Οικονομικά για Μηχανικούς Σαχαρίδης Γιώργος
Βασικές Έννοιες Κ1
Τύποι Εναλλακτικών Σχεδίων Δράσης Υπάρχουν τρεις κατηγορίες εναλλακτικών σχεδίων ή λύσεων: α. Αμοιβαία αποκλειόμενες μεταξύ τους β. Ανεξάρτητες εναλλακτικές επιλογές γ. Αλληλοεξαρτώμενες (εξαρτημένες)
Αμοιβαία αποκλειόμενες μεταξύ τους Ένα παράδειγμα αμοιβαία αποκλειόμενων εναλλακτικών λύσεων είναι η επιλογή ενός μαθήματος, ενώ όλα τα άλλα αυτόματα αποκλείονται. Ένα καλύτερο ίσως παράδειγμα είναι η κατασκευή μιας γέφυρας. Η γέφυρα μπορεί να κατασκευαστεί από ατσάλι ή από ενισχυμένο σκυρόδεμα. Η γέφυρα θα κτιστεί μόνο από ένα υλικό και έτσι το άλλο αποκλείεται. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της κατασκευής ενός κτιρίου, συνολικού εμβαδού 600 μ2, το οποίο μπορεί να έχει είτε 2 ορόφους 300 μ2 ο καθένας, είτε 3 ορόφους 200 μ2 είτε, τέλος, 4 ορόφους 150 μ2. Το τελικό κτίριο θα έχει ένα και μόνο αριθμό ορόφων.
Ανεξάρτητες εναλλακτικές επιλογές Ανεξάρτητες εναλλακτικές λύσεις είναι εκείνες που η επιλογή μιας λύσης δεν αποκλείει καμία άλλη, είτε για ταυτόχρονη επιλογή είτε για μελλοντική. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η επένδυση ενός Δημοτικού Συμβουλίου σε προγράμματα ή έργα όπως η βελτίωση του οδικού δικτύου, η δημιουργία χώρων αναψυχής, η βελτίωση του δημόσιου φωτισμού ή η επεξεργασία των απορριμμάτων. Ανάλογα με τον προϋπολογισμό του Δήμου μπορούν να υλοποιηθούν ένα ή περισσότερα έργα. Ακόμα και αν δεν χρηματοδοτηθούν όλα, υπάρχει η δυνατότητα να πραγματοποιηθούν στο μέλλον όταν βρεθούν τα χρήματα. Ο τρόπος μελέτης των αμοιβαία ανεξάρτητων λύσεων διαφέρει σημαντικά από αυτόν των αμοιβαία αποκλειόμενων.
Αλληλοεξαρτώμενες (εξαρτημένες) Τέλος οι αλληλοεξαρτώμενες λύσεις, όπως ορίζει και η ίδια η λέξη, είναι αυτές που έχουν άμεση εξάρτηση μεταξύ τους. Η αγορά ενός μηχανήματος συσκευασίας, για παράδειγμα, προϋποθέτει την εξασφάλιση χώρου τοποθέτησης κοντά στη γραμμή παραγωγής. Ένα λαϊκό ρητό λέει ότι «δεν αγοράζεις τη σέλλα πριν πάρεις το γαϊδούρι». Οι εναλλακτικές λύσεις αυτού του τύπου υπάγονται σε ευρύτερες εναλλακτικές, είτε αμοιβαία αποκλειόμενες μεταξύ τους είτε ανεξάρτητες και έτσι ο χειρισμός τους ανάγεται τελικά σε μια από τις δύο άλλες κατηγορίες.
Τύποι Επενδύσεων Οι επενδύσεις μπορούν να χωριστούν σε ιδιωτικές και δημόσιες: Οι ιδιωτικές επενδύσεις χαρακτηρίζονται από την πηγή των κεφαλαίων που διατίθενται, που είναι ιδιώτες ή ιδιωτικές εταιρείες και αποσκοπούν σε προσωπικό κέρδος και όχι στην υποστήριξη της κοινωνικής λειτουργίας. Για παράδειγμα, μια επιχείρηση μελετά την αντικατάσταση ενός τόρνου παραγωγής με ένα νεότερο μοντέλο. Δεν τίθεται θέμα δημόσιου οφέλους ούτε και ζημίας. Το μόνο ζήτημα που τίθεται είναι το κέρδος της επιχείρησης.
Τύποι Επενδύσεων Οι επενδύσεις μπορούν να χωριστούν σε ιδιωτικές και δημόσιες: Οι δημόσιες επενδύσεις καλύπτουν ένα ευρύ πεδίο, από το δορυφορικό πρόγραμμα τηλεπικοινωνιών έως μια επαρχιακή γέφυρα. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι η χρηματοδότηση είναι δημόσια και ότι από το επιθυμητό αποτέλεσμα ωφελείται το κοινωνικό σύνολο ή, έστω, ένα μέρος του. Πολλές φορές μια δημόσια επένδυση περιλαμβάνει και ιδιωτικές. Η απόφαση της εκτροπής ενός ποταμού, για παράδειγμα, χρηματοδοτείται από το δημόσιο αλλά για να πραγματοποιηθεί αυτό πρέπει να συμβάλλουν οι ιδιωτικές εταιρείες που και αυτές με της σειρά τους επενδύουν, για δικό τους όφελος όμως.
Κόστος Ευκαιρίας Κόστος ευκαιρίας είναι το όφελος που χάνεται όταν επιλεγεί μία εναλλακτική λύση έναντι μιας άλλης. Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες έννοιες στη λήψη οικονομοτεχνικών αποφάσεων. Ένα παράδειγμα είναι αυτό της αντικατάστασης ή όχι ενός παλιού αυτοκινήτου. Έστω ότι αυτό έχει ηλικία 20 ετών, έχει διανύσει πάνω από 150000 χλμ και μεγάλη κατανάλωση καυσίμου. Η πώληση του θα επιφέρει στον ιδιοκτήτη 500 Ευρώ. Στόχος είναι η αγορά ενός καινούργιου με χαμηλή κατανάλωση. Οι δύο λύσεις είναι αμοιβαία αποκλειόμενες. Το κόστος ευκαιρίας αν κρατήσει το αυτοκίνητο είναι τα 500 Ευρώ που θα έπαιρνε για την πώληση του. Γενικά η έννοια του κόστους ευκαιρίας χρησιμοποιείται ευρέως όταν οι εναλλακτικές λύσεις περιλαμβάνουν την αντικατάσταση εξοπλισμού ή τη διατήρησή του.
Κόστος Κεφαλαίου Μια υπόθεση που λαμβάνει χώρα συνήθως είναι ότι ένας επιχειρηματίας έχει αρκετές εναλλακτικές για επενδύσεις, αλλά δεν έχει τους πόρους για να χρηματοδοτήσει την λύση που επέλεξε. Τότε δανείζεται τα χρήματα από την τράπεζα με 20% ετήσιο επιτόκιο. Το επιτόκιο αυτό είναι το χρηματικό κόστος κεφαλαίου. Η επένδυση που σκοπεύει έχει κέρδος 30% ετησίως. Αν τελικά δεν επενδύσει, απορρίπτει αυτομάτως το 30%, που είναι σ' αυτήν την περίπτωση το ευκαιριακό κόστος κεφαλαίου. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό το ευκαιριακό κόστος κεφαλαίου υπερβαίνει το χρηματοπιστωτικό κόστος κεφαλαίου, γιατί διαφορετικά δεν υπάρχει λόγος να γίνει η επένδυση.
Φόρος Εισοδήματος Οι ιδιωτικές επενδύσεις συνήθως έχουν φόρο εισοδήματος και επειδή πρόκειται για έξοδο του επενδυτή πρέπει να υπολογίζεται σε κάθε οικονομική μελέτη. Κυρίως όταν οι εναλλακτικές λύσεις έχουν διαφορετική φορολογική πολιτική. Υπάρχουν αρκετές χώρες ανά την υφήλιο που δεν επιβάλλουν φόρους ή προσφέρουν φορολογικές ελαφρύνσεις για κάποιες επενδύσεις.
Πληθωρισμός Πρόκειται για μια γνώριμη έννοια στο δυτικό κόσμο και αναφέρεται στην αύξηση των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών. Οι επενδύσεις έχουν ως αποτέλεσμα οφέλη και ζημίες, που υπολογίζονται σε χρήματα. Τα χρήματα αυτά υπολογίζονται σε αξία πραγματικού χρόνου και γι' αυτό το λόγο πρέπει να συνυπολογιστεί και ο πληθωρισμός. Αυτό που ενδιαφέρει τον επενδυτή είναι η αγοραστική αξία του χρήματος και όχι η ονομαστική του.
Οικονομική Ζωή Είναι προφανές ότι εφόσον κάποιος αναφέρεται στο μέλλον πρέπει να έχει ξεκαθαρίσει το πόσο μακριά προτίθεται να κοιτάξει. Με άλλα λόγια, πρέπει να προσδιορίσει τον ορίζοντα του προγραμματισμού. Ο ορίζοντας προγραμματισμού προσδιορίζει το χρονικό διάστημα κατά την διάρκεια του οποίου μία επένδυση αναμένεται να χρησιμοποιηθεί, με άλλα λόγια την οικονομική ζωή της επένδυσης.
Οικονομική Ζωή Η οικονομική ζωή δεν είναι αναγκαστικά ταυτόσημη (ίδια) με την τεχνική της ζωή, ή διάρκεια. Η τεχνική ζωή αναφέρεται στο πόσο τεχνικά είναι δυνατόν να διαρκέσει μία επένδυση. Έτσι επενδύοντας στην αγορά ενός Α-300 (Airbus) μια αεροπορική εταιρεία θα προσδιορίσει μια οικονομική ζωή τελείως διαφορετική από την τεχνική ζωή του αεροσκάφους. Μπορεί η τελευταία να εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 25 χρόνια. Όμως, από οικονομική σκοπιά και με βάση ανάλογες περιπτώσεις αεροσκαφών η οικονομική ζωή μπορεί να εκτιμηθεί ότι δεν υπερβαίνει τα 10 χρόνια. Εξάλλου, καμία εταιρεία δεν θα ήθελε να πετάει με αντίκες παρά το γεγονός ότι αυτές είναι ικανές πτητικά.
Οικονομική Ζωή Παράγοντες που επηρεάζουν την διάρκεια της οικονομικής ζωής είναι: Η τεχνολογική ανταγωνιστικότητα Το ετήσιο λειτουργικό κόστος Η πιθανότητα εμφάνισης υποκατάστατου ή εναλλακτικού προϊόντος (ή εξαρτήματος) Οι δυνάμεις της αγοράς, η επίδραση στην συμπεριφορά του καταναλωτικού κοινού, κ.λ.π.
Οικονομική Ζωή Από την σκοπιά των μεθόδων λήψης οικονομοτεχνικών αποφάσεων, κύρια ενδιαφέρει η οικονομική ζωή μιας επένδυσης. Ο προσδιορισμός της οικονομικής ζωής πέρα από την εξέταση των παραγόντων που την επηρεάζουν θα στηριχθεί σε συγκριτικά (ή ανάλογα) στοιχεία του παρελθόντος. Η οικονομική ζωή, σαν μεταβλητή του προβλήματος, δεν είναι πάντοτε σταθερή. Ούτε σημαίνει ότι είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρήσουμε σε λειτουργία μια επένδυση καθ' όλη την διάρκεια της αρχικά εκτιμηθείσας ή υπολογισμένης οικονομικής της ζωής. Ο χώρος της λήψης οικονομοτεχνικών αποφάσεων περιέχει τα κατάλληλα εργαλεία και μεθόδους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών καθώς και για τον χειρισμό άλλων συναφών καταστάσεων.
Γωνία Θεώρησης Κατά την σύγκριση εναλλακτικών λύσεων ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι «επιπτώσεις σε ποιόν;» Με την λέξη επιπτώσεις αναφερόμαστε σε κόστος ή/και οφέλη (κέρδη). Για παράδειγμα, αν κάποιος αξιολογεί μια επένδυση σ' ένα παραγωγικό σύστημα τότε από την σκοπιά του θα θεωρήσει σαν κόστος το ύψος της απαιτούμενης αρχικά επένδυσης καθώς και το ετήσιο λειτουργικό κόστος (και άλλα, ίσως) ενώ σαν όφελος θα θεωρήσει τη μείωση του λειτουργικού κόστους (αναφορικά με την υπάρχουσα κατάσταση) ή/και άλλα άμεσα (ή έμμεσα) υπολογίσιμα κέρδη.
Γωνία Θεώρησης Με τον τρόπο αυτό ο προαναφερόμενος επενδυτής περιορίζεται στο δικό του κόστος και δικά του οφέλη εξετάζοντας τα από την δική του σκοπιά ή γωνιά θεώρησης (viewpoint). Από την άλλη μεριά η πόλη, στην οποία βρίσκεται εγκατεστημένη η εν λόγω παραγωγική μονάδα, θα αντιληφθεί (ή θα εξετάσει) κόστος και οφέλη διαφορετικά, από την δική της σκοπιά ή γωνία θεώρησης. Δηλαδή, για την πόλη το νέο παραγωγικό σύστημα σημαίνει βελτίωση (ή επιδείνωση) της μόλυνσης (αέρα, γης, ή υδάτων). Ακόμη, η νέα παραγωγική μονάδα έχει μεταξύ άλλων, κάποια επίπτωση στην αύξηση ή μείωση της ανεργίας με όλα τα συνεπαγόμενα σε κάθε περίπτωση.
Γωνία Θεώρησης Παρατηρούμε ότι ο τρόπος ή, η γωνία θεώρησης (σκοπιά) επηρεάζει άμεσα τα οφέλη και το κόστος της επένδυσης. Ακόμη είναι δυνατόν μια επένδυση να είναι συμφέρουσα (σύμφωνα με την μεθοδολογία και τα κριτήρια που αναπτύσσονται αργότερα) από μια σκοπιά θεώρησης και όχι από κάποια άλλη. Είναι δυνατόν, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση η επένδυση στο νέο σύστημα παραγωγής να συμφέρει τον ιδιώτη επενδυτή και όχι την πόλη ή, αντίστροφα.
Ανάλυση Συστημάτων Η ανάλυση συστημάτων, αφορά την έρευνα σε μια αλληλοσυσχετισμένη ολότητα, της οποίας τα ανεξάρτητα τμήματα και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους πρέπει να μελετηθούν σαν ένα. Για παράδειγμα, σε μια εταιρεία που διαχειρίζεται φράγματα σε μια μεγάλη περιοχή, μια ενέργεια σε ένα από τα φράγματα, π.χ. να ελευθερώσει μια ποσότητα νερού, μπορεί να επηρεάσει ολόκληρο το σύστημα είτε στην ικανότητά του να ελέγχει την υπερχείλιση είτε στην συνολική ικανότητα παραγωγής ενέργειας.
Βυθισμένο Κόστος Συχνά λέγεται ότι «το παρελθόν είναι κοινό για όλες τις εναλλακτικές λύσεις», ή ότι «δεν μπορούμε να επαναλάβουμε το παρελθόν». Ας δούμε όμως ένα σχετικό παράδειγμα: Ταξιδέψατε από την πόλη που μένετε στην πόλη Ζ αεροπορικά αγοράζοντας ένα εισιτήριο μετ' επιστροφής και με τον περιορισμό (λόγω του τύπου του εισιτηρίου) ότι πρέπει να έχετε επιστρέψει σε 45 μέρες. Η τιμή του εισιτηρίου αυτού (μετ' επιστροφής και με τον περιορισμό των 45 ημερών) είναι 500 Ευρώ. Το απλό εισιτήριο μεταξύ της πόλης που μένετε και της Ζ (δηλ. μιας διαδρομής άσχετα από το σημείο και το χρόνο έναρξης του ταξιδιού) κοστίζει 350 Ευρώ. Αν δεν χρησιμοποιηθεί το εισιτήριο για επιστροφή στην πόλη που μένετε, μέσα στην προθεσμία των 45 ημερών, τότε η αεροπορική εταιρεία είναι πρόθυμη να σας επιστρέψει την διαφορά μεταξύ της αρχικής «μετ' επιστροφής» τιμής και της τιμής του απλού εισιτηρίου, δηλαδή 150 Ευρώ.
Βυθισμένο Κόστος Ας υποθέσουμε ότι είστε αναγκασμένος να παραμείνετε στην πόλη Ζ και πέρα από την λήξη προθεσμίας των 45 ημερών για την χρησιμοποίηση του «μετ' επιστροφής» εισιτηρίου, ποια είναι η χαμηλότερη τιμή που θα ήσασταν πρόθυμος να πουλήσετε το εισιτήριο σ' ένα φίλο σας αντί να το επιστρέψετε στην εταιρεία για πίστωση; Αν προγραμματίζετε να επιστρέψετε στην πόλη σας πριν την λήψη της προθεσμίας του «μετ' επιστροφής» εισιτηρίου σε ποία τιμή θα ήσασταν διατεθειμένοι να πουλήσετε το μισό τoυ εισιτηρίου σας (και το οποίο προτίθεστε να χρησιμοποιήσετε);
Βυθισμένο Κόστος Ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε λογικά το πρόβλημα: Έχετε ήδη πληρώσει τα 500 Ευρώ. Δεν μπορείτε να αλλάξετε το γεγονός αυτό. Τα 500 Ευρώ είναι «βυθισμένα» στο παρελθόν. Η αξία του εισιτηρίου που κρατάτε στα χέρια σας είναι: 350 Ευρώ αν προτίθεστε να επιστρέψετε πριν τη λήξη της προθεσμίας του, ή 150 Ευρώ αν σκοπεύετε να επιστρέψετε μετά από την λήξη της προθεσμίας του.
Βυθισμένο Κόστος Άρα τα πράγματα είναι σχετικά απλά: Αν σκοπεύετε να υπερβείτε την προθεσμία λήξης θα πρέπει να ζητήσετε από κάποιο φίλο σας τουλάχιστον 150 Ευρώ. Βέβαια ο φίλος σας βγαίνει κερδισμένος κατά 200 Ευρώ. Από την σκοπιά του φίλου σας το εισιτήριο αντιπροσωπεύει μια αξία 350 Ευρώ (υποθέτοντας ότι προτίθεται να αγοράσει εισιτήριο απλής διαδρομής και όχι μετ' επιστροφής, όπως είναι το δικό σας). Έτσι, 150 Ευρώ θα πρέπει να είναι η χαμηλότερη σας προσφορά. Αν σκοπεύετε να επιστρέψετε πριν από την λήξη της προθεσμίας τότε η χαμηλότερη σας προσφορά δεν θα πρέπει να είναι χαμηλότερη (!) από 350 Ευρώ.
Βυθισμένο Κόστος Το βυθισμένο κόστος στην περίπτωση αυτή είναι τα 500 Ευρώ. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν σωστό να τις λάβουμε, με τον ένα ή άλλο τρόπο, υπόψη μας. Ένα άλλο λάθος που γίνεται συχνά μπορεί να διατυπωθεί αρκετά γλαφυρά με τον εξής τρόπο: «Η επένδυση μου δεν αποδίδει αλλά την συνεχίζω για να πάρω τα χρήματά μου πίσω». Μπορεί (ή μάλλον σίγουρα), ποτέ να μην πάρει τα χρήματά του πίσω συνάμα δε, θα έχει χάσει και κάμποσα άλλα .
Βυθισμένο Κόστος Η παραπάνω αντίληψη είναι λανθασμένη διότι εμμένει στην αρχική επένδυση παρά το γεγονός ότι η τελευταία δεν αποτελεί παρά ένα γεγονός ιστορικής και μόνο σημασίας. Ο σωστός από οικονομική σκοπιά τρόπος ή, η σωστή μεθοδολογία αντιμετώπισης μιας τέτοιας περίπτωσης, μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: «ποία είναι η τρέχουσα αξία της επένδυσής μου; Δοθείσης της αξίας αυτής αλλά και των καθαρών κερδών που εκτιμώ ότι μπορώ να αποκομίσω στο υπόλοιπο της οικονομικής ζωής συμφέρει να την κρατήσω ή όχι; Τι εναλλακτικές ευκαιρίες έχω;».
Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των επαγγελματικών στόχων και των μεθόδων, του λογιστή και του οικονομολόγου. Αυτές αντικατοπτρίζονται όχι μόνο στα ποσά που ανατίθενται σε κάποια αντικείμενα αλλά ακόμα και στον συνυπολογισμό του ίδιου του αντικειμένου. Ο λογιστής όπως και ο οικονομολόγος μπορεί να είναι ταυτόχρονα σωστοί όσον αφορά το χειρισμό μιας ανάλυσης. Οι διαφορές προκύπτουν λόγω διαφορετικών στόχων.
Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Ο λογιστής είναι υπεύθυνος για την παραγωγή υλικού που θα περιγράφει την κατάσταση μιας εταιρείας, μιας κυβερνητικής υπηρεσίας, ή ακόμα και ενός ατόμου. Ένας ισολογισμός, μια δήλωση κέρδους - ζημίας, ένας πίνακας αποτελέσματος χρήσεως, όλα αυτά μαζί με άλλα, αντιπροσωπεύουν μια οικονομική κατάσταση. Η παρουσίαση αυτή είναι καρπός συμβατικών λογιστικών μεθόδων, μεθόδων δηλαδή που προήλθαν από συμφωνία μεταξύ των λογιστών. Το αν αυτές συμφωνούν με τις αντίστοιχες άλλων επαγγελματικών ομάδων είναι θέμα επουσιώδες.
Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Ο οικονομολόγος - διευθύνων σύμβουλος ή όπως αλλιώς μπορεί κανείς να τον αποκαλέσει, έχει στην ανάλυσή του διαφορετικό στόχο από ότι ο λογιστής, με την έννοια ότι καλείται να πάρει κάποια απόφαση. Πρέπει να καθοδηγείται από τη λογική, συνήθως αυτή της αγοράς, βάσει της οποίας είναι επιθυμητό το μέγιστο κέρδος και όχι από συμβάσεις που προέρχονται από κάποια συμφωνία. Έτσι οι διαφορές μεταξύ της δικής του άποψης για μια κατάσταση και της άποψης ενός συναδέλφου λογιστή είναι αναπόφευκτες.
Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Ο οικονομολόγος θα αγνοήσει το βυθισμένο κόστος σε μια προφόρων ανάλυση. Ο λογιστής θα το συμπεριλάβει σαν κόστος στοιχείου του ενεργητικού. Ο οικονομολόγος δεν θα θεωρήσει την απόσβεση ως κόστος σε αντίθεση με τον λογιστή.
Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Ο οικονομολόγος δε θα λάβει υπ' όψη του κόστη τα οποία ο λογιστής δε μπορεί να κατατάξει σε συγκεκριμένο τμήμα της εταιρείας. Το ενοίκιο για ένα κτίριο που στεγάζει κάποια τμήματα θα το κατατάξει ο λογιστής ως εξής: η αναλογία της έκτασης που καλύπτει κάθε τμήμα, θα χρησιμοποιηθεί για να αναθέσουμε τμήμα του ενοικίου σαν κόστος κάθε τμήματος. Αλλά το ενοίκιο είναι ένα μη διαφορικό κόστος, το οποίο θα πληρωθεί ανεξάρτητα από τις αποφάσεις που θα ληφθούν.
Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Ο λογιστής αδιαφορεί για τη «χρονική» αξία του χρήματος, πράγμα που σημαίνει ότι π.χ. 10000 Ευρώ που λαμβάνονται σήμερα και άλλα 10000 Ευρώ που θα ληφθούν ένα χρόνο μετά αντιμετωπίζονται σαν το ίδιο ποσό. Ο οικονομολόγος αναγνωρίζει ότι το χρήμα έχει δυο είδη αξίας. Αυτή και μόνο η διαφορά έχει ως αποτέλεσμα μεγάλες αποκλίσεις στους υπολογισμούς τους σε μια οικονομική ανάλυση.
Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Διαφοροποίηση Αποφάσεων (Ανάλυση του Λογιστή & του Μάνατζερ) Συνοψίζοντας πρέπει να πούμε το εξής: ο λογιστής κατανέμει κόστη σε κέντρα ενώ ο οικονομολόγος τα κατανέμει σε αποφάσεις. Θα πρέπει να δοθεί ακόμα μια φορά έμφαση στο γεγονός ότι και ο λογιστής και ο οικονομολόγος συμπεριφέρονται σωστά σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους. Κανενός η θεώρηση δεν είναι λανθασμένη διότι διαφέρουν μεταξύ τους.
Απόσβεση Η απόσβεση είναι ένα στοιχείο του ενεργητικού κατανεμημένο κατά τη διάρκεια της εκτιμώμενης ζωής του. Για παράδειγμα, θεωρήστε την αγορά ενός σπιτιού με σκοπό την ενοικίασή του. Ο λογιστής που προετοιμάζει την φορολογική δήλωση κάθε χρόνο υπολογίζει την τιμή του σπιτιού χωρίς να περιλαμβάνει την τιμή του οικοπέδου που είναι μη αποσβέσιμη, κατανέμοντας την στη βραχύτερη περίοδο που είναι αποδεκτή από την εφορία.
Απόσβεση Αν το κόστος του σπιτιού είναι για παράδειγμα 150000 Ευρώ και η αποδεκτή οικονομική ζωή του 15 χρόνια, η ετήσια απόσβεση του θα είναι 150000 / 15 = 10000 Ευρώ. Αυτό το ποσό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έξοδο μιας επιχείρησης ενοικιάσεως σπιτιού και αφαιρείται από το εισόδημα με αποτέλεσμα να πληρώνουμε λιγότερα στην εφορία. Το αν στην πραγματικότητα το σπίτι θα χάνει την αξία του κατά 10000 Ευρώ το χρόνο δε μπορούμε να το γνωρίζουμε, κατά πάσα πιθανότατα όμως όχι. Μπορούμε να πούμε λοιπόν πως η απόσβεση ενός στοιχείου του ενεργητικού δεν έχει απαραίτητα σχέση με την αξία αγοράς. Χρησιμοποιείται μόνο για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος.
Απόσβεση Η απόσβεση χρησιμοποιείται μόνο για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος όταν απαιτείται οικονομική ανάλυση εναλλακτικών λύσεων και δεν έχει καμία άλλη χρησιμότητα. Σαν αναλυτές δε μας ενδιαφέρει ούτε αν αντιπροσωπεύει ζημία σε αξία αγοράς, ούτε αν είναι ρεαλιστικός ο υπολογισμός της οικονομικής ζωής, ούτε εάν είναι ακριβές το ποσοστό της αξίας που χάνεται.
Απόσβεση Αλλά πώς η απόσβεση δεν είναι κόστος, ειδικά αφού η εφορία την υπολογίζει σαν τέτοιο; Συμβαίνει απλά να αντικατοπτρίζει ένα βυθισμένο κόστος. Έτσι στο παράδειγμα με το σπίτι το οποίο αγοράζουμε για να το ενοικιάζουμε, τα 150000 Ευρώ είναι ποσό που καθίσταται βυθισμένο τη στιγμή που αγοράζουμε το σπίτι. Τα 10000 Ευρώ το χρόνο απλά αντικατοπτρίζουν αυτό το κόστος, κατανεμημένο στην αποσβέσιμη ζωή του σπιτιού. Ως αντικατοπτρισμός βυθισμένου κόστους πρέπει να αγνοηθεί σε μια οικονομική ανάλυση που ασχολείται με ροή μετρητών πριν υπολογιστούν οι επιπτώσεις των φόρων. Σαν οικονομολόγοι που λαμβάνουμε πρακτικά τις αποφάσεις μας θα αγνοήσουμε την απόσβεση για τους ίδιους λόγους που αγνοούμε το βυθισμένο κόστος.
Απόσβεση Για να πειστούμε ακόμα περισσότερο θα πρέπει να διερωτηθούμε εάν η απόσβεση είναι ροή μετρητών. Η απάντηση είναι όχι. Είναι μόνο ένας αριθμός στα βιβλία των λογιστών. Δεν αντιπροσωπεύει εκροή μετρητών όπως για παράδειγμα το κόστος υλικών ή οι μισθοί. Τα τελευταία μειώνουν το λογαριασμό μας στην τράπεζα όταν γράφουμε επιταγές για την κάλυψή τους. Για αυτό το λόγο η απόσβεση δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν σε προ φόρων αναλύσεις. Σε έργα του δημόσιου τομέα, η κρατική υπηρεσία που αναλαμβάνει κάποιο έργο δεν πληρώνει φυσικά φόρους. Έτσι η απόσβεση αγνοείται παντελώς αφού η μοναδική της λειτουργία, δηλ. η συμμετοχή στον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος, δεν υφίσταται.