Αναστολείς της σύνθεσης κυτταρικού τοιχώματος
Γενικά…. Το βακτηριακό κυτταρικό τοίχωμα είναι ένα πολυμερές μου ονομάζεται πεπτιδογλυκάνη και αποτελείται από ομάδες γλυκάνης που συνδέονται μεταξύ τους με πεπτιδικές γέφυρες Οι αναστολείς του κυτταρικού τοιχώματος επιδεικνύουν μέγιστη αποτελεσματικότητα σε ενεργά πολλαπλασιαζόμενους μικροοργανισμούς, ενώ έχουν μικρή ή μηδενική επίδραση σε βακτήρια που δεν βρίσκονται σε στάδιο πολλαπλασιασμού Τα πιο σημαντικά μέλη είναι τα β-λακταιμικά αντιβιοτικά
Πενικιλλίνες Πενικιλλίνες = αντιβιοτικά με την ευρύτερη αποτελεσματικότητα και μικρότερη τοξικότητα σε σχέση με άλλα φάρμακα Μηχανισμός δράσης: Παρεμβαίνουν στο τελικό στάδιο της σύνθεσης βακτηριακού κυτταρικού τοιχώματος αφήνοντας έτσι εκτεθειμένη την λιγότερο ωσμωτικά σταθερή μεμβράνη Η επιτυχία μιας πενικιλλίνης να προκαλέσει τον κυτταρικό θάνατο εξαρτάται από το μέγεθος της, το φορτίο της και το πόσο υδρόφοβη είναι Είναι δραστικές μόνο εναντίον ταχέως αναπτυσσόμενων μικροοργανισμών (πρωτόζωων, μυκήτων, ιών και μυκοβακτηριδίων) που συνθέτουν πεπτιδογλυκανικό κυτταρικό τοίχωμα Συνδέονται με πρωτεΐνες που υπάρχουν στην κυτταρική μεμβράνη των βακτηρίων ( ΠΔΠ) και έτσι εμποδίζουν την σύνθεση κυτταρικού τοιχώματος και συντελούν σε μορφολογικές μεταβολές ή σε λύση των ευάισθητων βακτηρίων Αναστέλλουν την τρανσπεπτιδάση και εμποδίζουν έτσι τον σχηματισμό γεφυρών που είναι απαραίτητες για την ακεραιότητα του κυτταρικού τοιχώματος Παράγουν λυτικά ένζυμα (αυτολυσίνες)
Πενικιλλίνες Αντιβακτηριακό φάσμα: καθορίζεται από την ικανότητα τους να διαπερνούν το πεπτιδογλυκανικό κυτταρικό τοίχωμα των βακτηρίων και να προσεγγίζουν τις πενικιλλιδεσμευτικές πρωτεΐνες, οι οποίες βρίσκονται γύρω από το κυτταρόπλασμα ΦΥΣΙΚΕΣ: πενικιλλίνη G (θεραπεία λοιμώξεων από Gram+ και Gram- κόκκους, Gram+ βακίλλους και σπειροχαίτες π.χ. πνευμονοκοκκική πνευμονία, σύφιλη, γονόρροια), πενικιλλίνη V (όμοιο φάσμα με G, θεραπεία στοματικών λοιμώξεων) ΑΝΤΙΣΤΑΦΥΛΛΙΚΕΣ (μεθικιλλίνη, ναφκιλλίνη, οξακιλλίνη, κλοξακιλλίνη, δικλοξακιλλίνη): θεραπεία λοιμώξεων από σταφυλόκοκκους που παράγουν πενικιλλινάση ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ (αμπικιλλίνη, αμοξικιλλίνη) : όμοιο φάσμα με την πενικιλλίνη G, αλλά πιο αποτελεσματικές εναντίον Gram- βακίλων, θεραπεία λοιμώξεων αναπνευστικού, προφυλακτική θεραπεία σε ασθενείς με παθήσεις καρδιακών βαλβίδων που πρόκειται να υποβληθούν σε σοβαρή χειρουργική επέμβαση στην στοματική κοιλότητα ΑΝΤΙΨΕΥΔΟΜΟΝΑΔΙΚΕΣ (καρβενικιλλίνη, τικαρκιλλίνη, πιπερακιλλίνη) : αποτελεσματικές για gram-αρνητικών βακίλους εκτός της klebsiella ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΠΕΝΙΚΙΛΛΙΝΗΣ –ΑΜΙΝΟΓΛΥΚΟΣΙΔΗΣ: ενίσχυση αντιμικροβιακής δράσης
Πενικιλλίνες Αντοχή Φυσική αντοχή: μικροοργανισμοί που στερούνται πεπτιδογλυκανικού κυτταρικού τοιχώματος ή διαθέτουν αδιαπέραστο κυτταρικό τοίχωμα από τα φάρμακα Επίκτητη αντοχή: η απόκτηση ενός πλασμιδίου από έναν μικροοργανισμό προκαλεί ανθεκτικότητα σε διάφορα αντιβιοτικά
Φαρμακοκινητική Οδός Χορήγησης: καθορίζεται από την σταθερότητα του φαρμάκου στο γαστρικό οξύ και από την βαρύτητα της λοίμωξης (από το στόμα, ενδοφλέβια ή ενδομυικά) Απορρόφηση: απορροφούνται ατελώς όταν χορηγούνται από το στόμα , επηρεαζούν την σύσταση της εντερικης χλωρίδας , επηρεάζονται από τις τροφές και γι αυτό χορηγούνται 30-60min πριν ή 2-3h μετά το γεύμα Κατανομή: καλή κατανομή με εξαίρεση την ανεπαρκή διείσδυση στα οστά ή το εγκεφαλονωτιαίο υγρό που απαιτείται για να επιτευχθεί θεραπεία εάν δεν υπάρχει φλεγμονή Μεταβολισμός: συνήθως ασήμαντος Αποβολή: απεκκρίνονται με το σύστημα οργανικών οξέων του νεφρού, καθώς και με σπειραματική διήθηση Ανεπιθύμητες ενέργειες: συγκαταλέγονται στα ασφαλέστερα φάρμακα , με μικρή πιθανότητα εμφάνισης υπερευαισθησίας, διάρροιας, νεφρίτιδας, νευροτοξικότητας, δυσλειτουργίας αιμοπεταλίων και τοξικότητας κατιόντων
Κεφαλοσπορίνες Κεφαλοσπορίνες = β-λακταμικά αντιβιοτικά που παραγονται ημισυνθετικά και συγγενεύουν στενά με τις πενικιλίνες, τόσο δομικά όσο και λειτουργικά Αντιβακτηριακό φάσμα 1ης γενιάς: υποκατάστατα της πενικιλλίνης G που είναι ανθεκτικά στη σταφυλοκοκκική πενικιλλινάση 2ης γενιάς: έχουν μεγαλύτερη δραστικότητα εναντίων τριών επιπλέον Gram( - ) μικροοργανισμών από της πρώτης γενιάς ενώ η δράση τους εναντίον των Gram(+) μικροοργανισμών είναι ασθενέστερη 3ης γενιάς: έχουν μεγαλύτερη δραστικότητα εναντίον Gram- βακίλλων και χρησιμοποιούνται στη θεραπεία των λοιμωδών νόσων και ιδίατερα της μηνιγγίτιδας Αντοχή όμοια την πενικιλλίνη
Κεφαλοσπορίνες Φαρμακοκινητική Χορήγηση: χορηγούνται ενδοφλεβίως (μικρή απορρόφηση τους από το στόμα) Κατανομή: καλή στα υγρά του σώματος (μόνο όμως της 3ης γενιάς δημιουργούν ικανοποιητικά θεραπευτικά επίπεδα στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, ανεξάρτητα ή όχι από τη παρουσία φλεγμονής) Κατάληξη: συνήθως με σωληναριακή απέκκριση ή και με σπειραματική διήθηση (προσοχή στη δόση σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ή αντικατάσταση με κεφοπεραζόμη / κεφτριαξόνη που αποβάλλονται από τη χολή και τα κόπρανα) Ανεπιθύμητες ενέργειες: αλλεργικές αντιδράσεις, αντίδραση δισουλφιράμης (όταν χορηγούνται μαζί με αιθυλική αλκοόλη, παρεμποδίζουν το δεύτερο στάδιο οξείδωσης της αιθυλικής αλκοόλης οδηγώντας σε συσσώρευση ακεταλδεύδης), αιμορραγία ( ουσίες που περιέχουν ΜΤΤ-ομάδα επειδή δρουν αντίθετα με τη βιταμίνη Κ)
Άλλα β-λακταμικά αντιβιοτικά: Καρβαπενέμες Διαφέρουν από τις πενικιλλίνες κατά 1 άτομό άνθρακα Αντιβακτηριακό φάσμα: Η ιμεπενέμη/σιλαστανίνη και η μεροπενέμη είναι τα β-λακταμικά αντιβιοτικα με το ευρύτερο φάσμα που υπάρχει σήμερα ( η ιμιπενέμη χρησιμοποιείται ως εμπειρική θεραπεία επειδή είναι δραστικό εναντίον Gram+ και Gram- μικροοργανισμών που παράγουν πενικιλλινάση και αναρεοβίων) Φαρμακοκινητική Χορήγηση: Η ιμεπενέμη και η μεροπεμένη χορηγείται ενδοφλεβίως και διεισδύει εύκολα στους ιστούς και τα υγρά του σώματος, συμπεριλαμβανομένου και του εγκεφαλονωτιαίου υγρού όταν οι μήνιγγες φλεγμαίνουν. Αποβoλή: με σπειραματική διήθηση Συνδυασμός ιμιπεμένης – σιλαστατίνης : αποτελεσματικός για τη θεραπεία λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος Ανεπιθύμητες ενέργειες: ναυτία, εμετοί, διάρροια, επιληπτικές κρίσεις (σε υψηλά επίπεδα)
Άλλα β-λακταμικά αντιβιοτικά: Μονοβακτάμες Έχουν την ιδιομορφία ότι ο β-λακταμικός δακτύλιος δεν είναι ενωμένος με άλλο δακτύλιο Η αζτρεονάμη είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος τους που κυκλοφορεί σήμερα Έχει αντιμικροβιακή δραστηριότητα ενάντια των εντεροβακτηριοειδών και σε άλλους αερόβιους gram (-) βάκιλλους Χορηγείται ενδοφλεβίως ή ενδομυικώς και αποβάλλεται στα ούρα Είναι σχετικά μη τοξική αλλα είναι πιθανό να προκαλέσει φλεβίτιδα, δερματικά εξανθήματα και παθολογικές λειτουργικές δοκιμασίες του ήπατος Γενικά αποτελεί ασφαλή εναλλακτική λύση για την θεραπεία αλλεργικών ασθενών στις πενικιλλίνες και τις κεφαλοσπορίνες
Αναστολείς Β- λακταμάσης Οι αναστολείς της β-λακταμάσης ( κλαβουλανικό οξύ, σουλβακτάμη, ταζοβακτάμη): Δεν παρουσιάζουν σημαντική αντιβακτηριακή δράση Συνδέονται με τις β-λακταμάσες και τις αδρανοποιούν, προστατεύοντας έτσι τα αντιβιοτικά που φυσιολογικά αποτελούν υποστρώματα για τα ένζυμα αυτά Συνδέονται με τα παράγωγα των πενικιλλινών και τα προστατεύουν από ενζυμική αδρανοποίηση
Βανκομυκίνη Είναι ένα τρικυκλικό γλυκοπεπτίδιο που είναι δραστικό εναντίον μικροοργανισμών ανθεκτικών σε μεγάλο αριθμό φαρμάκων Τρόπος δράσης: αναστέλλει τη σύνθεση των φωσφολιπιδίων του κυτταρικού τοιχώματος καθώς και τον πολυμερισμό των πεπτιδογλυκάνων, εμποδίζοντας το στάδιο της trans-γλυκοζυλίωσης Αντιμικροβιακό φάσμα: θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων από Gram (+) μικροοργανισμούς ανθεκτικούς στις β-λακτάμες ή σε περιπτώσεις λοιμώξεων με Gram+ μικροοργανισμούς σε άτομα που εμφανίζουν σοβαρή αλλεργία στις λακτάμες Αντοχή: οφείλεται σε μεσολαβούμενη από πλασμίδια μεταβολή της διαπερατότητας για το φάρμακο και σε ελαττωμένη σύνδεση της βανκομύκίνης με τα μόρια υποδοχείς Οδός χορήγησης: Η βραδεία ενδοφλέβια έγχυση για τη θεραπεία συστηματικών λοιμώξεων ή για προφυλακτικούς λόγους και χορηγηση από το στόμα μόνο για την θεραπεία της κολίτιδας Μεταβολισμός & απέκκριση: ελάχιστα και σε ποσοστό 90-100% και αποβάλλεται με σπειραματική διήθηση Ανεπιθύμητες ενέργειες: πυρετός, ρίγος ή/και φλεβίτιδα στη θέση έγχυσης, ερυθρότητα και σοκ (μετά από ταχεία έγχυση), ωτοτοξικότητα, νεφροτοξικότητα (σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια)