Το παραμύθι της Περσεφόνης Τα πολύ παλιά τα χρόνια, τότε που οι προ-προ-προ-παππούδες μας και οι προ-προ-προ-γιαγιάδες μας πίστευαν πως οι Θεοί ήταν 12 με αρχηγό τον ΔΙΑ και έμεναν πάνω στο βουνό, τον Όλυμπο, τότε λοιπόν πίστευαν οι παλιοί εκείνοι άνθρωποι πως υπήρχε και μια θεά, η Δήμητρα.
Η Δήμητρα που λέτε ήταν μια από τους 12 συνολικά θεούς που κατοικούσαν στον Όλυμπο, ψηλά στην κορυφή, πιο πάνω και από τα σύννεφα. Κι ο Ήλιος, που τον βλέπουμε να λάμπει, τότε πίστευαν πως ήταν ακόμα ένας Θεός που ταξίδευε στον ουρανό όλη μέρα και το βράδυ ξεκουραζόταν!
Πίστευαν, τέλος, και σ’έναν σκοτεινό Θεό που βασίλευε βαθιά κάτω από τη γη σ’ ένα μέρος που το λέγαν Άδη ή κάποιοι άλλοι Κάτω Κόσμο ή τέλος Τάρταρα. Εκεί λοιπόν βασίλευε ο Πλούτωνας, αδερφός του Δία, κι εκεί ήταν που ο Χάροντας (ο θάνατος δηλαδή) πήγαινε τις ψυχές των ανθρώπων.
Ο Πλούτωνας δηλαδή, μ’ άλλα λόγια, ήταν ο βασιλιάς των ανθρώπων που είχαν πεθάνει.
Να μη τα λέμε όμως όλα σκοτεινά, κάπου στον Άδη ήταν και τα Ηλύσια Πεδία. Ένας όμορφος τόπος, όπου αναπαύονταν οι ψυχές των καλών ανθρώπων και των ηρώων που στη ζωή τους στη Γη μπορεί και να είχαν ταλαιπωρηθεί και να είχαν υποφέρει αλλά τώρα, όπως όλοι οι πεθαμένοι, δεν υπέφεραν, δεν πονούσαν, δεν διψούσαν, δεν κρύωναν πια, γιατί τα σώματά τους είχαν μείνει πίσω στη γη και είχαν θαφτεί ή καμμιά φορά και καεί, αλλά οι ψυχές βρισκόντουσαν εκεί ήρεμες.
Καμμιά φορά τους έλειπαν μόνο τα αγαπημένα τους προσωπα και τα σκέφτονταν και τα είχαν μέσα στην καρδιά τους και εύχονταν να είναι καλά και το ίδιο σίγουρα έκαναν και οι ζωντανοί.
Ήξεραν όμως καλά οι παλιοί εκείνοι, οι παππούδες μας πως ότι ζει, κάποτε και θα πεθάνει, κι έλεγαν μάλιστα πως ο Θεός - βασιλιάς Πλούτωνας είχε πιο πολλούς υπηκόους από τον Δία, αφού οι πεθαμένοι είναι πάντα πιο πολλοί από τους ζωντανούς.
Ας γυρίσουμε όμως στη Θεά Δήμητρα, που ήταν καλή Θεά κι αγαπημένη των ανθρώπων και ξέρετε γιατί;
Γιατί ήταν η Θεά της Γεωργίας και όλων των καρπών που παίρνουμε από τη Γη και των λουλουδιών και των χορταριών ακόμα.
Αυτή λοιπόν έμαθε στους ανθρώπους πως να καλλιεργούν τη Γη και αυτή γυρνούσε – πίστευαν οι παλιοί – και ευλογούσε τη γη και έβγαινε το σιτάρι για να γίνει το ψωμί, και τα καρύδια για να κάνουν οι μαμάδες καρυδόπιτες, και οι φράουλες για να γίνουν ωραίες μαρμελάδες και οι μπανάνες που αρέσουν τόσο στα παιδιά και στα μαϊμουδάκια και οι ντομάτες που είναι κόκκινες – κόκκινες αλλά και τα λουλούδια που στολίζουν τα σπίτια μας και μυρίζουν όμορφα και τόσα -τόσα άλλα!
Αυτή λοιπόν η Θεά η νοικοκυρά, η κυρά-Δήμητρα είχε και μια κόρη την Περσεφόνη. Α! Ήταν όμορφη η Περσεφόνη, και νοικοκυρά σαν τη μαμά της και καλή και γλυκιά. Μια αληθινή καλοκυρά. Και η μαμά της ήθελε να της δώσει άντρα έναν Θεό από τον Όλυμπο.
Έλα όμως που την είδε και την αγάπησε ο Πλούτωνας Έλα όμως που την είδε και την αγάπησε ο Πλούτωνας! Δεν ήταν κακός ο Πλούτωνας και την αγάπησε στ’ αλήθεια αλλά να τώρα – Βασιλιά των νεκρών; και αφεντικό του Χάρου που τον φοβούνται όλοι οι άνθρωποι; Ε! Δεν τον ήθελε για γαμπρό η κυρά – Δήμητρα! Ήθελε για την κόρη της κάποιον πιο ... χαρούμενο. Τον κυρ – Πλούτωνα , τον έβλεπε λίγο σαν ... νεκροθάφτη.
Κι όμως δεν ήταν κακός, μήπως και οι ψυχές κάπου δεν έπρεπε να πηγαίνουν; Κι απ’ ότι λένε, ούτε άσχημος ήταν, Ο Θεός – Βασιλιάς Πλούτωνας.
Έλα όμως που ο Βασιλιάς του κάτω κόσμου δεν ρωτάει ποτέ ποιόν θα πάρει στο βασίλειό του! Σαν λοιπόν του είπε «όχι, δεν στην δίνω» η κυρά – Δήμητρα τότε κι αυτός, μια και δυό πάει βρίσκει την ωραία Περσεφόνη μόνη της, και την κλέβει! Ναι, την εκλεψε και την έβαλε πάνω στο άρμα του και τρέχοντας την πήρε μαζί του στο Κάτω Κόσμο και την έκανε βασίλισσά του!
Η Δήμητρα θύμωσε. Δηλαδή τι θύμωσε; μπαρούτι έγινε, που λένε Η Δήμητρα θύμωσε! Δηλαδή τι θύμωσε; μπαρούτι έγινε, που λένε! Άστραψε και βρόντηξε. Ποιός είδε τη Θεά και δεν φοβήθηκε! Και η στεναχώρια της ήταν μεγάλη σαν βουνο!
Και σταμάτησε η γη να δίνει καρπούς και οι άνθρωποι δεν είχαν ούτε σιτάρι, ούτε φασόλια, ούτε φακές, ούτε ντομάτες, ούτε μελιτζάνες, ούτε φυστίκια, ούτε κεράσια, ούτε τίποτε. Και μήτε τα ζώα είχαν χορταράκι να φάνε και παντού έπεσε χειμώνας, αλλά χειμώνας χωρίς άνοιξη, χωρίς τέλος. Μόνο χειμώνας, και κρύο και συννεφιά και χιόνια, μόνο χιόνια και παγωνιά! Μπρρρρ!
Οι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν από το κρύο και την πείνα, και τα ζώα και τα φυτά πρώτα-πρώτα όπως είπαμε.
Και γέμισε ο Άδης με τις ψυχές των ανθρώπων και έγινε συνωστισμός και δεν χωρούσαν πια οι ψυχές και ο Δίας ανησύχησε πως δεν θα μείνει κανείς και μια και δυό πήγε κι έπιασε τον Πλούτωνα. Από δω τον είχε, από κει τον είχε, μια σαν αρχηγός τον Θεών, μια σαν μεγαλύτερος αδερφός «έλα βρε Πλουτωνάκι και δεν θα μείνει τίποτα ζωντανό στη γη», «άντε βρε Πλούτωνα σοβαρέψου και δώσε πίσω το κορίτσι» και τέτοια.
Από την άλλη ο Ήλιος που τα ‘βλεπε όλα από ψηλά έπιασε την Δήμητρα: «έλα βρε Δήμητρα», και «τι σου φταίει ο κοσμάκης;», και «άσε ν’ανθίσουν τα χορταράκια τουλάχιστον».
Έτσι προσπαθούσαν Ήλιος και Δίας να βρουν μια λύση Έτσι προσπαθούσαν Ήλιος και Δίας να βρουν μια λύση. Από την άλλη ήταν και η καημένη η Περσεφόνη που και την μαμά της αγαπούσε αλλά και τον άντρα της τον είχε αγαπήσει. Τι να κάνει κι αυτή; Με ποιόν να πάει;
Τότε λοιπόν, βρέθηκε μια λύση. Ένας συμβιβασμός, που λένε. Είπαν λοιπόν, το μισό χρόνο η Περσεφόνη θα είναι με τον Πλούτωνα στον κόσμο των πεθαμένων και τον άλλο μισό με τη μητέρα της στον κόσμο των ζωντανών.
Από τότε, όταν είναι με την μητέρα της η Περσεφόνη έχουμε άνοιξη και καλοκαίρι γιατί η Θεά - Δήμητρα είναι χαρούμενη και όλη η φύση γιορτάζει.
Λ.Α.Βλαχόπουλος / Ψ. & Βασιλική-Γιούλη Όταν όμως η Περσεφόνη γυρίζει πίσω στον άντρα της, στον Κάτω Κόσμο, τότε η Δήμητρα είναι λυπημένη και η γη φοράει τα φθινοπωρινά και μετά τα χειμερινά της ρούχα. Τα φυτά μαραίνονται και πολλά πεθαίνουν, γιατί αυτός είναι ο κύκλος της φύσης, ο κύκλος της ζωής. Ότι γεννιέται πεθαίνει κιόλας. Και στη θέση αυτού που πεθαίνει γεννιούνται νέα βλαστάρια, νέα φυτά, νέα λουλούδια, νέοι άνθρωποι και η ζωή συνεχίζεται... Λ.Α.Βλαχόπουλος / Ψ. & Βασιλική-Γιούλη