Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ :

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ :"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ :
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ - ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ - ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Α΄ : ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ - ΧΩΡΟΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2010–2011, ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2011 Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ : ΑΣΤΙΚΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ : ΕΛΕΝΗ ΠΟΡΤΑΛΙΟΥ, καθηγήτρια Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ.

2 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ
Μάθημα 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΩΝ

3 ΠPOOIMIO Οι θεωρίες της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων εμπίπτουν στους τομείς των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών και ιδιαίτερα στο πεδίο της κοινωνιολογίας. Οι συγγραφείς που αναπτύσσουν την υποπεριοχή της αστικής κοινωνιολογίας και επομένως ασχολούνται με την έρευνα των αστικών κοινωνικών κινημάτων, τουλάχιστον αυτοί που ξέρουμε, δεν είναι πολλοί και, πάντως, οι αναφορές στα αστικά κοινωνικά κινήματα στις πολυάριθμες σύγχρονες εκδόσεις για τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα είναι περιορισμένες. Ως εκ τούτου προχωρούμε σε μια περιοδολόγηση των θεωριών της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων γενικά, με δάνεια από καθ’ ύλην αρμόδιους συγγραφείς. Αυτή η γνώση μπορεί να συμβάλει στην εννοιολογική και πρακτική προσέγγιση και αξιολόγηση των αστικών κοινωνικών κινημάτων, που είναι το κατ’ εξοχήν θέμα μας. Βέβαια αυτή η συνθετική προσέγγιση είναι δύσκολη. Αρχικά θα γνωρίσουμε τους δύο κόσμους και θ’ αναζητήσουμε ορισμένες πρώτες συσχετίσεις.

4 Από μια σκοπιά, ό,τι κινεί το οποιοδήποτε κοινωνικό κίνημα κινεί και ένα αστικό κίνημα. Αν, όμως, στόχος δεν είναι μόνο η ερμηνεία του αστικού αγώνα, της αστικής διαμαρτυρίας ή των αστικών κοινωνικών κινημάτων γενικά, αλλά η αναζήτηση της σχέσης με την πόλη, οι μεταβολές και η διαμόρφωσή της μέσα και από τη δράση των αστικών κοινωνικών κινημάτων, τότε τα θέματα γίνονται πιο πολύπλοκα.

5 Σε κάθε περίπτωση, οι μεταβολές στο χώρο από τη δράση των αστικών κοινωνικών κινημάτων είναι ταυτόχρονα και αλλαγές στην κοινωνία πόλης, στις συμπεριφορές και αντιλήψεις των κοινωνικών ομάδων και των πολιτών που την κατοικούν, όπως και στην πολιτική συγκρότηση της πόλης. Χώρος και κοινωνία συμπλέουν. Από μέσα τους ξεπηδούν τα αστικά κοινωνικά κινήματα, ενώ τα περιεχόμενα και η μορφή τους μεταβάλλονται από τη δράση αυτών των κινημάτων.

6 EIΣAΓΩΓH Tα κοινωνικά κινήματα εμφανίζονται σήμερα ως το πιο ελκυστικό επιστημονικό και ερευνητικό αντικείμενο στο πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών. Η παραγωγή βιβλίων, άρθρων και συλλογικών τόμων είναι τεράστια. Το ίδιο μεγάλος είναι και ο αριθμός των συνεδρίων και λοιπών ανάλογων συναντήσεων. Αναφέρω ενδεικτικά δύο διεθνή συνέδρια. Το ένα οργανώνεται από το Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ – τμήμα Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, χάρις στην πρωτοβουλία ενός υποδειγματικού επιστήμονα και ανθρώπου της δράσης του Colin Barker. Πραγματοποιείται κάθε χρόνο, ήδη μετρά 15 συνεχείς διοργανώσεις και αφορά τα κοινωνικά κινήματα. Θέμα της χρονιάς 2006 : Alternative Futures and Popular Protest. Το άλλο οργανώθηκε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο – τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (24-26/5/2006), με θέμα : Συλλογικές δράσεις και κοινωνικά κινήματα στον 21ο αιώνα. Παρουσιάστηκαν εισηγήσεις επιφανών σύγχρονων θεωρητικών των κοινωνικών κινημάτων μεταξύ αυτών των Tilly, Tarrow, Kriesi, Diani, della Porta, στους οποίους και θ’ αναφερθούμε στη συνέχεια.

7 Κινητήρια δύναμη αυτής της τάσης επιστημονικής μελέτης των κοινωνικών κινημάτων είναι η δυναμική τους στην παγκόσμια κοινωνική και πολιτική σκηνή. Τα κοινωνικά κινήματα δρουν, παράγουν τα ίδια θεωρία in situ, και επανατροφοδοτούν συνεχώς με δεδομένα τα επιστημονικά εργαστήρια. Τα παγκόσμια και ηπειρωτικά κοινωνικά φόρα καταγράφουν μια πανσπερμία κοινωνικών ομάδων και οργανώσεων που κατατάσσονται σε κινήματα ιστορικά, νέα και νεότερα. Τα κινήματα δεν μένουν στατικά, αλλά αναπροσαρμόζονται με τον χρόνο. Ο δυναμισμός π.χ. ενός ιστορικού κινήματος, όπως το αγροτικό, είναι τεράστιος γιατί ταυτόχρονα το κίνημα αυτό μετεξελίσσεται, ανανεώνεται μέσα από την οικολογική προβληματική και την ανάγκη βιωσιμότητας του αγροτικού προτύπου, συναντώντας έτσι το νέο οικολογικό κίνημα και τα νεότερα κινήματα κατά της φτώχειας και της εξαρτημένης ανάπτυξης στον Tρίτο Kόσμο.

8 Τα αστικά κοινωνικά κινήματα έχουν διαφορετικό βηματισμό από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα στην Eλλάδα μείζον πρόβλημα είναι η υπεράσπιση του δημόσιου χώρου της πόλης, ενώ στην Tουρκία, την Aνατολική Eυρώπη και τη Λατινική Aμερική, κυριαρχεί το πρόβλημα της κατοικίας. Θα μιλήσουμε για όλα αυτά προσπαθώντας να δώσουμε ένα ευρύ πανόραμα των κινημάτων πόλης.

9 ΘEΩPIEΣ THΣ ΣYΛΛOΓIKHΣ ΔPAΣHΣ KAI TΩN KOINΩNIKΩN KINHMATΩN
Αισθάνομαι τη βαθιά υποχρέωση να αποτίσουμε φόρο τιμής στον αναπληρωτή καθηγητή του Tμήματος Kοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Στέλιο Aλεξανδρόπουλο, που χάθηκε πολύ πρόωρα, υπερασπιζόμενος την ακαδημαϊκή δεοντολογία και το ακαδημαϊκό ήθος στο Πανεπιστήμιο. Ο υποδειγματικός αυτός δάσκαλος και ερευνητής, με το βιβλίο του “Θεωρίες για τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα”, που δυστυχώς πρόλαβε να εκδόσει μόνο τον A΄ τόμο και στον οποίο θα βασιστούμε, μας προτείνει να προσεγγίσουμε τις θεωρίες των κοινωνικών κινημάτων χωρίς να τις αποκόπτουμε από τη “διανοητική ιστορία συγκρότησης του πεδίου της συλλογικής δράσης” (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 11). Έτσι, ασχολείται με τις κλασικές θεωρίες για τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα που κυριάρχησαν μέχρι τη 10ετία του 1960.

10 “Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι αντιμετωπίζουν τη συλλογική δράση ως τμήμα ενός ευρύτερου αναστοχασμού πάνω στις προϋποθέσεις συγκρότησης του κοινωνικού. Με άλλα λόγια, η άποψή τους για τη συλλογική δράση είναι τμήμα της γενικότερης θεωρητικής προβληματικής τους για την κοινωνία” (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 12). Οι κλασικοί στοχαστές, μας λέει ο συγγραφέας, συνέδεαν λόγω της μακροκοινωνιολογικής σύστασης των θεωριών τους, τη συλλογική δράση με γενικότερες κοινωνιολογικές κατηγορίες, όπως είναι οι θεσμοί, οι ανθρώπινες ανάγκες, η κοινωνική και πολιτική μεταβολή κ.λπ. Αντίθετα, οι θεωρίες μετά το 1970 κατασκευάζονται σύμφωνα με μοντέλα που αποσυνδέουν τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα από ευρύτερες μακροκοινωνικές θεωρίες, συγκροτούνται δηλαδή σε ένα “ενδιάμεσο επίπεδο” και αντιμετωπίζουν τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα ως ένα αυτόνομο πεδίο επιστημονικής ανάλυσης. Η προσέγγιση αυτή του Aλεξανδρόπουλου παρουσιάζει ενδιαφέρον και για το δικό μας αντικείμενο που είναι τα αστικά κοινωνικά κινήματα. Για παράδειγμα ο Manuel Castells γράφοντας το 1983 το μνημειώδες έργο του “H πόλη και οι αποκάτω” τοποθετεί τις θεωρίες του στο πλαίσιο μιας συνολικής θεώρησης της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής. Συγκεκριμένα , επικοινωνεί με την προσέγγιση των θεωριών του κράτους και της στρατηγικής του δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό, όπως τα έθετε ο μαρξιστής θεωρητικός Nίκος Πουλαντζάς, ο οποίος έδωσε πολύ νωρίς τέρμα στη ζωή του, αφήνοντας πίσω του ένα εξαιρετικά επίκαιρο έργο.

11 Ας δούμε ορισμένες βασικές θέσεις για τη συλλογική δράση, όπως τις παρουσιάζει ο Στέλιος Aλεξανδρόπουλος : 1. H αναλυτική διακριτότητα της συλλογικής έναντι της ατομικής δράσης χαρακτηρίζει τις νεωτερικές κοινωνίες, στις οποίες ο ιδιωτικός χώρος, ως χώρος του αγοραίου ατόμου και των δικαιωμάτων του, διαχωρίζεται από τον δημόσιο ή συλλογικό χώρο. Ανάλογα θεμελιώνεται η διάκριση του ατομικού συμφέροντος από το κοινό αγαθό ή συμφέρον. Nα σημειώσουμε ότι, όπως και άλλοι συγγραφείς αναγνωρίζουν, οι έννοιες της συλλογικής δράσης λαμβάνουν πολύ διαφορετικές μορφές στο μεσαίωνα και μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αι. στο αστικό περιβάλλον των μικρών πόλεων – κοινοτήτων, μέσα δηλαδή σε κλειστές κοινωνίες, ιεραρχικά διαρθρωμένες σε συντεχνίες, θρησκευτικές, σωματειακές ενώσεις και αργότερα σε αδελφότητες, στις οποίες κυριαρχεί το πνεύμα του κοινοτισμού. Ανάμεσα σ’ αυτές τις κοινωνικές συγκροτήσεις και τις νεωτερικές υπάρχουν συνέχειες αλλά και τομές. 2. Tο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που πριμοδοτεί στην εξέλιξή του το ατομικό, το αγοραίο και το εγωϊστικό αποτελεί, κατ’ αντιπαράθεση, το έδαφος της ανάπτυξης του συλλογικού, του αντιαγοραίου, του αλληλέγγυου. Η ίδια η κοινωνία των αστών που διαλύει τις προγενέστερες μορφές κοινοτισμού και αλληλεγγύης δημιουργεί τις προϋποθέσεις νέων συλλογικών δεσμών και συλλογικών κοινωνικών συγκροτήσεων.

12 3. Oι έννοιες της συλλογικής δράσης και του κοινωνικού κινήματος είναι “ουσιωδώς διαμφισβητούμενες έννοιες” (essentially contested concepts). Ας σκεφθούμε μόνο τις πολλαπλές αναγνώσεις του πρόσφατου πανεπιστημιακού κινήματος, που θεωρήθηκε κατ’ άλλους ανομικό και κατ’ άλλους ουσιωδώς δημιουργικό όσον αφορά τη διασφάλιση της δημόσιας εκπαίδευσης, της ακαδημαϊκής συνθήκης και των προϋποθέσεων κοινωνικής εξέλιξης και μεταβολής, που ένα αυτοδιοικούμενο πανεπιστήμιο υπηρετεί. Ο διαμφισβητούμενος χαρακτήρας των εννοιών, τις οποίες εξετάζουμε, αφορά τόσο τους ορισμούς όσο και τα αίτια γέννησης και τους παράγοντες που προσδιορίζουν τη μορφή και την έκβαση των συλλογικών δράσεων και των κοινωνικών κινημάτων. Οι σύγχρονοι π.χ. ορισμοί του κοινωνικού κινήματος από τις διάφορες θεωρητικές σχολές τέμνονται αλλά και αποκλίνουν. 4. Oι επιστημονικές θεωρίες δεν μπορούν να συμπεριλάβουν το βιωματικό περιεχόμενο της συλλογικής δράσης, την επίτευξη του ακατόρθωτου, τις στιγμές του ηρωϊσμού κ.λπ., κ.λπ. H θεωρία και ο θεωρητικός κυριαρχούν πάνω στα γεγονότα και την ιστορία. Υπάρχουν, όπως αναφέρει η Tζην Kοέν, θεωρίες για τα κινήματα και θεωρίες που προέρχονται από τα ίδια τα κινήματα. Η θεωρία του Mαρξ είναι και τα δύο, δηλαδή μια θεωρία για και μέσα στα κινήματα.

13 Οι θεωρίες και οι ερμηνείες των συλλογικών δράσεων απηχούν ένα ευρύ αστερισμό αντιλήψεων, που τα ακραία όριά του καταλαμβάνουν δύο διαμετρικά αντίθετες παραδόσεις. Η παράδοση του λόγιου φιλοσοφικού στοχασμού της νεοτερικότητας θεμελιώθηκε πρωτίστως σε εγωϊστικά θεμέλια και στο ατομικό συμφέρον. Αντιθέτως, η παράδοση της κοινωνικότητας, ανεξάρτητα από τη φιλοσοφική της προέλευση, εκφράστηκε κυρίως στο ήθος της αλληλοβοήθειας και της μεσαιωνικής αλληλεγγύης…… …Η οπτική του ατομικού συμφέροντος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στις ενώσεις των εμπόρων και γενικότερα στη μεσαία τάξη, αλλά και σε ένα τμήμα του συνεργατικού κινήματος. Ατομιστικές θεωρίες, από τον Xομπς μέχρι τον πρόσφατο M. Όλσον, έχουν ως προνομιακό παράδειγμα αναφοράς τις ενώσεις των εμπόρων και επιχειρηματιών, ενώ αποστρέφονται τις λαϊκές συλλογικές δράσεις, τις διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις. Από την άλλη μεριά, οι ιδέες της κοινωνικής αδελφοσύνης βρήκαν στο πολύ σημαντικό έργο του Mαρξ τη λόγια θεωρητική έκφραση που θα επιχειρούσε να τις αποσπάσει από την ηθική – συναισθηματική βάση και να τις συγκροτήσει ως μια ορθολογική επιστημονική θεωρία. (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 41, 42). Η οπτική του ατομικού συμφέροντος σε αντιπαράθεση με την οπτική της κοινωνικότητας είναι μια θεμελιακή προσέγγιση, η οποία δεν θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί στις συγκεκριμένες αναγνώσεις των κοινωνικών κινημάτων, μεταξύ αυτών και των σύγχρονων.

14 Από τα παραδείγματα αστικών κοινωνικών κινημάτων, όπως θα δούμε σε επόμενες εισηγήσεις, η απεργία ενοικίων μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια κλασική περίπτωση λαϊκής συλλογικής εξέγερσης, που συγκροτείται σύμφωνα με την εργατική παράδοση της κοινωνικότητας. Εκδηλώνεται στο ίδιο έδαφος των εργατικών διεκδικήσεων και απεργιών, αυτή τη φορά, όμως, το επίδικο είναι η κατοικία. Σε νεότερα κινήματα που αφορούν αστικά και περιβαλλοντικά επίδικα έχει ενδιαφέρον να διερευνηθεί η εκδοχή της συνύπαρξης και των δύο παραδόσεων – του ατομισμού και της κοινωνικότητας. Για παράδειγμα, ορισμένες φορές, χαμηλά εισοδηματικά λαϊκά στρώματα κινητοποιούνται για θέματα που αφορούν τα άμεσα ατομικά τους ενδιαφέροντα σε ένα πολύ περιορισμένο χωρικά έδαφος, ενώ δεν επιδεικνύουν την ίδια ευαισθησία όταν ανάλογα προβλήματα τίθενται αλλού ή όταν τίθενται με τη μορφή γενικών (πολιτικών) αιτημάτων. Αντιθέτως, ορισμένες φορές υψηλότερα εισοδηματικά κοινωνικά στρώματα επιδεικνύουν μια πιο σταθερή προσήλωση σε αρχές και στόχους που συνδέονται με το περιβάλλον και την πόλη. Επίσης, ενίοτε η συλλογικότητα διαρκεί όσο ο χρόνος προβολής του αιτήματος και στη συνέχεια οι συμμετέχοντες ακολουθούν τις προηγούμενες ατομιστικές τους στάσεις. Βεβαίως, η εμπειρία αυτή δεν αναιρεί την ανάγκη κατανόησης και ερμηνείας των γενικών κατευθύνσεων που ορίζουν κοινωνικά και πολιτικά ένα κοινωνικό κίνημα και οι οποίες δεν ταυτίζονται πάντα και απολύτως με τους μηχανισμούς κινητοποίησης όλων των φορέων και των ατόμων που το απαρτίζουν.

15 3 KΛAΣIKEΣ ΣXOΛEΣ ΣKEΨHΣ
Άλλωστε το πρόβλημα με τις θεωρίες του ατομισμού, όπως π.χ. με τη θεωρία του Hobbes, δεν είναι ότι αντιμετωπίζουν υπαρκτά κοινωνικά φαινόμενα στις νεοτερικές κοινωνίες, είναι ότι ερμηνεύουν το σύνολο των ατομικών κινήτρων και επιδιώξεων και το σύνολο των κοινωνικών δράσεων στη βάση της αγοραίας νομιμότητας και των αγοραίων αρχών της κοινωνικής συγκρότησης. Σε κάθε περίπτωση στα αστικά κινήματα, η παράδοση της κοινωνικής αδελφοσύνης μπορεί να ερείδεται σε ταξικούς ή/και σε ιδεολογικούς (πολιτιστικούς) δεσμούς στη βάση των οποίων συγκροτείται μια σύγχρονου τύπου “κοινωνική αδελφοσύνη”. 3 KΛAΣIKEΣ ΣXOΛEΣ ΣKEΨHΣ Aς δούμε τις βασικές παραδόσεις των θεωριών της συλλογικής δράσης με οδηγό το έργο του Aλεξανδρόπουλου. Η θεωρία του Hobbes (17ος αι.) έχει ως αφετηρία το εγωϊστικό a priori και η συλλογικότητα γίνεται αντιληπτή ως “μέσον” από τη σκοπιά της χρησιμότητάς της στην ικανοποίηση των επιθυμιών και συμφερόντων των ατόμων, καθώς και ως μέσον αύξησης της δύναμης αυτών που συμμετέχουν. Ο Hobbes αρνείται τον πρωταρχικό ρόλο της κοινωνικότητας, λέγοντας ότι “δεν επιζητούμε εκ φύσεως την κοινωνία ως αυτοσκοπό, αλλά γιατί μπορούμε να αποκομίσουμε κάποιο αξίωμα ή κέρδος από αυτήν”. Μπορούμε συνεπώς, στην περίπτωση του Xομπς, να μιλήσουμε για τη θεμελίωση μιας ατομιστικής χρησιμοθηρικής παράδοσης, στο πλαίσιο της οποίας η συλλογική δράση προσεγγίζεται και αιτιολογείται με βάση το κριτήριο της χρησιμότητάς της στην προώθηση της σκοποθεσίας των ατομικών ορθολογικών δρώντων. (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 45).

16 Ένα σημαντικό στοιχείο το οποίο εισάγει ο Hobbes είναι η έννοια του “συμβολαίου”, που μεταφέρεται από τον χώρο της οικονομικής ανταλλαγής στο χώρο της σύναψης συλλογικών δεσμεύσεων, οι οποίες αποκτούν τώρα έναν εθελοντικό χαρακτήρα. Οι συλλογικές δράσεις και οργανώσεις (ενώσεις, σωματεία, πολιτικοί όμιλοι κ.λπ.) είναι εθελοντικές ενώσεις σε αντίθεση με τον καταναγκαστικό χαρακτήρα, που είχε η συμμετοχή στο μεσαιωνικό σύστημα αντιπροσώπευσης των επαγγελμάτων και των κοινωνικών ομάδων. Συμπράττοντας τα άτομα εθελοντικά “για ένα κοινό συμφέρον ή εργασία”, για να δράσουν από κοινού για την επίτευξη ενός σκοπού, παράγουν μια “δύναμη”, την οποία ο Hobbes προσέγγιζε εργαλειακά από τη σκοπιά της ατομιστικής – ωφελιμιστικής κοινωνικής του θεώρησης. Τί γίνεται, όμως, αν ο σκοπός της συλλογικής δράσης για να επιτευχθεί συνεπιφέρει αλλαγές στο δομικό πλαίσιο της ατομικής και κοινωνικής δράσης ; Από τον Hobbes διακρίνουμε ήδη την αξιολόγηση των μορφών συλλογικής δράσης που χωρίζονται σε “συντεταγμένες” (διαθέτουν οργάνωση και αντιπροσώπευση) και “ασύντακτες” (συγκέντρωση λαού), σε “νόμιμες” (επιτρέπονται από την πολιτεία) και “έκνομες”. Αλλά αν το κριτήριο της νομιμότητας επικρατούσε κοινωνικά δεν θα είχαν υπάρξει ποτέ κοινωνικά κινήματα, τα οποία, όπως θα δούμε, διαμορφώθηκαν παραβιάζοντας αυτό το κριτήριο και επιβάλλοντας την ύπαρξή τους μέσα από εξεγέρσεις και συγκρούσεις, που συνεπέφεραν βίαια καταστολή από την πλευρά της εξουσίας.

17 Στην παράδοση του ατομιστικού ορθολογισμού εντάσσονται κλασικοί θεωρητικοί, όπως ο David Hume και ο John Stuart Mill, οι οποίοι προσπαθούν να λύσουν το λογικό πρόβλημα της μετάβασης από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο. Το πώς δηλαδή οι άκρατοι εγωϊστές του ιδιωτικού χώρου και της αγοράς θα μπορούσαν να μεταβούν σε μια κατάσταση λελογισμένου και μετριασμένου εγωϊσμού που είναι αναγκαία, για να υπάρξει συλλογική δράση και κοινωνική ζωή. Οι θεωρητικοί δεν αποδέχονται τα κίνητρα της στρατηγικής επικράτησης πάνω στον αντίπαλο, αλλά του μετριασμού των αντιθέσεων και της καθολίκευσης στη βάση κοινά αποδεκτών αξιών. (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 56). Αυτή όμως η προσέγγιση δεν καταργεί το “κοινωνιολογικό” ερώτημα του αν αυτά που ισχυρίζονται οι θεωρητικοί μπορούν να συμβαίνουν και με ποιους όρους. Να σημειώσουμε ότι ο Mill σε αντίθεση με τους άλλους νεωτερικούς συγγραφείς που όταν αναφέρονται στο άτομο και τον πολίτη εννοούν όχι το σύνολο των ανθρώπων αλλά μονάχα μια κατηγορία – τους άνδρες και ιδιοκτήτες, αναφέρεται στο σύνολο των μελών της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών για τα δικαιώματα των οποίων είχε ο ίδιος αγωνιστεί. Τον 19ο αι. εμφανίζονται τόσο οι σοσιαλιστικές ιδέες όσο και η νεόκοπη επιστήμη της κοινωνιολογίας. Σε αντίθεση με τις αγοραίες οικονομολογικές προσεγγίσεις και τις παραδοχές της κλασικής πολιτικής οικονομίας και του ατομιστικού ορθολογισμού, στο χώρο της κοινωνιολογίας (όπως και του σοσιαλισμού) θα κυριαρχήσει μια αντιοικονομολογική στάση στην προσέγγιση της συλλογικής δράσης.

18 Αντιπαγκοσμιοποιητική διαδήλωση συνδικάτων και κοινωνικών φορέων στις Βρυξέλλες, Δεκέμβριος 2001
Τον 19ο αιώνα ο Kαρλ Mαρξ θεμελιώνει τη θεωρία του της συλλογικής δράσης, που βασίζεται στην ταξική ανάλυση της κοινωνίας. Ασκεί ριζική κριτική στον οικονομικό ορθολογισμό και την κλασική οικονομική σκέψη. Αντιπαραθέτει στις αντιλήψεις της διαμόρφωσης της ατομικότητας, των αναγκών και των συμφερόντων στη βάση ελεύθερων ατομικών επιλογών και υποκειμενικών επιθυμιών, την προσέγγιση των ανθρώπων μέσα στο σύνολο των (πραγμοποιημένων) κοινωνικών τους σχέσεων και στο πλαίσιο των νόμων της παραγωγικής διαδικασίας, του χρήματος, του εμπορεύματος των θεσμών, της ιδιοκτησίας κ.λπ.

19 Κατανοούμε, σύμφωνα με τον Mαρξ, το άτομο υπό το πρίσμα της ομάδας στην οποία ανήκει και όχι τη συλλογικότητα υπό το πρίσμα του ατόμου και του ατομικού συμφέροντος. Όπως λέει ο Aλεξανδρόπουλος, μπορούμε να δούμε τον Mαρξ με μια διπλή ιδιότητα. Πρώτον, αυτή του βασικού θεωρητικού του κινήματος της εργατικής τάξης. Και δεύτερον, αυτή του δημιουργού μιας πολύ σημαντικής θεωρητικής μεθόδου ανάλυσης της συλλογικής δράσης. Ως θεωρητικός του κινήματος της εργατικής τάξης, ο K. Mαρξ αποτελεί το βασικό εκφραστή του εκνεοτερισμού του κοινωνικού κινήματος. Ο “νεοτερισμός” του μπορεί να συνοψιστεί στα εξής σημεία: α)Πρώτα απ’όλα, στη ρήξη του με την παράδοση των ουτοπιστών σοσιαλιστών τους οποίους κατηγορούσε ότι αντιλαμβάνονταν τον κομμουνισμό ως “ένα ηθικό δέον προς το οποίο θα έπρεπε να προσαρμοστεί η πραγματικότητα”. Ο Mαρξ κληρονομεί τη χεγκελιανή αντίθεση προς το “δέον”, γι’αυτό και θεωρούσε ότι οι αξίες του σοσιαλισμού μπορούν να προκύψουν μονάχα μέσα από την “πραγματική κίνηση” της κοινωνίας. β) O Mαρξ ήρθε, επίσης, σε ρήξη με διάφορες “μικροαστικές αντιλήψεις”, τύπου Σισμόντι, Προυντόν ή ρουσωϊκού τύπου, τις οποίες κατηγορούσε ότι ήθελαν “να γυρίσουν τον τροχό της ιστορίας προς τα πίσω”. (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 72, 73). Ο Μαρξ δημιούργησε μια πανίσχυρη θεωρία, πολλά σημεία της οποίας αποδείχθηκαν αξεπέραστα μέχρι σήμερα. Η θεωρία αυτή τόνιζε τρία σημεία. Πρώτον, ότι το υλικό – οικονομικό περιεχόμενο προσδιορίζει τις νομικές – πολιτικές μορφές, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του κράτους. Δεύτερον, ότι το κοινωνικό γίγνεσθαι και η κοινωνική μεταβολή προσδιορίζονται από την πάλη μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Και τρίτον, ότι οι ιδέες που σχηματίζουν οι άνθρωποι για την εποχή τους, τον εαυτό τους και τις σχέσεις τους επηρεάζονται από τις υλικές συνθήκες μέσα στις οποίες παράγουν τη ζωή τους. (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 75).

20 Παρ’ ότι ο Mαρξ υπήρξε ο κατ’εξοχήν θεωρητικός του εργατικού κινήματος και οπωσδήποτε των πολιτικών σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κινημάτων, οποιαδήποτε θεωρία επισκοπεί προγενέστερα ή σύγχρονα κοινωνικά κινήματα που εκδηλώνονται σ’ ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών αντιφάσεων, ασχολείται επομένως με τις ιδέες των δρώντων ατόμων και τα κίνητρα της συλλογικής δράσης, δεν μπορεί να αγνοεί τη βασική σύλληψη των νόμων της κοινωνικής κίνησης που οφείλουμε στον Mαρξ. Αν ο Mαρξ είχε εκφράσει μια αντιηθικιστική προσέγγιση του προβλήματος του κοινωνικού μετασχηματισμού και του σοσιαλισμού, έχοντας “λυγίσει το κλειδί” υπερβολικά προς τη μεριά των οικονομικών και υλιστικών προσδιορισμών της συλλογικής δράσης… ο Emile Durkheim… έδινε την προτεραιότητα στα ηθικά φαινόμενα… και στους πολιτιστικούς παράγοντες, τους οποίους (είναι αλήθεια) ο Mαρξ είχε υποβαθμίσει. (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 91). Ο Aλεξανδρόπουλος, συμφωνώντας με τις απόψεις του Charles Tilly και άλλων συγγραφέων, θεωρεί ότι από το έργο του Durkheim μπορεί να εξαχθεί μια θεωρία της συλλογικής δράσης, που βασίζεται στην παράδοση της κοινωνικής αλληλεγγύης και των κοινωνιστικών αντιλήψεων, αναζητώντας ένα τρίτο δρόμο ανάμεσα στον ωφελιμιστικό ατομισμό και τον μαρξισμό. Η ύπαρξη στον άνθρωπο μιας θέλησης για κοινή ζωή, που απορρέει από μια τάση προς την κοινωνικότητα, είναι η αφετηρία κατανόησης του πώς δημιουργείται η συλλογικότητα ή η ομάδα. Η επιθυμία του “κοινού ζην” αποτελεί κατά τον Durkheim αξίωμα κάθε επιστήμης του ανθρώπου.

21 Όπως αναφέρει ο Aλεξανδρόπουλος, εξίσου σημαντικό, αν όχι και περισσότερο, είναι να υπογραμμιστεί ότι ο Nτυρκέμ προσεγγίζει τη σχέση των αναγκών και των επιθυμιών των ανθρώπων με τη συλλογική δράση, όχι εργαλειακά, όπως γίνεται στην παράδοση του ατομιστικού ορθολογισμού. Ούτε ως μια σχέση που προσδιορίζεται από τη θέση των ατόμων στο σύστημα παραγωγής ή την κοινωνική δομή, όπως γίνεται στο μαρξισμό. Η σχέση του ατόμου, της προσωπικότητάς του, των αναγκών και επιθυμιών και της ταυτότητάς του με την ομάδα και τη συλλογικότητα δεν είναι εργαλειακή, αλλά συστατική. Δεν είναι δυνατόν, να φανταστούμε έναν άνθρωπο που έχει διαμορφώσει τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συμφέροντά του έξω από τη συλλογικότητα και που απλώς χρησιμοποιεί τη συλλογική δράση ως μέσον για την ικανοποίησή τους. Ο Nτυρκέμ απορρίπτει παρόμοιους υποθετικούς συλλογισμούς, πάνω στους οποίους στηρίχτηκε η ατομιστική παράδοση και συγκροτεί το επιχείρημά του με πραγματικούς όρους στη βάση της κοινωνικής επιστήμης, αντλώντας στοιχεία από την κοινωνιολογία, την ψυχολογία, την ανθρωπολογία, ακόμη και την εγκληματολογία. Η συλλογική δράση δεν είναι απλώς ένα μέσον για την ικανοποίηση επιθυμιών και αναγκών, αλλά το πεδίο στο οποίο αυτές διαμορφώνονται, διαμεσολαβούνται και ελέγχονται. Αυτό γίνεται, πρώτα απ’όλα, μέσα από τα σημεία, τα σύμβολα και τις συλλογικές παραστάσεις, που είναι συλλογικά δημιουργήματα, ανήκουν δηλαδή στην ομάδα. (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 101).

22 ΘEΩPIEΣ THΣ ΣYΛΛOΓIKHΣ ΣYMΠEPIΦOPAΣ
Η στροφή προς τη μελέτη της “συλλογικής συμπεριφοράς” (collective behavior) μορφοποιείται στο Mεσοπόλεμο στο χώρο της αμερικανικής κοινωνιολογίας, με επίκεντρο τη γνωστή “σχολή του Σικάγου” και θεμελιωτές τον Robert Park και τον Herbert Blumer. O Park θεωρούσε ότι ένας αριθμός ατόμων γίνεται ομάδα ή συλλογικότητα από τη στιγμή που υπάρχει μια αλληλοδιείσδυση του νου, μια συναίνεση γύρω από κοινές ιδέες και αντιλήψεις, μια κατασκευή ενός κοινού πνευματικού πεδίου, που από τη στιγμή που θα συγκροτηθεί αποκτά ανεξαρτησία και επηρεάζει τα επιμέρους άτομα. (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 121). Το βασικό πεδίο της ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν συγκροτείται κατά τον Παρκ ως “ασυνείδητος ανταγωνισμός και συνεργασία”, αλλά μάλλον ως “συνειδητή συμμετοχή σ’έναν κοινό σκοπό και μια κοινή ζωή”, που καθίσταται εφικτή μέσω της ομιλίας και της ύπαρξης κοινών συμβόλων. Απ’αυτή την άποψη “δεν είναι… τόσο ο καταμερισμός εργασίας που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη κοινωνία όσο το γεγονός του κοινωνικού ελέγχου”. (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 125).

23 Οι άνθρωποι, λέει ο Παρκ, “ενεργοποιούνται όχι απλώς από συμφέροντα σε σχέση με τα οποία έχουν συνείδηση των στόχων που επιδιώκουν, αλλά επίσης από… πηγές και νοήματα τα οποία δεν τα συλλαμβάνουν καθαρά”. Για τους επιστήμονες του χώρου η Σχολή του Σικάγου είναι πρωτίστως γνωστή από τις θεωρίες της ανθρώπινης οικολογίας, όπως περιλαμβάνονται στο βιβλίο των Park – Burgess – McKenzie “H Πόλη”. Στο έργο αυτό η συγκρότηση του χώρου της πόλης εξετάζεται σύμφωνα με τα κοινωνικά συμφραζόμενα, στη διαπλοκή της με τη σύγχρονη κοινωνία πόλης. (Βλέπε σχετικό κείμενο σημειώσεων για το βιβλίο “H Πόλη”, Park – Burgess – McKenzie, 1925). O Park και ο (μαθητής του) Blumer συνδέουν τη συλλογική συμπεριφορά με την κοινωνική μεταβολή. Η έννοια της μεταβολής σημαίνει πρώτα απ’ όλα αλλαγή σε αυτούς τους συμβολικούς κόσμους που προσδιορίζουν και ερμηνεύουν συγχρόνως τον τρόπο ζωής των ομάδων. Για να συντελεστούν αυτές οι μεταβολές χρειαζόταν ο χώρος, το έδαφος και ο χρόνος που αποτελούν το υπόβαθρο κάθε ανθρώπινης ομάδας, κοινότητας ή κοινωνίας. Για τον Παρκ, τον Mπλούμερ και την οικολογική προσέγγιση του Σικάγου, τα κινήματα προϋποθέτουν πρώτα απ’ όλα μετακινήσεις, την εισβολή στο χώρο, είτε πρόκειται για τις μετακινήσεις των φυλών, των λαών, τις σταυροφορίες κ.λπ. είτε για τη μετανάστευση ή τη σύγχρονη κοινωνική κινητικότητα (από την ύπαιθρο στην πόλη). Στον Παρκ, ακόμη και όταν αναφέρεται στο πώς κυκλοφορούν, διαδίδονται και ενδυναμώνονται ιδέες και συναισθήματα, είναι διαρκώς παρούσα μια έννοια κίνησης στο χώρο. (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 314).

24 Παρά τις διαφωνίες που μπορούμε να έχουμε με τα χωρικά και ερμηνευτικά σχήματα των συγγραφέων, η πόλη εδώ “αποτελεί το φυσικό πεδίο επιστημονικής έρευνας των διαδικασιών της σύγχρονης κοινωνίας”. Για τον λόγο αυτό ο Park έλεγε ότι “μπορούμε να δούμε την πόλη ως ένα κοινωνικό εργαστήριο”. Πάντως, ενώ το θέμα της “Πόλης” δεν είναι τα αστικά κοινωνικά κινήματα, σίγουρα η θεωρητική προσέγγιση που διατυπώνεται, διαπλέκει τις συλλογικές συμπεριφορές με τις χωρικές ανακατατάξεις και διαμορφώσεις και έχει ενδιαφέρον γιατί διαθέτουμε λίγα έργα που συνδέουν τις θεωρίες της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων με τον χώρο. O Park διατυπώνει τη θέση της κοινωνικής αναταραχής ως πρωτογενούς μορφής συλλογικής δράσης, η οποία μεταδίδεται στο κοινωνικό σώμα όταν υπάρχουν προβλήματα στον κοινωνικό οργανισμό, και τελικά οδηγεί στην αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας με νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου. Λέει: “H κοινωνική αναταραχή αρχικά μεταδίδεται επικοινωνιακά, μετά παίρνει τη μορφή του πλήθους και του μαζικού κινήματος και τελικά αποκρυσταλλώνεται σε θεσμούς. Η ιστορία σχεδόν κάθε μεμονωμένου κινήματος – γυναικεία ψήφος, ποτοαπαγόρευση, προτεσταντισμός – επιδεικνύει σε γενικές γραμμές, αν όχι και στις λεπτομέρειες, αυτή την προοδευτική αλλαγή χαρακτήρα. Στην αρχή υπάρχει μια διάχυτη γενική δυσαρέσκεια και δυσφορία. Μετά ένα βίαιο, συγκεχυμένο και ανοργάνωτο αλλά ενθουσιώδες λαϊκό κίνημα ξεπηδάει. Τελικά, το κίνημα παίρνει μορφή. Αναπτύσσει ηγεσία και οργάνωση. Διαμορφώνει δόγματα και ιδεολογίες. Συχνά το κίνημα γίνεται αποδεκτό, εγκαθιδρύεται και νομιμοποιείται. Το κίνημα πεθαίνει, αλλά ο θεσμός παραμένει”. (Park – Burgess 1924, σελ. 874).

25 O Park διακρίνει σε δύο κατηγορίες τις κοινωνικές ομάδες
O Park διακρίνει σε δύο κατηγορίες τις κοινωνικές ομάδες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις σέκτες, τις κάστες, τις τάξεις και τις ομάδες που υπηρετούν έναν οποιοδήποτε σκοπό (πολιτικά κόμματα, συνδικάτα και άλλες οργανώσεις). Όλες αυτές οι ομάδες αποτελούν συλλογικότητες που συγκεντρώνουν έναν υψηλό βαθμό θεσμοποίησης και σχηματισμού συλλογικής βούλησης. Ασκούν, επομένως, ένα κανονιστικό θεμελιωμένο κοινωνικό έλεγχο… H δεύτερη κατηγορία είναι το πλήθος και το κοινό. Σ’ αυτές προσθέτει και το μαζικό κίνημα. Τις βασικές μορφές του “πλήθους” και του “κοινού” ο Park τις παίρνει από το έργο των συντηρητικών στοχαστών της παράδοσης της συλλογικής ψυχολογίας, όμως τις συνδέει με την κοινωνική αλλαγή και, άλλωστε, αυτές οι έννοιες με ανάλογα ή διαφορετικά περιεχόμενα επανέρχονται σε σημαντικές σύγχρονες θεωρίες (π.χ. Habermas – κοινό, Negri – πλήθος). Ως μεγάλα παραδείγματα πλήθους θεωρεί, επίσης, ευρείες μετακινήσεις ανθρώπων – Σταυροφορίες, Γαλλική Eπανάσταση. Το κοινό – η κοινή γνώμη διαμορφώνεται από τον τύπο, τη συζήτηση και γενικότερα τα γραπτά μέσα με βάση τους κανόνες της λογικής, ενώ στο πλήθος κυριαρχεί η παρόρμηση για δράση. Στην έννοια του μαζικού κινήματος, ο Park συγκαταλέγει τη μαζική μετανάστευση, τις σταυροφορίες και τις επαναστάσεις.

26 Μαθητής του Park ο Herbert Blumer, ξεχωρίζει σύμφωνα με την παρουσίαση του Aλεξανδρόπουλου, τα κοινωνικά κινήματα, από τις στοιχειώδεις μορφές συλλογικής συμπεριφοράς (πλήθος, μάζα, κοινό), γιατί αυτές χαρακτηρίζονται από αυθορμητισμό, έλλειψη παράδοσης και κανόνων, ενώ τα κοινωνικά κινήματα από την προσθήκη των στοιχείων οργάνωσης, των κανόνων και της ρύθμισης των συμπεριφορών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο καλύπτεται ένα κενό που υπήρχε στην προσέγγιση του Παρκ, ανάμεσα στις αυθόρμητες συλλογικές συμπεριφορές, από τη μια, και στους θεσμούς από την άλλη. Στον ενδιάμεσο αυτό χώρο ο Blumer τοποθετεί τα κοινωνικά κινήματα. Ο Blumer ανέπτυξε μια ιδιαίτερη μεθοδολογική σκοπιά στο χώρο της κοινωνιολογίας, στην οποία έδωσε το όνομα “συμβολική διάδραση”.

27 Η συμβολική διάδραση, ως ιδιαίτερο ρεύμα και μέθοδος στο χώρο της κοινωνιολογίας, βασίζεται όπως ξέρουμε στις κεντρικές ιδέες του Tζωρτζ Xέρμπερντ Mηντ (George Herbert Mead), τις οποίες ο Mπλούμερ συστηματοποίησε και ανέπτυξε παραπέρα. Η κοινή αντίληψη που ο Mπλούμερ μοιραζόταν με τον Παρκ – ως κληρονόμοι της παράδοσης του αμερικάνικου πραγματισμού – συνίστατο στο ότι αντιμετώπιζαν την κοινωνία όχι ως ένα στατικό σύστημα ή δομή, αλλά ως αναπτυσσόμενες δράσεις δια των οποίων οι άνθρωποι κατασκευάζουν τον κοινωνικό τους κόσμο. Ενώ όμως ο Παρκ προσπαθούσε, όπως είδαμε, να συνδυάσει αυτή την προσέγγιση με την αναγνώριση επίσης του ρόλου δομικών παραγόντων, αλλά και βιολογικών ή ψυχολογικών προσδιορισμών, ο Mπλούμερ υιοθετεί μια στάση που είναι διφορούμενη έως αντιφατική. Στη μεν θεωρία του για την κοινωνία απομακρύνεται αποφασιστικά από την παραδοχή οποιουδήποτε τέτοιου προσδιορισμού. Στον Mπλούμερ και στη συμβολική διάδραση το άτομο γίνεται αντιληπτό ως ένας δρων ο οποίος κατασκευάζει στο νου του τη γραμμή και την πορεία της συμπεριφοράς του μέσω συμβολικών παραστάσεων, στο πλαίσιο των οποίων τοποθετεί τον εαυτό του σε σχέση με το ποια είναι η κατάσταση που αντιμετωπίζει, τι περιμένουν οι άλλοι από αυτόν και τι αυτός από τους άλλους. Η έμφαση που δίνεται στη συνείδηση και στη διαρκή ανακατασκευή της ταυτότητας των ατόμων, ως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής δράσης, καθιστά τη συμβολική διάδραση μια προσέγγιση κατεξοχήν ασυμβίβαστη με θεωρίες βιολογικών, ψυχολογικών ή δομικών προσδιορισμών της δράσης. (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 152, 153).

28 ΔOMOΛEITOYPΓIΣTEΣ Στη συνέχεια της παράδοσης της αμερικανικής κοινωνιολογίας όπως διαμορφώθηκε από τους Park και Blumer, o Talcott Parsons αναπτύσσει το θεωρητικό εννοιακό σχήμα της κοινωνίας ως συστήματος, το οποίο συγκροτείται από επιμέρους αλληλεξαρτημένα συστατικά που, επίσης, εκλαμβάνονται ως (υπο)συστήματα. Το θεωρητικό του σχήμα επικεντρώνεται σε τρεις περιοχές: H πρώτη περιλαμβάνει τα βασικά δομικά συστατικά του κοινωνικού συστήματος (ρόλοι, θεσμοί, κανόνες), η δεύτερη τις διαδικασίες παρακίνησης (κινήτρων), που αναπτύσσονται εντός του συστήματος, και η τρίτη τις διαδικασίες μεταβολής του ίδιου του κοινωνικού συστήματος, που κατανοούνται ως αλλαγές των δομών του. Οι αλλαγές που προκύπτουν στο πλαίσιο των κοινωνικών διαδράσεων και δεν συνεπάγονται αλλαγές των βασικών στοιχείων του κοινωνικού συστήματος, ξεχωρίζουν από τις αλλαγές που οδηγούν στην αλλαγή του ίδιου του συστήματος. Ο Parsons θεωρεί ότι “μια γενική θεωρία των διαδικασιών αλλαγής των κοινωνικών συστημάτων δεν είναι δυνατή στην παρούσα κατάσταση γνώσης. …H θεωρία της αλλαγής της δομής του κοινωνικού συστήματος πρέπει συνεπώς να είναι μια θεωρία των επιμέρους υπο-διαδικασιών αλλαγής μέσα στα συστήματα και όχι της συνολικής διαδικασίας αλλαγής των συστημάτων ως συστημάτων”.

29 Προσεγγίζοντας την κοινωνική μεταβολή μέσω της κρίσιμης διαδικασίας των κινήτρων ο Parsons διατυπώνει δύο έννοιες: αυτή των “δομικών εντάσεων” και αυτή των “επενδεδυμένων συμφερόντων”. Η δομική ένταση σημαίνει μια κατάσταση όπου οι δρώντες χάνουν την πίστη τους ότι αν ακολουθήσουν τους ισχύοντες ρόλους, κανόνες ή αξίες θα εκπληρωθούν οι προσδοκίες τους σχετικά με την ικανοποίηση αναγκών ή συμφερόντων που τυπικά συνδέονται με τους εν λόγω ρόλους, κανόνες ή αξίες. (Aλεξανδρόπουλος 2001, σελ. 204). Με τη διατάραξη της ισορροπίας του συστήματος ενεργοποιείται και μια διαδικασία ανάκτησης της ισορροπίας, αν όμως αυτή δεν ανακτηθεί, τίθεται το θέμα της κοινωνικής μεταβολής, η οποία δεν είναι ποτέ απλώς “αλλαγή υποδείγματος”, αλλά “αλλαγή μέσω της υπερνίκησης αντιστάσεων”. Εδώ, σε σχέση με τις θεσμικές αντιστάσεις, εισάγονται οι έννοιες της ισχύος και της εξουσίας. Ο Parsons με τον όρο “επενδεδυμένα συμφέροντα” περιγράφει “τη γενική αντίσταση στην αλλαγή που είναι εγγενής στους θεσμοποιημένους ρόλους μέσα στο κοινωνικό σύστημα”.

30 METABIOMHXANIKH / METANEΩTEPIKH KOINΩNIA
ΘEΩPIEΣ TΩN KOINΩNIKΩN KINHMATΩN Oι “μεγάλες θεωρίες” για τη συλλογική δράση που παρουσιάσαμε προηγουμένως δημιουργήθηκαν τον 19ο αι. και το πρώτο μισό του 20ού αι. σε αναφορά με τη βιομηχανική κοινωνία. Οι σύγχρονες θεωρίες “μέσου βεληνεκούς” που, όπως λέει ο Aλεξανδρόπουλος και αναφέραμε ήδη, αποσυνδέουν τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα από ευρύτερες μακροκοινωνικές θεωρίες, συγκροτήθηκαν στα συμφραζόμενα της εποχής μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι’ ενώ στα “παλιά” κοινωνικά κινήματα είχαν προστεθεί “νέα”. Νέα όσον αφορά αντιδράσεις σε νέες αντιφάσεις, τις οποίες γεννά ο σύγχρονος καπιταλισμός – π.χ. αστικά κοινωνικά κινήματα, που δραστηριοποιούνται σε αντικείμενα συλλογικής κατανάλωσης δημόσιου χαρακτήρα – αλλά και όσον αφορά οργανωτικές μορφές και περιεχόμενα της συλλογικής ταυτότητας των δρώντων υποκειμένων. Οι δύο βασικές θεωρίες που αναπτύσσονται στις 10ετίες 1960 και 1970 είναι η “Θεωρία Kινητοποίησης Πόρων” – ΘKΠ (Resource Mobilization Theory) και η “Θεωρία των Nέων Kοινωνικών Kινημάτων” – ΘNKK (New Social Movement Theory).

31 Σύμφωνα με τον Mιχάλη Ψημίτη, η Θεωρία Kινητοποίησης Πόρων συγκροτείται στην Aμερική ως μια απόρριψη της λειτουργιστικής θεωρίας της συλλογικής συμπεριφοράς… Aπό την άλλη πλευρά, η Θεωρία των Nέων Kοινωνικών Kινημάτων προκύπτει στην Eυρώπη, ως μια κριτική απόρριψη του οικονομικού αναγωγισμού που χαρακτηρίζει την κλασική μαρξιστική θεωρία, εν τούτοις ενσωματώνει και στοιχεία από επεξεργασίες εκτός της μαρξιστικής θεωρίας… (Ψημίτης 2006, σελ. 95). Χαρακτηριστικές περιπτώσεις θεωρητικών της Σχολής της Θεωρίας Κινητοποίησης Πόρων είναι οι Gamson, Tilly, Oberschall, McCarthy, Zald, McAdam. Θα αναφερθούμε στη συνέχεια στον Charles Tilly, γιατί μεταξύ άλλων ανατρέχει στη συγκρότηση της έννοιας των κοινωνικών κινημάτων ιστορικά και με το έργο του καλύπτει συστηματικά πολυάριθμες εκδηλώσεις ιστορικών και σύγχρονων συλλογικών δράσεων και κοινωνικών κινημάτων, από τον 18ο αι. μέχρι το πολύ πρόσφατο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα. Ταυτόχρονα ο Tilly ανοίγεται στις γενικότερες κοινωνικές συνθήκες που κινούν τη δράση των κοινωνικών κινημάτων.

32 Η ΘKΠ απορρίπτει τόσο τη θέση ότι η συλλογική δράση είναι συνέπεια δυσλειτουργιών του κοινωνικού συστήματος, όσο και τη θέση ότι τα κινήματα συγκροτούνται ως ομαδικοί ανορθολογικοί δρώντες… Yποστηρίζει ότι η παρουσία και ενεργοποίηση συλλογικών δρώντων στην κοινωνία οφείλεται σε επιδιώξεις ομάδων, οι οποίες διαμέσου συγκρούσεων εντός της πολιτικής αγοράς, επιζητούν έναν επιμερισμό των αγαθών και των υπηρεσιών ευνοϊκό γι’αυτές τις ομάδες. (Ψημίτης 2006, σελ. 96). Οι πόροι που κινητοποιούν τα κινήματα είναι για τη ΘKΠ υλικοί (εργασία, χρήμα, υποδομές, μέσα επικοινωνίας) και μη υλικοί (αφοσίωση, δέσμευση, αλληλεγγύη). Εκπρόσωποι της ΘKΠ βλέπουν την υπαρκτή διάσταση ενός εσωτερικού ανταγωνισμού μεταξύ των οργανώσεων που ενσωματώνονται στα διάφορα κινήματα για την οικειοποίηση μεγαλύτερου μέρους των διατιθέμενων στην κοινωνία και την πολιτική αγορά πόρων. Η ΘKΠ θεωρεί ότι κύριο στοιχείο της δράσης των κοινωνικών κινημάτων είναι η συμμετοχή στους θεσμικο-πολιτικούς μηχανισμούς ρύθμισης των επιμέρους κοινωνικών συμφερόντων και όχι η σύγκρουση και η αντιπαράθεση. Η κριτική που ασκείται στη ΘKΠ αφορά στην προσέγγιση που κάνει των (αντικειμενικών) κινήτρων της συλλογικής δράσης στη βάση της σχέσης κόστους-οφέλους και στην υποτίμηση της συμβολικής διάστασης της δράσης, και των υποκειμενικών διαδικασιών διαμόρφωσης και αναγνώρισης μιας συλλογικής ταυτότητας. Όπως όλες οι σύγχρονες θεωρίες, η ΘKΠ εντοπίζεται στα κοινωνικά κινήματα και δεν περιλαμβάνει ρητά στο πεδίο της τις δομικές κοινωνικές αντιφάσεις που αποδίδουν και τη σημασία της συλλογικής δράσης.

33 Charles Tilly Η προσέγγιση του Charles Tilly ανταποκρίνεται περισσότερο στις σύγχρονες προσλαμβάνουσες που έχουμε για τα κοινωνικά κινήματα , συστηματοποιώντας και θεμελιώνοντας ιστορικά την έννοια του κοινωνικού κινήματος, τις μετεξελισσόμενες στο χρόνο μορφές και τα περιεχόμενα που αυτή προσλαμβάνει. Η σύγχρονη θεωρητική παραγωγή στο χώρο των κοινωνικών κινημάτων είναι τεράστια και αφορά τόσο την ιστορικότητα της μορφής κοινωνικό κίνημα και των θεωριών της συλλογικής δράσης όσο και τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα τα οποία πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο. Πώς θα ορίσουμε, όμως, τελικά το κοινωνικό κίνημα; Ο ίδιος ο ορισμός αποτελεί αντικείμενο διαμφισβήτησης και, οπωσδήποτε , δεν είναι κοινός σε όλες τις θεωρίες. Tilly, Charles, 2004 : Social Movements 1768 – 2004, Paradigm Publishers Boulder, London, 2004

34 Ας δούμε την προσέγγιση του Charles Tilly
Ας δούμε την προσέγγιση του Charles Tilly. Όπως μας λέει ο επιφανής θεωρητικός και ιστορικός των κοινωνικών κινημάτων, «με την είσοδο του 21ου αιώνα οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αναγνωρίζουν τον όρο «κοινωνικό κίνημα» ως εγερτήριο κάλεσμα, ως αντίβαρο στην καταπιεστική εξουσία, ως έκκληση σε λαϊκή δράση ενάντια σε ένα ευρύ φάσμα από μάστιγες. Δεν ήταν πάντοτε έτσι » ( σελ.3). Ο οποιοσδήποτε μπορεί να χρησιμοποιεί τον όρο και έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει αλλά αυτή η έννοια πρέπει να θεμελιωθεί στα ιστορικά της συμφραζόμενα και να οριστεί στις πολλαπλές της διαστάσεις. Ο Tilly, λοιπόν, ορίζει το κοινωνικό κίνημα ως επινοηθείσα πολιτική μορφή στο τέλος του 18ου αιώνα . Το βιβλίο του , στο οποίο αναπτύσσει αυτές τις θέσεις έχει τίτλο « Κοινωνικά Κινήματα 1768 – 2004» και παρακολουθεί την πολλαπλασιαστική ανάπτυξη των κινημάτων από τη δεκαετία του 1760 έως και σήμερα. Μέχρι την εμβληματική δεκαετία του 1760, τα συλλογικά δικαιώματα ασκούνταν στο πλαίσιο νόμιμων αναγνωρισμένων σωμάτων όπως οι συντεχνίες , οι κοινότητες και οι θρησκευτικές σέκτες. Η διεκδίκηση αιτημάτων και οι συναθροίσεις ήταν ενταγμένες στα παραπάνω πλαίσια, έξω όμως από αυτά τα δικαιώματα της συνάθροισης, της διαδήλωσης, της μαζικής παρουσίας του πλήθους στο δημόσιο χώρο, δεν ήταν κατοχυρωμένα. Βίαιες εξεγέρσεις ξεσπούσαν από καιρού εις καιρόν ( επισιτιστικές ταραχές , αυθόρμητες συναθροίσεις, πυρπολήσεις, διαπομπεύσεις, εξεγέρσεις κατά της επιβολής φόρων κ.λ.π.) , αλλά συνήθως γνώριζαν άγρια καταστολή. Οι εκλογές στο κοινοβούλιο ήταν, επίσης, αφορμές λαϊκών επιδείξεων και ακροτήτων υποκινούμενων από τους υποψήφιους.

35 Τα κοινωνικά κινήματα, λέει ο Tilly, δεν ανακάλυψαν τις μορφές λαϊκής δημόσιας παρέμβασης αλλά μετασχημάτισαν, επεξέτειναν, τυποποίησαν και συνέθεσαν με πειθαρχημένο τρόπο υπαρκτές προηγούμενες εκφράσεις, τις οποίες κατοχύρωσαν ως συλλογικές μορφές κοινωνικής παρέμβασης ή διεκδίκησης αιτημάτων τόσο στην Ευρώπη όσο και την Αμερική. Οι δομικές αλλαγές – επέκταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αστικοποίηση, προλεταριοποίηση, ανάπτυξη του κοινοβουλευτισμού – που συνοδεύουν τον εκμοντερνισμό της κοινωνίας, οδηγούν και στο μετασχηματισμό της συλλογικής δράσης, η οποία διαφοροποιείται σταδιακά από τις αξίες αλληλεγγύης κοινοτικού και συντεχνιακού τύπου του Μεσαίωνα Τα κοινωνικά κινήματα, σύμφωνα με τον Tilly συνθέτουν τρία στοιχεία : 1. Τη διαρκή, οργανωμένη δημόσια προσπάθεια προβολής συλλογικών διεκδικήσεων προς τις αρχές ( καμπάνια ) 2. Την ενεργοποίηση συνδυασμών των παρακάτω μορφών πολιτικής δράσης : δημιουργία οργανώσεων ειδικού σκοπού και συμμαχιών, δημόσιες συναθροίσεις, επίσημες παρελάσεις, ολονυκτίες, συλλαλητήρια, διαδηλώσεις, εκστρατείες αιτημάτων , παρεμβάσεις στα δημόσια μέσα και έκδοση φυλλαδίων ( ρεπερτόριο κινημάτων ). 3. Τις συντονισμένες, δημόσιες επιδείξεις αξιοσύνης, ενότητας, μαζικότητας και δέσμευσης, από τους συμμετέχοντες .

36 Ο Tilly ανατρέχει σε τέσσερεις περιόδους (18ος, 19ος, 20ος, 21ος αιώνες) και αναφέρεται σε πλήθος κινημάτων χωρίς διαχωρισμούς (κινήματα εκδημοκρατισμού που συνοδεύουν τη Γαλλική και Αμερικάνικη Επανάσταση, δικαιώματος ψήφου, κατάργησης της δουλείας , για τη νομιμότητα των κοινωνικών κινημάτων, για την κατοχύρωση εργατικών δικαιωμάτων , κινήματα γύρω από τη Γαλλική Επανάσταση του 1848, το κίνημα των Χαρτιστών στην Αγγλία, κινήματα για τη θρησκευτική ελευθερία, για την ισότητα των δύο φύλων , για πολιτικά δικαιώματα, επίσης εργατικά, εθνικά, σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κινήματα, τα κινήματα από το 1968 και μετά στη δυτική και ανατολική Ευρώπη και τον κόσμο , τέλος τα νέα κοινωνικά κινήματα και τα σύγχρονα αντιπαγκοσμιοποιητικά). Εν κατακλείδι, ο Tilly, όπως λέει ο ίδιος, ανιχνεύοντας την ιστορία της επινοηθείσας αυτής μορφής των κοινωνικών κινημάτων , τα αντιμετωπίζει ως διακριτή μορφή διαμφισβητούμενης πολιτικής –διαμφισβητούμενης με την έννοια ότι τα κοινωνικά κινήματα εμπλέκουν τη συλλογική κατασκευή αιτημάτων, τα οποία, αν πραγματοποιούνταν, θα συγκρούονταν με τα συμφέροντα κάποιου άλλου, πολιτικής με την έννοια ότι οι κυβερνήσεις της μιας ή της άλλης μορφής, εμφανίζονται με κάποιο τρόπο στην κατασκευή των αιτημάτων, είτε σαν αιτούντες ή αποδέκτες αιτημάτων, σύμμαχοι των αποδεκτών ή διαμεσολαβητές της διαμφισβήτησης. (σελ 3)

37 Ο Tilly επισημαίνει ότι η έννοια του κινήματος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται αναδρομικά για πρόσωπα που έδρασαν ή εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα προτού η έννοια αυτή θεμελιωθεί ιστορικά. Επίσης, τα κινήματα δεν ταυτίζονται με τις οργανώσεις ή τα δίκτυα που στηρίζουν κινηματικές δράσεις ,ούτε αποτελούν ενιαία δρώντα υποκείμενα. Οι βασικοί ισχυρισμοί που διατυπώνει ο Tilly , όπως προκύπτουν από την ιστορική του έρευνα είναι οι παρακάτω: Από τις απαρχές της ύπαρξής τους, τον 18ο αι. , τα κοινωνικά κινήματα δεν προχώρησαν ως μεμονωμένες εκδηλώσεις, αλλά ως διαδραστικές εκστρατείες Τα κοινωνικά κινήματα συνδυάζουν τρία στοιχεία : πρόγραμμα, ταυτότητα («εμείς») και υπόσταση. Οι σχετικές αιχμές ποικίλουν μεταξύ κοινωνικών κινημάτων, αιτούντων μέσα στο κίνημα και χρονικών φάσεων. Ο εκδημοκρατισμός προάγει τη διαμόρφωσή του κοινωνικού κινήματος Τα κοινωνικά κινήματα διεκδικούν και επιβάλλουν τη λαϊκή κυριαρχία Τα κοινωνικά κινήματα εξαρτώνται από ένα είδος επαγγελματισμού όσον αφορά την κλίμακα, τη διάρκεια και την αποτελεσματικότητά τους. Άπαξ και ιδρυθούν σ’ ένα πολιτικό περιβάλλον, το μοντέλο τους , η επικοινωνία και η συνεργασία διευκολύνουν την υιοθέτησή τους σε άλλα συναφή περιβάλλοντα. Οι μορφές, το προσωπικό και τα αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων ποικίλουν και εξελίσσονται ιστορικά. Το κοινωνικό κίνημα, ως επινοηθείς θεσμός, θα μπορούσε να εξαφανιστεί ή να μετασχηματιστεί σε μια εντελώς διαφορετική μορφή πολιτικής.

38 H Θεωρία των Nέων Kοινωνικών Kινημάτων (ΘNKK) συγκροτείται στην Eυρώπη
H Θεωρία των Nέων Kοινωνικών Kινημάτων (ΘNKK) συγκροτείται στην Eυρώπη. Σημαντικοί εκπρόσωποι της νέας θεωρητικής προοπτικής, έστω και με διαφορές μεταξύ τους, όπως λέει ο M. Ψημίτης, είναι οι Melucci, Touraine, Habermas και Offe, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι επικεντρώνουν το έργο τους περισσότερο στην ανάλυση των νέων κοινωνικών κινημάτων, ενώ οι δεύτεροι, εκκινώντας από θεωρητικές αφετηρίες που εν μέρει συγγενεύουν με τον μαρξισμό, αναλύουν περισσότερο τις καινούργιες δομικές συνθήκες από τις οποίες διαμορφώνονται τα νέα κοινωνικά κινήματα. (Ψημίτης, 2006, σελ. 112). Αργότερα σ’αυτή τη θεωρητική προοπτική εγγράφονται οι Eder, Diani, Kriesi και η Della Porta. Jürgen Habermas H προσέγγιση των νέων κοινωνικών κινημάτων από τον Jürgen Habermas εντάσσεται στο σύνθετο φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό πλαίσιο των θεωριών του. Η συγκεκριμένη παρουσίαση αντλεί από τις συνεντεύξεις που περιλαμβάνονται στο βιβλίο Aυτονομία και Aλληλεγγύη (1986).

39 Βασικά σημεία της θεώρησής του:
1. …Στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης και μιας ανεξέλεγκτης πολιτικά διαδικασίας συσσώρευσης, η μερική διοικητική και οικονομική ορθολογικότητα που είναι λειτουργική σε ένα τέτοιο οικονομικό σύστημα εισχωρεί βαθμιαία και αναδομεί όλο και ευρύτερες σφαίρες της ζωής που θα μπορούσαν από μόνες τους να αναπτύξουν εντελώς διαφορετικές μορφές ορθολογικότητας – δηλαδή, πρακτικά και ηθικά μέσα, δημοκρατικές και συμμετοχικές διαδικασίες σχηματισμού μιας συλλογικής θέλησης. Μ’άλλα λόγια, σήμερα υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για τύπους σχέσεων όπου θα μπορεί να εκφράζεται περισσότερη υποκειμενικότητα και περισσότερο συναίσθημα, όπου θα λαμβάνεται περισσότερο σοβαρά η συναισθηματική συμπεριφορά. (Xάμπερμας 1987, σελ. 28,29). 2. O Habermas βλέπει τα περιεχόμενα αμφισβήτησης που αναδεικνύουν τα κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας της 10ετίας του ’80 στη Δυτική Γερμανία ετερογενή (αντιπυρηνικό κίνημα, επιτροπές γειτονιάς, εκπαίδευση). Το κοινό τους σημείο είναι ότι αποκαλύπτουν μια αυξανόμενη ευαισθησία απέναντι στις δευτερεύουσες δυσλειτουργίες της καπιταλιστικής ανάπτυξης και μια ετοιμότητα να αντιδράσουν σ’ αυτές. Βεβαίως σήμερα οι φερόμενες ως δευτερεύουσες δυσλειτουργίες έχουν καταστεί πρωτεύουσες ( κλιματική αλλαγή). Ο καπιταλισμός εκσυγχρονιζόμενος διεισδύει σε σφαίρες παραδοσιακά προστατευμένες από τον ανταγωνισμό, την εργαλειοποίηση της ύπαρξης, την επιδίωξη του κέρδους. Τα ρεύματα που αμφισβητούν αυτή την εξέλιξη διευρύνουν τα κλασικά περιεχόμενα του μαρξισμού παρ’όλο που περιλαμβάνουν και εργάτες. Στην κινητοποίηση κατά των πυρηνικών εργοστασίων συναντήθηκαν συντηρητικοί αγρότες και διανοούμενα επαγγέλματα με αριστερούς φοιτητές και νέους εργάτες, κληρονόμους του 1968. Το γυναικείο κίνημα διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα, γιατί ξεπηδά από ένα θεμελιώδες, όχι συγκυριακό πρόβλημα: τα άνισα δικαιώματα και αποτέλεσε μέρος του παραδοσιακού αστικού αλλά και του σοσιαλιστικού κινήματος χειραφέτησης.

40 3. …Σήμερα παρατηρούμε και νιώθουμε και υποφέρουμε από μια “υπερδιάχυση”, από το ότι το σύστημα καταπατεί περιοχές που δεν συνδέονται πια καθόλου με την υλική αναπαραγωγή. Αυτές οι περιοχές της πολιτιστικής παράδοσης – κοινωνική ενσωμάτωση μέσω αξιών και κανόνων, εκπαίδευση, κοινωνικοποίηση των ερχόμενων γενεών – είναι μολαταύτα συνδεδεμένες – για να μιλήσουμε οντολογικά – από την ίδια τους τη φύση μέσω της επικοινωνιακής δράσης. Όταν τα καθοδηγητικά μέσα όπως το χρήμα και η εξουσία διεισδύουν σ’αυτές τις περιοχές, επανακαθορίζοντας για παράδειγμα τις σχέσεις σύμφωνα με όρους κατανάλωσης ή γραφειοκρατικοποιώντας τις συνθήκες ζωής, τότε έχουμε κάτι περισσότερο από μια επίθεση εναντίον των παραδόσεων. Τα θεμέλια ενός ήδη εξορθολογισμένου βιόκοσμου δέχονται επίθεση. Αυτό που διακυβεύεται είναι η συμβολική αναπαραγωγή του ίδιου του βιόκοσμου. (Xάμπερμας 1986, σελ. 68). 4. …Oι κλασικές συγκρούσεις μεταξύ αγροτών, προλεταριάτου και αστικής τάξης αντικατοπτρίζουν επίσης μια αμυντική αντίδραση απέναντι στην καταστροφή που προκλήθηκε από τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό… Tο μόνο πράγμα που λείπει απ’αυτήν την εικόνα είναι ο μετασχηματισμός του ίδιου του βιόκοσμου. Ο Marx δεν μπόρεσε να κάνει διάκριση μεταξύ των παραδοσιακών βιόκοσμων, που εξαλείφονται μέσω των διαδικασιών εκσυγχρονισμού, και της δομικής διαφοροποίησης των μορφών ζωής που απειλούνται σήμερα στην ίδια την επικοινωνιακή τους υποδομή. Το αποτέλεσμα του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού είναι η εμφάνιση αναστατώσεων που συνεπάγονται την καταστροφή των παραδοσιακών μορφών ζωής. Όπου εμφανίζονται σύγχρονες κοινωνίες, αυτή η κατάρρευση είναι πάντα αναπόφευκτη. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να την προωθούμε σκόπιμα ή να τη θεωρούμε παραδεκτή από ηθική άποψη. (Xάμπερμας 1986, σελ. 75).

41 5. Aπό τη σκοπιά του Habermas το σύστημα του εκδημοκρατισμού έχει νόημα όχι για λόγους βελτίωσης της απόδοσης της οικονομίας, όσο για ν’αλλάξουν οι δομές της εξουσίας και να τεθούν σε κίνηση τρόποι καθορισμού συλλογικών σκοπών που περιορίζονται ή θα έπαιρναν λανθασμένη τροπή από καθαρά διοικητικές ή προσανατολισμένες στην εξουσία αποφάσεις. Την κριτική στις σχέσεις εξουσίας δεν πρέπει να την περιορίσουμε στους θεσμούς, δηλαδή στην πολιτική και κοινωνική εξουσία: πρέπει να την επεκτείνουμε στις περιοχές της ζωής, όπου η εξουσία βρίσκεται κρυμένη πίσω από τη φιλική εύνοια της πολιτιστικής οικειότητας.

42 Alberto Melucci 1. H νεωτερική κοινωνία, λέει ο Melucci, είναι σε θέση ν’ αντιληφθεί τον εαυτό της με όρους καθαρά κοινωνικούς. Η επιβίωση του είδους και του πλανήτη δεν επαφίεται πλέον στους αναπόφευκτους νόμους της φύσης ή στην αναγκαία πορεία της ιστορίας. Δεν υπάρχουν μυθικές ή θεϊκές δυνάμεις, ένα αλλού στο οποίο εκβάλλουμε τις υποθέσεις μας. Αυτή η αμείλικτη προσέγγιση του Melucci μας επιτρέπει να επανατοποθετήσουμε και τη δράση των κοινωνικών κινημάτων σ’ ένα επίπεδο διαπλαστικό της κοινωνικής εξέλιξης. Ιδιαίτερα τα αστικά κοινωνικά κινήματα, αν και συνήθως έχουν αφετηρία το τοπικό, διαπλέκονται τουλάχιστον με το οικολογικό πρόβλημα και εκτινάσσονται στο ευρύτερο περιβάλλον θεμελιωδών κοινωνικών διακυβευμάτων. Ο κάτοικος παραδείγματος χάριν της συνοικίας μιας χώρας Χ, που εμποδίζει να γίνει ένας αυτοκινητόδρομος, τοποθετείται ταυτοχρόνως απέναντι στο ενεργειακό πρόβλημα, την περιβαλλοντική ρύπανση, τη δημόσια υγεία, τις προϋποθέσεις διανθρώπινης επικοινωνίας και ούτω καθεξής.

43 2. Aνατέμνοντας τις μορφές της σύγχρονης εμπειρίας, ο Melucci διαπιστώνει ότι αυτή είναι πλέον σε όλες σχεδόν τις μορφές της διαμεσολαβημένη. Κάθε άτομο γίνεται δυνάμει πομπός και δέκτης μιας μεσολαβημένης επικοινωνίας, πράγμα που σημαίνει μετασχηματισμό του παρεμβατικού ρόλου της εξουσίας από ρόλο περιορισμού της πληροφορίας σε ρόλο ελέγχου του τρόπου με τον οποίο παράγεται και λαμβάνεται το νόημα της ίδιας της επικοινωνίας. Η αντίθεση και η αντίσταση σ’αυτή την πραγματικότητα παίρνουν τη μορφή των challenging codes, όπως τους ονομάζει ο Melucci (αμφισβητώ τους κώδικες και κώδικες που αμφισβητούν). Τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα είναι μορφές δράσης ικανές να εντοπισθούν σε αυτό το επίπεδο της αμφισβήτησης· με την ύπαρξή τους προτείνουν τη δυνατότητα ενός διαφορετικού νοήματος και αναγκάζουν την κοινωνία να συζητήσει για τους σκοπούς και τις αξίες της συμβίωσης. (Mελούτσι 2000, σελ. 253). 3. Tο άνοιγμα μεγάλων δημόσιων δημοκρατικών χώρων παραμένει ένας σπουδαίος στόχος της εποχής μας. Γιατί μπορεί η μιντιακή δημοκρατία να καθιστά δημόσιο μεγάλο όγκο της πληροφορίας, το πρόβλημα, όμως, είναι να καταστεί δημόσια η συζήτηση για το νόημα, για το τί σημαίνει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος. Εδώ υπεισέρχεται κατά τον Melucci ο ρόλος των ενεργών μειονοτήτων. (Mελούτσι 2000, σελ. 261).

44 4. Θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνικής παρουσίασης του κοινωνικού κινήματος είναι η έννοια της συλλογικής ταυτότητας. Ανατέμνοντας τη διαδικασία εξατομίκευσης της κοινωνικής δράσης ο Melucci διαβλέπει δύο όψεις του φαινομένου: το γεγονός ότι η ατομική εμπειρία γίνεται ο προνομιακός χώρος της κοινωνικής δράσης, τόσο ως χώρος του ελέγχου και της χειραγώγησης, όσο και ως δυναμική προοπτική αυτονομίας και αυτοπραγμάτωσης. (Mελούτσι 2000, σελ. 85). H διαδικασία εξατομίκευσης δεν άρχισε χθες, όμως στο παρελθόν δεν έφτασε ποτέ σε επίπεδο μαζικής διάδοσης (ως δυνητική) και περιορίστηκε πάντοτε σε μικρές ελίτ ((Mελούτσι 2000, σελ. 103). O Melucci μιλά για κρίση της νεωτερικής σύλληψης του συλλογικού υποκειμένου. Ο συνήθης τρόπος με τον οποίο αναπαραστάθηκαν τα κοινωνικά κινήματα στη σύγχρονη εποχή ως επικά πρόσωπα που παίζουν τον ρόλο τους στη σκηνή της ιστορίας διαφοροποιείται. Σήμερα, το συλλογικό υποκείμενο δεν προσδιορίζεται πλέον από εξωτερικούς περιέκτες αλλά είναι ευρέως εξαρτημένο από τις επιλογές που πραγματοποιεί. Αυτό το καθιστά εξαιρετικά ευάλωτο και μας αναγκάζει να εστιάσουμε την προσοχή σε ένα θέμα ηθικής και ίσως ακόμη πνευματικής φύσης. Πράγματι, η κατασκευή μιας συλλογικής ταυτότητας γίνεται αποστολή που τοποθετείται σε επίπεδο διαφορετικό από εκείνο της αποτελεσματικής δράσης, αποστολή που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μονάχα στο οριζόντιο επίπεδο αθροίζοντας τα άτομα και τις ομάδες γύρω από συμφέροντα ή από σκοπούς εργαλειακής φύσης. Για να διαρκέσουν, οι αιτίες της συνύπαρξης και της συλλογικής δράσης πρέπει να ευρεθούν και να οικοδομηθούν στο εσωτερικό της κουλτούρας και δεν εξασφαλίζονται από μια κοινή κατάσταση ή από τη σύγκλιση των συμφερόντων. Μόνο η αναφορά σε αξίες ή ιδανικά που επιλέχθηκαν από κοινού δίνει ζωή σε ένα συλλογικό υποκείμενο. (Mελούτσι 2000, σελ. 104).

45 Alain Touraine Mε σημαντική παρουσία στο χώρο της θεωρίας των κοινωνικών κινημάτων, ήδη από τη 10ετία του ’60, ο Alain Touraine παρακολουθεί τον μετασχηματισμό των κοινωνικών συγκρούσεων στη μετάβαση από τη “βιομηχανική” στην “προγραμματισμένη”, όπως την ονομάζει κοινωνία, “όπου η μαζική παραγωγή και διάδοση των πολιτισμικών αγαθών κατέχουν την κεντρική θέση που κατείχαν τα υλικά αγαθά στη βιομηχανική κοινωνία” (Ψημίτης 2006, σελ. 130). Με τον όρο προγραμματισμένη κοινωνία περιγράφει τον μετασχηματισμό της σύγχρονης εξουσίας σε “εξουσία διαχείρισης”, που συνίσταται στο “να προβλέπει και να μετασχηματίζει τις γνώμες, τις στάσεις, τις συμπεριφορές, να διαμορφώνει την προσωπικότητα και την κουλτούρα, να εισέρχεται λοιπόν απευθείας στον κόσμο των «αξιών» αντί να περιορίζεται στο πεδίο της ωφέλειας”. (Ψημίτης 2006, σελ. 131). Η έννοια του πολιτισμικού πεδίου καθίσταται καθοριστική στη σύλληψη των συγκρούσεων και στην κατανόηση του πεδίου δράσης των κοινωνικών κινημάτων, τα οποία δρουν μεν εντός του κοινού πολιτισμικού πεδίου της εποχής τους, ανατρέποντας, όμως, την εγκατεστημένη ευταξία και επιδιώκοντας την πολιτισμική ανανέωση. Ο Ψημίτης συμπυκνώνει τη θέση του Touraine που απορρέει από τα προηγούμενα: Ένα κοινωνικό κίνημα είναι συγχρόνως κοινωνική σύγκρουση και πολιτισμικό σχέδιο που δεν περιορίζεται σε προτάσεις βελτίωσης της υπάρχουσας κοινωνίας, αλλά επινοεί μια άλλη κοινωνία με διαφορετικές αρχές οργάνωσης.

46 Oι απαραίτητες προϋποθέσεις για ν’ αναπτύξει αγώνα ένα κοινωνικό κίνημα: α) ο αγώνας πρέπει να διεξάγεται στο όνομα ενός πληθυσμού που τον αφορά· β) ο αγώνας πρέπει να είναι οργανωμένος και όχι απλώς να υπάρχει στο επίπεδο της γνώμης· γ) το κίνημα οφείλει να μάχεται έναν αντίπαλο που εκπροσωπείται από μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, ακόμα και όταν ως αντίπαλος ορίζεται αφηρημένα ο καπιταλισμός ή το κράτος· και δ) η σύγκρουση με τον αντίπαλο δεν πρέπει να είναι εξειδικευμένη (χαρακτηριστικό της δράσης των ομάδων πίεσης), αλλά να αφορά σε ένα πρόβλημα που απασχολεί το σύνολο της κοινωνίας. (Ψημίτης 2006, σελ. 135). Από τα νέου τύπου αιτήματα προκύπτουν και τα νέου τύπου κινήματα που αναζητούν τη διαμόρφωση διαφορετικού τύπου συλλογικών ταυτοτήτων. Παλαιότερα το νόημα της συλλογικής δράσης απέρρεε από το βαθμό συμφωνίας της ή διαφωνίας της με ορισμένες “ανώτερες” αρχές λειτουργίας και κοινωνίας ( ο Θεός, ο Ορθός Λόγος, η Ιστορία, η Ολότητα) Οι σύγχρονες συλλογικές δράσεις εξετάζονται πλέον μονάχα με βάση το κριτήριο του αν συμβάλλουν στην αποδιάρθρωση ή στην αναδιάρθρωση της κατακερματισμένης ανθρώπινης εμπειρίας. (Ψημίτης 2006, σελ. 140).

47 Ο Touraine ασκώντας κριτική τόσο στην άκρα, όπως την ονομάζει, αριστερά, συγκαταλέγοντας σ’αυτή όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις πέραν των σοσιαλιστικών κομμάτων, όσο και στο παραδοσιακό εργατικό κίνημα, έχει στην πραγματικότητα οριοθετήσει το πεδίο δράσης των κοινωνικών κινημάτων εντός των συστημικών πλαισίων, με κριτικό πάντα τρόπο. Απορρίπτοντας τις μορφές της διαμαρτυρίας και της καταγγελίας, αναζητώντας τον θετικό λόγο, βρέθηκε στην αντιπέρα όχθη των μεγάλων απεργιών του Δεκέμβρη του 1995 στη Γαλλία, πράγμα που έκανε τον Pierre Bourdieu να τον συμπεριλάβει στους διανοούμενους εκείνους που εγκαταλείποντας τον χώρο της κριτικής αντεξουσίας έχουν εγκατασταθεί στο χώρο των MMΕ. O Touraine δεν απορρίπτει όλα τα κινήματα κλασικού τύπου, όπως τα ονομάζει, αναφερόμενος π.χ. θετικά στο κίνημα των φορτηγατζήδων στη Γαλλία. Θεωρεί όμως ότι από την αρχή της δεκαετίας του ’80 τα κινήματα που άγγιξαν εντονότερα την κοινή γνώμη με το περιεχόμενό τους, και όχι μόνο εξαιτίας του περίγυρού τους, ήταν συνήθως κινήματα που δημιουργήθηκαν για την υπεράσπιση πολιτιστικών δικαιωμάτων. Αναφέρεται στο κίνημα των “beurs” (των Γάλλων με αραβικές ρίζες), στη δράση των οργανωμένων αντιρατσιστών, στα κινήματα ομοφυλοφίλων και στα κινήματα των “χωρίς”: χωρίς στέγη, χωρίς εργασία, χωρίς “χαρτιά”.

48 Τί σημαίνει αυτή η εξέλιξη; Φυσικά όχι ότι τα προβλήματα εργασίας και μισθών έχασαν τη σημασία τους, αλλά ότι η διαμόρφωση κοινωνικών υποκειμένων και άρα και η αναγέννηση της πολιτικής ζωής, περνά συνήθως από τη διεκδίκηση πολιτιστικών δικαιωμάτων, καθώς και ότι αυτή η μορφή πάλης είναι που αξίζει την ονομασία “κοινωνικό κίνημα” περισσότερο από τα κινήματα που στρέφονται ευθέως κατά της φιλελεύθερης λογικής· είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει κοινωνικό κίνημα αν μια άρνηση δεν συνοδεύεται από μια κατάφαση… Για να διαμορφωθεί ένα κίνημα, δεν αρκεί να αντιτίθεται σε μια κυριαρχία· πρέπει οι διεκδικήσεις να γίνονται στο όνομα ενός θετικού στοιχείου. Πρέπει τέλος ο αγώνας να μη στρέφεται μόνο κατά της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, αλλά να διεξάγεται στο όνομα αξιών, που η κοινωνία στο σύνολό της θεωρεί κεντρικής σημασίας. (Tουραίν 1999, σελ. 75, 76). Mέσα από την αμφιλεγόμενη οριοθέτηση του περιεχομενικού, αξιακού και εναλλακτικού πεδίου δράσης των κοινωνικών κινημάτων, ο Touraine αξιολογεί θετικά αυτό που πράγματι συμβαίνει σε πολλά σύγχρονα κινήματα: την εγγραφή τους στο πεδίο της επίκλησης της ιδέας των δικαιωμάτων· τα δικαιώματα του ανθρώπου, όπως ορίστηκαν το 1789, αλλά επίσης, με πιο απτό τρόπο, το δικαίωμα στην εργασία, την κατοικία, την ασφάλεια. Η διεκδίκηση δικαιωμάτων, όπως είναι κατανοητό από όλους, αποτελεί μια δημοκρατική μεθόδευση, που βρίσκεται στους αντίποδες της βούλησης “κατάληψης της εξουσίας” ή πλήρους ρήξης με τους θεσμούς. (Tουραίν 1999, σελ. 99). Με βάση αυτές τις προσεγγίσεις, ο Touraine επαναπροσδιορίζει τη σύγχρονη ιδιότητα του πολίτη, στο πλαίσιο ενός συλλογικού σώματος, που θέτει ως κύριο στόχο την ενδυνάμωση των δικαιωμάτων του καθενός και όχι την υποταγή τους σε μια ενότητα και σε ένα εθνικό συμφέρον παντοδύναμα και μη ανεκτικά.

49 Pierre Bourdieu: Λόγοι Δράσης Για ένα Eυρωπαϊκό Kοινωνικό Kίνημα
Στις 3, 4 και 5 Mαΐου 2001, ο Γάλλος κοινωνιολόγος Pierre Bourdieu, μία από τις πιο έγκυρες μορφές κριτικής σκέψης, ένας από τους πιο πολυμεταφρασμένους επιστήμονες στον κόσμο, η τελευταία μορφή μεγάλου διανοούμενου του 20ού αι., όπως έγραφε η Le Monde, βρισκόταν στην Eλλάδα μαζί με μέλη της ομάδας του για να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους αναφορικά με τους όρους και τα μέσα για την υλοποίηση ενός Eυρωπαϊκού Kοινωνικού Kινήματος. Είχε υπάρξει ήδη το Σιάτλ, με τις μεγάλες κινητοποιήσεις κατά της Συνόδου του Παγκόσμιου Oργανισμού Eμπορίου, αλλά η αντί G8 Γένοβα θα συνέβαινε λίγους μήνες μετά, τον Iούλιο του 2001.

50 O Pierre Bourdieu που πέθανε τον Iανουάριο του 2002, χωρίς να δει τη μεγάλη πρόοδο του πολιτικού του σχεδίου, ενσάρκωνε ένα νέο ρόλο διανοούμενου, τον ρόλο του αφυπνιστή, του εμψυχωτή… που συμβάλλει στην αποθεμελίωση του επίσημου καταμερισμού της πνευματικής εργασίας των διανοουμένων, κυρίως μεταξύ του “σόου” και της “τεχνικής”, μεταξύ του αμύητου και του συχνά φενακισμένου ειδικού. Ο νέος αυτός ρόλος προϋποθέτει πως ο κοινωνιολόγος, υιοθετώντας εξ ορισμού ένα ρεαλιστικό τρόπο θεώρησης του κοινωνικού κόσμου, επιχειρεί να περιγράψει, να εξηγήσει, να κατανοήσει αυτό που οι άνθρωποι είναι και κάνουν, όχι υπό τους όρους της διακριτικής ουδετερότητας, αλλά στη βάση της αρχής πως τα διανοητικά και ηθικά διακυβεύματα είναι εγγενή στο αντικείμενό του. Ακριβώς γι’ αυτό ο Πιέρ Mπουρντιέ θεωρεί τη στρατευμένη επιστημοσύνη απολύτως αδιαχώριστη με την επιστημονική αναστοχαστικότητα. ([επιμ.] Παναγιωτόπουλος 2003, σελ. 36). Ένας σπουδαίος κοινωνιολόγος, λοιπόν, λειτουργεί διπλά: παράγει κοινωνική επιστημονική γνώση που αποδίδει στα κινήματα και μετέχει ο ίδιος σ’αυτά, αναλαμβάνοντας έμπρακτα τον ρόλο του κριτικού διανοούμενου καθώς, όπως έχει δηλώσει, δεν υπάρχει πραγματική δημοκρατία χωρίς αληθινή κριτική αντι-εξουσία. Eίναι η ίδια η διανοητική εργασία, που είναι κριτική, λέει. Ή είμαστε κριτικοί ή δεν είμαστε διανοούμενοι… H λειτουργία του κριτικού διανοούμενου είναι απομυθοποιητική, καταστρέφει μυθολογίες και εικονικές παραστάσεις, αναλύει τους μηχανισμούς που τις παράγουν, τις διαδίδουν και τις επιβάλλουν. Με αυτόν τον τρόπο συμβάλλει αποφασιστικά στην απελευθέρωση. ([επιμ.] Παναγιωτόπουλος 2003, σελ. 487).

51 Στην παρέμβασή του (17/1/1998), στη διάρκεια της κατάληψης της Aνώτατης Πρότυπης Σχολής (ENS) στο Παρίσι από τους ανέργους, ο Bourdieu μιλά για ένα “κοινωνικό θαύμα”, ορίζοντας από τη σκοπιά του την πρώτη και θεμελιώδη αξία κάθε κινήματος: την ίδια την ύπαρξή του. Μέσω αυτής της ύπαρξης αναδύονται από την αφάνεια, την απομόνωση, τη σιωπή, με δυό λόγια από την ανυπαρξία, τα εκάστοτε κοινωνικά υποκείμενα – στην περίπτωση της Γαλλίας του 1998, οι άνεργοι. Ορίζοντας ως ακμή της νεοφιλελεύθερης επίθεσης την ανεργία, ο Bourdieu θέτει δύο σημεία σημαντικά της φυσιογνωμίας του νέου αυτού κινήματος: τη σύνδεσή του με τους (επισφαλώς) εργαζόμενους, από τη μιά, και τους ανέργους ολόκληρης της Eυρώπης, από την άλλη. Το κίνημα των ανέργων αφορά στην ανανέωση του παραδοσιακού εργατικού κινήματος, που ο Bourdieu δεν έχει εγκαταλείψει, στο όνομα των νέων κινημάτων τα οποία, επίσης, υποστηρίζει ένθερμα. Θεωρώντας τον νεοφιλελευθερισμό “(υπό υλοποίηση) ουτοπία μιας εκμετάλλευσης χωρίς όρια”, αναζητεί ταυτόχρονα τη θεωρητική παρέμβαση και την ανανέωση της δράσης για την ανάπτυξη ενός πολύμορφου, πολυσχιδούς Eυρωπαϊκού Kοινωνικού Kινήματος, που συντίθεται από τα επιμέρους κινήματα αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη επίθεση. Το σχέδιό του θα λάβει σάρκα και οστά μέσα στο ευρωπαϊκό, διεθνές “κίνημα των κινημάτων”, που συγκεντρώνει στους κόλπους του μικρές και μεγάλες, παλιές και νέες οργανώσεις, οι οποίες αναπτύσσουν δίκτυα επικοινωνίας και κοινών δράσεων καθώς και δεσμούς αλληλεγγύης, παγκόσμια.

52 Ας δούμε ορισμένες βασικές αρχές της προσέγγισης που κάνει ο Bourdieu, τόσο στο περιεχόμενο, όσο και τις μορφές των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων. Tα κινήματα οικοδομούνται στο έδαφος της κοινωνικής κατεδάφισης που πραγματοποιείται μέσα από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Στην παρέμβασή του που πραγματοποιήθηκε στο σταθμό της Λυών, στη διάρκεια των απεργιών του Δεκεμβρίου 1995, ο Pierre Bourdieu πήρε τον λόγο εκ μέρους των διανοουμένων που δήλωσαν αλληλέγγυοι στο απεργιακό κίνημα στο πλευρό των αντιπροσώπων των συνδικάτων (κυρίως το SUD) και των σωματείων (ACI, Droits Devants κ.ά.). Eίπε τα εξής: Eίμαι εδώ για να εκφράσω την υποστήριξή μας σε όλους εκείνους που αγωνίζονται εδώ και τρεις εβδομάδες ενάντια στην καταστροφή ενός πολιτισμού που έχει συνδεθεί με την ύπαρξη του δημοσίου, της δημοκρατικής ισότητας των δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων στην παιδεία, στην υγεία, στον πολιτισμό, στην έρευνα, στην τέχνη και, υπεράνω όλων, στην εργασία. (Bourdieu, 1997, σελ. 42). Άλλωστε όπως έχει σε άλλη ευκαιρία δηλώσει: H δημόσια υπηρεσία, οι δημόσιες μεταφορές, το δημόσιο νοσοκομείο, το δημόσιο σχολείο κ.τ.λ., όλα αυτά είναι ένας πολιτισμός, εντελώς εξαιρετικός που οικοδομήθηκε δύσκολα. Για να επινοήσουμε την ιδέα του “δημόσιου”, σε αντίθεση προς το “ιδιωτικό” χρειάστηκαν γενιές νομικών, φιλοσόφων. Τώρα όλ’αυτά καταργούνται σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Tα κινήματα ανθίστανται στην πολιτική της αποπολιτικοποίησης, δηλ. στην πολιτική που αντλεί ασύστολα από το λεξιλόγιο της ελευθερίας, του φιλελευθερισμού, της απελευθέρωσης και της απορρύθμισης, έχοντας στόχο να προσδώσει μια επίφαση μοιραίας επικυριαρχίας στους οικονομικούς καταναγκασμούς, τους οποίους δεν υποβάλλει σε κανέναν απολύτως έλεγχο. Tα κινήματα για ν’αποκαταστήσουν την πολιτική χρειάζεται να αναζητούν σημεία εφαρμογής της πέρα από τα όρια του εθνικού κράτους.

53 Tα κοινωνικά κινήματα παρά τις διαφορετικές προελεύσεις τους έχουν πολλά κοινά γνωρίσματα και συγγένειες: -Aρνούνται παραδοσιακές μορφές κινητοποίησης, ειδικά αυτές που διαιωνίζουν την παράδοση των κομμάτων σοβιετικού τύπου, έχουν την τάση να αποκλείουν την κάθε είδους μονοπώληση από οποιαδήποτε μειοψηφία και να ευνοούν την άμεση συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων. Υιοθετούν μορφές αυτοδιαχειριστικής οργάνωσης και αμφισβητούν το μονοπώλιο της πολιτικής παρέμβασης από τα κόμματα. -Eπινοούν ή επαναανακαλύπτουν πρωτότυπες μορφές δράσης, εξοπλισμένες με ισχυρό συμβολικό περιεχόμενο. Προσανατολίζονται προς επακριβείς, συγκεκριμένους στόχους για την κοινωνική ζωή (στέγαση, απασχόληση, υγεία, έκδοση πιστοποιητικών κ.λπ.). Eπιδιώκουν άμεσες πρακτικές λύσεις και συγκεκριμενοποιούν κάθε φορά τις αρνήσεις και τις προτάσεις τους μέσα από παραδειγματικές δράσεις, οι οποίες απαιτούν ισχυρή προσωπική στράτευση. Xρησιμοποιούν με τρόπο αποδοτικό για τους σκοπούς τους τα μέσα καθώς και τη στήριξη παραδοσιακών οργανώσεων (κόμματα, συνδικάτα) ή μειοψηφιών αυτών των οργανώσεων. -Aρνούνται τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. -Xαρακτηρίζονται από το διεθνές ή διεθνικό σε διαφορετικούς βαθμούς χαρακτήρα τους. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα ορατό στο κίνημα των ανέργων ή στο κίνημα που διευθύνει η Συνομοσπονδία Aγροτών και ο José Bove, όπου υπάρχει το αίσθημα και η βούληση να προστατευτούν οι Γάλλοι μικροί αγρότες αλλά και οι ακτήμονες αγρότες της Λατινικής Aμερικής. -Προτάσσουν την αλληλεγγύη, που αποτελεί τη σιωπηρή αρχή των περισσότερων αγώνων τους και κάνουν το παν για να την επιτύχουν τόσο μέσα από τη δράση τους (συνυπολογίζοντας όλους τους “χωρίς”) όσο και μέσα από την οργανωτική μορφή που υιοθετούν.

54 Παράλληλα με τις θέσεις του για σύγχρονα (νέα) κινήματα, ο Bourdieu επιδιώκει έναν ανανεωμένο συνδικαλισμό, ο οποίος θα συνεργαστεί μαζί τους, για την ολοκληρωμένη συγκρότηση ενός Eυρωπαϊκού Kοινωνικού Kινήματος, το οποίο δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό αν δεν συγκεντρώνει τρεις συνισταμένες, τη συνισταμένη “συνδικαλισμός”, τη συνισταμένη “κοινωνικό κίνημα” και τη συνισταμένη “ερευνητές”, με την προϋπόθεση βέβαια ότι τις ενοποιεί και δεν τις συμπαραθέτει απλά… Aνάμεσα στα κοινωνικά κινήματα και στα συνδικάτα σε όλες τις χώρες της Eυρώπης υπάρχουν βαθύτατες διαφορές… Tα κοινωνικά κινήματα αναζωπύρωσαν ορισμένους πολιτικούς στόχους που τα συνδικάτα και τα κόμματα είχαν εγκαταλείψει, λησμονήσει ή απωθήσει. Ταυτόχρονα, τα κοινωνικά κινήματα κόμισαν μεθόδους δράσης, τις οποίες τα συνδικάτα έχουν επίσης λησμονήσει, αγνοήσει ή απωθήσει. Και ειδικότερα κόμισαν μεθόδους προσωπικής δράσης… οι δράσεις που αναλαμβάνουν τα κοινωνικά κινήματα προσφεύγουν στη συμβολική αποτελεσματικότητα… που εξαρτάται, όχι αποκλειστικά αλλά εν μέρει από την προσωπική δέσμευση εκείνων που εκδηλώνονται, μια προσωπική δέσμευση που είναι επίσης δέσμευση σωματική. Πρέπει να πάρουμε ρίσκα. Δεν αρκεί να κάνουμε παρελάσεις α λα μπρατσέτα, όπως κατά παράδοση συνηθίζουν οι συνδικαλιστές την Πρωτομαγιά. Πρέπει να προβούμε σε δράσεις, σε καταλήψεις οικημάτων κ.λπ. Kάτι που απαιτεί τόσο φαντασία όσο και θάρρος. ([επιμ.] Παναγιωτόπουλος 2003, σελ. 274). Ο Bourdieu είναι απόλυτα ανοιχτός στον ριζοσπαστισμό των κοινωνικών κινημάτων, όπως ριζοσπαστική είναι και η κοινωνιολογική του σκέψη. Από τη σκοπιά του μπορούμε να θυμηθούμε τον Mαξ Bέμπερ, όπως μας προτρέπει ο Παναγιωτόπουλος, που τονίζει πως όλη η ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει ότι δεν θα είχαμε ποτέ επιτύχει το δυνατό αν μέσα στον κόσμο δεν επιτιθέμεθα ακατάπαυστα στο αδύνατο. ([επιμ.] Παναγιωτόπουλος 2003, σελ. 41).

55 Έχει ενδιαφέρον να δούμε, ολοκληρώνοντας την παρουσίαση των απόψεων του Bourdieu, πως το “κίνημα των κινημάτων” κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, του οποίου προπομπός υπήρξε η σύλληψη του Bourdieu για ένα Eυρωπαϊκό Kοινωνικό Kίνημα, έφτασε να συνθέτει τα επιμέρους κινήματα. Σύμφωνα με την έρευνα της Donatella della Porta, βασισμένη σε στοιχεία του κινήματος τον Iούλιο του 2001 στις αντί G8 διαδηλώσεις και άλλες εκδηλώσεις στη Γένοβα, η “αυτοσύλληψη” του κινήματος περιέχει έναν συνδυασμό ανάμεσα σε κοινωνική ετερογένεια, οργανωτική δικτυακότητα και επιλογή θεμάτων (όπως η “κοινωνική δικαιοσύνη”) που “συγκολλούν” εντός του κινήματος τις επιμέρους συλλογικές ταυτότητες. Αυτή η συγκόλληση… δείχνει, μάλλον, πως σε μια διαρκή διεργασία (και συνεργασία) διασύνδεσης των ξεχωριστών ταυτοτήτων, προκύπτει μια ευρύτερη και πιο σύνθετη ταυτότητα, που εξαρτάται από το γεγονός ότι ψήγματα από διαφορετικές κουλτούρες συντίθενται σε έναν λόγο πιο συνολικό, που χρησιμοποιεί την ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης ως βασικό στοιχείο διασύνδεσης μεταξύ των επιμέρους ταυτοτήτων, ενώ συγχρόνως διατηρεί ευρέα περιθώρια αυτόνομης επεξεργασίας. (Ψημίτης 2006, σελ. 246). 71% των ακτιβιστών, σύμφωνα με την έρευνα της Della Porta ταυτίζονται με το κίνημα στην ολότητά του, 56,6% με έναν τομέα του κινήματος και 44% με μια από τις οργανώσεις που το συναποτελούν.

56 Αντι-παγκοσμιοποιητικές διαδηλώσεις σε ευρωπαϊκές πόλεις
Σεβίλλη , 2002 Γένοβα , 2001 Βρυξέλλες , 2001 Φλωρεντία , 2002 Αντι-παγκοσμιοποιητικές διαδηλώσεις σε ευρωπαϊκές πόλεις

57 Αντι-παγκοσμιοποιητικές διαδηλώσεις σε ευρωπαϊκές πόλεις

58 Αντιπολεμικές διαδηλώσεις στην Αθήνα κατά του πολέμου στο Ιράκ
σε συντονισμό με το Παγκόσμιο Αντιπολεμικό Κίνημα

59 Διαδήλωση κατά της Συνόδου των υπουργών περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Λαγονήσι, 2003

60 ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bookchin, Murray (1996) : The Third Revolution. Popular Movements in the Revolutionary Era Vol I , ελλην. μτφρ. Η Τρίτη Επανάσταση. Λαϊκά Κινήματα στην Επαναστατική Εποχή , Τόμος 1, Σαρηγιάννης Μαρίνος , εκδ. Αλεξάνδρεια, 2009. Bourdieu, Pierre, 1997 , Contre feux, ελλην. μτφρ. Καίτη Διαμαντάκου, Πατάκης, 1998 Davis F. Gerald, McAdam Dony, Scott W.Richard, Zald N. Mayer : Social Movements and Organization Theory, Cambridge University Press, 2005. Day J. F. Richard (2005), ελλην. μτφρ. Το Τέλος της Ηγεμονίας, Αναρχικές Τάσεις στα Νεότατα Κοινωνικά Κινήματα , Παναγιώτης Καλαμαράς, εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2008. Dellaporta Donatella and Mario Diani , 1998 , Social Movements; An Introduction. Oxford : Blackwell Publishers Inc. Hamel, P. Lustiger –Thaler, H & Mayer, M. (eds) (2000) : Urban Movements in a Globalizing World, Routledge, London, 2000. Melucci ,Alberto,1989 , Nomads of the Present : Social Movements and Individual Needs in the Contemporary Society, Philadelphia : Temple University Press. Melucci ,Alberto,1996 , Changing Codes. Collective Action in the Informational Age. Cambridge / New York : Cambridge University Press Melucci, Alberto, 2000, Culture in gioco. Differenze per convivere, il Saggiatore, Μιλάνο, 2000, ελλην. μτφρ. Μιχάλης Ψημίτης, Gutenberg, 2002. Neveu Erik (2002) : Sociologie des Mouvements Sociaux , La Decouverte & Syros, Paris, 2002, ελλην. μτφρ. Μαρλέν Λογοθέτη, εκδ. Σαββάλας, 2010.

61 Park Robert, Burgess Ernest, McKenzie Roderick, 1925 : The City, with an introduction by Morris Janowitz, The University of Chicago Press, Chicago,1968. Tarrow, Sidney , 1999 , Power in movement : Social Movements and Contentious Politics, Cambridge / New York : Cambridge University Press. Tilly, Charles (2004) : Social Movements 1768 – 2004, Paradigm Publishers Boulder, London, 2004, ελλην. μτφρ. Θανάσης Τσακίρης, εκδ. Σαββάλας, 2007. Tilly Charles, Tilly Louise, Tilly Richard, 1975, The Rebellions Century : , Cambridge : Harvard University Press. Tilly Charles, From Mobilization to Revolution , Chicago : Addison – Wesley Tilly, Charles, 2004 : Social Movements 1768 – 2004, Paradigm Publishers Boulder, London, 2004 Χάμπερμας Γιούργκεν, 1987 : Αυτονομία και Αλληλεγγύη , εκδόσεις ύψιλον, 1987 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αλεξανδρόπουλος Στέλιος, 2001 : Θεωρίες για τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα, εκδόσεις Κριτική, 2001. Παναγιωτόπουλος, Νίκος , 2003 : Πρακτικά της διάσκεψης , Προς ένα Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κίνημα, Αθήνα, 3,4,5 Μαϊου 2001, μετάφραση Καίτη Διαμαντάκου, Πατάκης, 2003. Ψημίτης, Μιχάλης, : Εισαγωγή στα Σύγχρονα Κοινωνικά Κινήματα, εκδόσεις Ατραπός.


Κατέβασμα ppt "Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΟ, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ :"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google