Διαχείριση Κινδύνου* *Η σειρά παρουσιάσεων για το μάθημα «Διαχείριση Κινδύνου» βασίζεται στο σύγγραμμα των Σχοινιωτάκη, Ν., και Συλλιγάρδου Γ., «Διαχείριση.

Slides:



Advertisements
Παρόμοιες παρουσιάσεις
Ειδικότερα ζητήματα Πρόσβασης τρίτου
Advertisements

ΜΑΚΙΓΙΑΖ.
ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΒΡΕΦΟΝΗΠΙΑΚΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ
Nacionalno računovodstvo
KVANTITATIVNE METODE U GRAĐEVINSKOM MENADŽMENTU
«Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΜΙΟΥ»
2. VAJA – sile ob dotiku in na daljavo
RADAR ZA PLOVILO ESMO Laboratorij za Sevanje in Optiko
תנועה הרמונית מטוטלת – חלק ב'.
Pasiruošimas “Elektros” skyriaus laboratoriniams darbams
הסקה על פרופורציה באוכלוסייה
ΧΡΗΣΤΟΓΛΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΕΝ
Κοινωνία, παραβατικές συμπεριφορές, πολιτική καταστολή
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΗΣ
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ
Επανάληψη.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ Εισαγωγή.
ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
ΣΑΕ ΙΙ – ΥΔΡΑΥΛΙΚΑ & ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
Εργασία στο μάθημα της Βιολογίας της Ά λυκείου του μαθητή Γεώργιου Μ.
Κεφάλαιο 6 οι φίλοι μας, οι φίλες μας
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΥΣ (Κ105)
Επαγγέλματα στο Βυζάντιο
Μορφές & Διαδικασίες Αξιολόγησης
ΗΛΕΚΤΡΟΜΥΟΓΡΑΦΗΜΑ.
Εισαγωγή στη Ρομποτική
Λέκτορας Κώστας Κορδάς Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Κάνε κλικ σε κάθε λέξη για να δεις τη σημασία
Μεσαιωνικό Κάστρο Λεμεσού
ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ 5Ο ΚΕΦ.
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Δρ. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Καδράκι ‘‘Ο Χριστός σώζει τον Πέτρο από τον καταποντισμό στα κύματα’’
Πυρηνική Φυσική και Φυσική Στοιχειωδών Σωματιδίων (5ου εξαμήνου, χειμερινό ) Τμήμα T3: Κ. Κορδάς & Χ. Πετρίδου Μάθημα 4 Mέγεθος πυρήνα Κώστας.
Η προβληματική των γενικών σκοπών και των ειδικών στόχων:
Σχεδιασμός και Οργάνωση του μαθήματος
Διαφορές και Ομοιότητες Κερδοσκοπικών και Μη Κερδοσκοπικών Οργανισμών
Put Options.
Χονδρός Παναγιώτης Σοφού Ειρήνη Μυρογιάννη Χρύσα Καλαϊτζή Κατερίνα
Εισηγητής: Ιωάννης Χρήστογλου Γεν. Διευθυντής Δ.Ε.Υ.Α. Κατερίνης
Καλαματα Η ιστορία της.
Ψηφιακές Επικοινωνίες Ι
Ψηφιακές Τηλεπικοινωνιές
Αθανάσιος Κ. Ρισβάς.
Η Γαλλική Επανάσταση.
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΟ ΣΩΜΑ.
Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
Απέκκριση Οι δυο κύριες οδοί απομάκρυνσης των φαρμάκων από τον οργανισμό, είναι αφ ενός ο μεταβολισμός τους στο ήπαρ, που μόλις εξετάσαμε, και αφ ετέρου.
ΜΥΕ003-ΠΛΕ70: Ανάκτηση Πληροφορίας
Τα πολιτικά κόμματα Ορισμός: α) η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, β) μόνιμη οργάνωση σε όλη την επικράτεια, γ) λαϊκή στήριξη Λειτουργίες: -α) ενοποίηση-εναρμονισμός.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ
Μύκητας Κεφίρ και Σπόροι Κεφίρ είναι το ίδιο πράγμα.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ.
Το παιδί που πεθαίνει.
ΤΟ ΜΑΓΝΗΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΥΛΗ
Οργανική Χημεία Ενότητα 1: Χημεία του Άνθρακα Χριστίνα Φούντζουλα
Πεντηκονταετία π.Χ..
Ψηφιακές Τηλεπικοινωνιές
Σύντομη Παρουσίαση Τόμος 2. Κεφάλαιο 2 «Στοιχεία Επικοινωνίας»
Αρχαία Ολυμπία Μυρσίνη Μαλίογκα Ε΄
3.
Τ.Ε.Ι. Κρήτης Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών Τμ. Μηχανικών Πληροφορικής
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ.
΄΄Το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων΄΄
Μερκ. Παναγιωτόπουλος - Φυσικός
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΥΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΤΟ ΦΩΣ ΩΣ ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΦΥΣΙΚΗ ΟΝΤΟΤΗΤΑ
Μάθημα: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
Εισαγωγή στη Διοικητική Λογιστική
Μεταγράφημα παρουσίασης:

Διαχείριση Κινδύνου* *Η σειρά παρουσιάσεων για το μάθημα «Διαχείριση Κινδύνου» βασίζεται στο σύγγραμμα των Σχοινιωτάκη, Ν., και Συλλιγάρδου Γ., «Διαχείριση Τραπεζικών και Χρηματοοικονομικών Κινδύνων» Εκδ. ΔΙΣΙΓΜΑ 2010.

Σκοπός του Μαθήματος Βασικός σκοπός της Θεματικής Ενότητας είναι η ανάλυση και διαχείριση των κινδύνων του χρηματοπιστωτικού και όχι μόνο τομέα. Η διαχείριση κινδύνου είναι κεντρικός πυρήνας της διαχείρισης στρατηγικής κάθε οργανισμού. Είναι η διεργασία με την οποία οι οργανισμοί προσεγγίζουν μεθοδικά τους κινδύνους που σχετίζονται με τις δραστηριότητές τους, με σκοπό την επίτευξη οφέλους σε κάθε δραστηριότητα αλλά κυρίως επί του χαρτοφυλακίου όλων των δραστηριοτήτων.

Στόχοι του μαθήματος Με την ολοκλήρωση του μαθήματος ο σπουδαστής πρέπει να είναι σε θέση: Να κατανοεί τις διάφορες μορφές κινδύνου. Να μπορεί να προσδιορίζει και να μετρά τον κίνδυνο. Να είναι σε θέση να αξιολογήσει τις συνέπειες του κινδύνου. Να μειώσει ή απαλείψει ή ελέγξει τους κινδύνους.

Αναλυτική περιγραφή του μαθήματος Οικονομικές και Χρηματοπιστωτικές Κρίσεις. Εννοιολογικό πλαίσιο Διαχείρισης Κινδύνων. Θεσμικό πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων - Συνθήκες της Βασιλείας. Ανάλυση και μέθοδοι αντιμετώπισης τραπεζικών κινδύνων. Πιστωτικός κίνδυνος. Κίνδυνος επιτοκίων. Κίνδυνος ρευστότητας (Liquidity risk). Λειτουργικός κίνδυνος. Κίνδυνος αγοράς. Διαχείριση ενεργητικού – παθητικού. Μοντέλα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Η προσέγγιση RiskMetrics στη μέτρηση των κινδύνων της αγοράς. Αξία σε κίνδυνο - VaR με Εφαρμογές.

Βιβλιογραφία Σχοινιωτάκης, Ν., και Συλλιγάρδος Γ., (2010), Διαχείριση τραπεζικών και Χρηματοοικονομικών κινδύνων, Εκδότης: ΔΙΣΙΓΜΑ Εκδόσεις.

Οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις Χρηματοπιστωτική κρίση 2008 Η κυριότερη αιτία της κρίσης ήταν ο υπερβολικός δανεισμός και η συνεπαγόμενη υπερβάλλουσα ρευστότητα. Ο κόσμος, τα κράτη κατανάλωναν περισσότερο απ’ ότι παρήγαγαν και για να γίνει αυτό πραγματικότητα έπρεπε να δανείζονται όλο και περισσότερο κτίζοντας σε σαθρές βάσεις οικονομίες και κοινωνίες και υποθηκεύοντας το μέλλον των επόμενων γενεών. Ο μέσος παγκόσμιος δείκτης μόχλευσης, δηλαδή ο παγκόσμιος δανεισμός ως προς το συνολικό παγκόσμιο ΑΕΠ έφτασε στο 18 με αποκορύφωμα τον Αύγουστο, πριν ξεσπάσει η κρίση το 60 και μετά την κρίση το 2009 το 28.

Οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις Χρηματοπιστωτική κρίση 2008 Η διατήρηση των επιτοκίων σε πολύ χαμηλά επίπεδα είχε ως αποτέλεσμα την υπερβάλλουσα ρευστότητα, οπότε και την αύξηση του ρίσκου των επενδύσεων. Τα χαμηλά επιτόκια σε συνδυασμό με τα χαλαρά κριτήρια χρηματοδότησης οδήγησαν τις τράπεζες σε χορηγήσεις σε πελάτες πολύ χαμηλής δανειοληπτικής ικανότητας. Τα δάνεια αυτά τα τιτλοποιούσαν και τα πωλούσαν σε επενδυτές με τη μορφή ομολόγων υψηλής απόδοσης. Με την άνοδο των επιτοκίων οι δανειολήπτες εμφάνισαν αδυναμία αποπληρωμής όποτε και οι τίτλοι που είχαν πουληθεί.

Οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις Με βάση στοιχεία του παρελθόντος υπάρχουν τέσσερις μορφές που μπορεί να λάβει μία ύφεση. Σχήμα V: γρήγορη ανάκαμψη Σχήμα U: ήπια ανάκαμψη Σχήμα W: γρήγορη αλλά όχι σταθερή ανάκαμψη με συνεπακόλουθη ύφεση και ανάκαμψη Σχήμα L: ύφεση και μεγάλη περίοδο στασιμότητας.

Οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις Οικονομική κρίση στην Ιαπωνία Παγίδα ρευστότητας (liquidity trap). Η κατάσταση κατά την οποία μια οικονομία εισέρχεται σε ένα στάδιο, όπου δεν είναι αποτελεσματική η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων προκειμένου να τονωθεί. Σε αυτήν την περίπτωση τα άτομα προβλέπουν ότι οι τιμές στο χρηματιστήριο και άλλων επενδύσεων βρίσκονται στο απόγειο τους και έτσι διστάζουν να επενδύσουν διατηρώντας τα διαθέσιμα τους σε ρευστό, όσο και να πέσουν τα επιτόκια.

Οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις Οικονομική κρίση στην Ιαπωνία Αυτό συνέβη στην Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990. Ο αρνητικός πληθωρισμός οδήγησε την Τράπεζα της Ιαπωνίας στην απόφαση να μειώσει τα επιτόκια με σκοπό να κυκλοφορήσει περισσότερο χρήμα στην αγορά. Η ζήτηση όμως δεν αντιδρούσε. Οι Ιάπωνες είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην οικονομία αλλάζοντας τις καταναλωτικές τους συνήθειες, προτιμώντας να αποταμιεύουν παρά να ξοδεύουν και να επενδύουν. Εμφάνισε αρνητικό πληθωρισμό για περισσότερο από 5 χρόνια. Πτώση στο Χρηματιστήριο με αποτέλεσμα οι τράπεζες που είχαν επενδύσει σε μετοχές να εμφανίζουν προβλήματα. Αναταράξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα προκάλεσε και η εμφάνιση προβληματικών δανείων. Κλονισμός της εμπιστοσύνης των Ιαπώνων στις τράπεζες. Απόσυρση καταθέσεων. Αποτέλεσμα η μείωση των χρηματοδοτήσεων από τις τράπεζες και τελικά η μείωση της ρευστότητας στην αγορά.

Οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις Τι είναι αυτό που μετατρέπει μία σύντομη ύφεση σε μια γενικευμένη χρηματοπιστωτική κρίση; Η πιο διαδεδομένη άποψη είναι ότι οι κρίσεις αποτελούν αποτυχία της αυτορρύθμισης των ελεύθερων αγορών. Οι υπερασπιστές του οικονομικού φιλελευθερισμού υποστηρίζουν ότι οι οικονομικές κρίσεις αποτελούν αποτέλεσμα της αδυναμίας των εκάστοτε κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν έγκαιρα το πρόβλημα. Η Κευνσιανή θεωρία και η σχολή των θεσμικών οικονομικών ισχυρίζονται ότι τα κύρια αίτια της οικονομικής κρίσης είναι η υπερκατανάλωση, η υπερεπένδυση, η κερδοσκοπική συμπεριφορά των τραπεζών, η έλλειψη εποπτείας κλπ. Η βασικότερη αιτία όλων ο υπερδανεισμός.

Εννοιολογικό πλαίσιο Διαχείρισης Κινδύνων Ορισμοί Κινδύνου: Κίνδυνος είναι η πιθανότητα ένα πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στα πλαίσια της οικονομίας να υποστεί ζημία. Κίνδυνος μπορεί να οριστεί η αβεβαιότητα που συνδέεται με κάποιο προσδοκώμενο γεγονός ή αποτέλεσμα. Ο κίνδυνος αφορά την αστάθεια των καθαρών ταμειακών ροών της τράπεζας. Οι διάφοροι τύποι κινδύνου που εμφανίζονται στην τραπεζική λειτουργία, δημιουργούνται από τις θέσεις και τις σχέσεις που αναπτύσσει με τους πελάτες της και τις συναλλαγές που πραγματοποιεί στα πλαίσια των χρηματοοικονομικών αγορών. Ως κίνδυνός θα μπορούσε επίσης να οριστεί, η μεταβλητότητα του μελλοντικού εισοδήματος και της καθαρής παρούσας αξίας των ιδίων κεφαλαίων που προκύπτει από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες του εξωτερικού περιβάλλοντος.

Εννοιολογικό πλαίσιο Διαχείρισης Κινδύνων Τι σημαίνει Διαχείριση Κινδύνων: Η διαδικασία συνεχούς αναγνώρισης και αναζήτησης των κατάλληλων μεθόδων, διαδικασιών, ευκαιριών, έτσι ώστε να αποφεύγεται ή να μειώνεται η έκθεση σε κινδύνους και να επιτυγχάνεται η μεγιστοποίηση της αξίας της τράπεζας. Σκοπός της Διαχείρισης Κινδύνων είναι η αναγνώριση, η μέτρηση, και η παρακολούθηση των κινδύνων. Η καθιέρωση πολιτικών που αφορούν την αποφυγή, τον έλεγχο και τη διαχείριση της αναμενόμενης ζημίας.

Οργανωτικό πλαίσιο Διαχείρισης Κινδύνων Τα πιστωτικά ιδρύματα είναι υποχρεωμένα να διαθέτουν καταγεγραμμένη, τεκμηριωμένη και εγκεκριμένη από το ΔΣ Επιχειρησιακή Στρατηγική με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστο ενός έτους. Το σύστημα εσωτερικού ελέγχου (Διαχείριση Κινδύνων και Επιθεώρηση) πρέπει να είναι επαρκώς τεκμηριωμένο και λεπτομερώς καταγεγραμμένο, να καλύπτει όλες τις δραστηριότητες και όλους τους πιθανούς κινδύνους του πιστωτικού ιδρύματος. Σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα είναι υποχρεωτική η λειτουργία της μονάδας Διαχείρισης Κινδύνων (ΜΔΚ), η οποία είναι διοικητικά ανεξάρτητη από μονάδες με εκτελεστικές αρμοδιότητες. Η ΜΔΚ υπόκειται στον έλεγχο της μονάδας Εσωτερικής Επιθεώρησης και αναφέρεται για θέματα της αρμοδιότητάς της, στη Διοίκηση και στην Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων και μέσω αυτής στο Δ.Σ. Η αποτελεσματικότητα και επάρκεια της λειτουργίας της Μονάδας Διαχείρισης Κινδύνων ελέγχονται και αξιολογούνται από την Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων. Η ΜΔΚ είναι υπεύθυνη για το σχεδιασμό, εξειδίκευση και υλοποίηση της πολιτικής σε θέματα διαχείρισης κινδύνων και κεφαλαιακής επάρκειας πάντα σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του Διοικητικού Συμβουλίου. Γενικότερα χρησιμοποιεί τις κατάλληλες μεθόδους για την πρόληψη και αντιμετώπιση των κινδύνων που αντιμετωπίζει το πιστωτικό ίδρυμα και συμβουλεύει για την αντιμετώπιση αυτών. Η συμμετοχή αντιπροσώπων Διαχείρισης Κινδύνων σε κάθε επενδυτική απόφαση της τράπεζας κρίνεται απαραίτητη και εκτιμάται θετικά από την Κεντρική τράπεζα.

Επιτροπή Βασιλείας Η επιτροπή Βασιλείας συστάθηκε το 1974 και συνεδρίασε για πρώτη φορά το 1975. Σκοπός της ήταν η τυποποίηση της συμπεριφοράς των τραπεζών, δηλαδή η θέσπιση κανόνων για την αποφυγή προβλημάτων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το αρχικό Σύμφωνο της Βασιλείας οριστικοποιήθηκε το 1988 με σκοπό την καθιέρωση ενός κοινώς αποδεκτού εποπτικού πλαισίου λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την ισχυροποίηση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών και την διασφάλιση ίσων όρων του τραπεζικού ανταγωνισμού. Η βασική καινοτομία του συμφώνου ήταν ο προσδιορισμός των στοιχείων και της ποιότητας των ιδίων κεφαλαίων ομαδοποιώντας σε βασικές κατηγορίες τα εντός και εκτός ισολογισμού στοιχεία ανάλογα με τον πιστωτικό τους κίνδυνο (Σταθμισμένο Ενεργητικό). Ο Συντελεστής Φερεγγυότητας οριζόταν ως ο λόγος των ιδίων κεφαλαίων του Πιστωτικού Ιδρύματος προς τα στοιχεία του Ενεργητικού σταθμισμένα με τον κίνδυνό τους. Το ελάχιστο ποσοστό καθιερώθηκε στο 8%. Από το 1975 μέχρι το 2001 με τη δημοσιοποίηση της Βασιλείας ΙΙ το Σύμφωνο συμπληρώθηκε με σκοπό να καλύψει με κεφαλαιακές απαιτήσεις τον κίνδυνο αγοράς και το λειτουργικό κίνδυνο.

Συντελεστής Φερεγγυότητας Δείκτης Φερεγγυότητας= Εποπτικά Ί𝛿𝜄𝛼 𝜅𝜀𝜑ά𝜆𝛼𝜄𝛼 Πιστωτικός κίνδυνος ≥8% Δείκτης Φερεγγυότητας= Εποπτικά Ί𝛿𝜄𝛼 𝜅𝜀𝜑ά𝜆𝛼𝜄𝛼 Πιστωτικός κίνδυνος+Κίνδυνοι αγοράς ≥8% Δείκτης Φερεγγυότητας= Εποπτικά Ί𝛿𝜄𝛼 𝜅𝜀𝜑ά𝜆𝛼𝜄𝛼 Πιστωτικός κίνδυνος+Κίνδυνοι αγοράς+Λειτουργικός κίνδυνος ≥8%

Συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ Οι βασικοί στόχοι του νέου συμφώνου: Η αντιστοίχηση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών με τον πιστωτικό κίνδυνο που εμπεριέχεται σε κάθε χρηματοδοτικό άνοιγμα. Η διεύρυνση των εποπτικά αναγνωριζόμενων μέσων και τεχνικών αντιστάθμισης των πιστωτικών κινδύνων. Ο καθορισμός συγκεκριμένων κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του λειτουργικού κινδύνου. Η ενθάρρυνση των τραπεζών για τη χρήση εσωτερικών συστημάτων μέτρησης και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου. Ο προσδιορισμός βασικών αρχών που θα διέπουν τη διαδικασία αξιολόγησης από τις εποπτικές αρχές της πολιτικής και των μηχανισμών των τραπεζών για τη διασφάλιση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Η αξιολόγηση αυτή θα λαμβάνει υπόψη τη φύση και το εύρος των δραστηριοτήτων των εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων και το είδος και ύψος των σχετικών κινδύνων που αναλαμβάνουν. Η ενίσχυση της αρχής της πειθαρχίας που η αγορά επιβάλει στα πιστωτικά ιδρύματα μέσω της δημοσιοποίησης ποιοτικών και ποσοτικών στοιχείων που να επιτρέπουν την αντικειμενική αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων. Η αξιολόγηση αυτή από την αγορά ουσιαστικά προσδιορίζει και το κόστος δανεισμού των τραπεζών και κατά συνέπεια και την επιτοκιακή πολιτική έναντι των πελατών.

Συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ Οι νέες προτάσεις βασίζονται σε τρείς πυλώνες (ενότητες): Πυλώνας Ι: Επιβολή ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη των αναλαμβανόμενων κινδύνων. Πυλώνας ΙΙ: Εποπτικές διαδικασίες αξιολόγησης της Κεφαλαιακής επάρκειας των Πιστωτικών Ιδρυμάτων. Πυλώνας ΙΙΙ: Δημοσιοποίηση στοιχείων σχετικά με τη διάρθρωση των αναλαμβανόμενων κινδύνων και της κεφαλαιακής επάρκειας των Πιστωτικών Ιδρυμάτων.

Συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ Κύρια επιδίωξη του νέου θεσμικού πλαισίου είναι η προώθηση της ασφάλειας και της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η δημιουργία συνθηκών ίσου ανταγωνισμού. Βασική διαφορά του νέου συμφώνου σε σχέση με τις προτάσεις του προηγούμενου είναι η σύνδεση των μεθόδων Διαχείρισης Κινδύνων με την κεφαλαιακή επάρκεια. Δηλαδή, όσο πιο εξελιγμένα συστήματα Διαχείρισης Κινδύνων χρησιμοποιεί η τράπεζα τόσο μειώνονται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις, εφόσον θεωρείται ασφαλέστερη. Το επαρκές κεφάλαιο δίνει τη δυνατότητα στο πιστωτικό ίδρυμα να αυξάνει το Ενεργητικό του, αυξάνοντας τις χορηγήσεις, τις επενδύσεις κλπ και να αυξάνει το μέγεθος και την κερδοφορία του. Οι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας και η θέσπιση ελάχιστου ποσοστού επηρεάζουν την πολιτική λήψης αποφάσεων του πιστωτικού ιδρύματος. Οι κανόνες της Βασιλείας ΙΙ είχαν σκοπό να οδηγήσουν τα πιστωτικά ιδρύματα σε αποτελεσματική διαχείριση της κεφαλαιακής βάσης και προσεκτική επιλογή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων , μέσω ενός αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης κινδύνου. Άλλη μια καινοτομία του θεσμικού πλαισίου είναι η καθιέρωση κεφαλαιακών απαιτήσεων για το Λειτουργικό Κίνδυνο. Δηλαδή, για την κάλυψη ζημιών που έχουν σχέση με τα πληροφοριακά συστήματα, ανθρώπινα λάθη φυσικές καταστροφές ή παράνομες ενέργειες.

Συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ Πυλώνας Ι Βασικό χαρακτηριστικό των νέων προτάσεων είναι η υιοθέτηση νέων μεθόδων υπολογισμού κεφαλαιακών απαιτήσεων με σκοπό τη σύνδεση της κεφαλαιακής επάρκειας με τους αναλαμβανόμενους κινδύνους. Παρουσιάζονται τρεις βασικές προσεγγίσεις υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο: Η τυποποιημένη Η βασική μέθοδος εσωτερικής διαβάθμισης Η εναλλακτική προηγμένη μέθοδος εσωτερικής διαβάθμισης. Για τον λειτουργικό κίνδυνο: Ο βασικός δείκτης Η τυποποιημένη μέθοδος Η εναλλακτική προηγμένη μέθοδος Η μέθοδοι παρουσιάζονται με αυξανόμενη πολυπλοκότητα. Επίσης όσο πιο κάτω βρίσκεται η μέθοδος στην παραπάνω αρίθμηση τόσο πιο εξελιγμένη είναι. Δηλαδή η c) είναι η πιο εξελιγμένη. Όσο πιο εξελιγμένη μέθοδο ακολουθεί η τράπεζα τόσο μεγαλύτερη έμφαση δίνει στις μεθόδους Διαχείρισης Κινδύνων και τόσο περισσότερο μειώνονται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις.

Συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ Πυλώνας Ι Σε όλες τις βασικές μεθόδους, τυποποιημένη και εσωτερικών διαβαθμίσεων υπάρχει η ίδια κατηγοριοποίηση των περιουσιακών στοιχείων. Αυτά χωρίζονται στις ακόλουθες κατηγορίες: Ανοίγματα έναντι Κρατών/Κεντρικών τραπεζών Ανοίγματα έναντι Πιστωτικών Ιδρυμάτων Ανοίγματα Λιανικής Τραπεζικής Ανοίγματα έναντι Επιχειρήσεων Ανοίγματα έναντι Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων Ανοίγματα έναντι Μετοχών Ανοίγματα έναντι Τιτλοποιημένων στοιχείων

Πιστωτικός Κίνδυνος Ο πιστωτικός κίνδυνος θεωρείται ο πιο σημαντικός κίνδυνος των τραπεζών δεδομένου ότι η βασική τους λειτουργία είναι η χορήγηση δανείων. Οπότε και ο προσδιορισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κάθε δάνειο αλλά και στο σύνολο της τράπεζας είναι βασικό στοιχείο για την τιμολόγηση των δανείων αλλά και για την ικανοποίηση των εποπτικών αρχών.

Τυποποιημένη προσέγγιση Ο πιστωτικός κίνδυνος υπολογίζεται με το Σταθμισμένο Ενεργητικό. Τα ποσοστά των συντελεστών στάθμισης έχουν καθοριστεί στατιστικά ανάλογα με το επίπεδο κινδύνου κάθε στοιχείου του ενεργητικού Όσο πιο επικίνδυνο θεωρείται το στοιχείο ενεργητικού από την άποψη της δυνατότητας ρευστοποίησης και μεταβλητότητας τόσο πιο αυξημένο συντελεστή στάθμισης έχει. Το γινόμενο του στοιχείου του Ενεργητικού με το συντελεστή στάθμισης που του αναλογεί αποτελεί το Σταθμισμένο στοιχείο Ενεργητικού. Το άθροισμα όλων αποτελεί το Σταθμισμένο Ενεργητικό. Πολλαπλασιάζοντας το Σταθμισμένο Ενεργητικό με το ελάχιστο ποσοστό του συντελεστή φερεγγυότητας, δηλαδή το 8%, βρίσκουμε την κεφαλαιακή απαίτηση.

Τυποποιημένη προσέγγιση Βασικό στοιχείο του Πυλώνα Ι στην τυποποιημένη προσέγγιση αποτελεί η κατηγοριοποίηση των ανοιγμάτων. Άνοιγμα είναι ένα στοιχείο εντός ή εκτός ισολογισμού που δημιουργεί ή ενδέχεται να δημιουργήσει απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος. Ανοίγματα θεωρούνται οι χορηγήσεις, τα δάνεια της τράπεζας σε πελάτες της ή οι καταθέσεις της τράπεζας σε άλλες τράπεζες και οργανισμούς. Δηλαδή, κάθε δραστηριότητα που ενέχει κίνδυνο για την τράπεζα. Οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να κατηγοριοποιήσουν τις δραστηριότητες τους ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους σε συγκεκριμένες κατηγορίες, οι οποίες ανάλογα με την επικινδυνότητά τους σταθμίζονται με ένα συντελεστή στάθμισης που έχει καθοριστεί από το θεσμικό πλαίσιο.

Τυποποιημένη προσέγγιση Με βάση τα παραπάνω η τράπεζα προσδιορίζει το εποπτικό κεφάλαιο (κεφαλαιακή απαίτηση). Δηλαδή, μπορεί να προσδιορίσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για το κάθε άνοιγμα και ειδικότερα για τις χορηγήσεις μπορεί να διαμορφώσει ανάλογα το επιτόκιο. Για παράδειγμα σε ένα δάνειο, όπου προκύπτουν υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις (όπως τα δάνεια που δεν έχουν εξασφάλιση, ή ανήκουν σε κατηγορίες υψηλού κινδύνου) η τράπεζα ζητάει από τον δανειολήπτη υψηλότερο επιτόκιο. Αυτό άλλωστε είναι και η λογική του θεσμικού πλαισίου. Εάν μια τράπεζα επενδύει σε προϊόντα και πελάτες υψηλού κινδύνου, πρέπει να αυξήσει τα κεφάλαια της αντίστοιχα, ώστε να έχει την δυνατότητα να απορροφήσει τις πιθανές ζημιές. Αντίθετα, μια τράπεζα που επιθυμεί να είναι πιο συντηρητική στις επενδύσεις και στην επιλογή των δανειοληπτών έχει την δυνατότητα να μειώσει ή να απελευθερώσει τα απαιτούμενα κεφάλαια. Αυτό που χαρακτηρίζει τα «υγιή» - ασφαλή πιστωτικά ιδρύματα είναι η διαφοροποίηση των επενδύσεων και το ποιοτικό χαρτοφυλάκιο.

Παραδείγματα Υπολογισμού Κεφαλαιακής Απαίτησης Υπολογίστε την κεφαλαιακή απαίτηση στην παρακάτω περίπτωση: Εγκρίνεται σε ιδιώτη καταναλωτικό δάνειο ύψους € 120.000, ο οποίος φέρνει ως κάλυμμα 1 μονοκατοικία, η αξία της οποίας σύμφωνα με την εκτίμηση του μηχανικού ανέρχεται σε € 100.000 (αξία προσημείωσης € 70.000). Απάντηση Για τον προσδιορισμό του τμήματος του ανοίγματος που καλύπτεται πλήρως με κατοικία λαμβάνεται το ποσό των € 70.000, καθώς είναι το μικρότερο από το ποσό του δανείου που είναι € 120.000 και από το 75% (έχει καθοριστεί από τις εποπτικές αρχές) της αξίας του ακινήτου που είναι € 75.000 (75%*100.000). Ακάλυπτο ποσό 120.000 – 70.000 = € 50.000 Πολλαπλασιάζουμε την αξία προσημείωσης με το συντελεστή στάθμισης που αντιστοιχεί στο αστικό ακίνητο και είναι 70.000*35% = € 24.500. Εφόσον είναι ιδιώτης και ικανοποιεί όλες τις προϋποθέσεις της Λιανικής Τραπεζικής πολλαπλασιάζουμε το ακάλυπτο ποσό με το συντελεστή στάθμισης που αντιστοιχεί στη λιανική τραπεζική άρα 50.000*75% = € 37.500. Άρα το εποπτικό κεφάλαιο είναι (37.500 + 24.500)*8% = € 4.960.

Παραδείγματα Υπολογισμού Κεφαλαιακής Απαίτησης Υπολογίστε την κεφαλαιακή απαίτηση στην παρακάτω περίπτωση: Εγκρίνεται σε ιδιώτη στεγαστικό δάνειο ύψους € 140.000. Παρέχονται στην τράπεζα για κάλυψη ένα διαμέρισμα και μία μονοκατοικία συνολικής αξίας € 500.000. Το ποσό της προσημείωσης ανέρχεται στα € 200.000. Απάντηση Για τον προσδιορισμό του τμήματος του ανοίγματος που καλύπτεται πλήρως με αστικά ακίνητα λαμβάνεται το ποσό των € 140.000, καθώς είναι μικρότερο από το ποσό της προσημείωσης που είναι € 200.000 και από το 75% της αξίας των ακινήτων που είναι € 375.000 (75%*500.000). Ακάλυπτο ποσό δεν υπάρχει, γιατί θα είναι 140.000 – 140.000 = 0. Άρα 140.000*35% = € 49.000. Το ακάλυπτο ποσό είναι 0 άρα 0*75% = 0 (εφόσον ανήκει στην κατηγορία της Λιανικής τραπεζικής) Επομένως, το εποπτικό κεφάλαιο ορίζεται ως εξής (49.000 + 0)*8% = € 3.920. Παρατηρούμε πόσο μειώνεται η κεφαλαιακή απαίτηση με την αύξηση των εξασφαλίσεων.

Παραδείγματα Υπολογισμού Κεφαλαιακής Απαίτησης Υπολογίστε την κεφαλαιακή απαίτηση στην παρακάτω περίπτωση: Εγκρίνεται σε ιδιώτη καταναλωτικό δάνειο ύψους € 10.000 χωρίς εξασφάλιση. Απάντηση Εφόσον ο πελάτης ανήκει στην Λιανική τραπεζική θα είναι 10.000*75% = € 7.500 Άρα η κεφαλαιακή απαίτηση θα είναι 7.500*8% = € 600.

Παραδείγματα Υπολογισμού Κεφαλαιακής Απαίτησης Υπολογίστε την κεφαλαιακή απαίτηση στην παρακάτω περίπτωση: Εγκρίνεται σε επιχείρηση δάνειο ύψους €200.000 με εξασφάλιση κατάστημα και οικόπεδο εντός σχεδίου πόλεως σε άλλη περιοχή συνολικής αξίας €350.000 και ύψος προσημείωσης €150.000. Η επιχείρηση ανήκει στις μεγάλες επιχειρήσεις (χωρίς διαβάθμιση) Απάντηση Εφόσον τα ακίνητα είναι εμπορικά λαμβάνουμε υπόψη το 50% της αξίας του ακινήτου. Άρα 350.000*50% = 175.000. Το μικρότερο ποσό είναι το ύψος της προσημείωσης που είναι €150.000. Ακάλυπτο ποσό 200.000 – 150.000 = 50.000. Εφόσον τα ακίνητα είναι εμπορικά πολλαπλασιάζονται με το συντελεστή στάθμισης των εμπορικών ακινήτων που είναι 50%. Άρα 150.000*50% = 75.000. Το ακάλυπτο ποσό πολλαπλασιάζεται με 100% εφόσον η επιχείρηση δεν έχει διαβάθμιση. Δηλαδή 50.000*100% = 50.000. Επομένως η κεφαλαιακή απαίτηση υπολογίζεται ως εξής: (50.000 + 75.000)*8% = €10.000.

Παραδείγματα Υπολογισμού Κεφαλαιακής Απαίτησης Υπολογίστε την κεφαλαιακή απαίτηση στην παρακάτω περίπτωση: Εγκρίνεται σε πελάτη λιανικής τραπεζικής δάνειο ύψους €200.000 με κάλυψη αστικό ακίνητο αξίας €100.000 (με προσημείωση €100.000) και εμπορικό ακίνητο αξίας €80.000 (με προσημείωση €80.000) Απάντηση Για το αστικό ακίνητο ισχύει 100.000*75% = €75.000. Το σταθμισμένο κατά κίνδυνο άνοιγμα για το αστικό ακίνητο είναι 75.000*35% = €26.250. Για το εμπορικό ακίνητο 80.000*50% = €40.000. Το σταθμισμένο κατά κίνδυνο άνοιγμα για το εμπορικό ακίνητο είναι 40.000*50% = €20.000. Ακάλυπτο ποσό 200.000 – 75.000 – 40.000 = 85.000. Εφόσον ο πελάτης είναι λιανική τραπεζική θα πολλαπλασιαστεί το ακάλυπτο ποσό με 75%. Άρα 85.000*75% = 63.750. Άρα, η κεφαλαιακή απαίτηση είναι (26.250 + 20.000 + 63.750)*8% = €8.800.

Παραδείγματα Υπολογισμού Κεφαλαιακής Απαίτησης Υπολογίστε την κεφαλαιακή απαίτηση στην παρακάτω περίπτωση: Η τράπεζα Α καταθέτει ποσό ύψους €100.000 σε μία άλλη τράπεζα (χωρίς διαβάθμιση) και στην Κεντρική Τράπεζα ποσό €100.000. Επίσης επενδύει σε μετοχές αξίας €50.000. Απάντηση Η κατάθεση σε μη διαβαθμισμένο πιστωτικό ίδρυμα σταθμίζεται με 50%, άρα 100.000*50% = 50.000. Η κατάθεση στην κεντρική τράπεζα σταθμίζεται με 0%, άρα 100.000*0% = 0. Το άνοιγμα σε μετοχές σταθμίζεται με 100%, άρα 50.000*100% = 50.000. Επομένως, το εποπτικό κεφάλαιο υπολογίζεται ως εξής: (50.000 + 0 + 50.000)*8% = €8.000.

Τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου Σύμφωνα με το υφιστάμενο πλαίσιο οι τράπεζες που συμμορφώνονται με συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορούν να χρησιμοποιούν μεθόδους άμβλυνσης του κινδύνου, για να μειώσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους. Κανένα άνοιγμα δεν θα επιφέρει κεφαλαιακές απαιτήσεις υψηλότερες από εκείνες που θα του αντιστοιχούσαν, αν απουσίαζε η τεχνική μείωσης του κινδύνου. Οι εξασφαλίσεις αποτελούν την πιο σημαντική τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου. Για τον υπολογισμό της αξίας των εξασφαλίσεων χρησιμοποιούνται δύο προσεγγίσεις: η Απλή ή η Αναλυτική μέθοδος.

Τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου Απλή μέθοδος Σύμφωνα με την απλή μέθοδο το τμήμα των απαιτήσεων, το οποίο καλύπτεται από την τρέχουσα αξία των εξασφαλίσεων (καλυμμένο μέρος δανείου) λαμβάνει το συντελεστή στάθμισης των εκδοτών των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων με ελάχιστο όριο 20%. Το ακάλυπτο ποσό του ανοίγματος, πολλαπλασιάζεται με τον συντελεστή στάθμισης του πιστούχου. Δεκτές εξασφαλίσεις για τις τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου γίνονται μόνο οι χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις. Τα ανοίγματα με εξασφάλιση αστικά και εμπορικά ακίνητα είναι ξεχωριστή κατηγορία ανοιγμάτων. Η εναπομένουσα διάρκεια της εξασφάλισης θα πρέπει να είναι τουλάχιστο ίση με την απαίτηση και η αποτίμηση να γίνεται ανά εξάμηνο.

Αποδεκτές εξασφαλίσεις: Απλή μέθοδος Μετρητά (και μέσα εξομοιούμενα με μετρητά). Χρυσός Χρεόγραφα αξιολογημένα από αποδεκτό ECAI (εταιρεία αξιολόγησης) με αξιολόγηση τουλάχιστο ΒΒ- έκδοσης κρατών και δημόσιων οργανισμών (με αντιμετώπιση κράτους), τουλάχιστο ΒΒΒ- έκδοσης λοιπόν εκδοτών, τουλάχιστο Α3/Π3 ανεξαρτήτως εκδότη. Μετοχές που περιλαμβάνονται σε Γενικούς Δείκτες. Τραπεζικά χρεόγραφα πλήρους εξασφάλισης διαπραγματεύσιμα σε αναγνωρισμένα χρηματιστήρια. Επενδύσεις σε Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες και αμοιβαία κεφάλαια υπό προϋποθέσεις (όταν η τιμή τους δημοσιεύεται καθημερινά και επενδύουν σε στοιχεία που αποτελούν αποδεκτές μορφές εξασφάλισης σύμφωνα με την απλή προσέγγιση.

Παράδειγμα Μια μη αξιολογημένη επιχείρηση έχει δανειστεί από την τράπεζα € 100.000. Δηλαδή το ποσό του ανοίγματος είναι € 100.000. Έχει δώσει την δυνατότητα στην τράπεζα να χρησιμοποιήσει ως εξασφάλιση ομόλογα (Δημοσίου) αξίας 60.000 ευρώ και μετοχές επιχειρήσεων αξίας 30.000 ευρώ. Ποια είναι η κεφαλαιακή απαίτηση για το συγκεκριμένο άνοιγμα μετά τη χρήση της απλής μεθόδου. Λύση Ακάλυπτο ποσό = 100.000 – 60.000 – 30.000 = 10.000. Ο συντελεστής στάθμισης των ομολόγων είναι 20% (διαβάθμιση εκδότη που είναι το Δημόσιο, πριν την οικονομική κρίση οπότε 60.000*20% = 12.000. Ο συντελεστής στάθμισης των μετοχών είναι 100%. Οπότε 30.000*100% = 30.000. Η επιχείρηση είναι μη αξιολογημένη οπότε ο συντελεστης σταθμισης είναι 100%. Το ακάλυπροτο ποσοό είναι 10.000 άρα 10.000*100% = 10.000. Αρα η κεφαλαιακή απάιτηση θα είναι (12.000+30.000+10.000)*8%= €4.160.

Τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου Αναλυτική μέθοδος Η βασική ιδέα στην Αναλυτική μέθοδο είναι ότι η τρέχουσα αξία της εξασφάλισης θα μειώνεται προκειμένου να προστατευθεί το πιστωτικό ίδρυμα από ενδεχόμενες μεταβολές της αξίας της εξασφάλισης ή της συναλλαγματικής ισοτιμίας των δυο (ανοίγματος, εξασφάλισης), εφόσον έχουν αποτιμηθεί σε διαφορετικά νομίσματα. Το ύψος του συντελεστή προσαρμογής haircut εξαρτάται από τη μορφή της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης, τον τύπο της συναλλαγής, τη συχνότητα αποτίμησης, καθώς και άλλους παράγοντες. Στην αναλυτική μέθοδο το ποσό της κεφαλαιακής απαίτησης υπολογίζεται ως εξής: Αφού γίνουν οι προσαρμογές της μεταβλητότητας (Haircuts), το μη εξασφαλιζόμενο άνοιγμα πολλαπλασιάζεται με το συντελεστή κινδύνου του αντισυμβαλλόμενου. Το ποσό του μη εξασφαλισμένου ανοίγματος μετά τη μείωση κινδύνου ισούται με Ε* = max[0, E×(1+He) - C×(1-Hc-Hfx)] όπου, Ε*: η αξία ανοίγματος με τη χρήση τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου. Ε: η τρέχουσα αξία ανοίγματος. He: το ποσοστό προσαρμογής της αξίας, ανάλογο του ανοίγματος. C: η τρέχουσα αξία της ληφθείσας χρηματοοικονομικής εξασφάλισης. Hc: το ποσοστό προσαρμογής της αξίας που είναι ανάλογο της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης. Hfx: το ποσοστό προσαρμογής της αξίας για διαφορές στο νόμισμα ανάμεσα στο άνοιγμα και τη χρηματοοικονομική εξασφάλιση.

Τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου Αναλυτική μέθοδος Όταν η χρηματοοικονομική εξασφάλιση αποτελείται από ένα σύνολο περιουσιακών στοιχείων, τότε το ποσοστό προσαρμογής (Haircut) του συνόλου αυτού θα είναι: Η= 𝑖 𝑎 𝑖 𝐻 𝑖 Όπου, 𝑎 𝑖 : είναι ο συντελεστής βαρύτητας του στοιχείου στο σύνολο και 𝐻 𝑖 : το ποσοστό προσαρμογής (haircut) της αξίας του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου. Το οποίο σημαίνει ότι η προσαρμογή μεταβλητότητας (haircut) που αντιστοιχεί ισούται με τον σταθμισμένο μέσο όρο των επιμέρους εξασφαλίσεων.

Τεχνικές μείωσης πιστωτικού κινδύνου Αναλυτική μέθοδος Στην περίπτωση μη καθημερινής επανεκτίμησης της αξίας των εξασφαλίσεων, το ποσοστό των Haircuts αναπροσαρμόζεται χρησιμοποιώντας τον τύπο: 𝐻= 𝐻 𝑀 𝑁 𝑅 + 𝑇 𝑀 −1 𝑇 𝑀 Όπου: H 𝑀 , το Haircut που αντιστοιχεί στην ελάχιστη συχνότητα επανεκτίμησης Τ Μ , η ελάχιστη συχνότητα επανεκτίμησης Ν R , ο αριθμός των ημερών που μεσολαβεί ανάμεσα στις επανεκτιμήσεις.

Παράδειγμα Εάν το ποσό ανοίγματος είναι € 100.000 σε μία μη αξιολογημένη επιχείρηση και διατίθενται προς εξασφάλιση κρατικά ομόλογα 10 ετών (πιστοληπτικής διαβάθμισης 2) € 30.000 και μετοχές Γενικού δείκτη € 20.000. Ποια είναι η κεφαλαιακή απαίτηση του συγκεκριμένου ανοίγματος χρησιμοποιώντας την αναλυτική προσέγγιση; Άνοιγμα και εξασφάλιση είναι στο ίδιο νόμισμα (HFX=0). Λύση Τα ομόλογα σταθμίζονται με 6% εφόσον είναι μεγαλύτερα σε διάρκεια των 5 ετών και πιστοληπτικής διαβάθμισης 2. Οι μετοχές Γενικού Δείκτη είναι 15%. Άρα το Συνολικό Haircut θα είναι Hc=6%(30.000/50.000)+15%(20.000/50.000)=0,036+0,06=9,6% Η προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος θα είναι Ε* = max[0, E×(1+He) - C×(1-Hc-Hfx)]=max[0,100.000-50.000(1-0,096)]=54.800. Εφόσον είναι μη αξιολογημένη επιχείρηση σταθμίζεται με 100% άρα 54.800*100%=54.800 Άρα, η κεφαλαιακή απαίτηση θα είναι 54.800*8%=4.384.

Παράδειγμα Άνοιγμα (πίστωση) σε επιχείρηση € 2.000.000 με πιστοληπτική διαβάθμιση 3 και υπολειμματική ληκτότητα 4 χρόνια με εξασφάλιση κρατικό ομόλογο αντίστοιχης ληκτότητας με βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 ονομαστικής τιμής €1.900.000 τρέχουσας αξίας €2.100.000 με μηνιαία αποτίμηση (20 ημέρες). Προσδιορίστε την κεφαλαιακή απαίτηση. Λύση Εφόσον η αποτίμηση δεν είναι ημερήσια το περιθώριο εξασφάλισης προσδιορίζεται ως εξής: Το περιθώριο με βάση την ελάχιστη περίοδο διακράτησης είναι H 𝑀 =2,828 (πίνακας 4.11, μηνιαία αποτίμηση 20 ημέρες, πιστωτική ποιότητα 1, μικρότερο από πέντε έτη). Οπότε χρησιμοποιώντας τη σχέση: 𝐻= 𝐻 𝑀 𝑁 𝑅 + 𝑇 𝑀 −1 𝑇 𝑀 Το περιθώριο (Haircut) θα είναι ίσο με 2,828* 20+20−1 20 =3,95%. Επομένως: Ε* = max[0, E×(1+He) - C×(1-Hc-Hfx)]=max[0,2.000.000-2.100.000(1-0,0395)]=max[0,2.000.000-2.017.050]=0. Παρατηρούμε ότι το ποσό της εξασφάλισης μετά το Haircut (2.017.050) υπερκαλύπτει (ξεπερνάει) το ποσό του ανοίγματος (2.000.000), οπότε η κεφαλαιακή απαίτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο.

Λειτουργικός κίνδυνος Ο λειτουργικός κίνδυνος αφορά την πραγματοποίηση ζημιών που προέρχονται από είτε από ανεπαρκείς ή ανεπιτυχείς εσωτερικές διαδικασίες είτε από λάθη του ανθρώπινου δυναμικού, είτε από ζημιές που οφείλονται σε εξωτερικά γεγονότα. Στο λειτουργικό κίνδυνο συμπεριλαμβάνεται και ο Νομικός κίνδυνος, δηλαδή η ζημιά που μπορεί να προκύψει από λάθος νομικές ενέργειες, όπως η συμπλήρωση λάθος στοιχείων στις συμβάσεις με του δανειολήπτες. Για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του λειτουργικού κινδύνου προβλέπονται τρείς εναλλακτικές μέθοδοι σύμφωνα με την επιτροπή της Βασιλείας ΙΙ. Η μέθοδος του Βασικού δείκτη Η τυποποιημένη μέθοδος Η μέθοδος της προηγμένης μέτρησης

Λειτουργικός κίνδυνος Η μέθοδος του Βασικού δείκτη Η κεφαλαιακή επάρκεια με βάση τη μέθοδο του Βασικού δείκτη προσδιορίζεται ως εξής: Κ ΒΔ =ΜΕ×𝛼 Όπου, Κ ΒΔ = υπολογισμός κεφαλαίου σύμφωνα με τη μέθοδο Βασικού Δείκτη. ΜΕ= μέσος όρος των ακαθάριστων εσόδων των τριών τελευταίων χρήσεων. α= σταθερό ποσοστό 15% το οποίο έχει οριστεί από την επιτροπή της Βασιλείας.

Λειτουργικός κίνδυνος Η τυποποιημένη προσέγγιση Η συγκεκριμένη προσέγγιση προϋποθέτει το διαχωρισμό των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε οκτώ προκαθορισμένες κατηγορίες. Η κεφαλαιακή απαίτηση έναντι του λειτουργικού κινδύνου προσδιορίζεται για την κάθε κατηγορία χωριστά ως αποτέλεσμα του γινομένου μεταξύ του δείκτη που αντιπροσωπεύει την έκθεση του συγκεκριμένου τομέα στο λειτουργικό κίνδυνο, επί ένα σταθερό συντελεστή β που έχει καθοριστεί από την επιτροπή και κυμαίνεται από 12% μέχρι 18%. Ο δείκτης είναι ο ίδιος όπως την περίπτωση της μεθόδου του βασικού δείκτη, δηλαδή τα μέσα ετήσια Μικτά έσοδα των τριών τελευταίων ετών αλλά τώρα για την κάθε κατηγορία. Το άθροισμα των επιμέρους γινομένων αποτελεί τη συνολική απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος έναντι του λειτουργικού κινδύνου.

Πυλώνας ΙΙ Σκοπός του πυλώνα ΙΙ είναι να εξασφαλίσει ότι κάθε πιστωτικό ίδρυμα έχει επαρκείς εσωτερικές διαδικασίες και επαρκεί εσωτερικά κεφάλαια με βάση μια αποτελεσματική αξιολόγηση των κινδύνων. Η διαδικασία αξιολόγησης από την Κεντρική τράπεζα έχει σκοπό να παρέχει κίνητρα για τη βελτίωση της ποιότητας διαχείρισης κινδύνων και να διασφαλίσει την κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η εποπτική αρχή ελέγχει εάν το πιστωτικό ίδρυμα έχει επαρκείς διαδικασίες αξιολόγησης της επάρκειας του εσωτερικού κεφαλαίου. Εσωτερικά κεφάλαια είναι το σύνολο των κεφαλαίων που το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα εκτιμά ως επαρκή, ώστε να καλύπτει το σύνολο των αναλαμβανομένων κινδύνων με τη συνδρομή αποτελεσματικών διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων.

Πυλώνας ΙΙ Ο Πυλώνας ΙΙ και ειδικότερα η διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης βασίζεται σε τέσσερις βασικές αρχές: Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να διαθέτουν διαδικασίες εκτίμησης της κεφαλαιακής τους επάρκειας σε σχέση με το επίπεδο των αναλαμβανόμενων κινδύνων και στρατηγική για τη διατήρηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να αναπτύξουν μια διαδικασία αξιολόγησης επάρκειας εσωτερικού κεφαλαίου (Δ.Α.Ε.Ε.Κ). Θα πρέπει το πιστωτικό ίδρυμα να θέτει στόχους διατήρησης των κεφαλαίων σε συγκεκριμένα επίπεδα ανάλογα με το risk profile της τράπεζας. Η Δ.Α.Ε.Ε.Κ πρέπει να διασφαλίζει ότι το πιστωτικό ίδρυμα: αναγνωρίζει, υπολογίζει, παρακολουθεί τους βασικούς κινδύνους, στους οποίους είναι εκτεθειμένο, διακρατά επαρκή εσωτερικά κεφάλαια ανάλογα με το risk profile του ιδρύματος και έχει αποτελεσματικά συστήματα διαχείρισης κινδύνων. Οι εποπτικές αρχές θα αξιολογούν τις εκτιμήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων για την κεφαλαιακή τους επάρκειας, όπως και την ικανότητα να παρακολουθούν και να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση τους με τα εποπτικά ελάχιστα όρια της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Η λήψη μέτρων κρίνεται απαραίτητη, εάν οι παραπάνω διαδικασίες δεν είναι επαρκείς. Οι εποπτικές αρχές περιμένουν από τα πιστωτικά ιδρύματα να ικανοποιούν τα ελάχιστα εποπτικά όρια κεφαλαιακής επάρκειας και διατηρούν το δικαίωμα να τους επιβάλουν τη διακράτηση επιπρόσθετων κεφαλαίων πέρα των ελάχιστων απαιτούμενων. Η εποπτική αρχή θα επεμβαίνει έγκαιρα, ώστε να αποτρέπει την πτώση του Δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας κάτω από τα ελάχιστα επιτρεπτά όρια και θα επιβάλλει άμεσες διορθωτικές ενέργειες, όταν συμβεί η απόκλιση. Μέτρα που μπορεί να λάβει η εποπτική αρχή για τα πιστωτικά ιδρύματα είναι: η αύξηση των ιδίων κεφαλαίων, βελτίωση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου (Διαχείριση κινδύνων και εσωτερικός έλεγχος), περιορισμός κάποιον δραστηριοτήτων, ειδικότερα των δραστηριοτήτων που έχουν τον υψηλότερο κίνδυνο.

Πυλώνας ΙΙΙ Ο πυλώνας ΙΙΙ αφορά τη δημοσιοποίηση στοιχείων και την ενίσχυση της διαφάνειας. Η εποπτική αρχή υποχρεώνει το πιστωτικό ίδρυμα να δημοσιοποιεί μεγάλο εύρος πληροφοριών, με σκοπό οι επενδυτές και οι συναλλασσόμενοι να γνωρίζουν τους κινδύνους του ιδρύματος με το οποίο συνεργάζονται. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να έχουν σχεδιάσει και υλοποιήσει την πολιτική δημοσιοποίησης στοιχείων, η οποία θα πρέπει να καλύπτει τα παρακάτω: Τις γενικές αρχές πολιτικής δημοσιοποίησης που θα πρέπει να είναι εγκεκριμένη από το Δ.Σ. της τράπεζας Την κεφαλαιακή διάρθρωση και επάρκεια του πιστωτικού ιδρύματος Θέματα εφαρμογής του εποπτικού πλαισίου Την Αξιολόγηση κινδύνων Το ύψος των ανοιγμάτων

Κίνδυνοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων Οι σημαντικότεροι τραπεζικοί κίνδυνοι. Πιστωτικός Κίνδυνος Λειτουργικός Κίνδυνος Κίνδυνος Ρευστότητας Κίνδυνος Χώρας Κίνδυνος Αγοράς Κίνδυνος Συγκέντρωσης Κίνδυνος Επιτοκίου Κίνδυνος Φήμης Συναλλαγματικός Κίνδυνος

Κίνδυνοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων Ανάλογα με το είδος και τις δραστηριότητες μιας τράπεζας αλλάζει η ιεράρχηση των κινδύνων. Για παράδειγμα, οι τράπεζες που ασχολούνται με τις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες, όπως χορηγήσεις και καταθέσεις παρουσιάζουν μεγαλύτερη έκθεση στον Πιστωτικό Κίνδυνο, και στον Λειτουργικό Κίνδυνο. Μια τράπεζα που ασχολείται περισσότερο με επενδύσεις όπως για παράδειγμα οι Επενδυτικές Τράπεζες στο εξωτερικό έχουν μεγαλύτερη έκθεση στον Κίνδυνο Αγοράς και μετά στους υπόλοιπους. Μια τράπεζα που δραστηριοποιείται τοπικά εμφανίζει μεγαλύτερη έκθεση στο Κίνδυνο Συγκέντρωσης, στον Πιστωτικό και στον Ρευστότητας και μετά στους υπόλοιπους. Όλες οι τράπεζες ανεξάρτητα από την φύση των δραστηριοτήτων τους εκτίθενται στον Επιτοκιακό Κίνδυνο και τον Κίνδυνο Φήμης.

Κίνδυνοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων Για να μπορέσει μια τράπεζα να οργανώσει ένα αποτελεσματικό σύστημα Διαχείρισης Κινδύνων, πρέπει να προσδιορίσει τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ανά επιχειρηματική μονάδα, δηλαδή να προχωρήσει σε μία χαρτογράφηση κινδύνων. Οι επιχειρηματικές μονάδες μπορεί να είναι είτε καταστήματα είτε υπηρεσίες της τράπεζας. Μετά την ολοκλήρωση χαρτογράφησης των κινδύνων καθορίζονται οι τρόποι αντιμετώπισης και ποσοτικοποίησης. Αφού υπολογιστούν τα συνολικά κεφάλαια για την αντιμετώπιση κάθε κινδύνου, υπολογίζεται το ποσό για το σύνολο της τράπεζας. Ο υπολογισμός των κεφαλαίων για κάθε κίνδυνο μπορεί να γίνει προσδιορίζοντας την αναμενόμενη ζημιά (όπου μπορεί να υπολογιστεί) και τα οικονομικά κεφάλαια. Οικονομικά κεφάλαια = Κέρδη σε κίνδυνο/επιτόκιο χωρίς κίνδυνο.

Κίνδυνοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων Βασικό εργαλείο της Διαχείρισης Κινδύνων αποτελεί η διενέργεια stress test. Πρόκειται για προσομοίωση ακραίων καταστάσεων κρίσης με διάφορα σενάρια προκειμένου να διερευνηθούν οι επιπτώσεις στην τράπεζα σε ακραίες συνθήκες. Μια ανάλυση stress test μπορεί να διακριθεί σε ανάλυση ευαισθησίας, όπου υπάρχει μεταβολή ενός συγκεκριμένου παράγοντα, (π.χ. μεταβολή βασικών επιτοκίων) και σε ανάλυση σεναρίου, στο οποίο υπάρχει μεταβολή σε περισσότερους από έναν παράγοντες.

Κίνδυνοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων Κίνδυνος Αντισυμβαλλομένου (Counterparty risk) Αποτελεί ειδική μορφή του πιστωτικού κινδύνου και αναφέρεται στην πιθανότητα ο ένας από τους αντισυμβαλλομένους να αθετήσει τη συμφωνία, αφού ήδη ο ένας έχει πληρώσει. Ο κίνδυνος αυτός αφορά κυρίως συναλλαγές σε παράγωγα. Τα εποπτικά κεφάλαια για την επένδυση σε παράγωγα υπολογίζονται ως εξής: Εποπτικά κεφάλαια για παράγωγα = Άνοιγμα σε παράγωγα * συντελεστή στάθμισης * 8%. Το άνοιγμα ορίζεται από την τρέχουσα αξία των παραγώγων προσθέτοντας ένα ποσό που αποτελεί την πιθανή μεταβολή της τωρινής αξίας του παραγώγου στο μέλλον. Ο συντελεστής στάθμισης ορίζεται από τις εποπτικές αρχές και το 8% είναι το ελάχιστο ποσοστό του δείκτη φερεγγυότητας.

Κίνδυνοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων Κίνδυνος Συγκέντρωσης (Concentration risk) Κίνδυνος συγκέντρωσης μπορεί να δημιουργηθεί από ανοίγματα (δάνεια ή καταθέσεις) σε συγκεκριμένους πελάτες ή ομάδες συνδεδεμένων πελατών ή σε ομάδες πελατών που έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά που έχουν σχέση με τον κλάδο δραστηριότητας, τη γεωγραφική θέση, το νόμισμα κλπ. Συνδεδεμένοι πελάτες θεωρούνται δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, από τα οποία το ένα ελέγχει άμεσα ή έμμεσα το άλλο άρα έχουν τον ίδιο κίνδυνο. Για παράδειγμα μητρική με θυγατρική ή μια επιχείρηση που ασκεί δεσπόζουσα επιρροή σε μια άλλη επιχείρηση. Δεσπόζουσα επιρροή υπάρχει όταν η μητρική επιχείρηση κατέχει τουλάχιστο το 20% του κεφαλαίου και ουσιαστικά ελέγχει τη Διοίκηση και λειτουργία της επιχείρησης. Επίσης συνδεδεμένοι πελάτες θεωρούνται δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα όπου συνδέονται έτσι μεταξύ τους ώστε αν το ένα από τα δύο παρουσιάσει προβλήματα έχει επίπτωση και στο άλλο. Τέτοια περίπτωση αποτελεί επιχείρηση που έχει δύο ή τρεις πελάτες. Αν κάποιος από αυτούς τους πελάτες παρουσιάσει πρόβλημα, τότε και η επιχείρηση που συνεργάζεται μαζί τους θα παρουσιάσει προβλήματα στη λειτουργία της.

Κίνδυνοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων Κίνδυνος Συγκέντρωσης (Concentration risk) Οι τράπεζες, προκειμένου να μειώσουν την έκθεση τους στον κίνδυνο συγκέντρωσης, καθορίζουν συγκεκριμένες πολιτικές μείωσης και περιορισμού της έκθεσης σε μεγάλα ανοίγματα. Βασικό στοιχείο αυτών των πολιτικών είναι ο καθορισμός ορίων ανοιγμάτων σε κλάδους, σε γεωγραφικές περιοχές, σε ομάδες προσώπων κτλ. Ένας τρόπος υπολογισμού της συγκέντρωσης είναι ο υπολογισμός του δείκτη διαφοροποίησης σε σχέση με το μέσο όρο των άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων.

Κίνδυνοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων Κίνδυνος Συγκέντρωσης (Concentration risk) Αν υποθέσουμε ότι η έκθεση μιας τράπεζας στη συγκεκριμένη κατηγορία δανείων και ο μέσος όρος των τραπεζών δίνονται στον παρακάτω πίνακα. Είδος Δανείων Τράπεζα Μέσος όρος τραπεζών Προσωπικά 30% 20% Επιχειρηματικά Στεγαστικά 40% Λοιπά 10%

Κίνδυνοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων Κίνδυνος Συγκέντρωσης (Concentration risk) Ο δείκτης διαφοροποίησης της τράπεζας υπολογίζεται: 𝜎 Α = 0,3−0,2 2 + 0,2−0,3 2 + 0,4−0,3 2 + 0,1−0,2 2 4 =0,1 Όσο πιο μικρός είναι ο δείκτης τόσο λιγότερο διαφέρει το χαρτοφυλάκιο της τράπεζας σε σχέση με τις άλλες.

Κίνδυνοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων Κίνδυνος Συγκέντρωσης (Concentration risk) Εάν τώρα, η τράπεζα επιθυμεί να θέσει όρια στη κάθε κατηγορία δανείων και λαμβάνοντας υπόψη ότι η ζημιές στη συγκεκριμένη κατηγορία δανείων δεν θα πρέπει να ξεπεράσουν το 15% των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος και εφόσον έχει υπολογιστεί το LGD σε περίπτωση πτώχευσης ότι είναι 40% τότε το ποσοστό των χορηγήσεων στη συγκεκριμένη κατηγορία δανείων δεν πρέπει να ξεπεράσει το (Χορηγήσεις στο κλάδο)*0,4 ≤ ΙΚ*0,15⇒ Χορηγήσεις στο κλάδο ΙΚ ≤ 0,15 0,4 =0,375 Το όριο δηλαδή που τίθεται είναι το 37,5% των ιδίων κεφαλαίων. Δηλαδή, οι χορηγήσεις της τράπεζας δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 37,5% των ιδίων κεφαλαίων στη συγκεκριμένη κατηγορία δανείων.

Κίνδυνοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων Κίνδυνος Χώρας (Country Risk) Ο Κίνδυνος Χώρας αφορά την έκθεση μιας τράπεζας σε μεγάλα ανοίγματα σε ξένες χώρες. Το πρόβλημα διαφαίνεται από τη στιγμή που μια χώρα αδυνατεί να πληρώσει τις υποχρεώσεις της σε μια τράπεζα. Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που η συγκεκριμένη χώρα υφίσταται πολιτικές ή κοινωνικές αναταραχές οπότε μιλάμε για πολιτικό κίνδυνο. Για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου οι τράπεζες διερευνούν την οικονομική θέση της χώρας που θέλουν να δραστηριοποιηθούν δίνοντας έμφαση σε οικονομικά στοιχεία όπως: Στην εξυπηρέτηση χρέους (τόκοι χρεών / εξαγωγές) Στο λόγο εισαγωγών (εισαγωγές / συναλλαγματικά αποθέματα) Στις επενδύσεις (πραγματικές επενδύσεις / ΑΕΠ) Ο κίνδυνος χώρας δεν συνδέετε μόνο με τη χρηματοδότηση της χώρας αλλά και των πολιτών. Για παράδειγμα στην περίπτωση που μια τράπεζα που έχει επεκταθεί σε μία ξένη χώρα που εμφανίζει προβλήματα στην οικονομία της όπως πληθωρισμό, ανεργία, υποτίμηση του νομίσματος κλπ, αυτό σίγουρα επηρεάζει αρνητικά την οικονομική κατάσταση των πολιτών της συγκεκριμένης χώρας. Οπότε η δυσκολία αποπληρωμής της χώρας μεταφέρεται στους πολίτες οι οποίοι αδυνατούν να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και αρχίζουν προβλήματα που έχουν σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνο.

Κίνδυνοι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων Κίνδυνος Φήμης Ο κίνδυνος φήμης αποτελεί ίσως τον πιο σημαντικό κίνδυνο των τραπεζών και αποτελεί κοινό παρανομαστή όλων των υπόλοιπων κινδύνων. Η μη σωστή αντιμετώπιση από την τράπεζα όλων των κινδύνων έχει επίπτωση στη φήμη του πιστωτικού ιδρύματος. Γι’ αυτό το λόγο τα πιστωτικά ιδρύματα αναπτύσσουν συγκεκριμένες διαδικασίες και επιτροπές για την ενημέρωση του κοινού, των μέσων μαζικής ενημέρωσης, των μετόχων κλπ, γενικότερα για την αντιμετώπιση τέτοιων θεμάτων. Η ανεπαρκής διαχείριση του κινδύνου φήμης μπορεί να έχει αποτέλεσμα την απώλεια εμπιστοσύνης των πελατών και τη πιστοληπτική υποβάθμιση του ιδρύματος.

Πιστωτικός Κίνδυνος Ο πιστωτικός κίνδυνος ενός τραπεζικού ιδρύματος αφορά τον κίνδυνο που προέρχεται από την αδυναμία των δανειοληπτών να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους (δάνεια), είτε αυτές αφορούν την εξυπηρέτηση τόκων είτε την αποπληρωμή κεφαλαίων στο πιστωτικό ίδρυμα. Σύμφωνα με τη Βασιλεία ΙΙ χρησιμοποιούνται τρεις μέθοδοι έναντι του πιστωτικού κινδύνου. Ο σκοπός των μεθόδων αποβλέπει στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων ανάλογα με το επίπεδο κινδύνων, τη θεσμοθέτηση διαδικασιών αντιμετώπισης τους, και τον καθορισμό του ποσοστού αποτυχίας (default rate) με τη βοήθεια κατάλληλων υποδειγμάτων αξιολόγησης. Αποτυχία (Default) θεωρείται ότι προκύπτει, όταν ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω γεγονότα λαμβάνουν χώρα: Όταν ο πιστούχος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις. Όταν υπάρχει διαγραφή, πρόβλεψη ή ρύθμιση οφειλής για τη συγκεκριμένη χορήγηση. Όταν η καθυστέρηση στις οφειλές του πιστούχου ξεπερνάει τις 90 ημέρες.

Πιστωτικός Κίνδυνος Η εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου αφορά την απόφαση για την παροχή ή όχι της χορήγησης και του περιθωρίου του επιτοκίου (spread) που πρέπει να πληρώσει ο πελάτης ανάλογα με το επίπεδο κινδύνου, στο οποίο ανήκει. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται υποδείγματα υπολογισμού της πιθανότητας πτώχευσης. Βασική αρχή της πιστοδοτικής πολιτικής των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι η διασπορά του χαρτοφυλακίου και οι επαρκείς εξασφαλίσεις. Οι τράπεζες καθορίζουν ανάλογα με την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη πιστωτικά όρια (credit lines), δηλαδή ένα μέγιστο ύψος χρηματοδότησης. Τα όρια αυτά μπορεί να είναι εξασφαλισμένα ή όχι. Αποδεκτές εξασφαλίσεις θεωρούνται οι παρακάτω: Εγγυήσεις Ελληνικού Δημοσίου Ενέχυρα επί καταθέσεων Προσημειώσεις/υποθήκες ακινήτων Υποθήκες πλοίων Εγγυητικές επιστολές τραπεζών Εγγυήσεις ΤΕΜΠΜΕ Ενέχυρα επί επιταγών Ενέχυρα επί μετοχών, ομολόγων και εντόκων γραμματίων Οι εξασφαλίσεις που αναγνωρίζονται για τη μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με τη συνθήκη της Βασιλείας είναι: Μετρητά Χρυσός Χρεωστικοί τίτλοι Αμοιβαία κεφάλαια Μετοχές Ακίνητα Επιχειρηματικές απαιτήσεις Πιστωτικά παράγωγα.

Πιστωτικός Κίνδυνος Όταν η τράπεζα καλύπτεται εκτός από την υπογραφή του πελάτη με εγγύηση τρίτου προσώπου (εγγυητή) τότε αυτές ονομάζονται Ενοχικές διασφαλίσεις. Ενέχυρο είναι το δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης και εξασφάλισης του δανειστή από την αξία ενός κινητού πράγματος που μπορεί να συναλλαχθεί. Διακρίνεται σε ενέχυρο επί πράγματος πχ εμπορεύματα, επιταγές και σε ενέχυρο επί δικαιώματος, πχ ενεχυρίαση απαιτήσεων. Βασική προϋπόθεση στην περίπτωση ενεχυρίασης είναι η απόκτηση της κυριότητας από τον δανειστή.

Πιστωτικός Κίνδυνος Εμπράγματες εξασφαλίσεις θεωρούνται οι προσημειώσεις, υποθήκες. Χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις θεωρούνται οι μετοχές ή τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που μπορεί να παραχωρήσει ο πελάτης για την κάλυψη των δανείων του. Στην περίπτωση των μετοχών και γενικότερα των τίτλων πρέπει να πραγματοποιείται συχνή αποτίμηση από την τράπεζα, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος της μείωσης της αξίας τους. Χρηματοοικονομική εξασφάλιση αποτελεί και η παροχή καταθέσεων στην ίδια τράπεζα για την κάλυψη του δανείου. Αυτό μπορεί να γίνει είτε για φορολογικούς λόγους είτε λόγω διακυμάνσεων των επιτοκίων.

Εγγυητικές Επιστολές Με τις εγγυητικές επιστολές μια τράπεζα δεν δίνει δάνειο αλλά ουσιαστικά εμπορεύεται την πίστη της, δηλαδή εγγυάται για τον πελάτη της. Αποτελεί μια έμμεση μορφή χρηματοδότησης, με την οποία η τράπεζα δεν χορηγεί κάποιο δάνειο με την μορφή μετρητών αλλά έχει την υποχρέωση κάλυψης του ποσού μόνο σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής, δηλαδή στην περίπτωση που ο αιτών της εγγυητικής επιστολής δεν καλύψει τις υποχρεώσεις του στον αποδέκτη της εγγυητικής.

Ενέγγυες Πιστώσεις Η Ενέγγυα Πίστωση αποτελεί ένα πολύ συνηθισμένο τρόπο πληρωμής που προσφέρει επαρκή προστασία και στα δύο μέρη αγοραστή και πωλητή. Η ενέγγυα πίστωση αποτελεί γραπτή σύμβαση μεταξύ του εντολέα της πίστωσης και της εκδότριας τράπεζας. Η τράπεζα είναι υποχρεωμένη κατόπιν εντολής του πιστούχου να πληρώσει τον δικαιούχο σε περίπτωση που έχουν τηρηθεί οι μεταξύ τους όροι πληρωμής. Την ευθύνη για την πληρωμή της αξίας του εμπορεύματος την αναλαμβάνει άμεσα η τράπεζα, υποκαθιστώντας έτσι τον αγοραστή του εμπορεύματος και απαλλάσσοντας πλήρως τον εξαγωγέα από το πρόβλημα της φερεγγυότητας του.

Ενέγγυες Πιστώσεις Η Τράπεζα του αγοραστή υπόσχεται στην Τράπεζα του πωλητή, ότι εφόσον της αποστείλει φορτωτικά έγγραφα σύμφωνα με τις οδηγίες του πελάτη της που πρακτικά αποδεικνύουν ότι πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή, όπως φορτωτική, ασφαλιστήριο, έγγραφα ναύλωσης, θα πληρώσει εκείνη για λογαριασμό του. Ο πωλητής δεν παραδίδει τα εμπορεύματα αν δεν ειδοποιηθεί γραπτώς από την τράπεζα του αγοραστή ότι «ανοίχθηκε πίστωση». Ο πωλητής μόλις ειδοποιηθεί παραδίδει τα εμπορεύματα στον μεταφορέα και παίρνει τη φορτωτική, την οποία παραδίδει στην τράπεζά του μαζί με το τιμολόγιο και τα υπόλοιπα φορτωτικά έγγραφα, για να εισπράξει το ποσό που δικαιούται. Στη συνέχεια τα έγγραφα στέλνονται στην τράπεζα του αγοραστή και αυτή τα παραδίδει στον πελάτη της αφού πρώτα πληρώσει το χρέος του.

Ανοικτός Αλληλόχρεος Λογαριασμός Ο Ανοικτός Αλληλόχρεος Λογαριασμός είναι η σύμβαση, με την οποία δύο πρόσωπα φυσικά ή νομικά, συμφωνούν να μην επιδιώκουν ούτε να διαθέτουν μεμονωμένα τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τις αμοιβαίες συναλλαγές αλλά θα μπαίνουν σε ένα ενιαίο λογαριασμό με σκοπό να τις εκκαθαρίσουν κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, ώστε το υπόλοιπο να αποτελέσει τη μεταξύ τους απαίτηση. Μεταξύ μιας τράπεζας και ενός πελάτη ο Αλληλόχρεος Λογαριασμός διευκολύνει τις συναλλαγές γιατί δίνει την δυνατότητα στον πελάτη να χρησιμοποιεί είτε ολόκληρο το ποσό είτε μέρος αυτού και να επιβαρύνεται με τόκους μόνο για το ποσό που έχει χρησιμοποιήσει. Η τράπεζα παρέχει πίστωση Ανοικτού Αλληλόχρεου Λογαριασμού μέχρι ένα συγκεκριμένο όριο.

Αξιολόγηση Χορηγήσεων Στη διεθνή τραπεζική πρακτική όσον αφορά την εξέταση ενός αιτήματος χορήγησης ακολουθούνται οι βασικές αρχές που ορίζει η 5c analysis. Δηλαδή εξετάζονται: Character: αξιολόγηση του ήθους και του χαρακτήρα του πιστούχου. Capacity: Οικονομικές και λειτουργικές δυνατότητες μιας επιχείρησης ή ενός πιστούχου, όπως προκύπτουν από τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις και φορολογικά έγγραφα. Capital: Αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας του πιστούχου και της δυνατότητας να ανταπεξέλθει στα επενδυτικά σχέδια με ιδία συμμετοχή. Conditions: Εκτίμηση των οικονομικών συνθηκών, τη θέση της επιχείρησης στην αγορά. Collateral: Αναφέρεται στην επάρκεια εξασφαλίσεων και ενεχύρων.

Αξιολόγηση Χορηγήσεων Γενικότερα η αξιολόγηση των χορηγήσεων πρέπει να περιλαμβάνει την εξέταση των παρακάτω: Οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης. Πραγματοποιείται έλεγχος των επενδυτικών σχεδίων, της οικονομικής πορείας, της σκοπιμότητας των χορηγήσεων, του συνολικού ύψους των χορηγήσεων σε τράπεζες κλπ. Επίσης πραγματοποιείται εκτίμηση της βιωσιμότητας και των προοπτικών, εφόσον πρόκειται για επενδυτικά σχέδια. Στην περίπτωση αυτή, θεωρείται απαραίτητη και η ιδία συμμετοχή της επιχείρησης σε ποσοστό τουλάχιστο 30%. Τη θέση της επιχείρησης στην αγορά. Πελάτες, προμηθευτές, μερίδιο αγοράς, ανταγωνισμός κλπ. Τη συναλλακτική τάξη σε τρέχουσες ή προηγούμενες πιστοδοτήσεις και οφειλές σε άλλους πιστωτές ή τράπεζες. Τρόπος αποπληρωμής. Οι δόσεις του δανείου πρέπει να καλύπτονται από τα διαθέσιμα εισοδήματα λαμβάνοντας υπόψη και τις υπόλοιπες οφειλές του πελάτη. Την ποιότητα των παρεχόμενων ασφαλίσεων. Κύρια συνισταμένη για την ορθή αξιολόγηση των χορηγήσεων και για την μείωση του πιστωτικού κινδύνου είναι η εξέταση των οικονομικών δυνατοτήτων και του τρόπου αποπληρωμής και δευτερεύοντα παράγοντα αποτελεί η ποιότητα των εξασφαλίσεων.

Ποσοτικά υποδείγματα πιστωτικού κινδύνου Τα ποσοτικά υποδείγματα αποτελούν την κύρια κατηγορία ανάπτυξης υποδειγμάτων βαθμολόγησης φερεγγυότητας. Έχουν την μορφή Ζ=f(X), όπου Ζ είναι το score (βαθμολογία) για ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο και Χ είναι οι μεταβλητές, κριτήρια όπως το εισόδημα, χρηματοοικονομικοί δείκτες και μεταβλητές όπως το ΑΕΠ, ο πληθωρισμός κλπ.

Ποσοτικά υποδείγματα πιστωτικού κινδύνου Γραμμικό μοντέλο πιθανότητας Τα δάνεια (παλαιά) του δείγματος χωρίζονται σε δύο ομάδες, στους «καλούς» και στους «κακούς» πελάτες. Ο διαχωρισμός δηλαδή αφορά τα δάνεια που έχουν αποπληρωθεί (Ζi=1) και αυτά που δεν έχουν αποπληρωθεί (Ζi=0). Στη συνέχεια ενώνονται αυτές οι παρατηρήσεις με γραμμική παλινδρόμηση μιας ομάδας j μεταβλητών Χij που περιγράφουν τον i πιστούχο σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο: 𝑍 𝑖 = 𝑗=1 𝑛 𝑤 𝑗 𝑋 𝑖𝑗 +𝑒𝑟𝑟𝑜𝑟 Όπου 𝑤 𝑗 η εκτιμώμενη βαρύτητα της j μεταβλητής, με βάση τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία. Στη συνέχεια παίρνουμε αυτές τις εκτιμήσεις 𝑤 𝑗 και τις πολλαπλασιάζουμε με την παρατηρούμενη μεταβλητή Χij και αθροίζουμε, για ένα πιθανό δανειζόμενο. Το αποτέλεσμα που προκύπτει αποτελεί την πιθανότητα αθέτησης του δανειολήπτη. Αδυναμία της μεθόδου είναι ότι οι πιθανότητες αθέτησης μπορούν να βρεθούν έξω από το διάστημα (0,1). Το πρόβλημα λύνεται με τη χρησιμοποίηση μη γραμμικών υποδειγμάτων (probit, logit).

Ποσοτικά υποδείγματα πιστωτικού κινδύνου Λογιστικό μοντέλο (Logit Model) Το υπόδειγμα αυτό περιορίζει τον υπολογισμό της πιθανότητας πτώχευσης στο διάστημα (0,1), υποθέτοντας ότι ακολουθείται η logistic κατανομή. Η logit εκτίμηση υποθέτει ότι η πιθανότητα της εμφάνισης του γεγονότος χρεοκοπίας καθορίζεται από την συνάρτηση: 𝑝 𝑖 =𝐹 𝑍 𝑖 = 1 1+ 𝑒 𝑍 𝑖 Οι συντελεστές 𝑤 𝑗 υπολογίζονται στην περίπτωση αυτή με μη γραμμικές μεθόδους και όχι με γραμμική παλινδρόμηση, όπως γινόταν στο γραμμικό υπόδειγμα.

Ποσοτικά υποδείγματα πιστωτικού κινδύνου Γραμμικά Διακριτά Μοντέλα Στην ανάλυση γραμμικής διαχωριστικής διάκρισης (διακριτική ανάλυση) προσπαθούμε να βρούμε μια γραμμική συνάρτηση 𝜆 1 𝑥 1 + 𝜆 2 𝑥 2 +…+ 𝜆 𝜅 𝑥 𝜅 με κ επεξηγηματικές μεταβλητές που να δίνει τον καλύτερο διαχωρισμό ανάμεσα σε δύο γκρουπ αντιστοιχισμένα σε y=0 και y=1. To λ πρέπει να επιλεχθεί έτσι ώστε η διακύμανση του 𝜆 1 𝑥 1 + 𝜆 2 𝑥 2 +…+ 𝜆 𝜅 𝑥 𝜅 ανάμεσα στα δύο γκρουπ να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σε σχέση με τη διακύμανση μέσα σε κάθε γκρουπ. Η τιμή της μεταβλητής Ζ = 𝜆 1 𝑥 1 + 𝜆 2 𝑥 2 +…+ 𝜆 𝜅 𝑥 𝜅 , όπως αυτή διαμορφώνεται από τους υπολογισμούς κατατάσσει τους πιστούχους σε αξιόχρεους ή μη. Ένα πρόβλημα που υπάρχει σε αυτά τα υποδείγματα αλλά και σε όλα τα ποσοτικά υποδείγματα είναι ότι δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πιστούχου όπως η φήμη, η διάδοχη κατάσταση στην επιχείρηση κλπ.

Ποσοτικά υποδείγματα πιστωτικού κινδύνου Γραμμικά Διακριτά Μοντέλα Υπόδειγμα ALTMAN Χαρακτηριστικό παράδειγμα υποδείγματος που αναπτύχθηκε με την ανάλυση γραμμικής διαχωριστικής διάκρισης αποτελεί το Υπόδειγμα ALTMAN. Σκοπός της διακριτικής ανάλυσης είναι η εύρεση των μεταβλητών που διαχωρίζουν τις χρεοκοπημένες και μη εταιρείες. Το υπόδειγμα αυτό αποτελείτε από 5 μεταβλητές: Χ1=Κεφάλαιο κίνησης / συνολικό ενεργητικό Χ2=Παρακρατηθέντα κέρδη / συνολικό ενεργητικό Χ3=Κέρδη προ τόκων και φόρων / συνολικό ενεργητικό Χ4=Αγοραία αξία ιδίου κεφαλαίου / λογιστική αξία συνολικού χρέους Χ5=Πωλήσεις / συνολικό ενεργητικό Αν Ζ<2,675, ανήκει στην ομάδα πτώχευσης διαφορετικά ανήκουν στην ομάδα μη πτώχευσης.

Σύγχρονα μοντέλα μέτρησης πιστωτικού κινδύνου Πιθανότητα αθέτησης σε χρέος μιας περιόδου Υποθέτουμε ότι μια τράπεζα απαιτεί απόδοση σε ένα εταιρικό χρέος ενός έτους, τουλάχιστο ίση με την απόδοση ενός κρατικού χρεογράφου (χωρίς κίνδυνο) και θέτουμε με p την πιθανότητα ότι το εταιρικό θα αποπληρωθεί και 1-p ότι δεν θα αποπληρωθεί. Εάν ο πιστούχος δεν τηρήσει την συμφωνία, υποθέτουμε ότι η τράπεζα δεν λαμβάνει τίποτα. Εάν 1+k η απόδοση της ομολογίας ενός έτους και 1+i η απόδοση των κρατικών χρεογράφων, μια τράπεζα είναι αδιάφορη μεταξύ των δύο, όταν ισχύει: p(1+k)=1+i Εάν υποθέσουμε ότι το επιτόκιο του κρατικού χρεογράφου είναι i=11% και το επιτόκιο της εταιρικής ομολογίας (βαθμού Β) είναι k=16%, η πιθανότητα ασφαλούς αποπληρωμής είναι: p= (1+i)/ (1+k)=1,11/1,16=0,95 Άρα η πιθανότητα αθέτησης είναι 0,05. Στην περίπτωση που η πιθανότητα αθέτησης είναι 5% σε ένα εταιρικό δάνειο (ομολογία), η τράπεζα ορίζει ένα ασφάλιστρο κινδύνου φ ίσο με 5% ως εξής: φ=k-i=5% Όσο η πιθανότητα αποπληρωμής (p) μειώνεται και η πιθανότητα αθέτησης (1-p) αυξάνεται, η διαφορά μεταξύ του k και του i αυξάνεται, δηλαδή μεγαλώνει το ασφάλιστρο κινδύνου (φ).

Σύγχρονα μοντέλα μέτρησης πιστωτικού κινδύνου Πιθανότητα αθέτησης σε οφειλή πολλών περιόδων Για να υπολογιστεί η πιθανότητα αθέτησης για ένα διετές δάνειο πρέπει να υπολογίσουμε την πιθανότητα αθέτησης για το δεύτερο έτος, δεδομένου ότι το δάνειο δεν αθετήθηκε κατά το πρώτο έτος. Οριακή πιθανότητα αθέτησης για ένα έτος ονομάζεται η πιθανότητα ένα δάνειο ή ομολογία να αθετηθεί σε οποιοδήποτε έτος. Για ένα μονοετές δάνειο, η οριακή και ολική ή αθροιστική πιθανότητα (Cp) αθέτησης τον πρώτο χρόνο είναι 1-p1=0,05. Για ένα διετές δάνειο η οριακή πιθανότητα για το δεύτερο έτος είναι (1-p2) και είναι πολύ πιθανόν να διαφέρει από αυτή του πρώτου έτους. Η πιθανότητα «επιβίωσης» του οφειλέτη, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή μεταξύ του έτους 0 (σήμερα) και στο τέλος της περιόδου 2 είναι p1p2. Η αθροιστική πιθανότητα αθέτησης κάποια στιγμή μεταξύ της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής (σήμερα, έτος 0) και του τέλους του έτους 2 είναι: Cp=1-p1p2 Έχοντας τις αποδόσεις για τα μονοετή και διετή ομόλογα (κρατικά και εταιρικά μια συγκεκριμένης κατηγορίας) μπορούμε να υπολογίσουμε την πιθανότητα p2. Είναι η προσδοκία της αγοράς για την πιθανότητα αθέτησης για εταιρικά ομόλογα μιας συγκεκριμένης κατηγορίας.

Σύγχρονα μοντέλα μέτρησης πιστωτικού κινδύνου Πιθανότητα αθέτησης σε οφειλή πολλών περιόδων Ας υποθέσουμε ότι το επιτόκιο αγοράς για ένα μονοετές κρατικό χρεόγραφο είναι i1=11% και για το διετές i2=12%. Οι δραστηριότητες των επενδυτών τείνουν να εξισώσουν την απόδοση του διετούς ομολόγου που θα το κρατήσουν μέχρι την λήξη του με την αναμενόμενη απόδοση της επένδυσης στο μονοετές ομόλογο και επανεπενδύοντας το κεφάλαιο και τον τόκο σε ένα νέο μονοετές ομόλογο στο τέλος του πρώτου έτους με επιτόκιο που αναμένεται να υπάρχει σε ένα χρόνο. Δηλαδή: 1+ 𝑖 2 2 = 1+ 𝑖 1 1+ 𝑓 1 Ο όρος στο αριστερό μέλος της ισότητας είναι η απόδοση από τη διακράτηση του διετούς κρατικού ομολόγου μέχρι την λήξη του. Στο δεύτερο μέλος της ισότητας εκφράζεται η απόδοση από την επένδυση σε δυο μονοετή κρατικά ομόλογα. Το i1 είναι το τρέχον ποσοστό απόδοσης για το πρώτο έτος, το f1 το αναμενόμενο μονοετές ποσοστό απόδοσης για το δεύτερο έτος. Άρα αφού γνωρίζουμε το επιτόκιο για το μονοετές και διετές κρατικό ομόλογο μπορούμε να υπολογίσουμε το αναμενόμενο ποσοστό απόδοσης που προσδοκά η αγορά για το μονοετές ομόλογο. 𝑓 1 = 1+ 𝑖 2 2 1+ 𝑖 1 −1= 1,12 2 1,11 =0,13.

Σύγχρονα μοντέλα μέτρησης πιστωτικού κινδύνου Πιθανότητα αθέτησης σε οφειλή πολλών περιόδων Κάνουμε την ίδια ανάλυση για τα εταιρικά ομόλογα για να υπολογίσουμε το αναμενόμενο ποσοστό απόδοσης για ένα μονοετές ομόλογο σε ένα έτος από τώρα. Το επιτόκιο για ένα μονοετές εταιρικό ομόλογο είναι k1=16% και για το διετές k2=18%. Το αναμενόμενο μονοετές ποσοστό απόδοσης των εταιρικών ομολόγων (c1) σε ένα έτος από τώρα αντικατοπτρίζει της προσδοκίες της αγοράς για την πιθανότητα αθέτησης των εταιρικών ομολόγων. 𝑐 1 = 1+ 𝑘 2 2 1+ 𝑘 1 −1= 1,18 2 1,16 =0,2. Τα αναμενόμενα ποσοστά απόδοσης για τα μονοετή ομόλογα μπορούν να εκτιμήσουν την αναμενόμενη πιθανότητα αποπληρωμής για τα μονοετή εταιρικά ομόλογα στο δεύτερο έτος. 𝑝 2 = 1+ 𝑓 1 1+𝑐 1 = 1,13 1,2 =0,94. Άρα η αναμενόμενη πιθανότητα αθέτησης για το δεύτερο έτος είναι 1-p2=0,06 ή 6%. Η συνολική ή αθροιστική πιθανότητα αθέτησης τα επόμενα δυο χρόνια του εταιρικού ομολόγου είναι Cp=1-p1p2 Cp=1-[(0,95)(0,94)]=10,7%

Σύγχρονα μοντέλα μέτρησης πιστωτικού κινδύνου Παραγωγή ποσοστού θνησιμότητας πιστωτικού κινδύνου. Αντί να υπολογίσουμε την αναμενόμενη πιθανότητα αθέτησης από τα τρέχοντα επιτόκια, ο αναλυτής θα μπορούσε να την υπολογίσει κατευθείαν από τον ιστορικό κίνδυνο αθέτησης (δηλαδή χρησιμοποιώντας την παρελθοντική εμπειρία αθέτησης). Η ιστορική πιθανότητα αθέτησης ονομάζεται τώρα ποσοστό θνησιμότητας. Στην παραγωγή ποσοστού θνησιμότητας πιστωτικού κινδύνου, p1 είναι η πιθανότητα ένα δάνειο-ομολογία κατηγορίας Β να μην αθετηθεί, δηλαδή να συνεχίσει να αποπληρώνεται κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους έκδοσης του και 1-p1 είναι το οριακό ποσοστό θνησιμότητας (marginal mortality rate), ή η πιθανότητα το δάνειο-ομολογία να αθετηθεί, δηλαδή να μην αποπληρωθεί στο πρώτο έτος. Ομοίως p2 και 1-p2 για το δεύτερο έτος. Με τη μέθοδο αυτή σχηματίζεται μια καμπύλη του οριακού ποσοστού θνησιμότητας (marginal mortality rate-MMR), η οποία απεικονίζει την πορεία της αθέτησης των δανείων για κάθε ειδική κατηγορία-βαθμό του πιστούχου και για κάθε χρόνο μετά την έκδοση του δανείου-ομολογίας. Όπου: MMR 𝑛 = Συνολικ𝜂 𝛼𝜉𝜄𝛼 𝛼𝜃𝜀𝜏𝜂𝜎𝜂𝜍 𝛿𝛼𝜈𝜀𝜄𝜊𝜐 𝛽𝛼𝜃𝜇𝜊𝜐 Β στον n χρονο εκδοσης Συνολικ𝜂 𝛼𝜉𝜄𝛼 𝛼𝜈𝜀𝜉𝜊𝜑𝜆𝜂𝜏𝜊𝜐 𝜒𝜌𝜀𝜊𝜐𝜍 𝛿𝛼𝜈𝜀𝜄𝜊𝜐 𝛽𝛼𝜃𝜇𝜊𝜐 Βστον n χρονο εκδοσης

Σύγχρονα μοντέλα μέτρησης πιστωτικού κινδύνου Μοντέλα ρυθμισμένου κινδύνου επιστροφής του κεφαλαίου-RAROC (RAROC: Risk-Adjusted Return On Capital) Υπόδειγμα RAROC: Χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της αποδοτικότητας των διαφόρων δραστηριοτήτων των τραπεζών συμπεριλαμβανομένων των δανείων τους. Ο δείκτης RAROC υπολογίζεται από την εξίσωση: 𝑅𝐴𝑅𝑂𝐶= Αναμενομενο καθαρο εισοδημα δανειου−Αναμενομενες 𝛼𝜋𝜔𝜆𝜀𝜄𝜀𝜍 Κεφαλαια σε κινδυνο (capital at risk) Τα κεφάλαια σε κίνδυνο ή οικονομικά κεφάλαια υπολογίζονται με βάση την αγοραία αξία του ενεργητικού και του παθητικού. Το αναμενόμενο καθαρό εισόδημα προκύπτει από το άθροισμα των εσόδων που απορρέουν από ένα δάνειο αφαιρώντας το λειτουργικό κόστος. Το ερώτημα που τίθεται είναι πια είναι η απαιτούμενη απόδοση του συγκεκριμένου δείκτη. Ο δείκτης RAROC ενός δανείου είναι συγκρίσιμος με κάποιους δείκτες που αντικατοπτρίζουν το κόστος των κεφαλαίων για μια τράπεζα. Με τον όρο κόστος κεφαλαίου εννοούμε την απόδοση που απαιτούν αυτοί οι οποίοι χρηματοδοτούν τις επενδύσεις των επιχειρήσεων (μέτοχοι, αγοραστές ομολογιών, τράπεζες κ.λπ.). Οι δείκτες αυτοί είναι ο ROE (return on equity, απόδοση των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας) ή ο WAAC (weighted average cost of capital, μέσο σταθμισμένο κόστος κεφαλαίου). Απόδοση ιδίων κεφαλαίων είναι ένας χρηματοοικονομικός δείκτης που δείχνει πόσο αποδοτικά χρησιμοποιεί μια εταιρεία τα κεφάλαια της για να δημιουργήσει πρόσθετα έσοδα (κέρδη), και εκφράζεται σε ποσοστιαίες μονάδες. ROE = Καθαρά Έσοδα (Κέρδη) / Ιδία Κεφάλαια. Το μέσο σταθμικό κόστος κεφαλαίου είναι η ελάχιστη απόδοση που αναμένεται να καταβάλει η επιχείρηση κατά μέσο όρο στους μετόχους/δανειστές της για την χρηματοδότηση των περιουσιακών της στοιχείων. Εάν το RAROC είναι μεγαλύτερο από αυτούς τους δείκτες τότε το δάνειο θεωρείται ότι προσθέτει αξία.

Κόστος Κεφαλαίου Για μια επιχείρηση, οι μετοχές και τα δάνεια αποτελούν πηγές χρηματοδότησης, το λεγόμενο Κεφάλαιο. Παρόλο που οι επιχειρήσεις μπορούν αντλήσουν κεφάλαια από πολλές και διαφορετικές πηγές οι πιο συνηθισμένες είναι οι παρακάτω: Δανειακά Κεφάλαια (Debt ) Ίδια κεφάλαια: κοινές μετοχές ή παρακρατηθέντα κέρδη (Equity) Το κόστος κεφαλαίου μιας επιχείρησης, είναι το κόστος ευκαιρίας των κεφαλαίων που έχουν όλοι οι επενδυτές της επιχείρησης (είτε είναι οι φορείς είτε είναι οι δανειστές). Το κόστος κεφαλαίου είναι η απόδοση της καλύτερης εναλλακτικής επένδυσης η οποία είναι διαθέσιμη.

Σύγχρονα μοντέλα μέτρησης πιστωτικού κινδύνου Μοντέλα ρυθμισμένου κινδύνου επιστροφής του κεφαλαίου-RAROC (RAROC: Risk-Adjusted Return On Capital) Οι αναμενόμενες απώλειες προσδιορίζονται ως εξής: Αναμενόμενες Απώλειες = EDF×LGD×Exposure Η EDF (Expected Default Frequency) ή PD (Probability of Default) μπορεί να προσδιοριστεί θεωρητικά ή εμπειρικά. Εμπειρικός προσδιορισμός: 𝐸𝐷𝐹= Αριθμος επιχειρησεων σε αθετηση Συνολικος αριθμος χρηματοδοτουμενων επιχειρησεων Exposure είναι το ύψος της χορήγησης τη στιγμή που υπολογίζουμε την αναμενόμενη ζημιά. Στην αρχή του δανείου είναι όλο το ποσό. Με την πληρωμή των δόσεων μειώνεται ανάλογα. Το LGD (Loss Given Default) είναι το τελικό ποσό της ζημιάς μετά την ρευστοποίηση της εξασφάλισης. Είναι ίσο με LGD=1-Recovery Rate όπου Recovery Rate είναι το ποσοστό επανάκτησης. Για παράδειγμα εάν ένα δάνειο καλύπτεται με 80% διασφαλιστική αξία το LGD θα είναι 20%.

Σύγχρονα μοντέλα μέτρησης πιστωτικού κινδύνου Μοντέλα ρυθμισμένου κινδύνου επιστροφής του κεφαλαίου-RAROC (RAROC: Risk-Adjusted Return On Capital) Για τον προσδιορισμό του οικονομικού κεφαλαίου (capital at risk, κεφάλαια σε κίνδυνο) μια μέθοδος είναι ο προσδιορισμός της μέγιστης απώλειας που μπορεί να έχει ένα πιστωτικό ίδρυμα από την συνεργασία με τον πελάτη (value at risk). Στη δεύτερη μέθοδο το οικονομικό κεφάλαιο εκφράζει τις μη αναμενόμενες ζημιές, δηλαδή είναι ίσο με τη διαφορά πραγματικών και αναμενόμενων ζημιών. Σε περίπτωση που ο πιστούχος δεν πτωχεύσει οι πραγματικές απώλειες θα είναι μηδέν. Όμως υπάρχει περίπτωση ο πελάτης να χρεοκοπήσει και οι πραγματικές απώλειες να είναι μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες. Οπότε για να προστατευθεί το πιστωτικό ίδρυμα, πρέπει να διατηρεί κεφαλαιακά αποθέματα για την κάλυψη των μη αναμενόμενων ζημιών. Μαθηματικά εκφράζεται ως εξής: Μη-αναμενόμενες Απώλειες = 𝜎 𝐸𝐷𝐹 ×𝐿𝐺𝐷×𝐸𝑥𝑝𝑜𝑠𝑢𝑟𝑒 Όπου 𝜎 𝐸𝐷𝐹 η τυπική απόκλιση της πιθανότητας αθέτησης μιας επιχείρησης.

Πιθανοί κίνδυνοι χορηγήσεων Κίνδυνος μη ομαλής αποπληρωμής των χορηγήσεων μπορεί να προκύψει από τα παρακάτω: Από το μη επαρκεί έλεγχο του δανειολήπτη. Πρέπει πριν τη χορήγηση να διαπιστωθεί η φερεγγυότητα των αιτούντων και η οικονομική τους θέση, ώστε να είναι σε θέση να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται σε υπερχρεωμένους πελάτες. Οι πληροφορίες από τους προμηθευτές ή τους πελάτες των δανειοδοτούμενων επιχειρήσεων συμβάλλουν στη σωστή αξιολόγηση. Κίνδυνος από την χορήγηση των δανείων μπορεί να προκύψει και από τη μη χρησιμοποίηση του δανείου για τους σκοπούς για τους οποίους χορηγήθηκε. Αυτό αποτελεί τον Ηθικό Κίνδυνο δεδομένου ότι την τράπεζα την ενδιαφέρει τα χρήματά της να κατευθύνονται σε συγκεκριμένες επενδύσεις ενισχύοντας έτσι την σταθερότητα της επιχείρησης, καθώς έτσι διασφαλίζεται και η ομαλή αποπληρωμή τους. Προσοχή επίσης πρέπει να δίνεται στη διάρκεια του δανείου, τα μακροπρόθεσμα δάνεια θεωρούνται πιο επικίνδυνα από τα βραχυπρόθεσμα. Προβλήματα επίσης μπορεί να υπάρξουν και από τη μη σωστή εκτίμηση των ακινήτων ή τη μετέπειτα μείωση της αξίας τους. Γι’ αυτό η τράπεζα πρέπει να επιδιώκει κάλυψη των ακινήτων σε σχέση με τη χορήγηση σε ποσοστό 120% με 150% ανάλογα με το εάν είναι αστικά ή εμπορικά ακίνητα.

Κίνδυνος Επιτοκίων Ο κίνδυνος επιτοκίου αναφέρεται στη μεταβλητότητα της κερδοφορίας των τραπεζών λόγω αυξομειώσεων των επιτοκίων. Από τη δεκαετία του ’80, η φιλελευθεροποίηση των αγορών είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη μεταβλητότητα των επιτοκίων Οι τόκοι αποτελούν την κύρια πηγή εσόδων και εξόδων των τραπεζών Η μεταβλητότητα των επιτοκίων έχει επίπτωση στην αξία του ενεργητικού της τράπεζας και των εσόδων που αυτά επιφέρουν. Ο κίνδυνος επιτοκίων διακρίνεται α) στον κίνδυνος θέσης ή επένδυσης (position risk) και β) στον κίνδυνο εισοδήματος ή εσόδων (income risk).

Κίνδυνος Θέσης Ο κίνδυνος αυτός αφορά τη μεταβολή μίας επένδυσης, στη συγκεκριμένη περίπτωση τη μεταβολή της τιμής ομολόγων σε μία μεταβολή της τιμής των επιτοκίων. Όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια του ομολόγου τόσο περισσότερο ευαίσθητη είναι η μεταβολή της τρέχουσας τιμής του σε σχέση με την ονομαστική αξία. Η τρέχουσα τιμή μιας τοποθέτησης που διαρκεί n περιόδους και τα έσοδα κάθε περίοδο διατηρούνται σταθερά είναι: 𝑃 0 = 𝑡=1 𝑛 𝐷 𝑡 1+𝑘 𝑡 + FV 𝑛 1+𝑘 𝑛 Όπου 𝑃 0 =τρέχουσα τιμή τοποθέτησης k=Απόδοση (απαιτούμενη απόδοση ή προεξοφλητικό επιτόκιο) 𝐷 𝑡 =Μέρισμα (σταθερό) n=Περίοδοι τοποθέτησης (καταβολής των ροών) 𝐹𝑉 𝑛 =Ονομαστική αξία.

Κίνδυνος Θέσης Για τον κίνδυνο μεταβολής μίας επένδυσης με ή χωρίς τοκομερίδιο, σταθερού ή κυμαινόμενου επιτοκίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος του τροποποιημένου δείκτη διάρκειας (modified duration) και ο δείκτης σταθμισμένης διάρκειας (duration ή Macaulay duration). Ο δείκτης σταθμισμένης διάρκειας εκφράζει το μέσο χρόνο που χρειάζεται για την είσπραξη των εισροών και της ονομαστικής αξίας. Ο δείκτης σταθμισμένης διάρκειας (duration) μας δείχνει την ευαισθησία ενός τίτλου στις μεταβολές του επιτοκίου. Μαθηματικά ο δείκτης σταθμισμένης διάρκειας ορίζεται ως εξής: Δείκτης σταθμισμένης διάρκειας: D=-ΔP*(1+i)*P*Δi δηλαδή ΔP/P=-D* Δi/(1+i) όπου το αρνητικό πρόσημο δηλώνει την αντίστροφη σχέση επιτοκίων και τιμής. Από την παραπάνω σχέση προκύπτει: ΔP=-P*D* Δi/(1+i). Η διάρκεια υπολογίζεται ως εξής: 𝐷= 𝐶 1 (1+𝑟) ∗1+ 𝐶 2 1+𝑟 2 ∗2+…+ 𝐶 𝑛 1+𝑟 𝑛 ∗𝑛+ 𝐹𝑉 𝑛 1+𝑟 𝑛 ∗𝑛 𝑃 Όπου C είναι οι ροές (τοκομερίδια), n είναι η συνολική διάρκεια σε περιόδους (πχ χρόνια), FV είναι η ονομαστική αξία του τίτλου, P είναι η τρέχουσα τιμή του τίτλου και r το επιτόκιο μεταβολής. Ο τροποποιημένος δείκτης διάρκειας ορίζεται ως το πηλίκο της διάρκειας προς το (1+r). Δηλαδή: MD(Modified Duration)=D/(1+r). Η μεταβολή της τιμής ενός τίτλου πχ ομολόγου σε μια μεταβολή του επιτοκίου προσδιορίζεται ως εξής: Μεταβολή τιμής ομολόγου ΔP = -P*MD*Δr όπου Δr η μεταβολή του επιτοκίου. Η τιμή του ομολόγου μετά τη μεταβολή των επιτοκίων είναι ίση με P+ΔP.

Παράδειγμα Υποθέτουμε ένα ομόλογο 2 ετών ονομαστικής αξίας 10.000 ευρώ με τοκομερίδιο 1000 ευρώ. Το επιτόκιο είναι 10%. Προσδιορίστε την διάρκεια και τον τροποποιημένο δείκτη διάρκειας. Λύση Επειδή το εκδοτικό επιτόκιο (10.000/1000=10%) ισούται με το προεξοφλητικό επιτόκιο η ομολογία διαπραγματεύεται στο άρτιο, δηλαδή η τρέχουσα τιμή είναι ίση με την ονομαστική αξία. Εάν το εκδοτικό επιτόκιο είναι μεγαλύτερο από το προεξοφλητικό επιτόκιο η ομολογία διαπραγματεύεται με premium. Εάν το εκδοτικό επιτόκιο είναι μικρότερο από το προεξοφλητικό επιτόκιο η ομολογία διαπραγματεύεται με discount. Η διάρκεια υπολογίζεται ως εξής: 𝐷𝑢𝑟𝑎𝑡𝑖𝑜𝑛= 1000 (1+0,1) ∗1+ 1000 1+0,1 2 ∗2+ 10000 1+0,1 2 ∗2 10000 =1,909. Ο τροποποιημένος δείκτης διάρκειας είναι: MD(Modified Duration)= 1,909 1+0,1 =1,73. Αν τα επιτόκια αυξηθούν κατά 2% δηλαδή από 10% σε 12% η τρέχουσα τιμή του ομολόγου χρησιμοποιώντας τον τροποποιημένο δείκτη διάρκειας θα είναι: Μεταβολή της τιμής του ομολόγου=ΔP=-10.000*1,73*0,02=-346 ευρώ. Δηλαδή θα πέσει 346 ευρώ. Η τιμή του ομολόγου μετά την μεταβολή θα είναι 10.000-346=9.654.

Παράδειγμα Υπολογίστε τη διάρκεια μιας ομολογίας της οποίας η τιμή αυξήθηκε από €950 σε €960 και η απόδοσή της μειώθηκε από 9% σε 8,5%. Λύση −𝐷= ΔP 𝑃 Δi 1+𝑖 = 10 950 −0,005 1,09 =−2,29 άρα η διάρκεια θα είναι 2,29 έτη.

Παράδειγμα Υπολογίστε τη διάρκεια (duration) ενός ομολόγου με ονομαστική αξία 100.000 ευρώ με ετήσιο κουπόνι 8% με λήξη σε 2 χρόνια εάν το επιτόκιο είναι 9%. α) Υπολογίστε την τιμή του ομολόγου εάν τα επιτόκια αυξηθούν κατά 10 μονάδες βάσης. β) Υπολογίστε την τιμή του ομολόγου μετά τη μεταβολή του επιτοκίου, χωρίς να χρησιμοποιήσετε την διάρκεια (duration). Λύση Το τοκομερίδιο θα είναι 8.000 (100.000*8%). Η τιμή του ομολόγου θα είναι: 𝑃 0 = 8.000 1,09 + 108.000 1,09 2 =98.240,889 Ο δείκτης σταθμισμένης διάρκειας (duration) θα είναι: 𝐷𝑢𝑟𝑎𝑡𝑖𝑜𝑛 D = 8.000 1+0,09 ∗1+ 108.000 1+0,09 2 ∗2 98.240,889 =1,92 χρόνια. α) Αν τα επιτόκια μεταβληθούν κατά 10 μ.β. (μονάδες βάσης) δηλαδή κατά 0,1% ή σε δεκαδική μορφή κατά 0,001 (Δr=0,001) τότε χρησιμοποιώντας τον δείκτη σταθμισμένης διάρκειας (duration) έχουμε: Δ𝑃 𝑃 =−𝐷 Δ𝑟 1+𝑟 ⇒ Δ𝑃 98.240,889 =−1,92∙ 0,001 1,09 ⇒Δ𝑃=-173,525 Με r=0,091 έχουμε για την τιμή της ομολογίας 𝑃 0 = 8.000 1,091 + 108.000 1,091 2 =98.067,599 Άρα ΔP=98.067,599-98.240,889=-173,29. Παρατηρούμε ότι υπάρχει διαφορά στο αποτέλεσμα σε σχέση με τον τρόπο που ακολουθήθηκε στο α ερώτημα, όπου χρησιμοποιήσαμε τη διάρκεια προκειμένου να υπολογίσουμε τη μεταβολή της τιμής του ομολόγου σε μια μεταβολή του επιτοκίου. Αυτό οφείλεται στην ύπαρξη κυρτότητας. Η σχέση της ποσοστιαίας μεταβολής ΔP/P με τη μεταβολή του επιτοκίου Δr/r δεν είναι γραμμική αλλά κυρτή. Δηλαδή όσο μεγαλύτερη είναι η μεταβολή του επιτοκίου, τόσο περισσότερο λάθος είναι η προσέγγιση της παραπάνω εκτίμησης της ΔP (χρησιμοποιώντας τη διάρκεια). Όταν Δr>0 και έχουμε μεγάλη μεταβολή των επιτοκίων, έχουμε υπερεκτίμηση της πτώσης της τιμής και όταν Δr<0 και μεγάλη μεταβολή των επιτοκίων, έχουμε υποεκτίμηση της αύξησης της τιμής.

Κίνδυνος εισοδήματος Κίνδυνος εισοδήματος: αναφέρεται στην πιθανότητα που υπάρχει να μειωθεί το εισόδημα μιας τράπεζας σε μια απρόβλεπτη ή μη επιθυμητή εξέλιξη των επιτοκίων.

Μέτρηση Επιτοκιακού Κινδύνου: Κίνδυνος Εισοδήματος Πιο διαδεδομένη τεχνική μέτρησης επιτοκιακού κινδύνου σε συνάρτηση με τον κίνδυνο εισοδήματος είναι η ανάλυση ανοίγματος (gap analysis) α) στατική και β) δυναμική ανάλυση ανοίγματος. Ο επιτοκιακός κίνδυνος προκύπτει από τη διαφορετική επίδραση των μεταβολών του επιτοκίου στα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού ανάλογα με την ευαισθησία των στοιχείων στις μεταβολές του επιτοκίου.

Μέτρηση Επιτοκιακού Κινδύνου: Κίνδυνος Εισοδήματος Τεχνική της Στατικής Ανάλυσης Ανοίγματος: Ο σκοπός της συγκεκριμένης ανάλυσης είναι να υπολογιστεί το προσδοκώμενο εισόδημα από τόκους και οι πιθανές μεταβολές του από την μεταβολή των επιτοκίων. Η μέθοδος αυτή επικεντρώνεται στον υπολογισμό της διαφοράς των ευμετάβλητων σε αλλαγές του επιτοκίου στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού. Για το σκοπό αυτό επιλέγεται ένα χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο προσδιορίζονται τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού που μπορούν να μεταβληθούν, δηλαδή είναι ευαίσθητα στις αλλαγές επιτοκίου ή είναι αμετάβλητα. Ευμετάβλητα σε αλλαγές του επιτοκίου είναι τα στοιχεία τα οποία θα ανατιμολογηθούν μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα. Ευμετάβλητα σε αλλαγές του επιτοκίου στοιχεία μπορεί τα επιτόκια τους να ανατιμολογηθουν μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα είτε επειδή λήγουν μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα είτε επειδή η ανατιμολόγηση γίνεται αυτόματα όπως τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου θεωρούνται ευαίσθητα στις μεταβολές επιτοκίου από την άποψη του ενεργητικού και οι καταθέσεις ταμιευτηρίου από την άποψη του παθητικού. Κάθε επενδυτικό προϊόν, τίτλος, το οποίο ωριμάζει εντός του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος είναι ευαίσθητο στις μεταβολές επιτοκίου. Αφού προσδιοριστούν ποια είναι τα ευαίσθητα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους υπολογίζεται το GAP δηλαδή: GAP = RSAs – RSLs Όπου RSAs (Rate Sensitive Assets): στοιχεία ενεργητικού ευαίσθητα στις μεταβολές του επιτοκίου RSLs (Rate Sensitive Liabilities): στοιχεία παθητικού ευαίσθητα στις επιτοκιακές μεταβολές.

Παράδειγμα Υποθέτουμε ότι έχει πραγματοποιηθεί η κατάταξη των ευαίσθητων στοιχείων σε χρονικές ζώνες και έχουμε υπολογίσει τη θέση ανοίγματος και τη σωρευτική θέση ανοίγματος σε μια τράπεζα όπως φαίνεται στον επόμενο πίνακα. Τα ποσά είναι σε εκατομμύρια ευρώ. Ζητούνται: Α) Κατά πόσο θα μεταβληθεί το καθαρό επιτοκιακό εισόδημα της τράπεζας εάν την επομένη ημέρα τα επιτόκια αυξηθούν κατά 1%; Β. Κατά πόσο θα μεταβληθεί το καθαρό επιτοκιακό εισόδημα της τράπεζας εάν μετά από ένα χρόνο το μέσο επιτόκιο αυξηθεί κατά 1%;

Παράδειγμα Α) Στην περίπτωση του χρονικού διαστήματος της μιας ημέρας η μεταβολή των καθαρών εσόδων από τόκους (ΔNII) προσδιορίζεται ως εξής: ΝΙΙ=Net Interest Income. GAP=-€10.000.000. ΔNII=GAP*ΔR=-10.000.000*1%=-€100.000. Δηλαδή τα καθαρά έσοδα από τόκους θα μειωθούν κατά €100.000. Β) Για τον ένα χρόνο έχουμε. Σωρευτικό (Cumulative) GAP (CGAP) = -€15.000.000. ΔNII=CGAP*ΔR=-15.000.000*1%=-€150.000. Δηλαδή τα καθαρά έσοδα από τόκους θα μειωθούν κατά €150.000.

Παράδειγμα Υποθέτουμε ότι το πιστωτικό ίδρυμα εμφανίζει τα παρακάτω στοιχεία στο συνοπτικό ισολογισμό που εμφανίζεται στον πίνακα. Λήξη Στοιχεία Ενεργητικού Μέση Απόδοση Στοιχεία Παθητικού Κόστος Επιτοκίου Ευαίσθητα στοιχεία 400 6% 500 3% Μη ευαίσθητα στοιχεία 300 10% 100 7% Μη κερδοφόρα Σύνολο 800 700 Ίδια κεφάλαια 200 Ενεργητικό 1600

Παράδειγμα Λύση Τα καθαρά έσοδα από τόκους (Net Interest Income-NII) προσδιορίζονται ως εξής: NII=400*6%+300*10%-500*3%-100*7%=32 εκ. Το GAP προσδιορίζεται ως εξής GAP=400-500=-100. Αν τα επιτόκια αυξηθούν κατά 1% η μεταβολή των εσόδων από τόκους θα είναι: ΔNII=GAP*ΔR=-100*1%=-1 εκατ. ευρώ θα είναι η μείωση των εσόδων από τόκους.

Υπόδειγμα ανοίγματος Θετικό GAP Σημαίνει ότι τα στοιχεία του ενεργητικού, δηλαδή οι χορηγήσεις κυμαινόμενου επιτοκίου είναι περισσότερες από τις καταθέσεις (ταμιευτηρίου). Σε αυτή την περίπτωση είναι ορατός ο κίνδυνος έλλειψης ρευστότητας αλλά ταυτόχρονα η πιθανή αύξηση των εσόδων σε ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων. Αρνητικό GAP Σημαίνει ότι τα ευαίσθητα στοιχεία του παθητικού, δηλαδή οι καταθέσεις κυμαινόμενου επιτοκίου είναι περισσότερες από τις χορηγήσεις κυμαινόμενου επιτοκίου (ευαίσθητα στοιχεία ενεργητικού). Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει επάρκεια ρευστότητας αλλά μια μεταβολή των επιτοκίων προς τα πάνω συνεπάγεται αύξηση του κόστους χρήματος και μείωση των εσόδων από τόκους. Σημαίνει ότι τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού είναι ίσα. Μπορεί να εμφανιστεί σε σπάνιες περιπτώσεις και μόνο βραχυπρόθεσμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια μεταβολή των επιτοκίων δεν επηρεάζει τα καθαρά έσοδα από τόκους. Στρατηγικές που μηδενίζουν το άνοιγμα: Περιοδικοί υπολογισμοί του ανοίγματος σε μικρά χρονικά διαστήματα Σύνδεση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που μπορούν να ανατιμολογηθούν έτσι ώστε το περιοδικό άνοιγμα να → στο μηδέν Χρησιμοποίηση συναλλαγών εκτός ισολογισμού για την αντιστάθμιση του κινδύνου [π.χ ανταλλαγή επιτοκίων (interest rate swaps, προθεσμιακά συμβόλαια)]

Υπόδειγμα ανοίγματος Θετικό GAP Σημαίνει ότι τα στοιχεία του ενεργητικού, δηλαδή οι χορηγήσεις κυμαινόμενου επιτοκίου είναι περισσότερες από τις καταθέσεις (ταμιευτηρίου). Σε αυτή την περίπτωση είναι ορατός ο κίνδυνος έλλειψης ρευστότητας αλλά ταυτόχρονα η πιθανή αύξηση των εσόδων σε ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων. Αρνητικό GAP Σημαίνει ότι τα ευαίσθητα στοιχεία του παθητικού, δηλαδή οι καταθέσεις κυμαινόμενου επιτοκίου είναι περισσότερες από τις χορηγήσεις κυμαινόμενου επιτοκίου (ευαίσθητα στοιχεία ενεργητικού). Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει επάρκεια ρευστότητας αλλά μια μεταβολή των επιτοκίων προς τα πάνω συνεπάγεται αύξηση του κόστους χρήματος και μείωση των εσόδων από τόκους. Σημαίνει ότι τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού είναι ίσα. Μπορεί να εμφανιστεί σε σπάνιες περιπτώσεις και μόνο βραχυπρόθεσμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια μεταβολή των επιτοκίων δεν επηρεάζει τα καθαρά έσοδα από τόκους. Στρατηγικές που μηδενίζουν το άνοιγμα: Περιοδικοί υπολογισμοί του ανοίγματος σε μικρά χρονικά διαστήματα Σύνδεση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που μπορούν να ανατιμολογηθούν έτσι ώστε το περιοδικό άνοιγμα να → στο μηδέν Χρησιμοποίηση συναλλαγών εκτός ισολογισμού για την αντιστάθμιση του κινδύνου [π.χ ανταλλαγή επιτοκίων (interest rate swaps, προθεσμιακά συμβόλαια)]

Υπόδειγμα ανοίγματος Μειονεκτήματα Δεν εξετάζεται η επίδραση των μεταβολών των επιτοκίων στην αγοραία αξία τους. Η αδυναμία πρόβλεψης μεταβολής των βασικών επιτοκίων, άρα και η αδυναμία πρόβλεψης της ανάλυσης. Αγνοούνται οι μεταβολές των υπό εξέταση στοιχείων μέσα στο χρονικό διάστημα που καθορίζεται για την ανάλυση. Για παράδειγμα, μπορεί να εξετάζουμε τη μεταβολή κάποιων ευαίσθητων στοιχείων ενεργητικού σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τριάντα ημερών αλλά κάποια μπορεί να ωριμάζουν ή να μεταβάλλονται στην αρχή της περιόδου και άλλα στο τέλος. Υπάρχει περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής οπότε αυτά τα δάνεια πρέπει να θεωρηθούν ευαίσθητα σε αλλαγές επιτοκίου (rate sensitive) καθώς ανατιμολογούνται μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα. Δεν λαμβάνεται υπόψη η επανεπένδυση των χρηματοροών από την περιοδική είσπραξη τόκων. Άλλο σημαντικό μειονέκτημα του υποδείγματος είναι ότι υποθέτουμε ότι όταν μεταβάλλονται τα επιτόκια μεταβάλλονται ισόποσα τα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων.

Υπόδειγμα του χρόνου ως τη λήξη (Maturity model) Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ένα μειονέκτημα του υποδείγματος ανοίγματος είναι ότι βασίζεται σε λογιστικές τιμές (book values) και όχι αγοραίες τιμές (market values). Η καταγραφή των αγοραίων τιμών σημαίνει ότι τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού ανατιμώνται ώστε να αντικατοπτρίζουν της τρέχουσες συνθήκες της αγοράς.

Υπόδειγμα του χρόνου ως τη λήξη (Maturity model) Ας θεωρήσουμε ένα ομόλογο το οποίο έχει ένα χρόνο μέχρι τη λήξη του, ονομαστική αξία €100, εκδοτικό επιτόκιο 10%, και η τρέχουσα απόδοση στη λήξη-προεξοφλητικό επιτόκιο (που αντικατοπτρίζει τα τρέχοντα επιτόκια) είναι 10%. Η δίκαιη αξία του ομολόγου ισούται με την παρούσα αξία των ταμειακών ροών του ομολόγου δηλαδή: 𝑃 0 = 10+100 1,1 =100 Εάν τα επιτόκια αυξηθούν στιγμιαία κατά μια μονάδα δηλαδή στο 11% η αγοραία αξία του ομολόγου θα πέσει στο: 𝑃 1 = 10+100 1,11 =99,1 Η απώλεια του κεφαλαίου (ΔP) θα είναι €0,9 ή ΔP=99,1-100=-€0,9. Η ποσοστιαία μεταβολή στην τιμή είναι: ΔP 𝑃 0 = 99,1−100 100 =−0,9%. Το παράδειγμα αυτό απλά αποδεικνύει το γεγονός ότι μια άνοδος των επιτοκίων μειώνει την τιμή τον ομολόγων.

Υπόδειγμα του χρόνου ως τη λήξη (Maturity model) Αν το προηγούμενο ομόλογο είχε εκδοθεί ως υποχρέωση (liability) (πχ μια σταθερού εισοδήματος κατάθεση) αντί για περιουσιακό στοιχείο η επίδραση πάλι θα ήταν η ίδια –η αγοραία τιμή της κατάθεσης θα έπεφτε. Παρόλα αυτά η οικονομική ερμηνεία διαφέρει. Μια πτώση στις υποχρεώσεις είναι καλοδεχούμενη ενώ μια πτώση στα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης δεν είναι. Ας υποθέσουμε ότι μια τράπεζα εκδίδει μια ενός έτους κατάθεση με υποσχόμενο επιτόκιο 10% και ονομαστική αξία €100. Όταν τα τρέχοντα επιτόκια είναι 10% η αγοραία αξία της υποχρέωσης είναι 100. 𝑃 0 = 10+100 1,1 =100 Αν τα επιτόκια στις ενός έτους καταθέσεις αυξηθούν ακαριαία στο 11% η τράπεζα κερδίζει έχοντας κλειδώσει ένα επιτόκιο στους καταθέτες μόνο 10%. Η αγοραία αξία της υποχρέωσης στου καταθέτες θα έπεφτε στα €99,1. Εναλλακτικά, αυτή θα ήταν η τιμή την οποία η τράπεζα θα έπρεπε να πληρώσει τον καταθέτη εάν επαναγόραζε την κατάθεση στη δευτερογενή αγορά. 𝑃 1 = 10+100 1,11 =99,1 (

Υπόδειγμα του χρόνου ως τη λήξη (Maturity model) Είδαμε ότι μια άνοδος των επιτοκίων μειώνει την αγοραία αξία τόσο των περιουσιακών στοιχείων όσο και των υποχρεώσεων. Μια πτώση των επιτοκίων θα επέφερε αύξηση της αξίας και για το ενεργητικό και για το παθητικό. Στα προηγούμενα παραδείγματα και η κατάθεση και το ομόλογο ήταν ενός έτους. Μπορούμε εύκολα να δείξουμε ότι εάν το ομόλογο ή η κατάθεση ήταν τριετής με το ίδιο ετήσιο εκδοτικό επιτόκιο, την ίδια αύξηση των επιτοκίων από 10% σε 11% θα είχε μεγαλύτερη επίδραση στις αγοραίες τιμές του ομολόγου και της κατάθεσης. Δηλαδή, πριν την αύξηση των επιτοκίων: 𝑃 0 = 10 1,1 + 10 1,1 2 + 10+100 1,1 3 =100 Μετά την αύξηση στα επιτόκια από 10% σε 11%: 𝑃 1 = 10 1,11 + 10 1,11 2 + 10+100 1,11 3 =97,56 Η μεταβολή στην αγοραία αξία θα είναι ΔP= 97,56-100=-2,44 ή σε ποσοστό ΔP 𝑃 0 = 97,56−100 100 =−2,44%. (

Υπόδειγμα του χρόνου ως τη λήξη (Maturity model) Τα προηγούμενα παραδείγματα παρουσιάζουν ένα γενικό κανόνα: Όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος μέχρι τη λήξη ενός σταθερού-εισοδήματος περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης τόσο μεγαλύτερη είναι η πτώση της αξίας τους για μια δεδομένη αύξηση των επιτοκίων. (

Υπόδειγμα του χρόνου ως τη λήξη (Maturity model) Οι προηγούμενοι γενικοί κανόνες μπορούν να επεκταθούν και για ένα χαρτοφυλάκιο από περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις. Η ληκτότητα Μi του ενεργητικού (παθητικού) είναι ίση με το σταθμισμένο μέσο ληκτότητας του κάθε στοιχείου. Δηλαδή: 𝑀 𝑖 = 𝑊 𝑖1 𝑀 𝑖1 + 𝑊 𝑖2 𝑀 𝑖2 +…+ 𝑊 𝑖𝑛 𝑀 𝑖𝑛 όπου ΜΑ και ΜL ο γεωμετρικός μέσος όρος της ληκτότητας των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού και Wij η σημασία της αγοραίας τιμής του στοιχείου ενεργητικού (παθητικού) ως προς το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού (παθητικού), δηλαδή το ποσοστό συμμετοχής στο χαρτοφυλάκιο του ενεργητικού (παθητικού). (

Υπόδειγμα του χρόνου ως τη λήξη (Maturity model) Από τα προηγούμενα γίνεται αντιληπτό ότι η μεταβολή της καθαρής αξίας-θέσης (net worth) από μια μεταβολή των επιτοκίων εξαρτάται από το μέγεθος των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού και το βαθμό που υπάρχει ασυμφωνία ληκτότητας μεταξύ των παραπάνω. Δηλαδή εξαρτάται από το άνοιγμα ληκτότητας (maturity gap), ΜΑ – ΜL. Ας θεωρήσουμε την περίπτωση όπου ΜΑ – ΜL > 0 δηλαδή η ληκτότητα του ενεργητικού είναι μεγαλύτερη από τη ληκτότητα του παθητικού. Αυτό συμβαίνει στις περισσότερες τράπεζες. Ας θεωρήσουμε επίσης ότι έχουμε ένα χαρτοφυλάκιο με αγοραία αξία στοιχείων ενεργητικού €100 και υποχρεώσεις €90. Η διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας του ενεργητικού Α και της αγοραίας αξίας των υποχρεώσεων L είναι η καθαρή αξίας-θέση Ε = €10. Σε αυτό το παράδειγμα η ληκτότητα των στοιχείων του ενεργητικου είναι 3 χρόνια και των υποχρεώσεων 1. Άρα σε μια δεδομένη αύξηση των επιτοκίων η αγοραία αξία του ενεργητικού A θα πέσει περισσότερο από την αγοραία αξία των υποχρεώσεων L. Γενικά ισχύει ότι η μεταβολή στην αγοραία αξία της καθαρής αξίας-θέσης ισούται με τη διαφορά της αγοραίας αξίας του ενεργητικού και του παθητικού: ΔΕ=ΔΑ-ΔL. Τα €100 εκατομμύρια των στοιχείων του ενεργητικού επενδύονται σε ένα τριετές ομόλογο με εκδοτικό επιτόκιο 10% και οι υποχρεώσεις αποτελούνται από €90 εκατομμύρια που συγκεντρώνονται από τις καταθέσεις διάρκειας 1 έτους πληρώνοντας επιτόκιο 10%. Είδαμε νωρίτερα ότι εάν τα επιτόκια ανέβουν κατά 1 μονάδα από 10% σε 11% η αξία των τριετών ομολόγων πέφτει 2,44% ενώ η αξία των καταθέσεων πέφτει 0,9%. Άρα η αξία του ενεργητικού πέφτει κατά €2,44 και του παθητικού κατά 0,9%*90=€0,81. Άρα η καθαρή αξία-θέση έχει μεταβολή ίση: ΔΕ=-2,44-(-0,81)=-€1,63. Άρα η καθαρή αξία-θέση πέφτει από τα €10 εκατομμύρια στα €8,37 εκατομμύρια. Μια απώλεια της τάξης του 16,3%. Έτσι με ένα άνοιγμα ληκτότητας ΜΑ – ΜL = 2 έτη μια αύξηση των επιτοκίων κατά μια μονάδα έχει πολύ σημαντική επίδραση στη καθαρή αξία-θέση του ιδρύματος. Ανοσοποίηση (immunization) του χαρτοφυλακίου μπορεί ένα πιστωτικό ίδρυμα να πετύχει, όταν είναι πλήρως προστατευμένο από τον επιτοκιακό κίνδυνο. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που θεωρήσουμε ότι υπάρχει συμφωνία ληκτότητας, δηλαδή ΜΑ – ΜL = 0 πάλι δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι πετύχαμε ανοσοποίηση του χαρτοφυλακίου, εφόσον μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές duration μεταξύ των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού. (

Το υπόδειγμα της μέσης διάρκειας αναμονής αξιών – ανοίγματος (Duration Gap Analysis) Επίσης μετρά την ευαισθησία της τιμής του τίτλου σε μεταβολές των επιτοκίων. Το υπόδειγμα της μέσης διάρκειας αξιών – ανοίγματος εξετάζει την ευαισθησία της αγοραίας αξίας των καθαρών εσόδων του πιστωτικού ιδρύματος σε αλλαγές στα επιτόκια. Αφού προσδιοριστεί η σταθμισμένη διάρκεια (duration) του ενεργητικού και του παθητικού, ο κίνδυνος του επιτοκίου προσδιορίζεται από την εύρεση της Dgap. Η Dgap αποτελεί το μέτρο έκθεσης στον επιτοκιακό κίνδυνο. (

Παράδειγμα υπολογισμού Duration Gap Analysis Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται στοιχεία του ισολογισμού μιας τράπεζας σε εκατομμύρια. Στη στήλη με το επιτόκιο αναφέρονται το μέσο επιτόκιο των χορηγήσεων, η μέση απόδοση των ομολόγων, το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων προθεσμίας και το μέσο επιτόκιο των πιστοποιητικών καταθέσεων. Υποθέτουμε ότι η μέση χρονική διάρκεια των δανείων και των ομολόγων είναι τρία έτη, των προθεσμιακών καταθέσεων ένα έτος και των πιστοποιητικών κατάθεσης δυο έτη. (

Παράδειγμα υπολογισμού Duration Gap Analysis Ενεργητικό Αξία Επιτόκιο Παθητικό Ταμείο 100 Καταθέσεις Προθεσμίας 300 3% Χορηγήσεις 800 6% Πιστοποιητικά καταθέσεων 600 2% Ομόλογα Σύνολο υποχρεώσεων 900 Σύνολο απαιτήσεων Ίδια κεφάλαια Σύνολο Ενεργητικού 1000 Σύνολο παθητικού (

Παράδειγμα υπολογισμού Duration Gap Analysis Η duration ενός χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων είναι ο σταθμισμένος μέσος των duration των ατομικών περιουσιακών στοιχείων, με τα βάρη να αντικατοπτρίζουν το ποσοστό του χαρτοφυλακίου που επενδύονται σε κάθε ένα από αυτά. Άρα έχουμε: Duration Ενεργητικού = 800 1000 ∗2,83+ 100 1000 ∗2,91=2,55 Duration Υποχρεώσεων = 300 900 ∗1+ 600 900 ∗1,98=1,65 (

Παράδειγμα υπολογισμού Duration Gap Analysis Αν υποθέσουμε ότι τα επιτόκια αυξάνονται κατά 1% η τρέχουσα αξία των στοιχείων του ισολογισμού θα είναι: Για τις χορηγήσεις ΔP = −2,83∗ 0,01 1,06 ∗800=−21,3 Για τα ομόλογα ΔP = -2,91 ∗ 0,01 1,03 *100=-2,82 Για της καταθέσεις προθεσμίας ΔP = -1 ∗ 0,01 1,03 ∗300=−2,91 Για τα πιστοποιητικά καταθέσεων ΔP = -1,98 ∗ 0,01 1,02 ∗600=−11,64 Άρα η καθαρή αξία-θέση (net worth) του πιστωτικού ιδρύματος θα μειωθεί κατά -21,3-2,82-(-2,91)-(-11,64)=-€9,57. (

Παράδειγμα υπολογισμού Duration Gap Analysis Σκοπός είναι να υπολογίσουμε την επίδραση που θα έχει στα στοιχεία του ενεργητικού και των υποχρεώσεων καθώς και στα ίδια κεφάλαια (καθαρή αξία-θέση) μια μεταβολή των επιτοκίων από το 10% σε 11%. (

Παράδειγμα υπολογισμού Duration Gap Analysis Αξία Duration Σταθμισμένο Duration Ενεργητικό Ταμείο 100 Χορηγήσεις 800 2,8 2,24 Ομόλογα 2,9 0,29 Μέση duration 2,53 Υποχρεώσεις Καταθέσεις προθεσμίας 300 1 0,33 Πιστοποιητικά καταθέσεων 600 2 1,33 1,66 (

Παράδειγμα υπολογισμού Duration Gap Analysis Το σταθμισμένο duration προκύπτει αν πολλαπλασιάσουμε το duration με το ποσό του αντίστοιχου ενεργητικού (υποχρεώσεων) διαιρεμένο με το σύνολο του ενεργητικού (υποχρεώσεων). Η μέση duration προκύπτει αν αθροίσουμε τα σταθμισμένα duration για κάθε κατηγορία (ενεργητικού, παθητικού). Για παράδειγμα για τις χορηγήσεις πολλαπλασιάζουμε το 2,8 επί 800 δια το συνολικό ενεργητικό που είναι 1000 δηλαδή 2,8*800/1000 = 2,24. (

Παράδειγμα υπολογισμού Duration Gap Analysis Με συνολική αξία €1000 η αγοραία αξία του ενεργητικού θα υποστεί μεταβολή: ΔΑ = –DA*Α*Δi/(i+1) όπου: DA = το duration των στοιχείων του ενεργητικού. Α = το συνολικό ενεργητικό. Δi = η μεταβολή στο επιτόκιο 0,11 – 0,10 = 0,01. i = το επιτόκιο = 0,1. Άρα ΔΑ = –2,53*1000*0,1/1,1 = –€23. Με συνολική αξία €900 η αγοραία αξία των υποχρεώσεων θα υποστεί μεταβολή: ΔL = –DL*L*Δi/(i+1) όπου DL = το duration των υποχρεώσεων. L = το σύνολο των υποχρεώσεων. Με παρόμοιο τρόπο υπολογίζουμε τη μεταβολή της αγοραίας αξίας των υποχρεώσεων και έχουμε ΔL = –1,66*900*0,1/1,1 = –€13,63 Άρα η μεταβολή στην καθαρή θέση του πιστωτικού ιδρύματος θα είναι: ΔΕ = ΔΑ – ΔL = -23 –(–13,63) = –€9,36. Δηλαδή πτώση €9,36. (

Παράδειγμα υπολογισμού Duration Gap Analysis Μπορούμε να φτάσουμε στην ίδια απάντηση χρησιμοποιώντας την duration gap Dgap η οποία ορίζεται από την ακόλουθη σχέση: Dgap = DA – k*DL. Όπου DA και DL η duration του ενεργητικού και του παθητικού αντίστοιχα και k = Υποχρεώσεις / Ενεργητικό. Και τέλος ΔΕ = – Dgap *Α*Δi/(1+i). Άρα: ΔΕ = – 2,53 –(900/1000)*1,66*1000*(0,01/1,06) = –€9,36. Όπως γίνεται αντιληπτό, η duration gap analysis υπολογίζει με ένα σύντομο και κατανοητό τρόπο την έκθεση της τράπεζας στον επιτοκιακό κίνδυνο. Όσο πιο μικρή είναι η τιμή της Dgap, τόσο πιο μικρή είναι η έκθεση της τράπεζας στις μεταβολές του επιτοκίου. Η τράπεζα μπορεί να μειώσει την έκθεσή της στον κίνδυνο, μειώνοντας την τιμή της Dgap και πετυχαίνοντας την ανοσοποίηση του χαρτοφυλακίου. (

Παράδειγμα υπολογισμού Duration Gap Analysis Αν υποθέσουμε ότι τα duration Ενεργητικού και Παθητικού ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος είναι DA = 6 χρόνια και DL = 4 χρόνια αντίστοιχα και αναμένεται τα επιτόκια να αυξηθούν από 9% σε 10%, ποια θα είναι η επίπτωση στα ίδια κεφάλαια (καθαρή θέση-αξία; Με ποιο τρόπο μπορεί να μειωθεί η ζημιά; Ο συνοπτικός ισολογισμός της τράπεζας σε εκατομμύρια ευρώ πριν την αύξηση των επιτοκίων είναι: ( Ενεργητικό (€εκατ.) Assets Παθητικό (€εκατ.) Liabilities Ενεργητικό = 110 Υποχρεώσεις = 100 Ίδια κεφάλαια = 10 110

Παράδειγμα υπολογισμού Duration Gap Analysis Η επίπτωση στα ίδια κεφάλαια της τράπεζας υπολογίζεται ως εξής: ΔΕ = -(DA-k*DL)*A*Δi/(1+i) Άρα, ΔΕ = -(6-0,9*4)*110*0,01/0,09 = -€2,42 εκατ. Το οποίο σημαίνει ότι η τράπεζα θα χάσει 2,42 εκατ. Ευρώ εάν αυξηθούν τα επιτόκια κατά 1%. Τα ίδια κεφάλαια θα γίνουν 10-2,42=€7,58 εκατ. Για να μπορέσει η τράπεζα να μειώσει τη ζημιά, δηλαδή να μηδενίσει το ΔΕ αυτό που μπορεί να κάνει είναι να μηδενίσει την διαφορά. Δηλαδή DA-k*DL = 0 που είναι DA = k*DL, επομένως να θέσει DL = DA/k = 6/0,9 = 6,66. Επομένως θα πρέπει να αυξήσει την διάρκεια του παθητικού ώστε να φτάσει τουλάχιστο 6,66. Εναλλακτικά αντί να μεταβάλει το DL μπορεί να μεταβάλει αντίστοιχα το DA. (