ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙ ΑΛΟΓΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Ε΄ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΕΛΕΡΟΥ
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα απομακρυσμένο νησί υπήρχε μια μεγάλη φάρμα. Σε αυτόν τον όμορφο χώρο ζούσαν πολλά και διαφορετικά ζώα ειρηνικά και αγαπημένα μεταξύ τους. Άνθρωπος δεν υπήρχε πουθενά . Ζούσαν ευτυχισμένα και είχαν ως αρχηγό τους ένα θαλασσί άλογο. Το κάθε ζώο πρόσφερε ότι μπορούσε για να λειτουργεί η παράξενη αυτή φάρμα χωρίς προβλήματα. Έπαιρναν αποφάσεις από κοινού, συζητούσαν ήρεμα και πάνω από όλα σέβονταν και αγαπούσαν τον αρχηγό τους.
Το όνομα του ήταν Ποσειδώνας.
Ένα πρωινό ο Ποσειδώνας βρήκε στην ακτή μια όμορφη κοπέλα Ένα πρωινό ο Ποσειδώνας βρήκε στην ακτή μια όμορφη κοπέλα. Είχε ναυαγήσει το προηγούμενο βράδυ κατά τη διάρκεια μιας φρικτής καταιγίδας. Η κοπέλα ήταν αναίσθητη και τη μετέφερε με προσοχή στη φάρμα. Εκεί όλα τα ζώα βοήθησαν να αποκτήσει τις αισθήσεις της και να γιατρέψουν τα τραύματα της. Η κοπέλα που την έλεγαν Αγάπη, ξαφνιάστηκε όταν κατάλαβε ότι τα ζώα μιλούσαν σαν άνθρωποι. Ο Ποσειδώνας της εξήγησε ότι εδώ και πολλά χρόνια, μια μάγισσα τους μεταμόρφωσε σε ζώα και μόνο αν κάποιος έδινε τη ζωή του για αυτόν θα έπαιρνε την κανονική μορφή του πρίγκιπα που ήταν πριν. Η Αγάπη λυπήθηκε με το άκουσμα αυτό καθώς ήταν συμπονετική και παρακαλούσε το θεό να τους γλιτώσει από αυτή την κατάρα. Η ίδια όμως δε μαρτύρησε το δικό της μυστικό. Από μικρό παιδί είχε το χάρισμα να μεταμορφώνεται σε γοργόνα με όμορφη ουρά κάθε φορά που έμπαινε στο νερό. Δεν ξεχνούσε όμως τα λόγια της μητέρας της που την προειδοποιούσε να το κρατήσει μυστικό γιατί αλλιώς θα χαθεί αυτό το χάρισμά της. Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και όμορφα. Η Αγάπη ήταν πλέον το νέο μέλος μια μεγάλης οικογένειας. Μοιράζονταν τόσο τις δουλειές όσο και όλα τα αγαθά. Την ημέρα απολάμβαναν βόλτες τόσο στο δάσος όσο και στην παραλία και συζητούσαν ώρες ατελείωτες τα βράδια γύρω από τη φωτιά. Όλο αυτό το διάστημα ο Ποσειδώνας παρατήρησε ότι η Αγάπη δεν τους ακολουθούσε στις βουτιές και στα παιχνίδια τους στη θάλασσα. Κάθονταν στην παραλία, τους κοίταζε με μελαγχολικά μάτια και νοσταλγούσε τις μέρες που ανέμελα βουτούσε στα γαλαζοπράσινα νερά της. Βλέποντας την ο Ποσειδώνας σκέφτηκε ότι μετά την περιπέτεια της το βράδυ της καταιγίδας φοβόταν να πλησιάσει τη θάλασσα. Ευγενικός και διακριτικός όπως ήταν ήθελε να της δώσει χρόνο να εξοικειωθεί.
Κάθε μέρα που περνούσε ένιωθε όλο και πιο μεγάλη συμπάθεια για την κοπέλα και πολλές φορές την παρατηρούσε από μακριά. Ανησυχούσε κάθε στιγμή που δεν ήταν κοντά του. Τις ώρες που δεν ήξερε που βρίσκεται φοβόταν μη τη χάσει ξαφνικά, όπως ξαφνικά του την έφερε και η καταιγίδα. Η Αγάπη καταλάβαινε το ενδιαφέρον του και μόνο στον εαυτό της τολμούσε να ομολογήσει ότι ένιωθε την ίδια με αυτόν μεγάλη συμπάθεια. Κάποια βράδια όταν πίστευε ότι κανένας δεν θα την αναζητούσε πήγαινε στην παραλία και μπορούσε να απολαύσει τη θάλασσα που τόσο τις έλειπε. Κολυμπούσε με τις ώρες κάτω από το φως του φεγγαριού και πάλι γρήγορα γυρνούσε να κοιμηθεί προτού καταλάβουν οι υπόλοιποι ότι είχε απομακρυνθεί.
Ένα από αυτά τα βράδια ο Ποσειδώνας που κατάλαβε ότι η Αγάπη έβγαινε κρυφά από τη φάρμα την ακολούθησε και έκπληκτος την είδε να βουτάει στη θάλασσα. Η έκπληξη του ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν είδε τη θέση των ποδιών της να παίρνει μια πανέμορφη ουρά γοργόνας. Ξαφνιάστηκε, θύμωσε και στεναχωρήθηκε που του κρατούσε κάτι τέτοιο μυστικό γιατί πίστευε ότι μεταξύ τους ήταν ειλικρινείς και ότι είχαν ένα ξεχωριστό δέσιμο. Γρήγορα όμως τη θέση του θυμού πήρε η λύπη γιατί κατάλαβε πόσο δύσκολο ήταν για την Αγάπη να πρέπει να κρύβεται και ήταν σίγουρος ότι είχε πολύ σοβαρό λόγο που δεν του το είχε πει. Χωρίς να κάνει αισθητή την παρουσία του απομακρύνθηκε αθόρυβα.
Ο καιρός περνούσε και τίποτα δεν τάραζε την ηρεμία αυτού του νησιού μέχρι που κάποια στιγμή εμφανίστηκε στον ορίζοντα ένα καράβι που όλο και πλησίαζε την ακτή. Ο Ποσειδώνας ειδοποίησε τα ζώα και την Αγάπη να κρυφτούν στο δάσος και να περιμένουν μέχρι να δουν τι σκοπό είχαν οι άνθρωποι που κυβερνούσαν και βρίσκονταν πάνω στο καράβι. Αποβιβάστηκαν αρκετοί άντρες με όπλα και ο Ποσειδώνας ήταν σίγουρος ότι οι προθέσεις τους δεν ήταν τόσο φιλικές και καλές. Τους παρατηρούσε την ώρα που εξερευνούσαν την παραλία μέχρι και την στιγμή που ανακάλυψαν τη φάρμα. Ξεκίνησαν να καταστρέφουν ότι έβρισκαν μπροστά τους και η οργή του ξεχείλισε. Με ένα γρήγορο βήμα στάθηκε μπροστά τους πιστεύοντας πως έπρεπε να προστατέψει αυτό που είχαν για χρόνια για σπιτικό τους. Οι άνθρωποι τα έχασαν βλέποντας τον αλλά αμέσως μετά οργανώθηκαν και έκαναν τα αδύνατα δυνατά να πιάσουν ένα τόσο όμορφο αλλά και ξεχωριστό άλογο. Δεν είχαν ξαναδεί άλογο με αυτό το υπέροχο χρώμα και αμέσως κατάλαβαν την αξία που θα είχε αν το πουλούσαν σε κάποια αγορά. Οργανώθηκαν, τον περικύκλωσαν και με ένα δίχτυ προσπαθούσαν να τον πιάσουν. Ο Ποσειδώνας όσο τους έβλεπε και τους άκουγε τόσο θύμωνε και χλιμίντριζε δυνατά. Έτρεχε, κλωτσούσε και απειλητικά σηκώνονταν στα πίσω του πόδια. Η Αγάπη και τα υπόλοιπα ζώα προσπαθούσαν να παραμείνουν στο δάσος παρόλο που ανησυχούσαν ακούγοντας τον. Η εντολή του όμως ήταν ξεκάθαρη. Έπρεπε να περιμένουν μέχρι να απομακρυνθούν αυτοί που τους απειλούσαν. Τα λεπτά που περνούσαν τους φαίνονταν ώρες και μη μπορώντας πλέον η Αγάπη να έχει εικόνα των όσων συνέβαιναν αποφάσισε να πλησιάσει. Αυτό που αντίκρισε την έκανε να χλομιάσει από φόβο και αγωνία. Ο Ποσειδώνας να παλεύει με όλους αυτούς που αγανακτισμένοι έβγαλαν ένα όπλο και σημάδευαν τον αγαπημένο της φίλο.
Χωρίς να σκεφτεί τίποτα, πετάγεται απότομα μπροστά τους και η σφαίρα πέτυχε την όμορφη κοπέλα. Έπεσε στην αγκαλιά του Ποσειδώνα και ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη της φανέρωνε τη μεγάλη της αγάπη. Οι άνθρωποι πάγωσαν από το φόβο τους γιατί ένα λαμπερό φως απλώθηκε γύρω από την κοπέλα και το άλογο. Έμειναν με ανοιχτό το στόμα όταν μπροστά στα μάτια τους ο Ποσειδώνας μεταμορφώθηκε σε ένα πανέμορφο παλικάρι. Η κατάρα είχε λυθεί. Η Αγάπη με την αγάπη της και την αυτοθυσία της έκανε το θαύμα της. Την κρατούσε αγκαλιά του και δεν μπορούσε να καταλάβει τι του συμβαίνει. Χρόνια περίμενε αυτή τη στιγμή της μεταμόρφωσης και τώρα που ήρθε μόνο λύπη και πόνο ένιωθε. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι θα έχανε την Αγάπη. Ένα δάκρυ κύλησε αργά από τα μάτια του και σαν σταγόνα βροχής έπεσε πάνω στο τραύμα της Αγάπης. Εκείνη τη στιγμή γύρισε η ζωή στα μάτια της και άκουσε μια φωνή να του ψιθυρίζει “ η αγάπη κάνει θαύματα …” Γύρισε γύρω του και βλέπει τους ανθρώπους να φεύγουν γρήγορα και τρομοκρατημένοι στο καράβι τους. Τα υπόλοιπα ζώα μεταμορφωμένα πλέον και αυτά να τον πλησιάζουν και η Αγάπη να του χαμογελά ευτυχισμένη αν και ξαφνιασμένη.
Το φως που τους είχε τυλίξει τους μετέφερε απότομα στο βασίλειο του όπου άρχισαν οι ετοιμασίες του γάμου τους. Μέρες χαράς και ευτυχίας τους περίμεναν και έζησαν πολλά χρόνια μια ζωή σαν παραμύθι. ΤΕΛΟΣ