Νεοελληνική μεταπολεμική ποίηση: α΄ και β΄ μεταπολεμική γενιά ΕΥ, VIII Δρ. Δέσποινα Παπαστάθη Τμήμα Φιλολογίας Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων ακαδημαϊκό έτος: 2016-2017 Νεοελληνική μεταπολεμική ποίηση: α΄ και β΄ μεταπολεμική γενιά ΕΥ, VIII «Για τις λογοτεχνικές γενιές»
Ο όρος γενιά Στον χώρο της λογοτεχνίας ένας συνηθισμένος τρόπος ταξινόμησης είναι η κατάταξη των εκπροσώπων της σε γενιές με βασικό κριτήριο την ηλικία τους, που σε έναν βαθμό προσδιορίζει και το περιβάλλον - κοινωνικό, ιδεολογικό - όπου διαμορφώθηκαν και τους εκφραστικούς τρόπους που ενστερνίστηκαν. Η κοινή ηλικία δηλαδή προδικάζει τις κοινές επιδράσεις, που δεν διαμορφώνουν μονάχα την προσωπικότητα του δημιουργού, αλλά και το έργο του κι όχι μονάχα γιατί το λογοτεχνικό έργο έχει τη σφραγίδα του δημιουργού του, αλλά και γιατί ολοκληρώνεται μέσα στην επικοινωνία με τους άλλους. Η εμφάνιση και το περιεχόμενο του όρου «γενιά» δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. Ο όρος «γενιά» εντοπίζεται το 1902 όταν σε κείμενο του Πέτρου Βασιλικού, το γνωστό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, γίνεται λόγος για «τας ημέρας μιας φιλολογικής γενεάς η οποία επαγγέλθηκε και διακήρυξεν, ως προσπάθειάν της τουλάχιστον, την αναγέννησιν των νεοελληνικών γραμμάτων». Ήδη από τις αρχές του 20ου αι. ο όρος λογοτεχνική γενιά συνδέεται με την έννοια της βιολογικής γενιάς.
Ορισμοί Ο Mario Vitti μιλώντας για τους νέους λογοτέχνες που εμφανίστηκαν γύρω στο 1930, ορίζει την ομάδα αυτή ως «μια ομάδα λογοτεχνών που παρουσιάζονται νέοι, με πρωτοποριακές φιλοδοξίες, με διάθεση να έρθουν σε ρήξη με το παρελθόν ή τουλάχιστον να διαφοροποιηθούν από αυτό και από την κατεστημένη τάξη. Που αποβλέπουν σε θέματα και μορφές νέες και ομοιογενείς, στηριγμένες σε εμπειρίες κοινές, βιωμένες με κάποια συγγένεια». (Mario Vitti, Η Γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και μορφή, Ερμής, Αθήνα 1995, σ. 46-50.) Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο ορισμός του Γιώργου Αράγη στην εισαγωγή της Ανθολογίας του Ανέστη Ευαγγέλου για τους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς, που υποστηρίζει πως «όταν λέμε «λογοτεχνική γενιά» εννοούμε ένα σύνολο ατόμων που γεννήθηκαν στο διάστημα ορισμένης χρονικής περιόδου (π.χ. 1900-1915), ανδρώθηκαν και σταδιοδρόμησαν, με αιχμή πνευματικής δράσης, ορισμένη εποχή. Το υπονοούμενο που υπάρχει σ’ αυτή την εκδοχή της γενιάς είναι ότι ένα τέτοιο σύνολο ατόμων έχει κοινές εμπειρίες, κοινές λογοτεχνικές επιδράσεις και κοινούς αισθητικούς προσανατολισμούς». (Γιώργος Αράγης, «Εισαγωγή», στον τόμο: Ανέστης Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970), Ανθολογία, πρόλογος: Ανέστης Ευαγγέλου, εισαγωγή: Γιώργος Αράγης, Παρατηρητής, Θεσ/νίκη 1994, σ. 24.)
Ο όρος «μεταπολεμικότητα» Η κριτική στο θέμα της κατάταξης των δημιουργών σε γενιές έχει διατυπώσει τον εξής προβληματισμό: πόσο νόμιμες είναι εν γένει και πόσο ορθές οι γενεαλογικές διευθετήσεις ειδικότερα της μεταπολεμικής ποίησης, καθώς τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι. ανέκυψε μια τάση για συστηματική γενεαλογική ταξινόμηση της νεωτερικής και κυρίως της μεταπολεμικής ποίησης. Ο Βύρων Λεοντάρης διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις για το κατά πόσο νομιμοποιούμαστε να κατατάσσουμε τους μεταπολεμικούς ποιητές σε γενιές. Θεωρεί πως η όποια ταξινόμηση των ποιητών σε πρώτη ή δεύτερη μεταπολεμική γενιά δηλώνει μια προσπάθεια να «θεωρηθεί» και να καταταγεί ο ποιητής ως κοινωνικοϊστορικό ανδράποδο, ως μέλος της κοινωνίας «μας», ως πολίτης – δηλαδή αυτό που ακριβώς δεν είναι ο ποιητής ή που λιγότερο απ’ όλα είναι ή που αρνείται να είναι. Αναρωτιέται ποιος έμαθε ποτέ την ηλικία του ποιητή, πόσο απροσδιόριστα γέρος ή παιδί είναι; Ο ποιητής δεν είχε άλλοτε ηλικία ούτε πολιτογράφηση. Πιστεύει πως η καταχώρηση του ποιητή στις ανθολογίες, τις αποκαλεί ποιητολόγια, είναι αυτεπάγγελτη, υποχρεωτική και με πλήρη στοιχεία – λείπουν μόνο τα δακτυλικά αποτυπώματα… Τέτοιου είδους κατατάξεις, παραμορφώνουν τόσο την ποιητική ατομικότητα όσο και ολόκληρη την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία εντάσσεται ο ποιητής.
Κατά τον Λεοντάρη, η μεταπολεμικότητα ορίζεται από τρία οδυνηρά δεδομένα: από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου ο όρος ουμανισμός απώλεσε κάθε περιεχόμενο και αξία· από τη Χιροσίμα, που ανέτρεψε «το μύθο της δημιουργίας με το νέο μύθο μιας αποδημιουργίας»· από την «αγωνιακή αίσθηση ότι ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ήταν μια ήττα της ανθρωπότητας και όχι του “φασισμού”». Αυτό ακριβώς το περιεχόμενο της μεταπολεμικότητας αποκλείει, λέει ο Λεοντάρης, τη διάκριση «ποιητικών γενιών» σε πρώτη και δεύτερη. Η διάκριση είναι προβληματική και αδιέξοδη γιατί θεσπίστηκε πάνω σε προσδιοριστικά στοιχεία όπως ληξιαρχικά δεδομένα γέννησης που δεν είναι ικανά, κατά την άποψη του Λεοντάρη, να διαμορφώσουν με τρόπο διαφορετικό την ψυχοσύνθεση των ποιητών των δύο γενιών. Στέκεται δηλαδή αντίθετος σε επιχειρήματα του τύπου: η πρώτη μεταπολεμική γενιά διαμορφώθηκε πνευματικά στα χρόνια της κατοχής και τα χρόνια αυτά δρουν στο έργο τους ως τραυματικές εμπειρίες, ενώ της δεύτερης ανδρώθηκαν μετά τον πόλεμο και ζουν τη μεταμφύλια πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, χωρίς τα γεγονότα της κατοχής να δρουν πάνω τους τραυματικά.
Καταλήγει, έτσι, στο συμπέρασμα πως «μεταπολεμική είναι η ποίηση που συνέχεται από την αίσθηση της μεταπολεμικότητας, είναι το ρίγος της μεταπολεμικότητας. Χωρίς αυτό το ρίγος η μετά τον πόλεμο ποίηση δεν μπορεί και δεν έχει νόημα να αποκαλείται «μεταπολεμική», γιατί αλλιώς όλη η μετά τον πόλεμο ποίηση θα μπορούσε επ’ άπειρον να λέγεται μεταπολεμική». Η μεταπολεμική ποίηση είναι, λέει ο Λεοντάρης, «μια ενότητα σε ταραχή και ακαταστασία». Η σιωπή, σε μεγάλο μέρος, της κριτικής γι’ αυτήν ήταν αποτέλεσμα του αμήχανου σεβασμού «τον οποίο επέβαλε το ποιητικό ρίγος της μεταπολεμικότητας στους κριτικούς». Γι’ αυτό ζητά να μην τακτοποιούμε τους ποιητές της μεταπολεμικής ποίησης αλλά να τους αφήσουμε στην ακαταστασία τους. (Βύρων Λεοντάρης, «Η ακαταστασία της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης», Σημειώσεις, τχ. 24, Νοέμβριος 1984, σ. 34-43)
Αφετηρία της μεταπολεμικής ποίησης Ο Μαρωνίτης βάζει ως συμβατικό αφετηριακό όριο για τη μεταπολεμική ποίηση το 1939, χρονιά που ξέσπασε ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος. Υποστηρίζει πως με τους μεταπολεμικούς ποιητές «βρισκόμαστε εγγύτατα στις μεταπολεμικές πια εμπειρίες. Στην περίπτωσή τους η σχέση ποίησης και τρέχουσας ζωής γίνεται άμεση, και όχι πληροφορία από χέρι δεύτερο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ποιητικά πρόσωπα: κυκλοφορούν ανάμεσά μας, κάποιοι είναι φίλοι μας, και αυτή η κατάργηση των αποστάσεων απαγορεύει τη μυθική υποβολή, που ασκούν ακόμη επάνω μας προπολεμικοί ποιητές οι οποίοι εξακολουθούν την ποιητική τους δραστηριότητα». (πχ. Σεφέρης, Ρίτσος, Ελύτης, Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος). (Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά, Κέδρος, Αθήνα 1984, σ. 12-15.)
Σε τι ξεχωρίζει η μεταπολεμική ποίηση από την προηγούμενη ποιητική γενιά (τη λεγόμενη γενιά του ’30), σύμφωνα με τον Δ.Ν. Μαρωνίτη: Ο όγκος της μεταπολεμικής ποίησης έχει πολλαπλασιαστεί. Για τη μεταπολεμική ποιητική γενιά έχει ατονίσει η προηγούμενη αξιολογική κλίμακα, που απένεμε στους ποιητές πρωτεία και δευτερεία. Λίγοι πια ρωτούν ποιος είναι πρώτος, ποιος δεύτερος, κτλ. Το αναγνωστικό κοινό της μεταπολεμικής ποίησης αναφέρεται λιγότερο στα πρόσωπα των ποιητών και περισσότερο στα ποιήματά τους. Ξεχωρίζει ώριμα ποιήματα και όχι ώριμους ποιητές. Κάνει επιλογή ποιημάτων και όχι ποιητών. Οι περισσότεροι από τους μεταπολεμικούς ποιητές έχουν εμπλακεί στα πολιτικά πράγματα του τόπου πολύ πιο δραστικά από τους προδρόμους τους. Έτσι, καταργείται σε μεγάλο βαθμό το αισθητικό δίλημμα: αστράτευτη ή στρατευμένη τέχνη. Και αυτό γιατί οι σημαντικότεροι μεταπολεμικοί ποιητές είναι άμεσα ή έμμεσα πολιτικοί ποιητές. Συχνά μάλιστα υποχρεώνονται να συσχετίσουν την προσωπική τους ποιητική ευαισθησία με την ιδεολογική συνοχή και την κομματική ορθοδοξία του χώρου που πολιτικά υπερασπίζονται. (Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά, Κέδρος, Αθήνα 1984, σ. 12-15.)
Ενδεικτική βιβλιογραφία Αργυρίου Αλέξανδρος, «Σχετικότητα και χρησιμότητα των οριοθετήσεων», στον τόμο: Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία – Γραμματολογία, επιμέλεια: Αλέξανδρος Αργυρίου, Σοκόλης, Αθήνα 2000, σ. 620. Beaton Roderick, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφρ. Ευαγγελία Ζούργου – Μαριάννα Σπανάκη, Νεφέλη, Αθήνα 1996. Γαραντούδης Ευριπίδης, «Πάλι περί λογοτεχνικών γενεών», Εντευκτήριο, τχ. 9, Δεκέμβριος 1989, σσ. 118-122. -, «Επίμετρο», στον τόμο: Ανθολογία νεότερης ελληνικής ποίησης, 1980-1997. Οι στιγμές του νόστου, Νεφέλη, Αθήνα 1998, σσ. 194-202. -, «Εισαγωγή», στον τόμο: Η ελληνική ποίηση του 20ου αι. Μια συγχρονική ανθολογία, επιμέλεια - ανθολόγηση: Ευριπίδης Γαραντούδης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2006, σσ. xi-xvii. Ζήρας Αλέξης, «Για τις λογοτεχνικές γενιές…», Γράμματα και Τέχνες, Απρίλιος 1983, τχ. 16, σ. 3. Κρανάκη Μιμίκα, «Φαινομενολογία της ‘γενηάς’», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τ. 6ος, περίοδος Β΄, Χειμώνας 1953-54, σσ. 278-283. Λεοντάρης Βύρων, «Η ακαταστασία της ελληνικής μεταπολεμικής ποίησης», Σημειώσεις, τχ. 24, Νοέμβριος 1984, σσ. 34-43. Μηλιώνης Χριστόφορος, Υποθέσεις, Καστανιώτης, Αθήνα 1983. Vitti Mario, Η Γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και μορφή, Ερμής, Αθήνα 1995, σσ. 46-50.