Έννομες συνέπειες της μη εκπλήρωσης του βάρους της προσυμβατικής δήλωσης κατά το ελληνικό δίκαιο Π.Μ.Σ. Ναυτικού Δικαίου Μάθημα: Δίκαιο της Θαλάσσιας Ασφάλισης Διδάσκοντες : Επικ. Καθηγητής κ. Δημήτριος Χριστοδούλου Επικ. Καθηγήτρια κα. Έφη Κινινή Μεταπτυχιακός Φοιτητής : Θανόπουλος Διονύσιος Αθήνα 4.3.2019
ΓΕΝΙΚΑ Κατά το προσυμβατικό στάδιο της σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης (ήτοι καθ’ολη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και κατά το στάδιο για την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης), ο λήπτης της ασφάλισης κατ’αρχήν, έχει την υποχρέωση να προβεί σε αντικειμενική περιγραφή του κινδύνου που θα αναδεχθεί ο ασφαλιστής, με σκοπό ο ασφαλιστής να εκτιμήσει ορθά τον κίνδυνο που θα αναλάβει και να υπολογίσει σωστά το ύψος του ασφαλίστρου (Ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας-δήλωσης-περιγραφής του κινδύνου). Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής δήλωσης επιβάλλεται από το άρθρο 3 §1 του Ν. 2496/1997 (Ασφ.Ν).Ως ασφαλιστικό βάρος, νοείται ένας κανόνας συμπεριφοράς που επιβάλλεται στο λήπτη της ασφάλισης, στον ασφαλισμένο ή σε άλλο πρόσωπο από το νόμο ή από τη σύμβαση και που η παραβίαση του έχει ως συνέπεια την απώλεια των συμβατικών τους δικαιωμάτων. Επιβάλλεται σε ασφαλίσεις ζημιών. Με τη διάταξη του άρθρου 3 § 8 του Ν. 2496/1997 η εφαρμογή του επεκτείνεται και στις ασφαλίσεις προσώπων (ατυχημάτων εξ ολοκλήρου). Οι συνέπειες παράβασής του, των §§ 3-5 του άρθρου 3 του Ν. 2496/1997, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην ασφάλιση ασθενειών και ζωής (λόγω του προσωπικού χαρακτήρα αυτών των ασφαλίσεων), παρά μόνον όταν η παραβίαση έγινε από δόλο του λήπτη με την επιφύλαξη του δικαιώματος εξαγοράς του άρθρου 29 § 2 του Ν. 2496/1997.
ΓΕΝΙΚΑ (Συνέχεια) Το ασφαλιστικό βάρος της περιγραφής του κινδύνου βαρύνει κατ’ αρχήν το λήπτη της ασφάλισης που συντάσσει την αίτηση για ασφάλιση. Αν η σύμβαση καταρτίζεται με αντιπρόσωπο βαρύνει και αυτόν (214, 215 ΑΚ). Αν πρόκειται για ασφάλιση για λογαριασμό άλλου, οπότε και ο ασφαλισμένος είναι διαφορετικό πρόσωπο από το λήπτη τότε και ο ασφαλισμένος υποχρεούται σε περιγραφή του κινδύνου, όταν ερωτηθεί από τον ασφαλιστή. Αν ο ασφαλιστής δεν αποδεχθεί την πρόταση για ασφάλιση και η σύμβαση δεν καταρτισθεί, δεν γεννιέται ευθύνη του λήπτη για ελλιπή περιγραφή των περιστατικών. Αν η αληθινή κατάσταση του κινδύνου δηλωθεί στον ασφαλιστικό πράκτορα, η γνώση αυτού εξομοιώνεται με τη γνώση του ασφαλιστή, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τον ασφαλιστικό σύμβουλο, αφού αυτός κατά άρθρο 16 § 1 Ν. 1569/85 δεν έχει δικαίωμα εκπροσώπησης του ασφαλιστή και άρα δεν λειτουργεί ως άμεσος αντιπρόσωπός του.
Περιεχόμενο προσυμβατικής δήλωσης Η προσυμβατική δήλωση περιγραφής του ασφαλισμένου κινδύνου από το λήπτη της ασφάλισης αποτελεί δήλωση γνώσης, εφόσον αφορά ανακοίνωση και γνωστοποίηση περιστατικών και στοιχείων και όχι δήλωση βούλησης. Περιεχόμενο της προσυμβατικής δήλωσης και περιγραφής του ασφαλισμένου κινδύνου, είναι να δηλώσει ο λήπτης της ασφάλισης στον ασφαλιστή, κάθε στοιχείο και περιστατικό που γνωρίζει και είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου (άρθρο 3 § 1 Ν. 2496/1997),ώστε να αξιολογηθεί η ασφαλισιμότητα ορισμένου προσώπου ή κινδύνου εκ μέρους του ασφαλιστή και να καθοριστεί το ύψος του ασφαλίστρου. Γραπτές ερωτήσεις που τίθενται σε ερωτηματολόγιο από ασφαλιστή, τεκμαίρεται ότι αναφέρονται σε ουσιώδη μόνον στοιχεία, τέτοιας φύσεως που επηρεάζουν την εκτίμηση του κινδύνου από τον ασφαλιστή (άρθρο 3 § 1 Ν. 2496/1997). Ερωτήσεις που δεν περιέχονται στο ερωτηματολόγιο τεκμαίρεται (μαχητά) υπέρ του ασφαλισμένου ότι δεν επηρεάζουν την ορθή εκτίμηση του κινδύνου και δεν είναι ουσιώδεις. Έτσι μετά τη σύναψη της σύμβασης ο ασφαλιστής δεν μπορεί να επικαλεστεί την άρνηση του λήπτη να απαντήσει σε ουσιώδεις ερωτήσεις ή να ανακοινώσει ουσιώδη περιστατικά εφόσον δε ρωτήθηκε γι’ αυτά γραπτώς βάσει ερωτηματολογίου ή ότι έμειναν αναπάντητες ερωτήσεις (άρθρο 3 § 1 εδ. 2 Ν. 2496/1997).
Περιεχόμενο προσυμβατικής δήλωσης (Συνέχεια) Το ως άνω τεκμήριο όπως προαναφέρθηκε είναι μαχητό και μπορεί ο ασφαλιστής να το ανατρέψει αν επικαλεσθεί ότι ο λήπτης της ασφάλισης απάντησε ελλιπώς με πρόθεση να τον εξαπατήσει, σχετικά με το ουσιώδες ή μη της εκτίμησης του κινδύνου (άρθρο 3 § 1 εδ. 2γ Ν. 2496/1997). Ο ίδιος ο ασφαλιστής δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι το ερωτηματολόγιο έχει απώλειες ή ότι δόθηκαν πλημμελείς απαντήσεις εκτός αν αυτές έγιναν από πρόθεση (άρθρο 3 § 2 Ν. 2496/1997). Αν ο ασφαλιστής δε χρησιμοποιήσει ερωτηματολόγιο για να πάρει σαφείς απαντήσεις σε ειδικές ερωτήσεις, τότε ο ίδιος ο λήπτης της ασφάλισης πρέπει να δηλώσεί ό,τι γνωρίζει για τον ασφαλισμένο κίνδυνο και κρίνει ουσιώδες. Στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει υπέρ του ασφαλιστή το τεκμήριο των σωστών ερωτήσεων. Με βάση τα ως άνω καθίσταται σαφές ότι το άρθρο 3 του Ν. 2496/1997 προϋποθέτει την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του περιεχομένου της προσυμβατικής δήλωσης του λήπτη της ασφάλισης και της ανάληψης του ασφαλιστικού κινδύνου από τον ασφαλιστή.
Έννομες συνέπειες της μη εκπλήρωσης του βάρους της προσυμβατικής δήλωσης – Γενικά Η υποχρέωση της προσυμβατικής δήλωσης εκ μέρους του λήπτη της ασφάλισης διατηρείται με τη νομική μορφή του βάρους και όχι της ενοχής. Όχι αυτοδίκαιη ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης. Στο άρθρο 3 §§ 3-8 Ν. 2496/1997, επιβάλλονται κυρώσεις για την μη εκπλήρωση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης εκ μέρους του λήπτη της ασφάλισης,και δίνονται εναλλακτικές λύσεις στον ασφαλιστή ανάλογα με το βαθμό υπαιτιότητας του λήπτη της ασφάλισης αλλά και με την ουσιαστική αξιολόγηση του γεγονότος που δεν δηλώθηκε. Πιο συγκεκριμένα: Στο άρθρο 3 § 3 Ν. 2496/1997, αναφέρονται οι έννομες συνέπειες στην περίπτωση που η παράβαση της υποχρέωσης περιγραφής του κινδύνου από το λήπτη της ασφάλισης γίνει για οποιοδήποτε λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα κανενός των δύο συμβαλλόμενων μερών (λήπτη της ασφάλισης και ασφαλιστή)-Ανυπαίτια παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης.
Έννομες συνέπειες της μη εκπλήρωσης του βάρους της προσυμβατικής δήλωσης – Γενικά Στο άρθρο 3 § 5 Ν. 2496/1997, αναφέρονται οι έννομες συνέπειες στην περίπτωση που η παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της περιγραφής του κινδύνου από το λήπτη της ασφάλισης οφείλεται σε αμέλειά του. Στο άρθρο 3 § 6 Ν. 2496/1997, αναφέρονται οι έννομες συνέπειες στην περίπτωση που η παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της περιγραφής του κινδύνου από το λήπτη της ασφάλισης οφείλεται σε δόλο του. Το άρθρο 3 § 7 εδ. 3 Ν. 2496/1997, τέλος αναφέρεται στην τύχη του ασφαλίστρου για τις περιπτώσεις των § § 5 και 6 του άρθρου αυτού.
Άρθρο 3 § 3 Ν. 2496/1997- Ανυπαίτια παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης Οφείλεται κυρίως σε άγνοια και σε απειρία του λήπτη της ασφάλισης (ανυπαίτια πλάνη). Δίνεται στον ασφαλιστή η δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ δύο δικαιωμάτων διαζευτικά: α) Καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης (με μονομερή δήλωσή του) μέσα σε προθεσμία ενός μηνός, αφότου έλαβε γνώση των περιστατικών που θεωρεί αντικειμενικά ουσιώδη για την αξιολόγηση του κινδύνου ή β) Τροποποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης (με μονομερή δήλωσή του) μέσα σε προθεσμία ενός μηνός, αφότου έλαβε γνώση των περιστατικών που θεωρεί αντικειμενικά ουσιώδη για την αξιολόγηση του κινδύνου. Η ως άνω προθεσμία του ενός μηνός είναι αποσβεστική (ΑΠ 170/2015, ΕΕμπΔ, 15, 852). Τα αποτελέσματα της καταγγελίας (η λύση δηλαδή της ασφαλιστικής σύμβασης), επέρχονται ex nunc, μετά την παρέλευση 15 ημερών από τότε που θα περιέλθει η καταγγελία στο λήπτη της ασφάλισης (άρθρο 3 § 7 Ν. 2496/1997).
Άρθρο 3 § 3 Ν. 2496/1997- Ανυπαίτια παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης Η πρόταση του ασφαλιστή για τροποποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης πρέπει να γίνει δεκτή από τον λήπτη, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από τη λήψη της (άρθρο 3 § 4 Ν. 2496/1997), διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση θεωρείται ως καταγγελία και επέρχεται λύση της σύμβασης. Η ως άνω έννομη συνέπεια της καταγγελίας επέρχεται εφόσον αυτό αναγράφεται ρητά στην έγγραφη πρόταση του ασφαλιστή για την τροποποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης. Προφανώς ο ασφαλιστής, αν κρίνει ότι τα περιστατικά και τα στοιχεία που δεν γνώριζε και δεν του είχε δηλώσει στο προσυμβατικό στάδιο ο λήπτης της ασφάλισης (ανυπαίτια) δεν είναι ουσιώδη, ώστε να αλλάξουν ουσιωδώς τις συνθήκες της ασφαλιστικής κάλυψης, θα ζητήσει τροποποίηση της σύμβασης. Αν όμως κρίνει ότι τα ελλιπή στοιχεία διαμορφώνουν μια διαφορετική κατάσταση, την οποία αν γνώριζε δεν θα προχωρούσε στη σύναψη της σύμβασης, τότε θα επιλέξει την άσκηση καταγγελίας.
Άρθρο 3 § 5 Ν. 2496/1997- Παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης από αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης Ως αμέλεια μπορεί να νοηθεί, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, τόσο η ελαφριά όσο και η βαριά αμέλεια. Δίνεται στον ασφαλιστή και πάλι η δυνατότητα όπως και στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 Ν. 2496/1997 να επιλέξει μεταξύ δύο δικαιωμάτων διαζευτικά: α) Καταγγελία της ασφαλιστικής σύμβασης (με μονομερή δήλωσή του) μέσα σε προθεσμία ενός μηνός, αφότου έλαβε γνώση των στοιχείων ή των περιστατικών που δεν του γνωστοποιήθηκαν και τα οποία θεωρεί αντικειμενικά ουσιώδη για την αξιολόγηση του κινδύνου ή β) Τροποποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης (με μονομερή δήλωσή του) μέσα σε προθεσμία ενός μηνός, αφότου έλαβε γνώση των στοιχείων ή των περιστατικών που δεν του γνωστοποιήθηκαν και τα οποία θεωρεί αντικειμενικά ουσιώδη για την αξιολόγηση του κινδύνου. Η ως άνω προθεσμία του ενός μηνός είναι αποσβεστική. Μάλιστα η παρέλευση μηνός από την περιέλευση σε γνώση του ασφαλιστή της πραγματικής κατάστασης του κινδύνου, συνιστά αμάχητο τεκμήριο αποδοχής του κινδύνου, παρά την ψευδή περιγραφή του από το λήπτη της ασφάλισης.
Άρθρο 3 § 5 Ν. 2496/1997- Παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης από αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης Τα αποτελέσματα της καταγγελίας (η λύση δηλαδή της ασφαλιστικής σύμβασης)και σε αυτήν την περίπτωση, επέρχονται ex nunc, ιδίως μετά την παρέλευση 15 ημερών από τότε που θα περιέλθει η καταγγελία στο λήπτη της ασφάλισης και μετά την πάροδο ενός μηνός από τη λήψη της πρότασης τροποποίησης (άρθρο 3 § 7 Ν. 2496/1997). Αν πραγματοποιηθεί ο ασφαλισμένος κίνδυνος (ασφαλιστική περίπτωση) πριν τροποποιηθεί η ασφαλιστική σύμβαση ή πριν η καταγγελία αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματα (στο διάστημα του ενός μηνός ή των 15 ημερών αντίστοιχα), μειώνεται το ασφάλισμα που πρέπει να καταβληθεί από τον ασφαλιστή, κατά το λόγο του ασφαλίστρου που έχει καθορισθεί προς το ποσό του ασφαλίστρου που θα είχε καθορισθεί, αν δεν υπήρχε η παράβαση και αν βέβαια υπάρχει διαφορά. Το κύρος της ασφαλιστικής σύμβασης δεν θίγεται. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει όταν ακόμη τρέχουν οι προθεσμίες άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας ή τροποποίησης εκ μέρους του ασφαλιστή, δηλαδή μέσα στο μήνα αφότου ο ασφαλιστής έλαβε γνώση της παράβασης του βάρους της προσυμβατικής δήλωσης ;
Άρθρο 3 § 5 Ν. 2496/1997- Παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης από αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης Κατά μία άποψη (Χατζηνικολάου-Αγγελίδου), ο ασφαλιστής ευθύνεται πλήρως σε καταβολή του ασφαλίσματος (όχι μειωμένο), εφόσον δεν έχει κάνει ακόμη χρήση των δικαιωμάτων του. Κατά άλλη άποψη (Ι. Ρόκας) οι συνέπειες της παράβασης του άρθρου 3 § 5 Ν. 2496/1997 (μειωμένο ασφάλισμα), επέρχονται και αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν την πάροδο του χρόνου εντός του οποίου δικαιούται ο ασφαλιστής να καταγγείλει ή να ζητήσει τροποποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης (εντός μηνός δηλαδή αφότου ο ασφαλιστής έλαβε γνώση της παράβασης του βάρους της προσυμβατικής δήλωσης). Βάρος απόδειξης: O ασφαλιστής θα πρέπει να αποδείξει ότι α) από αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης δεν δηλώθηκαν τα περιστατικά του κινδύνου σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου,β) ότι τα περιστατικά ήσαν ουσιώδη . Ο ασφαλιστής δεν υποχρεούται να καταγγείλει εκ των υστέρων τη σύμβαση, αν η συνέχεια της ασφάλισης βασίζεται σε περιστατικά διαφορετικά εκείνων που αποσιωπήθηκαν.
Άρθρο 3 § 5 Ν. 2496/1997- Παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης από αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης Ο νόμος δεν διακρίνει αν η ασφαλιστική περίπτωση επήλθε και πριν καν λάβει γνώση ο ασφαλιστής της πραγματικής κατάστασης του κινδύνου, συνεπώς περιλαμβάνει αυτονοήτως και την περίπτωση αυτή, αρκεί να μην επήλθε πριν παρέλθει η προθεσμία του μηνός για την καταγγελία ή την αποδοχή της πρότασης. Σκοπός της ρύθμισης του άρθρου 3 § 5 Ν. 2496/1997 είναι να ρυθμιστεί το ζήτημα της εξ αμελείας παραβίασης των προσυμβατικών βαρών με δίκαιη στάθμιση των συμφερόντων και να αποφευχθεί μια αντιφατική και όχι καλόπιστη συμπεριφορά του ασφαλιστή έτσι ώστε να κάνει χρήση του εν λόγω δικαιώματος του προς περιορισμό του ασφαλίσματος μόνο όταν η λαθεμένη περιγραφή του κινδύνου αφορούσε τόσο ουσιώδη περιστατικά αυτού, ώστε δεν θα ήθελε να συνεχίσει να εκπληρώνει την ασφαλιστική σύμβαση καθόλου ή με τους όρους που είχε συμφωνήσει. Συνεπώς, υπάρχει δυνατότητα προβολής ένστασης εκ μέρους του λήπτη της ασφάλισης, ότι ο ασφαλιστής, αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση του κινδύνου, δε θα είχε προβεί σε καταγγελία της σύμβασης, με σκοπό (αποδεικνύοντας τούτο ο λήπτης) να υποχρεώσει τον ασφαλιστή σε καταβολή του ασφαλίσματος.
Άρθρο 3 § 5 Ν. 2496/1997- Παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης από αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης Αποδοχή του κινδύνου από τον ασφαλιστή με ή χωρίς το ίδιο ασφάλιστρο αλλά με διαφορετικούς όρους ή εξαιρέσεις, αν αυτός γνώριζε τα ουσιώδη για την εκτίμηση του κινδύνου περιστατικά δεν ρυθμίζεται από το νόμο. Ο ασφαλιστής δεν μπορεί με όρο στο ασφαλιστήριο να προβλέψει εύλογη μείωση του ασφαλίσματος στην βάση ότι θα είχε προβλέψει διαφορετικούς όρους ή εξαιρέσεις αν γνώριζε τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά του κινδύνου που αποσιωπήθηκαν από τον λήπτη (έστω και αν η αποσιώπηση ανάγεται σε βαριά αμέλεια του λήπτη), γιατί ένας τέτοιος όρος καθιστά δυσδιάκριτα τα συμβατικά δικαιώματα του λήπτη (και κατ’επέκταση δυσμενέστερη τη θέση του) κατά παράβαση της ημιαναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 3 § 5 Ν. 2496/1997. Συνεπώς το μόνο που μπορεί να κάνει ο ασφαλιστής είναι να προτείνει την αλλαγή των όρων της σύμβασης και να την καταγγείλει αν δεν συμφωνεί ο λήπτης, ενώ αν πληροφορηθεί τα αποσιωπηθέντα περιστατικά το πρώτον όταν επέλθει ο κίνδυνος θα υποχρεωθεί να καταβάλει ολόκληρο το ασφάλισμα, αν το μόνο που μπορεί να αποδείξει ότι θα έπραττε αν γνώριζε τα αποσιωπηθέντα, είναι η θέσπιση διαφορετικών όρων και εξαιρέσεων και όχι η τιμολόγηση με υψηλότερο ασφάλιστρο.
Άρθρο 3 § 6 Ν. 2496/1997- Παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης από δόλο του λήπτη της ασφάλισης Ο ασφαλιστής έχει το δικαίωμα να καταγγείλει την ασφαλιστική σύμβαση μέσα στην ίδια προθεσμία του ενός μηνός αφότου έλαβε γνώση της παράβασης (άρθρο 3 § 6 Ν. 2496/1997). Όπως ήδη αναφέρθηκε και για τις περιπτώσεις των §§ 3 και 5 του άρθρου 3 Ν. 2496/1997, η ως άνω προθεσμία του ενός μηνός που προβλέπεται και στην § 6 του άρθρου 3 Ν. 2496/1997 είναι αποσβεστική. Μάλιστα η άπρακτη παρέλευση μηνός από την περιέλευση σε γνώση του ασφαλιστή της πραγματικής κατάστασης του κινδύνου, συνιστά αμάχητο τεκμήριο αποδοχής της κατάστασης του κινδύνου ως έχει , παρά την ψευδή περιγραφή του από το λήπτη της ασφάλισης. Ο ασφαλιστής λοιπόν με την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας του ενός μηνός, χάνει οριστικά το δικαίωμά καταγγελίας, δεν απαλλάσεται και ο λήπτης δεν υφίσταται κυρώσεις. Κατά άρθρο 3 § 7 Ν. 2496/1997, τα αποτελέσματα της καταγγελίας εδώ επέρχονται άμεσα από το νόμο πριν ακόμα επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση (έτσι ΑΠ 1883/2006 ΔΕΕ 2007,458).
Άρθρο 3 § 6 Ν. 2496/1997- Παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης από δόλο του λήπτη της ασφάλισης Αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει μέσα στην ως άνω προθεσμία του ενός μηνός, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται, απαλλάσσεται της υποχρέωσης καταβολής ασφαλίσματος και ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται σε αποκατάσταση κάθε ζημίας του ασφαλιστή (άρθρο 3 § 6 Ν. 2496/1997). Η εκ μέρους του ασφαλιστή καταγγελία της σύμβασης σε αυτήν την περίπτωση δεν απαιτείται πια για να επιφέρει την απαλλαγή εφόσον ο νόμος δεν το απαιτεί (Εφ.Αθ 2948/2005 ΕΕμπΔ 2007 σελ 635, Εφ.Αθ 5633/2004 ΔΕΕ 2005σελ 181, ΑΠ 1119/2003 ΕΕμπΔ 2004 σελ 93, ΑΠ 1320/2005 ΕΕμπΔ 2006,σελ 84, ΑΠ 1450/2006 ΕΕμπΔ 2007,σελ 109). Το ως άνω διότι ο νόμος στην περίπτωση της από πρόθεσης παραβίασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης απαγγέλει την απαλλαγή του ασφαλιστή ρητά, χωρίς να απαιτεί και τη συνδρομή οποιασδήποτε άλλης περαιτέρω προϋπόθεσης (ΑΠ 170/2015 ΕΕμπΔ 15, σελ 852). Η καταγγελία δεν αποτελεί εδώ προϋπόθεση της απαλλαγής του ασφαλιστή.
Άρθρο 3 § 6 Ν. 2496/1997- Παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης από δόλο του λήπτη της ασφάλισης Στο νόμο επίσης δεν αναφέρεται επίσης ότι η ως άνω απαλλαγή του ασφαλιστή (χωρίς προηγούμενη καταγγελία) συνεπάγεται τη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης. Συνεπώς και μετά την απαλλαγή από την υποχρέωση προς ασφάλισμα, λόγω της από πρόθεσης παραβίασης , η ασφάλιση μπορεί να συνεχιστεί, αν το αντικείμενό της δεν εξαντλήθηκε και αν το επιθυμεί ο ασφαλιστής, πλην όμως στην περίπτωση αυτή, ο ασφαλιστής δεν θα μπορέσει σε περίπτωση νέας επέλευσης του κινδύνου να απαλλαγεί λόγω της από πρόθεσης αποσιώπησης των ουσιωδών περιστατικών του κινδύνου, αν πρόκειται για εκείνα που έχει πληροφορηθεί από την προηγούμενη ζημία Αν όμως ο ασφαλιστής δεν επιθυμεί την συνέχιση της ασφαλιστικής σύμβασης θα πρέπει προηγουμένως να καταγγείλει τη σύμβαση και μάλιστα εντός μηνός από τότε που πληροφορήθηκε τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά κατ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 3 § 6 Ν 2496/1997. Στο άρθρο 3 § 6 Ν 2496/1997, δεν γίνεται αναφορά σε τροποποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης, παρά μόνο σε καταγγελία της. Πάντως ένα τέτοιο δικαίωμα του ασφαλιστή για τροποποίηση της σύμβασης και σε αυτή την περίπτωση της από πρόθεση του λήπτη της ασφάλισης παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης, δεν πρέπει να αποκλειστεί. Απλά ο νόμος θεώρησε παράλογο ένας ασφαλιστής να θέλει να εμμείνει σε μία σύμβαση (έστω και με τροποποιήσεις) με αντισυμβαλλόμενο έναν κακόπιστο λήπτη ασφάλισης.
Άρθρο 3 § 6 Ν. 2496/1997- Παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης από δόλο του λήπτη της ασφάλισης Δεν προβλέπεται ρητά στο νόμο ποιες είναι οι έννομες συνέπειες αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν ο ασφαλιστής πληροφορηθεί την παράβαση από δόλο του ασφαλιστικού βάρους της περιγραφής των ουσιωδών περιστατικών του κινδύνου, ήτοι πριν καν αρχίσει να τρέχει η προθεσμία του ενός μηνός για την καταγγελία (διότι στην περίπτωση αυτή ο ασφαλιστής πληροφορείται το πρώτον κατά η μετά την επέλευση του κινδύνου-ασφ.περίπτωσης, την πραγματική κατάσταση των ουσιωδών περιστατικών του κινδύνου) . Τι συμβαίνει λοιπόν σε μια τέτοια περίπτωση; Γίνεται δεκτό από τον ΑΠ (ΑΠ 720/2007 ΕΕμπΔ 2007 σελ 627, ΑΠ 1119/2003 ΕΕμπΔ 2004 σελ 93, ΑΠ 830/2004 ΕΕμπΔ 2004 σελ 779, ΑΠ 1450/2006 ΕΕμπΔ 2007 σελ 109, ΑΠ 1101/2010 ΕΕμπΔ 2010 σελ 639 και ΕφΑθ 2072/2016 14ο Τμ. ΔΕΕ 20017, 82), ότι δεν είναι λογικό να απαιτείται η εμπρόθεσμη καταγγελία της σύμβασης από τον ασφαλιστή, τη στιγμή που αυτός αγνοεί την αιτία της καταγγελίας δηλ. την παράβαση, Γι’ αυτό επιβάλλεται η αναλογική εφαρμογή της διάταξης της § 6 του άρθρου 3 Ν. 2496/1997, σύμφωνα με την οποία ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσής του να καταβάλει ασφάλισμα μάλιστα αμέσως μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης.
Άρθρο 3 § 6 Ν. 2496/1997- Παράβαση του ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής δήλωσης από δόλο του λήπτη της ασφάλισης Βάρος απόδειξης: O ασφαλιστής θα πρέπει να αποδείξει ο λήπτης της ασφάλισης παραβίασε από δόλο την υποχρέωση της προσυμβατικής δήλωσης. Ο δόλιος λήπτης της ασφάλισης εδώ δεν μπορεί να προβάλλει ένσταση ότι ο ασφαλιστής, αν γνώριζε την αληθινή κατάσταση του κινδύνου, που δόλια του απέκρυψε, δε θα είχε προβεί σε καταγγελία με σκοπό, αποδεικνύοντας τούτο, να υποχρεώσει τον ασφαλιστή σε καταβολή του ασφαλίσματος, καθόσον εμποδίζεται από την πρόβλεψη του του αρθρ. 3 § 6 προτ. β Ν. 2496/1997, που προβλέπει απαλλαγή του ασφαλιστή εκ μόνο του λόγου της δόλιας αποσιώπησης, αν ο κίνδυνος πραγματοποιήθηκε εντός της 30νθήμερης προθεσμίας, χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση την εκ των υστέρων καταγγελία. Δεν μπορεί κατ’ αρχήν να γίνει δεκτή η ένσταση καταχρηστικότητας εκ μέρους του δόλιου λήπτη της ασφάλισης, αλλά μόνο η ένσταση που βασίζεται στη διάταξη του νόμου, ότι δηλ. δεν προέβηκε σε καταγγελία της σύμβασης ο ασφαλιστής παρόλο που γνώριζε περισσότερο από ένα μήνα πριν ότι τα ουσιώδη περιστατικά του κινδύνου είχαν δηλωθεί ψευδώς από το λήπτη. Κρίσιμος παράγων είναι τα ουσιώδη περιστατικά του κινδύνου που είναι απαραίτητο να γνωρίζει ο ασφαλιστής και λιγότερο η ηθική υπόσταση του εκάστοτε συναλλασσόμενου λήπτη της ασφάλισης.
Συμπερασματικά-Γενικά Ο ασφαλιστής νομιμοποιείται να ασκήσει τα δικαιώματά του που του δίδει το άρθρο 3 §§ 3,5,6 Ν. 2496/1997, μόνον αν συντρέχει η αρνητική προϋπόθεση της μη γνώσης του για την πραγματική κατάσταση του κινδύνου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη υπαιτιότητας του λήπτη της ασφάλισης. Δεν απαιτείται η ύπαρξη πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της μη ανακοίνωσης των ουσιωδών περιστατικών του κινδύνου, δηλαδή της παραβίασης του νόμιμου ασφαλιστικού βάρους της προσυμβατικής ανακοίνωσης και της πραγματοποίησης αυτού, προκειμένου να μειωθεί αναλογικά το ασφάλισμα (στην περίπτωση από αμέλεια παραβίασης της υποχρέωσης προς ανακοίνωση) ή να απαλλαγεί πλήρως (στην περίπτωση παραβίασης με πρόθεση), διότι ο νόμος δεν εξαρτά την εφαρμογή του από την επίδραση που είχε η παραβίαση στην επέλ ευση του κινδύνου. (ΑΠ 720/2007 ΕΕμπΔ 2007 σελ 627, Εφ.Αθ 2948/2005 ΕΕμπΔ 2007 σελ 634)
Άρθρο 3 § 7 εδ. 3 Ν. 2496/1997 - Τύχη του ασφαλίστρου για τις περιπτώσεις των § § 5 και 6 του άρθρου αυτού. Λόγω του αμφοτεροβαρούς χαρακτήρα της ασφαλιστικής σύμβασης και της φύσεως της καταγγελίας η οποία ενεργεί για το μέλλον (ex nunc), η σύμβαση παραμένει ισχυρή για το πριν από την καταγγελία διάστημα. Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης στις περιπτώσεις του άρθρου 3 §§ 5 και 6 Ν. 2496/1997, ο ασφαλιστής δικαιούται να εισπράξει τα ληξιπρόθεσμα ασφάλιστρα κατά το χρόνο επέλευσης των αποτελεσμάτων της καταγγελίας. Τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα, πρέπει να επιστραφούν. Σε περίπτωση που η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν τη χρονική στιγμή της επέλευσης των αποτελεσμάτων της καταγγελίας, ο ασφαλιστής δικαιούται να εισπράξει τα ασφάλιστρα που ήταν ληξιπρόθεσμα τη χρονική αυτή στιγμή της επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου. Στο νόμο ρυθμίζεται η τύχη του ασφαλίστρου μόνο στις περιπτώσεις περιορισμού ή απαλλαγής του ασφαλιστή της ευθύνης του λόγω παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της περιγραφής του κινδύνου από αμέλεια ή από δόλο του λήπτη. Αναλογική εφαρμογή της διάταξης πρέπει να γίνει και για την § 3 του άρθρου 3 (για την ανυπαίτια παραβίαση)
Βιβλιογραφία Ι. Ρόκας, Συμβατικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα, 12η έκδοση, 2016, σελ. 558 - 575 Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα, 5η έκδοση, 2017, σελ. 164-172 Δ. Χριστοδούλου, Η προσυμβατική δήλωση στο ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005