ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ
ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι βιταμίνες είναι απαραίτητα συστατικά της τροφής, επειδή εκτός από τη βιταμίνη D και το νικοτινικό οξύ και τη βιταμίνη Κ που συντίθεται από την εντερική χλωρίδα, δεν μπορούν να συντεθούν στον ανθρώπινο οργανισμό. Οι βιταμίνες B και C είναι υδατοδιαλυτές, ενώ οι βιταμίνες A, D, E και Κ είναι λιποδιαλυτές και δεν απορροφώνται από το έντερο, όταν υπάρχει σύνδρομο δυσαπορρόφησης ή στεατόροιας. Αν και η κατανάλωση των σκευασμάτων των βιταμινών είναι σήμερα τρομακτική, εντούτοις οι κλινικές ενδείξεις χορήγησής τους είναι πολύ περιορισμένες.
ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι βιταμίνες είναι οργανικές ενώσεις που πρέπει να παρέχονται σε μικρές ποσότητες στη διατροφή. Οι βιταμίνες διαφέρουν από : Α) τα μεταλλικά άλατα, που επίσης είναι θρεπτικά συστατικά, απαραίτητα σε μικρές ποσότητες τα οποία όμως είναι ανόργανες ενώσεις. Β) Τα απαραίτητα αμινοξέα, που είναι επίσης οργανικά θρεπτικά στοιχεία, τα οποία όμως απαιτούνται σε μεγάλες ποσότητες
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ ΥΔΑΤΟΔΙΑΛΥΤΕΣ ΛΙΠΟΔΙΑΛΥΤΕΣ ΒΙΤΑΜΙΝΗ C ΒΙΤΑΜΙΝΗ Α ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ Β ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β1 (ΘΕΙΑΜΙΝΗ) ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β2 (ΡΙΒΟΦΛΑΒΙΝΗ) ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β3 (ΝΙΚΟΤΙΝΙΚΟ ΟΞΥ) ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β6 ( ΠΥΡΙΔΟΞΑΜΙΝΗ) ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β12 ( ΚΟΒΑΛΑΜΙΝΗ) ΠΑΝΤΟΘΕΝΙΚΟ ΟΞΥ ΒΙΟΤΙΝΗ ΦΥΛΛΙΚΟ ΟΞΥ ΒΙΤΑΜΙΝΗ D ΒΙΤΑΜΙΝΗ Ε ΒΙΤΑΜΙΝΗ Κ
BIΤΑΜΙΝΕΣ Η αποθηκευτική ικανότητα του σώματος ποικίλλει για τις διάφορες βιταμίνες Η δυνατότητα αποθήκευσης είναι μεγάλη για τις λιποδιαλυτές βιταμίνες και μικρότερη για τις υδατοδιαλυτές. Εξαίρεση του κανόνα αποτελεί η ικανότητα αποθήκευσης του οργανισμού για την υδατοδιαλυτή βιταμίνη Β12, η οποία συνήθως είναι επαρκής για 3-6 έτη. Κάποιες βιταμίνες είναι πιο τοξικές από τις άλλες. Η τοξικότητα, που οφείλεται είτε σε μακροχρόνια άθροιση στον οργανισμό είτε σε χορήγηση μεγάλης δόσης, είναι πιο πιθανό να συμβεί με τις λιποδιαλυτές βιταμίνες.
ΟΙ ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ ΩΣ ΦΑΡΜΑΚΑ Οι βιταμίνες συντηρούν την ανάπτυξη και τις φυσιολογικές λειτουργίες του σώματος. Υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις στις ημερήσιες ανάγκες για τις διάφορες βιταμίνες. Μη ικανοποιητική πρόσληψη συνδέεται με ειδικές καταστάσεις ανεπάρκειας. Ορισμένα άτομα, όπως οι έγκυες, οι αλκοολικοί και οι αυστηρά χορτοφάγοι έχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν βιταμινική ανεπάρκεια.
ΑΤΟΜΑ ΥΨΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΒΙΤΑΜΙΝΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ Έγκυες Νήπια Ηλικιωμένοι Άτομα με χρόνιες παθήσεις Άτομα που λαμβάνουν φάρμακα, όπως τα από του στόματος αντισυλληπτικά ή τα αντιεπιληπτικά σε χρόνια βάση Αλκοολικοί Αυστηρά χορτοφάγοι Υποσιτιζόμενοι πληθυσμοί
ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ BERI-BERI ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β1 ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ ΒΙΤΑΜΙΝΗ Κ ΜΕΓΑΛΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β12, ΦΥΛΛΙΚΟ ΟΞΥ ΝΥΚΤΑΛΩΠΙΑ ΒΙΤΑΜΙΝΗ Α ΟΣΤΕΟΜΑΛΑΚΥΝΣΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗ D ΠΕΛΛΑΓΡΑ ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β3 ΡΑΧΙΤΙΔΑ ΣΚΟΡΒΟΥΤΟ ΒΙΤΑΜΙΝΗ C
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ Οι βιταμίνες δρουν με τρεις κύριους μηχανισμούς: 1) Ως συνένζυμα 2) Ως αντιοξειδωτικά 3) Ως ορμόνες Οι πιο πολλές υδατοδιαλυτές βιταμίνες δρουν ως συνένζυμα ειδικών ενζύμων. Πολλά ένζυμα είναι αδρανή χωρίς την παρουσία μικρών ποσοτήτων κάποιων ουσιών που λέγονται συμπαράγοντες. Οι συμπαράγοντες μπορεί να είναι ίχνη μετάλλων ή οργανικά μόρια. Τα οργανικά μόρια ορίζονται ως συνένζυμα. Τα συνένζυμα λαμβάνουν μέρος στην υπό κατάλυση αντίδραση. Κατά τη διαδικασία αυτή μετατρέπονται σε μια ενδιάμεση μορφή και τελικά αναγεννώνται, δηλαδή δημιουργούνται ξανά οι δραστικές μορφές. Π.χ. Κύκλος της βιταμίνης Κ: Η βιταμίνη Κ δρα ως συνένζυμο στη μετατροπή της αποκαρβοξυλο-προθρομβίνης σε προθρομβίνη, αντίδραση που καταλύεται από την καρβοξυλάση. Κατά τη διαδικασία της καρβοξυλίωσης, η βιταμίνη Κ μετατρέπεται στην αδρανή οξειδωμένη μορφή της (ΚΟ) και μετά επανέρχεται στη δραστική της μορφή (ΚΗ2). Η αναγωγή του αδρανούς εποξειδίου της βιταμίνης Κ (ΚΟ) στη δραστική μορφή υδροκινόνης επηρεάζεται από τη βαρφαρίνη. Η βαρφαρίνη και άλλα συγγενή φάρμακα παρεμποδίζουν τη γ- καρβοξυλίωση, με αποτέλεσμα τη δημιουργία βιολογικά ανενεργών μορίων για την πήξη του αίματος.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ Κάποιες βιταμίνες δρουν ως αντιοξειδωτικά και άλλες ως ορμόνες. Η βιταμίνη C και η βιταμίνη Ε δρουν ως αντιοξειδωτικά. Οι δύο λιποδιαλυτές βιταμίνες Α και D δρουν ως ορμόνες. Έχουν ταυτοποιηθεί ειδικοί υποδοχείς μέσω των οποίων οι βιταμίνες Α και D ασκούν την ορμονική τους δράση.
Διατροφικεσ αναγκεσ και ημερησια προσληψη Οι συνιστώμενες ημερήσιες διατροφικές ανάγκες για τις βιταμίνες (όπως και για τα μεταλλικά άλατα και άλλα θρεπτικά στοιχεία) έχουν καθοριστεί στις περισσότερες χώρες. Οι ανάγκες αυτές έχουν στόχο να συντηρούν τα μέγιστα αποθέματα βιταμινών, χωρίς να προκαλούν τοξικότητα και καθορίζονται με βάση την ηλικία και το φύλο φυσιολογικών ατόμων. Οι ημερήσιες ανάγκες καθορίζονται με βάση την πρόσληψη 2000 Kcal την ημέρα. Στις ΗΠΑ οι συνιστώμενες ημερήσιες ανάγκες δημοσιεύονται σε τακτά χρονικά διαστήματα από το Food and Nutrition Board, το National Academy of Sciences και το National Research Council.
Διατροφικεσ αναγκεσ και ημερησια προσληψη ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ ΒΙΤΑΜΙΝΗ Α 5000 IU ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β1 1.5 mg ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β2 1.7 mg ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β3 20 mg ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β6 2 mg ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β12 0.003 mg ΒΙΤΑΜΙΝΗ C 60 mg ΒΙΤΑΜΙΝΗ D 400 IU ΒΙΤΑΜΙΝΗ Ε 30 IU ΒΙΤΑΜΙΝΗ Κ 0.08 mg ΠΑΝΤΟΘΕΝΙΚΟ ΟΞΥ 10 mg ΒΙΟΤΙΝΗ 0.3 mg ΦΥΛΛΙΚΟ ΟΞΥ 0.4 mg
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ ΜΕ ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΤΡΟΦΕΣ Υπάρχουν πολλά παραδείγματα αλληλεπιδράσεων των βιταμινών με τροφές. Για παράδειγμα, η λήψη μεγάλων ποσοτήτων φρούτων, που περιέχουν βιταμίνη C, επιδρά στην απορρόφηση της βιταμίνης Β12. Ομοίως, ορισμένα ψάρια και μούρα μπορεί να περιέχουν το ένζυμο θειαμινάση, το οποίο αδρανοποιεί τη βιταμίνη Β1. Παραδείγματα αλληλεπίδρασης φαρμάκων με βιταμίνες: Η παρατεταμένη λήψη μη απορροφούμενων λιπιδίων, όπως η υγρή παραφίνη (καθαρτικό), μπορεί να μειώσει σημαντικά την απορρόφηση των λιποδιαλυτών βιταμινών και να προκαλέσει τη σχετική πάθηση λόγω έλλειψης της βιταμίνης. Τα από του στόματος αντισυλληπτικά που περιέχουν οιστρογόνα αλληλεπιδρούν με τις βιταμίνες Β1, Β2 και φυλλικό οξύ. Τα αντιβιοτικά αλληλεπιδρούν με τη βιταμίνη Β3 (τετρακυκλίνες), τη βιταμίνη Β12 (νεομυκίνη), τη βιταμίνη C (τετρακυκλίνες), τη βιταμίνη Κ (σουλφοναμίδες) και το φυλλικό οξύ (σουλφοναμίδες) Τα αντιεπιληπτικά με τη βιταμίνη D, τη βιταμίνη Κ και το φυλλικό οξύ.
ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ ΩΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ Τα συμπληρώματα διατροφής μπορεί να περιλαμβάνουν μη συνταγογραφούμενα φάρμακα, φυτικά εκχυλίσματα και βιταμίνες. Προς το παρόν, δεν καλύπτονται από τους κανονισμούς του FDA και πολλά από αυτά διατίθενται συχνά στο εμπόριο χωρίς ειδική ετικέτα που να αναγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενο και η σύστασή τους και επίσης χωρίς οδηγίες για ασφαλή χρήση. Οι ουσίες αυτές μπορεί να έχουν παρενέργειες και να αλληλεπιδρούν με φάρμακα και τροφές. Τα χάπια βιταμινών καταναλώνονται κυρίως από παιδιά, ηλικιωμένους και γυμναζόμενους ενήλικες. Στις ΗΠΑ και τον Καναδά, το 40% περίπου των ενηλίκων συμπληρώνουν τη διατροφή της καθημερινά με βιταμίνες. Η χρησιμότητα των βιταμινών για σκοπούς, εκτός από την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων υποβιταμίνωσης, δεν έχει εξακριβωθεί. Πρόσληψη λιποδιαλυτών βιταμινών σε δόσεις που υπερβαίνουν τις συνιστώμενες τροφικές ανάγκες εμπεριέχει τον κίνδυνο εμφάνισης υπερβιταμίνωσης. Η πρόσληψη πολύ μεγάλων δόσεων βιταμίνης C είναι επικίνδυνη, γιατί μπορεί να προκαλέσει νεφρόλιθους. Άμεσες παρενέργειες, όπως αυξημένη τάση σχηματισμού θρόμβων, μπορεί να εμφανισθούν από τη λήψη βιταμίνης Κ από ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα βαρφαρίνη.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Α Γνωστή και ως ρετινόλη Στην πραγματικότητα, ο όρος βιταμίνη Α αναφέρεται σε μια ομάδα ρετινοειδών και καρωτινοειδών. Τα ρετινοειδή περιλαμβάνουν φυσικά ή συνθετικά ανάλογα της βιταμίνης Α. Βρίσκεται στις ζωϊκές τροφές, κυρίως στο ήπαρ, στα ηπατέλαια ψαριών, στον κρόκο του αυγού και στα γαλακτοκομικά προϊόντα, καθώς και σε μερικά λαχανικά, όπως στα καρότα και τις ντομάτες. Η μαργαρίνη είναι εμπλουτισμένη με βιταμίνες Α και D. Οι ημερήσιες ανάγκες σε βιταμίνη Α είναι περίπου 2.500 IU, οι οποίες αυξάνονται στην περίοδο της εγκυμοσύνης και της γαλουχίας. Ανεπάρκεια της βιταμίνης Α σε άτομα των αναπτυγμένων χωρών είναι σπάνια. Όταν εμφανίζεται, σχεδόν πάντοτε συνδέεται με σύνδρομο δυσαπορρόφησης και στεατόρροια. Αντίθετα, είναι συχνή σε πληθυσμούς των αναπτυσσόμενων χωρών. Η βιταμίνη α έχει δύο βασικές λειτουργίες: 1) Αποτελεί συστατικό της οπτικής πορφύρας. Παίζει ρόλο στο μηχανισμό των φωτοϋποδοχέων του αμφιβληστροειδή. 2) Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της καλής επιφάνειας των επιθηλίων και συνεπώς στην ακεραιότητα των επιθηλίων.
ΡΕΤΙΝΟΕΙΔΗ ΓΙΑ ΚΛΙΝΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗ Α ΡΕΤΙΝΟΕΙΔΗ ΓΙΑ ΚΛΙΝΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΧΗΜΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΚΛΙΝΙΚΗ ΧΡΗΣΗ Ρετινόλη Έλλειψη βιταμίνης Α Ρετινοϊκό οξύ (all-trans) Τρετινοϊνη Ακμή (τοπική θεραπεία) Ρετινοϊκό οξύ (13-cis) Ισοτρετινοϊνη Ακμή (συστηματική θεραπεία) Ετρετινάτη Ψωρίαση
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Α Σημαντική ανεπάρκεια της βιταμίνης Α προκαλεί αδυναμία προσαρμογής στο σκότος, που οδηγεί σε 1)νυκταλωπία (μείωση οπτικής οξύτητας τη νύχτα ή σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού) και 2)μετατροπή του επιθηλίου των βλεννογόνων σε πλακώδες επιθήλιο. Όταν η ανεπάρκεια της βιταμίνης Α δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα, τότε εμφανίζεται ξηροφθαλμία (ξηρός και θολός κερατοειδής και περιοχές που καλύπτουν τον οφθαλμό) και κερατομαλακία (ξηρότητα και εξέλκωση του κερατοειδούς), καθώς και νυκταλωπία. Επίσης, παρατηρείται μεταβολή της εμφάνισης και διαταραχή της ακεραιότητας του δέρματος. Για την αντιμετώπιση της ανεπάρκειας χορηγούνται 50.000 IU βιταμίνης Α ημερησίως, μέχρις ότου εξαφανιστούν τα συμπτώματα της αβιταμίνωσης. Προφυλακτική χορήγηση βιταμίνης Α, συνήθως σε συνδυασμό με βιταμίνη D, γίνεται στις γυναίκες στην περίοδο της εγκυμοσύνης και της γαλουχίας, καθώς και σε μικρά παιδιά.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Α Η χρόνια λήψη μεγάλων ποσοτήτων της βιταμίνης Α μπορεί να προκαλέσει τοξικά φαινόμενα που εκδηλώνονται με ευερεθιστότητα, κεφαλαλγία, κόπωση, απώλεια της όρεξης, κνησμό, δερματίτιδα, απολέπιση, αλωπεκία, χειλίτιδα, και αιμορραγία λόγω υποπροθρομβιναιμίας. Στην οξεία δηλητηρίαση με βιταμίνη Α παρατηρείται απολέπιση του δέρματος, όπως παρατηρήθηκε σε εξερευνητές της Αρκτικής που έτρωγαν ήπαρ της πολικής άρκτου
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Α- ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ Το ρετινοϊκό οξύ (τρετινοϊνη) αποτελεί αποτελεσματική τοπική θεραπεία για την κοινή ακμή. Η τοπική εφαρμογή ρετινοϊκού οξέος συνήθως ερεθίζει το δέρμα, προκαλώντας ερυθρότητα και ερύθημα. Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι συνήθεις κατά τις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας και εξαφανίζονται στη συνέχεια. Ένα άλλο συνθετικό ανάλογο της βιταμίνης Α, η ισοτρετινοϊνη (13-cis- ρετινοϊκό οξύ) είναι δραστικό από το στόμα και χρησιμοποιείται για τη σοβαρή κυστική ακμή. Οι πιο κοινές παρενέργειες μοιάζουν με αυτές της υπερβιταμίνωσης Α. Η τερατογένεση είναι μεγάλος κίνδυνος για τις εγκύους που λαμβάνουν ισοτρετινοϊνη. Για το λόγο αυτό, οι γυναίκες σε ηλικία τεκνοποίησης πρέπει να λαμβάνουν μέτρα αποτελεσματικής αντισύλληψης πριν την έναρξη θεραπείας με ισοτρετινοϊνη. Ένα άλλο συνθετικό παράγωγο, η ετρετινάτη, χρησιμοποιείται τοπικά για τη θεραπεία της ψωρίασης.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ D Η βιταμίνη D ευρίσκεται στα ηπατέλαια των ιχθύων και στον κρόκο αυγού. Συντίθεται στο δέρμα όταν εκτεθεί στο υπεριώδες φως. Υπάρχουν δύο πηγές βιταμίνης D: 1) Η διατροφή παρέχει τη βιταμίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη) από ζωϊκές πηγές (γάλα, ηπατέλαιο ψαριών) και τη βιταμίνη D2 (εργοκαλσιφερόλη) από φυτικές τροφές. 2) Η βιταμίνη D3 συντίθεται στο δέρμα από την 7-δεϋδροχοληστερόλη (παράγεται στο εντερικό τοίχωμα από χοληστερόλη) από τη δράση του υπεριώδους (UV) φωτός. Η έκθεση του προσώπου και των χεριών για 15 λεπτά είναι αρκετή για να παρέχει τις ημερήσιες απαιτήσεις σε βιταμίνη D. Οι διατροφικές απαιτήσεις σε βιταμίνη D είναι ελάχιστες για άτομα που ζουν σε περιοχές με ηλιοφάνεια ή που εκτίθενται στον ήλιο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι βιταμίνες D2 και D3 είναι εξίσου αποτελεσματικές.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ D Ο όρος βιταμίνη D αναφέρεται σε μια οικογένεια στερολικών παραγώγων (στεροειδών ουσιών) με αντιρραχιτικές ιδιότητες. Είναι μια προορμόνη που μετατρέπεται στο σώμα σε διάφορους βιολογικά δραστικούς μεταβολίτες. Η βιταμίνη D3 μετατρέπεται αρχικά σε 25-υδροξυβιταμίνη D3 (καλσιφεδιόλη) στο ήπαρ και στη συνέχεια σε 1,25-διυδροξυβιταμίνη D3 (καλσιτριόλη) στους νεφρούς. Η αντιρραχιτική ενέργεια των παραπάνω βιταμινών εξαρτάται από την μεταβολή τους σε δραστικά μεταβολικά προϊόντα που γίνεται με υδροξυλίωση στο ήπαρ και τους νεφρούς. Ενεργοποίηση της βιταμίνης D : Η βιταμίνη D ( από τις τροφές και από τη σύνθεση στο δέρμα) μετατρέπεται στο σώμα σε διάφορους βιολογικά ενεργούς μεταβολίτες σύμφωνα με το ακόλουθο σχήμα: Η βιταμίνη D απορροφάται παρουσία λίπους στις τροφές. Μετά την απορρόφηση, η βιταμίνη D3 μεταφέρεται μέσω των χυλομικρών στο ήπαρ και αποθηκεύεται με μια πρωτεϊνη φορέα, την δεσμευτική πρωτεϊνη της βιταμίνης D. H βιταμίνη D και οι μεταβολίτες της κυκλοφορούν στο πλάσμα ενωμένοι με την πιο πάνω πρωτείνη. Η περίσσεια αποθηκεύεται στο λιπώδη ιστό.
βιταμΙνη D Υπάρχουν δύο κύρια στάδια στο μεταβολισμό της βιταμίνης D: Α) Το πρώτο στάδιο είναι η 25-υδροξυλίωση που πραγματοποιείται στο ήπαρ. Β) Το δεύτερο στάδιο είναι η 1-υδροξυλίωση στους νεφρούς, που διεγείρεται από την παραθορμόνη (ΡΤΗ). Η μείωση της συγκέντρωσης των ιόντων ασβεστίου στο πλάσμα διεγείρει την έκκριση ΡΤΗ από τους παραθυρεοειδείς. Η απέκκριση στη χολή είναι η κύρια οδός απομάκρυνσής της και η 24-υδροξυλίωση στους νεφρούς είναι ένα προκαταρκτικό στάδιο.
ΕΝΤΕΡΟ Χοληστερόλη → 7-δεϋδρο χοληστερόλη ΔΕΡΜΑ ΚΡΕΑΣ ΦΥΤΑ 7-δεϋδροχοληστερόλη (ηλιακό φως) → Βιταμίνη D3 Βιταμίνη D3 Βιταμίνη D2 Βιταμίνη D3 στο πλάσμα ΗΠΑΡ (25-υδροξυλίωση βιταμίνης D3) → 25-υδροξυβιταμίνη D3 (καλσιτριόλη) ΝΕΦΡΟΙ (1-υδροξυλίωση)→1,25-διϋδρoξυβιταμίνη D3 (καλσιτριόλη) ΠΛΑΣΜΑ 1,25-διϋδρoξυβιταμίνη D3 (καλσιτριόλη)
ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D H 1,25- διϋδροξυβιταμίνη D3 δρα σαν ορμόνη και παίζει σημαντικό ρόλο στην ομοιόσταση των ιόντων ασβεστίου. Μαζί με την παραθορμόνη διατηρεί τα επίπεδα ασβεστίου στο πλάσμα μέσω 1) αύξησης της απορρόφησης του ασβεστίου από το έντερο 2) αύξησης της κινητοποίησης ασβεστίου από τα οστά και 3)μείωσης της απέκκρισης ασβεστίου από τους νεφρούς (ενισχύοντας την νεφρική επαναρρόφηση). Άλλες λειτουργίες της 1,25- διϋδροξυβιταμίνης D3 είναι: Αύξηση του σχηματισμού οστών με προώθηση της ωρίμανσης και έμμεση διέγερση της δραστικότητας των οστεοκλαστών Διαφοροποίηση των κυττάρων Αναστολή της αύξησης ορισμένων καρκίνων, ειδικότερα του καρκίνου του μαστού και του κακοήθους μελανώματος
ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΑΠΌ ΤΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗ D ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΘΟΡΜΟΝΗ (pth) H βιταμίνη D και η παραθορμόνη ρυθμίζουν τα επίπεδα του ασβεστίου στο πλάσμα δρώντας σε 3 κύριους ιστούς- στόχους: το έντερο, τους νεφρούς και τα οστά. Μείωση της συγκέντρωσης ασβεστίου στο πλάσμα προκαλεί αύξηση της έκκρισης ΡΤΗ από τους παραθυρεοειδείς, η οποία δρα στους νεφρούς και στα οστά. Στους νεφρούς, η ΡΤΗ α) αυξάνει την επαναρρόφηση ασβεστίου και β) προωθεί την σύνθεση της 1,25-διϋδροξυβιταμίνης D3 , η οποία με τη σειρά της αυξάνει τη γαστρεντερική απορρόφηση ασβεστίου. Επίσης, η ΡΤΗ προκαλεί κινητοποίηση του ασβεστίου από τα οστά. Ως συνέπεια, η μειωμένη συγκέντρωση ασβεστίου στο πλάσμα οδηγεί σε αυξημένη κινητοποίηση ασβεστίου από τα οστά, αυξημένη επαναρρόφησή του στους νεφρούς και διευκόλυνση της απορρόφησης στο έντερο.
Ανεπαρκεια βιταμινησ D Ραχίτιδα της παιδικής ηλικίας Οστεομαλάκυνση στους ενήλικες Η αφαλάτωση των οστών οφείλεται στην απελευθέρωση ασβεστίου στο πλάσμα που διεγείρεται από την ΡΤΗ. Κλινικά σημεία υπασβεσταιμίας αποτελούν η αυξημένη διεγερσιμότητα, οι παραισθησίες, η τετανία, η αυξημένη νευρομυϊκή διεγερσιμότητα, ο λαρυγγόσπασμος και οι επιληπτικοί σπασμοί. Αιτίες ανεπάρκειας βιταμίνης D: 1) Έλλειψη έκθεσης στο ηλιακό φως (νήπια) 2) Νεφρική ανεπάρκεια (ηλικιωμένοι) 3)Υποπαραθυρεοειδισμός 4) Οιστρογόνα, φαινυτοϊνη, φαινοβαρβιτάλη 5) Δυσαπορρόφηση λιπών 6) Μεγάλη κατανάλωση οινοπνεύματος
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D Θεραπεία ραχίτιδας και οστεομαλακίας Θεραπευτική αντιμετώπιση υποπαραθυρεοειδισμού Προφυλακτική χορήγηση σε παιδιά, γυναίκες κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης και της γαλουχίας, αν και η κανονική τροφή περιέχει επαρκείς ποσότητες της βιταμίνης. Θεραπεία ψωρίασης, όπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν παράγωγα χωρίς δράση βιταμίνης D ( π.χ. καλσιποτριόλη)
ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΌ ΒΙΤΑΜΙΝΗ d Η παρατεταμένη υπερασβεσταιαιμία προκαλεί αρχικά αντιστρεπτή, αλλά τελικά μόνιμη , νεφρική βλάβη και επασβέστωση των μαλακών ιστών, συμπεριλαμβανομένου του καρδιαγγειακού συστήματος. Η υπερβιταμίνωση μπορεί να συνοδεύεται από καθυστέρηση ανάπτυξης σε παιδιά, συγγενείς διαταραχές, υπολειτουργία των παραθυρεοειδών και αορτική στένωση.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Ε Η βιταμίνη Ε βρίσκεται στα φυτικά έλαια, το σιτάρι, τα λαχανικά, τον κρόκο αυγού, τις μαργαρίνες και τα όσπρια. Η α-τοκοφερόλη είναι η πιο δραστική από οκτώ φυσικές τοκοφερόλες με δράση βιταμίνης Ε. Η β-τοκοφερόλη (σιτάρι) και η γ-τοκοφερόλη (καλαμποκέλαιο, σογιέλαιο, μαργαρίνες) έχουν τη μισή δραστικότητα της α-τοκοφερόλης, ενώ η δ- τοκοφερόλη (ηλιέλαιο) δεν έχει σχεδόν καθόλου βιολογική δράση. Η βιταμίνη ε δρα ως αντιοξειδωτικό, αλλά η δράση αυτή δεν φαίνεται σημαντική. Τα πρόωρα νεογνά βρίσκονται σε κίνδυνο να παρουσιάσουν υποβιταμίνωση Ε, γιατί η διαπλακουντιακή μεταφορά είναι μικρή. Η μόνη θεραπευτική ένδειξη της βιταμίνης Ε είναι η αιμολυτική αναιμία των νεογνών.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Κ Η βιταμίνη Κ συναντάται στα φύλλα των λαχανικών, στα φυτικά έλαια και στο ήπαρ. Συντίθεται, επίσης, από την εντερική χλωρίδα. Η βιταμίνη Κ είναι παράγωγο της κινόνης και υπάρχουν δύο φυσικές μορφές: 1) Η βιταμίνη Κ1 (φυτομεναδιόνη) βρίσκεται στις τροφές. 2)Η βιταμίνη Κ2 (μενακινόνη) συντίθεται από τα βακτήρια του εντέρου. Η βιατμίνη Κ2 δεν είναι απλή ένωση, αλλά μια ομάδα ενώσεων με διαφορετικά μήκη πλευρικής αλυσίδας. Η μενακινόνη 4 είναι η πιο δραστική μορφή. Η βιταμίνη Κ3 είναι μια συνθετική υδατοδιαλυτή βιταμίνη.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Κ Η βιταμίνη Κ είναι υπεύθυνη για την παραγωγή της προθρομβίνης (παράγοντας ΙΙ) και των παραγόντων πήξης VII, IX και X. Η βιταμίνη Κ δρα ως συνένζυμο του παράγοντα πήξης ΙΙ (προθρομβίνη) Κατά την καρβοξυλίωσή της, η βιταμίνη Κ μετατρέπεται στο αδρανές εποξείδιό της και στη συνέχει ξανασχηματίζει τη δραστική μορφή της. Ο αναγωγικός μεταβολισμός του αδρανούς εποξειδίου της βιταμίνης Κ επηρεάζεται από τη βαρφαρίνη. Τα ευρέως φάσματος αντιβιοτικά, που μεταβάλλουν την βακτηριακή χλωρίδα του εντέρου, μειώνουν την παραγωγή βιταμίνης Κ και μπορεί να ενισχύσουν την αντιπηκτική δράση της βαρφαρίνης.
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ Κ Η έλλειψη βιταμίνης Κ προκαλεί αιμορραγία λόγω ανεπάρκειας της προθρομβίνης που οδηγεί σε αυξημένο χρόνο προθρομβίνης (ΡΤ). Η φαρμακευτική αγωγή με αντιεπιληπτικά (υδαντοϊνες) και αντιβιοτικά (νεομυκίνη) μπορεί να προκαλέσει υποβιταμίνωση Κ. Τα νεογνά, ιδιαίτερα τα πρόωρα, διατρέχουν τον κίνδυνο έλλειψης λόγω της μικρής ποσότητας βιταμίνης Κ στο μητρικό γάλα και της χαμηλής εντερικής σύνθεσης. Η δυσαπορρόφηση των λιπών ή η κατανάλωση μη απορροφούμενων λιπών, όπως το παραφινέλαιο, μπορεί επίσης να προκαλέσει υποβιταμίνωση. Η ηπατική ανεπάρκεια επιταχύνει τις συνέπειες της έλλειψης της βιταμίνης Κ λόγω της ήδη κατεσταλμένης σύνθεσης παραγόντων πήξης στο ήπαρ.
Αιτιεσ ανεπαρκειασ βιταμινησ κ Αντιεπιληπτικά (υδαντοϊνες) Αντιβιοτικά (νεομυκίνη) Μειωμένη σύνθεση στο έντερο (νεογνά) Δυσαπορρόφηση λιπών Κατανάλωση τροφών με μη απορροφούμενα λίπη Ηπατική ανεπάρκεια
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ Κ ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΚΗ ΝΟΣΟΣ ΤΩΝ ΝΕΟΓΝΩΝ Κύρια κλινική χρήση της βιταμίνης Κ αποτελεί η θεραπεία και η πρόληψη της υποβιταμίνωσης Κ, ειδικά των νεογνών. Σε μερικά νεογνικά κέντρα χορηγείται προφυλακτικά βιταμίνη Κ. Ωστόσο, οι συνθετικές μορφές της βιταμίνης εκτοπίζουν την χολερυθρίνη από τα σημεία σύνδεσής της με τα λευκώματα του πλάσματος, με αποτέλεσμα την εμφάνιση πυρηνικού ικτέρου στα νεογνά, όταν τα φάρμακα αυτά χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις. ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗ ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΩΝ Μπορεί να χορηγηθεί παρεντερικά για να αντιμετωπισθεί ταχέως η δράση της βαρφαρίνης, αλλά η αναστολή των αντιπηκτικών αποτελεσμάτων καθυστερεί λόγω του χρόνου που χρειάζεται για να επανέλθουν στα φυσιολογικά επίπεδα οι συγκεντρώσεις των εξαρτώμενων από τη βιταμίνη Κ παραγόντων πήξης.
ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ Κ Ο πυρηνικός ίκτερος, που είναι μια μη φυσιολογική άθροιση χολερυθρίνης στο ΚΝΣ, μπορεί να οφείλεται σε περίσσεια βιταμίνης Κ.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ C Βρίσκεται στα εσπεριδοειδή, τις ντομάτες, τις πατάτες, τα λάχανα και τις πράσινες πιπεριές. Υπάρχουν δύο ενεργές μορφές της βιταμίνης C: το L-ασκορβικό οξύ και το δεϋδροασκορβικό οξύ. Το ασκορβικό οξύ οξειδώνεται εύκολα σε δεϋδροασκορβικό οξύ. Η βιταμίνη C απορροφάται γρήγορα από τον ειλεό, μέσω ενός μηχανισμού μεταφοράς που εξαρτάται από τα ιόντα νατρίου. Αποθηκεύεται σε όλους τους ιστούς, αλλά κυρίως στα επινεφρίδια και στην υπόφυση. Στους ιστούς, μετατρέπεται αντιστρεπτά σε δεϋδρο ασκορβικό οξύ. Οι κύριοι μεταβολίτες απεκκρίνονται από τους νεφρούς σαν οξαλικά άλατα. Μεγάλες δόσεις βιταμίνης C μπορεί να προκαλέσουν νεφρολιθίαση και διάρροια.
βιταμινη C Η βιταμίνη C έχει πολλές βιολογικές δράσεις. 2) τη σύνθεση των βιογενών αμινών, νορεπινεφρίνης και αδρεναλίνης. 3) τη σύνθεση καρνιτίνης, της πρωτεϊνης που μεταφέρει τα λιπαρά οξέα στα μιτοχόνδρια για τη β-οξείδωση.
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ βιταμΙνηΣ C Το σκορβούτο εμφανίστηκε το 1500, όταν τα μακρινά θαλασσινά ταξίδια ήταν συχνά. Για τον λόγο αυτόν, στα ταξίδια αυτά συνήθιζαν να παίρνουν πορτοκάλια και λεμόνια και τελικά, γύρω στα 1740, χρησιμοποιήθηκαν ως θεραπευτικό μέσο για την πρόληψη εμφάνισης σκορβούτου. Το σκορβούτο χαρακτηρίζεται από αιμορραγίες, απώλεια οδόντων, ουλίτιδα και εξοίδηση των αρθρώσεων. Όταν υπάρχει έλλειψη της βιταμίνης C, η μεσοκυττάρια ουσία γίνεται λεπτόρρευστη , με αποτέλεσμα τα αγγεία να μην είναι πλέον στεγανά και να παρατηρούνται πετεχιοειδείς αιμορραγίες και εκχυμώσεις του δέρματος. Τα ούλα διογκώνονται και φλεγμαίνουν. Η έλλειψη κολλαγόνου των οστών τα καθιστά εύθραστα και η επούλωση των καταγμάτων γίνεται με δυσκολία. Ακόμα, μπορεί να παρατηρηθεί αναιμία μακροκυτταρικού ή ορθόχρωμου τύπου. Οι ημερήσιες ανάγκες σε βιταμίνη C είναι 20 έως 30 mg, αλλά σκορβούτο μπορεί να παρατηρηθεί όταν η ημερήσια πρόσληψη της βιταμίνης είναι μικρότερη από 10 mg και διαρκεί για πολλούς μήνες. Για τη θεραπεία ης υποβιταμίνωσης έχουν χρησιμοποιηθεί δόσεις 100-1000 mg την ημέρα από το στόμα. Μεγάλες δόσεις συνιστώνται για τη γενική βελτίωση της υγείας και στη θεραπεία του καρκίνου (δεν υπάρχουν όμως τεκμηριωμένες αποδείξεις για αυτή τη χρήση της βιταμίνης).
ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ βιταμΙνηΣ C Το πρώτο είναι ο κίνδυνος σχηματισμού οξαλικών αλάτων στους νεφρούς. Το δεύτερο είναι η επάνοδος του σκορβούτου που μπορεί να συμβεί αν διακοπούν απότομα οι τεράστιες δόσεις που χορηγούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β1 (ΘΕΙΑΜΙΝΗ) Βρίσκεται στην ξηρή ζυθοζύμη, στους μη αποφλοιωμένους κόκκους δημητριακών, στο μη αποφλοιωμένο ρύζι και στους σπόρους του σιταριού. Η θειαμίνη, στη μορφή της διφωσφορικής θειαμίνης, δρα σαν συνένζυμο στον μεταβολισμό των υδατανθράκων, σε αντιδράσεις που περιλαμβάνουν αποκαρβοξυλίωση των α-κετοξέων, όπως το πυροσταφυλικό και το α- κετογλουταρικό οξύ. Επίσης, δρα σαν συνένζυμο στις αντιδράσεις της τρανσκετολάσης στον κύκλο των μονοφωσφορικών εξοζών, ο οποίος αποσκοπεί στην κατανάλωση των πεντοζών του οργανισμού. Σε ανεπάρκεια της βιταμίνης Β1 (θειαμίνης), παρουσιάζεται η κλινική εικόνα beri-beri. Αυτή η πάθηση έγινε πιο κοινή μετά την αύξηση της κατανάλωσης αποφλοιωμένου ρυζιού, που παρασκευάζεται από το ακατέργαστο ρύζι με απομάκρυνση του φλοιού, ο οποίος περιέχει την περισσότερη βιταμίνη Β1. Υπάρχουν δύο μορφές beri-beri: η ξηρή και η υγρή.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β1 Η ξηρή beri-beri αφορά στο νευρικό σύστημα και προκαλεί εκφυλιστική νευροπάθεια, που χαρακτηρίζεται από γενική νευρίτιδα, παράλυση και μυϊκή ατροφία. Η υγρή beri-beri περιλαμβάνει διαταραχές του καρδιαγγειακού συστήματος με αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία, παθολογικό ηλεκτροκαρδιογράφημα, οίδημα και ανεπάρκεια του μυοκαρδίου (καρδιακή ανεπάρκεια). Αίτια έλλειψης βιταμίνης Β1: 1) ανεπαρκής πρόσληψη, 2) μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, οπότε μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλοπάθεια Wernicke και ψύχωση τύπου Korsakoff. 3) Η νηπιακή beri-beri μπορεί να οφείλεται σε χαμηλή συγκέντρωση θειαμίνης στο μητρικό γάλα γυναικών με ένδεια βιταμίνης Β1. Η κύρια χρήση της θειαμίνης είναι να θεραπεύσει την υποβιταμίνωση, ειδικά στους αλκοολικούς. Μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλεβίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (π.χ. σε οξεία εγκεφαλοπάθεια του Wernicke.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β2 (ΡΙΒΟΦΛΑΒΙΝΗ) Βρίσκεται στη ζυθοζύμη, το ήπαρ, τα γαλακτοκομικά και τα πράσινα λαχανικά. Δρα ωε συνένζυμογια διάφορες αναπνευστικές φλαβοπρωτεϊνες, είτε υπό τη μορφή του φλαβινομονοκλεοτιδίου (FMN) είτε υπό τη μοφή του δινουκλεοτιδίου φλαβίνης-αδενίνης (FDA). Σε έλλειψη βιταμίνης Β2, παρατηρείται χειλίτιδα, συγχειλίτιδα, αγγείωση του κερατοειδούς, αμβλυωπία και σμηγματορροϊκή δερματίτιδα. Οι φαινοθειαζίνες, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικα και η κινίνη (ανθελονοσιακό)αναστέλλουν τη φλαβοκινάση που μετατρέπει τη ριβοφλαβίνη σε FMN και έτσι είναι δυνατόν να αυξάνουν τις ανάγκες για ριβοφλαβίνη.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β3 (ΝΙΚΟΤΙΝΙΚΟ ΟΞΥ) Η βιταμίνη Β3 βρίσκεται στο κρέας, τα ψάρια, τα όσπρια και τα δημητριακά ολική άλεσης. Η τρυπτοφάνη μπορεί να αποτελέσει πηγή νικοτινικού οξέος (νιασίνης) αφού μπορεί να μετατραπεί σε νικοτινικό οξύ με απόδοση 60:1 (δηλαδή 60 μόρια τρυπτοφάνης για να σχηματισθεί ένα μόριο νικοτινικού οξέος) Το νικοτινικό οξύ μετατρέπεται στον οργανισμό μετατρέπεται στον οργανισμό σε δύο βιολογικά δραστικές μορφές: στο νικοτιναμιδο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο (NAD) και το φωσφορικό νικοτιναμιδο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο (NADP). Η κύρια λειτουργία της βιταμίνης Β3 είναι η συμμετοχή της σε οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις που χρειάζονται NAD ή NADP. Είναι απαραίτητο συνένζυμο για πολλές αφυδρογονάσες στον κύκλο του Krebs για τον αναερόβιο μεταβολισμό των υδατανθράκων και για το μεταβολισμό λιπιδίων και πρωτεϊνών. Η κατάσταση έλλειψης βιταμίνης Β3 χαρακτηρίζεται ως πελλάγρα. Περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1735 από τον Casal ως πάθηση ‘’ mal de la rosa’’ (ασθένεια των ρόδων), λόγω της τραχύτητας και της χρώσης του δέρματος. Ο όρος πελλάγρα προέρχεται από τις λατινικές λέξεις pelle (δέρμα) και agra (τραχύ). Η πελλάγρα αντιμετωπίσθηκε αρχικά σαν λοίμωξη μέχρι τη δεκαετία του 1910, οπότε ανακαλύφθηκε πβς ήταν μάλλον κατάσταση υποβιταμίνωσης μετά την επιτυχή θεραπεία ασθενών με συμπληρώματα διατροφής.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β3 (ΝΙΚΟΤΙΝΙΚΟ ΟΞΥ) Τα κύρια συμπτώματα της πελλάγρας είναι η δερματίτιδα, η διάρροια και η άνοια. Η πελλάγρα εμφανίστηκε περιστασιακά σε πληθυσμούς που κατανάλωναν καλαμπόκι σαν κύρια πηγή πρωτεϊνης, γιατί περιέχει μικρή ποσότητα τρυπτοφάνης. Το νικοτινικό οξύ, εκτός από τη χρήση του στη θεραπεία της πελλάγρας, είναι επίσης φαρμακολογικά χρήσιμο στη θεραπεία ορισμένων διαταραχών των λιπιδίων του πλάσματος. Το νικοτινικό οξύ μπορεί να προκαλέσει δυσάρεστο αίσθημα έξαψης (flushing) και αγγειοδιαστολή, όταν χρησιμοποιηθεί σε κανονικές δόσεις για τη θεραπεία της υπερλιπιδαιμίας. Έχει παρατηρηθεί σοβαρή ηπατοτοξικότητα με χρήση σκευασμάτων παρατεταμένης δράσης.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β6 (ΠΥΡΙΔΟΞΙΝΗ) Βρίσκεται σε κρέας, ψάρια, όσπρια, ξηρή ζυθοζύμη και δημητριακά ολικής άλεσης. Αποτελείται από 3 φυσικές ουσίες: την πυριδοξίνη, την πυριδοξάλη και την πυριδοξαμίνη, οι οποίες στο ήπαρ μετατρέπονται σε φωσφορική πυριδοξάλη Η βιταμίνη Β6 είναι συνένζυμο για διάφορες απαραίτητες αντιδράσεις του μεταβολισμού ορισμένων αμινοξέων και λιπαρών οξέων. Η διαταραχή στον σχηματισμό γ-αμινοβουτυρικού οξέος (GABA), λόγω διαταραχής της αποκαρβοξυλάσης του γλουταμινικού οξέος,, πιστεύεται ότι προκαλεί την τάση για επιληπτικούς σπασμούς που εμφανίζονται σε ένδεια βιταμίνης Β6. Η έλλειψη Β6 μπορεί να οφείλεται σε τροφική ανεπάρκεια. Μπορεί επίσης να παρατηρηθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν πενικιλλίνη, από του στόματος αντισυλληπτικά και ισονιαζίδη. Η ισονιαζίδη συνδέεται με την πυριδοξάλη, σχηματίζοντας πυριδοξαλυδραζόνη, η οποία όμως δεν έχει δράση συνενζύμου. Κλινικά σημεία ανεπάρκειας περιλαμβάνουν απολέπιση του δέρματος που μοιάζει με σμηγματορροϊκή δερματίτιδα, αναιμία, νευροπάθεια, και σπασμούς σε νήπια. Κλινικά σύνδρομα από έλλειψη μόνο της βιταμίνης Β6 είναι σπάνια. Μπορεί να δοθεί συμπληρωματικά στη θεραπεία ασθενών με ανεπάρκεια άλλων βιταμινών του συμπλέγματος Β. Μεγάλες δόσεις πυριδοξίνης χορηγούνται μερικές φορές στη σιδηροβλαστική αναιμία, έναν τύπο υπόχρωμης αναιμίας, κατά την οποία ο σίδηρος των αποθηκών του μυελού των οστών δεν μπορεί να ενσωματωθεί στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Η μακροχρόνια λήψη μεγάλων δόσεων βιταμίνης Β6 μπορεί να προκαλέσει περιφερική νευρίτιδα.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β12 Το κρέας, το ήπαρ και τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι οι αποκλειστικές πηγές της βιταμίνης Β12. Η βιταμίνη Β12 των τροφών απορροφάται από τον ειλεό μέσω υποδοχέων. Προϋποθέσεις για να απορροφηθεί η βιταμίνη Β12 είναι να συνδεθεί με τον ενδογενή παράγοντα που εκκρίνεται στον αυλό του στομάχου από τα τοιχωματικά κύτταρα του γαστρικού βλεννογόνου. Όταν απορροφηθεί, η βιταμίνη Β12 μεταφέρεται στα διάφορα κύτταρα του σώματος δεσμευμένη σε μια γλυκοπρωτεϊνη του πλάσματος, την trans κοβαλαμίνη ΙΙ. Η περίσσεια βιταμίνης Β12 αποθηκεύεται στο ήπαρ και μόνο ελάχιστα ποσά απεκκρίνονται στα ούρα και τα κόπρανα υπό κανονικές συνθήκες. Υπάρχουν αρκετά αποθέματα στο ήπαρ για να καλύψουν τις ημερήσιες ανάγκες των 2-3 μg για 3-6 χρόνια.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Β12 Η βιταμίνη Β12 είναι ζωτικής σημασίας για την αύξηση του κυττάρου και τη μίτωση. Είναι απαραίτητα για τη μετατροπή του μεθυλο-μηλονυλο-συνενζύμου Α (CoA) σε σουκινυλο-CoA και για την αναγέννηση των φυλλικών. Η συσσώρευση του μεθυλο-μηλονυλο-συνενζύμου Α σε έλλειψη Β12 με την επακόλουθη σύνθεση μη φυσιολογικών λιπαρών οξέων και την ενσωμάτωσή τους στις κυτταρικές μεμβράνες μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την εμφάνιση των νευρολογικών διαταραχών της υποβιταμίνωσης Β12. Ο μεταβολισμός και η αναγέννηση του φυλλικού οξέος εξαρτάται από την βιταμίνη Β12. Έτσι εξηγείται η λειτουργική ανεπάρκεια των μεταβολιτών του φυλλικού οξέος σε έλλειψη βιταμίνης Β12. Σε ανεπάρκεια βιταμίνης Β12 υπάρχει συσσώρευση του 5-μεθυλοτετραϋδροφυλλικού οξέος λόγω διαταραχής στην αναγέννηση του φυλλικού οξεός και αυτό καταλήγει σε διαταραχή της σύνθεσης DNA και σε μεγαλοβλαστική αναιμία.
ΕΛΛΕΙΨΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ Β12 Η έλλειψη της βιταμίνης Β12 οφείλεται σε διαταραχή της απορρόφησης λόγω α) έλλειψης του ενδογενούς παράγοντα και β) διαταραχές της απορρόφησης του συμπλόκου βιταμίνης Β12-ενδογενούς παράγοντα. Συχνές αιτίες ανεπάρκειας είναι : 1) Κακοήθης αναιμία λόγω μειωμένης έκκρισης του ενδογενούς [αράγοντα μετά από καταστροφή των εκκριτικών κυττάρων του στομάχου, ως αποτέλεσμα κάποιας αυτοάνοσης νόσου 2) Μερική ή ολική γαστρεκτομή 3) Φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου 4) Σύνδρομο δυσαπορρόφησης 5) Εντερική εκτομή 6)Διφυλλοβοθρίαση από το Diphylobothrium latum 7) Αυστηρή χορτοφαγική δίαιτα
ΕΛΛΕΙΨΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ Β12 Η έλλειψη της βιταμίνης Β12 επηρεάζει τη σύνθεση DNA, την κυτταρική διαίρεση και λειτουργία. Έτσι, τα αποτελέσματα είναι πιο εμφανή σε ιστούς που διαιρούνται ταχύτατα (π.χ. μυελός των οστών, γαστρεντερικό επιθήλιο) Η μεγαλοβλαστική αναιμία είναι το κύριο αιματολογικό εύρημα. Άλλα κλινικά συμπτώματα είναι η στειρότητα, το οργανικό ψυχοσύνδρομο (παραισθήσεις, συναισθηματική αστάθεια, άνοια), η εκφύλιση του νωτιαίου μευελού και οι περιφερικές νευροπάθειες. Η θεραπευτική αντιμετώπιση αρχίζει με την ενδομυϊκή χορήγηση 1000 μg βιταμλίνης Β12 με μεσοδιαστήματα ολίγων ημερών, έως ότου πληρωθούν οι αποθήκες του οργανισμού. Η βελτίωση τω νευρολογικών συμπτωμάτων είναι βραδεία και πολλές φορές ατελής
ΦΥΛΛΙΚΟ ΟΞΥ Το φυλλικό οξύ βρίσκεται στο κρέας, το ήπαρ, την ξηρή ζυθοζύμη και τα φρέσκα πράσινα λαχανικά. Το φυλλικό οξύ (πτεροϋλογλουταμικό οξύ) αποτελείται από έναν δακτύλιο πτεριδίνης, π- αμινοβενζοϊκό οξύ και γλουταμικό οξύ. Αφού απορροφηθεί, ανάγεται σε τετραϋδροφυλλικό οξύ (ΤΗF), το οποίο δρα ως δότης μονοανθρακικών ομάδων. Ο ρόλος της βιταμίνης Β12 στην αναγέννηση των φυλλικών είναι σημαντικός. Το φυλλικό οξύ είναι συνένζυμο για: 1)τη μετατροπή της ομοκυστεϊνης σε μεθειονίνη 2)τη μετατροπή της σερίνης σε γλυκίνη 3)τη σύνθεση του θυμιδιλικού οξέος (ρυθμιστικό στάδιο της σύνθεσης του DNA) 4) το μεταβολισμό της ιστιδίνης 5) τη σύνθεση των πουρινών
ΦΥΛΛΙΚΟ ΟΞΥ Το φυλλικό οξύ ανάγεται σε διϋδροφυλλικό οξύ (DHF) και τελικά σε τετραϋδροφυλλικό οξύ (THF) από την αναγωγάση του φυλλικού. Κατά τη διαδικασία αυτή η σερίνη μετατρέπεται σε γλυκίνη και το ΤHF αποκτά ένα άτομο άνθρακα για να σχηματίσει το 5,10-μεθυλενο-THF. Το τελευταίο μπορεί είτε να μετατραπεί σε 5- μεθυλο-THF ή να δώσει τη μεθυλενομάδα στη δεοξυουριδίνη και να αναγεννηθεί σε DHF. Η μεταφορά της μεθυλενομάδας από το 5,10-μεθυλενο-THF στη δεοξυουριδίνη είναι ένα απαραίτητο στάδιο για τη σύνθεση του DNA. To 5-μεθυλο-THF μπορεί να μετατραπεί σε THF για να διατηρηθεί η απαιτούμενη προμήθεια του 5,10-μεθυλενο- THF . Αυτό επιτυγχάνεται με την απομάκρυνση της μεθυλομάδας, η οποία παραλαμβάνεται από τη βιταμίνη Β12 για να σχηματίσει μεθυλοκοβαλαμίνη. Η τελευταία με τη σειρά της αποδίδει τη μεθυλομάδα στην ομοκυστείνη ώστε να σχηματιστεί μεθειονίνη. Η μεθειονίνη μετατρέπεται σε 5-αδενοσυλομεθειονίνη, που είναι απαραίτητη για την πρωτεϊνοσύνθεση. Το 5-μεθυλο-THF συσσωρεύεται σε περίπτωση έλλειψης της βιταμίνης Β12.
ΕΛΛΕΙΨΗ ΦΥΛΛΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ Η έλλειψη φυλλικού οξέος εκδηλώνεται κυρίως ως μεγαλοβλαστική αναιμία. Η μέσης βαρύτητας ανεπάρκεια μπορεί να προκαλέσει περισσότερο γενικά συμπτώματα, όπως κακουχία και ανορεξία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι υφίσταται συσχέτιση μεταξύ της ανεπάρκειας φυλλικού και μαιευτικών επιπλοκών, καθώς και ανωμαλιών στη διάπλαση του εμβρύου. Σε αντίθεση με τις άλλες βιταμίνες της ομάδας Β, η ανεπάρκεια του φυλλικού είναι σχετικά συχνή. Παρατηρείται συχνά σε αλκοολικούς και σε άτομα με εκτεταμένη πάθηση του λεπτού εντέρου. Οι ημερήσιες απαιτήσεις των ενηλίκων είναι περίπου 50-100 μg. Κατά την κύηση και τον θηλασμό απαιτούνται 200-400 μg ή περισσότερο την ημέρα.
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΦΥΛΛΙΚΟΥ Η συνήθης δόση από το στόμα είναι 1 mg/ ημέρα για τις καταστάσεις ανεπάρκειας. Επιπλέον, η χορήγηση συμπληρωμάτων φυλλικού οξέος 3 μήνες πριν την σύλληψη και κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης μπορεί να αποτρέψει την εμφάνιση νευρολογικών διαταραχών του εμβρύου. Μεγάλες δόσεις φυλλικού από το στόμα μπορεί να ελαττώσουν τη δράση των αντιεπιληπτικών φαρμάκων. Η χορήγηση φυλλικού για την αντιμετώπιση της αναιμίας πρέπει να γίνεται μετά τη διάγνωση, επειδή οι μεγάλες δόσεις φυλλικού μπορούν να θεραπεύσουν την αναιμία σε άτομα με έλλειψη Β12, αλλά δεν θα θεραπεύσουν την βλάβη στο ΚΝΣ, η οποία και θα συνεχισθεί. Συχνά συνυπάρχει ανεπάρκεια φυλλικού και βιταμίνης Β12. Στην περίπτωση αυτή, πρώτα διορθώνεται η ανεπάρκεια της βιταμίνης Β12 και μετά αυτή του φυλλικού οξέος, γιατί ειδάλλως υπάρχει πιθανότητα να εκδηλωθούν ή να επιδεινωθούν τα νευρολογικά συμπτώματα.
ΠΑΝΤΟΘΕΝΙΚΟ ΟΞΥ Το παντοθενικό οξύ βρίσκεται σε πολλές ζωϊκές και φυτικές τροφές. Είναι το τελευταίο θρεπτικό συστατικό που προστέθηκε στην κατηγορία των βιταμινών. Αποτελεί τμήμα του συνενζύμου Α (CoA), το οποίο είναι συνένζυμο σε αντιδράσεις μεταφοράς ακετυλο-ομάδων. Το συνένζυμο Α αποτελεί συμπαράγοντα για διάφορες αντιδράσεις μεταφοράς ομάδων δύο ατόμων άνθρακα, οι οποίες είναι απαραίτητες για τον οξειδωτικό μεταβολισμό των υδατανθράκων, τη γλυκονεογένεση, τη αποικοδόμηση των λιπαρών οξέων και τη σύνθεση στερολών, στεροειδών ορμονών και πορφυρινών. Η υποβιταμίνωση παντοθενικού οξέος είναι σπάνια, γιατί βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στις τροφές. Μπορεί όμως να εμφανισθούν συμπτώματα υποβιταμίνωσης σε άτομα με ηπατικές παθήσεις ή που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν παραισθησία των άκρων, μυϊκή αδυναμία και σύνδρομο καύσου των ποδιών.
ΒΙΟΤΙΝΗ Βρίσκεται στη ζυθοζύμη, τον κρόκο του αυγού, το κρέας και τα γαλακτοκομικά προίόντα. Η εντερική μικροχλωρίδα αποτελεί μια επιπρόσθετη πηγή. Η βιοτίνη δρα ως συνένζυμο σε αντιδράσεις δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα, β-αποκαρβοξυλίωσης και απαμίνωσης. Σπάνια εμφανίζεται υποβιταμίνωση, αλλά μπορεί να συμβεί κατά την παρατεταμένη ολική παρεντερική διατροφή. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ανορεξία, ναυτία, έμετο, γενική ατονία και ξηρή δερματίτιδα. Σε ανεπάρκεια χορηγούνται συνήθως μεγάλες δόσεις (5-10 mg την ημέρα).
ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΙΑ Ορισμένα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων κάποιων μετάλλων, είναι απαραίτητα για τη ζωή. Το πιο γνωστό παράδειγμα ενός τέτοιου μετάλλου είναι ο σίδηρος, χωρίς τον οποίο τα μόρια μεταφοράς οξυγόνου και μερικά ένζυμα δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Κάποια άλλα στοιχεία έχουν ανάλογες λειτουργίες με αυτή του σιδήρου, είναι δηλαδή απαραίτητοι συμπαράγοντες ενζύμων. Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν τα μέταλλα: χαλκό, ψευδάργυρο, σελήνιο, μαγγάνιο, μολυβδαίνιο και κοβάλτιο και το αμέταλλο φθόριο.
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΕΣ ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΙΩΝ Η έλλειψη χαλκού προκαλεί αιματολογικές διαταραχές. Είναι πολύ σπάνια, επειδή οι ποσότητες που απαιτούνται από τον οργανισμό ευρίσκονται στις περισσότερες τροφές. Μπορεί να εμφανιστεί μετά από εγχείρηση εντερικής παράκαμψης ή να προκληθεί από μεγάλη πρόσληψη ψευδαργύρου. Σε περίπτωση έλλειψης χαλκού, διάφορα ένζυμα , όπως η οξειδάση του κυτοχρώματος, είναι λιγότερο δραστικά σε σχέση με την φυσιολογική κατάσταση, καταλήγοντας σε αιματολογικές διαταραχές, όπως λευκοπενία και ήπια αναιμία. Ελάχιστες ποσότητες (1- 2 mg) θειϊκού χαλκού, όταν προστεθούν στο διαιτολόγιο, μπορούν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη αυτή. Η ανεπάρκεια ψευδαργύρου επηρεάζει τον μεταβολισμό των νουκλεϊνικών οξέων. Σπάνια η έλλειψή του, γιατί είναι κοινό συστατικό πολλών τροφών. Η ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσει σε εμφάνιση εξανθήματος, υπογοναδισμό, βλάβη στο μηχανισμό επούλωσης των τραυμάτων, διαταραχή του ανοσοποιητικού και μειωμένη πνευματική απόδοση.
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΕΣ ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΙΩΝ Το σελήνιο είναι συστατικό της υπεροξειδάσης της γλουταθειόνης. Η μειωμένη δραστικότητα της υπεροξειδάσης της γλουταθειόνης, που προκαλείται από έλλειψη σεληνίου, πιθανώς να ενέχεται στην εμφάνιση μυοπαθειών (ιδιαίτερα της καρδιάς) Η ανεπάρκεια μαγγανίου μπορεί να επιβραδύνει την ανάπτυξη. Το μαγγάνιο παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό των βλεννοπολυσακχαριδών και η έλλειψή τους μπορεί να επιβραδύνει την ανάπτυξη. Η ανεπάρκεια μολυβδαινίου προκαλεί συμπτώματα ουρικής αρθρίτιδας. Το μολυβδαίνιο ενέχεται στον μεταβολισμό των πουρινών, εξ ου και προκαλεί συμπτώματα ουρικής αρθρίτιδας, κατά την οποία κρύσταλλοι ουρικού οξέος εναποτίθενται στις αρθρώσεις και προκαλούν οίδημα των αρθρώσεων, συνοδευόμενο από πυρετό. Η ανεπάρκεια φθορίου οδηγεί σε ελαττωματική αδαμαντίνη των δοντιών και μη φυσιολογική δομή των οστών. Η προσθήκη φθορίου στο πόσιμο νερό και σε οδοντόπαστες φαίνεται να μειώνει δραστικά την εμφάνισξ τερηδόνας. Αυτό είναι άμεσο αποτέλεσμα του ρόλου του φθορίου στην ανάπτυξη αδαμαντίνης. Σε περίπτωση μη φθορίωσης του πόσιμου ύδατος, η λήψη δισκίων φθορίου μπορεί να είναι χρήσιμη.
ΣΙΔΗΡΟΣ Τα δύο τρίτα του σιδήρου του οργανισμού βρίσκονται στην αιμοσφαιρίνη. Ο σύνθετος είναι απαραίτητος για να σχηματισθεί το σύνθετο μόριο της αίμης, η οποία αποτελεί το συστατικό μεταφοράς οξυγόνου στην αιμοσφαιρίνη. Όταν γηρασμένα ερυθρά αιμοσφαίρια καταστρέφονται, όλος σχεδόν ο σίδηρος διασώζεται ώστε να σχηματισθούν νέα ερυθρά αιμοσφαίρια. Ένα μικρό αλλά σημαντικό ποσοστό του σιδήρου των ερυθρών αιμοσφαιρίων προσλαμβάνεται από τη διατροφή. Ο προσλαμβανόμενος με την τροφή σίδηρος απορροφάται κυρίως στο δωδεκαδάκτυλο σαν τμήμα της αίμης, ενώ ο στοιχειακός σίδηρος από τα κύτταρα του εντερικού επιθηλίου μέσω κυτταρικών υποδοχέων. Ο σίδηρος της αίμης απορροφάται ταχέως και απελευθερώνεται στο κύτταρο από τον πορφυρινικό δακτύλιο μέσω της οξυγενάσης της αίμης. Παρόλα αυτά, η απορρόφηση σιδήρου, εκτός αίμης, ποικίλλει κατά πολύ. Πολλές τροφές, όπως το τσάι, ο κρόκος αυγού και ο φλοιός σημητριακών παρεμβαίνουν στην απορρόφηση του σιδήρου. Ο πλεονάζων σίδηρος αποθηκεύεται στο κύτταρο με τη μορφή συμπλόκου φερριτίνης.
ΣΙΔΗΡΟΣ Ο σίδηρος εισέρχεται στο πλάσμα δεσμευμένος στην τρανσφερρίνη. Η φυσιολογική απώλεια σιδήρου είναι κατά προσέγγιση: 1 mg/ημέρα στους άνδρες και στις γυναίκες χωρίς εμμηνορυσία 2-3 mg/ημέρα στις γυναίκες με εμμηνορυσία 500-1000 mg σε κάθε εγκυμοσύνη Έτσι, οι ημερήσιες ανάγκες σε σίδηρο είναι 1 mg στους άνδρες και 2-3 mg στις γυναίκες. Η απορρόφηση του σιδήρου από το έντερο ρυθμίζεται σύμφωνα με τις ανάγκες του οργανισμού, αλλά , αν και η συνήθης δίαιτα περιέχει μεγαλύτερη ποσότητα σιδήρου από τις ανάγκες του οργανισμού, η περίσσεια του δεν απορροφάται.
σιδηροσ Η έλλειψη σιδήρου είναι η πιο κοινή αιτία αναιμίας. Στις γυναίκες συνήθως οφείλεται στην απώλεια αίματος κατά την εμμηνορυσία και την εγκυμοσύνη. Στους άνδρες και στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η σιδηροπενική αναιμία είναι συνήθως ένδειξη παθολογικής απώλειας αίματος και απαιτείται ιατρικός έλεγχος ώστε να εντοπισθεί το αίτιο της απώλειας αίματος. Η έλλειψη σιδήρου μπορεί να διαγνωσθεί μετρώντας τα επίπεδα φερριτίνης στον ορό. Συνδέεεται με χαμηλά επίπεδα φερριτίνης, εκτός αν συνυπάρχει κάποιο άλλο αίτιο που αυξάνει παθολογικά τα επίπεδα φερριτίνης, όπως κάποια λοίμωξη ή ηπατική νόσος. Η έλλειψη σιδήρου οδηγεί, επίσης, σε χαμηλό επίπεδο σιδήρου στον ορό και σε μια υψηλή ολική δεσμευτική ικανότητα του σιδήρου. Η μικροκυττάρωση στο επίχρισμα του περιφερικού αίματος είναι ένα όψιμο εύρημα. Η πιο ευαίσθητη και ειδική δοκιμασία για την διάγνωση της έλλειψης σιδήρου είναι η εξέταση των αποθεμάτων σιδήρου στον μυελό των οστών, αλλά σπάνια είναι αναγκαία.
Σιδηροπενικη αναιμια Για την αντιμετώπιση της σιδηροπενικής αναιμίας, εκτός από την καλή διατροφή, χρειάζεται και πρόσθετη χορήγηση σιδήρου, προκειμένου να πληρωθούν οι αποθήκες του οργανισμού σε σίδηρο, οι οποίες περιέχουν περίπου 1.500 mg σιδήρου. Από το στόμα χρησιμοποιούνται τα άλατα σιδήρου. Το πιο κατάλληλο σκεύασμα θεωρείται ο θειϊκός σίδηρος. Τα περισσότερα σκευάσματα περιέχουν 50 έως 60 mg σιδήρου, αλλά μόνο το 10-20% του λαμβανόμενου σιδήρου απορροφάται τελικά από τους ασθενείς με έλλειψη σιδήρου. Ο σίδηρος απορροφάται καλύτερα όταν δίδεται με άδειο στομάχι και ταυτόχρονα με ασκορβικό οξύ, το οποίο συνδέεται με το σίδηρο και διευκολύνει τη μεταφορά του σιδήρου στα εντερικά κύτταρα. Στο όξινο pH του στομάχου, η βλέννη δεσμεύει τον ανόργανο σίδηρο και αυξάνει την απορρόφησή του, γεγονός το οποίο αναστέλλεται από τα αντιόξινα ή από φαρμακευτικές αγωγές που μειώνουν την παραγωγή υδροχλωρικού οξέος του στομάχου. Η χορήγηση σιδήρου θα πρέπει να συνεχίζεται για 6 μήνες αφότου η αιμοσφαιρίνη του αίματος φθάσει σε φυσιολογικά επίπεδα ώστε να συμπληρωθούν οι αποθήκες σιδήρου του σώματος.
ΣΙΔΗΡΟΠΕΝΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ Το πιο συχνό παράπονο των ασθενών που λαμβάνουν σίδηρο είναι ο γαστρεντερικός ερεθισμός. Ορισμένες φορές, αυτός μπορεί να είναι πολύ ενοχλητικός. Η λήψη των σκευασμάτων σιδήρου προκαλεί πολλές φορές ναυτία, μετεωρισμό, επιγαστραλγία, διάρροια, δυσκοιλιότητα, στοματικές διαταραχές. Επίσης, η λήψη σιδήρου προκαλεί αλλαγή της χροιάς των κοπράνων (σκούρο χρώμα προς μαύρο). Στις περιπτώσεις γαστρεντερικών διαταραχών, ο θειικός σίδηρος μπορεί να αντικατασταθεί από γλυκονικό σίδηρο ή από φουμαρικό σίδηρο. Τα σκευάσματα βραδείας ελευθέρωσης σιδήρου, επίσης, ελαττώνουν τις γαστρεντερικές διαταραχές, αλλά είναι ακριβότερα και η ελευθέρωση του σιδήρου δεν είναι ικανοποιητική. Ο εναμμώνιος κιτρικός σίδηρος φέρεται με την μορφή του διαλύματος, αλλά έχει το μειονέκτημα ότι προκαλεί μελανή χρώση των οδόντων. Τονίζεται, όμως, ότι το πιο κατάλληλο σκεύασμα θεωρείται ο θειϊκός σίδηρος. Αν η από του στόματος χορήγηση σιδήρου δεν γίνεται ανεκτή, ο σίδηρος μπορεί να χορηγηθεί παρεντερικά. Η ενδομυϊκή οδός είναι επώδυνη και μπορεί να προκαλέσει αλλαγή του χρώματος του δέρματος στο σημείο της ένεσης. Εναλλακτικά, μπορεί να γίνει βραδεία ενδοφλέβια έγχυση συμπλόκου σιδήρου-δεξτράνης, όμως θα πρέπει να διεξάγεται υπό στενή παρακολούθηση, καθώς υπάρχει κίνδυνος αναφυλακτικών αντιδράσεων.
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΤΆ ΤΗΝ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ Η εξέλιξη της εγκυμοσύνης μπορεί να επηρεασθεί από την διαιτητική αγωγή. Η κακή διατροφή μπορεί να οδηγήσει σε επιβράδυνση της ενδομήτριας ανάπτυξης, αναιμία, προωρότητα και εμβρυική δυσπλασία. Μετά από νεότερες έρευνες, μεγαλύτερη σημασία δίνεται σήμερα στο τι πρέπει να τρώει η έγκυος παρά στο τι δεν πρέπει να τρώει. Η διαιτητική αγωγή, που πρέπει να ανέρχεται στις 2000 έως 2500 θερμίδες ημερησίως, καλό είναι να περιλαμβάνει όλα τα είδη τροφών , όπως πρωτεϊνες, λίπη και υδατάνθρακες, αλλά και μέταλλά και βιταμίνες. Οι απαιτήσεις για τα δύο τελευταία αυξάνονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΤΆ ΤΗΝ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ Οι πρωτεϊνες είναι αζωτούχες τροφές, απαραίτητες για την ανάπτυξη του σώματος του εμβρύου. Πρέπει να λαμβάνονται σε ποσότητα περίπου 75 έως 120 γραμμάρια ημερησίως , είτε με τη μορφή της ζωϊκής πρωτεϊνης (60-80 γραμμάρια-κρέας, πουλερικά, ψάρια, συκώτι, αυγά, τυρί) ή και φυτικής πρωτεϊνης (δημητριακά, καρύδια, φακές, κουκιά, μπιζέλια) ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ Είναι αμυλώδεις τροφές (πατάτες, ρύζι, δημητριακά, κουκιά, μπιζέλια, κτλ) που αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή θερμίδων και ενέργειας για το έμβρυο, εάν ληφθεί υπόψη ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στα επίπεδα της μητρικής και της εμβρυϊκής γλυκόζης. Οι συνιστώμενες ποσότητες δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 200 γραμμάρια ημερησίως. ΛΙΠΗ Αποτελούν μαζί με τους υδατάνθρακες πηγή θερμίδων για το έμβρυο και παρέχουν τις λιποδιαλυτές βιταμίνες Α,Κ και D. Περιέχονται στο κρέας, τα αυγά και τα γαλακτοκομικά, όπως και σε ορισμένα φυτικά προϊόντα. Πρέπει να τρώγονται φειδωλά.
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΤΆ ΤΗΝ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΜΕΤΑΛΛΑ Στα μέταλλα που είναι απαραίτητα στην έγκυο περιλαμβάνονται ο σίδηρος, το ιώδιο, το ασβέστιο και ο φωσφόρος, καθώς και ίχνη μαγνησίου και ψευδαργύρου. Ο σίδηρος βρίσκεται στο κρέας, το συκώτι, τον κρόκο των αυγών, τα στρείδια, τα φρούτα, τα φυλλώδη λαχανικά (σπανάκι, μπρόκολο, κτλ). Οι ανάγκες για σίδηρο στην εγκυμοσύνη είναι πολύ μεγάλες και εάν τα επίπεδα της αιμοσφαιρίνης ελαττωθούν κάτω από 10 g/dl, είναι απαραίτητη η λήψη πρόσθετων σκευασμάτων σιδήρου. Το ιώδιο προσλαμβάνεται συνήθως σε επαρκή ποσότητα, εάν το διαιτολόγιο περιλαμβάνει θαλασσινή τροφή μια φορά την εβδομάδα. Το ασβέστιο και ο φωσφόρος ,που περιέχονται στο γάλα, είναι απαραίτητα για την υγεία της μητέρας, αλλά και για την ανάπτυξη του εμβρυϊκου σκελετού και των δοντιών του εμβρύου. Η βιταμίνη D αποτελεί τον κύριο ρυθμιστή του μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου.
ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΤα ΤΗΝ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ Οι βιταμίνες προσλαμβάνονται καλύτερα με τις τροφές, παρά με τα δισκία. Η βιταμίνη Α παρέχεται κυρίως με τα φυλλώδη λαχανικά και τα φρούτα, αλλά και με το γάλα, το βούτυρο, τα αυγά και τα δημητριακά. Αποτελεί συστατικό των οπτικών χρωστικών και διατηρεί τα επιθήλια. Η έλλειψή της παρεμβάλλεται στην ενδομήτρια ανάπτυξη του εμβρύου και προδιαθέτει σε εκτρώσεις και σε λοιμώξεις στη μητέρα. Η βιταμίνη D, που βρίσκεται στο συκώτι των ψαριών, στο γάλα και στον κρόκο των αυγών, αυξάνει την απορρόφηση από το έντερο του ασβεστίου και του φωσφόρου. Πλούσιες σε φυλλικό οξύ τροφές είναι τα πράσινα λαχανικά, τα καρύδια και η ζύμη. Η ανεπάρκεια σε φυλλικό συνδέεται με την ανάπτυξη μεγαλοβλαστικής αναιμίας στη μητέρα.