‘’Το μοιρολόγι της φώκιας’’ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Κάτω από τον κρημνόν όπου βρέχουν τα κύματα…
…όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη…
… και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γυαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωριού, όπου δεν παύουν από πρωίας μέχρι εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι…
… κατέβαινε το βράδυ βράδυ η γριά Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία… Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι… εν θυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει στο αλώνι εκείνο του Χάρου…
δύο κοράσια και τρία αγόρια εις μικράν ηλικίαν, της είχε θερίσει ο Χάρος, ο αχόρταστος…
…Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της… …Και της είχον μείνει μόνο δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα…
…Της είχε μείνει και μία κόρη, …υπανδρευμένη… …Πλησίον αυτής η γρια Λούκαινα εθήτευε τώρα εις το γήρας της
Η γραία έκυψεν εις την ακτήν χθαμαλού θαλασσοφαγωμένου βράχου
…εφ’ ου ήτο το Κοιμητήριον…
Εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως… τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα…
…παραπλεύρως είχε καθίσει… βοσκός, επιστρέφων με το μικρό κοπάδι του από τους αγρούς…
Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού…
Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά…
Μία φώκη, εθέλχθη από τον θορυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού
Μία μικρά κόρη…η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών…ήλθε να την εύρη…
Ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν
Είδεν εν μικρόν μονοπάτι… Είδεν εν μικρόν μονοπάτι…
Εις την αμφιλύκην του νυκτώματος
…Πολύ απότομον, πολύ κατηφορικόν…
Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει
Εγλίστρησε κι έπεσε, μπλούμ! εις το κύμα…
Καθώς είχε νυκτώσει ήδη… 23
Η γραία Λούκαινα ήρχισε να ανέρχεται το μονοπάτι…
Κείνος ο σουραυλής θα είναι…, είπε… 25
Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους, με τη φλογέρα του… 26
…μόνο ρίχνει και βράχια στο γυαλό για να χαζεύη… 27
Κι εξηκολούθησε τον δρόμον της…
Κι η γολέτα εξηκολούθει να βολταντζάρη εις τον λιμένα
Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του
Κι η φώκη… ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας
Κι ήρχισε να το μοιρολογά…
Σαν να ΄χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου
Τμήμα β3
Τμήμα Β3