Αντιπρωτοζωϊκά Φάρμακα. Οι πρωτοζωικές λοιμώξεις είναι συνήθεις σε ανθρώπους που ζουν σε υπό ανάπτυξη τροπικές και υποτροπικές χώρες, όπου οι υγειονομικές.

Slides:



Advertisements
Παρόμοιες παρουσιάσεις
Ανοσοποιητικός μηχανισμός του σώματος
Advertisements

Δεύτερη γραμμή άμυνας 2ο ΕΚΦΕ Ηρακλείου
Μετοκλοπραμίδη (primperan)
ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΣΩΜΑ PROJECΤ ΝΕΡΟ
Το βακτήριο Vibrio cholerae που προκαλεί την χολέρα
Μετάδοση και αντιμετώπιση παθογόνων μικροοργανισμών
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΕΠΙΚΤΗΤΗΣ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ (A.I.D.S.)
δΙΟΝΥΣΗς ΣΤΡΟΥΜΠΑΚΟΣ ΣΟΛΟΝΑς ΣΚΟΥΛΙΚΑΡΙς βασιλης σοφικιτης
Μηχανιςμοι αμυνας του ανθρωπινου οργανιςμου – βαςικες αρχες ανοςιας
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Κ.
Βιταμίνη Β12 Η βιταμίνη Β12 είναι μια υδατοδιαλυτή βιταμίνη του Β συμπλέγματος βιταμινών. Είναι απαραίτητη για την παραγωγή των ερυθρών και των λευκών.
ΧΟΝΔΡΟΪΤΙΝΗ.
ΝΑΤΡΙΟ (Να). ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Η κυριότερη πηγή Να είναι το επιτραπέζιο αλάτι Προσοχή χρειάζεται η χρησιμοποίηση των επεξεργασμένων τροφίμων και κονσερβών.
ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΦΩΣΦΟΡΟΣ (Ρ).
ΛΙΝΕΛΑΙΟ.
GINKGO BILOBA.
ΜΕΛΑΤΟΝΙΝΗ.
ΟΠΙΟΕΙΔΗ ΑΝΑΛΓΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χρόνια θεραπεία ασθενούς με βαρβιτουρικά μπορεί να οδηγήσει στα ακόλουθα εκτός από:  Αύξηση αντιδράσεων φάσης Ι  Αύξηση αντιδράσεων φάσης.
ΑΓΧΟΛΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΥΠΝΩΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
Κινολόνες και Αντισηπτικά των Ουροφόρων Οδών
ΒΙΟΧΗΜΙΚΗ ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ Εξετάζει τις διάφορες παραμέτρους της αλληλεπίδρασης ουσιών του περιβάλλοντος με τον οργανισμό.
ΚΑΡΝΙΤΙΝΗ.
Αναστολείς της Σύνθεσης Κυτταρικού Τοιχώματος. Μερικά αντιμικροβιακά φάρμακα παρεμβαίνουν επιλεκτικά στη σύνθεση του βακτηριακού κυτταρικού τοιχώματος.
Αναστολείς της Σύνθεσης Πρωτεϊνών
ΥΠΕΡΟΞΕΙΔΙΚΗ ΔΙΣΜΟΥΤΑΣΗ Superoxide dismutase (SOD)
ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
ΑΝΤΙΫΠΕΡΛΙΠΙΔΑΙΜΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ.  Η στεφανιαία νόσος σχετίζεται με επίπεδα χοληστερόλης στο πλάσμα και λιποπρωτεϊνιικών σωματιδίων που περιέχουν τριακυλογλυκερόλη.
Απορρόφηση, κατανομή και απέκκριση των φαρμάκων
ΚΕΦΑΛΑΣ ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΟΗΘΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Α’
Κινολόνες Ανταγωνιστές του φυλλικού οξέος Αντισηπτικά ουροφόρων οδών
Αντιμυκητιασικά φάρμακα
Αντιμυκητιακά Φάρμακα
Ανθελμινθικά Φάρμακα.
Βιολογία Γ ’ Γυμνασίου. Ομοιόσταση Η ικανότητα των οργανισμών να διατηρούν το εσωτερικό τους περιβάλλον ( σύσταση και ποσότητα υγρών, θερμοκρασία, pH.
Αντιπρωτοζωικά φάρμακα. Γενικά… Πρωτοζωικές λοιμώξεις: ελονοσία, η αμοιβάδωση, η λεϊσμανίαση, η τρυπανοσωμίαση, η τριχομονάδωση και η λαμβλίαση Είναι.
Αντιμυκοβακτηριδιακά φάρμακα. Γενικά… Οι μυκοβακτηριακές λοιμώξεις είναι ενδοκυττάριες και οδηγούν στον σχηματισμό βραδείας ανάπτυξης κοκκιωματωδών βλαβών.
Αρχές αντιμικροβιακής θεραπείας. Αντιμικροβιακή θεραπεία Εκμεταλλεύεται τις βιοχημικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ μικροοργανισμών και ανθρώπων Χρήση.
Φαρμακοκινητική και υποδοχείς φαρμάκων. Με τον όρο φαρμακοκινητική εννοούμε τις ποσοτικές μεταβολές που επέρχονται με την πάροδο του χρόνου στη συγκέντρωση.
ΙΟΓΕΝΕΙΣ ΗΠΑΤΙΤΙΔΕΣ Κυφωνίδης Δημήτριος Παιδίατρος Διευθυντής Παιδιατρικής Κλινικής «Μποδοσάκειο» Νοσοκομείο Πτολεμαΐδας.
Κουμάκη-Κωστάκη Βασιλική, MD, PhD Λέκτορας Μικροβιολογίας ΕΚΠΑ
ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ.
ΒΙΟΧΗΜΙΚΗ ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
Οδός των Φωσφορικών Πεντοζών
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΑ ΣΥΜΒΑΜΑΤΑ ΜΕΤΑΓΓΙΣΕΩΝ
ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ & ΥΓΙΕΙΝΗ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΜΙΚΡΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ Το μικρόβιο κατάφερε να περάσει στο εσωτερικό του οργανισμού διαπερνώντας.
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΦΥΛΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ
ΑΣΒΕΣΤΙΟ-ΔΙΦΩΣΦΟΝΙΚΑ ΠΑΡΑΓΩΓΑ
ΟΠΙΟΥΧΕΣ ΟΥΣΙΕΣ Οι οπιούχες ουσίες περιέχουν το όπιο, την ρητίνη που
ΧΑΛΚΟΣ ΚΑΙ ΕΡΥΘΡΟΠΟΙΗΣΗ
ΑΝΑΙΜΙΕΣ.
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΚΑΛΙΟΥ ΣΕ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ
ΕΛΟΝΟΣΙΑ.
ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΣΩΜΑ PROJECΤ ΝΕΡΟ Από τους μαθητές: Τσιλίκας Σάββας Τσαντίλας Αλέξανδρος Ηλιάσκος Ξενοφώντας Σωτηρόπουλος Κωνσταντίνος.
Μετάδοση και αντιμετώπιση παθογόνων μικροοργανισμών
Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας (ΑΙDS)
HYMENOLEPIS NANA.
CYCLOPSPORA CAYETANENSIS
ΤΡΥΠΑΝΟΣΩΜΑΤΑ 1) Trypanosoma brucei gambience
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ 5.
ΟΙΣΤΡΟΓΟΝΑ Τα οιστρογόνα διακρίνονται στα φυσικά και τα συνθετικά.
ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΩΝ α-1 αδρενεργικων υποδοχεων
ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΔ ΑΝΤΙΔΙΑΒΗΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΙΝΣΟΥΛΙΝΗ.
GIARDIA LAMBLIA G. INTESTINALIS, G. DUODENALIS
AIDS.
Μεταγράφημα παρουσίασης:

Αντιπρωτοζωϊκά Φάρμακα

Οι πρωτοζωικές λοιμώξεις είναι συνήθεις σε ανθρώπους που ζουν σε υπό ανάπτυξη τροπικές και υποτροπικές χώρες, όπου οι υγειονομικές συνθήκες, η εφαρμογή των κανόνων υγιεινής και ο έλεγχος των ενδιάμεσων ξενιστών είναι ανεπαρκείς. Εντούτοις, με την αύξηση των ταξιδιών ανά τον κόσμο, οι πρωτοζωικές νόσοι, όπως η ελονοσία, η αμοιβάδωση, η λεϊσμανίαση, η τρυπανοσωμίαση, η τριχομονάδωση και η λαμβλίαση δεν περιορίζονται πλέον σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές.

ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΟΙΒΑΔΩΣΗΣ  Λέγεται και αμοιβαδική δυσεντερία.  Είναι μια λοίμωξη της εντερικής οδού, που προκαλείται από την Entamoeba histolytica.  Η λοίμωξη μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια, με τους ασθενείς να παρουσιάζουν διάφορες βαθμίδες ασθένειας, από απουσία συμπτωματάτων μέχρι ήπια διάρροια και κεραυνοβόλο δυσεντερία.  Η διάγνωση τίθεται με την απομόνωση της Ε. histolytica σε πρόσφατα κόπρανα.  Η θεραπεία απευθύνεται όχι μόνο στους ασθενείς με οξεία νόσο, αλλά και στους ασυμπτωματικούς φορείς, διότι η λανθάνουσα Ε. histolytica. μπορεί να προκαλέσει μελλοντικές λοιμώξεις στο φορέα και να αποτελέσει δυνητικά, πηγή μόλυνσης για άλλους ανθρώπους.

Βιολογικός κύκλος της Ε. Histolytica  Η Ε. Histolytica υπάρχει σε δύο μορφές: κύστεις που μπορούν να επιβιώσουν έξω από το σώμα και ευαίσθητοι αλλά διεισδυτικοί τροφοζωίτες που δεν επιζούν εκτός σώματος.  Οι κύστεις εισέρχονται στον οργανισμό με την πρόσληψη νερού ή τροφών μολυσμένων από κόπρανα και φθάνουν στο έντερο, όπου απελευθερώνουν τους τροφοζωίτες.  Οι τροφοζωίτες πολλαπλασιάζονται και είτε διεισδύουν και δημιουργούν εξελκώσεις στο βλεννογόνο του παχέος εντέρου είτε απλώς διατρέφονται με εντερικά βακτήρια.  Οι τροφοζωίτες που βρίσκονται μέσα στο έντερο μετακινούνται αργά προς το ορθό, όπου επανέρχονται στη μορφή της κύστης και αποβάλλονται με τα κόπρανα.

Ταξινόμηση των αντιπρωτοζωικών φαρμάκων  Τα αμοιβαδοκτόνα, ανάλογα με την περιοχή δράσης του καθενός, χαρακτηρίζονται ως: μικτά του εντερικού αυλού συστηματικά

Μετρονιδαζόλη (μικτά αμοιβαδοκτόνα)  Τρόπος δράσης: Είναι εκλεκτικά τοξική όχι μόνο για την αμοιβάδα, αλλά και για αναερόβιους μικροοργανισμούς (συμπεριλαμβανομένων των βακτηριδίων) και για ανοξικά ή υποξικά κύτταρα.  Αντιμικροβιακό φάσμα: Είναι το φάρμακο εκλογής για την αντιμετώπιση λοιμώξεων από Entamoeba histolytica. Χρησιμοποιείται ευρέως για την αντιμετώπιση λοιμώξεων που προκαλούνται από αναερόβιους κόκκους και αναερόβιους gram αρνητικούς βακίλους.  Αντοχή: Δεν αποτελεί θεραπευτικό πρόβλημα, μολονότι έχουν αναφερθεί στελέχη τριχομονάδων ανθεκτικά στη μετρονιδαζόλη.  Φαρμακοκινητική  Χορήγηση και κατανομή: Απορροφάται πλήρως και ταχέως όταν χορηγείται από το στόμα και κατανέμεται επαρκώς σε όλους του ιστούς και τα υγρά του σώματος.  Μεταβολισμός: Εξαρτάται από την ηπατική οξείδωση της πλαγίας αλύσου της μετρονιδαζόλης από μία οξειδάσημικτής λειτουργίας, που ακολουθείται από γλυκουρονίωση.  Ανεπιθύμητες ενέργειες: ναυτία, εμετός, αίσθημα δυσφορίας στο επιγάστριο και κοιλιακές κράμπες. Συχνά εμφανίζεται μια δυσάρεστη μεταλλική γεύση.

Φουροϊκή διλοξανίδη (αμοιβαδοκτόνο του εντερικού αυλού)  Είναι χρήσιμη για τη θεραπεία των ασυμπτωματικών ατόμων που αποβάλλουν κύστεις.  Η μοναδική της ένδειξη είναι η θεραπεία της εντερικής αμοιβάδωσης.  Όταν χορηγείται από το στόμα υδρολύεται στον εντερικό βλεννογόνο και απορροφάται κατά 90% περίπου.  Το μη απορροφούμενο φάρμακο είναι το δραστικό αμοιβαδοκτόνο.  Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ήπιες. Περιλαμβάνουν μετεωρισμό, ξηρότητα στόματος, κνησμό και κνίδωση.  Το φάρμακο αντενδείκνυται σε εγκύους και παιδιά κάτω των 2 ετών.

Παρομομυκίνη (αμοιβαδοκτόνο του εντερικού αυλού)  Είναι αποτελεσματική μόνο στην αντιμετώπιση των εντερικών (του αυλού) μορφών της Ε. histolytica και των πλατυελμίνθων, επειδή δεν απορροφάται σημαντικά από τη γαστρεντερική οδό.  Είναι ένα εναλλακτικό φάρμακο για την κρυπτοσποριδίωση.  Η άμεση αμοιβαδοκτόνος δράση της, κατά πάσα πιθανότητα, οφείλεται στη δράση που έχει στη μεμβράνη του κυττάρου, όπου προκαλεί διαρροές.  Πολύ μικρή ποσότητα του φαρμάκου απορροφάται όταν χορηγείται από το στόμα και αυτή απεκκρίνεται στα ούρα.  Αίσθημα γαστρεντερικής δυσφορίας και διάρροια είναι οι κυριότερες ανεπιθύμητες ενέργειες.

Χλωροκίνη (συστηματικό αμοιβαδοκτόνο)  Χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τη μετρονιδαζόλη και τη φουροϊκή διλοξανίδη για τη θεραπεία και την πρόληψη του αμοιβαδικού ηπατικού αποστήματος.  Καταστρέφει τους τροφοζωίτες στα ηπατικά αποστήματα, αλλά δεν είναι χρήσιμη για τη θεραπεία της αμοιβάδωσης του εντερικού αυλού.  Είναι αποτελεσματική στη θεραπεία της ελονοσίας.

Εμετίνη και Δεϋδροεμετίνη (συστηματικά αμοιβαδοκτόνα)  Είναι εναλλακτικά φάρμακα για τη θεραπεία της αμοιβάδωσης.  Αναστέλλουν την πρωτεϊνική σύνθεση παρεμποδίζοντας την επιμήκυνση της αλυσίδας.  Η προτιμητέα οδός χορήγησης είναι η ενδομυϊκή.  Η εμετίνη συγκεντρώνεται στο ήπαρ, όπου διατηρείται επί ένα μήνα μετά από μία μοναδική δόση. Μεταβολίζεται και απεκκρίνεται αργά και μπορεί να αθροιστεί.  Η δεϋδροεμετίνη είναι πιθανώς λιγότερο τοξική από την εμετίνη.  Όταν χρησιμοποιούνται αυτά τα φάρμακα, είναι απαραίτητη η συχνή κλινική παρακολούθηση.  Ανάμεσα στις ανεπιθύμητες ενέργειες είναι πόνος στη θέση της ένεσης, παροδική ναυτία, καρδιοτοξικότητα (π.χ. αρρυθμίες, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια), νευρομυϊκή αδυναμία, ζάλη και εξανθήματα.

ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΟΝΟΣΙΑΣ  Είναι μία οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από τέσσερα είδη του πρωτοζώου Plasmodium.  Το παράσιτο μεταδίδεται στον άνθρωπο με το τσίμπημα του θηλυκού ανωφελούς κώνωπος που ενδημεί σε υγρές ελώδεις περιοχές.  Το Plasmodium falciparum είναι το πιο επικίνδυνο είδος και προκαλεί οξεία, ταχέως εξελισσόμενη ασθένεια που χαρακτηρίζεται από επίμονο υψηλό πυρετό, ορθοστατική υπόταση και μαζική ερυθροκυττάρωση (οίδημα και ερυθρωπή χροιά των άκρων).  Το Ρ. vivax προκαλεί ηπιότερη μορφή της νόσου.  Το Ε. malariae ανευρίσκεται συχνά σε πολλές τροπικές περιοχές.  Το Ρ. ovale συναντάται σπάνια.  Η αντοχή που έχει αναπτύξει το κουνούπι στα εντομοκτόνα και το παράσιτο στα φάρμακα έχει οδηγήσει σε νέα θεραπευτικά σχήματα, ιδιαίτερα στη θεραπεία του Ρ. Falciparum.

Πριμακίνη (σχιστοζωιδιοκτόνο)  Τρόπος δράσης: Δεν είναι πλήρως κατανοητός. Ενδιάμεσες ουσίες πιστεύεται ότι δρουν σαν οξειδωτικά μέσα υπεύθυνα για τη σχιστοζωιδιοκτόνο δράση της.  Αντιμικροβιακό φάσμα: Είναι αποτελεσματική μόνο για τα εξωερυθροκυτταρικά (ιστικά) στάδια και όχι για το ερυθροκυτταρικό στάδιο της ελονοσίας.  Φαρμακοκινητική: Απορροφάται καλά όταν χορηγείται από το στόμα και δε συγκεντρώνεται στους ιστούς.  Ανεπιθύμητες ενέργειες: Εμφανίζει ανεπιθύμητες ενέργειες σε μικρή συχνότητα, εκτός από τη φαρμακευτική αιμολυτική αναιμία σε ασθενείς με γενετικά χαμηλά επίπεδα της γλυκοζο-6-φωσφορικής δεϋδρογενάσης.  Άλλες τοξικές εκδηλώσεις: αίσθημα δυσφορίας στην κοιλιακή χώρα, ιδιαίτερα μετά από συνδυασμό με χλωροκίνη και περιστασιακή μεθαιμοσφαιριναιμία, κοκκιοκυτταροπενία και ακοκκιοκυττάρωση μπορεί να εμφανιστούν σπάνια.

Χλωροκίνη (σχιστοζωιδιοκτόνο αίματος)  Τρόπος δράσης: Διάφοροι μηχανισμοί έχουν αναγνωρισθεί, με τους οποίους η χλωροκίνη φονεύει το μικροοργανισμό μετά τη συσσώρευσή της μέσα στον οργανισμό.  Καταστροφή που προκαλείται από τη συσσώρευση αίμης.  Αλκαλοποίηση του τροφικού κενοτοπίου.  Μειωμένη σύνθεση DNA.  Ανθεκτικότητα: Η αντοχή των πλασμωδίων στα υπάρχοντα φάρμακα αποτελεί σοβαρό ιατρικό πρόβλημα σε όλη την Ασία και σε ορισμένες περιοχές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.  Avτιμικρoβιακό φάσμα: Είναι το φάρμακο εκλογής στη θεραπεία της ερυθροκυτταρικής ελονοσίας από P. falciparum, εκτός από τις περιπτώσεις των ανθεκτικών στελεχών.

Χλωροκίνη (σχιστοζωιδιοκτόνο αίματος)  Φαρμακοκινητική  Χορήγηση και κατανομή: Απορροφάται γρήγορα και πλήρως όταν χορηγείται από το στόμα. Συγκεντρώνεται στα ερυθροκύτταρα, το ήπαρ, το σπλήνα, τους νεφρούς, τους πνεύμονες και τους ιστούς που περιέχουν μελανίνη, όπως και στα λευκά αιμοσφαίρια.  Μεταβολισμός: Απαλκυλιώνεται από τις ηπατικές οξειδάσες μικτής λειτουργίας, αλλά ορισμένα μεταβολικά προϊόντα διατηρούν την ανθελονοσιακή δραστικότητα. Τόσο το αρχικό φάρμακο όσο και οι μεταβολίτες αποβάλλονται κυρίως στα ούρα.  Ανεπιθύμητες ενέργειες: Οι παρενέργειες είναι ελάχιστες στις μικρές δόσεις που χρησιμοποιούνται για τη χημειοκαταστολή της ελονοσίας.

Κινίνη (σχιστοζωιδιοκτόνο του αίματος)  Φαρμακοκινητική: Χορηγούμενη από το στόμα, η κινίνη κατανέμεται καλά σε όλο το σώμα και μπορεί να φθάσει στο έμβρυο διαμέσου του πλακούντα. Η αλκαλοποίηση των ούρων μειώνει την απέκκρισή της.  Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κινχονισμός: ένα σύνδρομο που προκαλεί ναυτία, εμετό, εμβοές και ίλιγγο. Αυτές οι παρενέργειες είναι αναστρέψιμες και δεν αποτελούν λόγο διακοπής της θεραπείας. Ωστόσο, η κινίνη πρέπει να διακόπτεται αν η δοκιμασία Coombs για αιμολυτική αναιμία είναι θετική. Ορισμένες από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ φαρμάκων είναι οι εξής: 1) καθυστέρηση της απορρόφησης, όταν η κινίνη λαμβάνεται με αντιόξινα που περιέχουν αλουμίνιο, 2) ενίσχυση των παραγόντων που δρουν ως νευρομυϊκοί αποκλειστές και 3) αύξηση των επιπέδων της διγοξίνης, εάν λαμβάνεται παράλληλα με την κινίνη.

Μεφλοκίνη (σχιστοζωιδιοκτόνο του αίματος)  Εμφανίζεται πολλά υποσχόμενη για την αποτελεσματική μονοθεραπεία και καταστολή πολυανθεκτικών μορφών του P. falciparum.  Ο ακριβής τρόπος δράσης της δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί, αλλά προφανώς μπορεί και καταστρέφει τη μεμβράνη του παρασίτου όπως και η κινίνη.  Απορροφάται καλά όταν χορηγείται από το στόμα και συγκεντρώνεται στο ήπαρ και στους πνεύμονες.  Η κύρια απεκκριτική οδός είναι τα κόπρανα.  Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν ναυτία, έμετο και ζάλη έως αποπροσανατολισμό, ψευδαισθήσεις και κατάθλιψη.

Πυριμεθαμίνη (σχιστοζωιδιοκτόνο του αίματος και σποροζωιδιοκτόνο)  Ανταγωνιστής του φυλλικού οξέος, χρησιμοποιείται συχνά ως σχιστοζωιδιοκτόνο του αίματος για ριζική θεραπεία.  Δρα επίσης ως ισχυρό σποροζωιδιοκτόνο στο έντερο του κουνουπιού, όταν προσλαμβάνεται από το κουνούπι μαζί με το αίμα του ανθρώπου- ξενιστή.  Αναστέλλει την πλασμωδιακή αναγωγάση του διϋδροφυλλικού οξέος σε πολύ χαμηλότερες συγκεντρώσεις από αυτές που αναστέλλουν το ένζυμο των θηλαστικών.

ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΤΡΥΠΑΝΟΣΩΜΙΑΣΗΣ  Η τρυπανοσωμίαση αναφέρεται σε δύο χρόνιες και τελικά θανατηφόρες ασθένειες, που προκαλούνται από είδη του Trypanosoma: την Αφρικανική νόσο του ύπνου και την Αμερικανική νόσο του ύπνου.  Στην Αφρικανική νόσο του ύπνου, οι υπαίτιοι μικροοργανισμοί Trypanosoma brucei gambiense και Trypanosoma brucei rhodesiense αρχικά ζουν και αναπτύσσονται στο αίμα. Το παράσιτο εισβάλλει στο ΚΝΣ, προκαλώντας φλεγμονή του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού, με συνέπεια το χαρακτηριστικό λήθαργο και τελικά το συνεχή ύπνο.  Η ασθένεια Chagas (Αμερικανική νόσος του ύπνου), που προκαλείται από το Trypanosoma cruzi, εμφανίζεται στη Νότια Αμερική.

Μελαρσοπρόλη (Melarsoprol)  Τρόπος δράσης: Αντιδρά με τις σουλφυδρυλικές ομάδες διαφόρων ουσιών, συμπεριλαμβανομένων των ενζύμων, τόσο του μικροοργανισμού όσο και του ξενιστή. Τα ένζυμα του παρασίτου μπορεί να είναι πιο ευαίσθητα από αυτά του ξενιστή.  Αντιμικροβιακό φάσμα: Περιορίζεται στη θεραπεία των τρυπανοσωμικών λοιμώξεων, συνήθως στο τελευταίο στάδιο της εμπλοκής του ΚΝΣ, και καταστρέφει τα παράσιτα αυτά.  Ανθεκτικότητα: Η αντοχή μπορεί να οφείλεται στη μειωμένη διεισδυτικότητα του φαρμάκου.  Φαρμακοκινητική: Χορήγηση και κατανομή: Χορηγείται συνήθως ενδοφλεβίως, αργά και με λεπτή βελόνα, παρότι απορροφάται από τη γαστρεντερική οδό. Καθώς είναι πολύ ερεθιστική ουσία, πρέπει να λαμβάνονται μέτρα ώστε να μη διαχέεται στους περιβάλλοντες ιστούς.  Μεταβολισμός: Ο ξενιστής οξειδώνει γρήγορα το φάρμακο σε μία σχετικά μη τοξική ένωση του πεντασθενούς αρσενικού. Το φάρμακο έχει πολύ μικρό χρόνο ημίσειας ζωής και αποβάλλεται γρήγορα από τα ούρα.  Ανεπιθύμητες ενέργειες: Παρενέργειες από το ΚΝΣ, αντιδράσεις υπερευαισθησίας, γαστρεντερικές διαταραχές.  Αντενδείξεις: Αντενδείκνυται σε ασθενείς με γρίπη. Έχει εμφανισθεί αιμολυτική αναιμία σε ασθενείς με έλλειψη του ενζύμου G-6-PD.

Ισαιθειονlκή πενταμιδίνη (Pentamidine isethionate)  Έχει καταλάβει σημαντικό ρόλο στη χημειοθεραπεία.  Τρόπος δράσης: Παρότι ο τρόπος δράσης του δεν έχει εξακριβωθεί, υπάρχουν στοιχεία ότι το φάρμακο συνδέεται με το DΝΑ του παρασίτου και παρεμποδίζει τη σύνθεση του DΝΑ, του RNA, των φωσφολιπιδίων και των πρωτεϊνών του παρασίτου.  Avτιμικρoβιακό φάσμα: είναι δραστική για όλα τα τρυπανοσώματα, είναι αποτελεσματική στη θεραπεία της συστηματικής βλαστομυκητίασης και είναι επίσης αποτελεσματική εναντίον της P. Carinii.  Φαρμακοκινητική: Χορήγηση και κατανομή: Πρόσφατα διαλύματα χορηγούνται ενδομυίκώς ή με τη μορφή αερολύματος. Το φάρμακο συγκεντρώνεται και αποθηκεύεται στο ήπαρ και τους νεφρούς για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν εισέρχεται στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό για αυτό και είναι αναποτελεσματική στο στάδιο μηνιγγοεγκεφαλίτιδας της τρυπανοσωμίασης.  Μεταβολισμός: Δε μεταβολίζεται και αποβάλλεται πολύ αργά στα ούρα. Ο χρόνος ημίσειας ζωής είναι περίπου 5 ημέρες.  Ανεπιθύμητες ενέργειες: Μπορεί να παρουσιαστεί σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, η οποία αναστρέφεται μετά τη διακοπή χορήγησης του φαρμάκου. Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι υπόταση, ζάλη, εξάνθημα και τοξική δράση στα β- κύτταρα του παγκρέατος.

Νιφοuρτιμόξη (Nifurtimox)  Χρησιμοποιείται μόνο στη θεραπεία των οξειών λοιμώξεων από Τ. cruzi (νόσος του Chagas), αν και η θεραπεία του χρόνιου σταδίου τέτοιων λοιμώξεων έχει δώσει ποικίλα αποτελέσματα.  Το φάρμακο χορηγείται από το στόμα, απορροφάται γρήγορα και μεταβολίζεται προς άγνωστα προϊόντα τα οποία απoβάλλovται στα ούρα.  Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι συχνές μετά από χρόνια χορήγηση, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους.  Οι κυριότερες τοξικές ενέργειες περιλαμβάνουν αvτιδράσεις άμεσης υπερευαισθησίας (π.χ. αναφυλαξία), αντιδράσεις όψιμης υπερευαισθησίας (π.χ. δερματίτιδα και ίκτερο) και γαστρεντερικά προβλήματα.

Σουραμίνη (Suramin)  Χρησιμοποιείται κυρίως στη θεραπεία των πρώτων σταδίων και ιδιαίτερα στην προφύλαξη από την Αφρικανική τρυπανοσωμίαση.  Είναι πολύ δραστική και αναστέλλει διάφορα ένζυμα, μεταξύ των οποίων και αυτά που έχουν σχέση με τον ενεργειακό μεταβολισμό.  Είναι το φάρμακο εκλογής στη θεραπεία ασθενών με τις ώριμες μορφές της φιλάριας Onchocerca volvulus.  Πρέπει να χορηγείται ενδοφλεβίως.  Συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος και παραμένει στο πλάσμα επί μακρόν, συγκεντρούμενο στο ήπαρ και στα εγγύς σωληναριακά κύτταρα των νεφρών.  Η σοβαρότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών απαιτεί την προσεκτική παρακολούθηση του ασθενούς, ιδιαίτερα εάν ο τελευταίος είναι εξασθενημένος.

ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΣΜΑΝIΑΣΗΣ  Υπάρχουν τρεις τύποι λείσμανίασης: η δερματική, η βλεννογονοδερματική και η σπλαγχνική.  Η λείσμανίαση μεταδίδεται από τα ζώα στους ανθρώπους (και μεταξύ των ανθρώπων) με το τσίμπημα μολυσμένων φλεβοτόμων.  Οι θεραπείες της λείσμανίασης και της τρυπανοσωμίασης είναι δύσκολες γιατί τα χρησιμοποιούμενα φάρμακα έχουν σημαντική τοξικότητα και υψηλά ποσοστά αποτυχίας.  Οι ενώσεις του πεντασθενούς αντιμονίου, όπως το στιβογλυκονικό νάτριο (sodium stibogluconate), είναι η κλασική θεραπεία που χρησιμοποιείται στην αντιμετώπιση της λείσμανίασης, με την πενταμιδίνη και την αμφοτερικίνη Β ως βοηθητικά φάρμακα.

Βιολογικός κύκλος του υπεύθυνου μικροοργανισμού, Leishmania  Ο φλεβοτόμος μεταφέρει τη μαστιγωτή προνύμφη του πρωτόζωου, η οποία φαγοκυτταρώνεται γρήγορα από τα μακροφάγα.  Στο μακροφάγο, οι προνύμφες αποβάλλουν ταχέως το μαστίγιο και πολλαπλασιάζονται, φονεύοντας το κύτταρο.  Οι νέες αμαστιγοφόρες μορφές που απελευθερώνονται φαγοκυτταρώνονται πάλι και ο κύκλος συνεχίζεται.

Στιβογλυκονικό νάτριο (Sodium stibogluconate)  Δεν είναι δραστικό ίn vitro, γι' αυτό έχει υποστηριχθεί ότι η αναγωγή του σε τρισθενές αντιμόνιο είναι απαραίτητη για να δράσει.  Ο ακριβής μηχανισμός της δράσης του δεν έχει διευκρινισθεί.  Έχουν βρεθεί ενδείξεις για αναστολή της γλυκόλυσης του παρασίτου στο επίπεδο της αντίδρασης φωσφοφρουκτοκινάσης.  Επειδή δεν απορροφάται όταν χορηγείται από το στόμα πρέπει να χορηγείται παρεντερικά.  Κατανέμεται στον εξωαγγειακό χώρο.  Ο μεταβολισμός είναι ελάχιστος και το φάρμακο απεκκρίνεται στα ούρα.  Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν πόνο στο σημείο της ένεσης, γαστρεντερικές ενοχλήσεις και καρδιακές αρρυθμίες. Η νεφρική και η ηπατική λειτουργία θα πρέπει επίσης να εξετάζονται περιοδικά.

ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΩΣΗΣ  Μία από τις πιο κοινές λοιμώξεις στον άνθρωπο προκαλείται από το πρωτόζωο Toxoρlasma gondii, το οποίο μεταδίδεται στους ανθρώπους όταν καταναλώνουν ωμό ή ανεπαρκώς μαγειρεμένο μολυσμένο κρέας.  Οι μολυσμένες έγκυες γυναίκες μπορούν να μεταδώσουν το πρωτόζωο στο έμβρυο.  Οι γάτες είναι τα μόνα ζώα που αποβάλλουν ωοκύστεις οι οποίες μπορούν να μολύνουν άλλα ζώα αλλά και τον άνθρωπο.  Η θεραπεία εκλογής γι' αυτή την πάθηση είναι ο ανταγωνιστής του φυλλικού οξέος, η πυριμεθαμίνη.  Δραστικός επίσης είναι ο συνδυασμός σουλφαδιαζίνης (sulphadiazine) και πυριμεθαμίνης.  Η λευκοβορίνη (Ieucovorin) χορηγείται συχνά για προστασία από την ανεπάρκεια φυλλικού.  Άλλοι αναστολείς της βιοσύνθεσης του φυλλικού οξέος, όπως η τριμεθοπρίμη και η σσυλφαμεθοξαζόλη, δεν είναι θεραπευτικώς αποτελεσματικοί για την τοξοπλάσμωση.

ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΑΜΒΛΙΑΣΗΣ (ΓΙΑΡΔIΑΣΗΣ)  Η Giardia lamblia είναι το συχνότερα ανευρισκόμενο εντερικό παράσιτο στις Ηνωμένες Πολιτείες.  Ο βιολογικός του κύκλος έχει δύο μόνο στάδια: του διπύρηνου τροφοζωίτη με 4 μαστίγια και της ανθεκτικής στα φάρμακα κύστης με 4 πυρήνες.  Η κατάποσή του, συνήθως με μολυσμένο πόσιμο νερό, καταλήγει στη λοίμωξη.  Οι τροφοζωίτες παραμένουν στο λεπτό έντερο και διαιρούνται με διχοτόμηση. Σποραδικά, σχηματίζονται κύστεις οι οποίες αποβάλλονται με τα κόπρανα.  Αν και κάποιες λοιμώξεις είναι ασυμπτωματικές, μπορεί να προκληθεί βαριά διάρροια η οποία αποτελεί σοβαρό κίνδυνο σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.  Η θεραπεία είναι συνήθως κινακρίνη (quinacrine) ή μετρονιδαζόλη.

Κινακρίνη  Είναι ένα παράγωγο της ακριδίνης το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στη θεραπεία της λαμβλίασης αλλά είναι επίσης αποτελεσματικό στην αντιμετώπιση των πλατυελμίνθων και της ελονοσίας και, τοπικά, της λείσμανίασης.  Συνδέεται με φωσφολιπίδια της μεμβράνης, αναστέλλοντας τη δραστηριότητα της φωσφολιπάσης Α2, καθώς και με υποδοχείς ακετυλοχολίνης.  Χορηγούμενη από το στόμα συγκεντρώνεται στο ήπαρ.  Δεν πρέπει να χορηγείται σε εγκύους, διότι διαπερνά τον πλακούντα.  Οι ανεπιθύμητες ενέργειες κυμαίνονται από τις συνήθεις ζάλες, κεφαλαλγίες και εμέτους μέχρι τις πιο σοβαρές ψυχώσεις, κνίδωση, απολεπιστική δερματίτιδα και μελάγχρωση του δέρματος.  Η κινακρίνη και η πριμακίνη (primaquine) δεν πρέπει να χορηγούνται ταυτόχρονα λόγω αυξημένης τοξικότητας.