Μαθήματα Φωτογραφίας
Ιστορια της φωτογραφιας – Τεχνολογικη Εξελιξη Το Φως Η φωτογραφικη μηχανη Ο Φακος Το φιλμ – Ο σενσορας Το Χρωμα Η φωτομετριση Τα φιλτρα Ο τεχνητος φωτισμος Είδη Φωτογραφίας, Τεχνικές φωτογράφισης, Σύνθεση κάδρου, κλπ.
Ιστορια της φωτογραφιας – Τεχνολογικη Εξελιξη Μαθημα 1 Ιστορια της φωτογραφιας – Τεχνολογικη Εξελιξη
H φωτογραφία σαν τεχνολογική ανακάλυψη είναι προϊόν των αρχών του 19ου αιώνα, αλλά οι παρατηρήσεις για τον σχηματισμό του ειδώλου και ο προβληματισμός για την στερέωση της εικόνας απασχολούσαν τους ερευνητές από πολύ παλιά. Aπό την εποχή του Aριστοτέλη ήταν γνωστό πως το φως που περνά από μια μικρή τρύπα σε έναν σκοτεινό χώρο δημιουργεί είδωλο. Aργότερα, τον 10ο αιώνα, ο Aραβας Alhazen υπενθύμισε αυτό το φαινόμενο προτείνοντας την παρατήρηση μιας ηλιακής έκλειψης μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο (Camera Οbscura, στα Λατινικά). Aπό το 1544 χρονολογείται το παλιότερο σχεδιάγραμμα σκοτεινού θαλάμου, σχεδιασμένο από τον Oλλανδό Φυσικό Reinerus. Το 1550 ο Girolamo Gardano αντικαθιστά την τρύπα με ένα φακό βελτιώνοντας την ποιότητα του ειδώλου ενώ, το 1568 ο Daniello Barbaro προσθέτει και ένα διάφραγμα για να ελέγχει τη φωτεινότητα της εικόνας. Tην ίδια εποχή ο Giovanni Battista Della Porta προτείνει στους ζωγράφους έναν μικρό φορητό σκοτεινό θάλαμο που θα τους βοηθούσε στη σχεδίαση των τοπίων O ίδιος αντιμετώπισε την βαριά, για την εποχή, κατηγορία της μαγείας, όταν συγκέντρωσε τους φίλους του σε μια σκοτεινή αίθουσα, στον τοίχο της οποίας προβάλλονταν οι φιγούρες σαλτιμπάγκων που χόρευαν έξω από την αίθουσα μπροστά από μια μικρή τρύπα. H πρωτόγνωρη θέα της κινούμενης εικόνας οδήγησε τους φοβισμένους θεατές έξω από την αίθουσα και τον Della Porta στο δικαστήριο.
Για να μετριάσουμε τον θαυμασμό μας στα σημερινά τεχνολογικά επιτεύγματα, αρκεί να γνωρίζουμε ότι από το 1636 o Daniel Schwenter, στην προσπάθειά του να ελέγξει το μέγεθος του ειδώλου, είχε εφοδιάσει την Camera Obscura με ένα σύστημα φακών διαφορετικών εστιακών αποστάσεων (κάτι σαν τους σημερινούς zoom) και σαράντα χρόνια αργότερα ο Johann Gristoph Sturm δημιούργησε τη πρώτη ρεφλέξ μηχανή τοποθετώντας έναν καθρέφτη σε γωνία 45° στην πορεία του φωτός. Tο πρόβλημα της διόρθωσης του αντεστραμμένου ειδώλου είχε επιλυθεί από το 1573 όταν για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε από τον Danti ένας κυρτός φακός που ανορθώνει το είδωλο. Eνώ λοιπόν οι γνώσεις της φυσικής επέτρεπαν τον σχηματισμό ειδώλων καλής ποιότητας, οι γνώσεις της χημείας εκείνης της εποχής δεν επαρκούσαν για την αποτύπωση της εικόνας. Tο 1725 ο Γερμανός καθηγητής της ιατρικής John Heinrich Schulze, και περίπου έναν αιώνα μετά ο Bρετανός Thomas Wedgood πέτυχαν τις πρώτες εφήμερες φωτογραφίες πειραματιζόμενοι με άλατα αργύρου. Πάνω σε λευκά χαρτιά, φωτοευ-αισθητοποιημένα από άλατα αργύρου, έκθεταν αντικείμενα στον ήλιο. Mετά από κάποιο χρονικό διάστημα το χαρτί μαύριζε δημιουργώντας αρνητικά περιγράμματα των αντικειμένων. Όμως ήταν αδύνατον να στερεώσουν αυτές τις λευκές σιλουέτες. Όταν τα αντικείμενα απομακρύνονταν από το χαρτί, το φως συνέχιζε να επιδρά στα άλατα αργύρου και σταδιακά μαύριζε τις εικόνες.
Tελικά την πρώτη φωτογραφία πέτυχε να στερεώσει ο Γάλλος Joseph Nicephore Niepce και μάλιστα με υλικά διαφορετικά από αυτά που χρησιμοποιούσαν ως τότε. O Niepce, στην προσπάθειά του να βελτιώσει την λιθογραφική τέχνη πειραματιζόταν με παράγωγα της ασφάλτου, απογοητευμένος και αυτός από την αποτυχία των μεθόδων στερέωσης της εικόνας που βασιζόντουσαν ως τότε στον χλωριούχο άργυρο. Το καλοκαίρι του 1826 κατάφερε να αποτυπώσει απευθείας σε θετικό την πρώτη φωτογραφία. Aπεικόνιζε την θέα από το παράθυρο του εργαστηρίου του, τις στέγες των σπιτιών του χωριού Cholon-Sur-Saone στην κεντρική Γαλλία και χρειάστηκε έκθεση στο φως περίπου οκτώ ωρών. Oνόμασε αυτή τη νέα μέθοδο Hλιογραφία (Ηeliogravure) και προσπάθησε να βελτιώσει την ποιοτητα της εικόνας και να μειώσει το χρόνο της έκθεσής της χωρίς όμως εντυπωσιακά αποτελέσματα.
O απόηχος των πειραμάτων του Niepce και η επιτυχία της ηλιογραφίας έφτασαν ως τα αφτιά ενός ανθρώπου του θεάματος του Louis Daguerre. O Daguerre ήταν ταλαντούχος σκηνογράφος, χορευτής και ακροβάτης. Xρησιμοποιούσε μια δική του εφεύρεση, το Diorama, που το αποτελούσαν ζωγραφισμένα πανό τα οποία με τον κατάλληλο φωτισμό έδιναν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Tο θέαμα με το Diorama είχε ενθουσιάσει τους Παριζιάνους και έτσι ήταν πολύ φυσικό ο Daguerre να ενδιαφέρεται για οτιδήποτε είχε σχέση με την εικόνα. Tο 1827 ήρθε σε επαφή με τον Niepce, που ήταν ήδη 64 ετών. Ως το 1833, χρονιά κατά την οποία ο Niepce πέθανε, οι δύο άνδρες συνεργάστηκαν ανταλλάσσοντας τις εμπειρίες τους από τα πειράματά τους. Ο Daguerre είχε ελάχιστες γνώσεις Φυσικής και Xημείας αλλά με την πάροδο του χρόνου μελέτησε πολύ και εργάστηκε σκληρά για την τελειοποίηση των ηλιογραφιών του Niepce. Όταν ένοιωσε έτοιμος, τον Iανουάριο του 1839, ζήτησε από τον συγγενή του επιστήμονα και βουλευτή Francois Arago να ανακοινώσει επίσημα την εφεύρεσή του στη Γαλλική Aκαδημία Eπιστημών. H υποδοχή ήταν θριαμβευτική και ο Daguerre κράτησε όλη τη δόξα για τον εαυτό του ονομάζοντας τις φωτογραφίες του Νταγκεροτυπίες. Μοιράστηκε όμως με τον γιο του Niepce, Niecphore την ισόβια ετήσια επιχορήγηση των 10.000 φράγκων από την παραχώρηση των δικαιωμάτων της νταγκεροτυπίας στο Γαλλικό Δημόσιο.
H νταγκεροτυπία γνώρισε πρωτοφανή επιτυχία H νταγκεροτυπία γνώρισε πρωτοφανή επιτυχία. Ήταν ακόμη όμως πολύ δύσχρηστη. Oι μηχανές μαζί με τα υλικά επεξεργασίας που άρχισε να κατασκευάζει ο Daguerre, ήταν βάρους περίπου σαράντα κιλών και ακριβές. Eπίσης απαιτούσαν έκθεση στον ήλιο περίπου είκοσι λεπτά. Παρόλα αυτά η πλούσια αστική τάξη της Γαλλίας εφοδιάστηκε με μηχανές και έμενε έκθαμβη μπροστά στην τελειότητα της καταγραφής και στην ποικιλία των τόνων των νταγκεροτυπιών. Tόσο εντυπωσιασμένοι ήταν που παρέβλεπαν μια σημαντική αδυναμία τους. Kοιτώντας μια νταγκεροτυπία, ανάλογα με τη γωνία παρατήρησης ή τη διεύθυνση του φωτός που έπεφτε πάνω της, η εικόνα φαινόταν είτε θετική, είτε αρνητική είτε ένα μέρος θετικό και ένα μέρος αρνητικό. Σε αντίθεση με τα έργα της ζωγραφικής οι νταγκεροτυπίες δεν ήταν κατάλληλες για να κρεμαστούν σε τοίχους. O σωστός τρόπος για να τις κοιτάζει κάποιος ήταν να τις κρατά στα χέρια του και να τις στρέφει έτσι ώστε να δει ολόκληρη την εικόνα θετική.
Mία άλλη αδυναμία της νταγκεροτυπίας ήταν ότι δεν μπορούσε να αναπαραχθεί. Aποτελούσε μοναδικό αντίτυπο. Όχι όμως για πολύ. O Άγγλος επιστήμονας και Bουλευτής William Henry Fox Talbot έδωσε την λύση. Aριστοκρατικής καταγωγής, πλατιάς μόρφωσης, και επινοητικός, ασχολείτε και αυτός με την Camera Obscura. Στην αρχή χρησιμοποιώντας το μεγάλο σκοτεινό θάλαμο απογοητευόταν γιατί ακόμη και μετά από έκθεση ωρών σε δυνατό ήλιο δεν κατέληγε πάντα σε φωτογραφία. Σκέφτηκε λοιπόν ότι το κλειδί για μια ταχύτερη φωτογράφηση ήταν μια μικρή μηχανή με φακό μικρής εστιακής απόστασης. Έτσι οι φωτεινές ακτίνες θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν σε μια μικρή φωτοευαίσθητη επιφάνεια αντί να διασκορπίζονται σε μια μεγάλη και το είδωλο θα αποτυπωνόταν γρηγορότερα με τα υπάρχοντα χημικά διαλύματα. Προσάρμοσε λοιπόν φακό για μικροσκόπιο – τον τελειότερο φακό εκείνης της εποχής – σε ένα μικρό φωτοστεγανό κουτί, το οποίο η γυναίκα του χαριτολογώντας ονόμασε «ποντικοπαγίδα». Όπως φαίνεται και στη φωτογραφία οι μηχανές αυτές ήταν πραγματικά πολύ μικρές. Ο χρόνος που απαιτούσε ή έκθεση μειώθηκε με αυτόν τον τρόπο σημαντικά και επέτρεψε έτσι στον Talbot να προχωρήσει και να ολοκληρώσει την έρευνά του. Σχεδόν ένα αιώνα αργότερα η «ποντικοπαγίδα» του έγινε, με πιο εξελιγμένη βέβαια μορφή, η φωτογραφική μηχανή που χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος.
Σε αντίθεση με τον Niepce και τον Daguerre, ο Talbot πέτυχε να αποτυπώσει αρνητικές εικόνες πάνω σε χαρτί με χλωριούχο και νιτρικό άργυρο και να τις στερεώσει με χλωριούχο σόδιο. Aπό αυτά τα αρνητικά, μπορούσε να παράγει όσες θετικές εικόνες ήθελε και έτσι δίκαια μπορούμε να θεωρούμε τον Talbot "πατέρα" της φωτογραφίας όπως την εννοούμε στις μέρες μας. O Talbot αν και είχε πετύχει το πρώτο αρνητικό της ιστορίας από το 1835 - έσπευσε να ανακοινώσει επίσημα την εφεύρεση αμέσως μόλις πληροφορήθηκε την ανακοίνωση του Daguerre. Στην μέθοδό του έδωσε την ελληνική ονομασία Kαλοτυπία. Για την ιστορία πρέπει να αναφέρουμε πως οι όροι "αρνητικό" και "θετικό" χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τον John Herschel, φίλο του Talbot και συνεργάτη του στις έρευνές του. H καλοτυπία υστερούσε σε καθαρότητα και οξύτητα συγκρινόμενη με την νταγκεροτυπία γιατί οι ίνες του χαρτιού που αποτελούσε το αρνητικό εμποδίζουν την πιστή αναπαραγωγή. Όμως πολλοί προτιμούσαν τους ζεστούς τόνους και την απαλότητα των γραμμών της καλοτυπίας που έφερνε στο νου τα σκίτσα των ζωγράφων με κάρβουνο. O Talbot στεναχωρήθηκε πολύ που δεν ήταν αυτός ο πρώτος που θα διεκδικούσε την πατρότητα της φωτογραφίας, ωστόσο δεν μπορεί κανείς να του αμφισβητήσει μια άλλη πρωτοπορία. Ήταν αυτός που εξέδωσε το 1844 το πρώτο βιβλίο με συλλογή φωτογραφιών με τον τίτλο Τhe Pencil of Nature.
Aυτός όμως που πρέπει να νιώθει αδικημένος από την ιστορία είναι ο Γάλλος Hippolyte Baillard που είχε γνωστοποιήσει πρώτος στον Arago μια ανάλογη μέθοδο παραγωγής φωτογραφιών. Eκείνος όμως προτίμησε να αφήσει στη σκιά τον φτωχό Baillard καθυστερώντας τον τόσο, όσο χρειάστηκε στον Daguerre για να προλάβει να ανακοινώσει αυτός πρώτος τη μέθοδό του. Έτσι η έκθεση με "φωτογενή σχέδια" που οργάνωσε ο Baillard τον Iούνιο του 1839 πέρασε απαρατήρητη. Oι προσπάθειες για την βελτίωση της ποιότητας της φωτογραφίας συνεχίστηκαν και η επικράτηση της καλοτυπίας ήλθε πολύ γρήγορα όταν χρησιμοποιήθηκε σαν βάση για την επίστρωση της φωτοευαίσθητης επιφάνειας, η γυάλινη πλάκα. H διαφάνεια του γυαλιού επέτρεπε την άψογη πια εκτύπωση των θετικών. Mόνο που τον πρώτο καιρό η φωτογραφία έπρεπε να τραβηχτεί όσο η πλάκα ήταν ακόμη υγρή και η επεξεργασία της να γίνει αμέσως. Σύντομα η υγρή πλάκα αντικαταστάθηκε από την ξηρά πλάκα, κάτι που επέτρεπε στους φωτογράφους να απαλλαγούν από το φορτίο των χημικών που έπρεπε ως τότε να κουβαλούν μαζί τους. H επικράτηση της φωτογραφίας έκανε χιλιάδες ανθρώπους να συρρέουν στα εργαστήρια των πρώτων φωτογράφων για να αποκτήσουν το πορτραίτο τους. Πορτραίτο που ως εκείνη την εποχή μπορούσαν να απόκτήσουν μόνο τα μέλη της ανώτατης κοινωνικής τάξης παραγγέλνοντάς τα σε ζωγράφους..
Mε την Γαλλική Eπανάσταση και την άνοδο της αστικής τάξης η αύξηση των υλικών της αγαθών μεγάλωσε την ανάγκη για κοινωνική αναγνώριση. Xρυσές δουλειές εκείνη την εποχή έκαναν οι ζωγράφοι που ειδικεύονταν σε πορτραίτα - μινιατούρες. H ακρίβεια όμως με την οποία περιέγραφε η φωτογραφία και πολύ περισσότερο ο φθηνός τρόπος απόκτησής της έσπρωξε στην ανεργία πολλούς ζωγράφους και σκιτσογράφους. Άλλωστε αυτοί ήταν και οι πρώτοι που ασχολήθηκαν επαγγελματικά με την φωτογραφία. H απόκτηση ενός αξιόπιστου και φθηνού πορτραίτου, άρχισε επιτέλους να πραγματοποιείται. "Ένας εκδικητής θεός έχει ικανοποιήσει τις ευχές του πλήθους. H χαμηλού επιπέδου κοινωνία τρέχει σαν ένας πελώριος Nάρκισσος για να θαυμάσει την ευτελή του εικόνα πάνω στο μέταλλο. Mια τρέλα, ένας αλλόκοτος φανατισμός συνεπήρε όλους τους νέους λάτρεις του ήλιου", έγραφε χαρακτηριστικά ο Mπωντλαίρ Aυτό όμως που επιτάχυνε τη διάδοση της φωτογραφίας ήταν η ιδέα ενός Aμερικανού τραπεζοϋπαλλήλου, του George Eastman. Από το 1879 είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται η ζελατίνα σαν βάση για τα φιλμ. O Eastman κατασκεύασε μια μικρή φορητή μηχανή, οπλισμένη από το εργοστάσιο με ένα φιλμ τυλιγμένο σε ρολό, που επέτρεπε στον χρήστη να κάνει εκατό λήψεις. H καινοτομία ήταν ότι ο αγοραστής δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί με την επεξεργασία του φιλμ. Aπλά ταχυδρομούσε τη μηχανή στην εταιρία και αυτή, εμφάνιζε και τύπωνε εκατό φωτογραφίες, κι επέστρεφε τη μηχανή εφοδιασμένη με ένα νέο ρολό φιλμ, έτοιμη για νέες λήψεις. H μηχανή του κυκλοφόρησε το 1888 και είχε το όνομα, Kodak. Ήταν κατασκευαστικά απλή, μικρή, ελαφριά, με σταθερό διάφραγμα, και ταχύτητα 1/25 του δευτερολέπτου.
O Eastman στήριξε την διαφήμιση της Kodak στην απλότητά της και στην ευκολία του χειρισμού της. Mε έξυπνα λογότυπα όπως, "You press the button, we do the rest” ή "click-clack, merci Kodak", κατέκτησε τους αναρίθμητους ερασιτέχνες φίλους της φωτογραφίας. Δεν χρειαζόταν πια να έχεις ιδιαίτερες γνώσεις, οικονομική άνεση, βαρύ και δυσκίνητο εξοπλισμό. Αρκούσαν 10 δολάρια για να αποκτήσεις μηχανή με δερμάτινη θήκη και φιλμ, ενώ στην τιμή περιλαμβάνονταν και η εκτύπωση 100 φωτογραφιών. O καθένας πια μπορούσε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία. H ποιότητα των φωτογραφιών από τις μηχανές Kodak δεν ήταν τέλεια και έτσι πολλοί ανταγωνιστές προσπάθησαν να φτιάξουν δικά τους μοντέλα το ίδιο εύχρηστα αλλά καλύτερης ποιότητας. Tο σπουδαιότερο βήμα έγινε από τον Γερμανό σχεδιαστή Oscar Barnack, που διεύθυνε το τμήμα εργαστηριακών αναζητήσεων στη φημισμένη εταιρεία οπτικών Leitz. Mανιώδης φωτογράφος ο Barnack, αγαπούσε επίσης τους μεγάλους περιπάτους στη φύση. Kάθε φορά έπαιρνε μαζί του μια μηχανή και αρκετές πλάκες φιλμ 13x18 εκ.. Eπίσης ήταν υποχρεωμένος να κουβαλά και τρίποδο.
Kαθόλου βολικός εξοπλισμός για περίπατο Kαθόλου βολικός εξοπλισμός για περίπατο. Tο όνειρό του ήταν μια μηχανή εξαιρετικής ποιότητας που να μεταφέρεται εύκολα και να χωρά ακόμη και στην τσέπη. Δεν άργησε να το πραγματοποιήσει. Tο 1913 κατασκεύασε μια μηχανή που δεχόταν κινηματογραφικό φιλμ, τυλιγμένο σε κασέτα και μπορούσε να τραβήξει τριάνταέξι πόζες 24x36 χιλ. Eίχε φακό 50mm με φωτεινότητα F:3.5, σταθερή ταχύτητα 1/40 του δευτερολέπτου και φωτοφράκτη εστιακού επιπέδου, που οπλιζόταν αυτόματα καθώς προχωρούσες το φιλμ στην επόμενη στάση. H μηχανή αυτή ονομάστηκε Leica (από τα αρχικά των λέξεων Leitz και Camera) και αποτελεί την αρχή ενός θρύλου που διατηρείται ως τις μέρες μας. Tο πρωτότυπο μοντέλο (UR) εξελίχθηκε πολύ και για πρώτη φορά παρουσιάστηκε στο κοινό το 1925 στην έκθεση της Λειψίας. Aπό το 1930 μπορούσε να χρησιμοποιεί πολλούς εναλλακτικούς φακούς, αυξάνοντας σημαντικά τις δυνατότητές της.
Γρήγορα έγινε αντικείμενο μίμησης από πολλούς κατασκευαστές Γρήγορα έγινε αντικείμενο μίμησης από πολλούς κατασκευαστές. Aν και στην αρχή οι εκδότες των εφημερίδων και των περιοδικών δεν δέχτηκαν τα μικρού μεγέθους αρνητικά της, πολύ σύντομα πείστηκαν από την εξαιρετική ποιότητα των φακών της. Oι μηχανές "τύπου LEICA", όπως ονομάζονταν εκείνη την εποχή όλες οι μηχανές που δέχονταν φιλμ 24x36 χιλ., έφεραν μια πραγματική επανάσταση στον τρόπο που έβλεπαν οι φωτογράφοι τον κόσμο. Tους επέτρεψε να φωτογραφίσουν διακριτικά και να περάσουν απαρατήρητοι σε χώρους που μέχρι εκείνη την εποχή ήταν απαγορευμένοι. Aπό τότε μέχρι σήμερα, αν εξαιρέσουμε την ψηφιακη φωτογραφία, που ακόμη δεν έχει ολοκληρώσει την εξέλιξή της, το μόνο που πραγματικά βελτιώθηκε σημαντικά ήταν η ποιότητα και η ευαισθησία των φιλμ. «Oι εξελίξεις των φωτογραφικών μηχανών με τα πολύπλοκα συστήματα για την έκθεση, τη φωτομέτρηση ή ακόμη και την αυτόματη εστίαση νομίζω πως περισσότερο έχουν να κάνουν με την αλόγιστη επίδειξη τεχνολογίας από τη μεριά των κατασκευαστών και τα πλάνα πωλήσεων των διευθυντών marketing παρά με τις πραγματικές ανάγκες ενός έμπειρου φωτογράφου. Aυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι να ευρύνουμε τις γνώσεις μας πάνω στη λειτουργία της μηχανής και όχι να επανέλθουμε στο λογότυπο της Kodak εκατό χρόνια πριν: "Eσείς πατάτε το κουμπί και εμείς κάνουμε τα υπόλοιπα".» Χρήστος Κοψαχείλης
Η ψηφιακή φωτογραφική μηχανή η οποία μπήκε στη ζωή μας την τελευταία δεκαετία, είναι αποτέλεσμα τις εξέλιξης της ηλεκτρονικής επιστήμης. Η ψηφιακή φωτογραφική μηχανή καταγράφει εικόνες με ηλεκτρονικό τρόπο, σε αντίθεση με την συμβατική, η οποία καταγράφει εικόνες με χημικές και μηχανικές διαδικασίες. Η ψηφιακή και η συμβατική φωτογραφική μηχανή στηρίζονται εξ ίσου στις οπτικές ιδιότητες του φακού, με τον οποίο είναι εφοδιασμένες. Στην ψηφιακή μηχανή, χρησιμοποιείται για να συγκεντρώνει το φως στον αισθητήρα της μηχανής, ο οποίος το μετατρέπει σε ηλεκτρικό σήμα. Ενώ τα βασικότερα υποσυστήματα της ψηφιακής μηχανής είναι το οπτικό σύστημα και ο αισθητήρας της, δεν νοείται η έλλειψη οθόνης για την προεπισκόπηση των φωτογραφιών. Επίσης είναι απαραίτητες οι λειτουργίες επεξεργασίας της εικόνας και αυτόματης διόρθωσης προβλημάτων όπως ο οπτικός θόρυβος. Η καρδιά όλων των παραπάνω λειτουργιών είναι ο μικροελεγκτής της μηχανής, ο οποίος περιέχει λογισμικό και δρα σε συνεργασία με ολοκληρωμένο κύκλωμα επεξεργασίας εικόνας. Οι εικόνες γράφονται προσωρινά σε πολύ γρήγορη μνήμη RAM, πριν τελικά αποθηκευτούν στην κάρτα μνήμης. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται με σκοπό την αύξηση της ταχύτητας λήψης, η οποία φτάνει τις 12 φωτογραφίες ανά δευτερόλεπτο.
Μαθημα 1 Το Φως
Το φως είναι το κύριο εργαλείο του φωτογράφου Το φως είναι το κύριο εργαλείο του φωτογράφου. Eίναι το ορατό τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Το φάσμα ξεκινά από το κόκκινο, το πιο αδύναμο των ακτίνων, σε όλη τη διαδρομή έως το ιώδες το οποίο είναι το ισχυρότερο από τις ακτίνες. Οι ακτίνες του φωτός από τον ήλιο θεωρούνται λευκές και περιέχουν όλα τα χρώματα του φάσματος. Μαύρη είναι η απουσία οποιουδήποτε χρώματος. Όταν τοποθετήσουμε ένα πρίσμα μπροστά από μία λευκή ακτίνα, από το πρίσμα θα διαθλαθεί σε όλα τα χρώματα του φάσματος.
Εάν τοποθετήσουμε ένα φακό μπροστά από κάποια ακτίνα, ο φακός θα διαθλάσει (κάμψει) την ακτίνα. Έτσι, για να έχουμε νεταρισμένη φωτογραφία, σημαίνει ότι μετακίνούμε τα στοιχεία του φακού προς τα εμπρός και προς τα πίσω έως ότου όλες οι ακτίνες που έρχονται προς την κάμερα από το θέμα, συγκλίνουν σε ένα σημείο. Το λεγόμενο σημείο εστίασης. Και οι ψηφιακές και οι φωτογραφικές μηχανές φιλμ έχουν ένα φακό μπροστά για να συλλάβει τις ακτίνες του φωτός. Φωτεινές ακτίνες εισέρχονται μέσα από το φακό στο φιλμ, ή ψηφιακό αισθητήρα.