Η ΤΕΧΝΗ… ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΣΤΡΑΤΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ Αστροφυσικός Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών
Ως Έλληνες, το κύριο πλεονέκτημά μας είναι ότι μπορούμε να διαβάζουμε τις απόψεις των αρχαίων Eλλήνων φιλοσόφων στο πρωτότυπο και μάλιστα έχουμε τη δυνατότητα να εμβαθύνουμε σε όλο το πλάτος και το βάθος της γλώσσας μας, μιας γλώσσας η πλαστικότητα της οποίας είναι μοναδική. Γράφουμε και φαίνεται η νεοελληνική εκδοχή του ίδιου πανάρχαιου λόγου. Η δυναμικό-τητα της ελληνικής γλώσσας είναι απαράμιλλη…
Η ελληνική, είναι η γλώσσα με την οποία –για πρώτη φορά– μίλησαν η Φιλοσοφία και η Επιστήμη, η ποίηση και το θέατρο, τα μαθηματικά και η ιστορία. H γλώσσα που –παρά τις όποιες αντιξοότητες– νίκησε τον χρόνο με τη μοναδική εμβέλειά της, μέσω της οποίας καταγράφηκε ένα μεγάλο μέρος του γήινου στοχασμού, ενώ αποκρυσταλλώθηκαν για πρώτη φορά παγκοσμίως αφηρημένες έννοιες πάνω στις οποίες θεμελιώ-θηκε η φιλοσοφία και σφυρηλα-τήθηκε το περιεχόμενο της Δημοκρατίας.
Μπορεί να μην το πιστεύουν οι νέοι μας, που δυστυχώς δεν διδάχτηκαν τα αρχαία ελληνικά, όπως εμείς, αλλά παρ’ ότι πέρασαν χιλιάδες χρόνια, πολλές αρχαίες ελληνικές και ειδικά ομηρικές λέξεις έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα. Δεν διατηρήθηκαν οι ίδιες, αλλά έχουν μείνει στη γλώσσα μας μέσω των παραγώγων τους. Λέμε νερό αντί για ύδωρ αλλά χρησιμοποιούμε τις σχετικές λέξεις: υδροφόρα, υδραγωγείο, υδάτινος υδατάνθρακας, αφυδάτωση κ.ά. Δεν χρησιμοποιούμε το ρήμα δέρκομαι (βλέπω), ἔδρακον (στον αόριστο) αλλά χρησιμοποιούμε τη λέξη δράκος και οξυδερκής. Μπορεί να μη χρησιμοποιούμε τη λέξη αυδή (φωνή) αλλά παρ’ όλα αυτά λέμε μένω άναυδος και απηύδησα.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΗΤΕΡΑ Ξεκινώ με την Παγκόσμια Μητέρα τη Δημήτηρ ή Δαμάτηρ = τη θεά Δήμητρα. Η Δημήτηρ είναι η Γη-μήτηρ, ήτοι η θεά που εμπερικλείει την έννοια της μητέρας, που χαρακτηρίζει όλες τις θεές της Γης και της φύσης. Δη = Γη και Δα = Γη. Μπορεί να μην το λέμε πια, αλλά διατηρείται στη γλώσσα μας όταν λέμε αυτός είναι «αλλο-δα-πός», δηλαδή από άλλη γη από άλλη χώρα, αντίθετα με τον ημεδαπό, τον γηγενή και αυτόχθονα. Η θεά Δήμητρα
Πάπυρος του Δερβενίου Γη δε και Μήτηρ και Ρέα και Ήρη η αυτή. Εκλήθη δε Γη μεν νόμω, Μήτηρ δε ότι εκ ταύτης πάντα γίνεται. Γη και Γαία κατά γλώσσαν εκάστοις. Δημήτηρ δε ωνομάσθη ώσπερ η Γη Μήτηρ, εξ αμφοτέρων εν όνομα, το αυτό γαρ ην. Έστι δε και εν τοις Ύμνοις ειρημένον. Δημήτηρ, Ρέα, Γη, Μήτηρ, Εστία, Δηιώ. Καλείται γαρ και Δηιώ ότι εδηιώθη εν τη μίξει.
Καθημερινές λέξεις από την αρχαία ελληνική Επίσης, σήμερα δεν λέμε λωπούς τα ρούχα, αλλά χρησιμοποιούμε τη λέξη «λωποδύτης» που σημαίνει «αυτός που βυθίζει (δύει) το χέρι του μέσα στο ρούχο σου (λωπή) για να σε κλέψει». Στα Ελληνικά έχουμε τις λέξεις «κεράννυμι», «μειγνύω» και «φύρω» που όλες έχουν το νόημα του «ανακατεύω». 1. Όταν ανακατεύουμε δύο στερεά ή δύο υγρά μεταξύ τους, αλλά χωρίς να συνεπάγεται νέα ένωση (π.χ. λάδι με νερό), τότε χρησιμοποιούμε τη λέξη «μειγνύω». Το ξέρουν οι φυσικοί και οι χημικοί από το μείγμα. 2. Όταν ανακατεύουμε υγρό με στερεό τότε λέμε «φύρω». Εξ’ ού και η λέξη «αιμόφυρτος» που τη γνωρίζουμε, αλλά δεν συνειδητοποιούμε τι σημαίνει. Όταν οι Αρχαίοι Έλληνες πληγώνονταν στη μάχη, έτρεχε τότε το αίμα και ανακατευόταν με τη σκόνη και το χώμα, ήτοι υγρό με στερεό. Λέμε όμως φύρδην μύγδιν (ανάκατα) και φύραμα: ανάμειξη αλευριού και νερού για να γίνει το φύραμα, ζυμάρι από το οποίο και ζυμώνω (ή ζωοτροφή). Υπάρχει και η έκφραση: «είναι του ιδίου φυράματος». 3. Το κεράννυμι σημαίνει ανακατεύω δύο υγρά και φτιάχνω ένα νέο, όπως για παράδειγμα ο οίνος και το νερό. Εξ’ ού και ο «άκρατος» (δηλαδή καθαρός) οίνος που έλεγαν οι Αρχαίοι Έλληνες όταν δεν ήταν ανακατεμένος (κεκραμμένος) με νερό, απ’ όπου βγήκε το κρασί, αφού το ανακάτεμα γινόταν στον κρατήρα.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πώς να γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιος είναι ο σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει. ΜΟΝΟ η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή, κέφι, φιλότιμο, μεράκι κ.ά. Μόνο η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από τον βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνο αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.
Εμπλουτίζει όλες τις άλλες γλώσσες Σύμφωνα με το βιβλίο Γκίνες: «Η Αγγλική γλώσσα έχει 490.000 λέξεις από τις οποίες 41.615 λέξεις προέρχονται από την Ελληνική γλώσσα». Σύμφωνα με τον Ισπανό γλωσσολόγο Francisco Rodríguez Adrados: «Η Ελληνική και η Κινέζικη, είναι οι μόνες γλώσσες με συνεχή ζώσα παρουσία από τους ίδιους λαούς και στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη. Όλες οι γλώσσες θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από τη μητέρα των γλωσσών, την Ελληνική».
ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Στη γλώσσα μας έχουμε το σημαίνον (τη λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση. Αντιθέτως στις άλλες γλώσσες το σημαίνον είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα. Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το δένδρο car και το αυτοκίνητο tree, και από τη στιγμή που το συμφωνήσουμε… τούτο να ισχύει χωρίς κανένα πρόβλημα. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Γι’ αυτό τον λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες. Στη γλώσσα μας υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στη λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο. Θα σας δείξω στη συνέχεια τι εννοώ:
Πράγματι, η ελληνική γλώσσα είναι γλώσσα θεμελιακή και μάλιστα «νοηματική/εννοιολογική», όπως ακριβώς τη χαρακτηρίζουν οι επιστήμονες της Πληροφορικής, θεωρώντας ότι όλες οι άλλες γλώσσες είναι «σημειολογικές». Nοηματική-εννοιολογική είναι η γλώσσα, στην οποία το «σημαίνον», δηλαδή η λέξη, και το σημαινόμενο, δηλαδή η έννοια (πρόσωπο, πράγμα, κατάσταση, ιδέα) έχουν μεταξύ τους μια πραγματική πρωτογενή σχέση. Aντιθέτως, σημειολογική είναι η γλώσσα που λαμβάνεται ως ένα σύστημα σημείων και στην οποία αυθαίρετα ορίζεται το (α) «σημείον» (σημαίνον). Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να διώξουμε από τη γλώσσα μας τα... Greeklish.
.
Η λέξη ενθουσιασμός προέρχεται από το «εν Θεώ». Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Αντισθένη, τον ιδρυτή της Σχολής των Κυνικών: «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις». Οι ελληνικές λέξεις έχουν «πρωτογενείς σχέσεις», ενώ οι λέξεις άλλων γλωσσών είναι «συμβατικές». Για παράδειγμα ο «ἀκτήμων < α- στερητ. + κτῆμα» είναι αυτός που δεν έχει τη δική του γη. Πραγματικά, ακόμα και στις ημέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη, που δείχνει ότι μπορεί να ζήσει καλά και να ευημερεί. Η λέξη δένδρο σημαίνει «δεν +δρω», δεν είμαι σε κίνηση, είμαι ακίνητος. Η λέξη ενθουσιασμός προέρχεται από το «εν Θεώ». «Βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή = φωνή + θέω =τρέχω. Προτομή του Αντισθένη
Δαίμων-ευδαίμων-κακοδαίμων Δαίμων, από το αρχαίο ρήμα δαίω (= κατανέμω), σημαίνει το πνεύμα που «κατανέμει τις τύχες ή τη μοίρα των ανθρώπων». Συνεπώς, για τον αρχαίο Έλληνα, ο δαίμων ήταν μια οντότητα μεταξύ των θεών και των ανθρώπων με ιδιαίτερες πνευματικές δυνάμεις και φορέας της υπερφυσικής – και έτσι ακατανόητης για τον άνθρωπο– δύναμης. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη «οἱ δαίμονες ἤτοι θεῶν παῖδες εἶεν ἢ θεῖόν τι, φήσαντος δὲ “ἔστιν οὖν”» (Αριστ. Ρητ. 3.18, 2), δηλαδή οι δαίμονες ήταν: «θεῶν μὲν παῖδες, θεοὶ δὲ οὐ. οὗτοι ἀπετέλουν τόν κρίκον τόν συνδέοντα τοὺς Θεούς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους» (Liddell & Scott, 2ος τόμος). Επίσης, είχε δημιουργηθεί η δοξασία ότι ο κάθε άνθρωπος βρισκόταν διαρκώς υπό την επίδραση και την προστασία κάποιου δαίμονα. Αυτή η δοξασία είναι φανερή μέχρι σήμερα τουλάχιστον στη γλώσσα μας, αφού το επίθετο «ευ-δαίμων», δείχνει τον ευτυχή, τον καλότυχο άνθρωπο, ενώ ο «κακο-δαίμων», είναι ο άτυχος που η «κακο-δαιμονία» τον βασανίζει συσχετιζόμενη με τη δυστυχία του.
Σπουδαίοι φυσικοί και ελληνική γλώσσα Ο νομπελίστας φυσικός (Νοbel Φυσικής, 1932) και φιλόσοφος Werner Karl Heisenberg είχε παρατηρήσει αυτή τη σημαντική ιδιότητα της γλώσσας μας για την οποία είχε πει «Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση». Ομοίως και ο Erwin Schrödinger που έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο "H φύση και οι Έλληνες". Tο περιεχόμενό του αφορούσε τη σχέση της επιστήμης με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, τη διερεύνηση του μεγαλειώδους βήματος που συντελέστηκε στην ιστορία των ιδεών εκείνη την εποχή, την αποκαλούμενη εποχή "γέννησης της επιστήμης". Στο έργο του, ανιχνεύει χρονολογικά τα δύο βασικά διέξοδα της σύγχρονης σκέψης: τη ριζική διχοτομία μεταξύ θρησκευτικού και επιστημονικού λόγου και την κρίση αυτογνωσίας που προκύπτει από την επαφή με τη Φύση.
ΟΡΟΛΟΓΙΑ Το ουσιαστικό «επιστήμη» προέρχεται από το ελληνικό ρήμα «επίσταμαι», που σημαίνει «γνωρίζω κάτι καλώς, είμαι ειδήμων». Η γεωμετρία προέρχεται από το «γη + μετρώ». Η γεωγραφία από το γη+ (περι)γράφω. Ο άνθρωπος από το άνω + θρώσκω. Το άπειρον από το (α)+ πέρας. Η φυσική είναι η μελέτη της φύσης. Η Αστρονομία από άστρο + νόμος (ή νέμω). και Η Αστροφυσική από το άστρο + φυσική. Ο Αστήρ είναι το άστρο, το αστέρι. Η ίδια η λέξη μάς λέει πως απλώς περιγράφει αυτό που κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι). Μετέωρο από το μετά + ἀείρω (αίρω) = σηκώνω. Συνεπώς στην ελληνική έχουμε αιτιώδεις σχέσεις προφανείς στην ετυμολογική διαφάνεια και όχι απλώς λεκτικά συμφωνημένους κώδικες, όπως συμβαίνει στις άλλες γλώσσες.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ: «Η Ελληνική γλώσσα έχει την καλύτερη μαθηματική δομή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τη νέα γενιά των πλέον εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχουν όρια» (Μπιλ Γκέιτς, Microsoft). Για τον λόγο αυτό τα πιο σύγχρονα προγράμματα Η/Υ χρησιμοποιούν τη δομή της ελληνικής γλώσσας, επειδή αυτή είναι μαθηματική και επιτρέπει τη γεωμετρική της απεικόνιση. Ιδιαιτέρως χρήσιμα είναι τα προθέματα: τηλε-, φωτο-, φωνο-, μικρο-, μεγα-, αντι-, συν-, αυτό-, κ.ά. Οι ασχολούμενοι δομικά με την Πληροφορική θεωρούν την ελληνική γλώσσα ως «μη-οριακή». Δηλαδή σ’ αυτήν δεν υπάρχουν περιοριστικά όρια και για αυτό είναι απολύτως αναγκαία στις επιστήμες της Πληροφορικής, της Ηλεκτρονικής και της Κυβερνητικής.
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ Η ορθογραφία μας βοηθάει στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε λέξης. Το να υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιο ήχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως να μας βοηθάει στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βεβαίως έχουμε μια βασική κατανόηση της γλώσσας μας. 1. Δεν είναι δυνατόν το υπόγειο να γράφεται ιπόγιο, γιατί αλλάζει τελείως η προέλευση της λέξης, αφού σημαίνει «υπό» τη γη, δηλαδή κάτω από τη γη. 2. Το μείγμα, όπως και το «πειρούνι» για παράδειγμα, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις Αρχαίων Ελληνικών, είναι προφανές ότι γράφονται με «ει» και όχι με «ι» όπως πολύ άστοχα πολλοί προτείνουν να το γράφουμε σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός, το μείγμα, προέρχεται από το «μείγνυμι» και το «πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ, ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε.
Η λέξη «συγκεκριμένος» δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος» Η λέξη «συγκεκριμένος» δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος». Προέρχεται από το «κριμένος» (που έχει κριθεί) και όχι από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί). Κάθε λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει. Ο «φθόνος» ετυμολογείται από το «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Πράγματι, ο φθόνος, σιγά σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» – μας «ελαττώνει» ως ανθρώπους. Αντιθέτως, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που είναι τόσο πολύ(!) ώστε να μην τελειώνει… Πως το λέμε; Μα, φυσικά, «άφθονο». Χρησιμοποιούμε τη λέξη «ωραίος» που προέρχεται από τη λέξη «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έλθει και στην ώρα του…
Η λέξη «ελευθερία» προέρχεται από την πρόταση: «παρά το ελεύθειν όπου ερά», και σημαίνει το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά. Άρα βάσει της ίδιας της λέξης: Ελεύθερος είσαι και νιώθεις όταν έχεις τη δυνατότητα να πας όπου αγαπάς (όπου θέλεις)!
Συνεχίζοντας την ορολογία αέρας < αρχ. ἀήρ < ἀ(F)είρω «σηκώνω». ἀνατομία < ἀνά + αρχαία ελληνική τομή < τέμνω. αρτηρία < αρχ. ἀρτηρία < ἀρτῶ «κρεμώ, εξαρτώ» < ἀείρω «σηκώνω». αστεροσκοπείο < ἀστήρ + σκοπέω-ῶ αστραπή < ἀστεροπή < ἀστήρ + ὀπή < οπ- < ὄψ «μάτι, βλέμμα» αστρολάβος < ἀστήρ + λαμβάνω ἀστρολογία < ἄστρον + λόγος (μελέτη) < λέγω ἀστρονομία < ἄστρον + νέμω (ή νόμος). ατμός < αρχ. ἀτμός < ἀετμός < α- πρόθεση + «πνέω, φυσώ». ατμόσφαιρα < ατμός + σφαίρα. βιολογία < βίος + επίθημα -λογία (λόγος < λέγω) γεωλογία < γεω- ( < γη) + -λογία (< λόγος) δημοκρατία: δήμος» (το σύνολο ή η συνέλευση των ανθρώπων που έχουν πολιτικά δικαιώματα) και «κράτος» (δύναμη, εξουσία, κυριαρχία). ιατρός < ἰάομαι/ ἰῶμαι. οικολογία < οἶκος + -λογία (< λόγος)
Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι, επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας ευχαριστείται = αγάλλεται. Από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση, που είναι λέξη σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση (= γιατρειά). Άρα, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και γιατρευόμαστε. Δηλαδή, η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με τη σωματική μας υγεία.
Η διαφορά με τη λατινική γλώσσα Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό ρήμα «ίστημι» που ήδη αναφέραμε, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών. Η λέξη «άγαλμα» που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλώς ένα ακίνητο πράγμα!
Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας Συνοψίζοντας: Η Ορθογραφία μας βοηθάει στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης. Και αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε ότι η καθημερινή μας νεοελληνική γλώσσα προέρχεται από τα Αρχαία Ελληνικά. Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς τι ακριβώς λες! Μιλάς και ακούγοντας την κάθε λέξη ταυτόχρονα να σκέφτεσαι και τη σημασία της. Δυστυχώς, είναι κρίμα να διδάσκονται τα Αρχαία Ελληνικά με τέτοιο «παράλογο και περίεργο» τρόπο στο σχολείο ώστε να σε κάνουν να αντιπαθείς κάτι το τόσο όμορφο και συναρπαστικό! Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας