ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ-AΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑ
ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ (TRANSCULTURAL NURSING) Mια τυπική περιοχή μελέτης και πρακτικής επικεντρωμένη σε μια συγκριτική ανάλυση της διαφορετικής κουλτούρας και υποκουλτούρας παγκοσμίως, με σεβασμό στην ποιοτική φροντίδα, τις πεποιθήσεις της υγείας και της νόσου, τις αξίες και τις πρακτικές εφαρμογές, έχοντας ως στόχο τη χρήση της γνώσης αυτής για την παροχή πολιτισμικά εξειδικευμένης νοσηλευτικής φροντίδας .( Leininger )
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ (IMMIGRATION) 1.η ατομική ή ομαδική μετακίνηση απο την πατρίδα σε άλλη πόλη ή χώρα, κυρ. για ανεύρεση δουλειάς : εσωτερική (στο εσωτερικό της χώρας ) / εξωτερική ( στην αλλοδαπή )~ // αναγκαστική/εκούσια ~ // η ~ έχει ερημώσει την ύπαιθρο της χώρας .ΣΥΝ. (λογ.) ξενιτεμός . 2.ΒΙΟΛ. Ομαδική μετακίνηση ζώων (κυρίως ψαριών, πουλιών), που πραγματοποιείται περιοδικά από έναν τόπο σε έναν άλλον, σε ορισμένες εποχές του έτους.
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ Διεθνής μετανάστευση δηλ. η κίνηση από το ένα κράτος στο άλλο. Εσωτερική μετανάστευση δηλ.η κίνηση από ένα οικισμό σε ένα άλλο, στα όρια του ιδίου κράτους (Τσαούσης 1997).
ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ (Ο) (IMMIGRANT) Το πρόσωπο που εγκαταλείπει με τη θέλησή του την πατρίδα του, για να εγκατασταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα σε άλλη χώρα : οι Έλληνες ~ στην Αυστραλία //οικονομικός ~ (που ξενιτεύεται για οικονομικούς λόγους με την προοτική να επιστρέψει στην πατρίδα του.μετανάστρια (η).
ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ (ILLIGAL IMMIGRANT) Αυτός που μετακινείται και εγκαθίσταται σε χώρα άλλη από αυτήν της καταγωγής του, χωρίς να πληροί τους απαραίτητους όρους ή χωρίς να έχει περάσει από τις νόμιμες διαδικασίες : νομιμοποίηση των ~, στο αμπάρι του καϊκιού ήταν στοιβαγμένοι δεκαπέντε ~, λαθρομετανάστρια (η).
ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ (REFUGEE) Ένα άτομο που έχει προσφύγει σε άλλη χώρα εξαιτίας δικαιολογημένων φόβων ότι καταδιώκεται για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, επειδή είναι μέλος μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας ή λόγω των πολιτικών του απόψεων.
ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ (CULTURE) To σύνολο όλων των πεποιθήσεων, συμπεριφορών και αξιών, που μεταβιβάζονται ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας με τη μάθηση. Περιλαμβάνει συστήματα ιδεών και εννοιών.
ΑΦΟΜΟΙΩΣΗ (ASSIMILATION)
ΑΠΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (DECULTURATION) Απώλεια της παραδοσιακής κουλτούρας καθώς οι άνθρωποι υιοθετούν νέα ή ξένα πολιτισμικά στοιχεία. Ο όρος αρχικά χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την Αφρική και αναφέρεται στην υιοθέτηση των επιφανειακών συμπεριφορών, των αξιών και του υλικού πολιτισμού των βιομηχανοποιημένων κοινωνιών με ταυτόχρονη εγκατάλειψη των βασικών στοιχείων της αρχικής κουλτούρας .
ΑΜΦΙΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ (BICULTURAL) Αναφέρεται στην κατοχή των αξιών, νορμών, πληροφοριών, εμπειριών και δεξιοτήτων δυο πολιτισμών ή εθνομάδων. Μπορεί να εμφανίζεται σε ποικίλες περιστάσεις (π.χ.εάν έχει κάποιος γονείς δυο διαφορετικών εθνικών ή πολιτισμικών ομάδων, αν μεγαλώνει σε οικογένεια μιας πολιτισμικής ομάδας ενώ παρακολουθεί σχολείο ή εργάζεται σε μια κοινότητα).
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ (IDENTITY, CULTURAL) Το σύνολο των στάσεων, των πεποιθήσεων, των εθίμων, της γλώσσας, των νορμών, των κοινωνικών δεξιοτήτων και των αξιών που χαρακτηρίζουν αυτούς που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κουλτούρα.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΘΝΙΚΗ IDENTITY ETHNIC Οι εσωτερικές στάσεις,πεποιθήσεις τελετουργίες, νόρμες και αξίες που συνδέονται με τη συμμετοχή σε μια συγκεκριμένη εθνομάδα. Σημαντική πηγή αυτοεκτίμησης, αλλά μπορεί να υπερτονίζεται (π.χ. στον εθνονασιοναλισμό, ρατσισμό).
ΡΑΤΣΙΜΟΣ (RACISM) Πεποίθηση ότι υπάρχει εγγενής σύνδεση μεταξύ των χαρακτηριστικών που εκλαμβάνονται ως κληρονομιά και των πολιτισμικών χαρακτηριστικών, και ότι κάποιες ομάδες είναι βιολογικά ανώτερες από άλλες.
ΕΘΝΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ (ETHNOCENTRISM) Η υπερτίμηση της ίδιας κουλτούρας σε σύγκριση με άλλες κουλτούρες, ούτως ώστε να γίνονται προκαταλειμμένες κρίσεις σχετικά με το τι είναι καλό, σωστό, όμορφο, ηθικό, φυσιολογικό, ψυχικά υγιές ή λογικό, με βάση την ίδια κουλτούρα ως μέτρο σύγκρισης. Πολιτισμική ή εθνική προκατάληψη.
ΕΠΙΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (ACCULTURATION) Η διεργασία της πολιτισμικής αλλαγής, είτε ενός ατόμου είτε μιας ομάδας, ως αποτέλεσμα συνεχούς επαφής μεταξύ μελών διαφορετικών πολιτισμικά ομάδων.
ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ
ΣΤΑΣΕΙΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΣΧΕΤΙΚΙΣΜΟΣ ΕΘΝΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΤΥΦΛΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΣΟΚ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΙΑ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΣΧΕΤΙΚΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΣΥΓΚΕΡΑΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ
Η ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΔΙΕΘΝΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ Η ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΔΙΕΘΝΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΤΗΣ MADELEINE LEININGER 1978 Η ΒΙΟΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ JODY GLITTENBERG ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ PURNELL & PAULANKA 1998 ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ RAMSDEN 1995 ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ TALABERE 1997 ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑCAMPINHA-BACOTE 1995