Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ ΩΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
το νομοθετικο πλΑΙΣΙΟ ΑΡΘΡΟ 102 ΣΛΕΕ (ΠΡΩΗΝ 82 ΣΕΚ) το νομοθετικο πλΑΙΣΙΟ ΑΡΘΡΟ 102 ΣΛΕΕ (ΠΡΩΗΝ 82 ΣΕΚ) «Είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της. Η κατάχρηση αυτή δύναται να συνίσταται ιδίως: α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη δικαίων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, β) στον περιορισμό της παραγωγής, της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως επί ζημία των καταναλωτών, γ) στην εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό, δ) στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών».
Προϋποθεσεισ εφαρμογησ - ratio Μία ή περισσότερες επιχειρήσεις κατέχουν δεσπόζουσα θέση σε μία συγκεκριμένη αγορά, η οποία καλύπτει, είτε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, είτε σημαντικό τμήμα της. Καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας αυτής θέσης, σε βαθμό ή με τρόπο που να αποκλείει τον ανταγωνισμό. Δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών από την καταχρηστική πρακτική.
Βασικα χαρακτηριστικα Οι διατάξεις του άρθρου 102 ΣΛΕΕ είναι αμέσου εφαρμογής διαμόρφωση κανόνων κατανομής αρμοδιοτήτων, με σκοπό την αποφυγή συγκρούσεων που μπορούν να προκληθούν από την παράλληλη εφαρμογή τους από την Επιτροπή, τις Εθνικές αρχές και τα δικαστήρια. Ο Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου εμπεριέχει το σχετικό πλέγμα των κανονιστικών διατάξεων. Η παράλληλη εφαρμογή του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού δεν αποκλείεται, υπό την προϋπόθεση ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού της ΕΕ.
Εννοια σχετικησ αγορασ Δεν ταυτίζεται με το σύνολο των συναλλακτικών πράξεων. Χώρος δυνητικός, όπου συνατάται η προσφορά και η ζήτηση, και συνάπτονται τέτοιες πράξεις. Το πεδίο δράσης των επιχειρήσεων, εντός του οποίου διαπιστώνεται η δεσπόζουσα θέση μίας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων. Έννοια αόριστη και δυναμική προσδιορίζεται εννοιολογικά in concreto σύμφωνα με τις ειδικές περιστάσεις (αντικείμενο, χώρο και χρόνο) κάθε εξεταζόμενης περίπτωσης. Στασιάζεται το ζήτημα εάν η σχετική αγορά χρησιμοποιείται ταυτόσημα στα άρθρα 101 & 102 ΣΛΕΕ, καθώς και στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων. (Υποθ. Hilti)
ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ Ανακοίνωσή Επιτροπής C 372/17.2.1997 διέλαβε δύο μείζονα κριτήρια προκειμένου να προσδιορίσει και να εξειδικεύσει την ρευστή αυτή έννοια, κριτήρια τα οποία επεξεργάστηκε, ερμήνευσε και συστηματοποίησε το Δικαστήριο. Επιγραμματικά αναφέρονται, προκειμένου για μία σφαιρικότερη αντίληψη, τα σωρευτικώς εξεταζόμενα κριτήρια οριοθέτησης της σχετικής αγοράς: Εναλλαξιμότητα (δυνατότητα υποκατάστασης - interchangeability): η σχετική αγορά περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή της υπηρεσίες που είναι δυνατόν να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή, λόγω: α. των χαρακτηριστικών, β. τιμών και γ. της χρήσης για την οποία προορίζονται. Γεωγραφικός χώρος: πεδίο ανάπτυξης ομοιογενών συνθηκών ανταγωνισμού, αναφορικά με τα ως άνω προϊόντα ή υπηρεσίες. Η «γεωγραφική αγορά» (Υποθ. Tierce Ladbroke) ταυτίζεται με την εσωτερική αγορά της Ένωσης ή με ένα σημαντικό τμήμα της, όπως οι επιμέρους εθνικές αγορές.
Η εννοια της δεσποζουσασ θεσησ Ορισμός της Επιτροπής (Υποθ. Continental Can): «η δυνατότητα μιας επιχείρησης να λειτουργεί με πλήρη ανεξαρτησία στην αγορά, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν της τη συμπεριφορά άλλων ανταγωνιστών, των αγοραστών ή των προμηθευτών της». Ορισμός του Δικαστηρίου (Υποθ. United Brands και Υποθ. Michelin): «η θέση οικονομικής ισχύος, που απολαμβάνει μία επιχείρηση και της δίνει τη δυνατότητα να παρεμποδίζει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της επιτρέπει να συμπεριφέρεται σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές, τους πελάτες της και τελικά τους καταναλωτές».
Κατευθυντηριεσ γραμμεσ - ratio Ύπαρξη οικονομικής ισχύος Ευχέρεια ανεξάρτητης συμπεριφοράς Αποδέσμευση από τους περιορισμούς που υπάρχουν σε μία ανταγωνιστική αγορά
ΜΟΡΦΕΣ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ ΑΤΟΜΙΚΗ: μία μόνο επιχείρηση έχει τη δυνατότητα ανεξάρτητης συμπεριφοράς, στο πλαίσιο μίας συγκεκριμένης αγοράς (single firm dominance) ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ: τη δεσπόζουσα θέση κατέχουν από κοινού δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις, νομικώς ανεξάρτητες η μία της άλλης, δρώντας στο πλαίσιο μίας ειδικής αγοράς ως συλλογική οντότητα (ολιγοπώλιο με δεσπόζουσα θέση – jointly held dominant position) (Υποθ. Compagne maritime belge transports v. Επιτροπής και Piau v. Επιτροπής).
Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ / «δεσποζοντοσ ολιγοπωλιου» Το «σημείο τομής» των άρθρων 101 & 102 ΣΛΕΕ, Σωρευτική συνδρομή τριών προϋποθέσεων (Υποθ. Piau v. Επιτροπής): 1. Έλλειψη αξιόλογου ανταγωνισμού, μεταξύ των μελών του ολιγοπωλίου, λόγω διαπίστωσης παράλληλης ομοιόμορφης συμπεριφοράς τους, η οποία δεν συνιστά εναρμονισμένη πρακτική (non-collusive παράλληλες συμπεριφορές). 2. Έλλειψη αποτελεσματικής ανταγωνιστικής πίεσης προς το ολιγοπώλιο, εξαιτίας της ύπαρξης ισχυρών, νομικών ή οικονομικών, διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ των μελών του (π.χ. joint venture επιχείρηση ή συμφωνία συνεργασίας σε άλλες αγορές, εκτός της σχετικής). 3. Εξουσία ανεξάρτητης συμπεριφοράς τους απέναντι στους ανταγωνιστές τους (Υποθ. ΔΕΚ Γαλλική Δημοκρατία v. Επιτροπής).
κριτηρια - Ενδεικτεσ διαπιστωσης της δεσποζουσασ θεσησ Ενδείξεις, και όχι αποδείξεις, οι οποίες θα πρέπει να συνεκτιμώνται και να εξετάζονται σωρευτικά. Οι πλέον σημαντικές: 1. Μερίδιο αγοράς της επιχείρησης i. Μερίδιο άνω του 75% της αγοράς ii. Μερίδιο κάτω του 10% της αγοράς 2. Ποσοστό συμμετοχής άλλων ανταγωνιστών στην ίδια αγορά 3. Νομικά ή πραγματικά εμπόδια εισόδου άλλων ανταγωνιστών στη σχετική αγορά 4. Συναλλακτική-εμπορική πολιτική της δεσπόζουσας επιχείρησης
η εννοια της καταχρηστικησ εκμεταλλευσησ Ορισμός του Δικαστηρίου (Υποθ. Hoffmann – La Roche v. Επιτροπής): «η έννοια της καταχρηστικής εκμετάλλευσης είναι αντικειμενική έννοια (δηλ. δεν απαιτείται υπαιτιότητα), η οποία αφορά τη συμπεριφορά επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση, η οποία είναι ικανή να επηρεάσει τη δομή μιας αγοράς όπου, λόγω ακριβώς της υπάρξεως της εν λόγω επιχειρήσεως, ο ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενημένος και η οποία εμποδίζει τη διατήρηση του ανταγωνισμού που υπάρχει ακόμη στην αγορά ή την ανάπτυξη του ανταγωνισμού αυτού, με τη βοήθεια μέσων διαφορετικών από αυτά που καθορίζουν τον κανονικό ανταγωνισμό σε προϊόντα και υπηρεσίες με βάση τις συναλλαγές των εμπορευομένων». Στοιχειοθέτηση της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης: Υπέρβαση κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Διαρθρωτική μεταβολή της αγοράς, με άμεσο ή έμμεσο έλεγχο επιχειρήσεων.
Μορφεσ καταχρησησ Επιβολή μη δίκαιων τιμών (αγοράς ή πώλησης) ή άλλων όρων συναλλαγής Επιθετική τιμολόγηση (predatory pricing)– Πώληση κάτω του κόστους Πρακτική συμπίεσης περιθωρίων κέρδους Επιβολή τιμών και άλλων διακριτικών όρων συναλλαγής Μορφές καταχρηστικής εκπτωτικής πολιτικής της δεσπόζουσας επιχείρησης Άρνηση πώλησης ή συναλλαγής εν γένει Ρήτρες αποκλειστικής προμήθειας από δεσπόζουσα επιχείρηση Υποχρέωση αποδοχής ή εξώθηση αποδοχής και άλλων πρόσθετων μη αναγκαίων προϊόντων ή υπηρεσιών (Tying-Bundling) Άλλες καταχρηστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζονται από την δεσπόζουσα επιχείρηση στο πλαίσιο της διανομής των προϊόντων της
Σχεση των αρθρων 101 & 102 της σλεε Ομοιότητες και διαφορές Συνδυασμένη εφαρμογή
Εννομεσ συνεπειεσ - Άρθρο 105 ΣΛΕΕ (πρωην αρθρο 85 της ΣΕΚ) Εννομεσ συνεπειεσ - Άρθρο 105 ΣΛΕΕ (πρωην αρθρο 85 της ΣΕΚ) «1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 104, η Επιτροπή μεριμνά για την πραγμάτωση των αρχών που καθορίζονται στα άρθρα 101 και 102. Εξετάζει, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή αυτεπαγγέλτως, συνεργαζομένη με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που οφείλουν να της παρέχουν τη συνδρομή τους, τις περιπτώσεις εικαζομένων παραβάσεων των ανωτέρω αρχών. Αν διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως, προτείνει τα κατάλληλα μέτρα για τον τερματισμό της. 2. Αν δεν τερματισθούν οι παραβάσεις, η Επιτροπή βεβαιώνει την παράβαση των ανωτέρω αρχών με αιτιολογημένη απόφαση. Δύναται να δημοσιεύσει την απόφασή της και να επιτρέψει στα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, των οποίων καθορίζει τους όρους και τις λεπτομέρειες. 3. Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει κανονισμούς σχετικά με τις κατηγορίες συμφωνιών για τις οποίες το Συμβούλιο έχει εκδώσει κανονισμό ή οδηγία σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 2, στοιχείο β).»