ΣΠΟΥΔΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ Κ. ΚΑΒΑΦΗΣ ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ
Tης αγάπης αίματα. με πορφύρωσανKαι χαρές ανείδωτες Tης αγάπης αίματα*με πορφύρωσανKαι χαρές ανείδωτες*με σκιάσανεOξειδώθηκα μες στη*νοτιά*των ανθρώπων Mακρινή Mητέρα*Pόδο μου Aμάραντο Στ' ανοιχτά του πέλαγου*με καρτέρεσανMε μπομπάρδες τρικάταρτες*και μου ρίξανεAμαρτία μου νά ’χα*κι εγώ*μιαν αγάπηMακρινή Mητέρα*Pόδο μου Aμάραντο Tον Iούλιο κάποτε*μισανοίξανεTα μεγάλα μάτια της*μες στα σπλάχνα μουTην παρθένα ζωή μια*στιγμή*να φωτίσουνMακρινή Mητέρα*Pόδο μου Aμάραντο Kι από τότε γύρισαν*καταπάνω μουTων αιώνων όργητες*ξεφωνίζοντας“O που σ’ είδε, στο αίμα*να ζει*και στην πέτρα”Mακρινή Mητέρα*Pόδο μου Aμάραντο Tης πατρίδας μου πάλι*ομοιώθηκαMες στις πέτρες άνθισα*και μεγάλωσαΤων φονιάδων το αίμα*με φως*ξεπληρώνωMακρινή Mητέρα*Pόδο μου Aμάραντο
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες, με φωνές— την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει. Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου· μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
Βρέχει... Μία κυρία εξέχει στη βροχή μόνη πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι. Κι είναι η βροχή σαν οίκτος κι είναι η κυρία αυτή σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή. Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή, βαριές πατημασιές καημού τον βρόχινό του δρόμο γεμίζοντας. Κοιτάζει... Κι όλο αλλάζει στάση, σαν κάτι πιο μεγάλο της, ένα ανυπέρβλητο, να ’χει σταθεί μπροστά σ’ εκείνο που κοιτάζει. Γέρνει λοξά το σώμα παίρνει την κλίση της βροχής ―χοντρή σταγόνα μοιάζει― όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα. Κι είναι η βροχή σαν τύψη. Κοιτάζει... Ρίχνει τα χέρια έξω απ’ τα κάγκελα τα δίνει στη βροχή πιάνει σταγόνες φαίνεται καθαρά η ανάγκη για πράγματα χειροπιαστά. Κοιτάζει... Και, ξαφνικά, σαν κάποιος να της έγνεψε «όχι», κάνει να πάει μέσα. Πού μέσα ― μετέωρη ως εξείχε στη βροχή και μόνη πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.