ΑΓΧΟΛΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΥΠΝΩΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
Το άγχος αποτελεί μία δυσάρεστη κατάσταση έντασης ή ανησυχίας Το άγχος αποτελεί μία δυσάρεστη κατάσταση έντασης ή ανησυχίας. Οι διαταραχές που συσχετίζονται με το άγχος είναι οι συνηθέστερες ψυχικές διαταραχές. Τα συμπτώματα του άγχους είναι παρόμοια με αυτά του φόβου π.χ. ταχυκαρδία, εφίδρωση, τρόμος, αίσθημα παλμών, και συσχετίζονται με την ενεργοποίηση του συμπαθητικού. Τα αγχολυτικά φάρμακα προκαλούν κάποιου είδους καταστολή και χρησιμοποιούνται ως αγχολυτικές και υπνωτικές ουσίες.
1. Βενζοδιαζεπίνες Συχνότερα χρησιμοποιούμενα αγχολυτικά φάρμακα. Έχουν κατά μεγάλο μέρος αντικαταστήσει τα βαρβιτουρικά και τη μεπροβαμάτη στη θεραπεία του άγχους, μιας και είναι περισσότερο αποτελεσματικές και ασφαλέστερες. Τρόπος δράσης: Η πρόσδεση του γ-αμινοβουτυρικού οξέος (GABA) στον υποδοχέα του στη κυτταρική μεμβράνη προκαλεί τη διάνοιξη διαύλου χλωρίου με αποτέλεσμα περισσότερα ιόντα χλωρίου να εισρέουν. Προκαλείται υπερπόλωση της κυτταρικής μεμβράνης με αποτέλεσμα την αναστολή του σχηματισμού δυναμικού ενέργειας. Οι βενζοδιαζεπίνες προσδένονται σε εξειδικευμένες θέσεις υψηλής συγγένειας που είναι παρακείμενες στους υποδοχείς GABA. Η πρόσδεση των βενζοδιαζεπινών σε αυτές τις θέσεις, ενισχύει την πρόσδεση του GABA με συνέπεια την μεγαλύτερη είσοδο ιόντων χλωρίου στο κύτταρο.
Οι υποδοχείς των βενζοδιαζεπινών εντοπίζονται μόνο στο ΚΝΣ και η κατανομή τους είναι παράλληλη με αυτή των νευρώνων του GABA. Δεν έχουν αντιψυχωσική, ούτε αναλγητική δράση και δεν επηρεάζουν το αυτόνομο νευρικό σύστημα. Δρουν: στην μείωση του άγχους (π.χ. αλπραζολάμη, κλοραζεπάτη, διαζεπάμη), ως κατασταλτικά και υπνωτικά (π.χ. κουαζεπάμη, μιδαζολάμη, φλουραζεπάμη, τριαζολάμη), ως αντιεπιληπτικά, ως μυοχαλαρωτικά Θεραπευτικά χρησιμοποιούνται: στις αγχώδεις διαταραχές μυϊκές διαταραχές επιληπτικούς σπασμούς διαταραχές ύπνου
Φαρμακοκινητική Απορρόφηση: Είναι λιπόφιλες ουσίες, απορροφώνται γρήγορα και πλήρως μετά τη χορήγησή τους από το στόμα και κατανέμονται σε ολόκληρο το σώμα. Διάρκεια δράσης: Μπορούν να χωριστούν σε ομάδες βραχείας, μέσης και μακράς διάρκειας δράσης. Οι μακρύτερης διάρκειας δράσεις ουσίες σχηματίζουν ενεργούς μεταβολίτες με μεγάλο χρόνο ημίσειας ζωής. Οι μακρύτερης διάρκειας δράσης ουσίες, σχηματίζουν ενεργούς μεταβολίτες με μεγάλο χρόνο ημίσειας ζωής. Κατάληξη: Μεταβολίζονται από το ήπαρ και απεκκρίνονται από τα ούρα ως γλυκουρονίδια ή οξειδωμένοι μεταβολίτες.
Ανεπιθύμητες ενέργειες Εξάρτηση Οδηγούν σε ψυχολογική και σωματική εξάρτηση εάν χορηγηθούν σε υψηλές δόσεις για μεγάλη χρονική περίοδο. Το ίδιο ισχύει και από την απότομη διακοπή, δημιουργώντας συμπτώματα στέρησης, όπως σύγχυση, άγχος, διέγερση, ανησυχία, αϋπνία και ένταση, συμπτώματα τα οποία εμφανίζονται μερικές μέρες μετά τη διακοπή της θεραπείας.
2. Ανταγωνιστές των βενζοδιαζεπίνων Η φλουμαζελίνη είναι ένας ανταγωνιστής των υποδοχέων GABA που μπορεί να αναστείλει ταχύτατα τις δράσεις των βενζοδιαζεπινών. Μπορεί να προκαλέσει σύνδρομο στέρησης σε εξαρτημένους ασθενείς ή επιληπτικές κρίσεις σε άτομο που χρησιμοποιούν βενζοδιαζεπίνη για τον έλεγχο της επιληψίας. Έχει μικρή διάρκεια δράσης και οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ίλιγγος, ναυτία, έμετος και διέγερση.
3. Βαρβιτουρικά Ήταν παλαιότερα το κυριότερο θεραπευτικό μέσο για την καταστολή των ασθενών ή για την πρόκληση και τη διατήρηση του ύπνου. Ταξινομούνται ανάλογα με τη διάρκεια δράσης τους και ορισμένα (θειοπεντάλη) χρησιμοποιούνται και σήμερα για την πρόκληση αναισθησίας. Προκαλούν: καταστολή του ΚΝΣ καταστολή του αναπνευστικού ενζυμική επαγωγή (P- 450 στο ήπαρ) Παραδείγματα Βαρβιτουρικών: Αμοβαρβιτάλη, φαινοβαρβιτάλη, πεντοβαρβιταλή, σεκοβαρβιτάλη, θειοπεντάλη
Θεραπευτικές χρήσεις: Αναισθησία Αντιεπιληπτικά Άγχος Φαρμακοκινητική Απορροφούνται όταν χορηγούνται από το στόμα και κατανέμονται ευρέως σε ολόκληρο το σώμα. Όλα ανακατανέμονται στο σώμα από τον εγκέφαλο προς τις σπλαχνικές περιοχές, τους σκελετικούς μυς και τελικά στο λιπώδη ιστό, με αποτέλεσμα τη μικρή διάρκεια δράσης της θειοπεντάλης και των παρόμοιων παραγώγων με βραχεία διάρκεια δράσης. Μεταβολίζονται στο ήπαρ και οι ανενεργοί μεταβολίτες απεκκρίνονται στα ούρα.
Ανεπιθύμητες ενέργειες υπνηλία, διαταραχές της ικανότητας για συγκέντρωση και διανοητική και σωματική νωθρότητα υπνωτικές δράσεις οι οποίες διαρκούν και αφού ο ασθενής έχει ξυπνήσει μειώνουν την ενέργεια των φαρμάκων που μεταβολίζονται από το σύστημα P-450 η απότομη διακοπή μπορεί να προκαλέσει εθισμό η υπερδοσολογία μπορεί να προκαλέσει δηλητηρίαση και θάνατο. Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει τεχνητή αναπνοή και πλύση στομάχου αν το φάρμακο έχει ληφθεί πρόσφατα. Η αιμοκάθαρση μπορεί να είναι απαραίτητη εάν έχουν ληφθεί μεγάλες ποσότητες φαρμάκου. Η αλκαλοποίηση των ούρων συχνά βοηθάει στην απομάκρυνση της φαινοβαρβιτάλης.
4. Μη βαρβιτουρικά κατασταλτικά Ένυδρη χλωράλη Αντισταμινικά Αιθανόλη
Σημαντικές αλληλεπιδράσεις εντοπίζονται μεταξύ των βενζοδιαζεπινών και της διατροφής. Στην περίπτωση της διαζεπάμης (γνωστό ως Apollonset, Atarviton, Nivalen, Stedon, Stesolid, Disteron, Valium). Τα επίπεδα του φαρμάκου στον ορό αυξάνονται σημαντικά όταν την ενδοφλέβια χορήγηση ακολουθεί γεύμα πλούσιο σε λιπαρά, λόγω του εντεροηπατικού κύκλου του φαρμάκου. Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος δεν μεταβάλλεται. Επιπλέον, δεν ενδείκνυται η λήψη τροφής πλούσιας σε λιπαρά μετά από χορήγηση διαζεπάμης, λόγω αυξημένου κινδύνου εμφάνισης ληθαργικών, κατασταλτικών φαινομένων.
Φλαβονοειδή που περιέχονται στο χυμό γκραίηπ φρουτ, οδηγούν σε αυξημένη δράση του φαρμάκου (το ίδιο ισχύει και για τη τριαζολάμη) λόγω ότι αναστέλλονται τα κυτοχρωματικά ένζυμα Ρ450 3Α4, με αποτέλεσμα μειωμένο μεταβολισμό του φαρμάκου. Γενικά, η καφεΐνη ανταγωνίζεται τη δράση των βενζοδιαζεπινών στο ΚΝΣ. Οπότε ανάλογα με τη δόση της καφεΐνης και του φαρμάκου, μπορεί να εμφανιστεί μικρότερη ηρεμιστική και αγχολυτική δράση, αλλά και ελαττωμένη πνευματική εγρήγορση και υπνηλία. Επιπλέον, θα πρέπει να αποφεύγεται η λήψη του αλκοόλ, διότι αυξάνονται τα επίπεδα του φαρμάκου στο πλάσμα, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα αυξημένη καταστολή του ΚΝΣ (το οποίο ισχύει γενικότερα για τις βενζοδιαζεπίνες).