Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ
ΠΜΣ-ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΜΑΡΙΑ ΒΑΣΣΙΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

2 Περιεχόμενα Η έννοια της υπερασφάλισης - Διακρίσεις
Καλόπιστη υπερασφάλιση – Συνέπειες Δόλια υπερασφάλιση – Προϋποθέσεις - Συνέπειες Η νομολογιακή αντιμετώπιση της υπερασφάλισης υπό το πρίσμα του αγγλικού δικαίου Η νομολογιακή αντιμετώπιση της αποζημιωτικής αρχής υπό το πρίσμα της ΟλΑΠ 6/1990. Τα ειδικότερα ζητήματα που θέτει η ανωτέρω απόφαση. Κριτική εκτίμηση της απόφασης 6/1990 και συμπεράσματα για την αξία της αποζημιωτικής αρχής ως κανόνα διεθνούς δημοσίας τάξης Βιβλιογραφία

3 ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗΣ-ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Υπερασφάλιση σημαίνει ότι το ασφαλιστικό ποσό ή αρχική ασφαλιστική αξία υπερβαίνει την τελική ασφαλιστική αξία Ασφαλιστικό Ποσό > Ασφαλιστική Αξία  Υπερασφάλιση Αρχική Υπερασφάλιση: Αν το ασφαλιστικό ποσό υπερβαίνει την ασφαλιστική αξία εξ αρχής, δηλαδή κατά την έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης (θαλάσσια ασφάλιση) Επιγενόμενη Υπερασφάλιση: Αν το ασφαλιστικό ποσό ή η αρχική ασφαλιστική αξία υπερβαίνει την τελική ασφαλιστική αξία κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου (χερσαία ασφάλιση) Στη θαλάσσια ασφάλιση η ασφαλιστική αξία με βάση την οποία θα υπολογιστεί το ασφάλισμα, σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, ανατρέχει στο χρόνο σύναψης της σύμβασης και λαμβάνεται υπόψη η αρχική ασφαλιστική αξία ( άρθρο 268 παρ. 1 ΚΙΝΔ). Ως ειδική διάταξη υπερισχύει και προβλέπει κατά πλάσμα ουσιαστικά το αμετάβλητο της ασφαλιστικής αξίας. Εξ αυτού συνάγεται ότι στη θαλάσσια ασφάλιση αποκλείεται το ενδεχόμενο να προκύψει υπερασφάλιση κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης. Στη χερσαία ασφάλιση αντίθετα λαμβάνεται υπόψη η τελική ασφαλιστική αξία (άρθρο 17 του Ν. 2496/1997)

4 ΚΑΛΟΠΙΣΤΗ ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗ-ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Καλόπιστη Υπερασφάλιση (άρθρο 17 παρ. 2 του 2496/1997) «Αν η αξία των πραγμάτων, που δηλώθηκε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης υπερβαίνει την τρέχουσα ή αν δεν υπάρχει, τη συνηθισμένη αξία αυτών κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου, οποιοσδήποτε από τους συμβαλλομένους μπορεί να απαιτήσει τη μείωση της ασφαλιστικής αξίας και του ασφαλίστρου, για το υπολειπόμενο διάστημα ισχύος της σύμβασης. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για το υπερβάλλον.» Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο ασφαλισμένος να μην ενήργησε δόλια. Η σύμβαση είναι έγκυρη μέχρι το ύψος της αντικειμενικής ασφαλιστικής αξίας (πλήρης ασφάλιση). Η σύμβαση είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον. Τα μέρη μπορούν να ζητήσουν μείωση ασφαλιστικής αξίας - ασφαλίστρου για το υπολειπόμενο διάστημα, κατ’ ενάσκηση διαπλαστικού δικαιώματός τους, το οποίο ασκείται με μονομερή και απευθυντέα δήλωση, που επιφέρει έννομες συνέπειες, μόλις περιέλθει στον αποδέκτη (167 ΑΚ) Αν έχει ήδη καταβληθεί ασφάλισμα, το υπερβάλλον αναζητείται με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 ΑΚ) Ο ασφαλιστής απαλλάσεται από την υποχρέωση καταβολής του υπερβάλλοντος ασφαλίσματος.

5 ΔΟΛΙΑ ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗ-ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ- ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του Ν. 2496/1997 «αν η υπερασφάλιση οφείλεται σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος η ασφάλιση είναι άκυρη». Ο καλόπιστος ασφαλιστής δικαιούται τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα». Απαιτείται άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος του ασφαλισμένου, ο οποίος πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης. (μεταγενέστερος της κατάρτισης της σύμβασης δόλος δε βλάπτει) Δόλια ενεργεί ο αντισυμβαλλόμενος όταν συνάπτει την υπερασφάλιση με σκοπό να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος παράνομο περιουσιακό όφελος. Το σχετικό βάρος απόδειξης το φέρει ο ασφαλιστής. Η συναφθείσα σύμβαση είναι άκυρη, διότι προσκρούει στην αρχή της απαγορεύσεως του πλουτισμού, που ισχύει στις ασφαλίσεις ζημιών (αποζημιωτική αρχή) Ο λήπτης της ασφάλισης δεν έχει αξίωση έναντι του ασφαλιστή για κάλυψη του ασφαλισμένου κινδύνου και την είσπραξη ασφαλίσματος Ο καλόπιστος ασφαλιστής δικαιούται τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα.

6 ΣΥΝΕΧΕΙΑ Η απαγόρευση της δόλιας υπερασφάλισης αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου (3 ΑΚ), καθότι συνδέεται με την έντιμη συμπεριφορά στις συναλλαγές του ασφαλιστικού κλάδου. Αποτελεί, επίσης, κανόνα διεθνούς δημόσιας τάξης (33 ΑΚ), καθόσον η δόλια υπερασφάλιση είναι αντίθετη με τα χρηστά ήθη κατά την αντίληψη των ασφαλιστικών συναλλαγών. Αν επιτρεπόταν τότε η σύμβαση ασφάλισης θα είχε χαρακτήρα παίγνιου ή στοιχήματος. Η δόλια υπερασφάλιση συνδέεται συχνά και με την ασφαλιστική απάτη αλλά και με άλλες αξιόποινες πράξεις, τις οποίες προκαλούν οι ασφαλισμένοι, προκειμένου να επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος ή να εισπραχθεί το ασφάλισμα (πρόκληση ναυαγίου).

7 ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία η υπερασφάλιση είναι επιτρεπτή αν βασίζεται σε εύλογες εμπορικές αιτίες, όπως στην περίπτωση της υπερασφάλισης πλοίου , αν στην αξία του πλοίου έχει συμπεριληφθεί και η αξία του τρέχοντος ναυλοσυμφώνου, δηλαδή αν συμπεριλαμβάνονται και τα μελλοντικά έσοδα. Ειδικότερα στην υπόθεση Grecia Express (2002, LIOYD’S Rep 88) κρίθηκε ότι είναι συνεπές με τη συνετή διαχείριση των πλοίων ένας ιδιοκτήτης να επιθυμεί να εξασφαλίσει ασφαλιστική κάλυψη για να προστατεύσει την αρχική του δαπάνη συντήρησης και το όφελος μιας τρέχουσας ναύλωσης . Συνεπώς, είναι πιθανό η αξία που καθορίζεται στη σύμβαση να είναι μεγαλύτερη από την αξία του ασφαλισμένου αντικειμένου. Υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις η υπεραξία είναι αποδεκτή. Εντούτοις, όταν η διαφορά μεταξύ πραγματικής και συμβατικής αξίας είναι υπέρογκη δημιουργείται έντονα η πεποίθηση του ηθικού κινδύνου. Ειδικότερα σύμφωνα με το σκεπτικό στην υπόθεση Ιoannides κατά Pender (1874) (LR 9 QB ), η δήλωση αξίας των πραγμάτων άνω της πραγματικής οδηγεί στην υποψία δόλου και επιπλέον οδηγεί τους ασφαλισμένους να είναι λιγότερο προσεκτικοί στην επιλογή ασφαλισμένου πράγματος (εδώ πλοίου) και στην άμβλυνση των προσπαθειών που οφείλουν να κάνουν για αποφυγή και μείωση της ζημίας.

8 ΑΓΓΛΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ (ΣΥΝΕΧΕΙΑ)
Η υπερασφάλιση πλοίου, με συμβατική αποτίμηση της αξίας του για ποσό διπλάσιο της πραγματικής αξίας θεωρήθηκε έγκυρη, εφόσον δεν υπήρχε απάτη, λόγω μη ύπαρξης δόλου, καθόσον οι ασφαλιστές ήταν σε θέση να εκτιμήσουν την αξία του πλοίου Glafki V Pinios Shipping Co No 1, (The Maira) No 2 {(1985) Lloyd’ s Rep . 300} Συνεπώς, το κριτήριο της μη ευθύνης του ασφαλιστή είναι αν δηλώθηκε με κακή πίστη (αρά δόλια) αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, όπως στην περίπτωση του πλοίου “ Τhe Game Boy” {(2004) 1 LIoyds Rep 238}, όπου η αξία του πλοίου ήταν δολ. και δηλώθηκε με ψευδή έγγραφα αξία 1.8 εκατ. δολ. Η απαλλαγή του ασφαλιστή θα βασιστεί όχι σε κανόνα που απαγορεύει την υπερασφάλιση αλλά στην αρχή της καλής πίστης, που πρέπει να επιδεικνύει ο ασφαλισμένος κατά τη σύναψη της σύμβασης.

9 Η ΑΠΟΖΗΜΙΩΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΟΛ ΑΠ 6/1990
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ Ζητήθηκε από ελληνικό δικαστήριο να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα αγγλική διαιτητική απόφαση. Ειδικότερα, με σχετική σύμβαση είχε ανατεθεί στον Α η διαχείριση πλοίου του Β. Με την εν λόγω σύμβαση ο Α ανέλαβε την υποχρέωση να ασφαλίσει το πλοίο στο ποσό των δολ. ΗΠΑ, ποσό αντίστοιχο περίπου του 130% των επί του πλοίου ενυπόθηκων χρεών, με αξία του πλοίου κατά το χρόνο της ασφάλισης δολ. Ο Α αθέτησε την υποχρέωση δηλ. δεν ασφάλισε το πλοίο στο ποσό που συμφωνήθηκε, με συνέπεια να οφείλει αποζημίωση στο Β. Η σχετική συμφωνία είχε υπαχθεί στο αγγλικό δίκαιο και επίσης στην αγγλική διαιτησία. Το κύρος της συμφωνίας αμφισβητήθηκε από τον Α και η υπόθεση παραπέμφθηκε για επίλυση στα τακτικά Δικαστήρια, υποχρεώνοντας τον Α να πληρώσει την αποζημίωση στο Β, εφόσον τα Δικαστήρια έκριναν έγκυρη τη σύμβαση. Το ΗIGH COURT OF JUSTICE έκρινε ότι η σύμβαση ήταν άκυρη, με την αιτιολογία ότι είναι αντίθετη με τον κανόνα της απαγόρευσης της υπερασφάλισης, που είναι συνέπεια του αποζημιωτικού χαρακτήρα που διέπει τις ασφαλίσεις ζημιών. Το COURT OF APPEAL εξαφάνισε την απόφαση με την αιτιολογία ότι είναι συνήθης πρακτική η ασφάλιση του πλοίου σε ποσό αντίστοιχο του 130% των ενυπόθηκων υποχρεώσεων, όταν η αξία του πλοίου είναι πολύ μικρότερη, Το ΗΟUSE OF LORDS επικύρωσε την ανωτέρω απόφαση του Εφετείου.

10 ΣΥΝΕΧΕΙΑ Στη δίκη ενώπιων των ελληνικών δικαστηρίων για την κήρυξη εκτελεστής της ως άνω αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης τέθηκε το ζήτημα του κύρους της σχετικής συμφωνίας και ειδικότερα κατά πόσο η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, δια της οποίας αναγνωρίστηκε το κύρος της συμβατικής υποχρέωσης για υπερασφάλιση πλοίου και μάλιστα σε ποσό υπερδιπλάσιο της αξίας του, αντίκειται στη διεθνή δημόσια τάξη. Ο Άρειος Πάγος (ΟλΑΠ 6/1990, ΝΟΜΟΣ) δέχτηκε κατά την ακριβή διατύπωση της ως άνω απόφασης και δη του επίμαχου χωρίου αυτής « Ενόψει δε του σκοπού της απαγορεύσεως της υπερασφαλίσεως και του περιορισμού της ασφαλιστικής συμβάσεως στον αποζημιωτικό και μόνο χαρακτήρα της, οι διατάξεις που καθιερώνουν την απαγόρευση και τον περιορισμό αυτό αποσκοπούν στην προστασία της πολιτειακής εννόμου τάξεως είναι δημοσίας τάξεως όχι μόνο κατά την έννοια του άρθρου 3 του ΑΚ, μη δυνάμενες να μεταβληθούν με ιδιωτική βούληση αλλά και υπό την κατά το άρθρο 33 του ΑΚ διάταξη». Η ανωτέρω μάλιστα διατύπωση επαναλαμβάνεται παγίως από την μεταγενέστερη νομολογία (Εφ. Αθην /2007, ΝΟΜΟΣ, Εφ. Θεσ 1835/2003, ΝΟΜΟΣ)

11 ΤΑ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΘΕΤΕΙ Η ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΑΠ 6/1990
Τα ειδικότερα ζητήματα που θέτει η ως άνω απόφαση είναι τα ακόλουθα Ο κανόνας με τον οποίο απαγορεύεται η υπερασφάλιση είναι κανόνας όχι μόνο αναγκαστικού δικαίου ( ΑΚ 3) αλλά και κανόνας διεθνούς δημόσιας τάξης (ΑΚ 33), εμποδίζοντας την κήρυξη εκτελεστής αλλοδαπής απόφασης κατά τη σύμβαση της Νέας Υόρκης αλλά και κατά τις διατάξεις 905, 906 ΚΠολΔ. Η αποζημιωτική αρχή, από την οποία διέπεται η ασφαλιστική σύμβαση, απαγορεύει στους ασφαλισμένους να καταστήσουν την ασφαλιστική σύμβαση κερδοσκοπική σύμβαση. Ο Άρειος Πάγος διαβλέπει ότι η υπερασφάλιση μπορεί να καλύπτει μια εκτροπή της ασφαλιστικής σύμβασης σε σύμβαση για τον πορισμό κέρδους «προς πραγμάτωση του οποίου είναι ενδεχόμενη η ψευδής αποτίμηση των ασφαλιζόμενων πραγμάτων και στη συνέχεια η από δόλο καταστροφή αυτών, δηλαδή πρόκληση επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως με μέσα που αποκρούονται από την πολιτειακή έννομη τάξη και θεμελιώνουν και κοινώς επικίνδυνα εγκλήματά».

12 ΣΥΝΕΧΕΙΑ Πότε μεταπίπτει η ασφαλιστική σύμβαση σε κερδοσκοπική, εξαιτίας ανακριβούς συμβατικής αποτίμησης του ασφαλισμένου συμφέροντος, αποτελεί ζήτημα που ελέγχεται από το φυσικό δικαστή, όταν εφαρμόζει διατάξεις δημόσιας τάξης. Ο ΑΠ απέφυγε να πάρει θέση ως προς το ανωτέρω ζήτημα. Ωστόσο, το Εφετείο με την υπ’ αριθμ 2135/1987 απόφαση του (δημοσιευθείσα στη ΝΟΜΟΣ), εξ αφορμής της συγκεκριμένης υπόθεσης, έκρινε «υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι η συμβατική αποτίμηση των ασφαλισθέντων δεν είναι σημαντικά υψηλότερη από την πραγματική ασφαλιστική αξία… και τέτοια θεωρείται όταν δεν υπάρχει υπέρβαση πέραν του 6-7% της αξίας του ασφαλισμένου πράγματος.

13 ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΩΣ ΑΝΩ ΑΠΟΦΑΣΗΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο Άρειος Πάγος με την ανωτέρω απόφαση προδήλως ανάγει σε κανόνα διεθνούς δημόσιας τάξης, έστω και αν δεν προβαίνει σε διακρίσεις μεταξύ δόλιας και καλόπιστης υπερασφάλισης, την απαγόρευση της δόλιας υπερασφάλισης, όταν δηλαδή αποδεικνύεται δόλος (άμεσος ή ενδεχόμενος) για την είσπραξη μεγαλύτερης αποζημίωσης και όχι απλώς όταν υπάρχει την παραβίαση της αποζημιωτικής αρχής. Οι κανόνες του κοινού δικαίου θα προσδιορίσουν πότε η δήλωση μεγαλύτερης αξίας από την πραγματική έγινε δόλια και πράγματι όταν υπάρχει μεγάλη απόκλιση τεκμαίρεται δόλος. Εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση δόλιας υπερασφάλισης, η υπερασφάλιση μπορεί, κατά τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, να είναι δικαιολογημένη, εφόσον βέβαια η απόκλιση δεν είναι ουσιώδης και συντρέχει για την απόκλιση κάποιος ουσιώδης λόγος, ήτοι αν αυτή υπαγορεύεται από αντικειμενικούς-τεχνικούς λόγους, προς διευκόλυνση της ανάγκης των συμβαλλομένων μερών, χωρίς να αλλοιώνεται ο αποζημιωτικός χαρακτήρας. Στην περίπτωση της καλόπιστης υπερασφάλισης, η αρχή της απαγόρευσης είσπραξης του υπερβάλλοντος ασφαλίσματος, παραμένει απλώς σε επίπεδο αναγκαστικού δικαίου κατά την έννοια του ΑΚ 3 και όχι υπό την έννοια του ΑΚ 33 ως κανόνα δημόσιας τάξης.

14 Βιβλιογραφία Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Ράνια Χατζηνικολάου- Αγγελίδου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2017 Ασφαλιστικό Δίκαιο – Εισηγήσεις, Ι. Ρόκας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014 Ασφαλιστικό δίκαιο, Βασιλείου Κιάντου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005 Η αποζημιωτική αρχή στο παράδειγμα της υπερασφάλισης και η διεθνής δημόσια τάξη, Άρθρο Αθανάσιου Λιακόπουλου, δημοσιευθέν στο ΝΟΒ 39, 1991, σελ. 510 Διάσταση μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας στη χερσαία ασφάλιση ζημίας, Υπασφάλιση και Υπερασφάλιση, Αχιλλέας Μπεχλιβάνης, Εκδόσεις Σακούλα 2015 Η υπερασφάλιση στη θαλάσσια ασφάλιση, Άρθρο Αχιλλέα Μπεχλιβάνη, δημοσιευθέν στη Επιθεώρηση Ναυτιλιακού Δικαίου 2006, τόμος 34 σελ. 81 Απαγόρευση πλουτισμού και εκτίμηση του ασφαλισμένου πράγματος, Ι. Ρόκας, Νομική Βιβλιοθήκη, 1987


Κατέβασμα ppt "ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google