται συνέχεια όλες οι οικονομικές μονάδες, δημόσιες και ιδιωτικές, παραγωγικές και καταναλωτικές. Στην τεράστια ανάπτυξη των σχέσεων των τραπεζών με τις άλλες οικονομικές μονάδες. Αποτέλεσμα αυτών είναι η τεράστια επίδραση από την πολιτική και τις γενικές τραπεζικές εργασίες όχι μόνο στις επιμέρους οικονομικές μονάδες, αλλά και στην πορεία της οικονομίας σαν ενιαίο οργανικό σύνολο. Στη συγκέντρωση στις τράπεζες του κοινωνικού αποταμιεύματος. Με τη συγκέντρωση του κοινωνικού αποταμιεύματος οι τραπεζικές επιχειρήσεις μεταβάλλονται σε ένα τεράστιο κοινωνικό θησαυροφυλάκιο και μπορούν να αντλούν συνέχεια αγοραστική δύναμη, με την οποία τροφοδοτούν παραγωγικές και καταναλωτικές οικονομικές μονάδες, συνυφαίνοντας στενούς δεσμούς και σχέσεις με το κοινωνικό σύνολο, απέναντι στο οποίο δημιουργούνται ευθύνες και υποχρεώσεις, γιατί διαγράφεται γι’αυτές ο ρόλος του ρυθμιστή της γενικής οικονομικής δραστηριότητας.
Γενικά προβλήματα της λειτουργίας των τραπεζών Προβλήματα από την επιχειρηματική δραστηριότητα των τραπεζών, που παρουσιάζονται όταν εξετάζονται οι τράπεζες σαν οργανισμοί που συγκεντρώνουν αγοραστική δύναμη. Ανάμεσα σε αυτά το πιο σημαντικό είναι το πρόβλημα της ασφάλειας των χορηγήσεων, που συνδέεται με την ανάληψη πιθανών κινδύνων από την τράπεζα και εξαρτάται από την ποιότητα των συγκεντρωμένων πληροφοριών. Προβλήματα που πηγάζουν από την προνομιακή ιδιότητα των τραπεζών, ως θεματοφυλάκων του κοινωνικού αποταμιεύματος. Από την ιδιότητα αυτή απορρέει η υποχρέωση για τις τράπεζες να αντιμετωπίζουν το ζήτημα της ασφάλειας των δανείων που χορηγούν όχι μόνο από την πλευρά της ιδιωτικής οικονομικής για τη διαφύλαξη της δικής τους περιουσίας, αλλά και από την κοινωνική πλευρά της προστασίας του εμπιστευμένου σε αυτές κοινωνικού αποταμιεύματος, που το συγκέντρωσαν με τη μορφή των καταθέσεων από μέρους του λαού.
Τραπεζικό σύστημα και οικονομική ανάπτυξη Ο Σουμπέτερ στη «θεωρία της οικονομικής εξέλιξης» θεμελίωσε την άποψη πως το χρήμα που δίνεται στη διάθεση των οικονομικών μονάδων (μέσω δανείων) επιτρέπει τη διεύρυνση της παραγωγής, γιατί η διεύρυνση αυτή έχει ανάγκη από μακροπρόθεσμες επενδύσεις (αγορά μηχανών, ανέγερση εγκαταστάσεων) και από συμπληρωματικές βραχυπρόθεσμες επενδύσεις (αγορά πρώτων υλών, πληρωμές ημερομισθίων κτλ.). Αυτή την ανάγκη οι οικονομικές μονάδες την αξιοποιούν, δανείζονται τα ποσά που θα τις εξυπηρετήσουν και χρηματοδοτούν τη διεύρυνση της παραγωγής. Στο μέτρο που κάθε νέα επένδυση δημιουργεί τη «διέξοδο» της στην αγορά (εισοδήματα και πελάτες), το εθνικό προϊόν αυξάνεται και η ανάγκη σε όγκο χρήματος αυξάνεται επίσης, αφού αυξάνεται ο όγκος της παραγωγής. Μπαίνει σε λειτουργία ένα ανοδικό κύκλωμα, πίστη, διεύρυνση παραγωγής, διεύρυνση αγοράς, διεύρυνση πίστης, κτλ., που οδηγεί στην οικονομική μεγέθυνση.
Ενιαίο Ευρωπαϊκό Τραπεζικό Κέντρο Με το άρθρο 4Α της συνθήκης του Μάαστριχτ προβλέπεται η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), που περιλαμβάνει την ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) που λειτουργούν σύμφωνα με καταστατικό που καθορίζει τους στόχους και τα καθήκοντά τους. Ο πρωταρχικός στόχος του ΕΣΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Κοινότητα προκειμένου να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων της Κοινότητας. Το ΕΣΚΤ ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων.
Καθήκοντα του ΕΣΚΤ Να χαράζει και να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική της Κοινότητας. Να διενεργεί πράξεις συναλλάγματος (παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος). Να κατέχει και να διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κρατών-μελών. (Συναλλαγματικά διαθέσιμα είναι περιουσιακά στοιχεία, ξεχωριστά από τα εγχώρια τραπεζογραμμάτια και αξιόγραφα, που κρατούν οι κεντρικές τράπεζες και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσα διεθνών πληρωμών). (Ιστορικά, το κυριότερο μέσο διεθνών πληρωμών ήταν ο χρυσός, αλλά τώρα τα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κεντρικών τραπεζών περιλαμβάνουν επίσης, κρατικά αξιόγραφα των κυριότερων βιομηχανικών οικονομιών, καταθέσεις ξένων τραπεζών και ειδικά αξιόγραφα που έχουν δημιουργηθεί από το ΔΝΤ) (Το χαρτοφυλάκιο συναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ αποτελείται από δολάρια ΗΠΑ, γιεν Ιαπωνίας, χρυσό και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα.). Συμβάλει στην ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων Κεφαλαιακή Επάρκεια Ως κεφαλαιακή επάρκεια κατά κινδύνων θεωρείται η ύπαρξη και διατήρηση ιδίων κεφαλαίων ενός πιστωτικού ιδρύματος, σε ύψος, το οποίο με βάση οικονομοτεχνικά κριτήρια αρκεί για την αντιμετώπιση πιθανών ζημιών από τη διέλευση πάσης φύσεως κινδύνων που ενέχουν οι δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος. Πρόκειται για περιουσιακά στοιχεία του πιστωτικού ιδρύματος, τα οποία μπορούν να διατεθούν για κάλυψη ζημιών, που ενδεχομένως θα προκύψουν από κάποιες επισφαλείς απαιτήσεις του έναντι πελατών, με τρόπο όμως που δε θα διακινδυνεύεται η ετοιμότητα εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του, η φερεγγυότητά και η αξιοπιστία του. Αν τα κεφάλαια αυτά μειωθούν κάτω από το ισχύον όριο, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την εντός συντόμου χρονικού διαστήματος επαναφορά τους στο προβλεπόμενο όριο, καθώς σε διαφορετική περίπτωση το εν λόγω ίδρυμα θα παύσει τη δραστηριότητά του.
Περαιτέρω καθήκοντα του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστηματος Η ΕΚΤ διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα να εγκρίνει την έκδοση τραπεζογραμματίων εντός της ζώνης του ευρώ. Σε συνεργασία με τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες, η ΕΚΤ συλλέγει τις στατιστικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ, είτε από τις εθνικές αρχές είτε απευθείας από οικονομικούς φορείς. Το Ευρωσύστημα αποτελείται από την ΕΚΤ και τις ΕθνΚΤ των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Το Ευρωσύστημα συμβάλλει στην ομαλή άσκηση πολιτικών που προωθούν οι αρμόδιες αρχές αναφορικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ευρύτερα καθήκοντα του Ευρωσυστήματος H έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ, τα οποία είναι τα μόνα τραπεζογραμμάτια που έχουν ισχύ νόμιμου χρήματος στη ζώνη του ευρώ, η συλλογή των στατιστικών στοιχείων που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος, η συμβολή στον σχεδιασμό και την τροποποίηση των κανόνων που αφορούν στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, η προώθηση ρυθμίσεων για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την αποτελεσματική διαχείριση χρηματοπιστωτικών κρίσεων, η συνεργασία με διεθνείς φορείς σε θέματα όπως η παγκόσμια ανάπτυξη και η μακροοικονομική σταθερότητα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) Η ΕΚΤ βρίσκεται στο κέντρο του ΕΣΚΤ και του Ευρωσυστήματος. Η ΕΚΤ εξασφαλίζει ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στο Ευρωσύστημα και στο ΕΣΚΤ εκτελούνται είτε μέσω των δικών της δραστηριοτήτων σύμφωνα με το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ είτε μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Το ΕΣΚΤ αποτελείται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες όλων των κρατών μελών της ΕΕ είτε αυτά έχουν υιοθετήσει το ευρώ είτε όχι. Το Ευρωσύστημα αποτελείται από την ΕΚΤ και τις ΕθνΚΤ των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Το Ευρωσύστημα και το ΕΣΚΤ θα εξακολουθήσουν να συνυπάρχουν όσο υφίστανται κράτη μέλη της ΕΕ που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ. Το ΕΣΚΤ διοικείται από το διοικητικό συμβούλιο και την εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ και ως τρίτο όργανο λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ είναι το γενικό συμβούλιο. Η εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ απαρτίζεται από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ και άλλα τέσσερα μέλη, που ορίζονται από τους αρχηγούς των κρατών-μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ απαρτίζεται από όλα τα μέλη της ανωτέρω εκτελεστικής επιτροπής και τους διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Οι αποφάσεις της ΕΚΤ για τη νομισματική πολιτική λαμβάνονται από το διοικητικό συμβούλιο. Το γενικό συμβούλιο είναι το τρίτο όργανο λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ. Απαρτίζεται από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο και τους διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξαρτήτως ένταξης στο ευρώ.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) Η ΕΚΤ είναι αρμόδια για τη διαχείριση του ευρώ και για τη χάραξη και εφαρμογή της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής της ΕΕ. Βασικός της στόχος είναι να διατηρεί σταθερές τις τιμές, στηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Καθορίζει τα επιτόκια με τα οποία δανείζει τις εμπορικές τράπεζες στην Ευρωζώνη ελέγχοντας έτσι την προσφορά χρήματος και τον πληθωρισμό. Διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ευρωζώνης και την αγορά ή πώληση νομισμάτων, ώστε να διατηρείται η ισοτιμία των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Διασφαλίζει την κατάλληλη εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών και ιδρυμάτων από τις εθνικές αρχές. Εξουσιοδοτεί τις χώρες της Ευρωζώνης να εκδίδουν χαρτονομίσματα ευρώ.
Οι Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες και το Ευρωσύστημα Οι ΕθνΚΤ λειτουργούν με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές και τις οδηγίες της ΕΚΤ για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος. Οι ΕθνΚΤ συμμετέχουν στην άσκηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής της ζώνης του ευρώ. Διενεργούν πράξεις νομισματικής πολιτικής, παρέχοντας για παράδειγμα χρήμα κεντρικής τράπεζας στα πιστωτικά ιδρύματα. Διενεργούν πράξεις διαχείρισης συναλλαγματικών διαθεσίμων τόσο για δικό τους λογαριασμό όσο και για λογαριασμό της ΕΚΤ.
Χρηματιστήρια – Η αναγκαιότητα του θεσμού Η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί τον πιο σημαντικό στόχο στη δέσμη των γενικότερων μακροοικονομικών στόχων. Ο πιο σημαντικός προσδιοριστικός παράγοντας της οικονομικής ανάπτυξης είναι οι επενδύσεις. Δηλαδή, η δημιουργία νέου και τεχνολογικά πιο σύγχρονου πραγματικού (παγίου) κεφαλαίου στην οικονομία. Οι επενδύσεις αυτές εξαρτώνται κυρίως από την εξασφάλιση της χρηματοδότησης τους, με οικονομικό κόστος που να αυξάνει την ανταγωνιστικότητά τους. Όταν τα χρηματικά κεφάλαια (που απαιτούνται για να πραγματοποιηθεί μια επένδυση) είναι αδύνατον να προέλθουν μέσα από την επιχείρηση ως αυτοχρηματοδότηση, είναι απαραίτητη η εύκολη πρόσβασή τους στο ευρύ αποταμιευτικό κοινό, στα πλαίσια μιας οργανωμένης και αποτελεσματικής κεφαλαιαγοράς, τόσο πρωτογενούς όσο και δευτερογενούς. Με τον όρο πρωτογενής κεφαλαιαγορά εννοούμε την αγορά για μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση. Στην πρωτογενή κεφαλαιαγορά συναντώνται εκείνοι που προσφέρουν χρηματικό κεφάλαιο σε μακροπρόθεσμη βάση (αποταμιευτές, δανειστές) και εκείνοι που ζητούν τέτοιο κεφάλαιο για μακροπρόθεσμους επενδυτικούς σκοπούς. Για να μπορεί η κεφαλαιαγορά να είναι αποτελεσματική πρέπει να συνοδεύεται και από κατάλληλα οργανωμένη δευτερογενή κεφαλαιαγορά ή χρηματιστηριακή αγορά. Σε αυτή την αγορά οι οικονομικές μονάδες ανταλλάσουν μεταξύ τους τίτλους που κατέχουν στο χαρτοφυλάκιό τους (μετοχές και άλλα χρεόγραφα). Η δευτερογενής-χρηματιστηριακή αγορά είναι εξίσου σημαντική όπως και η πρωτογενής γιατί αν οι οικονομικές μονάδες δεν έχουν τη βεβαιότητα ότι μπορούν εύκολα να ρευστοποιήσουν τους τίτλους που κατέχουν, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα «κλείσουν» χρηματικά κεφάλαια σε μακροχρόνιες επενδύσεις για εγκαταστάσεις τρίτων, όπως τους οδηγεί μόνη της η πρωτογενής κεφαλαιαγορά.
Η έννοια της χρηματιστηριακής αγοράς Χρηματιστήριο είναι ένας τόπος όπου «συναντώνται» και διασταυρώνουν τα ενδιαφέροντά τους εκείνοι που προτίθενται να πουλήσουν κινητές αξίες (μετοχές, ομολογίες, γενικά χρεόγραφα) ή εμπορεύματα ή πολύτιμα μέταλλα κτλ. με εκείνους που προτίθενται να τα αγοράσουν. Οι αγοραπωλησίες διενεργούνται με τη μορφή της δημοπρασίας, όπου προσφέρονται και ζητούνται χρεόγραφα με «εκφώνηση» από τον καθένα της προσφοράς, της ζήτησης και της τιμής, έτσι ώστε συγκλίνοντας προσφορά και ζήτηση να έρθουν σε «άμεση επαφή» και να καταλήξουν σε πραγματοποίηση της συναλλαγής.
Διακρίσεις των χρηματιστηρίων Χρηματιστήρια Αξιών Χρηματιστήρια Εμπορευμάτων Χρηματιστήρια Πολύτιμων Μετάλλων Χρηματιστήρια Συναλλάγματος Χρηματιστήρια Παραγώγων κτλ. Τα χρηματιστήρια επίσης διακρίνονται σε ειδικά χρηματιστήρια, όταν διαπραγματεύονται ένα είδος ή μια κατηγορία ειδών και γενικά χρηματιστήρια όταν διαπραγματεύονται χρηματιστηριακά πράγματα περισσότερων κατηγοριών.
Το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα το 1876, αλλά η προσφορά του και η συμμετοχή του στα οικονομικά δρώμενα της χώρας ήταν ελάχιστη μέχρι τη δεκαετία του 1980. Όργανα διοίκησης και εποπτείας του ΧΑΑ Το διοικητικό συμβούλιο (ΔΣ) του ΧΑΑ. Το ΔΣ μπορεί να ασκεί πειθαρχική εξουσία, να αποφασίζει για την εισαγωγή Ανώνυμων Εταιρειών (ΑΕ) στο ΧΑΑ, να γνωμοδοτεί για τη διαγραφή ΑΕ, να αναστέλλει τη λειτουργία του, να αναστέλλει τη διαπραγμάτευση μετοχής κτλ. Η επιτροπή κεφαλαιαγοράς (ΕΚ). Το έργο της επικεντρώνεται στην εποπτεία και στον έλεγχο της συμμόρφωσης των εταιρειών με τις υποχρεώσεις διαρκούς πληροφόρησης του επενδυτικού κοινού. Αξιολογεί δημοσιεύματα και ανακοινώσεις σχετικά με τις εταιρείες των οποίων οι κινητές αξίες διαπραγματεύονται στο ΧΑΑ. Αναφορικά με την τήρηση της νομοθεσίας περί προνομιακών πληροφοριών και χειραγώγησης της αγοράς, παρακολουθεί τη συμπεριφορά των εταιρειών κι εν γένει των συμμετεχόντων στις αγορές, σχετικά με δημοσιεύματα, ανακοινώσεις και τα οικονομικά τους στοιχεία.
Προσωρινή διακοπή διαπραγμάτευσης Η προσωρινή διακοπή διαπραγμάτευσης αποφασίζεται από το χρηματιστήριο σε περιπτώσεις εξαιρετικού χαρακτήρα, απότομων, εξαιρετικά απρόβλεπτων και έντονων διακυμάνσεων της τιμής κινητής αξίας, ώστε να προστατευθεί η λειτουργία της αγοράς και το επενδυτικό κοινό είτε κατά τη διακριτική του ευχέρεια είτε κατά δέσμια αρμοδιότητα ύστερα από αίτηση της ΕΚ. Όταν κριθεί πως πλέον δεν κινδυνεύει υπέρμετρα η αγορά ή το επενδυτικό κοινό, το ίδιο το χρηματιστήριο αίρει την διακοπή.
Απαγόρευση κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών Απαγορεύεται σε πρόσωπα, τα οποία κατέχουν προνομιακές πληροφορίες λόγω της ιδιότητας τους ως μελών των διοικητικών, διευθυντικών ή εποπτικών οργάνων εκδότη, λόγω της συμμετοχής τους στο κεφάλαιο εκδότη, λόγω της πρόσβασης που έχουν στις πληροφορίες αυτές κατά την άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων τους, λόγω των εγκληματικών δραστηριοτήτων τους, να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για να αποκτήσουν ή να διαθέσουν ή για να προσπαθήσουν να αποκτήσουν ή να διαθέσουν, για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό τρίτων, αμέσως ή εμμέσως, χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορούν οι πληροφορίες αυτές. Προληπτικά μέτρα: Όλες οι εμπιστευτικές πληροφορίες θα πρέπει να δημοσιοποιούνται το ταχύτερο δυνατό από τους εκδότες. Το προληπτικό αυτό μέτρο που αποτρέπει την εκμετάλλευση εμπιστευτικής πληροφόρησης συνοδεύεται από μια σειρά άλλων μέτρων που σχετίζονται για παράδειγμα, με την υποχρέωση των εκδοτών να διατηρούν καταλόγους με τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε τέτοια πληροφόρηση. Όποτε μια εισηγμένη εταιρία ανακοινώνει εμπιστευτική πληροφορία σε έναν αναλυτή για παράδειγμα, θα πρέπει να τη δημοσιοποιήσει ταυτόχρονα στο ευρύτερο επενδυτικό κοινό. Με τον όρο «εκδότες» νοούνται τα νομικά πρόσωπα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα κράτη, των οποίων κινητές αξίες έχουν εισαχθεί σε οργανωμένη αγορά.
Απαγόρευση χειραγώγησης της αγοράς Ως «χειραγώγηση της αγοράς» νοούνται: συναλλαγές ή εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών, με τις οποίες δίδονται ή είναι πιθανόν ότι θα δοθούν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις για την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή χρηματοπιστωτικού μέσου ή με τις οποίες διαμορφώνεται η τιμή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο, οι συναλλαγές ή οι εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών με τις οποίες χρησιμοποιούνται παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή κάθε άλλη παραπλάνηση ή τέχνασμα, η διάδοση μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης, περιλαμβανόμενου του διαδικτύου ή με οποιαδήποτε άλλο μέσο, πληροφοριών οι οποίες δίνουν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα.
Απαγόρευση χειραγώγησης της αγοράς Παραδείγματα συμπεριφορών που μπορεί να θεωρηθούν ως χειραγώγηση είναι: Η αγορά ή η πώληση μετοχής μετά το κλείσιμο της συνεδρίασης με αποτέλεσμα την παραπλάνηση των επενδυτών που ενεργούν βάσει της τιμής κλεισίματος. Η εκμετάλλευση της περιστασιακής ή τακτικής πρόσβασης στα παραδοσιακά ή ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης με διατύπωση γνώμης για μια μετοχή ενώ προηγουμένως έχουν ληφθεί θέσεις στην εν λόγω μετοχή, και εν συνεχεία άντληση οφέλους από τον αντίκτυπο που έχει η γνώμη αυτή στην τιμή της μετοχής, χωρίς να έχει ταυτόχρονα δημοσιοποιηθεί η συγκεκριμένη σύγκρουση συμφερόντων. H πρακτική, που περιλαμβάνει την ανάμειξη σε μια σειρά από συναλλαγές που γίνονται γνωστές στο κοινό, με σκοπό να δώσουν την εντύπωση δραστηριότητας ή μεταβολής της τιμής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.
Στόχοι του χρηματιστηρίου Η εύκολη πρόσβαση των επιχειρήσεων στην κεφαλαιαγορά, μέσω ενός κατάλληλου προσδιορισμού των κριτηρίων που πρέπει να ικανοποιούν οι τίτλοι τους, ώστε να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγών στην αντίστοιχη χρηματιστηριακή αγορά. Η προσφορά ποιοτικά καλύτερων και φθηνότερων χρηματιστηριακών προϊόντων, κυρίως με την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων μεθόδων συναλλαγών, που ανταποκρίνονται περισσότερο στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων της κάθε κατηγορίας. Η εξασφάλιση της απαραίτητης προστασίας των συμφερόντων των επενδυτών, μέσω της αυτόματης, κατανοητής και αδάπανης πληροφόρησής τους γύρω από τους κινδύνους και τις ευκαιρίες που συνεπάγονται οι τοποθετήσεις τους στους τίτλους των επιμέρους χρηματιστηριακών αγορών. Η ταχύτητα στη διενέργεια των συναλλαγών. Η αμεσότητα στη σύναψη των συμφωνιών, καθώς και η δημοσιότητα και η σταθερότητα των συναλλαγών.
Ταξινόμηση εισαγόμενων τίτλων Στο πλαίσιο ενός ορθολογικού συστήματος κεφαλαιαγοράς η τμηματοποίηση της αγοράς είναι αναγκαία, με βάση κριτήρια που συμβάλλουν στην ταξινόμηση των χρηματιστηριακών πραγμάτων σε διάφορα επίπεδα αγοράς, ώστε να εντάσσονται σε μία από τις αγορές του χρηματιστηρίου και να υλοποιούνται οι στόχοι του. Τα κριτήρια αξιολόγησης αναφέρονται κυρίως στα εξής: Στην οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων, στο μέγεθος και στις δυνατότητες ανάπτυξής της. Στην ποσότητα και στην ποιότητα της πληροφόρησης που υποχρεούνται να προσφέρουν οι επιχειρήσεις στο επενδυτικό κοινό. Η εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων που ενδιαφέρονται να εισαχθούν στη χρηματιστηριακή αγορά στηρίζεται συνήθως στα ακόλουθα μεγέθη: Στο ύψος των ιδίων κεφαλαίων Στη διασπορά των μετοχών Στην ηλικία της επιχείρησης Στα αποτελέσματα (κέρδη) σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.
Χρηματιστηριακές αγορές του ΧΑΑ Εφόσον η οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να υλοποιηθεί με τη μέγιστη δυνατή συμβολή της κεφαλαιαγοράς, λογικό είναι να απαιτήσει κανείς θεσμούς και κανόνες παιχνιδιού που επιτρέπουν την πρόσβαση κατά το δυνατό περισσότερων επιχειρήσεων σε αυτή (τόσο στην πρωτογενή όσο και στη δευτερογενή). Αυτό όμως, είναι δύσκολο να υλοποιηθεί στην πράξη , αν οι επιχειρήσεις διαφέρουν μεταξύ τους ουσιαστικά, αναφορικά με την οικονομική τους κατάσταση και τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξής τους και ταυτόχρονα τα κριτήρια εισόδου στην δευτερογενή αγορά είναι τόσο αυστηρά που μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο από μια μειοψηφία επιχειρήσεων. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να ταξινομηθούν οι επιχειρήσεις σε διάφορες κατηγορίες με βάση κάποια κριτήρια και να προσδιοριστούν για κάθε κατηγορία ειδικοί όροι πρόσβασης στη χρηματιστηριακή αγορά. Στις ΗΠΑ, ο διαχωρισμός της αγοράς σε τρία διαφορετικά τμήματα αποτελεί πραγματικότητα εδώ και πολλά χρόνια. Λειτουργούν: Το NYSE (New York Stock Exchange) όπου ανήκουν περίπου 1.500 μεγάλες ανώνυμες εταιρείες, Ο NSDAQ που περιλαμβάνει περισσότερες από 4.000 μικρότερες επιχειρήσεις, Το ΟTC που περιλαμβάνει περίπου 30.000 μικρές και λιγότερο δυναμικές επιχειρήσεις.
Χρηματιστηριακές αγορές του ΧΑΑ Στην Ελλάδα έχουμε τις εξής αγορές: Την κύρια αγορά του ΧΑΑ όπου συμμετέχουν εταιρείες που διαθέτουν όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις εισαγωγής, δηλαδή: Διαθέτουν ίδια κεφάλαια 11.739.000 ευρώ και ικανοποιητική περιουσιακή κατάσταση με βάση τον τελευταίο ισολογισμό τους. Έχει πραγματοποιηθεί ικανοποιητική διασπορά των μετοχών, τουλάχιστον το 25% του συνόλου, να είναι κατανεμημένες σε πάνω από 2.000 άτομα, χωρίς να υπερβαίνει κανένα από αυτά το 2% του συνόλου των μετοχών. Υπάρχουν τουλάχιστον για τις τρεις τελευταίες οικονομικές χρήσεις δημοσιευμένες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, ελεγμένες από ορκωτό λογιστή και φορολογικά ελεγμένες μέχρι την τελευταία. Την παράλληλη αγορά του ΧΑΑ όπου συμμετέχουν εταιρείες που δεν έχουν εισαχθεί στην κύρια αγορά, είναι μεσαίου μεγέθους, έχουν θετική προοπτική για το μέλλον αλλά υστερούν στο μέγεθος των κεφαλαίων. Τη Νέα Χρηματιστηριακή Αγορά (ΝΕΧΑ) όπου εισάγονται μικρομεσαίες επιχειρήσεις με αποδειγμένη δυναμική και μελλοντική προοπτική, που δεν μπορούν να εισαχθούν στην κύρια ή παράλληλη αγορά.
Οι δείκτες τιμών του ΧΑΑ Γενικός Δείκτης Τιμών του ΧΑΑ. Αφορά τις μετοχές των εταιρειών της κύριας αγοράς. Από τις 350 περίπου εταιρείες που είναι εισηγμένες στην κύρια αγορά, στον υπολογισμό του Γενικού Δείκτη μετέχουν οι 60 «καλύτερες», με την έννοια της δυναμικής, σταθερής και αναπτυξιακής προοπτικής τους. Υπολογισμός του Γενικού Δείκτη Ο Γενικός Δείκτης, έχει σκοπό τη σύγκριση των τιμών και τη διαχρονική εξέλιξη και ξεκίνησε με ημερομηνία βάσης την 31-12-1980. Θεωρήθηκε ότι οι τιμές των μετοχών που μετείχαν στη διαμόρφωση του δείκτη εκείνη την ημέρα ήταν στο στρογγυλοποιημένο «επίπεδο 100».
Οι δείκτες τιμών του ΧΑΑ Υπολογισμός του Γενικού Δείκτη Αν θεωρήσουμε ότι η ποσότητα για κάθε μία από τις 60 μετοχές είναι ΠΜ 1 , ΠΜ 2 ,…, ΠΜ 60 και οι αντίστοιχες τιμές τους Τ 1 , Τ 2 ,…, Τ 60 , τότε η μέση τιμή τρέχουσας ημέρας θα είναι ΠΜ 1 ∙ Τ 1 + ΠΜ 2 ∙ Τ 2 +…+ ΠΜ 60 ∙ Τ 60 Συνολική Π (ποσότητα) Αντιστοίχως, με τον ίδιο τρόπο είναι υπολογισμένη η μέση τιμή της ημέρας βάσης. Ο γενικός δείκτης είναι ο λόγος της μέσης τιμής τρέχουσας ημέρας προς τη μέση τιμή ημέρας βάσης (31-12-1980). Δηλαδή: ΓΔ= Μέση τιμή τρέχουσας ημέρας Μέση τιμή ημέρας βάσης ×100
Παράγωγα προϊόντα Ως παράγωγα προϊόντα εννοούμε εκείνα που «παράγονται» από άλλες συναλλακτικές πράξεις. Είναι προϊόντα που η αξία τους είναι εξαρτημένη από την αξία μια άλλης κύριας συναλλαγής. Γι’ αυτό ονομάζονται και εξαρτημένες απαιτήσεις (contingent claims). Σεκάθε παράγωγο συμβόλαιο υπάρχουν δύο αντισυμβαλλόμενοι, ο «αγοραστής» του συμβολαίου και ο «πωλητής» του συμβολαίου. Αντίστοιχα δημιουργούνται δύο αντίθετες θέσεις στο συμβόλαιο, η “long” θέση και η “short” θέση.
Παράγωγα προϊόντα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης (ΣΜΕ). Ένα ΣΜΕ επί κάποιου υποκείμενου στοιχείου είναι ένα συμβόλαιο σύμφωνα με το οποίο οι δύο αντισυμβαλλόμενοι,συμφωνούν έτσι ώστε ο «αγοραστής» υποχρεούται να αγοράσει από τον «πωλητή» (και ο πωλητής υποχρεούται να πουλήσει στον αγοραστή) το υποκείμενο στοιχείο σε μια προσυμφωνημένη μελλοντική στιγμή και σε μια προσυμφωνημένη τιμή. Λέμε ότι ο αγοραστής του συμβολαίου έχει μια long θέση στο συμβόλαιο ενώ ο πωλητής έχει μια short θέση στο συμβόλαιο. Η προσυμφωνημένη τιμή στο ΣΜΕ για αυτή την μελλοντική αγοραπωλησία ονομάζεται τιμή παράδοσης. Η προσυμφωνημένη χρονική στιγμή στο ΣΜΕ κατά την οποία θα λάβει χώρα αυτή η μελλοντική αγοραπωλησία ονομάζεται χρόνος ωρίμανσης ή χρόνος λήξης ή χρόνος παράδοσης του συμβολαίου.
Παράδειγμα Ο Α συφωνεί να πουλήσει στον Β (και ο Β συμφωνεί να αγοράσει από τον Α) 100.000 λίτρα πετρελαίου σε 1 έτος από σήμερα προς 0,68$ το λίτρο. Ας υποθέσουμε ότι η σημερινή τιμή του ενός λίτρου πετρελαίου είναι 0,65$. Η τιμή 0,68$ ανά λίτρο είναι η τιμή παράδοσης του σε ένα έτος από σήμερα. Δηλαδή σε ένα έτος από σήμερα ο αγοραστής θα πληρώσει 68.000$ στον πωλητή και θα παραλάβει 100.000 λίτρα πετρέλαιο. Εάν σε ένα έτος από σήμερα η τιμή του πετρελαίου έχει ανέβει στο 1$ ανά λίτρο, ο αγοραστής θα είναι κερδισμένος (και ο πωλητής ζημιωμένος) κατά 32.000$. Αντίθετα εάν σε ένα έτος από σήμερα η τιμή του πετρελαίου είναι 0,50$ ανά λίτρο τότε ο αγοραστής θα είναι ζημιωμένος (και ο πωλητής κερδισμένος) κατά 18.000$.
Αξιολόγηση ομολογιών - ομολόγων Ομόλογα και ομολογίες είναι παρεμφερείς μορφές τίτλων πιστωτικής διαδικασίας. Πρόκειται για αξίες με σταθερό γνωστό από πριν επιτόκιο. Το σταθερό επιτόκιο είναι συνήθως σε επίπεδο υψηλότερο του πληθωρισμού, για να είναι ελκυστικές. Οι ομολογίες είναι κατά κανόνα μακροπρόθεσμες (μέχρι 20ετία) ενώ τα ομόλογα είναι βραχυπρόθεσμα (1-3 ετών). Οι ομολογίες πληρώνονται στο ακέραιο και συνοδεύονται από κουπόνι τόκων για κάθε έτος (τοκομερίδια), ενώ τα ομόλογα δεν συνοδεύονται από τοκομερίδια (zero coupon), αλλά παρακρατείται ο τόκος κατά την αγορά τους. Π.χ., μια ομολογία ονομαστικής αξίας 1000 ευρώ με εκδοτικό επιτόκιο 4% και διάρκεια 10 έτη συνοδεύεται από ετήσια τοκομερίδια των (1000∙0,04) 40 ευρώ. Σε ένα ομόλογο τώρα ο τόκος αφαιρείται προκαταβολικά από την τελική ονομαστική αξία κατά την ημέρα αγοράς του. Έστω δηλαδή ένα ομόλογο ονομαστικής αξίας 1000 ευρώ, που λήγει σε 3 χρόνια. Ο αγοραστής κάτοχός του θα εισπράξει την τελική ονομαστική αξία 1000. Τώρα όμως που το αγοράζει πληρώνει την τελική ονομαστική αξία (1000 ευρώ) μείον τους τόκους τριετίας. Αν το επιτόκιο είναι r = 4% ο επενδυτής πληρώνει: 1000 (1+𝑟) 3 = 1000 (1+0,04) 3 =889 𝜀𝜐𝜌ώ.
Αξιολόγηση μετοχών Οι μετοχές είναι τίτλοι που αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μέρος του μετοχικού κεφαλαίου μιας ΑΕ και όλες μαζί συγκροτούν το συνολικό μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ. Η απόδοση τους δεν είναι σταθερή, όπως των ομολογιών και των ομολόγων, αλλά κυμαινόμενη και εξαρτώμενη από την πορεία των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Αν η επιχείρηση είναι κερδοφόρα και αναπτυσσόμενη, η απόδοση των μετοχών της είναι πολύ καλύτερη από την απόδοση των μετοχών μιας επιχείρησης στάσιμης ή ακόμη χειρότερα μιας προβληματικής που μπορεί να αποβεί ζημιογόνα. Οι συνήθεις μετοχές των ΑΕ είναι οι κοινές, που έχουν όλες από μία ψήφο και αναλογική συμμετοχή (μέρισμα) στη διανομή των κερδών. Υπάρχουν και μετοχές προνομιούχες με ειδικά γνωρίσματα. Π.χ., οι προνομιούχες μετοχές μπορεί να παίρνουν πρώτες μέρισμα (πριν από τις κοινές) ή να παίρνουν μέρισμα σε ετήσιες χρήσεις που δεν αποδίδουν μέρισμα στις κοινές (λόγω ανεπάρκειας ή ανυπαρξίας κερδών).
Αξιολόγηση μετοχών Από τα στοιχεία του ισολογισμού αντλούμε ορισμένα στατιστικά δεδομένα και διαμορφώνονται αριθμοδείκτες που αποτελούν τη βάση της χρηματιστηριακής αξιολόγησης των μετοχών όπως: Πιστωτική θέση των ΑΕ = ίδια κεφάλαια / ξένα κεφάλαια. Ο αριθμοδείκτης «πιστωτική θέση των ΑΕ» χρησιμοποιείται προκειμένου ο οικονομικός αναλυτής να μπορέσει να διαπιστώσει αν υπάρχει υπερδανεισμός σε μια οικονομική μονάδα. Όταν είναι μεγαλύτερος της μονάδας σημαίνει ότι οι φορείς της επιχείρησης συμμετέχουν σε αυτή με περισσότερα κεφάλαια απ’ ότι οι πιστωτές της. Οσο μεγαλυτερη είναι η παραπάνω σχέση τοσο μεγαλύτερη ασφάλεια απολαμβάνουν οι πιστωτές της. Βαθμός ασφάλειας ιδίων κεφαλαίων = αποθεματικά / ίδια κεφάλαια Βαθμός δανειακής επιβάρυνσης = ξένα κεφάλαια / συνολικά κεφάλαια Ρευστότητα = κυκλοφορούν ενεργητικό / συνολικά κεφάλαια
Αξιολόγηση μετοχών Επενδυτικοί αριθμοδείκτες. Κέρδη ανά μετοχή = (καθαρά κέρδη χρήσεως) / (αριθμός μετοχών σε κυκλοφορία) Ο αριθμοδείκτης αυτός αντανακλά την κερδοφόρα δυναμικότητα μια επιχείρησης με βάση τη μετοχή της. Μέρισμα ανά μετοχή = (σύνολο μερισμάτων) / (αριθμός μετοχών σε κυκλοφορία) Μερισματική απόδοση ιδίων κεφαλαίων = (σύνολο μερισμάτων) /(ίδια κεφάλαια) Εσωτερική αξία μετοχής = (ίδια κεφάλαια) / (αριθμός μετοχών σε κυκλοφορία) Λόγος τιμής προς εσωτερική αξία ανά μετοχή = (τιμή μετοχής) / (εσωτερική αξία) Λόγος τιμής προς κέρδη ανα μετοχή = (τιμή μετοχής) / (κέρδη ανα μετοχή)
Αμοιβαία κεφάλαια Τα αμοιβαία κεφάλαια (Α/Κ) δεν είναι εργαλείο χρηματοπιστωτικής πράξης, αλλά είναι φορέας τέτοιων εργαλείων (μετοχών, ομολογιών, ομολόγων). Ένα σύνολο τέτοιων χρεογράφων αποτελούν «ομάδα περιουσίας», που ανήκει στους μεριδιούχους του Α/Κ εξ αδιαιρέτου. Το αμοιβαίο κεφάλαιο σαν σύνολο διαιρείται σε μερίδια, τα οποία αγοράζουν οι αποταμιευτές και κατέχουν έτσι ένα ποσοστό αναλογίας στο σύνολο της περιουσίας (χαρτοφυλακίου) του Α/Κ. Ποια «χαρτιά» εντάσσει το Α/Κ στην ομάδα του χαρτοφυλακίου του είναι ευθύνη της Εταιρείας Διαχείρισης Αμοιβαίου Κεφαλαίου (ΑΕΔΑΚ). Αυτή επιλέγει τι χρεόγραφα θα αγοράσει, πότε θα αγοράσει, τι θα πουλήσει και πότε. Η επιστημονική κατάρτιση και η εμπειρία των στελεχών της Εταιρείας Διαχείρισης Α/Κ επιτρέπει την πιο επιτυχημένη τοποθέτηση των κεφαλαίων σε χρεόγραφα από ό,τι οι απλοί επενδυτές-αποταμιευτές που δεν έχουν ούτε τη γνώση ούτε την πληροφόρηση που απαιτείται για να πάρουν σωστές αποφάσεις.
Αμοιβαία κεφάλαια Εμπιστεύονται έτσι τις αποταμιεύσεις τους στους ειδικευμένους της Εταιρείας, προκειμένου να πετύχουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Η απόδοση τους εξαρτάται από τα κέρδη που θα πραγματοποιεί η διαχείριση των χρεογράφων. Τα Α/Κ συγκεντρώνουν αποταμιεύσεις του κοινού, όπως π.χ. οι καταθέσεις τραπεζών, άρα αποτελούν χρηματοπιστωτικό φορέα της αγοράς κεφαλαίων. Διαφέρουν βέβαια σαφώς από τις καταθέσεις των τραπεζών, γιατί αυτές έχουν σταθερό τόκο, ενώ τα Α/Κ μπορεί να έχουν υψηλά κέρδη αν οι αποδόσεις του χαρτοφυλακίου είναι μεγάλες, ή χαμηλά κέρδη αν οι αποδόσεις αυτές είναι μικρές. Τα μερίδια του Α/Κ δεν είναι διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριο. Είναι συμμετοχή στην περιουσία του Α/Κ. Τα στοιχεία της περιουσίας (μετοχές, ομολογίες, ομόλογα) είναι εμπορεύσιμα και διαπραγματεύσιμα. Η αξία κάθε μεριδίου ενός Α/Κ προκύπτει από τη διαίρεση της συνολικής αξίας της περιουσίας του Α/Κ με τον αριθμό των μεριδίων που κυκλοφορούν. Την αξία αυτή πλέον μιας προμήθειας για την Εταιρεία Διαχείρισης του Α/Κ πληρώνει ο κάθε αποταμιευτής-επενδυτής για την αγορά ενός ή περισσότερων μεριδίων. Αντιστρόφως, αν ο επενδυτής πουλήσει τα μερίδια του στην Εταιρεία Διαχείρισης, θα είναι μια τιμή πώλησης λίγο χαμηλότερη από την καθαρή αξία τους επειδή θα του αφαιρεθεί η προμήθεια της εταιρείας.
Εταιρείες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου Εταιρείες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου Μια εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου (ΕΕΧ) ορίζεται ως ένα σύνολο επενδυτικών κεφαλαίων το οποίο εισφέρεται από πολλούς ιδιώτες και τοποθετείται σε διαφορετικά περιουσιακά στοιχεία όπως μετοχές, ομολογίες κλπ. ΟΙ ΕΕΧ είναι συνήθως ανώνυμες εταιρείες και διοικούνται από διοικητικό συμβούλιο, που χαράζει και εφαρμόζει την επιχειρηματική στρατηγική της Εταιρείας. Οι μετοχές της ΕΕΧ αντιπροσωπεύουν τμήμα του ενεργητικού τους που αποτελείται από χρεόγραφα. Κάθε ένας από τους ιδιώτες που θα αγοράσει μετοχές των εταιρειών επενδύσεων θα του ανήκει ένα ποσοστό του συνολικού διαφοροποιημένου χαρτοφυλακίου της συγκεκριμένης εταιρείας επενδύσεων. Η αξία των μετοχών εξαρτάται αποκλειστικά από την πορεία των αξιογράφων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο.
Επαγγελματική διαχείριση Ομοιότητες των αμοιβαίων κεφαλαίων και των εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου Επαγγελματική διαχείριση Ελαχιστοποίηση του επενδυτικού κινδύνου (διαφοροποίηση) Άμεση ρευστότητα Πρόσβαση στην επαγγελματική διαχείριση με μικρό αρχικό κεφάλαιο Άμεση παροχή πληροφοριών για την πορεία των επενδύσεων
Διαφορές των αμοιβαίων κεφαλαίων και των εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου Διαφορετικό ύψος κεφαλαίου: Το αρχικό κεφάλαιο είναι 1.200.000 για τα Α/Κ και 11.738.811,45 για τις ΕΕΧ. Η αγορά και η πώληση των μεριδίων των Α/Κ γίνεται απευθείας από την ΑΕΔΑΚ ενώ των μετοχών των ΕΕΧ γίνεται μέσω του χρηματιστηρίου. Θα πρέπει δηλαδή να βρεθούν κάποιοι που να θέλουν να αγοράσουν ή να πουλήσουν μετοχές στη συγκεκριμένη τιμή. Ο αριθμός των μεριδίων των Α/Κ μεταβάλλεται διαρκώς με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται και το μέγεθος των επενδεδυμένων κεφαλαίων (τα Α/Κ θεωρούνται ανοικτού τύπου). Οι ΕΕΧ θεωρούνται κλειστού τύπου διότι τα επενδεδυμένα κεφάλαια είναι σταθερά, οποιαδήποτε δε μεταβολή τους προέρχεται από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Διαφορά στην αξία των μεριδίων των Α/Κ και των τιμών των μετοχών των ΕΕΧ. Η αγορά ενός μεριδίου ενός Α/Κ αντανακλά την «πραγματική» αξία των αξιόγραφων τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή αγοράς. Αντίθετα, οι τιμές των μετοχών των ΕΕΧ σπάνια αντανακλούν την πραγματική τους (ή εσωτερική) αξία. Οι χρηματιστηριακές τιμές των ΕΕΧ βρίσκονται πάνω από την πραγματική του τιμή (premium) ή κάτω από αυτή (discount), απεικονίζοντας πολλές φορές την έλλειψη γνώσης των επενδυτών για τα αξιόγραφα που κατέχουν στο ενεργητικό τους.