ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Ι Μ. Δ. Χρυσομάλλης Αναπληρωτής Καθηγητής
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ως πηγή του δικαίου της Ένωσης Οι διεθνείς συμβάσεις που συνάπτει η Ένωση ως τέτοια ή που δεσμεύουν αυτήν αποτελούν πηγή του δικαίου της Ένωσης, όπως συνάγεται από το ά. 216 παρ. 2 ΣΛΕΕ που ορίζει ότι «οι συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη». Η προσέγγιση του διεθνούς δικαίου, ως πηγής του δικαίου της Ένωσης, θέτει τα εξής ζητήματα: Την έκταση της αρμοδιότητας της Ένωσης να συνάπτει διεθνείς συμβάσεις, που αποτέλεσε πεδίο έντονων αντιπαραθέσεων, Την διαδικασία σύναψης διεθνών συμβάσεων από την Ένωση, Την ισχύ των διεθνών συμβάσεων στην έννομη τάξη της Ένωσης και στις έννομες τάξεις των Κρατών-μελών.
Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Το πρόβλημα: Η ιδρυτική Συνθήκη προέβλεπε ότι Κοινότητα έχει αρμοδιότητα να συνάπτει μόνο συμφωνίες σύνδεσης και συμφωνίες δασμολογικού και εμπορικού περιεχομένου. Δηλαδή, η ρητή εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας ήταν σαφώς περιορισμένη σε σχέση με την εσωτερική. Οι προσεγγίσεις: Στο ζήτημα της έκτασης της αρμοδιότητας της Κοινότητας να συνάπτει διεθνείς συμβάσεις υπήρξαν δύο (2) προσεγγίσεις: Η Κοινότητα έχει τόση αρμοδιότητα όση ορίζεται ρητά στη Συνθήκη (συμφωνίες σύνδεσης, δασμολογικές και εμπορικές συμφωνίες). Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η αρμοδιότητα παρέμεινα στα Κ-μ (Συμβούλιο, Κ-μ). Η Κοινότητα έχει την αρμοδιότητα σύναψης διεθνών συμβάσεων σε όλη την έκταση των σκοπών των Συνθηκών (θεωρία των σιωπηλών αρμοδιοτήτων) ακόμη και αν αυτή η αρμοδιότητα δεν ορίζεται ρητά στις Συνθήκες (Επιτροπή).
Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Η λύση του προβλήματος: η αρχή της παραλληλότητας εσωτερικών και εξωτερικών αρμοδιοτήτων. Η λύση στο πρόβλημα, που αποτελούσε εμπόδιο στην ανάπτυξη των εξωτερικών σχέσεων των Κοινοτήτων δόθηκε από το ΔΕΚ, που στην ιστορική απόφαση 22/70 AETR (ERTA) διατύπωσε την αρχή της παραλληλότητας εσωτερικών και εξωτερικών αρμοδιοτήτων. Σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΚ, όπου η Κοινότητα έχει εσωτερική αρμοδιότητα, την οποία μάλιστα έχει ήδη ασκήσει με τη θέσπιση εσωτερικών μέτρων, έχει και την αρμοδιότητα σύναψης διεθνών συμβάσεων, αφού τις περισσότερες φορές το σύστημα των εσωτερικών μέτρων δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτό των εξωτερικών σχέσεων. Έτσι, «κάθε φορά που η Κοινότητα, προκειμένου να εφαρμόσει μια κοινή πολιτική θεσπίζει διατάξεις που θέτουν κοινούς κανόνες, τα Κράτη – μέλη δεν έχουν πλέον το δικαίωμα, ενεργώντας μεμονωμένα ή από κοινού, να αναλάβουν υποχρεώσεις με τρίτες χώρες που μπορούν να θίξουν τους κανόνες αυτούς»
Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Η επιχειρηματολογία: Η αρχή της παραλληλότητας, που επιβεβαιώθηκε με σειρά αποφάσεων (3, 4 και 6/76, Kramer, Γνωμοδοτήσεις ΔΕΚ 1/75, 1/76, C – 466/98, Open Skies) βασίσθηκε στα εξής επιχειρήματα: Η Συνθήκη προβλέπει ότι η Κοινότητα διαθέτει νομική προσωπικότητα (α. 210 Συνθ.ΕΟΚ, σήμερα 47 ΣΕΕ) χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής νομικής ικανότητας. Η αρμοδιότητα της Κοινότητας μπορεί να βασισθεί σε ρητή διάταξη της Συνθήκης, μπορεί ωστόσο να θεμελιωθεί και σε άλλες διατάξεις και κυρίως σε εσωτερικά νομοθετικά μέτρα, που έχει θεσπίσει ή θεσπίζει κατά τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας η Κοινότητα. Στην περίπτωση αυτή τα Κ-μ δεν μπορούν να αναλαμβάνουν διεθνείς δεσμεύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν τους κοινοτικούς κανόνες ή να αλλοιώσουν το περιεχόμενό τους. Στο εξής μόνο η Κοινότητα μπορεί να αναλάβει τέτοιες υποχρεώσεις, αφού άλλωστε τις περισσότερες φορές το σύστημα των εσωτερικών μέτρων δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτό των εξωτερικών σχέσεων. Ο περιορισμός της αρμοδιότητας των Κρατών-μελών είναι σύμφωνος με την «αρχή της κοινοτικής πίστης» (καλόπιστης συνεργασίας).
Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Η αμφισβήτηση και ο συμβιβασμός: Παρά τη διατύπωση από το ΔΕΚ της αρχής της παραλληλότητας τα Κ-μ συνέχισαν να αμφισβητούν την κοινοτική αρμοδιότητα. Παράλληλα εμφανίστηκε το φαινόμενο των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων. Έτσι, τα Κ- μ επέβαλλαν με τη μορφή συμβιβασμού την πρακτική των μεικτών συμφωνιών. Μεικτές διεθνείς συμφωνίες είναι αυτές στις οποίες συμβαλλόμενα μέρη είναι τόσο η Ένωση όσο και τα Κ-μ της. Το φαινόμενο ενισχύθηκε μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που πρόσθεσε στις κοινοτικές αρμοδιότητες μεγάλο όγκο συντρεχουσών αρμοδιοτήτων Ένωσης και Κ-μ. Κατά το ΔΕΚ η σύναψη μεικτής συμφωνίας δικαιολογείται, μεταξύ άλλων, όταν: συνάγεται από τη Συνθήκη, που απονέμει αρμοδιότητα στην Κοινότητα (π.χ. αναπτυξιακή και τεχνική συνεργασία). η Κοινότητα έχει αρμοδιότητα να θεσπίζει κοινούς εσωτερικούς κανόνες, την οποία όμως δεν έχει ασκήσει ακόμη, μια συμφωνία καλύπτει τόσο ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Κοινότητας, όσο και ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των Κ-μ, η χρηματοδότηση της διεθνούς συμφωνίας παραμένει στην αρμοδιότητα των Κ-μ, η αρμοδιότητα της Κοινότητας και των Κ-μ μπορεί να συνυπάρξει χωρίς να εκτοπίζει η μία την άλλη (περίπτωση πνευματικής ιδιοκτησίας).
Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Η Συνθήκη της Λισαβόνας: Η Τροποποιητική Συνθήκη, στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας εννοιολογικής οριοθέτησης και ταξινόμησης των αρμοδιοτήτων της Ένωσης ενσωμάτωσε τα βασικά στοιχεία της νομολογίας του ΔΕΚ σχετικά με την αρχή της παραλληλότητας. Έτσι, το ά. 216 παρ. 1 ΣΛΕΕ προβλέπει: «Η Ένωση μπορεί να συνάπτει συμφωνία με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς όταν το προβλέπουν οι Συνθήκες ή όταν η σύναψη συμφωνίας είναι αναγκαία για την επίτευξη, στο πλαίσιο των πολιτικών της Ένωσης, ενός εκ των στόχων που καθορίζονται από τις Συνθήκες, ή προβλέπεται σε νομικά δεσμευτική πράξη της Ένωσης ή ακόμη ενδέχεται να επηρεάσει κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει την εμβέλειά τους». Εξάλλου, το ά 3 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα σύναψης διεθνών συμβάσεων στους ακόλουθους τομείς: τελωνειακή ένωση, ανταγωνισμός, νομισματική πολιτική για τα Κ-μ ευρώ, διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας και κοινή εμπορική πολιτική (τομείς αποκλειστικών αρμοδιοτήτων) καθώς και όταν η σύναψη αυτή προβλέπεται σε νομοθετική πράξη της Ένωσης ή είναι απαραίτητη για να μπορέσει αυτή να ασκήσει την εσωτερική της αρμοδιότητα, ή κατά το μέτρο που ενδέχεται να επηρεάσει τους κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει την εμβέλειά τους.
Η ΣΥΝΑΨΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ Η διαδικασία σύναψης διεθνών συμβάσεων από την ΕΕ καθορίζεται πλέον από το ά. 218 ΣΛΕΕ, που σε γενικές γραμμές συγκέντρωσε τις διάσπαρτες διαδικασίες. Ωστόσο, προβλέπονται διαφορετικές διαδικασίες για την ΚΕΠ (ά. 207 ΣΛΕΕ) και για τη Νομισματική Πολιτική (ά 219 ΣΛΕΕ). Η «νέα» διαδικασία καλύπτει πλέον και την ΚΕΠΠΑ, στο πλαίσιο της οποίας κατά την τροποποιημένη ΣΕΕ (ά. 37) προβλέπεται η σύναψη διεθνών συμφωνιών. Ο καθορισμός της διάταξης της Συνθήκης, στην οποία εντάσσεται η σύναψη της συμφωνίας (νομική βάση) είναι καθοριστική, αφού από αυτή εξαρτάται η ύπαρξη ή μη αρμοδιότητας της Ένωσης, το είδος της αρμοδιότητας αλλά και οι επιμέρους, στο πλαίσιο του ά 218 ΣΛΕΕ, διαδικαστικές ρυθμίσεις (πχ ο τρόπος συμμετοχής του Ευρ.Κοινβ).
Η ΣΥΝΑΨΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ: Η πρωτοβουλία για τη σύναψη μιας διεθνούς συμφωνίας από την Ένωση και τη συμμετοχή στις σχετικές διαπραγματεύσεις ανήκει: Στην Επιτροπή, η οποία υποβάλλει στο Συμβούλιο σχετική σύσταση, Στον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, όταν η σχεδιαζόμενη συμφωνία αφορά αποκλειστικά ή κυρίως την ΚΕΠΠΑ. ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία: εγκρίνει την έναρξη διαπραγματεύσεων, εκδίδει οδηγίες διαπραγμάτευσης, μπορεί να ορίζει ειδική επιτροπή, σε διαβούλευση με την οποία πρέπει να διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις, ορίζει, τον διαπραγματευτή ή τον επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας της Ένωσης.
Η ΣΥΝΑΨΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ: Οι διαπραγματεύσεις των διεθνών συμφωνιών διεξάγονται από την Επιτροπή, ωστόσο το Συμβούλιο διατηρεί την εξουσία να ορίζει, ανάλογα με το αντικείμενο της σχεδιαζόμενης συμφωνίας, άλλο διαπραγματευτή ή τον επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας. Η Επιτροπή κατά τις διαπραγματεύσεις υποχρεώνεται να τηρεί τις οδηγίες διαπραγμάτευσης, που εξέδωσε το Συμβούλιο και να διαβουλεύεται με την ειδική επιτροπή (εκπρόσωποι των Κ-μ) που όρισε το Συμβούλιο για να την επικουρεί (βλ. επιβλέπει) στις διαπραγματεύσεις. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση του διαπραγματευτή, επιτρέπει με απόφαση του την υπογραφή της συμφωνίας (λήξη διαπραγματεύσεων και πιστοποίηση τη αυθεντικότητας του κειμένου που προέκυψε) και, ενδεχομένως, την προσωρινή της εφαρμογή πριν να τεθεί σε ισχύ. Οι σοβαροί περιορισμοί του διαπραγματευτικού ρόλου της Επιτροπής προβλέπονται για να διασφαλισθεί ότι η συμφωνία, που θα διαπραγματευτεί η Επιτροπή, θα συναφθεί τελικά από το Συμβούλιο.
Η ΣΥΝΑΨΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΑΨΗ: Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση του διαπραγματευτή, εκδίδει απόφαση για τη σύναψη της συμφωνίας. Στην απόφαση του Συμβουλίου ενυπάρχουν όλες εκείνες οι ενέργειες διεθνούς δικαίου, που συνδέονται με τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών (σύναψη, επικύρωση, κύρωση κα). Η απόφαση του Συμβουλίου παίρνει τη μορφή πράξης του παραγώγου δικαίου στο Παράρτημα της οποίας τοποθετείται το κείμενο της συμφωνίας ώστε να διασφαλιστεί η ταυτόχρονη και ομοιόμορφη εφαρμογή της στις έννομες τάξεις των Κ-μ με όχημα την πράξη του παραγώγου δικαίου της Ένωσης. Το Συμβούλιο κατά τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών αποφασίζει: με ειδική πλειοψηφία (κανόνας), με ομοφωνία: όταν η συμφωνία αφορά τομέα για τον οποίο απαιτείται ομοφωνία για τη θέσπιση πράξης της Ένωσης, στις συμφωνίες σύνδεσης και στις συμφωνίες οικονομικής, χρηματοοικονομική και τεχνική συνεργασία με τα κράτη που είναι υποψήφια για προσχώρηση και για τη σύναψη της συμφωνίας προσχώρησης της Ένωσης στην ΕΣΔΑ.
Η ΣΥΝΑΨΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ Η ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΕΥΡ. ΚΟΙΝΒΟΥΛΙΟΥ: Ιστορικά η συμμετοχή του Ευρ.Κοινβ στη διαδικασία σύναψης διεθνών συμβάσεων ήταν ασθενέστατη (εκ των υστέρων ενημέρωση, διαβούλευση). Ωστόσο σταδιακά αυτό απέκτησε αποφασιστικές αρμοδιότητες και στη σύναψη διεθνών συμβάσεων. Η Συνθήκη της Λισαβόνας (ά. 218 παρ. 6 ΣΛΕΕ) διευρύνει τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες για να συνάψει έγκυρα το Συμβούλιο μια διεθνή συμφωνία απαιτείται η έγκριση (σύμφωνη γνώμη) του Ευρ.Κοινβ. Οι περιπτώσεις αυτές, που επικράτησε να ονομάζονται «σημαντικές διεθνείς συμφωνίες» είναι οι εξής: Συμφωνίες Σύνδεσης, Συμφωνία για την προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ, Συμφωνίες που δημιουργούν διεθνή όργανα και οργανισμούς, Συμφωνίες με σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις για την Ένωση, Συμφωνίες σε τομείς εφαρμογής της συνήθους ή ειδικής νομοθετικής διαδικασίας, όταν απαιτείται η έγκριση του Ευρ.Κοινβ. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις ισχύει η διαδικασία διαβούλευσης
Η ΣΥΝΑΨΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ Η ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΕΥΡ. ΚΟΙΝΒΟΥΛΙΟΥ (συνέχεια): Η έγκριση (σύμφωνη γνώμη) συνιστά ένα γνήσιο δικαίωμα αρνησικυρίας υπέρ του Ευρ.Κοινβ, αφού αυτό τελικά μπορεί να ματαιώσει τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας με το περιεχόμενο της οποίας διαφωνεί. Η σύμπραξη του Ευρ.Κοινβ εκδηλώνεται εκ των υστέρων, αφού αυτό δεν συμμετέχει στις προηγούμενες φάσεις της διαδικασίας. Ωστόσο, λόγω των αποτελεσμάτων της μη έγκρισης, το ά. 218 παρ 10 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι αυτό «ενημερώνεται αμέσως και πλήρως σε όλα τα στάδια της διαδικασίας». Η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας (συναπόφασης), που καθίσταται κανόνας, επιφέρει και τη διεύρυνση του δικαιώματος του Κοινοβουλίου να εγκρίνει τις συμφωνίες που συνάπτει το Συμβούλιο. Το Κοινοβούλιο έχει απορρίψει επανειλημμένως διεθνείς συμφωνίας (πχ. ΕΕ-ΗΠΑ συμφωνία SWIFT για τη μεταφορά τραπεζικών δεδομένων) επιβάλλοντας την αναδιατύπωσή τους.
Η ΣΥΝΑΨΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΕΕ: Κατόπιν πρωτοβουλίας Κράτους-μέλους, του Ευρ.Κοινβ, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής μπορεί να ζητηθεί από το ΔΕΕ να γνωμοδοτήσει εάν η σχεδιαζόμενη συμφωνία είναι συμβατή με τις Συνθήκες. Πρόκειται για προληπτικό έλεγχο νομιμότητας, που μπορεί να περιλαμβάνει το σύνολο των σχετικών ζητημάτων: ύπαρξη ή μη αρμοδιότητας της Ένωσης, τήρηση των όρων του ά. 218 ΣΛΕΕ, συμβατότητα του περιεχομένου της συμφωνίας με τη ΣΕΕ, ΣΛΕΕ αλλά και το ΧΘΔΑ Εάν η γνωμοδότηση του ΔΕΕ είναι αρνητική, για να μπορεί να τεθεί σε ισχύ η σχεδιαζόμενη συμφωνία θα πρέπει: Είτε να τροποποιηθεί η ίδια (περίπτωση ΕΟΧ), Είτε να αναθεωρηθούν οι Συνθήκες (περίπτωση προσχώρησης στην ΕΣΔΑ).
Η ΙΣΧΥΣ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ Κατά το ά. 216 παρ. 2 ΣΛΕΕ «οι συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη». Πρόκειται για τη συμμόρφωση της έννομης τάξης της Ένωσης προς την αρχή - θεμέλιο του διεθνούς δικαίου pacta sunt servanda. Η τήρηση της ανωτέρω αρχής και η εφαρμογή των διεθνών συμφωνιών τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και σε αυτές των Κ-μ διασφαλίζεται αρκετά ικανοποιητικά με τα τους εξής τρόπους: Με την προσφυγή κατά Κ-μ για παράβαση (ά. 258 ΣΛΕΕ) κατόπιν προσφυγής της Επιτροπής, αφού οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση αποτελούν κατά το ΔΕΕ «αναπόσπαστο μέρος του δικαίου της Ένωσης» η τήρηση του οποίου από τα Κ-μ ελέγχεται από το Δικαστήριο. Με την αναγνώριση της αμέσου ισχύος διατάξεων διεθνών συμφωνιών (υποθ. International Fruit Co) οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται τις διατάξεις αυτές ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να επιβάλλουν την εφαρμογή τους (όχι αυτών του ΠΟΕ). Το ζήτημα αυτό θα συζητηθεί αναλυτικά παρακάτω. Με την προδικαστική παραπομπή (ά. 267 ΣΛΕΕ) το Δικαστήριο ερμηνεύοντας διατάξεις των διεθνών συμφωνιών κατόπιν ερωτημάτων των εθνικών δικαστηρίων συμβάλλει στην εφαρμογή τους στις έννομες τάξεις των Κ-μ.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Ποιο είναι το περιεχόμενο της αρχής της παραλληλότητας και σε ποια επιχειρήματα βασίστηκε; 2. Τι είναι μεικτές διεθνείς συμφωνίες και πως αυτές δικαιολογούνται; 3. Πως αντιμετώπισε η Συνθήκη της Λισαβόνας το ζήτημα της κατανομής αρμοδιοτήτων Ένωσης και Κρατών-μελών στη σύναψη διεθνών συμβάσεων; 4. Να περιγράψετε τον τρόπο συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία σύναψης διεθνών συμβάσεων από την Ένωση. 5. Πως συμπράττει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη σύναψη διεθνών συμβάσεων εκ μέρους της; 6. Πως διασφαλίζεται σύμφωνα με τη Συνθήκη η εφαρμογή των διεθνών συμβάσεων που συνάπτει η Ένωση στην ενωσιακή έννομη τάξη και στις έννομες τάξεις των Κρατών-μελών;