Η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers πυροδότησε τη μεγαλύτερη ύφεση που έχει γνωρίσει μεταπολεμικά η παγκόσμια οικονομία, συμπαρασύροντας την ΕΕ και τη ζώνη ευρώ. Το λεξικό που ακολουθεί έχει σα σκοπό να παρουσιάσει με τον απλούστερο δυνατό τρόπο μια σειρά οικονομικών όρων που ήρθαν στο προσκήνιο το τελευταίο διάστημα επιτρέποντας ίσως έτσι και μια καλύτερη κατανόηση του τι έχει συμβεί. Σε αυτό το πρώτο τμήμα του γλωσσάριού μας περιλαμβάνονται κάποιοι βασικοί όροι που εμφανίζονται συχνά στα Μέσα Ενημέρωσης και ακολουθούν μια λογική περισσότερο χρονολογική, από το ξέσπασμα της κρίσης και νοηματική, παρά αυστηρά αλφαβητική.
Μικροοικονομία είναι η συμπεριφορά των οικονομικών μονάδων και αναφέρεται στα επιμέρους οικονομικά μεγέθη, όπως τιμές, μισθοί και ημερομίσθια, παραγωγή, κατανάλωση κ. ά. Η μικροοικονομία ασχολείται με τη συμπεριφορά και τα προβλήματα των επιμέρους οικονομικών μονάδων, δηλαδή των καταναλωτών, των παραγωγών, των επιχειρήσεων, των επενδυτών, των αποταμιευτών κ. λ. π. Θέματα που ενδιαφέρουν τη μικροοικονομία είναι : α ) Η διαμόρφωση της τιμής του κάθε αγαθού ή κάθε παραγωγικού συντελεστή στην αγορά. β ) Το πώς δαπανά ο καταναλωτής το εισόδημά του. γ ) Ποιες αποφάσεις παίρνει ο παραγωγός για την παραγωγή των αγαθών και με ποια κριτήρια παίρνονται οι αποφάσεις αυτές. δ ) Η λειτουργία των διάφορων μορφών αγοράς κ. λ. π.
Η μακροοικονομία ασχολείται με συνολικά μεγέθη μέσα σε μία οικονομία όπως συνολικό εισόδημα, συνολική απασχόληση, συνολικές επενδύσεις κ. ά. και πώς αυτά τα μακρομεγέθη επηρεάζουν το ένα το άλλο και δρουν στο οικονομικό σύστημα σαν σύνολο. Η μακροοικονομίαασχολείται με τη συμπεριφορά και τα προβλήματα της οικονομίας ως σύνολο, δηλαδή του συνόλου των καταναλωτών, του συνόλου των παραγωγών, του συνόλου των επιχειρήσεων, του δημόσιου τομέα κ. λ. π. Θέματα που ενδιαφέρουν τη μικροοικονομία είναι ο προσδιορισμός του εθνικού προϊόντος, του εθνικού εισοδήματος, της εθνικής δαπάνης, της συνολικής απασχόλησης, της συνολικής κατανάλωσης, της συνολικής επένδυσης, της ανεργίας, του πληθωρισμού, της οικονομικής ανάπτυξης, του βιοτικού επιπέδου κ. λ. π.
Προσφορά ενός αγαθού είναι οι ποσότητες που επιθυμούν να πουλήσουν οι παραγωγοί του αγαθού σε διάφορες τιμές. Οι προσφερόμενες ποσότητες ενός αγαθού μεταβάλλονται όταν μεταβάλλεται η τιμή του. Όταν η τιμή του αγαθού είναι χαμηλή, τότε η προσφορά του αγαθού είναι μικρή. Αντίθετα όταν η τιμή του αγαθού είναι υψηλή, τότε η προσφορά του αγαθού αυξάνει.
Ως ζήτηση κάποιου αγαθού ορίζεται η ποσότητα που επιθυμούν να αγοράσουν οι καταναλωτές από το αγαθό αυτό σε διάφορες τιμές. Σε κάθε τιμή ζητείται διαφορετική ποσότητα από το αγαθό. Έτσι όταν η τιμή είναι χαμηλή οι ποσότητες που ζητούνται από το αγαθό είναι μεγάλες, ενώ όταν η τιμή είναι υψηλή, οι ποσότητες που ζητούνται από το αγαθό είναι μικρές.
Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν είναι η συνολική αξία σε χρηματικές μονάδες όλων των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγει μια οικονομία σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, συνήθως ένα έτος. Η συνολική παραγωγή όλων των αγαθών και υπηρεσιών που παράγει μία οικονομία σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο αποτελεί ένα μέτρο της οικονομικής της δραστηριότητας και ευημερίας. Επειδή τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παράγονται είναι ποικιλόμορφα η παραγωγή των επιμέρους αγαθών και υπηρεσιών εκφράζονται σε συνολική χρηματική αξία.
Οικονομική ανάπτυξη είναι μία διαδικασία με την οποία το πραγματικό εθνικό εισόδημα μιάς χώρας αυξάνει στη διάρκεια μίας μακράς χρονικής περιόδου. Και επομένως αν ο ρυθμός που αυξάνει ο πληθυσμός είναι μικρότερος από το ρυθμό που αυξάνει το εισόδημα, τότε το κατα κεφαλή εισόδημα θ ‘ αυξάνει.
Ο μεγαλύτερος στόχος της μακροοικονομικής πολιτικής είναι η σταθερότητα του γενικού επιπέδου τιμών. Όμως το πρόβλημα αυτό είναι δύσκολο και σε πάρα πολλές χώρες υπάρχει μία συνεχής αύξηση στον μέσο όρο του γενικού επιπέδου των τιμών. Αυτή η μεταβολή στο γενικό επίπεδο των τιμών λέγεται πληθωρισμός.
Επιτόκιο σε ένα δάνειο είναι η ποσοστιαία απόδοση που υπόσχεται ένας οφειλέτης στο δανειστή του. Παράδειγμα : Αν το επιτόκιο σ ' ένα ετήσιο δάνειο 1.000€ είναι 5%, ο οφειλέτης υπόσχεται να επιστρέψει στο δανειστή του 1.050€ σ ' ένα χρόνο. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά επιτόκια στην οικονομία, τα οποία διαφοροποιούνται ανάλογα με το δανειολήπτη, τη διάρκεια του δανεισμού και άλλους παράγοντες.
Δημοσιονομική πολιτική (Fiscal policy) ασκείται μέσω των αλλαγών στο συνολικό επίπεδο των κυβερνητικών δαπανών και των φόρων. Η δημοσιονομική πολιτική επηρεάζει τις αποταμιεύσεις, τις επενδύσεις και την μακροχρόνια μεγέθυνση. Βραχυχρόνια, η δημοσιονομική πολιτική επηρεάζει την συναθροιστική ζήτηση κυρίως.
Οι χώρες που εξάγουν αγαθά και υπηρεσίες με μεγαλύτερη αξία από ότι τα αγαθά και οι υπηρεσίες που εισάγουν, εμφανίζουν εμπορικό πλεόνασμα ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, εμφανίζουν εμπορικό έλλειμμα. Η διατήρηση για μεγάλο χρονικό διάστημα ελλειμμάτων ή πλεονασμάτων οδηγεί στις ανισορροπίες της παγκόσμιας οικονομίας.
Όταν ορισμένες χώρες διατηρούν για μεγάλο χρονικό διάστημα υψηλά πλεονάσματα, που όμως δεν είναι διατηρήσιμα, ενώ άλλες εμφανίζουν, επίσης για μεγάλο χρονικό διάστημα, μεγάλα ελλείμματα.
Είναι εκείνες που έχουν τεράστια πλεονάσματα όπως η Γερμανία, η Κίνα, η Ιαπωνία και οι σημαντικότερες πετρελαιοπαραγωγοί χώρες. Κερδίζουν περισσότερα από τις εξαγωγές τους απ ' ότι δαπανούν για να εισάγουν. Το πλεόνασμα παίρνει τη μορφή πιστώσεων που διοχετεύονται στη διεθνή αγορά μέσω των χρηματαγορών.
Εκείνες με τεράστιο εμπορικό έλλειμμα όπως η Ελλάδα ή οι ΗΠΑ που δεν εξάγουν αρκετά ώστε να καλύψουν το κόστος των εισαγωγών τους και αναπληρώνουν το έλλειμμα με δανεισμό από τις διεθνείς αγορές. Το παγκόσμιο σύστημα είναι από τη φύση του κλειστό κι έτσι τα πλεονάσματα των μεν αντανακλώνται στα ελλείμματα των δε, καθώς δεν είναι δυνατόν να έχουν όλες οι χώρες περισσότερες εξαγωγές από ότι εισαγωγές. Οι ελλειμματικές χώρες απορροφούν τα πλεονάσματα με τη μορφή των δανείων που λαμβάνουν από τις πλεονασματικές χώρες για να πληρώσουν για τις εισαγωγές τους, περίπου όπως οι έμποροι αυτοκινήτων παρέχουν στους πελάτες τους το δάνειο που θα επιτρέψει την αγορά του αυτοκινήτου. Ο δε δανεισμός οδηγεί στο χρέος.
Είναι το χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Τα πλεονάσματα των χωρών με μεγάλα πλεονάσματα περνούν στη διεθνή αγορά που με τη σειρά της τα διοχετεύει με τη μορφή δανείων σε εκείνους που τα χρειάζονται. Φυσικοί πελάτες αυτού του δανεισμού είναι οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που έχουν μεγαλύτερες ανάγκες από ότι δυνατότητες. Αυτό όμως ενέχει κινδύνους.
Τα λεγόμενα "bad loans" δάνεια που ο δανειολήπτης αδυνατεί να ξεπληρώσει εν μέρει ή και ολοκληρωτικά. Όταν όμως η τράπεζα δεν εισπράξει αυτά που έχει δανείσει, δυσκολεύεται με τη σειρά της να πληρώσει τους δικούς της πιστωτές και καταθέτες. Η κρίση προήλθε, ακριβώς, από τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια που παρείχαν αφειδώς πολλές τράπεζες που στη συνέχεια βρέθηκαν προ αδιεξόδου όταν λόγω και της σταδιακά εντεινόμενης ανεργίας, εκείνοι που δανείσθηκαν δεν μπορούσαν να καταβάλλουν τις δόσεις τους. Επίσης τα κτίρια, σπίτια και γραφεία, που είχαν κατασκευασθεί επίσης αφειδώς δεν βρήκαν αγοραστές και ενοικιαστές οδηγώντας τους κατασκευαστές και τις τράπεζες που τους είχαν δανείσει, σε αδιέξοδο.
Το έλλειμμα ή το πλεόνασμα ενός προϋπολογισμού προκύπτει στο τέλος του έτους από το ισοζύγιο των δαπανών του κράτους με τα ( κατά βάσιν φορολογικά ) έσοδά του. Η ανάγκη να αποτραπεί η μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε πραγματική καταστροφή ώθησε τα περισσότερα κράτη μέλη να παράσχουν τεράστια κονδύλια για τη στήριξη των τραπεζών και των οικονομιών τους. Τούτο σε μία περίοδο στην οποία τα φορολογικά έσοδα πλήττονταν από τη μείωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας λόγω της κρίσης, με τελικό αποτέλεσμα την εκτόξευση των ελλειμμάτων στις περισσότερες χώρες.
Είναι το ποσό που το κράτος οφείλει στους πιστωτές του και εν πολλοίς προκύπτει από τη συσσώρευση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Όταν οι δαπάνες υπερβαίνουν τα έσοδα το κράτος είναι υποχρεωμένο να δανεισθεί εκδίδοντας κρατικά ομόλογα.
Το ομόλογο είναι στην πράξη μια υπόσχεση : εκείνος που το εκδίδει υπόσχεται να αποπληρώσει εντόκως το ποσό που του παρέχουν εκείνοι που αγοράζουν το ομόλογο. Τα κρατικά ομόλογα εκδίδονται από το δημόσιο και τα αγοράζουν τράπεζες και άλλοι οργανισμοί όπως τα ασφαλιστικά ταμεία με την προοπτική μελλοντικής και έντοκης εξόφλησής τους.
Το ύψος του επιτοκίου που επιβαρύνει τα ομόλογα είναι εκείνο που κρίνει το μέγεθος της επιβάρυνσης του φορολογούμενου. Όσο μεγαλύτερος θεωρείται ο κίνδυνος να μπορέσει μια χώρα να αποπληρώσει τα δάνεια που έχει ανάγκη τόσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο, άρα τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσό που είναι υποχρεωμένο το κράτος αυτό να καταβάλλει κάθε χρόνο στους πιστωτές του.
Διαφορά επιτοκίου. Γνωστότερη ως " spread " είναι η διαφορά, εκπεφρασμένη σε μονάδες βάσης ( όπου 1% ισοδυναμεί με 100 μονάδες βάσης ), μεταξύ του επιτοκίου που επιβάλλεται στα θεωρούμενα ως ασφαλέστερα ομόλογα και στα υπόλοιπα. Στη ζώνη ευρώ το spread προσδιορίζεται με βάση το επιτόκιο των γερμανικών ομολόγων. Για παράδειγμα, αν το γερμανικό επιτόκιο είναι 3,0% και τα ομόλογα μιας άλλης χώρας εμφανίζουν spread 350 μονάδων βάσης, τότε τα ομόλογα αυτής της χώρας επιβαρύνονται με επιτόκιο 6,5%. Σε κάθε περίπτωση η διαφορά ή spread αντανακλά το πόσο " επικίνδυνα " ή μη θεωρούν οι επενδυτές τα ομόλογα κάθε χώρας.
Είναι η αποπληρωμή χρέους με νέο δανεισμό. Όταν πλησιάζει η ωρίμανση ( με άλλα λόγια η εκπνοή ) των ομολόγων της, μια χώρα μπορεί να εκδώσει νέα για να πληρώσει τους κατόχους τους. Είναι η συνήθης πρακτική παγκοσμίως. Προβληματική και εστία προβλημάτων όταν οι πιστωτές αρνούνται να καλύψουν την έκδοση των νέων ομολόγων κρίνοντας τον κίνδυνο υπερβολικό και αντ ' αυτού απαιτούν την εξόφληση της υφιστάμενης οφειλής.
Συμφωνία ανταλλαγής ασφαλίστρων κινδύνου χρεοκοπίας. Ασφάλιστρο χρεοκοπίας που εκδίδεται για να ασφαλίσει τον πιστωτή έναντι του κινδύνου να μην εισπράξει όλο ή μέρος του ποσού που του οφείλεται. Σε περίπτωση χρεοκοπίας ο κάτοχος CDS αποζημιώνεται και την απώλεια υφίσταται αυτός που το εξέδωσε. Τα CDS εκδίδονται από τράπεζες, επενδυτικά ταμεία και άλλους χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ασφάλιστρο χρεοκοπίας που αγοράζει επενδυτής χωρίς να κατέχει τη λεγόμενη υποκείμενη αξία, πιο απλά το ομόλογο που ασφαλίζει το CDS. Όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος στάσης πληρωμών τόσο υψηλότερη είναι η αξία του. Η απαγόρευσή τους εξετάζεται σε επίπεδο ΕΕ.