Θεωρία περί κοινωνικής κατασκευής
Η θεώρηση περί κοινωνικής κατασκευής έχει ως αφετηρία και βάση την αντίληψη της σύγχρονης φιλοσοφίας περί γλωσσικής στροφής. Βασίζεται στην άποψη ότι η γλώσσα, οι λέξεις, οι έννοιες αναφορικά με τα σημαινόμενα που τους αποδίδονται αποτελούν το κλειδί κατανόησης του κόσμου.
Tο ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην αναζήτηση εξηγήσεων γιατί, για ποιους λόγους και από ποιους αποδόθηκαν συγκεκριμένα νοήματα σε έννοιες και σε λέξεις.
Γενικά στις προοπτικές αυτής της θεώρησης τα νοήματα που αποδίδονται μέσα από τη χρήση λέξεων και εννοιών είναι κοινωνικές κατασκευές που εξυπηρετούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και δεν σχετίζονται με την ουσία των πραγμάτων.
Δεν αναζητείται μια αντικειμενική αλήθεια, ή μάλλον καλύτερα δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο επιμέρους κατακερματισμένα νοήματα.
Η προσέγγιση κοινωνικών ζητημάτων δεν πραγματώνεται στη βάση της ουσίας ή της υπόστασης (άνθρωπος, υποκείμενο, βιολογικό φύλο, φύση, κοινωνία κ.λπ. ) αλλά στη βάση συνδυασμών μεταξύ συμβόλων, γλώσσας, κειμένων κ.λπ.
Η πραγματικότητα οποιασδήποτε μορφής είναι έργο γλωσσικών, ερμηνευτικών ή συμβολικών κατασκευών. Η κοινωνική κατασκευή σε μια τέτοια προοπτική δεν αντικαθιστά την ουσία των πραγμάτων αλλά ανάγεται η ίδια ως ουσία του κοινωνικού και όχι μόνο κόσμου.
Όταν για παράδειγμα αναφερόμαστε ότι το Α, Β, Γ κ.λπ. είναι κατασκευασμένο, εννοούμε ότι είμαστε εμείς που συνδέουμε το Α, Β, Γ κ.λπ. με μια ιδέα, με ένα συγκεκριμένο νόημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το Α, Β, Γ κ.λπ. δεν υπάρχει αφ’ εαυτό, αλλά σημαίνει ότι το νόημα στο ήδη αφ’ εαυτόν υπάρχον κατασκευάζεται στο πλαίσιο της κοινωνικής-πολιτισμικής εξελικτικής διαδικασίας.
Η θεωρία αυτή είναι σημαντική όταν θέσουμε στο πλαίσιο της για διερεύνηση ζητήματα όπως διαφυλικές ιεραρχίες, σχέσεις εξουσίας στον αθλητισμό, ποιος δίνει τα νοήματα στην αθλητική δράση και γιατί κ.λπ.
Στο πλαίσιο της κοινωνιολογικής σκέψης παρατηρούμε σήμερα μια σχεδόν καθολικού χαρακτήρα αντίδραση από τους κοινωνιολόγους κατά της κατεστημένης κοινωνικής θεωρίας, και κυρίως ενάντια στον δομολειτουργισμό, με τον ισχυρισμό ότι έχει αποκοπεί από την καθημερινή κοινωνική εμπειρία.
Αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αθλητική κοινωνική έρευνα επειδή αμφισβητούνται καθολικά ισχύουσες συνιστώσες της αθλητικής δράσης που μπορούσαν να αποτυπωθούν με ποσοτικούς όρους και έτσι έχουμε μια αλλαγή παραδείγματος στις αθλητικές κοινωνιολογικές έρευνες.
Αναζητούμε το κοινωνικό νόημα της αθλητικής δράσης όχι παίρνοντας ως σημείο αφετηρίας την αθλητική δομή αλλά το υποκείμενο, το υποκειμενικό νόημα που αποδίδεται σε αυτή.
Για παράδειγμα το αθλητικό νόημα συγκροτείται από τον αθλητή, το νόημα της φυσικής αγωγής από τον καθηγητή φυσικής αγωγής κ.λπ. συγκυριακά και κυρίως σε αντιστοιχία με τον κοινωνικό- πολιτισμικό χώρο και χρόνο.
Γενικά μια εθνομεθοδολογική προσέγγιση του αθλητισμού μας βοηθάει να κατανοήσουμε ότι το νόημα της αθλητικής κοινωνικής πραγματικότητας είναι ρευστό. Οι αθλητικές δομές -για παράδειγμα οι αθλητικοί κανόνες- εδώ είναι ρευστές,-οί, εφόσον προκύπτουν από τους μεταβαλλόμενους τρόπους που το εμπλεκόμενο υποκείμενο μπορεί να τους ερμηνεύει.
Στις προοπτικές της φαινομενολογίας και κυρίως της εθνομεθοδολογίας δεν αναγνωρίζεται ο αθλητικός κόσμος ως μια σχετικά ανεξάρτητη κοινωνικά οντότητα υπό την έννοια ύπαρξης ενός αντικειμενικού αθλητικού νοήματος. Σε μια τέτοια προσέγγιση δεν υφίσταται ουσιαστικό ζήτημα αλληλοδιείσδυσης ή αλληλοεπιρροής μεταξύ αντικειμενικής αθλητικής δομής και δρώντος υποκειμένου.
Κριτική θεωρία
Οι βάσεις όλων των μετα-νεωτερικών θεωριών ουσιαστικά εντοπίζονται στην Κριτική Θεωρία όπως αυτή συγκροτήθηκε και καλλιεργήθηκε στη λεγόμενη Σχολή της Φρανκφούρτης το 1930 και μετέπειτα με βασικούς εκπροσώπους τον Adorno, Horkheimer, Marcuse και αργότερα διευρύνθηκε από τους Habermas, Foucault, Fromm κ.α..
Η κριτική θεωρία επικεντρώνεται σε μια ριζοσπαστικού χαρακτήρα πολιτισμική- κοινωνική κριτική και αναλύει έναν μεγάλο αριθμό από κοινωνικά ζητήματα και προβλήματα που προέκυψαν από τις ιδέες του διαφωτισμού. Εδώ ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε ο ορθός λόγος αλλά ο τρόπος που συγκροτήθηκε.
Η κριτική θεωρία ουσιαστικά επικεντρώνει το ενδιαφέρον της σε κοινωνικά-πολιτισμικά δεδομένα τα οποία εμποδίζουν την πραγματοποίηση των ιδεωδών που προωθήθηκαν από το ρεύμα του διαφωτισμού (Habermas).
Από την άλλη πλευρά δίνει βαρύτητα σε εκείνες τις τάσεις εντός τις κοινωνίας που υπόσχονται την πραγματοποίηση αυτών των ιδεών.
Η κριτική θεωρία μας παρέχει τη δυνατότητα να δούμε τη διαλεκτική σχέση μεταξύ αθλητικής δράσης και αθλητικής δομής. Οι άνθρωποι-αθλητές δημιουργούν, συγκροτούν, παράγουν τον αθλητικό κόσμο, τις αθλητικές δομές αλλά και αυτές παράγουν τους αθλητές.
Όταν όμως οι αθλητικές δομές οι οποίες κατασκευάζονται από τους ανθρώπους συστηματοποιούνται σε τέτοιο βαθμό έτσι ώστε να αρχίζουν να κυριαρχούν επάνω του τότε οι δομές αυτές έχουν τη δυνατότητα και να μεταβάλουν τη φύση των ανθρώπων, να τους αλλοτριώσουν.
Η έννοια της αλλοτρίωσης αποτελεί το κλειδί για να καταλάβουμε τον πυρήνα που βασίζεται η κριτική σκέψη και θεωρία. Για παράδειγμα ο αθλητής αλλοτριώνεται, όταν τη θέση του, τη θέση δηλαδή του υποκειμένου την παίρνει η επίδοση (Πραγμοποίηση)
Στα νοηματικά σημαινόμενα που παραπέμπει ο όρος Πραγμοποίηση η αθλητική ιδιότητα, το αθλητικό ταλέντο και η αθλητική επίδοση για παράδειγμα, ως ανθρώπινες ιδιότητες καταλήγουν να γίνονται πράγματα (εργαλειοποίηση), χάνοντας έτσι την ανθρώπινη ουσία τους, τον ανθρώπινο χαρακτήρα τους, και αποχτάνε μια αυτόνομη (αφ’ εαυτής) υπόσταση
Οι αθλητικές σχέσεις σε αυτή την προοπτική μετασχηματίζονται μονοσήμαντα και μονοδιάστατα σε σχέσεις αντικειμένων οι οποίες συνιστούν μια δεύτερη φύση αμετάβλητη και ανεξάρτητη από την ανθρώπινη βούληση.
Στο πλαίσιο της κριτικής θεωρίας, αθλητικό υποκείμενο, αθλητική δράση και αθλητικές δομές δεν προσεγγίζονται σαν διαφορετικές οντότητες εφόσον και στα επίπεδα της αλλοτρίωσης οι αθλητικές δομές είναι ανθρώπινα δημιουργήματα.
Στις προοπτικές κριτικών θεωρήσεων ο αθλητισμός αλλάζει σε αντιστοιχία με τις ιστορικές συνθήκες και εφόσον αλλάζουν οι πολιτικές και οικονομικές, επικοινωνιακές (ΜΜΕ), θρησκευτικές κ.λπ. καταστάσεις.
Η θεωρία περί δομοποίησης
Η θεώρηση αυτή αντιλαμβάνεται τις σχέσεις μεταξύ δομής και υποκειμένου, ελεύθερης βούλησης και καταναγκασμού, εθελοντισμού και αιτιοκρατίας, σαν αλληλο-εμπλεκόμενα πεδία στη βάση των οποίων συγκροτείται η οποιαδήποτε κοινωνική διαδικασία, επίσης και η αθλητική.
Η δομή εδώ δεν συνιστά μόνο περιοριστικό παράγοντα αλλά και παράγοντα που παρέχει δυνατότητες. Έτσι η δομή, σε αντίθεση για παράδειγμα με το δομολειτουργισμό και τα παράγωγά του, εδώ προσδιορίζεται με όρους κανόνων και πόρων.
Η δομοποίηση αναφέρεται στην αλληλοδιείσδυση(interpenetration) δομής και υποκειμενικών χαρακτηριστικών. Η δομή και ο υποκειμενικός παράγοντας εμφανίζονται σαν αδιαχώριστα συστατικά μιας κοινωνικής διαδικασίας, επομένως και της αθλητικής.
Οι εκάστοτε αθλητικές δομές που διαμορφώνουν και το πλαίσιο των αθλητικών διαδράσεων σε αυτή την προοπτική είναι δυναμικά μεγέθη τα οποία και συντηρούνται αλλά και αλλάζουν από τα ανθρώπινα υποκείμενα, άλλοτε σε λιγότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό στη ροή του χρόνου και σε αντιστοιχία με την ιστορική συγκυρία.
Αυτό σημαίνει ότι η αθλητική δράση και επικοινωνιακή πρακτική δεν μπορεί ποτέ να έχει ολοκληρωτικά αιτιοκρατικό-δομικό χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή κατά την οποία το ενεργά δρων υποκείμενο στον αθλητισμό μπορεί να απελευθερωθεί εντελώς από την αθλητική δομή.
Όταν ένα υποκείμενο ελευθερωθεί εντελώς από μια συγκεκριμένη δομή, τότε δεν μπορεί να αποδοθεί αθλητικό νόημα στην υποκειμενική δραστηριότητα, για το λόγο και μόνο ότι το αθλητικό κοινωνικό νόημα συγκροτείται και παράγεται στο πλαίσιο συγκεκριμένων αθλητικών δομών (Χώρος, Χρόνος κ.λπ.)
Το ενδιαφέρον απομακρύνεται από την εμπειρία του αθλητή ως ατομικού υποκειμένου αλλά και από τις αθλητικές δομές και προσηλωνόμαστε στις αθλητικές πρακτικές οι οποίες συν-διαμορφώνονται από το αθλητικό υποκείμενο και την αθλητική δομή ταυτόχρονα.
Στις προοπτικές μιας αυστηρής ανάλυσης του αθλητισμού στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης, το αθλητικό σύστημα δεν έχει μια υπόσταση που υπερβαίνει τα επιμέρους αθλητικά υποκείμενα και την συλλογική τους δράση. Δεν διαθέτει κάποιες ιδιότητες ενδογενείς και αυτόνομες
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ