ΓΕΝΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΟΡΓΑΝΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ Οργανοληπτική αναλυση. Η εξεταση των οργανοληπτικών ιδιοτητων ενός προιοντος από τα οργανα των αισθησεων Αισθηση. Αντιληψη με τις αισθησεις εξωτερικών αντικειμένων ή γεγονότων Οργανοληπτικος. Αποδίδεται σε οποιαδήποτε ιδιοτητα ενός προιόντος, που γινεται αντιληπτή με τα αισθητηρια όργανα.
Εμπειρογνώμονας. Ειδικευμένος, βασικές γνωσεις για το προιον Δοκιμαστής. Οξυδερκές, ευάισθητο, εχει επιλεγεί, εκπαιδευτεί για να αξιολογεί Εξεταστική επιτροπή. Ομαδα δοκιμαστών Αισθητικότητα. Υποκειμενικό φαινόμενο που προκύπτει από τον ερεθισμό του συστηματος των αισθήσεων.
Ευαισθησία. Ικανότητα των οργάνων των αισθησεων να αντιλαμβάνονται, ποιοτικά και ποσοτικά ερεθίσματα πολύ χαμηλής έντασης ή ελάχιστες διαφορες μεταξύ των ερεθισμών Πρόγευση. Ενεργεια που συνιστάται στην αντιληψη, αναλυση και κρίση των οργανοληπτικών χαρακτήρων και ιδιαιτερα της όσφρησης, γεύσης και αφής ενός προιοντος.
Αποδοχή. Πράξη που συνισταται στην ευνοική υποδοχή ενός προιόντος από ένα ατομο ή τον πληθυσμός μιας περιοχής Αρμονία. Ποιοότητα ενός προιόντος που δημιουργεί αίσθηση ευχαριστου συνολου. Η αίσθηση αυτή οφείλεται στην αντιληψη των συστατικών του προιόντος σαν ερεθισμό από την όσφρηση, τη γεύση και την αφη. Ο ερεθισμός αυτός πρεπει να έχει τις σωστές αναολογίες συγκέντρωσης των συσταικών στοιχείων του προιόντος (όσφρηση, γέυση, αφή)
Αποδεκτό. Κατασταση προιόντος που γίνεται ευνοικά δεκτό από ένα άτομο ή πληθσμό αναλογα με τις οργανοληπτικές του ιδιότητες. Διακριση. Ποιοτική ή και ποσοτική διαφοροποίηση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ερεθισμών Αντιστάθμιση. Το αποτελεσμα της αλληλεπίδρσης ενός συνολου ερεθισμών που έχει σα συνέπεια κάθε ρεθισμός να γίνεται αντιληπτός με λιγότερη ένταση από ότι αν ήταν απομονωμένος
Όψη. Είναι το σύνολο των οργανοληπτικών χαρακτήρων που γίνονται αντιληπτοί με τα όργανα της όρασης δηλ. μεγεθος, μορφή, χρώμα, σχήμα, θολότητα, διαύγεια, ρευστότητα, αφρός και παρουσία λεπτών φυσαλίδων.
Όξινος. Περιγράφει τη βασική γεύση που δημιουργείται από αραιά υδατικά διαλυματα των περισσοτερων οξέων π..χ γαλακτικο, τρυγικό, περιγράφει την ιδιοτητα καθαρών σωματων ή μειγματων των οποίων η πρόγευση προκαλεί αυτό το γευστικό αίσθημα
Δριμύς. Περιγράφει την οσφρητικο-γευστική αισθητικότητα με κυριαρχία οξέων τα οποία συνηθως προέρχονται από ζυμωσεις καθώς και τα είδη διατροφής που παραγουν αυτή την αισθητικότητα. Ορισμενοι παραγοντες, που συνεισφέρουν σε αυτην την αισθητικοτητα, συνδεονται με τη διαδικασια της ζυμωσης, παραδειγματος χαρη οξικής ή γαλακτικής, ενός προϊόντος διατροφλης
Πικρή γεύση. Περιγράφει τη βασική γεύση που δημιουργείται από αραιά υδατικά διαλυματα των περισσοτερων οξέων π..χ κινίνο, καφείνη και ορισμένα αλκαλοειδη, περιγράφει την ιδιοτητα καθαρών σωματων ή μειγματων των οποίων η πρόγευση προκαλεί αυτό το γευστικό αίσθημα
Αλμυρή γεύση. Χαρακτηριστική αισθητικότητα που γίνονται αντιληπτή μεσω της αίσθησης της γεύσης, τυπικο παραδεισμα από το χλωριουχο νατριο. Γλυκιά γεύση. Από υδατικά διαλύματα, όπως είναι η σακχαρόζη. Στυφή γεύση. Τανίνες (γεύση αγριοδαμασκηνου) Γεύση. Αισθητικότητα που γίνεται αντιληπτή από τις γευστικές θηλές όταν ερεθίζονται από ορισμένες διαλυτές ουσίες.
Βασική γεύση. Κάθε μια από τις 4 αναγνωρισμένες γεύσεις, γλυκιά, αλμυρή, ξινή, πικρή Οσμή. Σύνολο αισθητικότητων που γίνονται αντιληπτές από το όργανο της όσφρησης κατά την εισπνοή ορισμένων πτητικών ουσι΄ψν. Άρωμα. Ευχαριστες αισθητικότητες που γίνονται αντιληπτές από το όργανο της όσφρησης κατά την προγευση ενός προιόντος διατροφής.
Επιγευση. Συνολο αισθητικοτητων που γίνονται αντιληπτές μετα την εξάλειψη του ερεθισμού του στοματος και οι οποίες διαφέρουν από εκείνες που είχαν γίνει αντιληπτές προηγουμένως. ΑρωμαΤικός. Αποδίδεται στην ιδιοτητα καθαρών σωματων ή μειγματων των οποίων η προγευση προκαλει αισθητικότητας πο περιγράφονται από τον όρο «άρωμα»