Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

1 ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ (ΙΙ). 2 ΒΑΣΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Salmon,Μ., Earman, J. (1992), Eισαγωγή στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, μτφ. Κ. Πωγωνδιώτης,

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "1 ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ (ΙΙ). 2 ΒΑΣΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Salmon,Μ., Earman, J. (1992), Eισαγωγή στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, μτφ. Κ. Πωγωνδιώτης,"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 1 ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ (ΙΙ)

2 2 ΒΑΣΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Salmon,Μ., Earman, J. (1992), Eισαγωγή στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, μτφ. Κ. Πωγωνδιώτης, Γ. Φουρτούνης, Αθήνα: Π.Ε.Κ. Αυγελής Ν. (2010) Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, Θεσ/νίκη: Σταμούλης Losee, J.(1981) Φιλοσοφία της Επιστήμης, μτφρ. Θ. Χρηστίδης, Θεσσ/νικη: Βάνιας Brown, Η.L.(1994) Aντίληψη, Θεωρία και Δέσμευση, μτφρ. Α. Λευιτικός, Αθήνα: Π.Ε.Κ. Ρουσόπουλος Γ. (2009) ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ, Αθήνα: Gutenberg. Kenny, Α. (επ.),(2005) Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ. Δ. Ρισσάκη, Αθήνα: Νεφέλη. Chalmers, A.(1994) Tι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη; Μτφρ. Γ. Φουρτούνης, Αθήνα: Π.Ε.Κ. Κraft, V. (1986) O Kύκλος της Βιέννης, μτφρ. Γ. Μανάκος, Αθήνα: Γνώση.

3 3 Τι είναι επιστήμη; 1. Είδος συμπεριφοράς με το οποίο οι άνθρωποι αποκτούν έλεγχο επί του περιβάλλοντός τους. 2. Διάκριση επιστήμης - τεχνολογίας. Η πρώτη αποτελεί σύνολο θεωρητικής γνώσης και η δεύτερη εφαρμογή της θεωρητικής γνώσης για την επίλυση πρακτικών προβλημάτων. 3. Η επιστήμη ορίζεται βάσει των προτάσεών της. Καθολικές προτάσεις. 4. Σύνδεση της επιστήμης με τη μεθοδολογία της. Σύνολο πειραματικών διαδικασιών που διερευνούν τη φύση. 5. Ορισμός της επιστήμης σύμφωνα με το γνωσιολογικό της υπόβαθρο. 6. Ορισμός της επιστήμης σύμφωνα με το περιεχόμενό της. 7. Όροι λειτουργίας της επιστήμης. Συνέπεια, οργάνωση, δομή. 8. Θετική επιδοκιμασία των όρων επιστήμη - επιστημονικός

4 4 Φιλοσοφία της Ε π ιστήμης 1. Η φιλοσοφία της ε π ιστήμης είναι η διατύ π ωση και η κριτική των γενικών α π όψεων π ου στηρίζονται σε σημαντικές ε π ιστημονικές θεωρίες. Η μεθοδολογία της Φιλοσοφίας της Ε π ιστήμης συνδέεται στενά με τη Γνωσιοθεωρία. 2. Η φιλοσοφία της ε π ιστήμης ερευνά τα θεμελιώδη ερωτήματα π ου εγείρονται α π ό την π ολυμορφία των ε π ιστημών. 3. Α π οτελεί ένα τομέα γνώσεων ό π ου αναλύονται και διευκρινίζονται οι έννοιες και οι θεωρίες των ε π ιστημών Ο φιλόσοφος της Επιστήμης επιζητεί απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: - Ποια χαρακτηριστικά διακρίνουν την επιστημονική έρευνα από άλλα είδη έρευνας; - Ποιες μεθόδους οφείλουν να ακολουθούν οι επιστήμονες όταν ερευνούν τη φύση; - Ποιες συνθήκες πρέπει να ικανοποιεί μια επιστημονική ερμηνεία για να είναι σωστή; -Ποιο είναι το γνωστικό υπόβαθρο των επιστημονικών νόμων και αρχών. Δηλαδή διάκριση από άλλα είδη έρευνας, μέθοδος έρευνας της φύσης, συνθήκες συγκρότησης μιας επιστημονικής ερμηνείας, γνωστικά δεδομένα. Ο φιλόσοφος ερευνά τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις και αξιολογεί τις θεωρίες και τις κρίσεις για τα φαινόμενα. Ο επιστήμων συγκροτεί τις κρίσεις ερευνώντας τους νόμους των φαινομένων

5 5 NOMOI THΣ ΦΥΣΗΣ (LAWS OF NATURE) ΝΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΙΣΧΥ ΓΙΑ ΟΛΟ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΣΕ ΚΑΘΕ ΤΟΠΟ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟ ΟΙ Φ. Ν. ΣΥΝΤΕΛΟΥΝ ΣΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΠΟΥ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ. (ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΕΣ) ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ: Καθολική ισχύς, Αναγκαιότητα, Κανονικότητα Ορισμένοι φιλόσοφοι της Επιστήμης θεωρούν ότι οι ν. της φ. αποτελούν περιγραφές τάσεων και κανονικοτήτων που προϋπάρχουν. Άλλοι ότι δεν διαδραματίζουν κανένα ρόλο στη δημιουργία κανονικοτήτων της φύσης ή στις φυσικές τάσεις που αναδεικνύονται. Μια τρίτη τάση συνδυάζει και τις δύο απόψεις αναγνωρίζοντας τον ρόλο των πεποιθήσεων μας στην πολυποικιλότητα της φύσης. ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ: Θεωρεί τους νόμους ως επιτομές των παρατηρήσεων. ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ: Οι νόμοι αποτελούν ιεραρχία υποθέσεων για την οντολογία των φυσικών συστημάτων. ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Οι νόμοι είναι γραμματικοί κανόνες που εξηγούν τον τρόπο που χρησιμοποιούνται οι έννοιες.

6 6 David Hume (1711-1776) (1) To πρώτο του βιβλίο : Treatise of Human Nature αναφέρεται σε δύο διαφορετικά είδη που ονομάζονται ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ και ΙΔΕΕΣ. Εντυπώσεις είναι τα αντικείμενα των οποίων έχουμε άμεσα συναίσθηση όταν αντιλαμβανόμαστε ή ενδοσκοπούμε. Ιδέες είναι τα αντικείμενα που συναισθανόμαστε σε όλες τις άλλες νοητικές δραστηριότητες που δεν είναι αντίληψη ή ενδοσκόπηση όπως σκέψη, μνήμη, φαντασία. Απλές ιδέες είναι αντίγραφα των εντυπώσεων που παραμένουν στο νου. Σύνθετες ιδέες είναι ιδέες που δημιουργεί η φαντασία συνδυάζοντας απλές ιδέες.

7 7 David Hume (2) Κάθε γνώση διατυπώνεται με προτάσεις και η βασική μονάδα νοήματος είναι ο όρος και ένας όρος έχει νόημα μόνο αν υπάρχει κάποια ιδέα στην οποία αντιστοιχεί. Για να γνωρίσουμε τον όρο πρέπει να έχουμε την εμπειρία που διαμόρφωσε τις αναγκαίες εντυπώσεις για τη δημιουργία της αντίστοιχης στον όρο ιδέας. Τα όρια μιας γλώσσας με νόημα περιορίζονται από τα όρια της δυνατής εμπειρίας. Κάθε πρόταση επί γεγονότων είναι ισοδύναμη με ένα σύνολο ισχυρισμών σχετικά για το ποια είδη εντυπώσεων εμφανίζονται σε συνδυασμό με κάποια άλλα. Ο μοναδικός κόσμος που είναι δυνατόν να γνωρίσουμε είναι ο κόσμος των εντυπώσεων. Κάθε εντύπωση είναι οντολογικά διακριτή από οποιαδήποτε άλλη. Κάθε καθολική πρόταση συνεπάγεται προβλέψεις για μελλοντικές εμπειρίες. Αν όμως, δεν υπάρχει αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στις εντυπώσεις που έχουν εμφανιστεί μαζί κατά το παρελθόν, τότε τίποτα δεν μας εγγυάται ότι αυτές οι εντυπώσεις θα εξακολουθούν να εμφανίζονται μαζί και στο μέλλον. Με την υπόθεση της common sense ότι η επιβίωσή μας βασίζεται στην υπόθεση ότι οι μελλοντικές εμπειρίες μας θα έχουν την ίδια μορφή με αυτή που είχαν στο παρελθόν.. Ο Ηume δίνει ψυχολογική εξήγηση όμως η προσέγγιση αυτή δεν είναι επαρκής για τους σκοπούς του φιλοσόφου της επιστήμης, αφού αυτός ενδιαφέρεται να βρει την ορθολογική θεμελίωση της αποδοχής ενός καθολικού επιστημονικού νόμου Οι απλές ιδέες (παραστάσεις) είναι αντίγραφα των εντυπώσεων. Η εγκυρότητα των παραστάσεων μας ελέγχεται μέσα από τη διερεύνηση των πρωταρχικών δεδομένων στην άμεση αντίληψη (εντυπώσεις) που αποσκοπεί στο να διαπιστώσει αν οι παραστάσεις αυτές αντλούν πράγματι το περιεχόμενό τους από τα εν λόγω δεδομένα. Η σχέση της παράστασης προς την εντύπωση δεν έχει μόνο ψυχολογικό χαρακτήρα αλλά και λογικό. Οι παραστάσεις δένονται μεταξύ τους σύμφωνα με ορισμένους νόμους, τους νόμους του συνειρμού των παραστάσεων. Ένας πίνακας ζωγραφικής φέρνει το πρωτότυπο στο νου μας. Η σκέψη ενός διαμερίσματος μέσα σε ένα κτίριο φέρνει στο νου μας τη σκέψη άλλων διαμερισμάτων Κάθε φορά που σκεπτόμαστε ένα αίτιο, φέρνουμε στο νου μας το αποτέλεσμα και αντίθετα.

8 8 David Hume (3) Η διερεύνηση της εγκυρότητας του υλικού της γνώσης έχει ως απώτερο στόχο της τη διασάφηση των εννοιών (ιδεών) μας. Η εγκυρότητα των παραστάσεων συνίσταται στην αναγωγή των άμεσων δεδομένων που είναι η εντύπωση. Η αναγωγή στην εντύπωση κάνει σαφή την παράσταση ενώ ο γνωσιοθεωρητικός έλεγχος της ιδέας αποσαφηνίζει τη σκέψη μας. Αναφορικά με την κριτική της γνώσης, οι εντυπώσεις όχι μόνο είναι από τη φύση τους σαφείς αλλά επί πλέον ρίχνουν φως στις αντίστοιχες σκοτεινές παραστάσεις. Ο χώρος και ο χρόνος δεν αποτελούν ξεχωριστές αισθητηριακές αντιλήψεις, αλλά συνίστανται στη διάταξη των αντιλήψεών μας. Οι παραστάσεις (ιδέες) του χώρου και του χρόνου δεν είναι ξεχωριστές παραστάσεις αλλά παραστάσεις του τρόπου με τον οποίο υπάρχουν τα αντικείμενα. Τις έννοιες του χώρου και του χρόνου δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε γιατί λείπει η δυνατότητα σχηματισμού μιας σαφούς παράστασης και κατά συνέπεια και η δυνατότητα αναγωγής στην πρωταρχική εντύπωση.. Η γνώση κατά τον Ηume. είναι ή a priori ή εμπειρική. Η πρώτη αναφέρεται στις σχέσεις των ιδεών και τέτοια είναι η μαθηματική γνώση, ενώ η εμπειρική αναφέρεται σε γεγονότα. Θεμέλιο της εμπειρικής γνώσης είναι η αισθητηριακή αντίληψη και η μνήμη. Η σχέση αιτίου – αποτελέσματος δεν είναι σχέση λογικής συνεπαγωγής αφού ο νους μπορεί να συλλάβει ένα αίτιο συνδεδεμένο με άλλα αποτελέσματα, χωρίς αυτό να συνιστά αντίφαση Ο Η. είδε σωστά ότι ο κάθε αιτιακός συμπερασμός αποτελεί υπέρβαση της εμπειρίας γιατί προϋποθέτουμε εν προκειμένω ότι το μέλλον θα είναι όμοιο με το παρελθόν, υπόθεση που δεν περιέχεται στην εμπειρία.

9 9 David Hume (4) Αιτία είναι ένα αντικείμενο προηγούμενο ενός άλλου, γειτονικό με αυτό και τόσο συνδεδεμένο με αυτό στη φαντασία, ώστε η ιδέα του ενός ωθεί τον νου να σχηματίσει την ιδέα του άλλου, και η εντύπωση του ενός να σχηματίσει μια περισσότερο ζωντανή ιδέα του άλλου. Τέσσερα στοιχεία της αιτιότητας: 1.Ούτε η λογική ούτε η εμπειρία επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν. 2.Η αιτία και το αποτέλεσμα πρέπει να είναι διακριτές υπάρξεις, που η καθεμιά να μπορεί να συλληφθεί χωρίς την άλλη. 3.Η αιτιακή σχέση αναλύεται με όρους γειτνίασης, προτεραιότητας και σταθερής σύνδεσης. 4.Το ότι κάθε έναρξη ύπαρξης έχει μια αιτία δεν αποτελεί αναγκαία αλήθεια. Ο νους αντλεί όλα τα περιεχόμενα του από την εμπειρία, θα πρέπει κάθε παράσταση να επιδέχεται αναγωγή σε μια εξωτερική ή εσωτερική εντύπωση. Στη συνείδησή μας υπάρχει η παράσταση της αιτιότητας, η παράσταση δηλαδή ότι κάθε αποτέλεσμα συνδέεται κατά τρόπο αναγκαίο με την αιτία του. Από πού όμως πηγάζει η παράσταση και σε τι συνίσταται η αντικειμενική της εγκυρότητα Στην αισθητηριακή αντίληψη δε μας δίδεται κανένας δεσμός ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα που να προκαλεί τη σταθερή διαδοχή τους. Ίσως να προέρχεται μόνο από τον ψυχικό μηχανισμό των παραστάσεων που βασίζεται στη συνήθεια. Η σοφία της φύσης έρχεται να μας θεραπεύσει από την ασθένεια της σκεπτικής αμφιβολίας απέναντι στο νου και τις αισθήσεις.

10 10 JOHN LOCKE (1632-1704) Στο Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση (An Essay concerning Human Understanding) ο Λoκ ερευνά τη φύση και τα όρια της ανθρώπινης νόησης. Ακόμη με την κριτική θεώρηση των μεταφυσικών εννοιών. Δεν υπάρχουν έτοιμες ούτε θεωρητικές ούτε πρακτικές αρχές αλλά νοητικές ικανότητες που καθιστούν δυνατό το σχηματισμό ιδεών και αρχών. Η ψυχή είναι κατά τη γέννησή της ένα άγραφο χαρτί πάνω στο οποίο η εμπειρία θα αφήσει τα ίχνη της. Όλες οι ιδέες μας προέρχονται από την εμπειρία, εσωτερική – εξωτερική. Εξωτερική είναι αυτή που έχουμε μέσα από τα αισθητήρια όργανά μας και εσωτερική είναι η εμπειρία της εσωτερικής αίσθησης και ονομάζεται αυτοπαρατηρησία. Οι ιδέες της γνώσης και της βούλησης, της αμφιβολίας και της πίστης ανήκουν στην εσωτερική εμπειρία.

11 11 JOHN LOCKE (ιι) Ταυτίζοντας την ιδέα με το αντικείμενο της αντίληψης, καταλήγει ότι οι ιδέες μας που δεν υπήρξαν αντικείμενο της αντίληψης δεν υπήρξαν ποτέ μέσα στο νου μας. Γιατί αντίληψη σημαίνει, αντίληψη ιδεών μέσα από τη συνείδησή μας. Ο τόπος των ιδεών είναι η συνείδηση. Διάκριση νοείν και γνώσης. Το νοείν συνίσταται στην αντίληψη των ιδεών μέσα στο πνεύμα μας. Ως περιεχόμενα της συνείδησης οι ιδέες είναι αναγκαία πραγματικές είτε αντιστοιχούν σ’ αυτές έξω από τη σφαίρα της συνείδησης. Η γνώση συνίσταται στην αντίληψη της συμφωνίας ή ασυμφωνίας μεταξύ των ιδεών μας. Η εμπειρία θεμελιώνεται στην ανθρώπινη γνώση. Ο νους είναι ενεργητικός: α) Συνδέει τα απλά στοιχεία της εμπειρίας (απλές ιδέες) κατά ποικίλους τρόπους και σχηματίζει από αυτά σύνθετες ιδέες και β) αποτελεί ο ίδιος πηγή ιδεών που ανήκουν στο χώρο της εμπειρίας. Ο Καντ μέμφεται τον Λoκ θεωρώντας ότι επιχείρησε χωρίς αποτέλεσμα να παραγάγει τις καθαρές έννοιες του από την εμπειρία και με τον τρόπο αυτό τις αισθητικοποίησε.

12 12 JOHN LOCKE (ιιι) Βαθμίδες γνώσης. Ενορατική γνώση: είναι η πιο βέβαιη και σαφής γνώση που μπορούμε εν γένει να έχουμε. Είναι η βάση κάθε άλλης γνώσης και κατεξοχήν της αποδεικτικής γνώσης. Αποδεικτική γνώση: Γνώση έμμεση της συμφωνίας ή ασυμφωνίας δύο ιδεών. Η γνώση της ύπαρξης εξωτερικών αντικειμένων στηρίζεται κατά τον Λοκ στην αντίληψη ότι οι ιδέες των πραγμάτων που έχουμε στη συνείδησή μας προέρχονται από εξωτερικά αντικείμενα. Οι ιδέες ως αντικείμενα της νόησης υπάρχουν αποκλειστικά στη σφαίρα της συνείδησης. Η ύπαρξη και η πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι ιδέες, γιατί είναι κάτι που υπερβαίνει τη συνείδηση. Την αντικειμενοποίηση των ιδεών, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλούμε για υπαρκτά πράγματα μέσα στη σφαίρα της συνείδησης αναλαμβάνει να επιτελέσει η έννοια της ουσίας. O μεταφυσικός σκεπτικισμός παρουσιάζεται κάθε φορά που φαίνεται να υπάρχουν δύο ή περισσότεροι δυνατοί τρόποι συγκρότησης του κόσμου και όλα τα δυνατά τεκμήρια δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη συγκρότησή του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

13 13 Ι.ΚΑΝΤ (1724-1804) Ο λόγος αναζητεί πίσω από την πολλαπλότητα των εμπειρικών δεδομένων τη συνάφειά τους προσφεύγοντας σε γενικές αρχές. Ο λόγος επειδή θέλει να βάλει ένα τέλος στα συνεχή έσχατα ερωτήματα προσφεύγει σε θεμελιώδεις αρχές που υπερβαίνουν κάθε δυνατή χρήση της εμπειρίας. Η προσφυγή σε αρχές επέκεινα της εμπειρίας οδηγεί το λόγο σε αντιφάσεις : από τη μια μεριά ο λόγος αποδεικνύει ότι ο κόσμος έχει αρχή στο χρόνο, ότι υπάρχει θεός, ότι η βούληση είναι ελεύθερη και ότι η ψυχή είναι αθάνατη, ενώ από την άλλη αποδεικνύει τις αντίθετες θέσεις με αποτέλεσμα η Μεταφυσική να είναι πεδίο ατέρμονων διαμαχών. Ο ανθρώπινος λόγος οδηγείται από μια εσωτερική ανάγκη να θέτει μεταφυσικά ερωτήματα. Μέτρο γνώσης είναι ο νους (κριτική) γύρω από το οποίο στρέφονται τα αντικείμενα. Και η γνώση μας δεν ρυθμίζεται προς τα αντικείμενα αλλά τα αντικείμενα προς τη γνώση μας (Κοπερνίκεια στροφή). Τα αντικείμενα της γνώσης μας δεν είναι πράγματα καθαυτά αλλά φαινόμενα.

14 14 Ι. ΚΑΝΤ (ιι) Προτείνει δύο είδη γνώσης: Καθαρή (a priori) και Εμπειρική (a posteriori). Στην πρώτη συμπεριλαμβάνονται οι καθαρές εποπτείες του χώρου και του χρόνου, οι καθαρές έννοιες του νου και οι καθαρές κρίσεις. Η διάκριση μεταξύ του a priori και a posteriori κατέχει κεντρική θέση στο εγχείρημα του Καντ. Η a priori γνώση είναι ανεξάρτητη από την εμπειρία. Όλη μας η γνώση αρχίζει από την εμπειρία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι απορρέει από την εμπειρία. Η a priori γνώση μπορεί να είναι καθαρή ή μη καθαρή. Το ότι γνωρίζουμε πως κάθε μεταβολή έχει μια αιτία είναι γνώση a priori, όμως δεν είναι καθαρή a priori γνώση, διότι ενέχει μία έννοια που προέρχεται από την εμπειρία, τη «μεταβολή». Εκτός από την a priori γνώση υπάρχει και η εμπειρική γνώση – η a posteriori γνώση. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της a priori γνώσης είναι η αναγκαιότητα και η καθολικότητα : «Κάθε μεταβολή έχει μια αιτία». Οι κρίσεις διακρίνονται σε αναλυτικές και συνθετικές, διάκριση που δεν αφορά τη λογική μορφή αλλά το περιεχόμενό τους. Οι αναλυτικές κρίσεις είναι αληθείς δυνάμει της λογικής αρχής της αντίφασης. Επειδή το κατηγόρημα της αναλυτικής κρίσης νοείται μέσα στην έννοια του υποκειμένου, δεν είναι δυνατό να αρνηθούμε το κατηγόρημα χωρίς να πέσουμε σε αντίφαση. Όλες οι αναλυτικές κρίσεις είναι κρίσεις απριόρι και αν ακόμη οι έννοιες τους είναι εμπειρικές, όπως για παράδειγμα «ο χρυσός είναι μέταλλο κίτρινου χρώματος» γιατί δεν χρειάζεται να προσφύγουμε στη μαρτυρία της εμπειρίας, απλώς αναλύουμε την έννοια του χρυσού στην οποία περιέχεται ήδη ότι το σώμα αυτό είναι κίτρινο και μέταλλο. Η αναλυτική πρόταση είναι η πρόταση που η δικαιολόγησή της εξαρτάται μόνο από γενικούς νόμους και ορισμούς.

15 15 Ι.ΚΑΝΤ (ιιι) Συνθετικές είναι οι κρίσεις, αν το κατηγόρημα δεν εμπεριέχεται ήδη στην έννοια του υποκειμένου. Η κρίση «όλα τα σώματα έχουν βάρος» είναι συνθετική, διότι η έννοια του βάρους δεν εμπεριέχεται στην έννοια του υποκειμένου, αλλά προστίθεται μέσω της εμπειρίας. Υ π άρχουν και οι συνθετικές α π ριόρι π ροτάσεις οι ο π οίες δεν π εριορίζονται μόνο στο χώρο της μεταφυσικής αλλά και στα μαθηματικά και τη γεωμετρία. Παράδειγμα για τον Καντ η κρίση 7+5=12 δεν είναι αναλυτική γιατί η έννοια του αθροίσματος του ε π τά και του π έντε δεν εμ π εριέχει την έννοια του αριθμού 12. Στον αριθμό 12 δεν εμ π εριέχονται κατ ’ ανάγκην οι αριθμοί 5 και 7 ως συστατικά στοιχεία του. Για να ορίσουμε τον αριθμό αυτό χρειάζεται να βγούμε έξω α π ό αυτές τις έννοιες με τη βοήθεια της ε π ο π τείας και να π ροσθέσουμε διαδοχικά τις δεδομένες μονάδες στην ε π ο π τεία του αριθμού π έντε την έννοια του αριθμού ε π τά. Η έρευνα που αφορά το πώς είναι δυνατές οι συνθετικές κρίσεις απριόρι ονομάζεται υπερβατολογική. Υπερβατικό: σημαίνει κάτι που υπερβαίνει κάθε είδους εμπειρία, ενώ υπερβατολογικό : σημαίνει κάτι που προηγείται a priori της εμπειρίας, προορίζεται ωστόσο στο να καταστήσει δυνατή την εμπειρική γνώση. Αντικείμενο του δεν είναι η φύση των πραγμάτων αλλά η νόηση που εκφέρει κρίσεις για τη φύση των πραγμάτων. Η γνώση απορρέει από δύο πηγές του πνεύματος: την αισθητικότητα και το νου. Η αισθητικότητα είναι η ικανότητα να προσλαμβάνουμε τις παραστάσεις, ο νους είναι η ικανότητα που μας επιτρέπει να αποκτούμε γνώση ενός αντικειμένου μέσω των παραστάσεων.

16 16 Ι.ΚΑΝΤ (ιv) Ο χώρος είναι η μορφή της εξωτερικής αίσθησης με την οποία αναπαριστούμε στον εαυτό μας αντικείμενα που αναφερόμαστε και ο χρόνος είναι η μορφή της εσωτερικής αίσθησης δια της οποίας ο νους εποπτεύει τις δικές του εσωτερικές καταστάσεις στο χρόνο. Πορεία εννοιολόγησης: Υπάρχει διάταξη των εποπτειών στον χρόνο. Υπάρχει η συνένωση των εποπτειών σε μια μοναδική συνείδηση. Υπάρχει η ικανότητα του κατόχου αυτής της συνείδησης να υπαγάγει τις εποπτείες σε έννοιες. Αξιώματα της Εποπτείας: Όλες οι εποπτείες είναι εκτατά μεγέθη: ό,τι βιώνουμε στην εμπειρία εκτείνεται στον χώρο και το χρόνο. Όλα τα φαινόμενα εποπτεύονται ως συναθροίσεις, ως συμπλέγματα προηγουμένως δοθέντων μερών. Αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού. Οντολογική: Η έννοια του Θεού εμπεριέχεται στην ύπαρξή του, είναι αναλυτική. Ο Θεός είναι το τελειότατο ον και σημαίνει ότι έχει όλες τις ιδιότητες στον ύψιστο βαθμό και συνεπώς το κατηγόρημα της ύπαρξης. Κοσμολογική απόδειξη: Εμπειρική συναγωγή ότι υπάρχει ένα απολύτως αναγκαίο ον ως αιτία του κόσμου. (Αιτιακή σχέση). Η φυσικο- θεολογική : Η εμπειρία της εκπληκτικής αρμονίας, τάξης και σκοπιμότητας που διέπει το σύμπαν και από αυτό συνάγεται η ύπαρξη ενός δημιουργού.

17 17 Επιστημονική γνώση – Επιστημονική εξήγηση Στόχοι της Επιστήμης Εξηγεί τα φυσικά φαινόμενα και προβλέπει τα μελλοντικά συμβάντα. Τα πειράματα στην απόκτηση της επιστημονικής γνώσης. Τι είναι επιστημονική απόδειξη. Τι είναι επιστημονικός νόμος. Μέθοδοι επιστημονικών ανακαλύψεων. Προαγωγή και αύξηση της επιστημονικής γνώσης Ιστορικό πολιτισμικό πλαίσιο επιστημονικής διεργασίας. Ειδική γλώσσα (ορολογία) της επιστήμης.

18 18 Επιστημονική γνώση – Επιστημονική εξήγηση Μέλημα των λογικών εμπειριστών : Συγκρότηση της επιστημονικής γνώσης από άλλους τύπους γνώσης. Η διαφορά μεταξύ γεγονότος και αξίας. Αποσαφήνιση του νοήματος των όρων και διατύπωση λειτουργικών ορισμών. Η διαφορά μεταξύ του τρόπου με τον οποίο ανακαλύπτονται οι θεωρίες και του τρόπου με τον οποίο αυτές δικαιολογούνται. ΕΞΗΓΗΣΗ: Γιατί ένα συγκεκριμένο φαινόμενο συμβαίνει. Κάθε εξήγηση αποτελείται από το εξηγητέο (explanandum) και από το εξηγούν (explanans). To εξηγητέο είναι το γεγονός που πρέπει να εξηγηθεί. Εξηγητέα είναι η πρόταση που ισχυρίζεται ότι το εξηγητέο συνέβη ή ισχύει. Εξηγούν είναι αυτό που πραγματοποιεί την εξήγηση. Οι αντίστοιχες προτάσεις ονομάζονται εξηγούσες. Χέμπελ(1905-1997) και Οπενχάϊμ δίνουν τέσσερις συνθήκες επάρκειας για τις παραγωγικές νομολογικές εξηγήσεις. 1.Το εξηγητέο πρέπει να είναι λογική συνέπεια του εξηγούντος, δηλαδή η εξήγηση πρέπει να συνιστά ένα λογικά έγκυρο παραγωγικό επιχείρημα. 2.Στο εξηγούν πρέπει να περιέχεται τουλάχιστον ένας γενικός νόμος, ο οποίος θα πρέπει να είναι απαραίτητος για τη συναγωγή του εξηγητέου. Αν ο νόμος είχε εξαλειφθεί χωρίς να προστεθεί νέα προκείμενη, τότε το επιχείρημα δεν θα ήταν πλέον έγκυρο. 3.Το εξηγούν πρέπει να έχει εμπειρικό περιεχόμενο. Πρέπει να είναι δυνατός, ο έλεγχός του μέσω πειράματος ή παρατήρησης. 4.Οι προτάσεις που συνιστούν το εξηγούν πρέπει να είναι αληθείς.

19 19 ΠΑΡΑΓΩΓΗ – ΕΠΑΓΩΓΗ Επαγωγικο-απαγωγική πορεία: Παρατηρήσεις - γενικές αρχές – παραγωγή προτάσεων για την εξήγηση των παρατηρήσεων για τα φαινόμενα. Η ισχύς ενός επιχειρήματος καθορίζεται μόνο από τις σχέσεις ανάμεσα στις υποθέσεις και το συμπέρασμα. Ένα παραγωγικό επιχείρημα δεν μπορεί να περιέχει περισσότερη πληροφορία από αυτήν που δίνουν οι προκείμενες. Επιχείρημα – Συμπέρασμα – Προκείμενες Προκείμενες συμβάλλουν στη συγκρότηση του συμπεράσματος.

20 20 ΠΑΡΑΓΩΓΗ 1.Σ’ ένα έγκυρο επιχείρημα όλο το περιεχόμενο του συμπεράσματος είναι παρόν, τουλάχιστον υπόρρητα, εντός των προκειμένων. 2.Αν οι προκείμενες είναι αληθείς, τότε και το συμπέρασμα πρέπει να είναι αληθές. Η έγκυρη παραγωγή διατηρεί αναγκαστικά την αλήθεια κατά τη μετάβαση από τις προκείμενες στο συμπέρασμα. 3.Αν οι νέες προκείμενες προστεθούν σε ένα έγκυρο παραγωγικό επιχείρημα και καμιά από τις αρχικές προκείμενες δεν έχει μετατραπεί ή αφαιρεθεί, το επιχείρημα παραμένει έγκυρο. Η παραγωγή είναι αδιάβρωτη. 4.Ένα επιχείρημα είναι ολοκληρωτικά είτε έγκυρο είτε μη έγκυρο. EΠΑΓΩΓΗ 1.Η επαγωγή είναι ενισχυτική. Το συμπέρασμα ενός επαγωγικού επιχειρήματος έχει περιεχόμενο που υπερβαίνει το περιεχόμενο των προκείμενων. 2.Ένα ορθό επαγωγικό επιχείρημα είναι δυνατό να έχει αληθείς προκείμενες και ψευδές συμπέρασμα. Η επαγωγή δεν διατηρεί κατ’ αναγκαίο τρόπο την αλήθεια κατά τη μετάβαση από τις προκείμενες στο συμπέρασμα. 3.Νέες προκείμενες είναι δυνατό να υπονομεύσουν πλήρως ένα ισχυρό επαγωγικό επιχείρημα. Η επαγωγή δεν είναι αδιάβρωτη. 4.Τα επαγωγικά επιχειρήματα χαρακτηρίζονται από βαθμούς ισχύος. Σε ορισμένες επαγωγές, οι προκείμενες στηρίζουν τα συμπεράσματα περισσότερο ισχυρά απ’ ό,τι σε άλλες.

21 21 ΓΕΝΙΚΕΥΣΗ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΕΞΗΓΗΣΗΣ 1.Η εξήγηση πρέπει να είναι ένα επιχείρημα που παρουσιάζει ορθή (παραγωγική ή επαγωγική) μορφή. 2.Το εξηγούν πρέπει να περιέχει τουλάχιστον ένα γενικό νόμο (καθολικό ή στατιστικό) και αυτός ο νόμος πρέπει να απαιτείται πραγματικά για τη συναγωγή του εξηγητέου. 3.Το εξηγούν πρέπει να έχει εμπειρικό περιεχόμενο, πρέπει να είναι τουλάχιστον ελέγξιμο από το πείραμα ή την παρατήρηση. 4.Οι προτάσεις που συγκροτούν το εξηγούν πρέπει να είναι αληθείς. 5.Η εξήγηση πρέπει να ικανοποιεί την απαίτηση για μέγιστη εξειδίκευση.

22 22 ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ (Θεωρία που αναφέρει πως οτιδήποτε συμβαίνει μέσα στο σύμπαν καθορίζεται επακριβώς από πρότερες συνθήκες). Πραγματολογική εξήγηση της ανάλυσης. Η έρευνα της γλώσσας διακρίνεται σε σύνταξη, σημασιολογία και πραγματολογική ανάλυση. 1.Η σύνταξη είναι η γραμματική, αναφέρεται στις συμβάσεις που ορίζουν τους συνδυασμούς και το χειρισμό συμβόλων. 2.Η σημασιολογία ασχολείται με τις σχέσεις μεταξύ των συμβόλων και των πραγμάτων στα οποία αυτά τα σύμβολα αναφέρονται. Νόημα και αλήθεια είναι οι βασικές έννοιες της σημασιολογίας. 3.Η πραγματολογική ανάλυση ασχολείται με τις σχέσεις των συμβόλων και με τις σχέσεις των ομιλητών. Πορεία πραγματολογικής ανάλυσης : είναι η διασάφηση της ερώτησης και η έμφαση με την οποία κάποιος ομιλητής θέτει την ερώτηση για την εξήγηση του νοήματος. Το ιδανικό εξηγητικό κείμενο περιέχει όλα τα γεγονότα και όλους τους νόμους που είναι σχετικοί με το εξηγητέο γεγονός. Περιγράφει με λεπτομέρεια όλες τις αιτιακές συνδέσεις και τους μηχανισμούς των γεγονότων. Εκείνο που έχει σημασία παρ’όλες τις δυσκολίες του είναι το να υπάρχει δυνατότητα να φωτίζονται επαρκώς μέρη του κειμένου.

23 23 Αιτιακή σχέση Hume: Η βάση για τις κρίσεις μας που αφορούν τις αιτιακές σχέσεις είναι ζήτημα συνήθειας. Δεν διαθέτουμε καμιά λογική βάση που να μας επιτρέπει να έχουμε οποιαδήποτε εμπιστοσύνη σε οποιαδήποτε επιστημονική πρόβλεψη. Δεν μπορούμε να πούμε ότι οι επιστημονικές προβλέψεις είναι πιθανές. Goodman (1906-1998) Οι κανόνες και τα επιμέρους συμπεράσματα δικαιολογούνται με το να έρχονται σε αμοιβαία συμφωνία μεταξύ τους. Ένας κανόνας τροποποιείται, αν αποδίδει ένα συμπέρασμα που δεν είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχτούμε. Ένα συμπέρασμα απορρίπτεται, αν παραβιάζει κάποιον κανόνα τον οποίο δεν είμαστε διατεθειμένοι να τροποποιήσουμε. Η δικαιολόγηση επιτυγχάνεται δια της αμοιβαίας ρύθμισης μεταξύ κανόνων και αποδεκτών συμπερασμών.

24 24 Παραγωγική εξήγηση 1.Το εξηγητέο πρέπει να είναι λογικό επακόλουθο του εξηγούντος. 2.Το εξηγούν πρέπει να περιέχει γενικούς νόμους οι οποίοι είναι αναγκαίοι για τη λογική συναγωγή του εξηγητέου. 3.Το εξηγούν πρέπει να έχει εμπειρικό περιεχόμενο και να είναι αληθές και όχι απλώς επικυρωμένο. «Φαίνεται δικαιολογημένο να υποθέσουμε ότι η επιστημονική εξήγηση αντιπροσωπεύει περισσότερο μια εκλέπτυνση της συνηθισμένης εξήγησης παρά ένα διαφορετικό είδος. Με τους δικούς μας όρους, η κατανόηση είναι που αποτελεί το ουσιώδες μέρος μιας εξήγησης. Θα υποστηρίξουμε ότι η ικανότητα να συναγάγουμε συμπεράσματα με επαγωγικό τρόπο αποτελεί τη μοναδική απαραίτητη σχέση που ενέχεται στις εξηγήσεις, και ότι η παραγωγή αποτελεί μια απαίτηση η οποία είναι υπερπεριοριστική και δεν είναι απαραίτητη, παρόλο που μερικές φορές, βέβαια, μπορεί να ικανοποιείται».

25 25 Η Θεωρία της Λογικής Ανασυγκρότησης 1.Κάθε επίπεδο είναι μια «ερμηνεία» του αμέσως κατώτερου επιπέδου. 2.Η προβλεπτική ικανότητα των προτάσεων αυξάνει από τη βάση προς την κορυφή. 3.Η κύρια διαίρεση μέσα στη γλώσσα της επιστήμης είναι ανάμεσα σε ένα «παρατηρησιακό επίπεδο» - τα τρία κατώτερα επίπεδα της ιεραρχίας – και σε ένα «θεωρητικό επίπεδο» - το ανώτερο επίπεδο της ιεραρχίας. Το παρατηρησιακό επίπεδο περιέχει προτάσεις για τα παρατηρήσιμα μεγέθη: πίεση, θερμοκρασία. Το θεωρητικό περιέχει προτάσεις για μη παρατηρήσιμα μεγέθη ή έννοιες: κουάρκ, γένη. 4.Οι προτάσεις του παρατηρησιακού επιπέδου παρέχουν μια βάση ελέγχου για τις προτάσεις του θεωρητικού επιπέδου.

26 26 ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ p, q, r, … προτάσεις x, y, z, w,… μεταβλητές F, G, H,… κατηγορηματικές συναρτήσεις α, β, γ,… ατομικοί όροι και τάξεις ~ άρνηση (όχι). Σύζευξη (και) → Συνεπαγωγή («αν, τότε») V Διάζευξη (ή) ↔ Αμφίδρομη συνεπαγωγή «αν και μόνο αν» Ǝ Υπαρκτικός ποσοδείκτης «τουλάχιστον ένα» Καθολικός ποσοδείκτης «όλα τα…» { } Σύνολο {x: Fx} Το σύνολο των χ που είναι F Aκολουθία x y x είναι μέλος του συνόλου y α ≤ β α είναι υποσύνολο του β διατεταγμένο ζεύγος

27 27 ΛΟΓΙΚΗ Ι Οι τιμές αλήθειας της άρνησης, της σύζευξης, της διάζευξης και της πραγματικής συνεπαγωγής και της αμφίδρομης συνεπαγωγής προσδιορίζονται με τη βοήθεια των τιμών αλήθειας των επιμέρους προτάσεων. Αυτές οι κατασκευές ονομάζονται ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ. Ένα σχήμα λέγεται ΕΓΚΥΡΟ εάν ικανοποιείται από όλα τα μοντέλα του. Μια λογική αλήθεια είναι η πρόταση που προκύπτει από αντικατάσταση σε ένα έγκυρο σχήμα. Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΟΜΕΝΟΥ ΤΡΙΤΟΥ 1.Κάθε κλειστή πρόταση είναι αληθής ή ψευδής. 2.Κάθε κλειστή πρόταση ή η άρνησή της είναι αληθής. 3.Κάθε κλειστή πρόταση είναι αληθής ή μη αληθής. Ένα πλαίσιο στο οποίο απορρίπτονται η κλασική άρνηση και η διάζευξη είναι η λογική πολλών τιμών. Πρόκειται για μια παρόμοια λογική με τη λογική των συναρτήσεων αλήθειας με τη διαφορά ότι δέχεται τρεις ή περισσότερες τιμές αλήθειας αντί για αλήθεια και ψεύδος. Κίνητρο η επιδίωξη γενικότητας και αναλογίας. Οι τρεις τιμές ονομάζονται αλήθεια, ψεύδος και κάτι ενδιάμεσο. Μια κατασκευή που ονομάζεται άρνηση, μεταφέρει αλήθειες σε ψεύδη, ψεύδη σε αλήθειες και ενδιάμεσα σε ενδιάμεσα. Μια πρόταση είναι λογικά αληθής εάν όλες οι προτάσεις με την ίδια γραμματική δομή είναι αληθείς.

28 28 ΛΟΓΙΚΙΣΜΟΣ Το βασικό χαρακτηριστικό της λογικής είναι ότι πρόκειται για εκτασιακή λογική. Η λογική εκφράζεται με συναρτήσεις αλήθειας. Λογική ανάλυση από σύνθετες σε στοιχειώδεις προτάσεις και συνακόλουθα η αληθοτιμή τους. Ο ορισμός της λογικής πρέπει να αναζητηθεί στην προσπάθεια να βρεθεί ένας νέος ορισμός της έννοιας των «αναλυτικών» προτάσεων. Οι αναλυτικές προτάσεις είναι οι λογικές προτάσεις. Οι λογικές προτάσεις ή ταυτολογίες, δεν λένε τίποτα για τον κόσμο παρά μόνο για τη χρήση των συμβόλων και είναι αληθείς απριόρι. Οι προτάσεις της λογικής και των μαθηματικών δεν μπορούν να εκληφθούν ως γνώσεις της πραγματικότητας, παρά μόνο ως τρόποι μετασχηματισμού στο πλαίσιο του συμβολισμού, στους οποίους μέσα στην πραγματικότητα αντιστοιχεί μια και μόνη κατάσταση πραγμάτων.

29 29 ΛΟΓΙΚΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ: CARNAP, WAISMANN, SCHLICK, FEIGL, POPPER Το πρώτο μισό του 20ου αιώνα η φιλοσοφία της επιστήμης κυριαρχούνταν από τους λογικούς εμπειριστές, βάσει δεδομένων της σύγχρονης συμβολικής λογικής για την ανάλυση της επιστήμης. Οι φιλόσοφοι που εργάζονταν μέσα στα πλαίσια αυτής της παράδοσης ασχολήθηκαν κυρίως με λογικά προβλήματα και συγκεκριμένα με τη λογική δομή των θεωριών, καθώς και με τις λογικές σχέσεις ανάμεσα στις προτάσεις που περιγράφουν παρατηρήσεις και στους νόμους και τις θεωρίες που οι παρατηρήσεις αυτές επικυρώνουν ή καταρρίπτουν. Ερωτήματα τα οποία δεν υπόκεινται σε τυπική ανάλυση, όπως η φύση της επιστημονικής ανακάλυψης, παραμερίστηκαν ως μη φιλοσοφικά. Δεν ασχολήθηκαν με τη φύση της επιστημονικής προόδου, μολονότι έτειναν να αποδεχθούν την παραδοσιακή άποψη ότι η σύγχρονη επιστήμη γεννήθηκε κατά το δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα με την ανακάλυψη της εμπειρικής μεθόδου και έκτοτε επιδεικνύει μια ιστορία σταθερής συσσώρευσης γνώσεων.

30 30 ΛΟΓΙΚΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ (ΙΙ) Επιστημονικότητα της φιλοσοφίας. Η μονοσήμαντη καθαρότητα, η λογική αυστηρότητα η επαρκής αιτιολόγηση. Αντίθετοι στην ενατενιστική μεταφυσική. Ο όρος θετικισμός δηλώνει ότι μόνο γνωσιακοί ισχυρισμοί που θεμελιώνονται άμεσα στην εμπειρία είναι αυθεντικοί. Οι λογικοί θετικιστές θεωρούν ότι υπάρχουν δύο είδη έρευνας που αποφέρουν γνώση. Η εμπειρική έρευνα που είναι έργο των διαφόρων επιστημών και η λογική ανάλυση της επιστήμης που είναι έργο της φιλοσοφίας. Το κεντρικό σημείο του λογικού θετικισμού είναι η επαληθευσιοκρατική θεωρία του νοήματος. Δηλαδή η θέση ότι μια ενδεχόμενη πρόταση έχει νόημα αν και μόνο αν αυτή μπορεί να επαληθευθεί εμπειρικά, δηλαδή αν και μόνο αν υπάρχει εμπειρική μέθοδος σύμφωνα με την οποία να αποφασίσουμε αν η πρόταση είναι αληθής ή ψευδής. Αν δεν υπάρχει τέτοια μέθοδος, τότε η πρόταση είναι μια άνευ νοήματος ψευδοπρόταση.

31 31 ΛΟΓΙΚΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ (ΙΙΙ) Βασικές μονάδες εμπειρίας είναι τα γεγονότα: «σε δεδομένο χώρο και χρόνο υπάρχει κόκκινο». Η θεμελιώδης μονάδα μιας γλώσσας με νόημα πρέπει να αντιστοιχεί στη θεμελιώδη μονάδα της εμπειρίας. Η γλώσσα σχηματίζει το σώμα της γνώσης. Η λογική ανάλυση της επιστημονικής γνώσης επιτελείται στη γλωσσική διατύπωση. Εξετάζεται η δομή της γλώσσας που είναι απαραίτητη για την έκφραση των σκέψεων. Η γλώσσα έχει να κάνει με παραστάσεις, με ένα σύστημα σημείων που έχουν σημασία. Στη δομή της γλώσσας δείχνεται η δομή των σκέψεων. Οι βασικές έννοιες και τα θεμέλια των ειδικών επιστημών αφορούν χώρο και χρόνο, αιτιότητα και ντετερμινισμό. Έχουμε λογική ανάλυση που αφορά τη λογική δομή της επιστημονικής γνώσης. Πώς συνδέονται και πώς αναλύονται οι έννοιες, οι προτάσεις, οι αποδείξεις, οι υποθέσεις, οι θεωρίες.

32 32 ΛΟΓΙΚΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ (ΙV) Οι προτάσεις χωρίζονται: Ταυτολογίες – Αντιφάσεις: Καθαρά τυπικές προτάσεις. Aυτές έχουν νόημα και προσδιορίζουμε την τιμή αληθείας τους εξετάζοντας τη μορφή τους. Ατομικές προτάσεις: Έχουν επίσης νόημα και προσδιορίζουμε την αληθοτιμή τους παρατηρώντας αν αυτές συμφωνούν ή όχι με τα γεγονότα. Μοριακές προτάσεις, συνίστανται από ατομικές προτάσεις και η τιμή αληθείας τους καθορίζεται αφού πρώτα καθορισθούν οι τιμές αλήθειας των ατομικών προτάσεων που τις αποτελούν και κατόπιν εφαρμοσθούν οι ορισμοί των λογικών σταθερών. Οι δυνατοί συνδυασμοί των λέξεων που δεν εντάσσονται σε καμιά από τις παραπάνω κατηγορίες. Αυτές είναι ψευδοπροτάσεις, απλοί συνδυασμοί ήχων ή σημείων χωρίς νόημα και χωρίς γνωστικό περιεχόμενο. Σύμφωνα με τα προηγούμενα, συμπεραίνουμε ότι η τιμή αλήθειας οποιασδήποτε πρότασης με νόημα καθορίζεται τελεσίδικα, αποκλειστικά και μόνο μέσω της παρατήρησης και της λογικής.

33 33 Ο CARNAP (Kάρναπ) παραδέχεται το αδύνατο της τελεσίδικης επαλήθευσης των επιστημονικών προτάσεων. Έτσι προτείνει την αντικατάσταση της ιδέας της επαλήθευσης με αυτή της «βαθμιαίως διευρυνόμενης επικύρωσης». ΄Ετσι τα δύο από τα βασικότερα προβλήματα της εμπειριστικής φιλοσοφίας της επιστήμης γίνονται αφενός η ανάλυση της σχέσης επικύρωσης που οφείλει να ισχύει ανάμεσα σε έναν επιστημονικό νόμο και τις παρατηρησιακές προτάσεις που τον επικυρώνουν και αφετέρου η ανάλυση του τρόπου με τον οποίο νοηματοδοτούνται οι επιστημονικοί όροι.

34 34 ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ confirmation Οι φιλόσοφοι της επιστήμης που εργάζονται στα πλαίσια κάποιου προγράμματος ξεκινούν από ένα σύνολο νοητικών εργαλείων και τεχνικών και χρησιμοποιούν τα εργαλεία και τις τεχνικές ως μέσα για να αναλύσουν τη φύση της επιστημονικής γνώσης. Η επιστημονική έρευνα δεν διεξάγεται μόνο με τη συλλογή δεδομένων αλλά απαιτεί κάποιο σύνολο παραδοχών σχετικά με το πώς συμπεριφέρεται η φύση. Πριν ο φιλόσοφος αρχίσει την εξέταση της επιστημονικής γνώσης, χρησιμοποιεί παραδοχές που αφορούν τη φύση της γνώσης και τους τρόπους με τους οποίους αυτή μπορεί να αναλυθεί καλύτερα. Αξιόπιστη (veridical) ονομάζεται μια παρατήρηση που αποκαλύπτει με ορθό τρόπο τα χαρακτηριστικά αυτού που παρατηρούμε (μέγεθος,σχήμα). Οι οντότητες διακρίνονται: α) σε αυτές που παρατηρούνται άμεσα, β) σ’ αυτές που παρατηρούνται έμμεσα μέσω οργάνων, γ) σ’ εκείνες που δεν συνάγονται ούτε από τα α ή το β αλλά μέσω θεωρητικής διαδικασίας. Παρατηρησιακό λεξιλόγιο: εκφράσεις που αναφέρονται σε οντότητες, ιδιότητες, σχέσεις που παρατηρούμε (δέντρο, πράσινο). Θεωρητικό λεξιλόγιο: εκφράσεις που αναφέρονται σε οντότητες που δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε (κουάρκ).

35 35 ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ (ΙΙ) Goodman: Ενώ η επικύρωση είναι πράγματι μια σχέση μεταξύ τεκμηρίων και υποθέσεων, αυτό δεν σημαίνει ότι ο ορισμός αυτής της σχέσης πρέπει να αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο σε τέτοια τεκμήρια και υποθέσεις. Είναι γεγονός ότι όποτε ασχολούμαστε με τον καθορισμό της εγκυρότητας μιας δεδομένης προβολής από μια δεδομένη βάση, κατέχουμε και χρησιμοποιούμε πολλές άλλες σχετικές γνώσεις. Δεν μιλώ για επιπρόσθετες προτάσεις που εκφράζουν τεκμήρια, αλλά για καταγραφές παρελθουσών προβλέψεων που όντως έγιναν και την κατάληξή τους. Το αν αυτές οι προβλέψεις (ανεξάρτητα από την αποτυχία ή την επιτυχία τους) ήταν ή δεν ήταν έγκυρες, παραμένει αναπάντητο. Όμως το ότι κάποιες έγιναν και το πώς κατέληξαν είναι νόμιμα διαθέσιμη πληροφορία. Bertrand Russell (1872 – 1970): Αν δίδεται ένα σύνολο προτάσεων οι οποίες αναφέρονται κατ’ όνομα στις υποτιθέμενες συναγόμενες οντότητες, παρατηρούμε τις ιδιότητες που απαιτούνται από τις υποτιθέμενες οντότητες για να καταστούν οι προτάσεις αληθείς. Με λίγη λογική εφευρετικότητα κατασκευάζουμε κατόπιν μια λογική συνάρτηση λιγότερο υποθετικών οντοτήτων, η οποία έχει τις απαιτούμενες ιδιότητες. Αντικαθιστούμε τις υποτιθέμενες συναγόμενες οντότητες από αυτήν την κατασκευασμένη συνάρτηση και κατόπιν αποκτούμε μια νέα και λιγότερο αμφίβολη ερμηνεία του σώματος των εν λόγω προτάσεων.

36 36 Γλώσσα – Γνώση (Λογικός Εμπειρισμός) Η γνώση παριστάνεται με γλωσσικές διατυπώσεις. Η γλώσσα σχηματίζει το σώμα της γνώσης. Η λογική ανάλυση ασχολείται με την παραστατική (αναπαραστατική) λειτουργία της γλώσσας. Δηλαδή την παράσταση ενός εμπράγματου τομέα μέσω ενός συστήματος σημείων, κυρίως με φθογγικές ή γραπτές μορφές, αλλά και με χειρονομίες και στάσεις. Στη δομή της γλώσσας δείχνεται η δομή των σκέψεων. Η γλώσσα παριστάνει κάτι και τι παριστάνει : Σημασιολογία και Μορφολογία Πώς παριστάνει κάτι, δηλαδή πως συνδυάζονται οι προτάσεις για την απεικόνιση: Σύνταξη. Eπαλήθευση: Λογική – Εμπειρική Μια επαλήθευση είναι εμπειρικά δυνατή, αν οι όροι της δεν είναι αντίθετοι με τους νόμους της φύσης. Και είναι λογικά δυνατή αν δεν αντιβαίνει προς τους λογικούς κανόνες. Υπάρχουν συνθήκες επαληθευσιμότητας. Οι ψευδοπροτάσεις της μεταφυσικής δεν παριστάνουν εμπράγματες καταστάσεις, μπορεί να είναι συντακτικά άρτιες αλλά έχουν μια διαφορετική εντελώς λειτουργία: εκφράζουν ένα αίσθημα ζωής.

37 37 Γλώσσα – Γνώση (ΙΙ) L.Wittgenstein (1889- 1951) Tractatus: Οι προτάσεις μου αποτελούν διασαφήσεις με την έννοια ότι όποιος με καταλαβαίνει εννοεί τελικά ότι οι προτάσεις αυτές δεν έχουν νόημα, όταν διαμέσου αυτών ανεβεί πάνω από αυτές. K. Popper (1902- 1994): Τίποτε δεν είναι ευκολότερο από το να αποκαλύψουμε ότι μια ερώτηση αποτελεί ψευδοπρόβλημα χωρίς νόημα: περιορίζουμε την έννοια του νοήματος ώστε να μπορούμε σε κάθε κρίσιμη ερώτηση να δηλώσουμε ότι δεν βρίσκουμε νόημα σ’ αυτήν.

38 38 ΓΛΩΣΣΑ (Εμφυτες Ιδέες – Κατανόηση) Ο Καρτέσιος υποστήριξε ότι η ιδέα ενός τριγώνου είναι έμφυτη ως προς το ότι η ιδέα ενός τριγώνου είναι έμφυτη ως προς το ότι η «ιδέα ενός αληθινού τριγώνου» μπορεί να γίνεται αντιληπτή από το νου μας ευκολότερα από ό,τι το περισσότερο πολύπλοκο σχήμα του τριγώνου είναι σχεδιασμένο στο χαρτί. Ερμηνεύουμε τις αισθητηριακές εικόνες με βάση μια έννοια «κανονικού σχήματος», η οποία έχει τη πηγή της στον «κανόνα, στο πρότυπο και υπόδειγμα» που παρέχει ο νους ως «πρόβλεψη», ακριβώς όπως ερμηνεύουμε όλα τα αισθητηριακά δεδομένα με βάση συγκεκριμένους τρόπους αντίληψης, του αντικειμένου και των σχέσεων μεταξύ των αντικειμένων. Ομοίως, δεν υπάρχει δυσκολία στην κατανόηση της πρότασης ότι υφίστανται ορισμένες έμφυτες συνθήκες ως προς τη μορφή της γραμματικής που καθορίζουν τι συγκροτεί τη γλωσσική εμπειρία και ποια γνώση θα προκύψει με βάση αυτή την εμπειρία. Ο Goodman αποδέχεται την άποψη ότι ο ώριμος νους εμπεριέχει ιδέες, εμφυτευμένες στο νου ως αρχικός εξοπλισμός.

39 39 ΓΛΩΣΣΑ – ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ - ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Συμβολή της γλώσσας στη μελέτη και κατανόηση της ανθρώπινης φύσης. Η γλώσσα αντανακλά τις ανθρώπινες νοητικές διεργασίες ή διαμορφώνει τη ροή και τον χαρακτήρα της ανθρώπινης σκέψης; Κατά τον Καρτέσιο η φυσιολογική λειτουργία της γλώσσας δεν είναι μόνο καινοτομική και δυνητικά άπειρη σε εύρος αλλά και ελεύθερη από εξωτ ή εσωτ ερεθίσματα. Λόγω της ελευθερίας της μπορεί να λειτουργήσει ως «όργανο της σκέψης» και της αυτοέκφρασης, όπως λειτουργεί όχι μόνο για τους προικισμένους αλλά και για κάθε κοινό άνθρωπο. Αυτή όμως καρτ. αντίληψη δεν υπερβαίνει τα όρια της μηχανιστικής ερμηνείας. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ PORT- ROYAL(1660) και Von HUMBOLDT Aναγνώριση της έννοιας της φράσης ως μιας γραμματικής μονάδας. Σύμφωνα με την αντίληψη του P- Rμόν, η επιφανειακή δομή αντιστοιχεί μόνο στον ήχο, στην υλική πλευρά της γλώσσας, όμως όταν παράγεται το σήμα, λαμβάνει χώρα μια αντίστοιχη νοητική ανάλυση : η βαθεία δομή που σχετίζεται με τη σημασία: «ο αόρατος Θεός δημιούργησε τον ορατό κόσμο» που συνίσταται σε ένα σύστημα τριών λογικών προτάσεων: Ο Θεός είναι αόρατος, ότι δημιούργησε τον κόσμο, ότι ο κόσμος είναι ορατός. Κάθε γλώσσα μπορεί να θεωρηθεί ως η συγκεκριμένη σχέση ήχου και σημασίας. Η γραμματική της γλώσσας πρέπει λοιπόν να εμπεριέχει ένα σύστημα κανόνων το οποίο χαρακτηρίζει τις βαθείες και επιφ δομές και τη μετασχηματιστική τους σχέση και ακόμη κανόνες που συσχετίζουν τις αφηρημένες δομές με συγκεκριμένες αναπαραστάσεις ήχου και σημασίας αναφορικά με τη δημιουργική πλευρά της γλωσσικής χρήσης. SAUSSURE: Αντίθετος με τη παραπάνω φίλοσοφική γραμματική προορίζει τα δομικά σχήματα της γλώσσας ως συνταγματικά: δομικά σχήματα κυριολεκτικής διαδοχής στη ροή του λόγου ή παραδειγματικά: σχέσεις μεταξύ των μονάδων που καταλαμβάνουν την ίδια θέση στη ροή του λόγου. Οι μηχανισμοί σχηματισμού των προτάσεων είναι ελεύθεροι από κάθε γλωσσική δομή και η σύνταξη ένα επουσιώδες ζήτημα. Οι όροι σχηματισμού των προτάσεων αποδίδονται στη ομιλία (parole).

40 40 ΒΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ Η βιογλωσσολογική θεώρηση αντιμετωπίζει τη γλώσσα ενός ατόμου σε όλες τις πτυχές της –ήχο, σημασία, δομή, ως μια φάση ενός συστατικού του νου, κατανοώντας τις νοητικές λειτουργίες ως αποτέλεσμα μιας οργανικής δομής του εγκεφάλου. Δηλαδή προέχει η εύρεση της καλύτερης θεωρητικής ερμηνείας των φαινομένων της εμπειρίας και του πειράματος. Η φύση της ανθρώπινης ικανότητας παραμένει μυστήριο. Η εξέλιξη αυτών των ικανοτήτων δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με βάση την ποικιλία και τη φυσική επιλογή αλλά απαιτεί και μια άλλη επίδραση. Η επινόηση της γλώσσας ήταν ένα μεγάλο άλμα προς τα εμπρός, το αποτέλεσμα κάποιου γενετικού συμβάντος που αναδιοργάνωσε τον εγκέφαλο, επιτρέποντας τη δημιουργία της ανθρώπινης γλώσσας με την πλούσια σύνταξη, η οποία παρέχει πληθώρα τρόπων έκφρασης της σκέψης. Το μεγάλο άλμα υπήρξε στη πραγματικότητα «στιγμιαίο», σε ένα μόνο άτομο που προικίστηκε αμέσως με νοητικές ικανότητες κατά πολύ ανώτερες από τις αντίστοιχες των υπολοίπων, οι οποίες μεταβιβάστηκαν στους απογόνους και τελικά κυριάρχησαν.

41 41 ΓΝΩΣΗ (ΙΙΙ) ΕΜΠΕΙΡΙΚΉ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Η εμπειρική ψυχολογία μας αναφέρει ότι η διαδικασία γνώσης ενός ανθρώπου ο οποίος κρίνει ότι συμβαίνει το τάδε γεγονός ή λέει τα καθέκαστα, σημαίνει ότι τοποθετεί σε τάξη τα σημεία συνδέοντας με πολλούς τρόπους, συνδέει επίσης τα αισθήματα με διαφορετικές λέξεις, βεβαιώνοντας, δείχνοντας διαθέσεις πραγματοποιώντας νοητικές μεταβάσεις σε άλλες συλλογές σημείων ή πράξεων σε συμφωνία με φυσικούς νόμους, αυτό που θα λέγαμε φυσική νόμοι μιας ελεγχόμενης συμπεριφοράς.

42 42 NOHMA (MEANING) Η έννοια του νοήματος αποσαφηνίζεται μέσω μιας πλήρους ανάλυσης της γλώσσας σε σχέση με τη σημαντική της λειτουργία. Ένα σημαντικό σύστημα ή αναπαραστατικό σύστημα αποτελείται από σημεία ως στοιχεία του και από τους συνδυασμούς τους. Τα σημεία ορίζουν ή μορφοποιούν τα σύμβολα. Με ένα περιορισμένο αριθμό σημείων μπορούμε να παραστήσουμε έναν απεριόριστο αριθμό εμπράγματων καταστάσεων συνδυάζοντας τα σημεία κατά εκάστοτε καινούργιο τρόπο. Οι κανόνες περιέχονται στη γραμματική μιας γλώσσας. Τα σημεία χωρίζονται σύμφωνα με τη σημασία τους σε δύο ομάδες: σε περιγραφικά σημεία που δηλώνουν πράγματα, ιδιότητες, σχέσεις και σε λογικά που ονομάζονται σταθερές και χρησιμεύουν στη σύνδεση των περιγραφικών σημείων ή μεταβλητές που δηλώνουν κενές θέσεις που μπορούν να τις καταλάβουν ονόματα ή κατηγορήματα ή προτάσεις. Το νόημα ενός συνδυασμού σημείων, μιας πρότασης, προσδιορίζεται εντελώς με βάση τον καθορισμό της σημασίας τόσο των περιγραφικών όσο και των λογικών σημείων καθώς και της σύνδεσής τους σε προτάσεις μέσω των μορφολογικών κανόνων. Αυτό προκύπτει από την επαληθευσιμότητα της πρότασης. Βάσει του λογικού εμπειρισμού οι προτάσεις της μεταφυσικής που υπερβαίνουν την εμπειρία παραμένουν χωρίς νόημα και δεν επιδέχονται επαλήθευση. Η δομή μιας γλώσσας είναι που καθορίζει την εκφορά των νοημάτων. Τα πάντα στη γλώσσα είναι δομές, δηλαδή κατονομασία, περιγραφή, τυπική διαδικασία οργάνωσης (σύνταξης) λέξεων και προτάσεων. Το ζήτημα είναι η σύνδεση προσωπικού βιώματος και δομών, για την εκφορά γνωσιακών ισχυρισμών. Οι διυποκειμενικές ανακοινώσεις αποτελούν απλώς ένα δομικό σύστημα. Αυτό αποκτά σημασία και χρησιμότητα, όταν μπορεί να το συσχετίσει με τα δικά του βιώματα. Και οι κανόνες αφορούν τη δόμηση ενός συστήματος σημείων. Τυπική γλώσσα – προσδιορισμοί μετασχηματισμού: Με τους συλλογιστικούς κανόνες ορίζεται η έννοια της άμεσης συναγωγής, όπου μια πρόταση μπορεί να συναχθεί άμεσα αν προκύπτει από μια άλλη αντικατάσταση. Η συναγωγή συνίσταται σε μια πεπερασμένη σειρά προτάσεων, έτσι ώστε κάθε φράση να είναι ή μία προϋπόθεση ή ένας ορισμός ή να συνάγεται άμεσα από μια προηγούμενη πρόταση.

43 43 NOHMA (ΙΙ) Παρέκκλιση Reichenbach (1891-1953): «Η ιδέα ότι η γνώση είναι ένα προσεγγιστικό σύστημα το οποίο δεν θα γίνει ποτέ «αληθές» έχει αναγνωριστεί από όλους σχεδόν τους συγγραφείς της ομάδας των εμπειριστών αλλά οι λογικές συνέπειες αυτής της ιδέας ποτέ δεν κατανοήθηκαν πλήρως. Ο προσεγγιστικός χαρακτήρας της επιστήμης θεωρείται αναγκαίο κακό, αναπόφευκτο για όλη την πρακτική γνώση, χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στα βασικά χαρακτηριστικά της γνώσης. Το πιθανοκρατικό στοιχείο στην επιστήμη θεωρήθηκε ως ένα προσωρινό χαρακτηριστικό το οποίο εμφανίζεται στην επιστημονική έρευνα όσο αυτή βρίσκεται στον δρόμο προς την ανακάλυψη αλλά το οποίο εξαφανίζεται όταν πρόκειται για γνώση ως οριστικό σύστημα». Oι φυσικές θεωρίες δίνουν μια περιγραφή της παρατηρησιακής γνώσης του καιρού τους και δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι αιώνιες αλήθειες.

44 44 NOHMA (ΙΙΙ) Οι Hempel και Oppenheim υποστηρίζουν ότι οι προτάσεις που συγκροτούν το εξηγούν πρέπει να είναι αληθείς. Στη συνέχεια τονίζουν ότι δεν αρκεί να είναι το εξηγούν επικυρωμένο σε υψηλό βαθμό. Γιατί σύμφωνα με τις αρχές του εμπειρισμού οποιαδήποτε καλά επικυρωμένη πρόταση μπορεί να ανατραπεί, πράγμα που θα μας έφερνε σε μια κατάσταση όπου πρέπει να υποστηρίξουμε ότι μια εξήγηση η οποία ήταν σε κάποια στιγμή επαρκής μπορεί να μην εξακολουθήσει να είναι. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι προτιμότερο, υποστηρίζουν, να απορρίψουμε την προγενέστερη εξήγηση σαν να μην υπήρξε αυτή ποτέ γνήσια εξήγηση. Έτσι οι συγγραφείς αυτοί κάνουν μια διάκριση ανάμεσα σε προτάσεις που είναι αληθείς και προτάσεις που είναι σε υψηλό βαθμό επικυρωμένες. Η επιστήμη μπορεί να φθάσει σε ένα υψηλό βαθμό επικύρωσης χωρίς να ανατραπούν οι προκείμενες.

45 45 NOHMA (ΙV) Εξετάζοντας τις γνωσιολογικές απαιτήσεις μιας ικανοποιητικής εξήγησης ο Nagel(1937-) υποστηρίζει ότι η απαίτηση να είναι οι προκείμενες μιας ικανοποιητικής εξήγησης αληθείς φαίνεται αναπόφευκτη: «Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε αν οι προκείμενες με απεριόριστα καθολική ισχύ που χρησιμοποιούνται στις εξηγήσεις των εμπειρικών επιστημών είναι όντως αληθείς, και, αν υιοθετούσαμε αυτό το αίτημα, τότε οι περισσότερες από τις ευρέως αποδεκτές εξηγήσεις στην τρέχουσα επιστήμη θα έπρεπε να απορριφθούν ως μη ικανοποιητικές. Αυτό είναι ένα reductio ad absurdum του αιτήματος». Επομένως ο Νagel υποστηρίζει ότι η τρέχουσα επιστήμη περιλαμβάνει έναν αριθμό από αποδεκτές επιστημονικές εξηγήσεις. Αλλά έχει ήδη υποστηρίξει ότι μια αποδεκτή επιστημονική εξήγηση πρέπει να βασίζεται σε αληθείς προκείμενες. Το πιο σημαντικό σημείο είναι ότι υποστηρίζει σαφώς ότι η επιστήμη έχει εδραιώσει έναν αριθμό αληθών προτάσεων: «Για τον λογικό εμπειρισμό η επιστήμη πράγματι επιτυγχάνει να εξασφαλίσει την οριστική αλήθεια των γνωσιακών ισχυρισμών της». Η ιστορία της επιστήμης αποτελείται από τη σταθερή συσσώρευση αληθών προτάσεων. Η έρευνα αυξάνει το απόθεμα των αληθών προτάσεων, άλλες είναι γενικότερες από άλλες ήδη εδραιωμένες και η ενότητα της επιστήμης συνεχώς αναπτύσσεται. Η επιστήμη όντως θεμελιώνει αληθείς προτάσεις ως μία από τις κατευθυντήριες προϋποθέσεις της λογικής εμπειριστικής φιλοσοφίας της επιστήμης.

46 46 ΝΟΗΜΑ (Σύνοψη I) Η συμβατική, κοινή ή σταθερή έννοια μιας έκφρασης, δομής ή πρότασης σε μια γλώσσα, ή ενός μη γλωσσικού σημείου ή συμβόλου. Το κυριολεκτικό νόημα είναι η πλήρης απόδοση του ορισμού ενός λεξικού δομημένου με συντακτική αρτιότητα. Το νόημα εκφράζει τις προθέσεις επικοινωνίας μας διαμέσου των εκφορών μας. Οι παλαιότερες θεωρίες για το νόημα 17ος – 19ος αιώνας αναφέρουν ότι το νόημα συλλαμβάνεται από τις ιδέες ή τις νοητικές εικόνες που εκφράζονται διαμέσου των λέξεων. Κατά τον Ντεκάρτ το νόημα αποτελεί χαρακτηριστικό του νου ο οποίος συγκροτεί την αναπαράσταση των ιδεών. Κατά τον Λοκ το νόημα μεσολαβεί στις ιδέες και τα αντικείμενα. Η σύγχρονη αναλυτική φιλοσοφία αναφέρεται περισσότερο σε προτασιακές εκφορές ή προτασιακά περιεχόμενα όπως, σκέψεις, πεποιθήσεις, προθέσεις παρά σε ιδέες και εικόνες. Επίσης αναφέρουν ότι το νόημα συγκροτείται από υπόρρητες συμβάσεις οι οποίες συνδέονται με τις πεποιθήσεις των ομιλητών (φορέων) του νοήματος, χωρίς τη δημόσια γλωσσική πρακτική ή αποτελεί συνδυασμό και των δύο στοιχείων. Το γλωσσικό νόημα συγκροτείται: α) από την επικοινωνία (ανακοίνωση) των προθέσεων και των πρακτικών και β) από τη διαδικασία της σκέψης και της κατανόησης.

47 47 ΝΟΗΜΑ ( Σύνοψη ΙΙ) Η υπόθεση του Tractatus του Wittgenstein και η σχέση με Frege(1848-1925) και Russell. Ο Kripke (1940 -) απορρίπτει τους ισχυρισμούς των Frege και Russell για τα συνηθισμένα κύρια ονόματα, ισχυριζόμενος η αναφορά σ’ αυτά καθορίζεται όχι από περιγραφικές συνθήκες αλλά τυπικά από μία αιτιακή σχέση που συνδέει το όνομα και την αναφορά. Δηλαδή το όνομα που εκφράζεται στην πρόταση αληθεύει στον δυνατό κόσμο, δηλαδή το περιεχόμενό του ικανοποιεί την συνάρτηση αλήθειας που το βεβαιώνει. Για ορισμένα κατηγορήματα επίσης ο Κripke αναφέρει ότι δεν δηλώνονται με περιγραφές αλλά ως φυσικά είδη τα οποία ανακαλύπτονται από την επιστήμη, πχ ο χρυσός. Ο Λογικός εμπειρισμός ή θετικισμός χρησιμοποιεί τον όρο «συνθήκες βεβαιωσιμότητας» προκειμένου να ορίσει ότι το νόημα μιας πρότασης συνίσταται στις περιπτώσεις ή τις συνθήκες υπό τις οποίες βεβαιώνεται η πρόταση. Ο Fodor αναφέρει ότι όταν μιλάμε για νόημα αναφερόμαστε σε μια γλώσσα σκέψης, ένα σύστημα εσωτερικών καταστάσεων δομημένο όπως η γλώσσα, το οποίο ενδεχομένως να συνδέεται με τη φυσική γλώσσα κάποιου. Ο «νοηματικός ολισμός» είναι η αντίληψη ότι το νόημα ενός όρου δεν απομονώνεται από την ολότητα των εννοιολογικών συνδέσεων. Και οποιαδήποτε αναφορά ενός όρου καθορίζει εξίσου το νόημά του με οποιαδήποτε άλλη, εντός της νοηματικής σύνδεσης (πλαισίου).


Κατέβασμα ppt "1 ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ (ΙΙ). 2 ΒΑΣΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Salmon,Μ., Earman, J. (1992), Eισαγωγή στη Φιλοσοφία της Επιστήμης, μτφ. Κ. Πωγωνδιώτης,"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google