Ταυτότητες: Ατομική, Συλλογική, Εθνική, Πολιτισμική 5η διάλεξη: 9/5/2016 Ταυτότητες: Ατομική, Συλλογική, Εθνική, Πολιτισμική
Ορισμός ταυτότητας Ταυτότητα : ταυτόν – ποιώ Ταύτιση «εσωτερική ενότητα του υποκειμένου με τον εαυτό του» μία νοητή κατασκευή η οποία βρίσκεται σε μια συνεχή και μακρόχρονη διαδικασία διαμόρφωσης υπό την επήρεια ιστορικών, κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών συνθηκών και γεγονότων
Στηρίζεται σε κάποιες αμετάβλητες ή σχετικά σταθερές στο χρόνο ιδιότητες οι οποίες χαρακτηρίζουν τη σχέση του ατόμου τόσο με τον εσωτερικό του εαυτό όσο και με τα άλλα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου. Μέσα από τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματα το άτομο καθίσταται αναγνωρίσιμο, ως ίδιο, τόσο με τον ίδιο του τον εαυτό όσο και από τους άλλους που το παρατηρούν.
1ο στάδιο εξέλιξης: σχηματίζεται μέσω μιας οργάνωσης των ιδιαίτερων στάσεων των άλλων απέναντι στο ίδιο το άτομο το οποίο συμμετέχει στις ειδικές κοινωνικές ενέργειες. 2ο στάδιο: η ταυτότητα του καθενός σχηματίζεται μέσω μιας οργάνωσης και αντίληψης των κοινωνικών στάσεων οι οποίες ισχύουν γενικά για τους άλλους ή για την οργανωμένη κοινωνική ομάδα ως σύνολο. Αυτές οι κοινωνικές ομαδικές στάσεις μεταφέρονται στο χώρο εμπειριών του καθενός και προσαρτώνται ως στοιχεία στη δομή της προσωπικής του ταυτότητας.
Συλλογική ταυτότητα σύνολο – ομάδα ατόμων Σύνολο στοιχείων ομαδοποίησης Υπαρκτά (πραγματικά στοιχεία): φύλο, ηλικία, κοινωνική κατάσταση άρα πραγματική ταυτότητα Μη υπαρκτά (φαντασιακά στοιχεία): κοινή καταγωγή… άρα φανατασιακή ταυτότητα
Σημείο αναφοράς το «εμείς» Υποκειμενική πίστη στο «συνανήκειν» μέσα από την κατηγοριοποίηση «εμείς» και οι «άλλοι» Πίστη ότι δεν ανήκω σε κάποια άλλη ομάδα
Συγκρότηση της συλλογική ταυτότητας Αναφορές στο παρελθόν: αποτελούν σημαντικό παράγοντα συγκρότησης της συλλογικής ταυτότητας μιας ομάδας καθώς και της διαπραγμάτευσης της θέσης της στον ευρύτερο κόσμο (Δημητρίου-Κοτσώνη, 1996). Τόπος καταγωγής: ως μνήμη και η ύπαρξη μιας κοινής μακρόχρονης παράδοσης και πολιτισμικής συνέχειας όχι μόνο συνδέει τα μέλη μιας ομάδας με αμοιβαίους δεσμούς, όχι μόνο εκφράζει και επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας συλλογικής ταυτότητας αλλά επιπλέον ενισχύει τη συγκρότησή της (Ιντζεσίλογλου, 2000). Όταν, μάλιστα, αναφερόμαστε σε εθνοτικές ομάδες, εκτός από το κοινό παρελθόν, σημαντικό παράγοντα κοινωνικοψυχολογικής αίσθησης ταύτισης αποτελεί και ο ιδιαίτερος τρόπος ένταξής της στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία σε οικονομικό, πολιτισμικό και ιδεολογικό επίπεδο (Βεργέτη, 1994).
Πολιτισμικές πρακτικές όπως η μουσική και ο χορός, όχι μόνο αναπαριστούν την πολιτισμική ταυτότητα αλλά, συγχρόνως, συμβάλλουν και στη διαμόρφωσή της (Κουτσούμπα, 1999) γιατί «η έννοια της ταυτότητας δεν προϋπάρχει υπερβαίνοντας το χώρο, το χρόνο και το πολιτισμό… Αλλά, σαν καθετί που είναι ιστορικό, υφίσταται έναν διαρκή μετασχηματισμό… και θα πρέπει να ιδωθεί ως μια διαλεκτική σχέση μεταξύ δύο αξόνων, αυτού της ομοιότητας και της συνέχειας και αυτού της διαφοράς και της ρήξης» (Hall, 1990).
Θεωρίες συγκρότησης της πολιτισμικής ταυτότητας Ο τρόπος συγκρότησης της ταυτότητας αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ των ανθρωπολόγων. Οι εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις έχουν ως σημείο εκκίνησης το δίπολο «εμείς» - «άλλοι». Στη βάση του δίπολου αυτού έχουν αναπτυχθεί δύο θεωρίες για τον τρόπο συγκρότησης της ταυτότητας.
Η πρώτη θεωρία: δίνει τη βαρύτητα στο «εμείς» και στην περίπτωση αυτή η συγκρότηση της κοινοτικής ταυτότητας πραγματοποιείται από τα μέσα, συγκροτείται από τα ίδια τα μέλη της ομάδας. Δηλαδή, η ταυτότητα της ομάδας προσδιορίζεται από τον τρόπο με τον οποίο τα ίδια τα άτομα αντιλαμβάνονται και οριοθετούν τους εαυτούς τους (Cohen, 1982).
Η δεύτερη θεωρία: προσεγγίζει τη συγκρότηση της ταυτότητας από τα έξω και η οριοθέτησή της πραγματοποιείται από τους άλλους. Δηλαδή, η κοινοτική ταυτότητα οριοθετείται από τον τρόπο με τον οποίοι «οι άλλοι» μας αντιλαμβάνονται, μας οριοθετούν και μας ορίζουν (Kellner, 1992). Στη θεωρία αυτή οι «άλλοι» αποτελούν σημαντικό παράγοντα της οριοθέτησης της ταυτότητας αφού η ταυτότητα σχετίζεται άμεσα με τα κοινά στοιχεία τα οποία ενώνουν ένα σύνολο ανθρώπων καθώς και με τα στοιχεία που τους διαφοροποιούν από κάποιους άλλους (Weeks, 1990).
Οι δύο αυτές προσεγγίσεις συγκρότησης της ταυτότητας συνάντησαν σοβαρές ενστάσεις και αντιρρήσεις όσον αφορά την ορθότητα και την πληρότητά τους. Σύμφωνα με τον Sutton (1994) όταν η οριοθέτηση της ταυτότητας πραγματοποιείται με τους «άλλους» να αποτελούν το μοναδικό και αποκλειστικό κριτήριο τότε η πολυπλοκότητά της παγιδεύεται σε δίπολα όπως άνδρας-γυναίκα, εγώ-άλλος. Οι Stokes (1994) και Βρύζας (2000), αντίθετα, υποστηρίζουν ότι όταν αυτή οριοθετείται αποκλειστικά από τα ίδια τα μέλη της κοινότητας τότε παραβλέπονται οι σχέσεις και οι αντιπαραθέσεις με τις ταυτότητες των «άλλων».
Οι σύγχρονες επιστημονικές απόψεις απορρίπτουν τη μονομερή συγκρότηση της ταυτότητας και αποδέχονται ένα μοντέλο συγκρότησής της που περιλαμβάνει τόσο τους «εαυτούς» όσο και τους «άλλους». Σύμφωνα με τον Ιντζεσίλογλου (2000) η συλλογική ταυτότητα προσδιορίζεται τόσο από την ιδέα που έχουν τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας για τον εαυτό τους και το συλλογικό «εμείς» όσο και από την εικόνα που έχουν οι «άλλοι» για τη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα και τα μέλη της.
Η πολιτισμική ταυτότητα αναφέρεται κυρίως στην βιωμένη παράδοση, δηλαδή στον τρόπο ζωής και όχι στην κληρονομούμενη
Χορευτική ταυτότητα Ο χορός ως κοινωνικό γεγονός αφορά όλα τα μέλη της κοινότητας, χορευτών και μη χορευτών, τονίζοντας βασικές αξίες και την οργάνωση της ομάδας. Η συμμετοχή των μελών της στο χορό ξεφεύγει από τα πλαίσια της ατομικότητας και γίνεται θέμα κοινωνικό. Ο χορός, σύμβολο κοινωνικοποίησης του ατόμου και συνοχής της ομάδας, διεγείροντας τη συγκίνηση υποκρύπτει τις αντιθέσεις ανάμεσα στα μέλη της και αναπαράγει την ισχύουσα κοινωνική πραγματικότητα.
σύνθετος είναι ο ρόλος του χορού προσφέροντας ευκαιρίες για συμμετοχή όλων των μελών σε μια α) δημιουργική εμπειρία, β) μορφή κοινωνικής πρακτικής και γ) εξωτερίκευση των αισθημάτων των μελών της κοινότητας (Λουτζάκη 1992).
Επικεντρώνοντας την προσοχή μας στην κινητική φόρμα των χορών και πως αυτή παρουσιάζεται στα στενά πλαίσια της κοινότητας, παρατηρούμε ότι κάθε ελληνική κοινότητα απομονώνει εκείνα τα χορευτικά στοιχεία που εκτιμά ότι της ταιριάζουν και διαμορφώνει το δικό της χορευτικό ρεπερτόριο, τους δικούς της τρόπους έκφρασης και ερμηνείας με αποτέλεσμα την πραγμάτωση μιας ιδιαίτερης φυσιογνωμίας στο χώρο και το χρόνο, της δικής της χορευτικής παράδοσης.