ΜΕΣΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ Ένα μέτρο για το οποίο γίνεται συχνά λόγος είναι η λεγόμενη Μέση Απόδοση των Επενδύσεων (average rate of return) που ονομάζεται και μέση απόδοση λογιστικής αξίας (average return on book value). Κι αυτό, διότι πρόκειται για ένα λογιστικό μέτρο, το οποίο εκτιμάται εύκολα ως ο λόγος της μέσης ετήσιας καθαρής απόδοσης της επένδυσης (Μ.Ε.Κ.Α.), μετά τη φορολογία, προς το κόστος αυτής (Κ.Ε.). Μέση Απόδοση Επένδυσης (ΜΑΕ) = Μ.Ε.Κ.Α/ΚΕ
Εφόσον το εισόδημα διαφέρει από έτος σε έτος, υπολογίζεται ο μέσος όρος αυτού, ως αριθμητής του κλάσματος. Στη συνέχεια με γνωστό το κόστος της επένδυσης, υπολογίζεται η ΜΑΕ. Μετά την εκτίμηση της ΜΑΕ μιας επενδυτικής πρότασης, αυτή συγκρίνεται με την « απαραίτητη απόδοση» για τον επενδυτή, και αποφασίζεται αν η επενδυτική πρόταση θα απορριφθεί ή θα γίνει δεχτεί.
Βασικό πλεονέκτημα της μέσης απόδοσης είναι η απλότητα της εκτίμησής της από τα διαθέσιμα λογιστικά στοιχεία. Εντούτοις όμως ο ίδιος ο τρόπος υπολογισμού της παρουσιάζει μειονεκτήματα όπως: 1. Στηρίζεται στο λογιστικό εισόδημα και όχι στις χρηματικές ροές. Κατά συνέπεια, δεν παρέχει καμία πληροφορία σχετικά με την διαχρονική εξέλιξη των χρηματικών εκροών και εισροών. 2. Παραλείπεται η λεγόμενη «διαχρονική αξία του χρήματος», καθότι ο μέσος όρος της απόδοσης προέρχεται από την πρόσθεση ποσών σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, τα οποία όμως δεν έχουν την ίδια αγοραστική αξία
Δείκτης Αποδοτικότητας ή Κερδοφορίας των επενδύσεων (profitability index) Αυτός ο δείκτης ονομάζεται και λόγος κόστους – οφέλους (cost-benefit ratio) μιας επένδυσης . Ο δείκτης αποδοτικότητας παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με το κριτήριο της καθαράς παρούσης αξίας Σαν δείκτης αποδοτικότητας μιας επένδυσης ορίζεται ο λόγος της παρούσας αξίας των καθαρών εισροών της επένδυσης (ΠΑ) προς το κόστος της επένδυση (Co): ΔΑ =
Καθόσον ο δείκτης αποδοτικότητας είναι ίσος ή μεγαλύτερος της μονάδας (ΔΑ 1), ένα επενδυτικό έργο γίνεται αποδεχτό ενώ στην αντίθετη περίπτωση, όταν είναι μικρότερο της μονάδας (ΔΑ 1), η επένδυση απορρίπτεται. Είναι φανερό ότι ο δείκτης αυτός καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα με το κριτήριο της ΚΠΑ σε ότι αφορά στην αποδοχή ή την απόρριψη μιας επένδυσης. Η διαφορά με την μέθοδο της ΚΠΑ είναι ότι ενώ με την μέθοδο της ΚΠΑ παίρνουμε την διαφορά των παρουσών αξιών των εισροών και των εκροών μετρητών, στον δείκτη αποδοτικότητας σχηματίζουμε τον λόγο των παρουσών αξιών των δυο αυτών ροών μετρητών. Με το σχηματισμό του λόγου αυτού, ο δείκτης καθίσταται ανεξάρτητος από την νομισματική μονάδα και παρουσιάζεται σε αντικειμενικές μονάδες, ή μπορεί να εκφραστεί και σαν ποσοστό. Η χρησιμότητα του δείκτη εκτιμάται ιδιαιτέρως κατά την σύγκριση σχεδίων επενδύσεων διαφορετικών ποσών, γιατί εκφράζει την αποδοτικότητα ανά μονάδα νομίσματος.
ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ Πληθωρισμός είναι η κατάσταση εκείνης της οικονομίας κατά την οποία (με βάση τις αγοραίες τιμές) η προσφορά των αγαθών και υπηρεσιών δεν καλύπτει τη ζήτηση αυτών, με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών τους και των χρησιμοποιούμενων συντελεστών παραγωγής. Είναι η κατάσταση εκείνη όπου ο ρυθμός αύξησης της ζήτησης είναι ταχύτερος του ρυθμού αύξησης της παραγωγής. Έννοια του χρηματικού και του πραγματικού εισοδήματος. Η μέτρηση του γενικού επιπέδου τιμών γίνεται με τους τιμαρίθμους (δείχνουν τη μεταβολή του επιπέδου τιμών μιας ομάδας προϊόντων σε σχέση με το μέσο ύψος των τιμών των προϊόντων αυτών σε άλλη χρονική περίοδο, που λαμβάνεται ως βάση τιμών).
Για να είναι δυνατή η σύγκριση των χρηματικών αξιών και εισοδημάτων σε ετήσια βάση ή μηνιαία πρέπει να γίνει αποπληθωρισμός. Ο δείκτης πληθωρισμού, προκύπτει από τον τιμάριθμο διαιρούμενο με το 100. Δείκτης αποπληθωρισμού προκύπτει ως πηλίκο του δείκτη πληθωρισμού του έτους βάσης με τον δείκτη πληθωρισμού του Δείκτης τιμών In=(Pn/ Po) .100 Ρυθμός πληθωρισμού H= [(ΔΠΧ-ΔΠΧ-1):ΔΠΧ-1].100
Για την ενσωμάτωση του πληθωρισμού στο κριτήριο της ΚΠΑ, ισχύει: ΚΠΑ=[Σ Cn/(1+r)n.(1+H)n]-Co