Ενδοκρινείς Αδένες (Φυσιολογία Κομμωτική)

Slides:



Advertisements
Παρόμοιες παρουσιάσεις
11ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ενδοκρινείς αδένες.
Advertisements

Διάγραμμα μείωσης του αριθμού των χρωματοσωμάτων κατά την
3.2 ΕΝΖΥΜΑ – ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΚΑΤΑΛΥΤΕΣ
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ
ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ.
ΙΝΣΟΥΛΙΝΗ.
Μεταβολικός ρυθμός ηρεμίας (RMR)
ΚΕΦΑΛΑΣ ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΟΗΘΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Α’
ΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΗ (ΧΟΛΗΣΤΕΡΙΝΗ)
Από το κύτταρο στον οργανισμό
ΑΝΑΤΟΜΙΑ-ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΖΩΩΝ
11. Ενδοκρινικό σύστημα Βιολογία Α’ Λυκείου.
Ενδοκρινικό σύστημα αδένες & ορμόνες.
Το κύτταρο Αποτελεί την βασική δομική και λειτουργική μονάδα των οργανισμών. Διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά που εμφανίζουν οι μορφές.
Ουροποιητικό Σύστημα Αποτελείται από: Δύο νεφρούς Δύο ουρητήρες
ΟΡΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΕΣ ΑΔΕΝΕΣ
Κεφάλαιο 1ο Από το κύτταρο στον οργανισμό Να δούμε τι θυμόμαστε…
ΔΕΫΔΡΟΕΠΙΑΝΔΡΟΣΤΕΡΟΝΗ (DHEA)
ΝΑΤΡΙΟ (Να). ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Η κυριότερη πηγή Να είναι το επιτραπέζιο αλάτι Προσοχή χρειάζεται η χρησιμοποίηση των επεξεργασμένων τροφίμων και κονσερβών.
ΥΠΟΣΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗ ΛΟΙΜΩΞΗ. Λοίμωξη Αντιδράσεις : Βιοχημικές Μεταβολικές Ορμονολογικές Κυτταρική και συστηματική αντίδραση εναντίον του οργανισμού-
ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΕΝΤΕΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΠΟΥ ΠΡΟΑΓΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΡΙΣΗ ΕΝΤΕΡΙΚΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ ΣΤΑ ΝΕΟΓΝΑ.
ΗΠΑΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΘΡΕΨΗ
Αναγνώριση ασθενών σε διατροφικό κίνδυνο Αναγνώριση αιτιών και συνεπειών του υποσιτισμού Αναγνώριση διαφορετικών μορφών υποσιτισμού Κατανόηση των αλλαγών.
ΦΩΣΦΟΡΟΣ (Ρ).
ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ.
ΒΙΟΧΗΜΙΚΗ ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ Εξετάζει τις διάφορες παραμέτρους της αλληλεπίδρασης ουσιών του περιβάλλοντος με τον οργανισμό.
ΚΑΡΝΙΤΙΝΗ.
Απορρόφηση, κατανομή και απέκκριση των φαρμάκων
Διαταραχές στη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων
ΔΑΣΥΤΡΙΧΙΣΜΟΣ Ο ΔΑΣΥΤΡΙΧΙΣΜΟΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΔΡΟΓΟΝΟΕΞΑΡΤΩΜΕΝΩΝ ΤΡΙΧΩΝ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΣΕ ΜΕΡΗ ΠΟΥ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΑ.
 Η χοληστερίνη είναι μια κηρώδης οργανική ουσία που ανήκει στην κατηγορία των στεροειδών λιπιδίων.  Είναι απαραίτητο συστατικό όλων των κυττάρων του.
Κήλες – παθήσεις θυρεοειδούς – παραθυρεοειδών αδένων V Εξάμηνο Τμήματος Νοσηλευτικής ΤΕΙ Λάρισας 04.V.΄10 Δ. Παπαγόρας.
Μάθημα διαιτολογίας C.D.A. College Limassol Χειμερινό εξάμηνο 2014 ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΟΣ - ΔΙΑΤΡΟΦΟΛΟΓΟΣ.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑ Σ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΜΗΜΑ Β3. ΘΕΜΑ: ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ ΣΥΝΗΘΙΖΕΙ ΚΑΘΕ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΝΑ ΤΡΕΧΕΙ ΜΕ ΧΑΛΑΡΟ ΡΥΘΜΟ ΔΥΟ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ. ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΕΤΡΕΞΕ ΈΝΑ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΟ,
Φυσιολογία Παραγωγικών ιδιοτήτων Χαρισμιάδου Μαρία Λέκτορας Εργαστήριο Γενικής & Ειδικής Ζωοτεχνίας Τμήμα ΕΖΠ&Υ.
ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΙΙΙ
Βιολογία Γ’ Λυκείου Γενικής Παιδείας
ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ ΤΕΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΟΛΟΓΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ
Ορμονικά συστήματα Επινεφρίδια 1α. Ο μυελός και οι ορμόνες του
Ενδοκρινείς αδένες Φυσιολογία ΙΙ 2014.
ΒΙΟΧΗΜΙΚΗ ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑ
ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Π. Ξαπλαντέρη, M.D., Ph.D..
ΑΠΟ ΤΟ ΚΥΤΤΑΡΟ ΣΤΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ
Παθήσεις ενδοκρινών αδένων
ΑΔΕΝΕΣ Αδένας ονομάζεται κάθε ζωικό όργανο που παράγει ουσίες χρήσιμες για τη σωστή λειτουργία του οργανισμού. Οι αδένες μπορούν να παρομοιαστούν με μικρά.
Μεταβολισμός και ορμόνες
ΥΠΟΦΥΣΗ - ΟΡΜΟΝΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ Βασιλειάδου Κυριακή
Επίδραση ορμονών στο γλυκογόνο του ήπατος και τη γλυκόζη του αίματος
Παγκρεατικές Ορμόνες και Άσκηση
ΑΣΒΕΣΤΙΟ-ΔΙΦΩΣΦΟΝΙΚΑ ΠΑΡΑΓΩΓΑ
Το κΑπνισμα στη ζωΗ μασ Σχολικό Έτος: Υπεύθυνος καθηγητής:
ΧΑΛΚΟΣ ΚΑΙ ΕΡΥΘΡΟΠΟΙΗΣΗ
ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΜΕΜΒΡΑΝΗ (ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ)
Ενδοκρινικός έλεγχος – Ορμονική ρύθμιση
ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ.
Διατροφή και Ασθένειες
ΝΕΥΡΟΥΠΟΦΥΣΗ ΌΝΟΜΑ : Α. ΝΙΚΟΛΑΟΣ.
Ομοιοσταση Βιολογία Γ’ Λυκείου.
Κεφάλαιο 1ο Από το κύτταρο στον οργανισμό Να δούμε τι θυμόμαστε…
Ορμονικά συστήματα Ενδοκρινική ρύθμιση του ασβεστίου
Ουροποιητικό σύστημα. Αποβάλει τις άχρηστες ουσίες από το σώμα μας Οι άχρηστες ουσίες που παράγονται από τα κύτταρα περνούν στο αίμα Μέσω του κυκλοφορικού.
Κανελλόπουλος Ιω.. 2 Κάθε νευρώνας αποτελείται από το …………… ………. και από τις…………… Οι τελευταίες διακρίνονται στους…………… και στον…………… ή…………… Οι νευρώνες,
ΠΡΟΛΑΚΤΙΝΗ Η προλακτίνη (PRL) ονομάζεται και ωχρινοτρόπος ορμόνη (LTH-luteotrophic hormone) επειδή στους μυς και επίμυς δρα παρατείνοντας τη διάρκεια.
ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Επίδραση ορμονών στο γλυκογόνο του ήπατος και τη γλυκόζη του αίματος
Ορμονικά συστήματα ΙΙ Ενδοκρινική ρύθμιση του ασβεστίου
Θεωρία Μεθόδων Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής

AΝΟΡΓΑΝΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ Νερό H2O To πιο απλό μόριο που συναντάμε στη φύση
Μεταγράφημα παρουσίασης:

Ενδοκρινείς Αδένες (Φυσιολογία Κομμωτική) Δρ. Ευριπίδου Πολύκαρπος C.D.A. College Limassol 2014/2015

Το Σύστημα Υποθαλάμου- Υπόφυσης Η υπόφυση είναι ένας αδένας βάρους περίπου 0,5- 1 g, που βρίσκεται στο βάθρο του τουρκικού εφιππίου της βάσης του κρανίου και συνδέεται με τον υποθάλαμο με το μίσχο της υπόφυσης. Διαιρείται σε δύο μοίρες: Στην πρόσθια υπόφυση (πρόσθιο λοβό, ή αδενοϋπόφυση) . Στην οπίσθια υπόφυση (οπίσθιο λοβό ή νευροϋπόφυση).

Από την πρόσθια υπόφυση εκκρίνονται έξι πολύ σημαντικές, και μερικές άλλες ορμόνες, ενώ η οπίσθια υπόφυση εκκρίνει δύο σημαντικές ορμόνες. Οι ορμόνες της πρόσθιας υπόφυσης είναι: Η αυξητική ορμόνη προάγει την αύξηση επηρεάζοντας πολλές μεταβολικές λειτουργίες του οργανισμού και ιδιαίτερα τη σύνθεση πρωτεϊνών. Η φλοιοεπινεφριδιότροπος ορμόνη (κορτικοτροπίνη) ελέγχει την έκκριση μερικών ορμονών του φλοιού των επινεφριδίων που επηρεάζουν το μεταβολισμό της γλυκόζης, των πρωτεϊνών και των λιπών.

Η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη ελέγχει το ρυθμό της έκκρισης θυροξίνης από το θυρεοειδή αδένα και η θυροξίνη, με τη σειρά της, ελέγχει το ρυθμό των περισσότερων χημικών αντιδράσεων ολόκληρου του οργανισμού. Η προλακτίνη προάγει την ανάπτυξη του μαζικού αδένα και την παραγωγή γάλακτος. Η ωοθυλακιοτρόπος και Η ωχρινοτρόπος ελέγχουν την αύξηση των γονάδων (γεννητικών αδένων) και τις αναπαραγωγικές τους δραστηριότητες.

Οι δύο ορμόνες που εκκρίνονται από την οπίσθια υπόφυση είναι: Η αντιδιουρητική ορμόνη ελέγχει το ρυθμό της αποβολής νερού στα ούρα και έτσι βοηθάει την ομοιοστασία του νερού στον οργανισμό. Η ωκυτοκίνη (οξυτοκίνη): (α) συστέλλει τις αδενοκυψέλες των μαστών βοηθώντας στην προώθηση του γάλακτος από τους αδένες του μαστού στη θηλή, κατά τη διάρκεια του θηλασμού, και (β) συσπά τη μήτρα βοηθώντας στον τοκετό.

Έλεγχος της έκκρισης της υπόφυσης από τον υποθάλαμο Η έκκριση της οπίσθιας υπόφυσης (νευροϋπόφυσης) ελέγχεται από νευρικές ίνες που ξεκινούν από τον υποθάλαμο και καταλήγουν στον οπίσθιο λοβό. Αντίθετα η έκκριση της πρόσθιας υπόφυσης (αδενοϋπόφυσης) ελέγχεται από υποθαλάμιες εκλυτικές και ανασταλτικές ορμόνες, που εκκρίνονται μέσα στον ίδιο τον υποθάλαμο και στη συνέχεια μεταφέρονται στον πρόσθιο λοβό με μικροσκοπικά αιμοφόρα αγγεία, τα υποθαλαμο- υποφυσιακά πυλαία αγγεία.

Ο υποθάλαμος δέχεται ώσεις από όλες σχεδόν τις περιοχές του νευρικού συστήματος και αποτελεί ένα κέντρο συλλογής πληροφοριών σχετικών με την ευεξία του οργανισμού. Ρόλος των εκλυτικών και ανασταλτικών ορμονών. Οι εκλυτικές και ανασταλτικές ορμόνες του υποθαλάμου ελέγχουν την έκκριση των ορμονών της πρόσθιας υπόφυσης. Για κάθε τύπο ορμόνης της αδενοϋπόφυσης υπάρχει αντίστοιχη υποθαλαμική εκλυτική ορμόνη και για μερικές υπάρχει και αντίστοιχος ανασταλτικός υποθαλαμικός παράγοντας.

Η εκλυτική ορμόνη της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (Thyroid-stimulating hormone Releasing Hormone, TRH), που προκαλεί έκκριση θυρεοειδοτρόπου ορμόνης. Η εκλυτική ορμόνη της κορτικοτροπίνης (Corticotropin Releasing Hormone, CRH), που προκαλεί έκκριση φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης. Η εκλυτική ορμόνη της αυξητικής ορμόνης (Growth Hormone Releasing Hormone, GHRH), που προκαλεί έκκριση αυξητικής ορμόνης.

Η εκλυτική ορμόνη της ωχρινοτρόπου ορμόνης (Luteinizing hormone Releasing Hormone, LHRH), που προκαλεί έκκριση τόσο ωχρινοτρόπου όσο και ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης. Η ανασταλτική ορμόνη της προλακτίνης ή προλακτοστατίνη (Prolactin Inhibitory Hormone, PIH), που προκαλεί αναστολή της έκκρισης προλακτίνης.

Αυξητική Ορμόνη Η αυξητική ορμόνη (Growth Hormone, GH) που ονομάζεται και σωματοτρόπος ορμόνη (SH) ή σωματοτροπίνη, είναι μια μικροσκοπική πρωτεΐνη με μια αλυσίδα από 191 αμινοξέα και μοριακό βάρος 22.005. Προκαλεί αύξηση όλων των ιστών του σώματος που μπορούν να αυξηθούν.

Προάγει τόσο την αύξηση του μεγέθους των κυττάρων όσο και τη μιτώσεις, με αποτέλεσμα αύξηση του αριθμού των κυττάρων. Προκαλεί: Αύξηση του ρυθμού της πρωτεϊνοσύνθεσης σ’όλα τα κύτταρα του οργανισμού. Ελάττωση του ρυθμού χρησιμοποίησης των υδατανθράκων σ’ολόκληρο τον οργανισμό. Αύξηση της κινητοποίησης των λιπών και της χρησιμοποίησης τους για ενέργεια.

Η αυξητική ορμόνη δεν επιδρά άμεσα στην αύξηση των χόνδρων και των οστών αλλά διεγείρει έμμεσα την αύξηση τους προκαλώντας το σχηματισμό στο ήπαρ και, ίσως στους νεφρούς διαφόρων μικρομοριακών πρωτεϊνών (σωματομεδίνη), απαραίτητων για το σχηματισμό της θειϊκής χονδροϊτίνης καιτου κολλαγόνου, ουσιών απαραιτήτων για την αύξηση των χόνδρων και των οστών.

Η φυσιολογική συγκέντρωση αυξητικής ορμόνης στο πλάσμα ενήλικου είναι περίπου 3ng/ml και στο πλάσμα παιδιού 5 ng/ml. Συχνά, ωστόσο, οι τιμές αυτές αυξάνουν μέχρι και 50 ng/ml σε περιπτώσεις εξάντλησης των αποθεμάτων πρωτεϊνών ή υδατανθράκων του οργανισμού. Η αυξητική ορμόνη λειτουργεί μέσα σ’ένα σύστημα ελέγχου παλίνδρομης ρύθμισης.

Όταν οι ιστοί αρχίζουν να μην καλύπτουν τις ανάγκες τους με την προσλαμβανόμενη διατροφή τότε εκκρίνονται μεγάλες ποσότητες αυξητική ορμόνης που προάγει τη σύνθεση νέων πρωτεϊνών, ενώ ταυτόχρνα εμποδίζει την κατανάλωση των πρωτεϊνών που ήδη υπάρχουν στα κύτταρα.

Αντιδιουρητική Ορμόνη Όταν λείπει η ADH, τα αθροιστικά σωληνάρια και ορισμένα τμήματα των άπω εσπειρασμένων σωληναρίων είναι σχεδόν αδιαπέραστα στο νερό με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της επαναρρόφησης του και την απώλεια μεγάλων ποσοτήτων του στα ούρα. Αντίθετα, όταν υπάρχει αντιδιουρητική ορμόνη, αυξάνει πολύ η διαπερατότητα των σωληναρίων αυτών για το νερό, επιτρέποντας της επαναρρόφηση της μεγαλύτερης ποσότητας του σωληναριακού υγρού, και την εξοικονόμηση έτσι νερού στον οργανισμό. Ωκυτοκίνη:Διεγείρει έντονα την εγκύμονα μήτρα, ιδιαίτερα προς το τέλος της κύησης.

ΟΡΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ ΟΡΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ Ο θυρεοειδής αδένας, βρίσκεται αμέσως πιο κάτω από το λάρυγγα και εμπρός απο την πρόσθια και τις πλάγιες επιφάνειες της τραχείας, εκκρίνει σε μεγάλες ποσότητες δυο ορμόνες, τη θυροξίνη και την τριϊωδοθυρονίνη, Ασκούν έντονη επίδραση στο ρυθμό μεταβολισμού του οργανισμού. Έκκρίνει επίσης την καλσιτονίνη, ορμόνη που έχει μεγάλη σημασία για το μεταβολισμό του ασβεστίου.

Η ορμόνη του θυρεοειδούς που εκκρίνεται σε μεγαλύτερες ποσότητες είναι η θυροξίνη. Εκτός όμως απ’ αυτήν εκκρίνονται και μέτριες ποσότητες τριϊωδοθυρονίνης. Η δράση των δυο αυτών ορμονών είναι παρόμοια και η διαφορά βρίσκεται στην ταχύτητα ένταση της δράσης τους.

Η τριϊωδοθυρονίνη είναι περίπου τέσσερις φορές ισχυρότερη από τη θυροξίνη αλλά η ποσότητα της και η διάρκεια παραμονής της στο αίμα είναι μικρότερη από την θυροξίνη. Ο θυρεοειδής αδένας αποτελείται από πολλά θυλάκια που είναι γεμάτα από εκκριτική ουσία, το κολλοειδές, κύριο συστατικό του οποίου είναι μια γλυκοπρωτεϊνη, που περιέχει τις ορμόνες του θυρεοειδούς αδένα.

ΔΡΑΣΕΙΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ ΣΤΟΥΣ ΙΣΤΟΥΣ Οι ορμόνες του θυρεοειδούς αδένα ασκούν δυο κύριες δράσεις στον οργανισμό: (1) αυξάνουν το γενικό μεταβολισμό (2) στα παιδιά, επιταχύνουν την αύξηση του σώματος

Οι θυρεοειδικές ορμόνες αυξάνουν τις μεταβολικές δραστηριότητες όλων σχεδόν των ιστών του οργανισμού και μέχρι 60-100% πάνω από το φυσιολογικό. Η χρησιμοποίηση των τροφών για ενέργεια αυξάνεται πολύ. Η σύνθεση και ο καταβολισμός πρωτεϊνων αυξάνεται. Ο ρυθμός αύξησης των νεαρών ατόμων επιταχύνεται σε μεγάλο βαθμό. Οι νοητικές διαδικασίες δραστηριοποιούνται και συχνά αυξάνει η δραστηριότητα πολλών ενδοκρινών αδενών.

1. Επίδραση των θυρεοειδικών ορμόνων στην αύξηση της πρωτεϊνο-σύνθεσης 1.Επίδραση των θυρεοειδικών ορμόνων στην αύξηση της πρωτεϊνο-σύνθεσης. 2.Επίδραση των θυρεοειδικών ορμονών στα ενζυμικά συστήματα των κυττάρων. 3.Επίδραση των θυροειδικών ορμονών στα μιτοχόνδρια. 4.Επίδραση των θυρεοειδικών ορμονών στην αύξηση της ενεργητικής μεταφοράς ιόντων διαμέσου της κυτταρικής μεμβράνης.

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ ΤΟΥ ΘΥΡΟΕΙΔΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ Στον άνθρωπο η επίδραση των θυρεοειδικών ορμονών στην αύξηση εκδηλώνεται κυριώς στα παιδιά. Στα άτομα που πασχουν από υποθυρεοειδισμό ο ρυθμός αύξησης τους επιβραδύνεται πολύ. Σε εκείνα που έχουν υπερθυρεοειδισμό παρατηρείται συχνά μεγάλη αύξηση του σκελετού.

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΜΗΧΑΝΣΙΜΟΥΣ Οι θυρεοειδικές ορμόνες αυξάνουν όλα σχεδόν τα στάδια μεταβολισμού των υδατανθράκων και του λίπους. Η μεγάλη αύξηση της παραγωγής θυρεοειδικών ορμονών στον ενήλικα προκαλεί σχεδόν πάντα ελάττωση του βάρους του, ενώ η μεγάλη ελάττωση τους το αυξάνει.

Αύξηση της αιματικής ροής στα διάφορα μέρη του σώματος με αποτελεσμα αύξηση του όγκου παλμού και της καρδιακής συχνότητας. Η αύξηση του ρυθμού του μεταβολισμού αυξάνει τη χρησιμοποίηση οξυγόνου και το σχηματισμό διοξειδίου του άνθρακα με αποτέλεσμα να αυξάνει η συχνότητα και το βάθος της αναπνοής.

Οι θυρεοειδικές ορμόνες αυξάνουν επίσης το ρυθμό έκκρισης των πεπτικών υγρών και την κινητικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα. Συχνά προκαλείται διάρροια. Η έλλειψη θυρεοειδικών ορμονών προκαλεί δυσκοιλιότητα.

Στο κεντρικό νευρικό σύστημα, γενικά, οι θυρεοειδικές ορμόνες αυξάνουν το ρυθμό των εγκεφαλικών λειτουργιών, ενώ αντίθετα, η έλλειψή τους τον ελαττώνει. Το υπερθυρεοειδικό άτομο τείνει να παρουσιάζει εξαιρετική νευρικότητα και να εκδηλώνει πολλές ψυχονευρωσικές τάσεις.

Η θυρεοειδοτρόπος ορμόνης (Thyroid- Stimulating Hormone, TSH), είναι ορμόνη του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης η οποία αυξάνει την έκκριση θυροξίνης και τριϊωδοθυρονίνης από το θυρεοειδή αδένα. Η αύξηση των θυρεοειδικών ορμονών του οργανισμού προκαλεί ελάττωση της έκκρισης TSH από την πρόσθια υπόφυση.

ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ Υπερθυρεοειδισμός Ενδημική κολλειδής βρογχοκήλη Ιδιοπαθής μη τοξική κολλοειδής βρογχοκήλη

ΟΙ ΠΑΡΑΘΥΡΕΟΕΙΔΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ Ο ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ Φυσιολογική ανατομική των παραθυρεοειδικών αδένων : Φυσιολογικά, ο άνθρωπος έχει 4 παραθυρεοειδείς αδένες, που βρίσκονται αμέσως πίσω από το θυρεοειδή αδένα και συγκεκριμένα ένας κάτω από κάθε άνω και κάτω πόλο των δυο λοβών του θυρεοειδούς, περιέχει κυρίως θεμέλια κύτταρα που εκκρίνουν παραθορμόνη η σπουδαιότερη επίδραση της οποίας είναι η παρεμπόδιση της πτώσης της στάθμης του ασβεστίου στο εξωκυττάριο υγρό.

Η παραθορμόνη δρα στα οστά, αυξάνοντας τη δραστηριότητα των οστεοκλαστών με αποτέλεσμα την απελευθέρωση ασβεστίου και φωσφορικών ριζών και την άνοδο της στάθμης τους ιδιαίτερα όμως του πρώτου στο αίμα. Ταυτόχρονα η παραθορμόνη αυξάνει το ρυθμό επαναρρόφησης του ασβεστίου στα ουροφόρα σωληνάρια ενώ προωθεί την απέκκριση των φωσφορικών ιόντων. Στο έντερο προάγει στην απορρόφηση ασβεστίου, μαγνησίου, και φωσφορικών ριζών.

Η καλσιτονίνη εκκρινεται από τα παραθυλακιώδη ή << C >> κύτταρα του διάμεσου ιστού του θυρεοειδούς. Η καλσιτονίνη αντίθετα από την παραθορμόνη ασκεί μια ακριβώς αντίστροφη επίδραση στον οστίτη ιστό αναστέλλοντας την οστεοκλαστική δραστηριότητα, ενώ στους νεφρούς αυξάνει την απέκκριση των φωσφορικών ιόντων και λιγότερο του ασβεστίου παρεμποδίζοντας ετσι την αύξηση της στάθμης του ασβεστίου στο αίμα.

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΥΡΕΟΕΙΔΩΝ ΑΔΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ ΥΠΟΠΑΡΑΘΥΡΟΕΙΔΙΣΜΟΣ Όταν οι παραθυρεοειδείς αδένες εκκρίνουν αρκετές ποσότητες παραθορμόνης, οι οστεοκλάστες των οστών αδρανούν σχέδον τελείως με συνέπεια τόσο μεγάλη καταστολή της οστικής επαναρρόφησης ώστε να προκαλείται ελάττωση του ασβεστίου των υγρών του οργανισμού.

Αν αφαιρεθούν οι παραθυρεοειδείς αδένες, η τιμή του ασβεστίου του αίματος ελαττώνεται μέσα σε 2-3 μέρες από 9,4mg/100ml (που είναι φυσιολογικά)σε 6-7 mg/100ml και παρουσιάζονται τα γνωστά σημεία της τετανίας (τετανική σύσπαση).

ΥΠΕΡΠΑΡΑΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ Αιτία του υπερπαραθυρεοειδισμού είναι, τις πιο πολλές φορές,η ανάπτυξη όγκου σε κάποιον από τους παραθυρεοειδείς αδένες. Κατά τον υπερπαραθυρεοειδισμό παρατηρείται υπέρμετρη οστεοκλαστική δραστηριότητα στα οστά, με αποτέλεσμα αύξηση της συγκέντρωσης ιόντων ασβεστίου στο εξωκυττάριο υγρό και (συνήθως αλλά όχι πάντα) μικρή ελάττωση των φωσφορικών ιόντων εξαιτίας αύξησης της νεφρικής απέκκρισης φωσφορικών

Σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό του ασβεστίου στον ΒΙΤΑΜΙΝΗ D Σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό του ασβεστίου στον οργανισμό παίζει η βιταμίνη D η οποία με την ενεργό μορφή της, την 1,25 διυδροξυχοληκαλσιφερόλη (1,25- DHCC), επιταχύνει την απορρόφηση του ασβεστίου από το έντερο. Αυτό οδηγεί έμμεσα σε υπερασβεσταιμία και στην προαγωγή της εναπόθεσης αλάτων ασβεστίου σε νεοδημιουργούμενο οστίτη ιστό. Επιπλέον η βιταμίνη D δρα συνεργικά με την παραθορμόνη σε πολλές επιδράσεις της.

Η έλλειψη της βιταμίνης D οδηγεί στα παιδιά την εμφάνιση της ραχίτιδας, ενός συνδρόμου που οφείλεται στην ελλειπή εναπόθεση αλάτων ασβεστίου στο οργανικό υπόστρωμα των οστών, με αποτέλεσμα την παραμόρφωση τους. Η οστεομαλακία είναι πάθηση που εμφανίζεται λόγω έλλειψης βιταμίνης D κατά την ενηλικίωση.

ΟΙ ΦΛΟΙΟΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΚΕΣ ΟΡΜΟΝΕΣ Τα επινεφρίδια, που βρίσκονται στους άνω πόλους των νεφρών αποτελούνται από τη μυελώδη μοίρα και τη φλοιώδη μοίρα ή φλοιό. Η μυελώδης μοίρα σχετίζεται λειτουργικά με το συμπαθητικό νευρικό σύστημα και μετά από διέγερση του συμπαθητικού εκκρίνει τις ορμόνες αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη.

Ο φλοιός των επινεφριδίων εκκρίνει μια διαφορετική ομάδα ορμονών τις κορτικοστεροειδείς ορμόνες. Οι φλοιοεπινεφριδικές ορμόνες είναι δυο κυρίως τύπων: α) τα αλατοκορτικοειδή και β) τα γλυκοκορτικοειδή. Εκκρίνονται επίσης και μικρές ποσότητες ανδρογόνων ορμονών, όπως η δεϋδροεπιανδροστερόνη (DHEA), οι οποίες εκδηλώνουν τις ίδιες επιδράσεις με την τεστοστερόνη καθώς και ελάχιστα οιστρογόνα.

Τα αλατοκορτικοειδή επηρεάζουν ειδικά του ηλεκτρολύτες των εξωκυττάριων υγρών, ιδιαίτερα το νάτριο και το κάλλιο. Τα γλυκοκορτικοειδή εκδηλώνουν μια σημαντική δράση προκαλώντας αύξηση της συγκέντρωσης γλυκόζης στο αίμα ενώ επιδρούν και στο μεταβολισμό των πρωτεϊνών και των λιπών.

Από το φλοιό των επινεφριδίων έχουν απομονωθεί περισσότερα από 30 διαφορετικά στεροειδή, δυο όμως έχουν μεγάλη σημασία για τις φυσιολογικές ενδοκρινικές λειτουργίες του οργανισμού α) η αλδοστερόνη, (αλατοκορτικοειδές) και β) η κορτιζόλη (γλυκοκορτικοειδές)

Η αλδοστερόνη προωθεί την επαναρρόφηση των ιόντων Na+ και την απέκκριση ιόντων Κ+ και Η+ στα εσπειραμένα σωληνάρια β΄τάξης και στα αθροιστικά σωληνάρια των νεφρών. Μαζί με το Na+ που επαναπορροφάται κατακρατούνται Cl- και νερό ενώ επιταχύνεται η αποβολή Mg 2+ και NH+4

H κορτιζόλη ελαττώνει την ευαισθησία του οργανισμού και αυξάνει τη γλυκονεογένεση. Η υπερπαραγωγή της προκαλεί υπεργλυκαιμία. Η κορτιζόλη επίσης ασκεί ποικίλες δράσεις σε ιστούς και όργανα του κυκλοφορικού, του νευρικού, του πεπτικού κ.α. συστημάτων καθώς και στο αίμα. Η κορτιζόλη περιορίζει τα φαινόμενα της φλεγμονής

ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΙΣΗΣ ΚΟΡΤΙΖΟΛΗΣ-ΦΛΟΙΟΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΟΤΡΟΠΟΣ ΟΡΜΟΝΗ (ACTH) H έκκριση της κορτιζόλης ελέγχεται σχεδόν αποκλειστικά από τη φλοιοεπινεφριδιοτρόπο ορμόνη (ACTH) του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης. Η ορμόνη αυτή που λέγεται και κορτικοτροπίνη, προκαλεί επίσης αύξηση της παραγωγής ανδρογόνων από το φλοιό των επινεφριδίων. Μικρές ποσότητες (ACTH) απαιτούνται και για τη έκκριση αλδοστερόνης.

Κατά την έκκριση (ACTH) από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης εκκρίνονται ταυτόχρονα και διάφορες άλλε ορμόνες με παρόμοια χημική δομή, και ιδιαίτερα εκκρίνεται μελανινοτρόπος ορμόνη (Melanocyte – Stimulating Hormone, MSH)

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΦΛΟΙΟΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΑΚΗΣ ΕΚΚΡΙΣΗΣ Υπολειτουργία των επινεφριδίων – Νόσος του Addison Η νόσος του Addison οφείλεται σε αδυναμία παραγωγής ορμονών των επινεφριδίων, η οποία τις περισσότερες φορές οφείλεται σε πρωτοπαθή ατροφία του φλοιού, πιθανόν αυτοάνοση, αλλά συχνά επίσης και σε καταστροφή των αδένων συνέπεια φυματίωσης ή νεοπλασματικής εξεργασίας.

ΥΠΕΡΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΩΝ – ΣΥΝΔΡΟΜΟ CUSHING H υπερέκκριση κορτιζόλης από το φλοιό των επινεφριδίων προκαλεί ένα σύμπλεγμα ορμονικών επιδράσεων που ονομάζεται σύνδρομο Cushing και οφείλεται είτε σε όγκο του φλοιού του ενός επινεφριδίου, ο οποίος εκκρίνει κορτιζόλη, είτε σε γενική υπερπλασία του φλοιού και των δύο επινεφριδίων. Η αφθονη έκκριση γλυκοκορτικοειδών στο σύνδρομο Cushing προκαλεί αύξηση της συγκέντρωσης γλυκόζης στο αίμα (επινεφριδικός διαβήτης) που οφείλεται κυρίως στην αύξηση της γλυκονεογένεσης.

ΠΡΩΤΟΠΑΘΗΣ ΑΛΔΟΣΤΕΡΟΝΙΣΜΟΣ Μερικές φορές στα κύτταρα της εξωτερικής μοίρας του φλοιού των επινεφριδίων αναπτύσσεται ένας μικρός όγκος που εκκρίνει μεγάλες ποσότητες αλδοστερόνης. Οι σημαντικότερες επιδράσεις του όγκου αυτού είναι υποκαλιαιμία, μικρή αύξηση της συγκέντρωσης νατρίου στο πλάσμα (συνήθως όχι μεγαλύτερη από 2-3%) και συνήθως μέτρια υπέρταση.

Φυσιολογική ανατομία του παγκρέατος Το πάγκρεας αποτελείται από δύο κύριους τύπους ιστών: Τις αδενοκυψέλες, που εκκρίνουν πεπτικά υγρά στο δωδεκαδάκτυλο, και Τα νησίδια του Langerhams, τα οποία δεν έχουν τρόπο να αδειάζουν τα εκκρίματά τους προς τα έξω αλλά, αντίθετα, εκκρίνουν ινσουλίνη και γλυκαγόνη κατευθείαν στο αίμα.

Τα νησίδια του Langerhans διαθέτουν, στον άνθρωπο, τρεις κύριους τύπους κυττάρων, τα α, τα β και τα δ κύτταρα τα οποία διακρίνονται μεταξύ τους από την υφή και τα χαρακτηριστικά της χρώσης τους. Τα β κύτταρα εκκρίνουν ινσουλίνη, τα α γλυκαγόνη και τα δ σωματοστατίνη.

Ινσουλίνη Η ινσουλίνη είναι μια μικρή πρωτεΐνη με μοριακό βάρος, στον άνθρωπο, 5808. Η γλυκόζη που απορροφάται στο αίμα αμέσως μετά από γεύμα πλούσιο σε υδατάνθρακες προκαλεί ραγδαία έκκριση ινσουλίνης που προκαλεί πρόσληψη, εναποθήκευση και χρησιμοποίηση της γλυκόζης από όλους σχεδόν τους ιστούς του οργανισμού, αλλά ιδιαίτερα από το ήπαρ, το μυϊκό και το λιπώδη ιστό. Η ινσουλίνη προκαλεί σχεδόν άμεση εναποθήκευση στο ήπαρ, με μορφή γλυκογόνου, της γλυκόζης που απορροφάται μετά από κάθε γεύμα.

Στη συνέχεια, μεταξύ των γευμάτων, όταν δεν υπάρχει ινσουλίνη και η συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμα αρχίζει να ελαττώνεται, το γλυκογόνο του ήπατος διασπάται ξανά σε γλυκόζη, η οποία απελευθερώνεται πάλι στο αίμα εμποδίζονας τη σημαντική μείωση της συγκέντρωσης της στο αίμα. Η ινσουλίνη, επίσης, προάγει τη μετατροπή της γλυκόζης του ήπατος σε λιπαρά οξέα, τα οποία μεταφέρονται στη συνέχεια στο λιπώδη ιστό και εναποθηκεύονται ως λίπος.

Η ινσουλίνη, ακόμα, αναστέλλει τη γλυκονεογένεση, μειώνοντας κυρίως τις ποσότητες και τη δραστικότητα των ηπατικών ενζύμων που είναι απαραίτητα για τη γλυκονεογένεση δηλαδή την παραγωγή γλυκόζης από αμινοξέα. Ο εγκέφαλος διαφέρει τελείως απ’όλους τους άλλους ιστούς του οργανισμού στο ότι η ινσουλίνη ασκεί μικρή ή καμιά επίδραση στην πρόσληψη ή τη χρησιμοποίηση της γλυκόζης απ’αυτόν. Αντίθετα τα κύτταρα του εγκεφάλου είναι διαπερατά στη γλυκόζη χωρίς τη μεσολάβηση της ινσουλίνης.

Φυσιολογικά τα κύτταρα του εγκεφάλου χρησιμοποιούν μόνο γλυκόζη για παραγωγή ενέργειας. Όταν η συγκέντρωση γλυκόζης στο αίμα ελαττώνεται πολύ στα όρια των 20-50 mg/100ml εκδηλώνονται συμπτώματα υπογλυκαιμικής καταπληξίας, που χαρακτηρίζονται από προοδευτική ευερεθιστότητα η οποία εξελίσσεται σε λιποθυμία και σπασμούς ή ακόμα και σε κώμα.

Έλεγχος της έκκρισης της ισνουλίνης Όταν η συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμα βρίσκεται στα φυσιολογικά επίπεδα νηστείας, δηλαδή γύρω στα 80-90 mg/100 ml , ο ρυθμός της έκκρισης ινσουλίνης είναι πολύ μικρός. Καθώς όμως η συγκέντρωση αυξάνει πάνω από τα 100 mg/100 ml, ο ρυθμός της έκκρισης ινσουλίνης αυξάνει γρήγορα, και όταν η συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμα γίνει 300-400 mg/100 ml, φτάνει στην ακμή του και γίνεται 10-20 φορές μεγαλύτερος από το βασικό.

Η αύξηση της γλυκόζης στο αίμα αυξάνει της έκκριση ισνουλίνης, η οποία με τη σειρά της προκαλεί μεταφορά γλυκόζης στο ήπαρ, τους μυς και άλλα κύτταρα, μειώνοντας, μ’αυτόν τον τρόπο, τη συγκέντρωση της στο αίμα και επαναφέροντας την τιμή της στα φυσιολογικά επίπεδα. Εκτός από τη γλυκόζη, παρόμοια διεγερτική επίδραση στη έκκριση ινσουλίνης ασκούν και πολλά αμινοξέα.

Η γλυκαγόνη και οι λειτουργίες της Η γλυκαγόνη, ορμόνη που εκκρίνεται από τα α κύττταρα των νησιδίων του Langerhans, έχει διάφορες λειτουργίες αντίθετες προς τις λειτουργίες της ινσουλίνης. Η σημαντικότερη από όλες είναι η επίδραση της στη συγκέντρωση της στο αίμα, την οποία αυξάνει. Η γλυκαγόνη είναι πρωτεΐνη με μοριακό βάρος 3,485. Οι δύο κυριότερες επιδράσεις της γλυκαγόνης στο μεταβολισμό της γλυκόζης είναι: Η διάσπαση του γλυκογόνου του ήπατος (γλυκογονόλυση) Η αύξηση της γλυκονεογένεσης.

Σακχαρώδης διαβήτης Ο σακχαρώδης διαβήτης προκαλείται από την ελάττωση του ρυθμού έκκρισης ινσουλίνης από τα β κύτταρα των νησιδίων του langerhans. Συνήθως διαρείται σε δύο διαφορετικούς τύπους: στο νεανικό διαβήτη, που αρχίζει, αν και όχι πάντα, απότομα σε νεαρή ηλικία, και στο διαβήτη, που αρχίζει, αν και όχι πάντα, απότομα σε νεαρή ηλικία, και στο διαβήτη της ώριμης ηλικίας, που αρχίζει σε μεγαλύτερη ηλικία και παρουσιάζεται κυρίως σε παχύσαρκα άτομα.

Στην ανάπτυξη και των δύο αυτών τύπων διαβήτη σημαντικό ρόλο παίζει η ηλικία. Μερικές φορές διαβήτης οφείλεται σε κληρονομική προδιάθεση για ανάπτυξη αντισωμάτων προς τα β κύτταρα ή για απλή εκφύλιση αυτών των κυττάρων. Ο διαβήτης της ώριμης ηλικίας οφείλεται προφανώς σε εκφύλιση των β κυττάρων τα οποία σε ευαίσθητα άτομα γερνούν πιο γρήγορα απ’ότι σε άλλα. Η παχυσαρκία προσιαθέτει σ’αυτό τον τύπο διαβήτη γιατί τα παχύσαρκα άτομα απαιτούνται για το μεταβολικό έλεγχο μεγαλύτερες ποσότητες ινσουλίνης απ’όσες στα φυσιολογικού βάρους.

Διαβητικό κώμα Αν ο διαβήτης δεν ελέγχεται ικανοποιητικά, είναι δυνατό να εμφανισθούν βαριά αφυδάτωση και οξέωση. Και μερικές φορές, έστω και αην το άτομο υποβάλλεται σε θεραπεία, οι σποραδικές μεταβολές, του ρυθμού του κυτταρικού μεταβολισμού όπως π.χ. σε εμπύρετα νοσήματα μπορούν επίσης να προκαλέσουν αφυδάτωση και οξέωση. Αν το pH των υγρών του οργανισμού γίνει χαμηλότερο από 7,0 διαβητικό άτομο αναπτύσσει κώμα.