ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Ευρωπαϊκό Δίκαιο Ενέργειας και Ελεύθερη κυκλοφορία Εμπορευμάτων Ειδ. Επιστήμονας: Β. Τζώρτζη
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ α. Η εσωτερική αγορά β. Εσωτερική αγορά ενέργειας 2. Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΩΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ α. έννοια «εμπορεύματος» β. η ιδιαίτερη περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας 3. ΟΙ ΔΙΑΤΑΞEIΣ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ τελωνειακή ένωση : ά. 28 και 30 ΣΛΕΕ 4. Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ 5. ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ 6. ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ 7. ά. 37 ΣΛΕΕ : ΚΡΑΤΙΚΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ 8. ΕΘΝΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΕΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ ΑΠΕ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ α. Η εσωτερική αγορά Η κοινή αγορά είναι ένα στάδιο της διαδικασίας πολυεθνικής ολοκλήρωσης, το οποίο, «αποβλέπει στην εξάλειψη όλων των εμποδίων στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές ώστε να υπάρξει συγχώνευση των εθνικών αγορών σε μια ενιαία αγορά, η οποία να πλησιάζει όσο γίνεται τις συνθήκες μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς», C-15/81, Gaston...
τι περιλαμβάνει η εσωτερική αγορά; (ά. 26 ΣΛΕΕ) «έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης».
β. Εσωτερική αγορά ενέργειας Αποτελεί στόχο της κοινής ενεργειακής πολιτικής. ά. 194 παρ. 1 ΣΛΕΕ: μεταξύ των στόχων της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας είναι «σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των κ-μ» να α)να διασφαλίζει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας Βασικό μέσο για την ολοκλήρωση της αγοράς ενέργειας αποτελεί η πλήρης εφαρμογή στην ενέργεια του ευρωπαϊκού δικαίου της εσωτερικής αγοράς – και ιδίως όλων των διατάξεων σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών και των υπηρεσιών, με τα μονοπώλια, με τις κρατικές επιχειρήσεις και με τις κρατικές ενισχύσεις. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΔΕΕ : α) Οι κανόνες της Συνθήκης για την ελεύθερη κυκλοφορία εφαρμόζονται στον τομέα της ενέργειας, με κάποιες στενά οριζόμενες εξαιρέσεις. Τα κ-μ πρέπει να ασκούν τις κανονιστικές αρμοδιότητές τους κατά τρόπο συνεπή με αυτές τις θεμελιώδεις αρχές της Συνθήκης (C-71/02, Karner and Troostuijk, παρ ), β) σύμφωνα με μια ευρεία έννοια του κράτους, η υποχρέωση αυτή εκτείνεται στα υποκείμενα του κράτους όργανα, γ) η ερμηνεία από το ΔΕΕ των θεμελιωδών αυτών αρχών της Συνθήκης θέτει τα όρια εντός των οποίων τα πολιτικά όργανα της ΕΕ πρέπει να εργάζονται κατά την θέσπιση παραγώγου δικαίου.
2. Η ενέργεια ως εμπόρευμα α. έννοια «εμπορεύματος» βασικός ορισμός: «εμπορεύματα» τα εμπορεύματα ερμηνεύονται ως «προϊόντα που μπορούν να αποτιμηθούν σε αξία (χρήμα) και που μπορούν, ως τέτοια, να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών» (C-7/68, Επιτροπή κατά Ιταλίας) Η ενέργεια είναι εμπόρευμα; ΝΑΙ Δεν υπήρχε ποτέ καμία αμφιβολία, εκτός από την ηλεκτρική ενέργεια
β. η ιδιαίτερη περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας : δεν έχει κάποια χαρακτηριστικά που κανονικά φέρουν τα εμπορεύματα : α. δεν είναι απτή και β. είναι δύσκολο να αποθηκευτεί. Ωστόσο: ♦ C – 6/64, Costa κατά Enel : σε συμφωνία με τον Γ.Ε., έκρινε ότι ένα μονοπώλιο ηλεκτρικής ενέργειας ενέπιπτε στο ά. 37 ΣΛΕΕ. Εφόσον η διάταξη αυτή αφορά αποκλειστικά τα εμπορικά μονοπώλια, το ΔΕΕ στην Costa κατά Enel ουσιαστικά έκρινε ότι η ηλεκτρική ενέργεια πρέπει να θεωρείται εμπόρευμα. ♦ C-393/92, Almelo, σκ.28: επιβεβαίωσε ότι η ηλεκτρική ενέργεια αποτελεί εμπόρευμα «Δεν αμφισβητείται στα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου — ούτε εξάλλου των εθνικών δικαίων — ότι το ηλεκτρικό ρεύμα συνιστά εμπόρευμα κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης. Επομένως, το ηλεκτρικό ρεύμα θεωρείται εμπόρευμα σύμφωνα με τη δασμολογική ονοματολογία της Κοινότητας (κωδικός NC ). Εξάλλου, το Δικαστήριο αναγνώρισε, με την απόφαση της 15ης Απριλίου 1964, 6/64, Costa κατά Enel (Rec. 1964, σ. 1141), ότι το ηλεκτρικό ρεύμα μπορεί να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 της Συνθήκης».
♦ C-206/06, Essent Network, σκ. 43: «Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η προσαύξηση της τιμής επιβάλλεται στη μεταφερόμενη ηλεκτρική ενέργεια. Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι η ηλεκτρική ενέργεια συνιστά εμπόρευμα κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης». ♦ C-158/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας (μονοπώλιο στην ηλεκτρική ενέργεια) σκ. 17: Πάντως, πρέπει να υπομνηστεί ότι, με την απόφαση της 27ης Απριλίου 1994, C- 393/92, Almelo, σκ. 28), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν αμφισβητείται στο κοινοτικό δίκαιο, ούτε εξάλλου στα εθνικά δίκαια, ότι το ηλεκτρικό ρεύμα συνιστά εμπόρευμα κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το ηλεκτρικό ρεύμα θεωρείται εμπόρευμα σύμφωνα με τη δασμολογική ονοματολογία της Κοινότητας (κωδικός ΣΟ 27.16) και έχει ήδη αναγνωρίσει, με την απόφαση της C- 6/64, Costa (Συλλογή τόμος , σ. 1191), ότι το ηλεκτρικό ρεύμα μπορεί να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 της Συνθήκης. ♦ Γ.Ε. Fennely σε C-97/98, Jagerskiold v. Gustafsson, Αναγνώρισε ότι «μπορεί να φαίνεται κάπως ότι προκαλεί έκπληξη ότι το ΔΕΕ έχει αντιμετωπίσει την ηλεκτρική ενέργεια, παρά τον μη απτό χαρακτήρα της, ως εμπόρευμα». Αφού επανέλαβε το σκεπτικό του Γ.Ε. στην C-Almelo, πρόσθεσε: «Κατά τη γνώμη μου, η ηλεκτρική ενέργεια πρέπει να θεωρείται ως ξεχωριστή περίπτωση, που ίσως δικαιολογείται χάρη στη λειτουργία της ως πηγή ενέργειας και, ως εκ τούτου, σε ανταγωνισμό με το αέριο και το πετρέλαιο», σημ. 11
3. ΟΙ ΔΙΑΤΑΞEIΣ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ άρθρα ά.30 ά. 34 ά. 35 ά. 36 α. 37 ά ά λειτουργία α παγόρευση των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος εξάλειψη των ποσοτικών περιορισμών επί των εισαγωγών και των Μ.Ι.Α.Π.Π. εξάλειψη των ποσοτικών περιορισμών επί των εξαγωγών και των Μ.Ι.Α.Π.Π. εξαιρέσεις από τα ά. 34 – 35 κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα απαγόρευση φορολογικών διακρίσεων μέτρα εναρμόνισης
ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων Τελωνειακή Ένωση ά. 28 και 30 Περιορισμοί στις εισαγωγές Περιορισμοί στις εξαγωγές Εξαιρέσεις του ά. 36 ά. 34 ποσοτικοί περιορισμοί μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος άμεση/έμμεση διάκριση «κανόνας της δικαιολόγησης» αμοιβαία αναγνώριση απελευθέρωση στην Keck & Mithouard ά. 35
τελωνειακή ένωση : ά. 28 και 30 ΣΛΕΕ ά. 28 και 30 ΣΛΕΕ: τελωνειακή ένωση η συγχώνευση των τελωνειακών εδαφών μιας ομάδας κρατών σε ένα τελωνειακό έδαφος χωρίς εσωτερικούς δασμούς και με κοινό εξωτερικό δασμολόγιο ά. 28, παρ.1: «Η Ένωση περιλαμβάνει τελωνειακή ένωση, που εκτείνεται στο σύνολο των εμπορευματικών συναλλαγών και περιλαμβάνει την απαγόρευση των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών και όλων των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και την υιοθέτηση κοινού δασμολογίου στις σχέσεις τους με τις τρίτες χώρες». 2 διαστάσεις: α. εσωτερική (χωρίς εσωτερικούς δασμούς) β. εξωτερική (ΚΕΔ) 2 κριτήρια υπαγωγής ενός προϊόντος στη συνδυασμένη ονοματολογία: i. χαρακτηριστικά γνωρίσματα προϊόντος ii. χωρική προέλευση του προϊόντος
4. Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ά. 56 ΣΛΕΕ: απαιτεί όχι μόνον την εξάλειψη όλων των διακρίσεων κατά των προμηθευτών υπηρεσιών από άλλα κ-μ, αλλά επίσης την κατάργηση κάθε περιορισμού στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ακόμη κι αν ο περιορισμός αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως σε εθνικούς προμηθευτές υπηρεσιών και σε εκείνους που προέρχονται από άλλα κ-μ, που είναι ικανός να απαγορεύσει, να εμποδίσει, ή να καταστήσει λιγότερο επωφελείς τις δραστηριότητες των προμηθευτών υπηρεσιών από άλλα κ-μ που νομίμως παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες στο κ-μ προέλευσής τους, C-255/04, Επιτροπή κατά Γαλλίας ΔΕΕ: κριτήριο = ο άυλος χαρακτήρας του αντικειμένου. Σε περιπτώσεις, όμως, όπου ένα εθνικό μέτρο θίγει τόσο την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων όσο και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (διττός χαρακτήρας του αντικειμένου) ► Θεωρία του «κέντρου βάρους». Κρίσιμο είναι το ποια από τις δύο ελευθερίες έχει πρωτεύοντα χαρακτήρα έναντι της άλλης λειτουργική προσέγγιση. Νομολογία για ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων και υπηρεσιών C-155/73, Sacchi, C-36/02, Omega, C-20/03, Burmanjer, C -65/05, Eπιτροπή κατά Ελλάδας
5. ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ α. εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων Οι περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μπορεί να έχουν τις ακόλουθες μορφές: Χρηματική μορφή Φυσική μορφή ◊ εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός ◊ προέλευση ◊ φόρος ◊ ποσόστωση ◊ άδεια ◊ συσκευασία ◊ απαγόρευση
β. ά. 30 ΣΛΕΕ- απαγόρευση δασμών και φορολογικής επιβάρυνσης ισοδύναμου αποτελέσματος (φ.ε.ι.α.) - γενικά προβλέπει μια αρνητική υποχρέωση για τα κράτη μέλη να μην επιβάλλουν μεταξύ τους εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς ή φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος C – 26/62, Van Gend en Loos δασμός: ο φόρος ο οποίος επιβάλλεται κατά τη διάβαση των συνόρων ενός κράτους κατά την εισαγωγή, εξαγωγή ή διαμετακόμιση εμπορευμάτων φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος: κάθε οικονομική επιβάρυνση, που επιβάλλεται από τη δημόσια αρχή, η οποία εμφανίζει αποτελέσματα ισοδύναμα στο κοινοτικό εμπόριο με εκείνα ενός δασμού 3 στοιχεία έννοιας: i.μονομερής χαρακτήρας της επιβάρυνσης ii.επιβάλλεται λόγω της διέλευσης συνόρων ενός κράτους iii.θίγει μόνον προϊόντα από άλλο κ-μ
ά ειδικά ως προς την ενέργεια Παράδειγμα παραβίασης του ά. 30 : όταν ο ίδιος δασμός επιβάλλεται σε εγχώρια και εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, αλλά το σύνολο των εσόδων του δασμού αυτού πληρώνεται στους παραγωγούς της εγχώρια ηλεκτρικής ενέργειας, βλ. C-206/06, Essent Network Noord, σκ. 57. Αν ένας φόρος εμπίπτει στο ά. 30, πώς θα μπορούσε να μην κριθεί αντίθετος με το δίκαιο της ΕΕ); ά. 36 ΣΛΕΕ : → δεν εφαρμόζεται, ΑΛΛΑ: ΔΕΕ → έχει αναγνωρίσει 2 καταστάσεις, στις οποίες τέτοιου είδους δασμοί επιτρέπονται: α. σε όσες περιπτώσεις η πληρωμή είναι λόγος για μια υπηρεσία που αποδόθηκε ή β. σε όσες περιπτώσεις αφορά ελέγχους που απαιτούνται από το δίκαιο της ΕΕ, καθώς και σε όσες περιπτώσεις απαιτούνται από μια Οδηγία της ΕΕ. (C-46/76, Bauhuis. Οι ίδιοι οι έλεγχου εμπίπτουν στο 34). Ωστόσο, το π.ε. των εξαιρέσεων αυτών είναι εξαιρετικά περιορισμένο, και καμιά τους δεν είναι πιθανό να είναι στη διάθεση των κ-μ που επιβάλλουν εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς ή φ.ε.ι.α. στις εισαγωγές και τις εξαγωγές ενέργειας. Ως προς α: _ αυτό προκύπτει μόνον όταν ο μεμονωμένος εισαγωγέας ή εαξγωγέας λαμβάνει ένα ειδικό πλεονέκτημα λόγω της υπηρεσίας. Δεν επαρκεί σε όσες περιπτώσεις η υπηρεσία είναι απλώς στο κοινό συμφέρον (βλ. C-24/68, Επιτροπή κατά Ιταλίας, στατιστικοί φόροι). _ επιπλέον, ο εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός πρέπει να είναι ανάλογος με το όφελος που απονέμεται (βλ. C- 132/82, Eπιτροπή κατά Βελγίου, παρ. 8) Ως προς το β: κρίθηκε ότι εφαρμόζεται μόνον σε όσες περιπτώσεις πληρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις: _ο εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός δεν πρέπει να υπερβαίνει το πραγματικό κόστος του ελέγχου, _οι εν λόγω έλεγχοι πρέπει να είναι υποχρεωτικοί και ομοιόμορφοι για όλα τα προϊόντα στην Ε.Ε., _ οι έλεγχοι πρέπει να απαιτούνται από τη δίκαιο της Ε.Ε. και _πρέπει να προάγουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, εξαλείφοντας τα εμπόδια που θα μπορούσαν να προκύψουν από μονομερή μέτρα ελέγχου που θεσπίστηκαν από τα κ-μ σε συμφωνία με το ά. 36 ΣΛΕΕ. (βλ. C- 18/87, Επιτροπή κατά Γερμανίας, παρ. 8).
ά. 110 ΣΛΕΕ – απαγόρευση φορολογικών διακρίσεων (εδ. α’) φορολογική διάκριση = κάθε ρύθμιση που καταλήγει στην προστασία των εγχώριων προϊόντων και θέτει τα προϊόντα άλλων κ-μ σε μειονεκτική θέση, είτε με άμεσο είτε με έμμεσο τρόπο (C-142,143/80, Essevi & Salengo) το ά. 110 έχει καταστεί de facto μια διάταξη που σχετίζεται με την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων – δικαστικός ακτιβισμός ΔΕΕ 1ον : αν και δεν το αναφέρει πουθενά αυτό στη Συνθ, το ΔΕΕ έκρινε ότι η διάταξη αυτή (110) εκτείνεται στα εμπορεύματα που προέρχονται από τρίτες χώρες, αλλά που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στα κ-μ (C-193/85, Co-Frutta). 2ον: έκρινε ότι η διάκριση εις βάρος εξαγωγών υπέρ προϊόντων που προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση επίσης είναι αντίθετη με το ά. 110 (C—142/77, Larsen, παρ ). C-213/96, Outokumpu C-302/86, Eπιτροπή κατά Δανίας (ανακυκλώσιμες συσκευασίες) 3. C-206/06 - Essent Netwerk Noord κ.λπ : Συνεπώς, ΔΕΕ: έκρινε ότι το ά. 110 καλύπτει τόσο την άμεση διάκριση C-57/65 (Lütticke ) όσο και την έμμεση διάκριση (C-112/84, Humblot)
σχέση ά. 110 με άλλες διατάξεις i. με ά. 30 (απαγόρευση φ.ε.ι.α.) – σχέση αλληλοαποκλεισμού: ενώ και οι δύο διατάξεις έχουν αντικείμενο χρηματικές επιβαρύνσεις, διαφέρει ο λόγος επιβολής τους. φ.ε.ι.α.→ πλήττουν μόνον τα εισαγόμενα προϊόντα λόγω του ότι διέρχονται τα σύνορα εσωτερικοί φόροι → επιβάλλονται καταρχήν τόσο στα εγχώρια, όσο και στα προϊόντα άλλων κ-μ και πλήττουν την κυκλοφορία τους στο εσωτερικό των κρατών (C-109/98, CTR France International, C-441/98 και 442/98, Καπνική Μιχαηλίδης) ii. με ά. 34 ( απαγόρευση Μ.Ι.Α.Π.Π.) _ η εφαρμογή του ά.110 (lex specialis) αποκλείει την εφαρμογή του ά. 34 Μ.Ι.Α.Π.Π. (34) → δεν αφορά χρηματικές επιβαρύνσεις, αλλά μέτρα που αφορούν τη σύνθεση, την επισήμανση, τη συσκευασία κ.τ.λ. _απαγόρευση φ.ε.ι.α = ΑΠΟΛΥΤΗ δηλαδή όχι εφαρμογή ά. 36 ή εξαιρέσεων νομολογιακής προέλευσης (Cassis de Dijon)
ά. 34 ΣΛΕΕ: περιορισμοί επί των εισαγωγών -γενικά ά. 34: απαγορεύει α. τους ποσοτικούς περιορισμούς και β. όλα τα μέτρα που έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με ποσοτικούς περιορισμούς, στις εισαγωγές από τα κ-μ π.π.: «κάθε κρατικό μέτρο που είτε εμποδίζει κατά ποιότητα ή αξία, είτε εντελώς απαγορεύει ή ουσιαστικά αποκλείει την εισαγωγή, εξαγωγή ή διαμετακόμιση ενός εμπορεύματος, του οποίου η πώληση επιτρέπεται σε άλλα κ-μ» (C- 2/73, Geddo) Μ.Ι.Α.Π.Π:κάθε εμπορική ρύθμιση, που θεσπίζεται από τα κ-μ και είναι κατάλληλη να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή εν δυνάμει, το ενδοκοινοτικό εμπόριο. 2 στοιχεία : i. εμπορική ρύθμιση (C-120/78, Cassis de Dijon) τεχνικά χαρακτηριστικά C-267,268/91, Keck → νομολογιακή στροφή: διάκριση μεταξύ ενός μέτρου που αφορά τα τεχνικά στοιχεία ενός προϊόντος (μέγεθος, βάρος, σύνθεση, ετικέτα) (= παράβαση του ενωσιακού δικαίου) και μέτρου που αφορά απλώς τους όρους πώλησης ενός προϊόντος (όχι παράβαση του ενωσιακού δικαίου) ΔΕΕ: οι όροι πώλησης αφορούν τις συνθήκες πώλησης (πότε, πώς, πού) και ΔΕΝ συνιστούν Μ.Ι.Α.Π.Π. εφόσον εφαρμόζονται αδιακρίτως ii. η ρύθμιση να έχει αντίκτυπο στο ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν επιδρά σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις, αφήνοντας ανεπηρέαστο το ενδοκοινοτικό εμπόριο αλλά, αντίθετα, το επηρεάζει. Αρκεί η επίδραση να είναι και δυνητική ενδοκοινοτικό εμπόριο C – 8/74, Dassonville Μ.Ι.Α.Π.Π.: με διάκριση και αδιακρίτως C-120/78, Cassis de Dijon ◊ Η διαφορά μεταξύ μέτρων που εφαρμόζονται με διάκριση και μέτρων που εφαρμόζονται αδιακρίτως είναι ότι τα μέτρα που εφαρμόζονται αδιακρίτως μπορούν να δικαιολογηθούν αν είναι αναγκαία για να εξυπηρετήσουν επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, π.χ. προστασία του περιβάλλοντος (C – 120/78, Cassis de Dijon). Ακόμη και αμελητέα εμπόδια στις εισαγωγές θα εμπίπτουν στην απαγόρευση του ά. 34 (δεν υπάρχει κανόνας de minimis)
ά. 34 ΣΛΕΕ: περιορισμοί επί των εισαγωγών –ειδικά ως προς την ενέργεια Μ.Ι.Α.Π.Π. στις εισαγωγές ενέργειας C-72/83, Campus Oil Η απαίτηση που επέβαλε η Ιρλανδία στους εισαγωγείς προϊόντων πετρελαίου να αγοράζουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό των αναγκών τους από το κρατικό διυλιστήριο Whitegate παραβίαζε το ά. 34 C-379/98, PreussenElektra Γερμανικός νόμος που απαιτούσε από κάθε προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζει ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ εντός στης περιοχής προμήθειάς του στη Γερμανία συνιστά ΜΙΑΠΠ του ά. 34 C-204-8/12, Essent-Belgium Το φλαμανδικό καθεστώς για τη χορήγηση πράσινων πιστοποιητικών συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης C-573/12, Alands Vindkraft Του σουηδικό σύστημα στήριξης το οποίο ευνοεί την παραγωγή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας στην εθνική επικράτεια συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης Έλεγχοι της τιμής Αποτελεί κατηγορία μέτρου που μπορεί να έχει ιδιαίτερη σχέση με την πολιτική ενέργειας – αποτελεί όρο πώλησης (C-267,268/91, Keck)
ά. 35 ΣΛΕΕ – περιορισμοί επί των εξαγωγών - γενικά απαγορεύει δύο είδη μέτρων μεταξύ των κρατών μελών: (α) ποσοτικούς περιορισμούς επί των εξαγωγών (β) μέτρα που έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους ποσοτικούς περιορισμούς * το μέτρο πρέπει να προκαλεί διάκριση μεταξύ εισαγόμενων και εγχώριων προϊόντων ≠ ά. 34
ά.34 και 35 - Μ.Ι.Α.Π.Π.: με διάκριση και αδιακρίτως Δύο κατηγορίες Μ.Ι.Α.Π.Π.: Όσα εφαρμόζονται με διάκριση: μέτρα που εφαρμόζονται αποκλειστικά στα εισαγόμενα ή αποκλειστικά στα εξαγόμενα προϊόντα Όσα εφαρμόζονται αδιακρίτως: μέτρα που εφαρμόζονται τόσο στα εισαγόμενα, όσο και στα εγχώρια προϊόντα, αλλά που θίγουν περισσότερο τα εισαγόμενα, επειδή είναι πιο δύσκολο να τηρηθούν από τους εισαγωγείς (C-71/02, Karner and Troostwijk, σκ. 20 ) ά. 34 ΣΛΕΕ : C-120/78, Cassis de Dijon, το ΔΕΕ αποφάσισε ότι το ά. 34 ΣΛΕΕ καλύπτει και τα μέτρα που εφαρμόζονται αδιακρίτως. C-231/83, Cullet v. Leclerk, το ΔΕΕ έκρινε ότι ο γαλλικός νόμος που καθόριζε την κατώτατη τιμή λιανικής πώλησης πετρελαίου εμπίπτει στο ά. 34 ΣΛΕΕ, σε όσες περιπτώσεις οι τιμές αυτές καθορίζονταν σε ένα επίπεδο που λειτουργούσε έτσι ώστε τα εισαγόμενα προϊόντα να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση απέναντι στα εγχώρια προϊόντα. Στην υπόθεση αυτή, ελάχιστες τιμές καθορίστηκαν βάσει εθνικών προϊόντων, αποστερώντας συνεπώς τα εισαγόμενα προϊόντα από οποιοδήποτε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. ≠ στο ά. 35, το μέτρο πρέπει να προκαλεί διάκριση μεταξύ εισαγόμενων και εγχώριων προϊόντων C-174/84, Bulk Oil AG v. Sun International, το ΔΕΕ έκρινε ότι η ανεπίσημη πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης να περιορίζει την εξαγωγή πετρελαίου στο Ισραήλ μέσω της χρήσης ρητρών προορισμού συνιστούσε «ΜΙΑΠΠ» στις εξαγωγές για τον σκοπό του ά. 35 αλλά όχι αντίθετο με αυτό καθώς η υπόθεση αφορούσε εξαγωγές σε κράτος που δεν ήταν μέλος της ΕΕ. C-302/88, Hennen Olie, το ΔΕΕ εξέτασε εθνικά μέτρα που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να περιορίσουν ειδικώς τα ρεύματα των εξαγωγών και να δημιουργήσουν με αυτόν τον τρόπο διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ του εσωτερικού εμπορίου κράτους μέλους και του εξαγωγικού του εμπορίου, έτσι ώστε να διασφαλίζουν ιδιαίτερο πλεονέκτημα στην εθνική παραγωγή ή στην εσωτερική αγορά του ενδιαφερόμενου κράτους ◊ Η διαφορά μεταξύ μέτρων που εφαρμόζονται με διάκριση και μέτρων που εφαρμόζονται αδιακρίτως είναι ότι τα μέτρα που εφαρμόζονται αδιακρίτως μπορούν να δικαιολογηθούν αν είναι αναγκαία για να εξυπηρετήσουν επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, π.χ. προστασία του περιβάλλοντος (C – 120/78, Cassis de Dijon).
ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ Εξαιρέσεις από τα ά. 34 και 35 – περιπτώσεις όπου τα εθνικά μέτρα δεν παραβιάζουν το ενωσιακό δίκαιο 2 κατηγορίες: 1η = ά.36 ΣΛΕΕ εφαρμόζεται τόσο σε μέτρα που εφαρμόζονται με διάκριση, όσο και σε εκείνα που εφαρμόζονται αδιακρίτως 2η = νομολογιακής προέλευσης – Cassis de Dijon εφαρμόζονται μόνον σε μέτρα που εφαρμόζονται αδιακρίτως
1η κατηγορία: ά. 36 ΣΛΕΕ 1η κατηγορία περιορισμών- ά. 36 = λόγοι δημοσίας ηθικής, δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας, προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφυλάξεως των φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. _εξαντλητική απαρίθμηση _απαιτείται συγκεκριμένη δικαιολόγηση του μέτρου που λαμβάνεται
2η κατηγορία: επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος (1η αρχή της Cassis) = νομολογιακής προέλευσης: κανόνας της δικαιολόγησης C–120/78,Cassis de Dijon «μέτρα για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος» _ενδεικτική απαρίθμηση _επικουρική της 1ης κατηγορίας αν ένα μέτρο εφαρμόζεται αδιακρίτως, μπορεί να δικαιολογηθεί και συνεπώς, να μην απαγορεύεται κατά τα ά. 34 και 35, αν είναι αναγκαίο από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος π.χ. : * προστασία του περιβάλλοντος, C- 302/86, Eπιτροπή κατά Δανίας *διατήρηση των εθνικών και τοπικών κοινωνικο – πολιτικών χαρακτηριστικών. C-145/88, Torfaen * βελτίωση των συνθηκών εργασίας (C-155/80, Oebel) *πρoώθηση πολιτιστικών δραστηριοτήτων (C-60 και 61/84, Cinéthèque)
υπό ποιες προϋποθέσεις ένας από τους προβλεπόμενους λόγους μπορεί να δικαιολογήσει ένα μέτρο που περιορίζει το εμπόριο; 1η προϋπόθεση : πρέπει να πληροί έναν από τους λόγους δικαιολόγησης που παρατίθενται στο ά. 36, ή που αναγνωρίζονται από τη νομολογία του ΔΕΕ (Cassis) ΚΑΙ 2η προϋπόθεση : πρέπει να είναι ανάλογο και να μην κάνει αυθαίρετη διάκριση. ά. 36 β: «οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί αυτοί δεν δύνανται πάντως να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων, ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών». (C – 120/78, Cassis de Dijon) «Οι ε θνικοί κανόνες που θεσπίζονται για την επίτευξη ενός από τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ είναι συμβατοί με τη Συνθήκη μόνον στο βαθμό που δεν υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι κατάλληλου και αναγκαίου για την επίτευξη του επιθυμητού στόχου, C-128/89, Eπιτροπή κατά Ιταλίας)
1η προϋπόθεση : λόγοι δικαιολόγησης- δημόσια τάξη και ασφάλεια ◊ C – 72/83, Campus Oil, σκ. 34) «Επ' αυτού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα προϊόντα πετρελαίου είναι θεμελιώδους σημασίας για την ύπαρξη των κρατών, λόγω τις εξαιρετικής σπουδαιότητας τους ως πηγής ενεργείας για τη σύγχρονη οικονομία, δεδομένου ότι από αυτό εξαρτώνται όχι μόνο η λειτουργία της οικονομίας τους, αλλά προπαντός οι θεσμοί και οι θεμελιώδεις δημόσιες υπηρεσίες και αυτή ακόμη η επιβίωση του πληθυσμού τους. Η ενδεχόμενη διακοπή του εφοδιασμού σε προϊόντα πετρελαίου και οι απορρέοντες από αυτήν για την ύπαρξη του κράτους κίνδυνοι μπορούν συνεπώς να θίξουν σοβαρά τη δημόσια ασφάλεια του, την οποία επιτρέπει το άρθρο 36 στα κράτη να προστατεύουν» ◊ C-347/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας (εφοδιασμός της Ελλάδας με πετρέλαιο Ι (σκ. 58): ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι όπως έκρινε το Δικαστήριο στην Campus Oil, σκέψη 35,| «o σκοπός διασφαλίσεως, ανά πάσα στιγμή, ενός κατώτατου ορίου εφοδιασμού σε προϊόντα πετρελαίου μπορεί να αποτελεί στόχο που εμπίπτει στην έννοια της δημόσιας ασφάλειας, κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης ΕΟΚ» ◊ C-398/98, Επιτροπή κατά Ελλάδας (εφοδιασμός της Ελλάδας με πετρέλαιο ΙΙ), σκ. 29: «η διατήρηση στο εθνικό έδαφος αποθέματος πετρελαιοειδών, προκειμένου να διασφαλίζεται ο συνεχής εφοδιασμός, συνιστά σκοπό δημόσιας ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης».
1η προϋπόθεση : λόγοι δικαιολόγησης- προστασία του περιβάλλοντος C- 379/98, PreussenEleκtra C-204-8/12, Essent-Belgium C-573/12, Alands Vindkraft Το ζήτημα που προκύπτει είναι αν τα μέτρα που εφαρμόζονται ΜΕ διάκριση μπορούν να δικαιολογηθούν για άγραφους λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (2η κατηγορία: Cassis) Η διάκριση στη νομολογία του ΔΕΕ C – 2/90, Επιτροπή κατά Βελγίου (στερεά απόβλητα της Βαλλονίας) C – 379/98, PreussenElektra Η διάκριση στο παράγωγο δίκαιο της ΕΕ. Οδηγία 2009/28 για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας - διαφορετική στάση.
Aρχή αμοιβαίας αναγνώρισης : 2η αρχή της Cassis Εφόσον ένα προϊόν νομίμως έχει παρασκευασθεί και τεθεί σε κυκλοφορία σε ένα κ-μ, δεν υπάρχει λόγος να μην εισαχθεί σε άλλο κ-μ χωρίς περιορισμούς. C-178/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας ("Νόμος περί καθαρότητας" για το ζύθο)
7. ά. 37 ΣΛΕΕ : ΚΡΑΤΙΚΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ απαιτεί από τα κ-μ να «διαρρυθμίζουν» (παρά να καταργούν) τα μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υπηκόων των κ-μ, ως προς τους όρους εφοδιασμού και διάθεσης. C-157/94, Eπιτροπή κατά Ολλανδίας, η απλή ύπαρξη αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής είναι από μόνη της αντίθετη με το α. 37, (σκ ).
8. ΕΘΝΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΕΣ ΕΠΙΘΔΟΤΗΣΕΩΝ ΑΠΕΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ Το ζήτημα που προκύπτει είναι αν στις εθνικές νομοθεσίες επιδοτήσεων πράσινης ενέργειας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της Συνθήκης για την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων ή η Οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Οδ. 2009/28) Εναρμόνιση του ουσιαστικού περιεχομένου των καθεστώτων στήριξης; 2 απόψεις Γνώμη Γ.Ε. Bot σε C-573/12, Alands Vindkraft Το βασικό μήνυμα της απόφασης στην Alands Vindkraft είναι ότι το δικαίωμα των κ-μ να διαμορφώνουν ανεξάρτητα τα εθνικά συστήματα επιδότησης πρέπει να διατηρηθεί, ακόμη και αν τα εν λόγω συστήματα προκαλούν διακρίσεις εις βάρος των αλλοδαπών παραγωγών ενέργειας. Τα κ-μ θα διατηρήσουν το δικαίωμα να αποκλείουν αλλοδαπούς παραγωγούς ηλεκτρικής από τα εθνικά συστήματα επιδοτήσεων.
EΡΩΤΗΣΕΙΣ 1. Η ενέργεια θεωρείται εμπόρευμα κατά τις διατάξεις της ΣΛΕΕ για την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων; Αιτιολογήστε τη θέση σας. (διαφάνειες 6-8) 2. Δώστε παραδείγματα από τη νομολογία του ΔΕΕ εθνικών μέτρων σχετικών με την ενέργεια, που κρίθηκαν καταρχήν ότι παραβιάζουν τις διατάξεις της ΣΛΕΕ για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. (διαφάνειες 14 – 20) 3. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληροί ένα εθνικό μέτρο, καταρχήν αντίθετο με τις διατάξεις για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, προκειμένου τελικά να μην παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο; (διαφάνεια 25) 4. Πώς εξελίχθηκε η προστασία της δημόσιας ασφάλειας στη νομολογία του ΔΕΕ ως λόγος δικαιολόγησης ενός εθνικού μέτρου σχετικού με την ενέργεια; (διαφάνεια 26) 5. Εξετάστε τη στάση του ΔΕΕ σε σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος ως λόγο δικαιολόγησης ενός εθνικού μέτρου που, καταρχήν, κρίνεται αντίθετο με τις διατάξεις για την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων. (διαφάνεια 27) 6. Εξετάστε τη διάσταση μεταξύ αφενός του παράγωγου δικαίου και της πρόσφατης νομολογίας του ΔΕΕ και, αφετέρου, των διατάξεων της ΣΛΕΕ σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων ως προς την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω προέλευσης των εμπορευμάτων. (διαφάνεια 27) 7. Ποια είναι η θέση του ΔΕΕ ως προς τα εθνικά συστήματα ενίσχυσης των ΑΠΕ; Αξιολογήστε την. (διαφάνεια 30)
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Για ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων Καλαβρός Γ.Ε. – Γεωργόπουλος Θ.Γ., ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΤΟΜΟΣ ΙΙ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σ Πλιάκος Α., Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Θεσμικό και Ουσιαστικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ Κουσκουνά Μ., Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, σε Β. Χριστιανό (επιμέλεια) Συνθήκη ΕΕ & ΣΛΕΕ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ και Paul CraigPaul Craig, Grainne de Burca, EU Law: Text, Cases, and Materials 5th Edition, ΟUP, p Grainne de Burca Για την ενέργεια ως εμπόρευμα Peter Oliver, ‘’Free Movement of Goods in the Labyrinth of Energy Policy and Capacity Mechanisms’’, in Capacity Mechanisms in the EU Energy Market, Law, Policy, and Economics, Leigh Hancher, Adrien de Hauteclocque, and Malgorzata Sadowska (eds), OUP, 2015, p Eugene D. Cross, Bram Delvaux, Leigh Hancher, Piet Jan Slot, Geert van Calster and Wim Vandenberghe, ‘’EU Energy Law’’, in Energy Law in Europe, National, EU and International Regulation, Second Edition, Martha Roggenkamp, Catherine Redgwell, Anita Rønne, and Iñigo del Guayo (eds), OUP, 2007, p ,