ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ Από το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ Από το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ Γεννήθηκε από Γερμανοεβραίους γονείς στη Φραγκφούρτη στις 12/6/1929. Η ανέμελη παιδική ζωή της διακόπτεται το 1933, οπότε η οικογένειά της αναγκάζεται να μεταγκατασταθεί στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας για να γλιτώσει από τις μαζικές διώξεις των Εβραίων που οργάνωνε το ναζιστικό καθεστώς του Αδόλφου Χίτλερ. Ωστόσο, λίγα χρόνια μετά ( Μάιος του 1940) τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Ολλανδία και, όπως γράφει η ίδια η Άννα : « Τότε άρχιζε στ’ αλήθεια η δυστυχία των Εβραίων...υποχρεώθηκαν να φορούν ένα κίτρινο αστέρι, έπρεπε να παραχωρήσουν τα ποδήλατά τους, απαγορεύτηκε να μπαίνουν σε τραμ και να οδηγούν... Επιτρέπεται μόνο να ψωνίζουν από τις 3 μέχρι τις 5, και μόνο σε καταστήμαα που έχουν ταμπέλα «εβραϊκό κατάστημα»... Πρέπει να είναι στα σπίτια τους από τις 8 το βράδυ και δεν επιτρέπεται να καθήσουν ούτε στον κήπο τους μετά τις 8. Δεν επιτρέπεται να πηγαίνουν θέατρο ή κινηματογράφο και σε κάθε άλλο χώρο ψυχαγωγίας. Δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε δημόσιες αθλητικές δραστηριότητες και είναι υποχρεωμένοι να φοιτούν μόνο σε εβραϊκά σχολεία..... Έτσι ζούμε μέσα στους περιορισμούς».
Θέλοντας να προστατεύσει την οικογένειά του, ο πατέρας της Όττο Φρανκ, φροντίζει να κρυφτούν οικογενειακώς στο σπίτι μιας φιλικής ολλανδικής οικογένειας, μαζί με μια άλλη οικογένεια Εβραίων, τους Βαν Ντααν (Ιούλιος 1942). Ο πατέρας της, στα 13 γενέθλια της Άννας, της δωρίζει ένα ημερολόγιο που αποτελεί αυθεντικό ντοκουμέντο της ψυχολογίας μιας ξεχωριστής εφήβου μέσα σ’ ένα βάρβαρο κόσμο γεμάτο τρόμο. Μέσα σ’ αυτό (έως την 1/8/1944) η Άννα καταγράφει τα βιώματα και τα συναισθήματά της από τη σοφίτα όπου κρυβόταν. Στις 4/8/1944 η Γερμανική Στρατιωτική Αστυνομία (Γκεστάπο) εισβάλλει και συλλαμβάνει τις δύο οικογένειες. Το ημερολόγιο το διασώζει η καθαρίστρια του σπιτιού. Οι οικογένειες μετφέρονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς στην Πολωνία ( από τις 2 οικογένειες σωθηκαν ο Όττο Φρανκ και ο νεαρός Πίτερ Βαν Ντααν). Μετά την απελευθέρωσή του από τα ρωσικά στρατεύματα (Ιανουάριος του 1945) ο Όττο Φρανκ πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει μόλις 22 ημέρες νωρίτερα. Η Άννα και η αδερφή της Μαργκότ είχαν μεταφερθεί από το Νοέμβριο του 1944 στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν, όπου εξαντλημένες από τις κακουχίες και τις άθλιες συνθήκες αρρώστησαν από τύφο και πέθαναν (Μάρτιος του 1945, δύο μηνες πριν την απελευθέρωση της Ολλανδίας).
Θ ΕΜΑ Τ Α ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΜΙΑΣ ΕΦΗΒΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Νοηματικοί άξονες του κειμένου (τα στάδια των ψυχολογικών αλλαγών της μικρής Άννας / η εφηβική ηλικία είναι η ηλικία των μεγάλων σωματικών / συναισθηματικών αλλαγών που προκαλούν αβεβαιότητα, σύγχιση, έλλειψη ισορροπίας και κρίση ταυτότητας στον έφηβο) : Κατάρρευση του γονεϊκού προτύπου (διάψευση, απογοήτευση) Ψυχολογία ανταγωνισμού και σύγκρουσης (αμφισβήτηση, ρήξη) Έλλειψη επικοινωνίας και κατανόησης (χάσμα γενεών) Αίσθηση απαξίωσης και απομόνωσης (κλονισμός αυτοπεποίθησης) Αποξένωση και μοναξιά (κλείσιμο στον εαυτό) Νοηματικοί άξονες του κειμένου (τα στάδια των ψυχολογικών αλλαγών της μικρής Άννας / η εφηβική ηλικία είναι η ηλικία των μεγάλων σωματικών / συναισθηματικών αλλαγών που προκαλούν αβεβαιότητα, σύγχιση, έλλειψη ισορροπίας και κρίση ταυτότητας στον έφηβο) : Κατάρρευση του γονεϊκού προτύπου (διάψευση, απογοήτευση) Ψυχολογία ανταγωνισμού και σύγκρουσης (αμφισβήτηση, ρήξη) Έλλειψη επικοινωνίας και κατανόησης (χάσμα γενεών) Αίσθηση απαξίωσης και απομόνωσης (κλονισμός αυτοπεποίθησης) Αποξένωση και μοναξιά (κλείσιμο στον εαυτό)
ΘΕΜΑΤΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ - ΕΝΟΤΗΤΕΣ Το κείμενο δεν χωρίζεται σε επιμέρους ενότητες καθώς η γραφή είναι συνεχόμενη, πηγαία, αυθόρμητη και εξωτερικεύει τα συναισθήματα της δεκατριάχρονης Άννας με διαδοχικό και κλιμακωτό τρόπο (ομοδιηγητική εσωτερική αφήγηση) Μέσα από τη γραφή του ημερολογίου και κυρίως από το συγκεκριμένο απόσπασμα διαφαίνεται μία απίστευτη ωριμότητα της Άννας – καταγράφει τα συναισθήματά της για τους γονείς της αποκαλύπτεται ο τραυματισμένος ψυχικός της κόσμος Η γλώσσα είναι απλή, ζωντανή, αυθόρμητη και άμεση (περιορισμοί της μεταφραστικής διαδικασίας) Το ύφος είναι λιτό, σαφές, ζωντανό, δεν υπάρχουν σχήματα λόγου και υπάρχει σοβαρότητα στην έκφραση, με τη χρήση του πρώτου προσώπου το κείμενο αποκτά εξομολογητική διάθεση και διέπεται από ειλικρίνεια και αμεσότητα αλλά και μελαγχολία ( συνθήκες μέσα στις οποίες έχει γραφεί το κείμενο) Το κείμενο δεν χωρίζεται σε επιμέρους ενότητες καθώς η γραφή είναι συνεχόμενη, πηγαία, αυθόρμητη και εξωτερικεύει τα συναισθήματα της δεκατριάχρονης Άννας με διαδοχικό και κλιμακωτό τρόπο (ομοδιηγητική εσωτερική αφήγηση) Μέσα από τη γραφή του ημερολογίου και κυρίως από το συγκεκριμένο απόσπασμα διαφαίνεται μία απίστευτη ωριμότητα της Άννας – καταγράφει τα συναισθήματά της για τους γονείς της αποκαλύπτεται ο τραυματισμένος ψυχικός της κόσμος Η γλώσσα είναι απλή, ζωντανή, αυθόρμητη και άμεση (περιορισμοί της μεταφραστικής διαδικασίας) Το ύφος είναι λιτό, σαφές, ζωντανό, δεν υπάρχουν σχήματα λόγου και υπάρχει σοβαρότητα στην έκφραση, με τη χρήση του πρώτου προσώπου το κείμενο αποκτά εξομολογητική διάθεση και διέπεται από ειλικρίνεια και αμεσότητα αλλά και μελαγχολία ( συνθήκες μέσα στις οποίες έχει γραφεί το κείμενο)
Σε αυτό το απόσπασμα του ημερολογίου, η Άννα αναφέρεται σε ένα απλό περιστατικό από την καθημερινή τους ζωή μέσα στην κρυψώνα, όταν δανείστηκε ένα βιβλίο όσο το διάβαζε η αδερφή της η Μαργκότ, με αποτέλεσμα η δεύτερη να αντιδράσει νευριασμένη και οι γονείς της να μαλώσουν την Άννα και να της ζητήσουν να επιστρέψει αμέσως το βιβλίο στην αδερφή της αυτό το περιστατικό αποτελεί την αφορμή για τις σκέψεις και την κριτική της Άννας για την οικογένειά της. Αρχικά, μιλωντας στην υποτιθέμενη φίλη της Κίτυ, στην οποία και απευθύνεται το ημερολόγιο, η Άννα δηλώνει ότι νιώθει παραμελημένη και υποδεέστερη (« πάντα εγώ τα πληρώνω») και περιγράφει το περιστατικό με το βιβλίο και την επίπληξη των γονιών της με τιμωρητική διάθεση. Αυτό το γεγονός δεν την πείραξε αλλά της δημιούργησε μεγάλη θλίψη και απαισιοδοξία. Στη συνέχεια αναφέρεται στις διαταραγμένες σχέσεις που είχε με την μητέρα της μιλά ψυχρά και τυπικά για αυτήν, δηλώνοντας ότι «την αγαπώ παρά μονο γιατί είναι μητέρα μου / ηθικό χρέος» και δείχνει ωμότητα, έλλειψη τρυφερότητας, σκληρότητα και αδιαφορία απέναντι στην μητέρα της, την στιγμή που θα έπρεπε να ήταν πολύ σημαντικό πρόσωπο στη ζωή της δεκατριάχρονης κοπέλας. Η Άννα μας εξηγεί σε όλο το κείμενο γατί αισθάνεται έτσι για την μητέρα της: Σε αυτό το απόσπασμα του ημερολογίου, η Άννα αναφέρεται σε ένα απλό περιστατικό από την καθημερινή τους ζωή μέσα στην κρυψώνα, όταν δανείστηκε ένα βιβλίο όσο το διάβαζε η αδερφή της η Μαργκότ, με αποτέλεσμα η δεύτερη να αντιδράσει νευριασμένη και οι γονείς της να μαλώσουν την Άννα και να της ζητήσουν να επιστρέψει αμέσως το βιβλίο στην αδερφή της αυτό το περιστατικό αποτελεί την αφορμή για τις σκέψεις και την κριτική της Άννας για την οικογένειά της. Αρχικά, μιλωντας στην υποτιθέμενη φίλη της Κίτυ, στην οποία και απευθύνεται το ημερολόγιο, η Άννα δηλώνει ότι νιώθει παραμελημένη και υποδεέστερη (« πάντα εγώ τα πληρώνω») και περιγράφει το περιστατικό με το βιβλίο και την επίπληξη των γονιών της με τιμωρητική διάθεση. Αυτό το γεγονός δεν την πείραξε αλλά της δημιούργησε μεγάλη θλίψη και απαισιοδοξία. Στη συνέχεια αναφέρεται στις διαταραγμένες σχέσεις που είχε με την μητέρα της μιλά ψυχρά και τυπικά για αυτήν, δηλώνοντας ότι «την αγαπώ παρά μονο γιατί είναι μητέρα μου / ηθικό χρέος» και δείχνει ωμότητα, έλλειψη τρυφερότητας, σκληρότητα και αδιαφορία απέναντι στην μητέρα της, την στιγμή που θα έπρεπε να ήταν πολύ σημαντικό πρόσωπο στη ζωή της δεκατριάχρονης κοπέλας. Η Άννα μας εξηγεί σε όλο το κείμενο γατί αισθάνεται έτσι για την μητέρα της:
Η μητέρα της πάντα έδειχνε ξεχωριστή συμπάθεια στην αδερφή της την Μαργκότ (« η μητέρα προστατεύει την Μαργκότ...προστατεύουν πάντα η μια την άλλη» Η μητέρα επιπλήττει διαρκώς την Άννα και την θεωρεί υπαίτια για κάθε πρόβλημα («έχω γίνει αδιάφορη στις μομφές της μητέρας») Η μητέρα δεν παίρνει την κόρη της στα σοβαρά και την θεωρεί φταίχτη για κάθε αναστατωση(«παρ’ όλα αυτά... την απελπισία μου» σελ.49) Είναι διαφορετικοί χαρακτήρες, πράγμα που καθιστά την επικοινωνία μεταξύ τους δύσκολη και προβληματική («όπως και να το κάμεις... να τον κρίνω» σελ. 49) Η μητέρα έχει στα μάτια της μικρής Άννας παράλογο, σκληρό και σαρκαστικό χαρακτήρα («δεν θέλω να της πω βάναυσα πως είναι παράλογη, σαρκαστική και σκληρή») Τέλος, η μητέρα είναι πραγματικά απούσα από την ζωή της Άννας, δεν στηρίζει, δεν κατανοεί, δεν παρηγορεί, δεν διαπαιδαγωγεί σωστά το παιδί της και αυτό δημιουργεί ένα μεγάλο κενό στην ψυχή του μικρού κοριτσιού («τη συγκρίνω μόνο... Μητέρα μου» σελ. 50) Η μητέρα της πάντα έδειχνε ξεχωριστή συμπάθεια στην αδερφή της την Μαργκότ (« η μητέρα προστατεύει την Μαργκότ...προστατεύουν πάντα η μια την άλλη» Η μητέρα επιπλήττει διαρκώς την Άννα και την θεωρεί υπαίτια για κάθε πρόβλημα («έχω γίνει αδιάφορη στις μομφές της μητέρας») Η μητέρα δεν παίρνει την κόρη της στα σοβαρά και την θεωρεί φταίχτη για κάθε αναστατωση(«παρ’ όλα αυτά... την απελπισία μου» σελ.49) Είναι διαφορετικοί χαρακτήρες, πράγμα που καθιστά την επικοινωνία μεταξύ τους δύσκολη και προβληματική («όπως και να το κάμεις... να τον κρίνω» σελ. 49) Η μητέρα έχει στα μάτια της μικρής Άννας παράλογο, σκληρό και σαρκαστικό χαρακτήρα («δεν θέλω να της πω βάναυσα πως είναι παράλογη, σαρκαστική και σκληρή») Τέλος, η μητέρα είναι πραγματικά απούσα από την ζωή της Άννας, δεν στηρίζει, δεν κατανοεί, δεν παρηγορεί, δεν διαπαιδαγωγεί σωστά το παιδί της και αυτό δημιουργεί ένα μεγάλο κενό στην ψυχή του μικρού κοριτσιού («τη συγκρίνω μόνο... Μητέρα μου» σελ. 50)
o Στη συνέχεια η Άννα μιλά για τον πατέρα της, για τον οποίο τα συναισθήματά της είναι πολύ διαφορετικά: Δηλώνει ότι τον αγαπά πραγματικά («γιατί αγαπώ τρελά τον Πιμ» / «δεν αγαπώ κανέναν στον κόσμο όσο τον πατέρα») Είναι το μεγάλο εξιδανικευμένο πρότυπο της ζωής της, το «σταθερό» της σημείο («είναι το μεγάλο μου ιδεώδες») Νιώθει πίκρα όταν αυτός δείχνει αγάπη στην αδερφή της («στη Μαργκότ δεν φέρεται.... σε μένα» σελ.49) Αισθάνεται απογοητευμένη και αδικημένη όταν δεν παίρνει το μέρος της («περιμένω... να μου δώσει» σελ. 49) Νιώθει στην καρδιά της ενα κενό και ένα παράπονο, όταν ο πατέρας της δεν τη στηρίζει, δεν την καταλαβαίνει ή δεν κουβεντιάζει όσα η Άννα επιθυμεί σαν να την αγνοεί («το μόνο που ζητώ...τα ελαττώματά της» σελ. 49) o Η μικρή Άννα αναφέρεται σύντομα και στην αδερφή της την Μαργκότ λεγοντας ότι και με αυτήν οι σχεσεις της είναι τυπικές («δεν τις αγαπώ...αδερφή μου») παρ’ όλο που «δεν ζηλεύει την Μαργκότ και δεν φθονεί την ομορφιά της και την εξυπνάδα της») o Στη συνέχεια η Άννα μιλά για τον πατέρα της, για τον οποίο τα συναισθήματά της είναι πολύ διαφορετικά: Δηλώνει ότι τον αγαπά πραγματικά («γιατί αγαπώ τρελά τον Πιμ» / «δεν αγαπώ κανέναν στον κόσμο όσο τον πατέρα») Είναι το μεγάλο εξιδανικευμένο πρότυπο της ζωής της, το «σταθερό» της σημείο («είναι το μεγάλο μου ιδεώδες») Νιώθει πίκρα όταν αυτός δείχνει αγάπη στην αδερφή της («στη Μαργκότ δεν φέρεται.... σε μένα» σελ.49) Αισθάνεται απογοητευμένη και αδικημένη όταν δεν παίρνει το μέρος της («περιμένω... να μου δώσει» σελ. 49) Νιώθει στην καρδιά της ενα κενό και ένα παράπονο, όταν ο πατέρας της δεν τη στηρίζει, δεν την καταλαβαίνει ή δεν κουβεντιάζει όσα η Άννα επιθυμεί σαν να την αγνοεί («το μόνο που ζητώ...τα ελαττώματά της» σελ. 49) o Η μικρή Άννα αναφέρεται σύντομα και στην αδερφή της την Μαργκότ λεγοντας ότι και με αυτήν οι σχεσεις της είναι τυπικές («δεν τις αγαπώ...αδερφή μου») παρ’ όλο που «δεν ζηλεύει την Μαργκότ και δεν φθονεί την ομορφιά της και την εξυπνάδα της»)
Η Άννα ολοκληρώνει τη συλλογιστική της πορεία με μία αυθόρμητη και πηγαία εξωτερίκευση των σκέψεών της σχετικά με τον ρόλο των γονέων και τις ανάγκες των παιδιών απέναντί τους οι γονείς πρέπει να είναι δίκαιοι με τα παιδιά τους, να μην προτιμούν διαρκώς το ένα και να επιπλήττουν το άλλο, να τα αγαπούν άδολα με όλες τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους, να τα πλησιάζουν και να είναι πρόθυμοι να συζητούν τα προβληματά τους και τις αγωνίες τους, να τα στηρίζουν στις δύσκολες στιγμές τους και να έχουν εγγύτητα μαζί τους και να προσφέρουν βεβαιότητα, ασφάλεια και συναισθηματική κάλυψη στα παιδιά τους οι γονείς της όμως δεν συμπεριφέρονται κατά αυτόν τον τρόπο με αποτέλεσμα η Άννα να νιώθει πως την χωρίζει ένα μεγάλο «χάσμα γενεών» από αυτούς, ότι έχει αποστασιοποιηθεί από αυτούς, γεγονός που μεγαλώνει την ανάγκη και την απελπισία της («είμαι ξεκομμένη από τους γονείς μου» / «δεν υποπτεύονται ότι μου λείπουν στη ζωή και ότι τους αποδοκιμάζω για αυτόν το λόγο» σελ.50) Με ωριμότητα και εξυπνάδα το δεκατριάχρονο κορίτσι προσπαθεί να βρει την προσωπική της ταυτότητα, να διώξει από πάνω της την αθωότητα και την παιδικότητα και να ωριμάσει παρόλο που η εφηβική ηλικία την περιορίζει ακόμα στο να εκφράσει τον εσωτερικό της κόσμο με σαφήνεια και καθαρότητα, καθώς αυτός ολοένα αλλάζει και διαπλάθεται (« ωστόσο... να τα εκφράσω» σελ. 50) Η Άννα ολοκληρώνει τη συλλογιστική της πορεία με μία αυθόρμητη και πηγαία εξωτερίκευση των σκέψεών της σχετικά με τον ρόλο των γονέων και τις ανάγκες των παιδιών απέναντί τους οι γονείς πρέπει να είναι δίκαιοι με τα παιδιά τους, να μην προτιμούν διαρκώς το ένα και να επιπλήττουν το άλλο, να τα αγαπούν άδολα με όλες τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους, να τα πλησιάζουν και να είναι πρόθυμοι να συζητούν τα προβληματά τους και τις αγωνίες τους, να τα στηρίζουν στις δύσκολες στιγμές τους και να έχουν εγγύτητα μαζί τους και να προσφέρουν βεβαιότητα, ασφάλεια και συναισθηματική κάλυψη στα παιδιά τους οι γονείς της όμως δεν συμπεριφέρονται κατά αυτόν τον τρόπο με αποτέλεσμα η Άννα να νιώθει πως την χωρίζει ένα μεγάλο «χάσμα γενεών» από αυτούς, ότι έχει αποστασιοποιηθεί από αυτούς, γεγονός που μεγαλώνει την ανάγκη και την απελπισία της («είμαι ξεκομμένη από τους γονείς μου» / «δεν υποπτεύονται ότι μου λείπουν στη ζωή και ότι τους αποδοκιμάζω για αυτόν το λόγο» σελ.50) Με ωριμότητα και εξυπνάδα το δεκατριάχρονο κορίτσι προσπαθεί να βρει την προσωπική της ταυτότητα, να διώξει από πάνω της την αθωότητα και την παιδικότητα και να ωριμάσει παρόλο που η εφηβική ηλικία την περιορίζει ακόμα στο να εκφράσει τον εσωτερικό της κόσμο με σαφήνεια και καθαρότητα, καθώς αυτός ολοένα αλλάζει και διαπλάθεται (« ωστόσο... να τα εκφράσω» σελ. 50)
Τέλος, η Άννα με την ειλικρίνεια και την αγνότητα της ηλικίας της (ειρωνία όταν σκεφτούμε τις συνθήκες που επικρατούν γύρω της με τον πόλεμο και την εκδίωξη του εβραϊκού πληθυσμού) παραδέχεται ότι αποζητά την αγάπη και την αποδοχή των γονιών της και ότι της στοιχίζει και την αποδυναμώνει αυτή η κατάσταση (οι άδικοι και σκληροί γονείς που μεροληπτούν εναντίον της, που απαξιώνουν και περιθωριοποιούν την Άννα, που δεν της δείχνουν στοργή και ζεστασιά), καθώς απομονώνεται στον εαυτό της και νιώθει ότι έχει χάσει τα όρια της υπομονής της («θα αντέξω το χτύπημα...αγαπά» / «μερικές φορές αισθάνεται ότι το ποτήρι ξεχειλίζει» σελ. 50)