Για να χρησιμοποιήσουμε κάποιο ψυχομετρικό μέσο (είτε το έχουμε επιλέξει ανάμεσα στα έτοιμα-σταθμισμένα είτε το έχουμε κατασκευάσει μόνοι μας), θα πρέπει οι μετρήσεις του να πληρούν δύο όρους: Α. Η αξιοπιστία των μετρήσεων Δείχνει το βαθμό της συμφωνίας μεταξύ επαναλαμβανόμενων μετρήσεων κάτω απο τις ίδιες συνθήκες. Ο βαθμός συμφωνίας μεταξύ των δύο μετρήσεων συνήθως εκφράζεται αριθμητικώς (μεταξύ 0,00 και 1,00) με δείκτες συνάφειας και λέγεται συντελεστής αξιοπιστίας. Όσο περισσότερο η τιμή αξιοπιστίας πλησιάζει προς το 1,00, τόσο πιο μεγάλη είναι η αξιοπιστία της έρευνας (για τα διάφορα είδη δεικτών συνάφειας και για το τρόπο υπολογισμού τους, βλ. Παρασκευόπουλος, 1990, σελ. 138 κ.ε). Στις μετρήσεις των επιστημών της συμπεριφοράς δεν είναι δυνατόν να απαλειφθούν τελείως οι περιστασιακοί παράγοντες που επηρεάζουν τη σταθερότητα των μετρήσεων. Π.χ. σωματική διάθεση, ψυχική κατάσταση του εξεταζόμενου, θόρυβοι, παρουσία άλλων προσώπων κλπ), οι οποίοι διαφέρουν απο εξέταση σε εξέταση
Είδη αξιοπιστίας i. Η επαναληπτικών μετρήσεων αξιοπιστία Χορηγούμε το ίδιο ερευνητικό μέσο, στα ίδια άτομα, κάτω απο τις ίδιες συνθήκες, σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές και στη συνέχεια, υπολογίζουμε το δείκτη συνάφειας. ii. Η ισοδύναμων τύπων αξιοπιστία Χορηγούμε στα ίδια άτομα, κάτω απο τις ίδιες συνθήκες, πρώτα το δεδομέρνο ψυχομετρικό μέσο και στη συνέχεια ένα δεύτερο ψυχομετρικό τεστ, το οποίο έχει κατασκευασθεί κατα τρόπο ώστε να είναι ισοδύναμο με το πρώτο και υπολογίζουμε το δείκτη συνάφειας μεταξύ των δύο μετρήσεων. iii. Η εσωτερικής συνέπειας αξιοπιστία Αναμένουμε ότι το υποκείμενο καθώς απαντάει τις διάφορες ερωτήσεις θα συμπεριφέρεται με σταθερή επίδοση / με ‘’συνέπεια’’. Ο δείκτης συνάφειας δείχνει τον βαθμό συμφωνίας μεταξύ των απαντήσεων ενός δεδομένου τεστ είτε σε καθεμία απο τις ερωτήσεις είτε αφού χωρίσουμε το τεστ σε δυο μέρη-χωριστά τις μονές και χωριστά τις ζυγές απαντήσεις- μας δείχνει πόσο συμφωνεί η επίδοση στα δυο ήμισι της κλίμακας. iv. Η μεταξύ βαθμολογητών αξιοπιστία Τις δυο σειρές των μετρήσεων τις εξασφαλίζουμε βαθμολογώντας τις απαντήσεις δυο ανεξάρτητοι βαθμολογητές και υπολογίζουμε το δείκτη συνάφειας μεταξύ των δυο αυτών βαθμολογήσεων. Πρακτικά, για να υπολογίσουμε το συντελεστή αξιοπιστίας πρέπει να εξασφαλίσουμε δυο σειρές απο μετρήσεις στα ίδια άτομα κάτω απο τις ίδιες συνθήκες.
Β. Η εγκυρότητα των μετρήσεων Δείχνει κατα πόσο το ψυχομετρικό τεστ μετράει αυτό το οποίο προορίζεται να μετρήσει – τη μελετώμενη μεταβλητή. Π.χ. Η έρευνά μας είναι ‘’η στάση της κοινωνίας απέναντι στα άτομα με ειδικές ανάγκες’’, όπου για τη συλλογή των δεδομένων αποφασίσαμε να κατασκευάσουμε το δικό μας ερωτηματολόγιο. Αν στο ερωτηματολόγιο οι ερωτήσεις είναι του είδους: ‘’Πώς νιώθεις σε μια παρέα που ένα άτομο είναι τυφλό;’’ ‘’Ποιές είναι οι πρώτες σκέψεις που κάνεις όταν δεις ένα νοητικά καθυστερημένο άτομο;’’κ.ο.κ. μπορούμε να υποστηρίζουμε ‘’κατά τεκμήριο’’ πλέον με μια απλή ματιά ότι το ερωτηματολόγιο αυτό μετράει τη στάση απέναντι στα άτομα με ειδικές ανάγκες. Το είδος αυτό της εγκυρότητας είναι το πιο απλοικό.
Ένα άλλο ισχυρότερο επιχείρημα εγκυρότητας που μπορούμε να επικαλεστούμε είναι η αντιπροσωπευτικού περιεχομένου εγκυρότητα: Αν με διαδοχικές, συστηματικές, προκαταρκτικές-ανιχνευτικές έρευνες έχουμε φροντίσει οι ερωτήσεις που τελικά περιλάβαμε στο ερωτηματολόγιό μας να είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα κι ως προς το είδος και ως προς την αναλογία όλων των διαφορετικών παραμέτρων της μελετώμενης μεταβλητής.
Μπορούμε να προχωρήσουμε κι ακόμη παραπέρα: Στην εννοιολογική δομή εγκυρότητας: Π.χ. Θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε κάποιους πολίτες που όταν εξηγγέλθη η ίδρυση στη περιοχή τους ενός κέντρου αποκατάστασης αναπήρων πρωτοστάτησαν για να επιλεγεί άλλη περιοχή και μια άλλη ομλάδα που έδειξαν ανοχή. Στη συνέχεια να χορηγήσουμε το ίδιο ερωτηματολόγιο στις δύο αυτές ομάδες. Αν οι δυο ομάδες διαφέρουν στατιστικώς σημαντικά ως προς τις μετρήσεις, αποφαινόμαστε ότι το ερωτηματολόγιό μας έχει εγκυρότητα.
Άλλος τρόπος για να αποδείξει ο ερευνητής ότι το δεδομένο ψυχομετρικό μέσο έχει εγκυρότητα,είναι να εντοπίσει κι ένα άλλο ψυχομετρικό μέσο που έχει αποδειχθεί με προηγούμενες έρευνες ότι αντιπροσωπεύει τη μελετώμενη μεταβλητή και να το χρησιμοποιήσει σαν εξωτερικό κριτήριο. Τα δυο αυτά μέσα τα χορηγεί στα ίδια άτομα και στη συνέχεια υπολογίζει το δείκτη συγχρονικής συνάφειας μεταξύ των δύο μετρήσεων.
Η διαδικασία με την οποία απο ένα πληθυσμό επιλέγουμε ένα δείγμα λέγεται δειγματοληψία. Απαραίτητη προυπόθεση είναι το χρησιμοποιούμενο δείγμα να είναι ‘’μικρογραφία’’ του πληθυσμού- όπως λέγεται στην ερευνητική μεθοδολογία αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού. Η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος καθορίζεται κυρίως απο δυο στοιχεία: α) τον τρόπο-τη μέθοδο επιλογής των περιπτώσεων που θα αποτελέσουν το δείγμα και β) το μέγεθος- τον αριθμό των περιπτώσεων του δείγματος.
I) Ο ακρογωνιαίος λίθος της ορθόδοξης πορείας της δειγματοληψίας είναι η λεγόμενη απλή, ενιαία τυχαία δειγματοληψία. Τυχαία δειγματοληψία και τυχαίο δείγμα δεν σημαίνει κάτι που έγινε στη τύχη. Αντίθετα πρόκειται για μια συστηματική διαδικασία που εφαρμόζεται σκόπιμα απο τον ερευνητή. Το κύριο χαρακτηριστικό της διαδικασίας αυτής είναι ότι δίνεται σε κάθε μέλος του πληθυσμού η ιδια πιθανότητα να περιληφθεί στο δείγμα. Μια τέτοια ίση πιθανότητα με απλή τυχαία δειγματοληψία εξασφαλίζεται π.χ. Με κλήρωση, με πίνακες τυχαίων αριθμών,κ.α.
ΙΙ) Σε ένα υπο διερεύνηση πλήθος είναι κάποτε επιθυμητό το δείγμα να μην είναι ενιαίο αλλά να αποτελείται απο ομάδες, δηλ. υποσύνολα., π.χ. Χώρια το δείγμα των ανδρών και χώρια το δείγμα των γυναικών, χώρια των εγγάμων και χώρια των αγάμων, κ.ο.κ. Τότε γίνεται στρωματική δειγματοληψία, δηλ. Τυχαία δειγματοληψία στο κάθε στρώμα ξεχωριστά. ΙΙΙ) Άλλοτε γίνεται η λεγόμενη σταδιακή δειγματοληψία ή δειγματοληψία κατα επίπεδα. Εδώ η δειγματοληψία γίνεται κατά στάδια. Ο ερευνητής αρχίζει με τυχαία δειγματοληψία σε μεγάλες ομάδες/μονάδες, π.χ 12 σχολικές περιφέρειες, στη συνέχεια επιλέγει σύνολα αυτών των μονάδων, π.χ.. 91 σχολεία, ύστερα υποσύνολα των συνόλων, π.χ. 82 τάξεις, περαιτέρω έναν-έναν συγκεκριμένους 500 μαθητές κ. ο.κ. Η κατά στρώματα ή κατά επίπεδα δειγματοληψία συγκεντρώνει τα περισσότερα μεθοδολογικά πλεονεκτήματα όταν θέλουμε να διερευνήσουμε ουσιώδεις σχέσεις του ερευνώμενου φαινομένου στις έρευνες που γίνονται συγκρίσεις μεταξύ ομάδων για να διαπιστώσουμε τυχόν διαφορές.
Β. Μέγεθος του δείγματος Πόσο μεγάλο πρέπει να είναι ένα δείγμα για να είναι ικανοποιητικό; Σε μια γενική διατύπωση, το καλύτερο μέγεθος του δείγματος είναι αυτό που εξασφαλίζει το να περιλαμβάνονται στο δείγμα όλα τα χαρακτηριστικά του πλήθους. Όσο μεγαλύτερο το δείγμα, τόσο χαμηλότερη η πιθανότητα λάθους στη γενίκευση των αποτελεσμάτων (Robson, 1993). Ο καθορισμός του αριθμού υποκειμένων είναι προιόν συμβιβασμού ποικίλων παραγόντων της έρευνας (π.χ. Το κόστος, ο επιθυμητός βαθμός ακρίβειας στις εκτιμήσεις μας, το είδος του ερευνητικού προβλήματος κ.τ.ο.). Ο τύπος της ανάλυσης που πρόκειται να κάνετε και ο αριθμός των κατηγοριών που θα διαχωρίσετε τα δεδομένα σας καθορίζουν τα προαπαιτούμενα για το μέγεθος του δείγματος. Τα ποσοστά του δείγματος σε σχέση με το πλήθος δίνονται έτοιμα απο στατιστικολόγους σε πίνακες μαζί με το αντίστοιχο ποσοστό σφάλματος (βλέπε σχετικά Κασσωτάκης,1978). Όσο περισσότερη διαφορετικότητα υπάρχει στο πληθυσμό, τόσο μεγαλύτερο μέγεθος δείγματος απαιτείται. Αν οι άνθρωποι δεν διαφέρουν τόσο πολύ στις μετρήσεις που παίρνετε, μπορείτε να ‘’ξεμπερδέψετε’’ με ένα μικρότερο αντιπροσωπευτικό δείγμα (Robson, 1993).. Ένα σημείο που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα ως προς το μέγεθος του δείγματος είναι η σχέση μεταξύ του επιλεγέντος δείγματος κι εκείνου που τελικά συμμετέχει στην έρευνα. Π.χ. Μπορεί να επιλέχθηκαν 500 βρεφονηπιοκόμοι για μια επισκόπηση αλλά στο ερωτηματολόγιο που ταχυδρομήθηκε να απάντησαν οι 350. Tότε υπάρχουν δύο ερωτήματα: α) οι 350 που τελικά απάντησαν αποτελούν τώρα αντιπροσωπευτικό δείγμα; β) οι 150 που δεν απάντησαν, μήπως συνιστούν μια συστηματική υποομάδα με ξεχωριστά χαρακτηριστικά;
Αρχιτεκτονική δομή της ερευνητικής μελέτης: Τα κύρια μέρη - Στοιχεία του συγγραφέα/συγγραφέων - Τίτλος της μελέτης - Ευχαριστίες - Περίληψη i. Εισαγωγή (Πρόλογος-Βιβλιογραφική ανασκόπηση) Αρχίζει με μια γενική διατύπωση του ερευνητικού προβλήματος, όπου δηλώνεται ο γενικός σκοπός της έρευνας και αιτιολογείται η επιλογή του συγκεκριμένου θέματος. Ακολουθεί ιστορική και βιβλιογραφική ανασκόπηση, όπου ο ερευνητής θα αναζητήσει και θα ανεύρει ότι έχει γραφεί σχετικά με το θέμα του και θα μας παρουσιάσει πώς έχει μελετηθεί το θέμα και σε τί έχει οδηγήσει η προηγούμενη έρευνα. Έτσι, καθορίζεται το πώς σχετίζεται η έρευνά του με ότι έχει γίνει απο προηγούμενους μελετητές. Τέλος, γίνεται η διατύπωση των συγκεκριμένων σκοπών της έρευνας και δηλώνεται είτε σε μορφή ερευνητικών υποθέσεων, είτε σε μορφή ερευνητικών ερωτημάτων, τί είδους σχέσεις αναμένεται να υπάρχουν μεταξύ των διάφορων μεταβλητων του προβλήματος.
ii. Μέθοδος Α) Δείγμα. Στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου γίνεται αναλυτική περιγραφή (όχι ονομαστική) των υποκειμένων που έλαβαν μέρος στην έρευνα. Δίνεται ο συνολικός αριθμός τους και ο αριθμός κατά ομάδα στατιστικής ανάλυσης (π.χ. Πειραματική ομάδα, ομάδα σύγκρισης κ.τ.ο.). Αναφέρεται λεπτομερώς η μέθοδος επιλογής του δείγματος ( π.χ. Τυχαία απλή δειγματοληψία), αιτιολογείται η προτίμηση της μεθόδου δειγματοληψίας και επισημαίνονται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της. Επίσης αναφέρεται πόσοι απο αυτούς που επιλέχθηκαν δεν συμμετείχαν καθόλου (και γιατί) και πόσοι αποσύρθηκαν καθ’οδόν (και γιατί). Δηλώνεται επίσης ποιά κίνητρα δόθηκαν στα υποκείμενα για να συμμετάσχουν. Β) Μέσα συλλογής των δεδομένων. Για τα αυτοσχέδια ψυχοτεχνικά μέσα πρέπει να περιγράφεται αναλυτικά η διαδικασία κατασκευής τους, το περιεχόμενο των ερωτήσεων, ο τύπος των ερωτήσεων, η τυχόν δοκιμαστική εφαρμογή τους, οι οδηγίες χορήγησής τους, οι δείκτες αξιοπιστίας και εγκυρότητας κ.τ.ο. Για κάθε αυτοσχέδιο μέσο πρέπει να παρατίθεται στο τέλος ως παράρτημα, πλήρες αντίτυπο. Για τα έτοιμα σταθμισμένα ψυχοτεχνικά μέσα πρέπει να δίνονται τα βιβλιογραφικά τους στοιχεία, το θεματικό περιεχόμενο,οι επιμέρους κλίμακες που το αποτελούν, η αξιοπιστία και η εγκυρότητα των μετρήσεών του, κτ.ο. Γ) Διαδικασία συλλογής των δεδομένων. Γίνεται αναλυτική περιγραφή της πορείας εκτέλεσης του σχεδίου της έρευνας. Αναφέρεται ο τρόπος συγκρότησης των ερευνητικών ομάδων και οι πειραματικές παρεμβάσεις. Δίνονται ακριβείς πληροφορίες για το τόπο και το χρόνο συγκέντρωσης των δεδομένων, καθώς και για τις οδηγίες που δόθηκαν στα υποκείμενα.
iii ) Ευρήματα - Αποτελέσματα Γίνεται η παρουσίαση των δεδομένων που συγκεντρώθηκαν σε αντιστοιχία κι ως απάντηση στα συγκεκριμένα ερευνητικά ερωτήματα που είχαμε θέσει στην εισαγωγή. Οι απαντήσεις αυτές δίνονται με στατιστικούς όρους και μεθόδους και παρατίθενται πίνακες, γραφήματα και σχεδιαγράμματα κατανομών συχνότητας των μεταβλητών και δείκτες στατιστικής σημαντικότητας. Η παρουσίαση των αποτελεσμάτων πρέπει να γίνεται με αυστηρά ερευνητικό πνεύμα. Ο ερευνητής θα πρέπει να μη παρεμβάλει υποκειμενικές κρίσεις (τον ελεύθερο σχολιασμό και τη κριτική αξιολόγησηθα πρέπει να τη κάνει στο επόμενο κεφάλαιο των συμπερασμάτων), αλλά να διατυπώνει τα αποτελέσματα κατά τρόπο αντικειμενικό όπως προκύπτουν απο τη στατιστική ανάλυση. Επίσης, ο ερευνητής δε θα πρέπει να παραλείψει απροσδόκητα ευρήματα όπως αυτά που δεν είναι σύμφωνα με την αρχική του ερευνητική υπόθεση, είναι δηλαδή αντίθετα απο ότι ανέμενε. ‘’Συχνά, οι επιπτώσεις μιας μη επιβεβαίωσης της αρχικής υπόθεσης είναι πιο σπουδαίες απο τις επιπτώσεις μιας επιβεβαίωσης’’ (Παρασκευόπουλος, 1993, σελ. 154, β’ τόμος). Τέλος, πρέπει να προσέξει να μη παραλείψει να αναφέρει ευρήματα επειδή δεν είναι στατιστικώς σημαντικά.
iv) Ερμηνεία των ευρημάτων - Συμπεράσματα Το κεφάλαιο αυτό αρχίζει συνήθως με συνοπτική παρουσίαση των κυριότερων ευρημάτων και με μια δήλωση κατά πόσον επιβεβαιώθηκαν ή όχι οι αρχικές υποθέσεις της έρευνας. Ακολούθως, γίνεται σύγκριση των ευρημάτων με ευρήματα άλλων ερευνών για να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ τους. Επισημαίνονται και συζητιούνται όλες οι ομοιότητες και διαφορές με ευρήματα άλλων ερευνών. Γίνεται συσχέτιση των αποτελεσμάτων με υπάρχουσες θεωρίες και επισημαίνονται ποιές απο τις θεωρίες επιβεβαιώνονται και ποιές όχι. Η ερμηνεία των ευρημάτων περιλαμβάνει και την επισήμανση των ασθενών σημείων, αλλά και των δυνατών σημείων της έρευνας και υποδείξεις για βελτίωση της μεθοδολογίας καθώς και για περαιτέρω έρευνα που πρέπει να διεξαχθεί για μια πληρέστερη διερεύνηση του προβλήματος. Τα σχόλια επιτρέπονται, αλλά πρέπει να εξάγονται απο τα δεδομένα. Να είναι άμεση προέκταση των ευρημάτων και να είναι σε λογική συνάφεια με αυτά. -βιβλιογραφία - παραρτήματα
Δημητρόπουλος, Ε. (1994). Εισαγωγή στη Μεθοδολογία της έπιστημονικής ‘Ερευνας. Αθήνα: Εκδ. ΕΛΛΗΝ. Κασσωτάκης, Μ. (1978). Διαμόρφωση και έλεγχος των υποθέσεων μιας εμπειρικής έρευνας. Στο Βασκα, Λυκειο, H εμπειρική έρευνα στις επιστήμες της αγωγής. Αθήνα: Εκδ. Ιδίων. Παρασκευόπουλος, I. (1993). Μεθοδολογία Επιστημονικής Έρευνας (Τόμος 1). Αθήνα: Εκδ. Ιδίου. Παρασκευόπουλος, I. (1990). Στατιστική εφαρμοσμένη στις επιστήμες της συμπεριφοράς (Τόμος 1: Περιγραφική στατιστική). Αθήνα: Βιβλιοπωλείο Γρηγόρη. Robson, C. (1993). Real world research: A resource for social scientists and practitioners- researchers. Massachusetts: Blackwell Pushers.