Μάθημα 6ο Συμβολική διάδραση, ετικετοποίηση και στίγμα Η ψυχική ασθένεια ως ετικετοποιημένη αποκλίνουσα συμπεριφορά
Η κοινωνική ψυχολογία και George Herbert Mead O Mead(1863-1931) υποστήριξε ότι για να αποκτήσει υπόσταση ο «εαυτός», το άτομο θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επεξεργάζεται αναστοχαστικά (δηλ. να διενεργεί έναν «εσωτερικό διάλογο») τις νοητικές λειτουργίες του. Κατά την παιδική ηλικία, στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης, ο Mead θεωρεί ότι υπάρχουν δύο στάδια ανάπτυξης του «εαυτού». Στο πρώτο, τα παιδιά υποκρίνονται ότι είναι άλλα άτομα, πχ ο πατέρας ή η μητέρα, στο πλαίσιο του παιχνιδιού. Στο δεύτερο, όταν ξεκινήσουν να παίζουν με άλλα παιδιά, αναπτύσσουν σταδιακά επίγνωση των σχέσεων με τους άλλους και διαμορφώνουν μια εικόνα για το σύνολο των ανθρώπων γύρω τους: αποκτούν αντίληψη του «γενικευμένου άλλου». Ο συνεργάτης του Charles Horton Cooley(1864-1929), ξεκαθάρισε ότι ο δεσμός μεταξύ της κοινωνίας και του εαυτού είναι αδιάσπαστος (δίδυμες έννοιες) και αν το άτομο παραμείνει απομονωμένο, δεν είναι δυνατόν να διαμορφωθεί ο «εαυτός», που αναπτύσσεται μόνο μέσα από την εσωτερίκευση των άλλων. Ο «εαυτός καθρέπτης» δείχνει ότι η σχέση μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και του εαυτού προσδίδει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στο άτομο και κυρίως τη δυνατότητα να κατανοεί, να ερμηνεύει και να ενσωματώνει τις απόψεις των άλλων: εμπλέκεται δηλ. σε μια συμβολική διάδραση. Μια δράση γίνεται συμβολική αν της αποδοθεί ένα νόημα που το μοιράζονται από κοινού οι άνθρωποι: πχ τα γράμματα, οι αριθμοί και τα σχήματα είναι νοηματικά σύμβολα (κι οδηγούν σε συμβολική επικοινωνία), κοινωνικά κατασκευασμένα που μεταβιβάζονται κ σε άλλους.
Η συμβολική διάδραση κατά Herbert Blumer Η θεωρία του για τη συμβολική διάδραση (ΣΔ): ο πυρήνας της κοινωνίας εντοπίζεται στην αλληλεπίδραση των μελών της, βασίζεται σε 3 αρχές: Α) Οι άνθρωποι δρουν απέναντι στα πράγματα (φυσικά αντικείμενα, όντα, θεσμοί, ιδανικά, πράξεις και καταστάσεις) με βάση το νόημα που έχουν τα πράγματα για εκείνους. Οι άνθρωποι δεν είναι δηλ. δέκτες εξωτερικών παραγόντων που καθορίζουν τη συμπεριφορά τους αλλά αυτόβουλοι ενεργητικοί οργανισμοί. Για να γίνει κατανοητή μια συμπεριφορά (πχ οι αντιδράσεις ενός ασθενή) δεν αρκεί να προσδιοριστούν οι εξωτερικοί παράγοντες που την επηρεάζουν (πχ διάγνωση νόσου) αλλά το νόημα που τους αποδίδει το άτομο. Β) Το νόημα όμως αυτό αναδύεται από τη διαδικασία της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων. Τα νοήματα στα οποία βασίζονται οι ενέργειες των ανθρώπων είναι κοινωνικές δημιουργίες και δεν προέρχονται από τις εσωτερικές ιδιότητες των πραγμάτων ή τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά τους. Γ) Τα νοήματα ωστόσο δεν καθορίζονται από την κοινωνία, αλλά υπάρχει η «ερμηνευτική διαδικασία»: δηλ. μέσα από έναν εσωτερικό διάλογο, το άτομο επεξεργάζεται και τροποποιεί τα νοήματα αυτά, τα ελέγχει ή τα απορρίπτει ανάλογα με τις συνθήκες και τους στόχους του. Οι άνθρωποι δεν υιοθετούν δηλ. κάποια κοινωνικά νοήματα ως έχουν (αυτόματα), αλλά τα αναθεωρούν και τα προσαρμόζουν και αντί να καθορίζουν τις ενέργειές τους, τα θεωρούν εργαλεία καθοδήγησης της συμπεριφοράς τους.
Η θεωρία της ετικετοποίησης Ο Howard Becker διατύπωσε τη θεωρία της ετικετοποίησης για την αποκλίνουσα συμπεριφορά, στηριζόμενος στις παραπάνω αρχές της ΣΔ. Η πρώτη αρχή δέχεται ότι ο εαυτός δεν είναι το αποτέλεσμα της βιολογικής ή της κοινωνικής επιταγής, αλλά της συμβολικής ερμηνείας που αναδύεται από την αλληλεπίδραση των ατόμων. Η δεύτερη αρχή θεωρεί ότι το νόημα που αποδίδεται σε ένα «πράγμα» δεν είναι το αποτέλεσμα των εσωτερικών χαρακτηριστικών του, αλλά της ενεργούς ερμηνείας που του προσδίδουν οι άνθρωποι. Συνεπώς η απόκλιση από τα κοινωνικά αποδεκτά πρότυπα δεν είναι δεδομένη, αλλά το αποτέλεσμα της ερμηνείας που αποδίδουν τα μέλη της κοινωνίας σε συγκεκριμένα άτομα, στα οποία τίθεται η ετικέτα του αποκλίνοντος. Η αποκλίνουσα λοιπόν συμπεριφορά ετικετοποιείται ως τέτοια από τους ανθρώπους μιας κοινωνίας. Σύμφωνα και με την τρίτη αρχή, μια πράξη χαρακτηρίζεται ως αποκλίνουσα ή όχι ανάλογα με την αντίδραση των άλλων ανθρώπων. Ο Becker δεν υπονοούσε ότι οι αποκλίνοντες δεν έχουν διαπράξει αυτό που τους προσάπτεται, ούτε όμως ότι κάτι τέτοιο ισχύει πάντα. Επειδή δεν είναι αλάθητη η διαδικασία της ετικετοποίησης, οι άνθρωποι ίσως να έχουν έτσι χαρακτηριστεί, δίχως να έχουν παραβεί κάποιους κοινωνικούς κανόνες. Παρόμοια ίσως να υπάρχουν άλλοι που τους παραβαίνουν, αλλά δεν ετικετοποιούνται ως παραβαίνοντες γιατί δεν τους χαρακτήρισε έτσι η κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκουν (πχ κατηγορείται για διάπραξη πορνείας ένας πολίτης αλλά όχι για κάτι αντίστοιχο ο σκηνοθέτης ταινίας).
Η ψυχική νόσος ως ετικετοποιημένη αποκλίνουσα συμπεριφορά Ο Tomas Scheff ισχυρίζεται ότι τα ψυχικά νοσήματα δεν προκύπτουν απλώς ως αποτέλεσμα εσωτερικών ψυχολογικών δυσλειτουργιών, αλλά συνιστούν «ετικετοποιημένες παραβιάσεις της κοινωνικής νόρμας». Οι νόρμες αυτές είναι λανθάνοντες (άτυποι) κανόνες, που μπορεί να παραβαίνουν οι άνθρωποι χωρίς να χαρακτηρίζονται ως ψυχικά πάσχοντες Άρα ο πιο σημαντικός παράγοντας δεν είναι η συμπεριφορά του «παραβάτη» αλλά η κοινωνική αντίδραση που απορρέει από την ύπαρξη και την εφαρμογή του στερεότυπου της ψυχικής ασθένειας. Αν αυτό θα τεθεί ή όχι σε εφαρμογή εξαρτάται από τα όρια της ανεκτικότητας για κάποιες πράξεις, το κύρος ή την εξουσία του «παραβάτη» ή της ύπαρξης άλλων εναλλακτικών και πιο «προφανών» αιτιολογήσεων για την «αποκλίνουσα» συμπεριφορά. Αφού κάποιος ετικετοποιηθεί ως ψυχικά πάσχων υιοθετεί την τυπολογία της αποκλίνουσας συμπεριφοράς (ξεκινά όπως έλεγε ο Scheff μια «καριέρα αποκλίνουσα») ανταμείβεται από το στερεότυπο ρόλο της ψυχικής νόσου και «τιμωρείται» αν αντισταθεί σε αυτό. Ο Scheff πιστεύει ότι, αν και αυτό αντιτίθεται στην 3η αρχή της ΣΔ, «στο πλαίσιο της κρίσης της προσωπικότητάς του, ο άνθρωπος γίνεται ευάλωτος και είναι πιθανόν να δεχτεί τον υποδεικνυόμενο ρόλο του τρελού ως τη μόνη «εναλλακτική επιλογή» όταν ο «παραβάτης» των λανθανόντων κανόνων χαρακτηριστεί δημόσια ως κάποιος με αποκλίνουσα συμπεριφορά».
Άσυλα- Ασυλοποίηση Ο Tomas Scheff χρησιμοποιεί τον όρο «καριέρα» όχι με την έννοια της επαγγελματικής εξέλιξης, αλλά στις αλλαγές που συμβαίνουν στη ζωή του μετά την ετικετοποίησή του. «Η ηθική διάσταση της καριέρας» του ψυχικά ασθενή διέρχεται 3 στάδια: στο 1ο πριν θεωρηθεί πάσχων (προ-ασθενής), το 2ο που γίνεται η διάγνωση (ασθενής) και το 3ο αφού πάψει να θεωρείται πάσχων (πρώην ασθενής). Τα δύο πρώτα τα περιγράφει ως «απονέκρωση του εαυτού» γιατί ακυρώνεται η ατομική ταυτότητα του ασθενή και νιώθει προδομένος από την οικογένειά του όταν αισθάνεται ότι αυτοί (συγγενείς κ γιατροί) που εμπιστεύεται, συνεργάζονται για να τον εγκαταλείψουν: δηλ. σχεδιάζουν τον εγκλεισμό του σε «άσυλο». Βιώνοντας τις συνέπειες της εισαγωγής του σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα, που δεν επιτρέπει την έκφραση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του: πχ ελευθερία κίνησης, προσωπικός ρουχισμός, ιδιωτικότητα, ο ασθενής νιώθει ότι έχει αποτύχει. Τότε αντιδρά σε αυτή τη νέα εικόνα του εαυτού του μέσα από μια νέα προσωπική ιστορία που ελαχιστοποιεί αφενός την ευθύνη γι’ αυτό που του έτυχε και αφετέρου την αίσθηση ντροπής που βιώνει. Επειδή όμως στα ιδρύματα αυτά κυκλοφορούν συστηματικά οι πληροφορίες που θα ήθελε ο ασθενής να αποκρύψει, μπορεί τελικά αυτός να ανακατασκευάσει την ιστορία του σύμφωνα με το «πρότυπο του ασθενή»: το αποδέχεται πλήρως ή μαθαίνει να εξασκεί «την ανήθικη τέχνη της αναισχυντίας»: μπορεί να επιβιώσει και χωρίς την κοινωνικά αποδεκτή εικόνα του και δεν προστατεύει πια τον εαυτό του από τη γελιοποίηση.
Ο στιγματισμός κατά τον Erving Goffman Στο βιβλίο του «Στίγμα» θεωρεί ότι οι άνθρωποι δεν προβάλλουν τον πραγματικό εαυτό τους, αλλά υποδύονται μια σειρά από ρόλους που μεταβάλλονται ανάλογα με το κοινό που έχουν απέναντί τους. Κάθε όμως κοινωνία έχει στερεότυπες προσδοκίες για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται τα άτομα στις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις: «εικονική κοινωνική ταυτότητα». Όταν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην εικονική και την πραγματική κοινωνική ταυτότητα δημιουργείται το στίγμα. Αυτή όμως η διαφορετικότητα αξιολογείται ηθικά και υποτιμητικά. Η κοινωνία κάνει το στιγματισμένο άτομο να νιώθει ντροπή (ως η βασική προοπτική της ζωής του) μειονεξία, κατωτερότητα και μετά να εκλογικεύει αυτές τις αντιλήψεις. Ένα μικρό επίτευγμα του «στιγματισμένου» θεωρείται ένδειξη χαρισμάτων ενώ μια μικρή αποτυχία του, άμεση συνέπεια της «διαφορετικότητάς» του. Οι «φυσιολογικοί» άνθρωποι προσποιούνται αμήχανα ότι δεν προσέχουν τις προβληματικές συμπεριφορές του και ο έλεγχος των εντυπώσεων μιας «αμαυρωμένης ταυτότητας» είναι πραγματικά ένα δύσκολο καθήκον. Γι’ αυτό είναι πιθανόν το στιγματισμένο άτομο να θέλει να τις αποφύγει και τελικά να οδηγείται σε κοινωνική απομόνωση βιώνοντας άγχος ή κατάθλιψη Οι «σοφοί» (ανταποκρίνεται στις ανάγκες του) όμως ή οι «δικοί» τους άνθρωποι (πχ φέρουν και αυτοί ένα στίγμα) δεν εκδηλώνουν απορριπτική συμπεριφορά προς τα άτομα αυτά και τους αντιμετωπίζουν ως πλήρεις ανθρώπινους και όχι ως υποδεέστερους. Όμως η αντιμετώπιση πχ από ένα «σοφό νοσηλευτή» θα πρέπει να γίνει αποδεκτή και από το στιγματισμένο.
Ασθενείς (βιοσωματικά) και στίγμα Το πρόβλημα των ασθενών είναι το πόσες πληροφορίες θα ήταν ασφαλές ή σοφό να αποκαλύψουν στους άλλους για τον εαυτό τους. Τότε υιοθετούν 2 στρατηγικές. Η 1η το «πέρασμα», εφαρμόζεται και σε συνεργασία με τους συγγενείς τους: πχ προσπαθούν να «περάσει» η εντύπωση ότι δεν έχουν το χαρακτηριστικό που τους στιγματίζει (πχ ο διαβητικός κάνει κρυφά εγχύσεις ινσουλίνης). Αντί όμως να ζουν με το φόβο της αποκάλυψης (πχ κρίση υπογλυκαιμίας ή κώμα), πολλοί ασθενείς προσπαθούν να διαχειριστούν τη δημοσιοποίηση της πληροφορίας με τους δικούς τους όρους. Η 2η στρατηγική συνίσταται στην παραδοχή του ανθρώπου ότι έχει αυτά που επισύρουν το στίγμα, ταυτόχρονα με μια προσπάθεια να μειώσει την εντύπωση που προκαλούν τα χαρακτηριστικά αυτά (πχ τυφλός με γυαλιά, που καλύπτουν μια δυσμορφία στα μάτια): το αναδεικνύει και το κρύβει. Ο κόσμος όμως δε χωρίζεται σε φυσιολογικούς και στιγματισμένους, καθώς τα κοινωνικά συστήματα είναι εύθραυστα και χαλά συχνά το παιχνίδι των εντυπώσεων, με αποτέλεσμα να «οργανώνουμε επιχειρήσεις ασφαλείας» για να διασώσουμε την αυτοεκτίμησή μας. Ο έλεγχος – εξουσία των νοσηλευτών απέναντι στους ασθενείς ασκείται με α) απροκάλυπτη δύναμη (διαταγές, αποφάσεις για αυτούς), β) πειθώ, γ) «έλεγχο της ημερησίας διάταξης» (δυνατότητα επιλογής σε αμετάβλητο πρόγραμμα) και δ) καλοπιάσματα (χρησιμοποιούνται για να ενισχύσουν τους άλλους 3 τρόπους απροκάλυπτης δύναμης απέναντι στους ασθενείς.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΑΣ