ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ Β6
Σε ένα μακρινό βασίλειο ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα ως τώρα άτεκνοι. Λίγο καιρό μετά απέκτησαν ένα πανέμορφο κοριτσάκι και έκαναν μια γιορτή στην οποία κάλεσαν τις επτά μοίρες για να κάνουν δώρα στο μωρό. Μόνο που δεν είχαν καλέσει την γριά μάγισσα η οποία όταν ήρθε δεν την περιποιήθηκαν καλά και αυτό την μεγάλωσε την οργή της. Αφού έδωσαν στο μωρό το όνομα Αυγή οι έξι μοίρες πρώτες έδωσαν στο μωρό ομορφιά, καλοσύνη, γλυκύτητα, ωραία φωνή, εργατικότητα και αρετή η έβδομη όμως άφησε την γριά να δώσει πριν από αυτήν το δώρο της. Η γριά έδωσε στο μωρό μια κατάρα που έλεγε πως προτού κλείσει τα δεκαέξι της χρόνια θα τρυπήσει το δάχτυλό της στο αδράχτι μιας ανέμης και θα πεθάνει. Οι γονείς της απελπίστηκαν και ζήτησαν από την έβδομη μοίρα να πάρει την κατάρα αλλά εκείνη δεν μπορούσε να την πάρει αλλά να την ελαφρύνει έτσι αντί να πεθάνει θα κοιμηθεί για εκατό χρόνια και θα ξυπνήσει μόνο από το φιλί ενός πρίγκιπα.Αυγή
Ο βασιλιάς διέταξε να κάψουν όλες τις ανέμες του βασιλείου και όποιος αρνηθεί να του πάρουν το κεφάλι. Χρόνια μετά όταν η πριγκίπισσα ήταν δεκαπέντε χρόνων ανέβηκε στον ψηλότερο πύργο του παλατιού, εκεί βρήκε μια γριά να γνέθει σε μια ανέμη η οποία γριά ήταν η μάγισσα μεταμφιεσμένη. Η πριγκίπισσα θέλησε να γνέσει και όταν κάθισε η γριά της τρύπησε το δάχτυλο στο αδράχτι και έπεσε σε λήθαργο. Όταν την βρήκαν το βασίλειο έπεσε σε πένθος και μη θέλοντας να την θάψουν έφτιαξαν για αυτήν ένα ξύλινο στολισμένο κρεβάτι στον ψηλότερο πύργο. Η έβδομη μοίρα κοίμισε όλους τους κατοίκους του βασιλείου για να ελαφρύνει τον πόνο τους και για να προστατέψει το παλάτι το κάλυψε με ένα δάσος από αγκάθια. Τα χρόνια πέρασαν και ένας πρίγκιπας θέλησε να δει την πριγκίπισσα και να την ξυπνήσει. Περνώντας τα αγκάθια και τους κινδύνους που συνάντησε στο δρόμο του έφτασε στο κάστρο και βλέποντας τους κοιμισμένους κατοίκους ανέβηκε στον πύργο και με ένα φιλί ξύπνησε την όμορφη πριγκίπισσα και μαζί της ξύπνησαν όλοι οι κάτοικοι του παλατιού.
. Όταν όμως ο βασιλιάς πεθαίνει και ο πρίγκιπας φεύγει για τον πόλεμο και τότε η δράκαινα-βασίλισσα κλειδώνει την βασιλοπούλα και τα μωρά σε ένα ξύλινο σπίτι σχεδιάζοντας να βάλει τον αρχιμάγειρα της να τους μαγειρέψει με πικάντικη σάλτσα. Ο αρχιυπηρέτης της όμως αδυνατώντας να τους σκοτώσει δίνει στην βασίλισσα αντί για το αγοράκι ένα αρνάκι, αντί για το κοριτσάκι ένα κατσικάκι και αντί για την πριγκίπισσα ένα κόκκινο ελαφάκι. Η βασίλισσα εξαιτίας των κλαμάτων των μωρών ανακαλύπτει το κόλπο του μάγειρα και βάζει σκοπό να τους σκοτώσει η ίδια βάζοντας στην αυλή του παλατιού μια δεξαμενή γεμάτη με ερπετά για να φάνε την βασιλοπούλα κα τα μωρά. Όταν εμφανίζεται ο πρίγκιπας όμως το αποτέλεσμα είναι να πέσει η ίδια και να φαγωθεί από τα πλάσματα της δεξαμενής. Ο πρίγκιπας ξεπερνά τον θάνατο χάρις την παρηγοριά της αγαπημένης του οικογένειας ζώντας μαζί τους μια πανευτυχή ζωή.