ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ Μάριος Λ. & Μάριος Χ.
Η ΜΑΜΗ Η μαμή, όπου κι αν ήταν ή ό,τι κι αν έκανε, ήταν υποχρεωμένη από καθήκον, να τρέξει και να βοηθήσει την ετοιμόγεννη κι ανήμπορη γειτόνισσα, να ξεγεννήσει. Η μαμή παρακολουθούσε και βοηθούσε ψυχολογικά την γυναίκα που θα γένναγε. Της άλλαζε στάσεις, της έσπρωχνε την κοιλιά και τέλος, μόλις άρχιζε να φαίνεται το παιδί, με χίλιες δυο προφυλάξεις, το τράβαγε σιγά-σιγά για να το βγάλει στο φως της μέρας. Μετά τα γεννητούρια και εφ’ όσον όλα πήγαιναν καλά, η οικογένεια δώριζε στη μαμή ένα σαπούνι, ένα ψωμί και χρήματα. Η μαμή του χωριού δεν ήταν υπεράνθρωπος. Ήταν μια απλή και αγράμματη γυναίκα, που έμαθε την τέχνη απ’ τη μάνα της κι απ’ τις γριές του χωριού. Το ίδιο πράγμα έκανε κι αυτή. Παρέδιδε τις γνώσεις της και τις εμπειρίες της, στις επόμενες.
Ο ΜΥΛΩΝΑΣ Οι άνθρωποι από τότε που ανακάλυψαν το σιτάρι και τα άλλα δημητριακά, βρέθηκαν στην ανάγκη να το αλευροποιήσουν για να κάνουν το ψωμί και τα γλυκά τους. Ο πρώτος μύλος ήταν 2 επιφάνειες, που χτυπιούνταν μεταξύ τους, π.χ. 2 πέτρες (εάν στη μέση βάλουμε σπόρους, αυτοί, με πολλά χτυπήματα γίνονται σκόνη). Μετά βρέθηκε ο τρόπος της τριβής και τέλος της περιστροφής, με τις γνωστές μυλόπετρες. Η κάτω πέτρα ήταν σταθερή κι η πάνω περιστρεφόταν. Η περιστροφή σε μικρό μύλο γινόταν με το χέρι και με δύναμη ζώου, αέρα ή νερού. Οι ανεμόμυλοι ήταν συνήθως σε υψώματα, για να δέχονται τα πανιά της φτερωτής μεγάλης δύναμης του αέρα. Στη συνέχεια, η κίνηση μεταδιδόταν στον κεντρικό άξονα, που έστρεφε το πάνω λιθάρι. Οι νερόμυλοι ήταν σε χαμηλά μέρη, όπου περνούσε νερό. Εκεί, περνούσε το νερό μέσα από το βαγένι, που ήταν φαρδύ στο πάνω μέρος και στενό κάτω και κατευθυνόταν στις ακτίνες της φτερωτής. Τούτο ήταν ξύλινο, σαν βαρέλι, ή σιδερένιο ή τσιμεντένιο. Τα λιθάρια γύριζαν και δέχονταν το σιτάρι, που έπεφτε στο κέντρο απ’ τη χούρχουρη, που γέμιζε απ’ το σιτάρι που έριχνε ο μυλωνάς. Το σιτάρι έβγαινε ψιλοκομμένο, φαρίνα, χοντροκομμένο ή πλιγούρι για τραχανάδες, ανάλογα με τη θέληση του μυλωνά. Ο μυλωνάς, για αμοιβή, έπαιρνε μερικές οκάδες ή κιλά αλεύρι, κατά το έθιμο. Αν οι πελάτες μπορούσαν να πληρώσουν με χρήματα, έπαιρναν όλο το αλεύρι τους.
Ο ΤΣΟΠΑΝΗΣ Τσοπάνης ή τσιοπάνης ή τσόπανος ή τσοπάνος ή βοσκός λέγεται εκείνος που φυλάει (=βόσκει) πρόβατα ή γίδια. Δουλειά δύσκολη, επίπονη και πολλές φορές και επικίνδυνη. Υποκοριστικό του τσοπάνη είναι το τσοπανάκος, σπάνια όμως λέγεται. Πληθυντικός αριθμός τσοπάνηδες ή τσιοπάνηδες αλλά και τσοπαναραίοι.
Ο ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ Ο αγωγιάτης είχε τον εαυτό του, το ζώο του κι αν θες και τον σκύλο του. Μετέφερε την σοδειά του γείτονα, όπως λάδι, σταφίδα, τα ξινά (όπως έλεγαν τα λεμονοπορτόκαλα…) κ.ά.. Έτσι αν κάποιος είχε μια καλή παραγωγή, φώναζε τους κατοίκους του χωριού ή και διπλανών χωριών, να πάνε με διπλή αμοιβή, να μεταφέρουν τα προϊόντα τους. Αν μπορούσε να συνδυάσει πολλά ταυτόχρονα δρομολόγια, για κοντινούς προορισμούς, κι αυτός κέρδιζε περισσότερα χρήματα και η μεταφορά στοίχιζε πιο φθηνά.
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ Ήταν ο άνθρωπος που διάβαζε τα γράμματα στους αγράμματους ανθρώπους του χωριού κυρίως, ή και της πόλης. Έτσι έπαιρνε το χαρτζιλίκι του. Άλλοτε έγραφε κι άλλοτε διάβαζε τα γράμματα που συνήθως τότε έστελναν οι μετανάστες της Αμερικής και οι φαντάροι. Ο γραμματικός επίσης διάβαζε την εφημερίδα στο καφενείο κι όλοι παρακολουθούσαν να μάθουν νέα από το μέτωπο. Για να ξέρει γράμματα ο γραμματικός, σήμαινε ότι ήταν πρώτον άνδρας, γιατί οι γυναίκες τότε δεν πήγαιναν στο σχολείο, και δεύτερον θα ήταν καλής οικογένειας.
Η ΠΛΥΣΤΡΑ Από τότε μέχρι και τελευταία που μπήκαν τα υδραγωγεία, οι άνθρωποι πήγαιναν στα ποτάμια και στις λίμνες για να πλύνουν τα ρούχα τους. Απαραίτητα εργαλεία για την πλύση ήταν: το καζάνι, η σκάφη, το σαπούνι, η αλισίβα, ο κόπανος, η κοπανίτσα, η δρυμή, η βούρτσα και η αγγλιά (έτσι έλεγαν την νεροκολοκύθα που χρησιμοποιούσαν για να παίρνουν το νερό από το καζάνι). Η σκάφη συνήθως ήταν ξύλινη. Οι πρώτες σκάφες ήσαν κορμοί δέντρων που είχαν πελεκηθεί και ήταν σαν βάρκες. Άλλωστε είναι συνώνυμη η λέξη σκάφη και σκάφος που είναι η βάρκα. Αργότερα έγιναν και σιδερένιες ή αλουμινένιες. Όπως κι αν ήταν, είχαν στη μία εσωτερική επιφάνεια ραβδώσεις, για να τρίβονται ή να χτυπιούνται τα ρούχα. Η πλύστρα ήταν η γυναίκα που έπλενε ρούχα στο χέρι έναντι αμοιβής
Η ΠΑΡΑΜΑΝΑ Στην αρχαία Ελλάδα την ονόμαζαν τροφό. Η τροφός λοιπόν, η παραμάνα, ήταν μια γυναίκα, η οποία αντικαθιστούσε τη μάνα, στην περίπτωση που αυτή δεν ήταν σε θέση ή για κάποιο άλλο λόγο δεν ήθελε να δώσει το μητρικό γάλα στο παιδί της. Τέτοιες περιπτώσεις είχαμε στο παρελθόν πάρα πολλές, γιατί δεν υπήρχαν τα σημερινά γάλατα, που δίνουμε στα μωρά. Εάν λοιπόν κάποια μητέρα δεν είχε δικό της γάλα, γιατί της κόπηκε από κάποια ασθένεια ή ατύχημα, το μωρό το τάιζε κάποια άλλη γυναίκα που είχε κι αυτή μωρό. Πολλές, κυρίως πλούσιες μανάδες, για να μην χαλάσουν τα στήθη τους, έπαιρναν άλλες γυναίκες και θήλαζαν τα μωρά τους. Σε άλλη περίπτωση έπαιρναν άλλη γυναίκα, όταν η μητέρα δεν είχε αρκετό γάλα και το μωρό ζητούσε περισσότερο. Η παραμάνα ήταν εκείνη που θα έδινε το συμπλήρωμα. Οι γυναίκες, λοιπόν, εκείνες που με αμοιβή έδιναν το μητρικό γάλα σε ξένα παιδιά, ήταν οι παραμάνες. Το επάγγελμα αυτό σταμάτησε από τότε που βγήκαν τα βιομηχανικά προϊόντα και το παστεριωμένο γάλα.
Ο ΛΟΥΣΤΡΟΣ Σήμερα δεν βλέπουμε τον λούστρο να κάθεται σε μια γωνιά, γιατί δεν τον χρειαζόμαστε πλέον. Υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα με τα μπουκαλάκια που έχουν ένα σφουγγαράκι στην άκρη με μπογιές όλων των αποχρώσεων. Άλλωστε τα παπούτσια μας δεν σκονίζονται τόσο πολύ, γιατί οι δρόμοι είναι ασφαλτοστρωμένοι. Οι λούστροι έπιαναν σίγουρα περάσματα και έστηναν την κασελάρα τους ή το κασελάκι τους και περίμεναν. Γυάλιζαν τις μπρούντζινες γωνιές και τα διακοσμητικά σιδερένια μέρη, ώστε να αστράφτουν στον ήλιο και να θαμπώνουν τους περαστικούς. Τα κασελάκι ήταν γεμάτο με μπουκάλια διαφόρων χρωμάτων. Η δουλειά άρχιζε με την τοποθέτηση του ποδιού στην ειδική βάση, που ήταν στη μέση της κασέλας. Μετά ο λούστρος σήκωνε τα μπατζάκια του παντελονιού του πελάτη και τα ξεσκόνιζε με την βούρτσα των ρούχων. Έπαιρνε μια μικρή σπάτουλα και καθάριζε τις λάσπες που είχαν κολλήσει στα παπούτσια και στις σόλες. Και με μια άγρια βούρτσα ξεσκόνιζε την σόλα και το τακούνι. Έπαιρνε το μπουκαλάκι και έριχνε λίγη μπογιά στο φυσικό σφουγγάρι. Περνούσε το ένα παπούτσι με την μπογιά και στη συνέχεια με την κόχη της βούρτσας χτυπούσε το κασελάκι για να συνέλθει ο ονειροπαρμένος πελάτης που χάζευε με τους περαστικούς. «Το άλλο» του έλεγε και ο πελάτης σήκωνε σαν το άλογο το άλλο πόδι και το έβαζε στην υποδοχή. Τέλος ακολουθούσε η ίδια διαδικασία και στο άλλο παπούτσι. Με νέο χτύπημα τον ειδοποιούσε να φέρει ξανά το πρώτο πόδι, για να βάλει γλυκερίνη. Μετά έπαιρνε την τσόχα για τα μαύρα ή κόκκινα παπούτσια και τα γυάλιζε. Έτσι, όταν αυτά άστραφταν και έφταναν στη μεγαλύτερη γυαλάδα, ο λούστρος έβγαζε τις φίντες, που ξέχασα να αναφέρω, από τα πλαϊνά του ποδιού, που τις είχε βάλει, για να μην βαφτούν οι κάλτσες. Έτσι τα παπούτσια ήταν έτοιμα.
Ο ΛΑΤΕΡΝΑΤΖΗΣ Ο λατερνατζής είναι ένας επαγγελματίας με διπλή ιδιότητα. Είναι ο κατασκευαστής της λατέρνας σε πρώτο στάδιο και σε δεύτερο ο τραγουδοθέτης, αυτός δηλαδή που έβαζε τα τραγούδια. Η λατέρνα είναι ένα δύσκολο όργανο, γιατί οι νότες βγαίνουν από μεταλλικά ελάσματα, που είναι τοποθετημένα στη σειρά σαν δόντια χτένας. Απέναντι από τα ελάσματα περιστρέφεται ένας κύλινδρος, που πάνω του είναι τοποθετημένα αντίστοιχα καρφιά. Αυτά τα καρφιά, κατά την περιστροφή του κυλίνδρου χτυπούν ή κινούν τα ελάσματα κι αυτά παλλόμενα αποδίδουν τον ήχο. Τα ελάσματα αυτά ανάλογα με το είδος του μετάλλου και του μεγέθους τους, όταν κρούονται δίνουν διαφορετικό ήχο ή νότα. Έτσι λοιπόν κάθε νότα συνδυασμένη με τις λοιπές, βγάζει τραγούδι. Έτσι ο λατερνατζής, σαν καλός ακουστής, συνδυάζει κίνηση και ήχο. Εάν τώρα θέλει να ακούσει άλλο τραγούδι, αλλάζει σκάλα, για να παιχθεί το επόμενο και ούτω καθ’ εξής. Οι λατέρνες είναι ή φορητές ή πάνω σε καρότσι. Η εξωτερική τους διακόσμηση είναι γούστο του ιδιοκτήτη.
Ο ΓΑΛΑΤΑΣ Ο γαλατάς ήταν ιδιοκτήτης ζώων (αγελάδων, κατσικιών ή προβάτων) και πουλούσε το προϊόν του, απευθείας, ο ίδιος. Γαλατάς μπορούσε να ήταν κι εκείνος που δεν είχε δικά του ζώα, αλλά πουλούσε το γάλα που αγόραζε από τον παραγωγό. Αυτός ξυπνούσε από τα χαράματα, για να αρμέξει τα ζώα. Έβαζε το γάλα μέσα σε μεγάλα δοχεία, με μεγάλο στόμιο, τα φόρτωνε στο ζώο και έτρεχε στις γειτονιές. Έτσι και χωρίς να ξυπνάει κανέναν, άνοιγε την μεγάλη πόρτα του σπιτιού ή την εξώπορτα και γέμιζε το κατσαρολάκι, που είχε αφήσει εκεί η νοικοκυρά. Το σκέπαζε με κάποιο βαρύ καπάκι, για να μην το κυλήσει κάποια γάτα και το πιει και κατόπιν έφευγε. Πληρωνόταν, με συμφωνία, κάθε βδομάδα ή κατά μήνα. Η παραγωγή του ήταν μετρημένη, κι έτσι για να γίνει κάποιος μέλος, δηλαδή νέος πελάτης, έπρεπε να είχε τα μέσα. Πολλές φορές τύχαινε κάποια μάνα να ‘χει άρρωστο παιδί και να παρακαλάει τον γαλατά για λίγο γάλα κι αυτός να ‘ναι ανένδοτος και να μην της δίνει. Εάν της έδινε, δεν θα είχε για άλλο πελάτη (συμφωνημένο), κι ο καβγάς θα ήταν αναπόφευκτος.
Ο ΝΕΡΟΥΛΑΣ Ήταν ένας μεροκαματιάρης άνθρωπος που έβγαζε το ψωμί του, πουλώντας νερό στα σπίτια. Μέχρι το 1960, τα υδραγωγεία δεν είχαν πάει νερό σε όλες τις γειτονιές. Έτσι, οι νερουλάδες με τα βυτία τους περνούσαν από τους δρόμους και πουλούσαν νερό. Είχαν μόνιμους πελάτες και σπάνια τυχαίους. Όταν οι κοινότητες έκαναν τα υδραγωγεία και κάθε σπίτι συνδεόταν με το δίκτυο, έκλεινε τότε και μια πόρτα για τον νερουλά. Το νερό το έπαιρνε από κοινοτικό κρουνό και πλήρωνε με το κυβικό. Στα σπίτια, τότε, το πουλούσε μια δεκάρα τον τενεκέ. Ένα σπίτι για να τα βγάλει πέρα, χρειαζόταν τουλάχιστο 10 τενεκέδες την ημέρα. Έναν τενεκέ για πόσιμο νερό, έναν για πλύσιμο από τον νιφτήρα. Έναν για την τουαλέτα, έναν για μαγείρεμα, έναν για πλύσιμο ρούχων κ.ά. Εάν στο σπίτι υπήρχαν επισκέπτες, η κατανάλωση βέβαια μεγάλωνε, όπως και το καλοκαίρι που η ζέστη δημιουργούσε μεγαλύτερη ζήτηση.