ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Ι Μ. Δ. Χρυσομάλλης Αναπληρωτής Καθηγητής
ΟΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Δεν υπάρχει έννομη τάξη, που να αποτελείται μόνο από γραπτούς κανόνες δικαίου. Αντίθετα, είναι συνηθισμένη, ιδιαίτερα στη Δ. Ευρώπη, η προσφυγή σε άγραφους κανόνες δικαίου για την κάλυψη των κενών του γραπτού δικαίου, μέσω της νομολογίας των δικαστηρίων. Η ανάγκη κάλυψης των κενών του γραπτού δικαίου με προσφυγή σε άγραφους κανόνες υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στη κοινοτική έννομη τάξη είτε λόγω του χαρακτήρα των Συνθηκών (συνθήκες – πλαίσια) είτε λόγω της δυσκολίας κάλυψης με προσφυγή στην τροποποιητική διαδικασία (αρχή της συναινετικής τροποποίησης). Το έργο της κάλυψης των κενών ανέλαβε το ΔΕΚ, που είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει την ύπαρξη νομικού κενού και να επιχειρήσει να το καλύψει προσφεύγοντας στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, που αποτελούν άγραφο δίκαιο για την ενωσιακή έννομη τάξη. Οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης διακρίνονται σε: Γενικές Αρχές, που είναι κοινές στα δίκαια των Κρατών-μελών και σε Γενικές Αρχές, που συνάγονται από το γραπτό δίκαιο της Ένωσης μετά από μια συνδυασμένη ανάγνωση ιδιαίτερα των Συνθηκών.
ΓΑ κοινές στα δίκαια των Κρατών-μελών Πρόκειται για μέθοδο «δανεισμού» για την κάλυψη των κενών του δικαίου της Ένωσης. Η μέθοδος λειτουργεί ως εξής: Το ΔΕΕ κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων του διαπιστώνει την ύπαρξη κενού στο γραπτό δίκαιο της Ένωσης (ιδιαίτερα στις Συνθήκες), Για την κάλυψή του προστρέχει στις έννομες τάξεις των Κ-μ, όπου πραγματοποιεί συγκριτική έρευνα για να διαπιστώσει την ύπαρξη κοινών κανόνων συναφών με το διαπιστωμένο κενό, Αν εξεύρει κοινές ρυθμίσεις, αυτές «μεταφέρονται» στην ενωσιακή έννομη τάξη, ως γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, που είναι κοινές στα δίκαια των Κ-μ και αποτελούν άγραφο δίκαιο (ακόμη και να βασίζονται στο γραπτό εθνικό δίκαιο). Κατά τη «μεταφορά» τους ή το «δανεισμό» τους οι εθνικοί κανόνες και με την κατάλληλη νομολογιακή επεξεργασία υφίστανται «μετάλλαξη», ώστε να προσαρμοσθούν στην ιδιομορφία της έννομης τάξης της Ένωσης και τις ιδιαίτερες ανάγκες της (europianization)
ΓΑ κοινές στα δίκαια των Κρατών-μελών Σχετικά με τη «μέθοδο δανεισμού» και τη δημιουργία του σώματος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, που είναι κοινές στα δίκαια των Κ-μ θα πρέπει να τονισθούν τα εξής: Δεν συντρέχει κανένας λόγος «δανεισμού», όταν δεν υπάρχει κενό στο θετό δίκαιο της Ένωσης. Δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην ένας κανόνας να είναι κοινός σε όλα τα εθνικά δίκαια για να αποτελέσει ΓΑ του δικαίου της Ένωσης. Μπορεί ένας κανόνας να συναντάται στο δίκαιο ενός μόνο Κ-μ και να αποτελέσει ΓΑ, αρκεί τα δίκαια των υπολοίπων Κ-μ να μην είναι ρητά αντίθετα με το περιεχόμενό του. Η μέθοδος δεν είναι άγνωστη στη Συνθήκη. Έτσι, πχ το ά. 340 παρ. 2 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι «στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».
ΓΑ κοινές στα δίκαια των Κρατών-μελών Το Δικαστήριο κατά την ιστορική διαδρομή της εξέλιξης του κοινοτικού δικαίου έκανε ευρύτατη χρήση της μεθόδου καλύπτοντας ηθελημένα ή αθέλητα κενά των Συνθηκών. Χαρακτηριστικότερες είναι εξής περιπτώσεις: Της προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην κοινοτική και ενωσιακή έννομη τάξη, Της αρχής της αναλογικότητας, Της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη, Η αρχή του Κράτους Δικαίου και των απότοκων αρχών του (νομιμότητας, νομικής βεβαιότητας, αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κα) Της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας και των Κ-μ για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου, Του δικαίου των διοικητικών πράξεων (ζητήματα ανάκλησης, αιτιολογίας κα).
Η προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Το πρόβλημα : Οι Κοινότητες ιδρύθηκαν ως μηχανισμοί οικονομικής ολοκλήρωσης. Έτσι, οι Συνθήκες δεν προέβλεπαν ένα σύστημα προστασίας των ΔΑ από τη δράση των Κοινοτήτων, αφού πιστεύονταν ότι αυτές δεν μπορούσαν να θίξουν τα ΔΑ. Άλλωστε, και τα Κ-μ δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα κατάλογο ΔΑ που θα προστατεύονταν. Σταδιακά η αντίληψη αυτή άρχισε να αλλάζει αλλά το κενό υπήρχε. Το πρόβλημα άρχισε να γίνεται εκρηκτικό, όταν εθνικά δικαστήρια (κυρίως γερμανικά) λόγω του διαπιστωμένου ελλείμματος της κοινοτικής έννομης τάξης, υποστήριξαν ότι στο εξής θα ελέγχουν τη νομιμότητα των κοινοτικών πράξεων κατά την εφαρμογή τους στην εθνική έννομη με βάση τους κανόνες για την προστασία των ΔΑ, που εγγυάται το γερμανικό σύνταγμα (Θεμελιώδης Νόμος). Η θέση αυτή έθετε σε αμφισβήτηση τις αρχές της υπεροχής, της αποτελεσματικής εφαρμογής του κοινοτικού κανόνα, που αποτελούν θεμέλια της κοινοτικής έννομης τάξης και αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη των κοινοτικών στόχων. Εξάλλου, μέρος της θεωρίας αμφισβήτησε και την συνταγματικότητα της προσχώρησης των Κ-μ, των οποίων τα συντάγματα διασφάλιζαν την προστασία των ΔΑ, κάτι που η Κοινότητα δεν μπορούσε να εγγυηθεί.
Η προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Η λύση: η κάλυψη του κενού μέσω των ΓΑ του δικαίου, που είναι κοινές στα δίκαια των Κ-μ. Το Δικαστήριο, αφού σε μία πρώτη φάση κράτησε μια αμυντική στάση, εξέδωσε την θεμελιώδη απόφαση 11/70 Internationale Handelsgesellschaft, με την οποία, αφού διαπίστωσε ότι η προστασία των ΔΑ αποτελεί γενική αρχή, που είναι κοινή στα δίκαια των Κ-μ, τόνισε: «O σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου, των οποίων το σεβασμό εξασφαλίζει το Δικαστήριο. Η προάσπιση των δικαιωμάτων αυτών, αν και εμπνέεται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, πρέπει να εξασφαλίζεται μέσα στο πλαίσιο της δομής και των στόχων της Κοινότητας». Αργότερα το Δικαστήριο στην απόφαση 4/73 Nold είχε την ευκαιρία να αναφερθεί και στα Διεθνή Σύμφωνα προστασίας τον ΔΑ τονίζοντας ότι: «Κατά την προστασία των δικαιωμάτων αυτών το Δικαστήριο καθοδηγείται από τις συνταγματικές παραδόσεις που είναι κοινές στα κράτη μέλη και, συνεπώς, δεν μπορεί να κάνει δεκτά μέτρα που αντίκεινται στα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται και προστατεύονται από τα συντάγματα των κρατών αυτών. Οι διεθνείς συμβάσεις που αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, στις οποίες συνέπραξαν και προσχώρησαν τα κράτη μέλη, παρέχουν επίσης ενδείξεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου».
Η προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Η προστασία των ΔΑ στην Ένωση σήμερα: Οι Κοινότητες πορεύτηκαν επί σειρά ετών με τη δοθείσα από το ΔΕΚ λύση. Στην ιστορική διαδρομή αυτή από τη μια πλευρά τα Κ-μ δυσκολεύονταν λόγω διαφορετικών προσεγγίσεων να συμφωνήσουν στο περιεχόμενο ενός κοινοτικού συστήματος, ενώ η Συνθήκη δεν περιείχε το αναγκαίο νομικό θεμέλιο για την προσχώρηση στην ΕΣΔΑ. Η Συνθήκη της Λισαβόνας με το ά 6 ΣΕΕ κάνει ένα σημαντικό βήμα για την οριστική επίλυση του προβλήματος και την εμβάθυνση της προστασίας των ΔΑ. Στην ανωτέρω διάταξη ενσωματώνονται όλες οι προσεγγίσεις – λύσεις στο θέμα. Έτσι, Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των Κ-μ, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Οι διατάξεις του Χάρτη δεσμεύουν τα όργανα της ΕΕ και τα Κ-μ, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Η Ένωση μπορεί να προσχωρήσει με την πρόβλεψη πλέον της κατάλληλης νομικής βάσης και διαδικασίας στην ΕΣΔΑ.
Η αρχή της αναλογικότητας Ευρύτατη είναι η η χρήση της αρχής της αναλογικότητας (proportionality) που προέρχεται κυρίως από το γερμανικό δίκαιο, στην έννομη τάξη των Κοινοτήτων και της Ένωσης. Η αρχή της αναλογικότητας ως ΓΑ του δικαίου αποτελεί κριτήριο για τον έλεγχο της νομιμότητας τόσο των πράξεων της Ένωσης, όταν αυτή παρεμβαίνει νομοθετικά σε τομείς των αρμοδιοτήτων της, όσο και των Κ-μ, ιδιαίτερα όταν αυτά περιορίζουν, επικαλούμενα θεμιτούς λόγους, τις ενωσιακές ελευθερίες. Εξάλλου, σήμερα προβλέπεται από το ά 5 παρ. 4 ΣΕΕ. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι ένα μέτρο σέβεται την αρχή επικουρικότητας, όταν υποβληθεί επιτυχώς στο παρακάτω «τριπλό test»: Το μέτρο πρέπει να είναι κατάλληλο (πρόσφορο), αν και όχι το καταλληλότερο, για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, Το μέτρο πρέπει να είναι αναγκαίο. Να μην υπερβαίνει, δηλαδή σε ένταση, έκταση και διάρκεια τον αναγκαίο βαθμό για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, Το μέτρο πρέπει να είναι εύλογο, δεν θα πρέπει να υπάρχει δυσαναλογία μεταξύ επιδιωκόμενου σκοπού και επιλεγέντος μέσου.
Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αναγνωρίσει την εν λόγω αρχή στην υπόθεση 112/73 Toepfer II, κρίνοντας ότι η προβολή της για την ακύρωση μιας κοινοτικής πράξης είναι παραδεκτή «δεδομένου ότι η εν λόγω αρχή αποτελεί μέρος της κοινοτικής εννόμου τάξεως, ώστε η παραβίασή της να συνιστά «παράβαση της Συνθήκης ή οιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της». Πράγματι, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη (legitimate expectation) αναγνωρίζεται στα δίκαια πολλών Κ-μ, αν και με διαφορετικό τρόπο και έκταση, σε κάθε δε περίπτωση περιοριζόμενη σημαντικά για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Στην κοινοτική/ενωσιακή έννομη τάξη η αρχή χρησιμοποιείται για να ελεγχθεί η νομιμότητα μέτρων με αναδρομικό περιεχόμενο και η νομοθετική παρέμβαση της Ένωσης σ’ ένα τομέα της οικονομίας (πχ αγροτική πολιτική) για την αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων (πχ πλεονασμάτων προϊόντων) και ενώ τίποτα δεν προδίκαζε τέτοια παρέμβαση, το αντίθετο μάλιστα.
Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη Από τη νομολογία του ΔΕΕ συνάγονται οι εξής προϋποθέσεις για να κριθεί βάσιμος ένας ισχυρισμός για την προσβολή της αρχής: Η οικονομική δραστηριότητα, της οποίας ζητείται η προστασία θα πρέπει να είναι οριστική (αμετάκλητη), Ο νομικός κανόνας επί του οποίου βασίζεται η προσδοκία θα πρέπει σαφώς να οδηγεί στο προσδοκώμενο έννομο αποτέλεσμα, μια απλή αλλαγή δεν κρίνεται αρκετή, Η αλλαγή της νομοθεσίας δεν θα πρέπει να είναι προβλέψιμη κατά τη στιγμή που ασκείται η δραστηριότητα, της οποίας ζητείται η προστασία, Το όφελος, η προστασία του οποίου ζητείται, θα πρέπει να είναι το προβλέψιμο αποτέλεσμα προηγούμενων κανόνων δικαίου, αφού απρόβλεπτες παρενέργειες δεν προστατεύονται, Η προβλεπόμενη από τη νέα νομοθεσία μεταβατική περίοδος δεν είναι ικανοποιητική, Το συμφέρον, του οποίου ζητείται η προστασία, πρέπει να είναι άξιο προστασίας.
ΓΑ που συνάγονται από το γραπτό ενωσιακό δίκαιο Το Δικαστήριο επιχειρώντας μια συστηματική (συνδυαστική) ανάγνωση των διατάξεων της Συνθήκης καταλήγει στην διατύπωση άγραφων γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης που συνάγονται από το γραπτό. Προσοχή, η κατηγορία αυτή των ΓΑ του δικαίου της Ένωσης δεν πρέπει να συγχέεται με τις διατάξεις των Συνθηκών, που καθιερώνουν αρχές (κανόνες υψηλής επαγωγής και γενικότερης εφαρμογής) αν και πολλές φορές βασίζονται και σε αυτές πχ 18 ΣΛΕΕ αρχή μη διάκρισης λόγω ιθαγένειας. Οι αρχές αυτές αποτελούν Πρωτογενές Δίκαιο. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ΓΑ, που συνάγονται από το γραπτό δίκαιο της Ένωσης είναι: Η αρχή της θεσμικής ισορροπίας από μια συστηματική ανάγνωση των θεσμικών διατάξεων, Μεταξύ περισσοτέρων ερμηνειών μιας διάταξης του ενωσιακού δικαίου θα πρέπει να επιλέγεται κάθε φορά εκείνη που προωθεί την ολοκλήρωση (ερμηνευτική ΓΑ), Παλαιότερα το ΔΕΚ από την αρχή της ισότητας της αμοιβής ανδρών και γυναικών (ά. 119 Συνθ.ΕΟΚ) διατύπωσε την ΓΑ της ισότητας ανδρών και γυναικών, Η αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των Πολιτών της Ένωσης, κατόπιν συνδυαστικής ερμηνείας των διατάξεων για την ευρωπαϊκή ιθαγένεια και την αρχή της μη διάκρισης.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Ποια ανάγκη καλύπτουν οι γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, που είναι κοινές στα δίκαια των Κρατών-μελών και πως δημιουργούνται; Δώστε χαρακτηριστικά παραδείγματα. 2. Πως αντιμετώπισε το ΔΕΚ την έλλειψη συστήματος προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην κοινοτική έννομη τάξη; 3. Πως η Συνθήκη της Λισαβόνας προωθεί την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην ενωσιακή έννομη τάξη; 4. Πότε ένα ενωσιακό ή εθνικό μέτρο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου είναι συμβατό με την αρχή της αναλογικότητας;