Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
1
ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΑΙΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ
ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΑΙΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ
2
ΟΜΑΔΕΣ ΑΙΜΑΤΟΣ- ΓΕΝΙΚΑ
Η ενδοφλέβια χορήγηση ξένου αίματος σε έναν ασθενή είναι δυνατόν να έχει καθοριστική σημασία για τη διατήρησή του στη ζωή. Προϋπόθεση αποτελεί το χορηγούμενο αίμα να είναι κατάλληλο για τη μετάγγιση αυτή. Η καταλληλότητα αυτή δεν εξαρτάται μόνο από την ‘’καλή’’ ποιότητα του αίματος (επαρκής αριθμός των διάφορων κατηγοριών εμμόρφων συστατικών, έλλειψη μολύνσεως με μικρόβια και ιούς), αλλά επιπλέον πρέπει να υπάρχει συμβατότητα μεταξύ του χορηγούμενου αίματος και του αίματος του δέκτη. Έτσι, ήδη από τον 19ο αιώνα έχει επισημανθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η μετάγγιση αίματος είναι ακίνδυνη, ενώ σε άλλες έχει ως αποτέλεσμα εντονότατες αντιδράσεις του ασθενή , οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και στον θάνατό του. Καθοριστική σημασία για την ύπαρξη συμβατότητας ή μη παίζουν οι καλούμενες ομάδες αίματος οι οποίες χαρακτηρίζουν το αίμα κάθε ανθρώπου. Γενικά, οι ομάδες αίματος παριστάνουν συστήματα αντιγόνων, τα οποία βρίσκονται στην επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων και κληρονομούνται σύμφωνα με τους νόμους του Mendel. Εάν σε μια μετάγγιση τα αντιγόνα αυτά που βρίσκονται στην κυτταρική μεμβράνη των ερυθροκυττάρων έρθουν σε επαφή με αντίστοιχα αντισώματα στο αίμα του δέκτη, προκαλείται αντίδραση συγκολλήσεως των ερυθρών αιμοσφαιρίων, την οποία ακολουθεί κατά κανόνα και η αιμόλυσή τους. Έτσι, τα ειδικά αυτά αντιγόνα ονομάστηκαν συγκολλητινογόνα και τα αντίστοιχα αντισώματα συγκολλητίνες. Τα συγκολλητινογόνα γενικά είναι συμπλέγματα πολυσακχαριτών είτε με πολυπεπτιδικές αλύσους είτε με λιπίδια. Και στις δύο περιπτώσεις η αντιγονική ιδιότητα φαίνεται ότι είναι συνδεδεμένη με το υδατανθρακικό τμήμα του μορίου. Η κύρια πρωτεϊνη της μεμβράνης που διαπερνά την διπλοστιβάδα των λιπιδίων και σχηματίζει τα αντιγόνα των ομάδων αίματος είναι η γλυκοφορίνη. Μέχρι σήμερα έχουν επισημανθεί πάνω από 400 διάφορα αντιγόνα στην ερυθροκυτταρική μεμβράνη. Αυτά κατατάσσονται σε συστήματα, το καθένα από τα οποία αντιστοιχεί ουσιαστικά σε γονίδια που βρίσκονται σε ένα από τα 22 ζεύγη αυτοσώμων του ατόμου. Από τα συστήματα αυτά, άλλα έχουν μεγάλη πρακτική αξία και άλλα μικρή. Τα σπουδαιότερα συστήματα είναι τα ΑΒΟ, Rhesus, MNSs, Kell, Lutheran, Lewis, Duffy, Kidd, P και Diego. Ορισμένες από τις αντιγονικές ουσίες, π.χ. των συστημάτων ΑΒΟ και Lewis, ευρίσκονται και σε διαλυτή μορφή σε διάφορα εκκρίματα, όπως στον σίελο, ιδρώτα, βλέννα τραχειοβρογχικού δέντρου, εκκρίματα αδένων του γαστρικού σωλήνα, προστάτη, μαζικού αδένα (γάλα). Ανάλογες αντιγονικές ουσίες είναι δυνατόν να ευρεθούν και σε άλλα κύτταρα του σώματος, όπως σε επιθήλια βλεννογόνων, ενδοθήλια αγγείων, ηπατικά και νεφρικά κύτταρα κτλ.
3
ΟΜΑΔΕΣ ΑΙΜΑΤΟΣ- ΓΕΝΙΚΑ
Την μεγαλύτερη κλινική σημασία από τα παραπάνω συστήματα παρουσιάζουν τα ΑΒΟ και Rhesus, δεδομένου ότι περιέχουν ισχυρά αντιγόνα. Τα υπόλοιπα χαρακτηρίζονται από πιο ασθενή αντιγόνα και για τον λόγο αυτόν η διερεύνησή τους αποκτά αξία κυρίως σε ιατροδικαστικά ή ανθρωπολογικά προβλήματα. Είναι πάντως δυνατόν σε ορισμένες περιπτώσεις –ιδιαίτερα μετά από επανειλημμένες ευαισθητοποιήσεις διαφόρων τύπων- να αναπτυχθούν αντίστοιχα αντισώματα, οπότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την εμφάνιση συμβαμάτων στις μεταγγίσεις. Κατά κανόνα, πάντως, μια μετάγγιση αίματος θεωρείται δυνατή εφόσον το αίμα του δότη και του δέκτη δεν εμφανίζουν ασυμβατότητα στο επίπεδο των συστημάτων ΑΒΟ και Rhesus.
4
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΒΟ Το σύστημα ΑΒΟ είναι το πρώτο που διερευνήθηκε. Ο Landsteiner το 1910 απέδειξε ότι οι άνθρωποι μπορούν να διαιρεθούν σε 4 ομάδες, δηλαδή Α, Β, ΑΒ και Ο, ανάλογα με την παρουσία ή απουσία των συγκολλητινογόνων Α και Β στα ερυθρά τους αιμοσφαίρια. Αντίστοιχα προς τα συγκολλητινογόνα Α και Β αποδείχθηκε ότι υπάρχουν οι ισοσυγκολλητίνες αντι-Β ή β και αντι-Α ή α. Τα συγκολλητινογόνα εμφανίζονται νωρίς στα έμβρυα κατά την ενδομήτρια ζωή. Οι συγκολλητίνες δεν αναπτύσσονται νωρίς κατά την ενδομήτρια ζωή, όπως συμβαίνει με τα συγκολλητινογόνα, και αυτές που κυκλοφορούν στον εμβρυϊκό οργανισμό είναι οι μητρικές, οι οποίες απομακρύνονται σταδιακά τις πρώτες 10 ημέρες της εξωμήτριας ζωής και αντικαθίστανται πλέον από εκείνες που παρασκευάζει ο οργανισμός του νεογνού. Οι συγκολλητίνες (αντισώματα ΑΒΟ) ονομάζονται φυσικά αντισώματα, σχηματίζονται φυσικά κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του ανθρώπου ως απάντηση σε περιβαλλοντικά αντιγόνα που υπάρχουν στην τροφή και στα μικρόβια και είναι συνήθως τύπου IgM. Αντίθετα, τα αντισώματα που σχηματίζονται λόγω διέγερσης από μετάγγιση αίματος ή κύηση, όπως τα αντισώματα Rhesus που ευθύνονται για την αιμολυτική νόσο των νεογνών, ονομάζονται άνοσα ή επίκτητα αντισώματα και είναι συνήθως τύπου IgG. Σύμφωνα με τον καλούμενο νόμο του Landsteiner, στο πλάσμα κάθε ατόμου υπάρχουν υποχρεωτικά (αναπτυσσόμενες κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της εξωμήτριας ζωής) οι συγκολλητίνες εκείνες που αντιστοιχούν προς τα συγκολλητινογόνα τα οποία δεν υπάρχουν στα ερυθρά του αιμοσφαίρια. Έτσι στον ορό του αίματος της ομάδας ΑΒ δεν υπάρχει καμία από τις συγκολλητίνες αυτές, στον ορό της ομάδας Α υπάρχει η συγκολλητίνη αντι-Β ή β, στον ορό της ομάδας Β η συγκολλητίνη αντι-Α ή α και στον ορό της ομάδας Ο υπάρχουν και οι δύο συγκολλητίνες αντι-Α και αντι-Β (α και β). Στα ερυθροκύτταρα της ομάδας Ο (όπου δεν υπάρχουν τα συγκολλητινογόνα Α και Β) έχει βρεθεί το ειδικό αντιγόνο Η, το οποίο όμως δεν έχει κλινική σημασία διότι σπανιότατα δημιουργούνται αντι-Η αντισώματα. Στα άτομα της ομάδας Ο, το αντιγόνο Η συναντάται σε όλα σχεδόν τα κύτταρα του αίματος. Το αντιγόνο Η παριστά μια πρόδρομη ουσία από την οποία σχηματίζονται τα συγκολλητινογόνα Α και Β κάτω από την επίδραση των αντίστοιχων ειδικών γονιδίων.
6
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΒΟ Επομένως, το σύστημα ΑΒΟ ελέγχεται από ένα ζευγάρι αλληλόμορφων γονιδίων, τα Η και h, και επίσης από 3 αλληλόμορφα γονίδια, τα Α, Β και Ο. Τα αντιγόνα Α, Β και Η έχουν παρόμοια δομή. Οι διαφορές στα τελικά σάκχαρα καθορίζουν την ειδικότητά τους. Το γονίδιο Η κωδικοποιεί το ένζυμο Η που προσκολλά φουκόζη στο βασικό γλυκοπρωτεϊνικό σκελετό και σχηματίζεται ουσία Η, που αποτελεί τον πρόδρομο των αντιγόνων Α και Β. Τα γονίδια Α και Β ελέγχουν ειδικά ένζυμα υπεύθυνα για την προσθήκη στην ουσία Η Ν- ακετυλογαλακτοζαμίνης για την ομάδα Α και D- γαλακτόζης για την ομάδα Β. Το γονίδιο Ο είναι αμορφικό, δεν μετατρέπει την ουσία Η και επομένως το Ο δεν είναι αντιγονικό. Τα αντιγόνα του συστήματος ΑΒΟ στο 78% των ατόμων ανευρίσκονται όχι μόνο στα ερυθρά, αλλά και στα περισσότερα υγρά του σώματος (εκτός από το εγκεφαλονωτιαίο υγρό). Τα άτομα αυτά ονομάζονται εκκριτικοί τύποι και καθορίζονται από το γονίδιο Se. Το υπόλοιπο 22% των ατόμων φέρει τα συγκολλητινογόνα μόνο στα ερυθρά και ονομάζονται μη εκκριτικοί τύποι.
16
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΒΟ Η συχνότητα κατανομής των ομάδων του συστήματος ΑΒΟ εμφανίζει ειδική ανθρωπολογική-εθνολογική σημασία. Η συχνότερη ομάδα είναι γενικά η Ο, η οποία εμφανίζει το μέγιστό της στους Ινδιάνους της Αμερικής (95%). Εξαίρεση αποτελούν οι Κινέζοι στους οποίους συχνότερη ομάδα είναι η Β (Β: 33% έναντι 31% της Ο) και οι ιθαγενείς της Αυστραλίας στους οποίους η ομάδα Α (52%) είναι πιο συχνή από την Ο (48%), ενώ λείπουν εντελώς οι ομάδες Β και ΑΒ. Η κατανομή των ομάδων αίματος του συστήματος ΑΒΟ στους Έλληνες είναι ΑΒ % Α % Β % Ο % Μεταγενέστερες έρευνες απέδειξαν ότι η ομάδα Α εμφανίζει 2 ποικιλίες, τις Α1 και Α2, και ότι το συγκολλητινογόνο Α1 εμφανίζεται 4 φορές συχνότερα από το Α2. Έτσι, οι ομάδες του συστήματος ΑΒΟ αυξήθηκαν από 4 σε 6: τις Α1, Α2, Β, Α1Β, Α2Β και Ο. Όσον αφορά στις αντίστοιχες συγκολλητίνες, υπάρχουν 2 μορφές, δηλαδή η αντι-Α (α), η οποία αντιδρά και με τα δύο συγκολλητινογόνα Α1 και Α2, και η αντι-Α1 (α1), η οποία αντιδρά μόνο με το συγκολλητινογόνο Α1. Η υποδιαίρεση αυτή δεν έχει μεγάλη κλινική σημασία για τις μεταγγίσεις. Το ίδιο ισχύει και για την ύπαρξη των ασθενέστερων αντιγόνων Α3, Α4, Αμ κτλ που ανακαλύφθηκαν αργότερα. Ήδη από το 1924 ο Bernstein απέδειξε ότι τα συγκολλητινογόνα Α και Β μεταβιβάζονται κατά τους νόμους του Mendel και ότι η κληρονομικότητα των ομάδων αίματος στο σύστημα ΑΒΟ εξαρτάται από την παρουσία των τριών αλληλόμορφων γονιδίων Α, Β και Ο από τα οποία τα Α και Β είναι επικρατούντα και το Ο υπολειπόμενο. Είναι φανερό ότι με αυτές τις συνθήκες είναι δυνατοί 6 γονοτυπικοί συνδυασμοί (ΑΒ, ΑΑ, ΑΟ, ΒΒ, ΒΟ, ΟΟ) και τέσσερις φαινότυποι (ΑΒ, Α, Β, Ο). Με την υποδιαίρεση της ομάδας Α σε 2 υποομάδες, τα αλληλόμορφα γονίδια φθάνουν τα τέσσερα, οι δυνατοί συνδυασμοί είναι 10 (ΟΟ, Α1Α1, Α1Α2, Α1Ο, Α2Α2, Α2Ο, ΒΒ, ΒΟ, Α1Β, Α2Β) και οι φαινότυποι 6 (Ο,Α1,Α2,Β, Α1Β,Α2Β).
17
ΦΑΙΝΟΤΥΠΟΣ ΓΟΝΟΤΥΠΟΣ ΑΝΤΙΓΟΝΑ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ % Ο ΟΟ Κανένα Αντι-Α και Αντι-Β 42 Α ΑΑ ή ΑΟ Αντι-Β 40 Β ΒΒ ή ΒΟ 14 ΑΒ Α και Β 4
18
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΒΟ Επειδή στα ερυθρά της ομάδας Ο δεν υπάρχουν συγκολλητινογόνα, η ομάδα αυτή μπορεί να χορηγηθεί στα άτομα όλων των ομάδων (ομάδα Ο = πανδότης). Στα άτομα της ομάδας ΑΒ, στον ορό των οποίων δεν υπάρχουν συγκολλητίνες, μπορεί να μεταγγισθεί αίμα από όλες τις ομάδες (ομάδα ΑΒ= πανδέκτης). Εάν σε ένα άτομο που ανήκει π.χ. στην ομάδα Α γίνει ασύμβατη μετάγγιση με αίμα της ομάδας Β, τότε τα ερυθρά του δότη (που περιέχουν συγκολλητινογόνο Β) όταν βρεθούν μέσα στο πλάσμα του λήπτη θα συγκολληθούν διότι εκεί η συγκέντρωση των συγκολλητινών β (αντι-Β) είναι μεγάλη. Αντίθετα, τα ερυθρά του λήπτη (που περιέχουν συγκολλητινογόνο Α) δεν θα συγκολληθούν από τις συγκολλητίνες α (αντι-Α) του πλάσματος του δότη, γιατί αυτές με την είσοδό τους στο αίμα του λήπτη θα αραιωθούν πολύ. Πριν από κάθε μετάγγιση πρέπει να προσδιορίζεται η ομάδα αίματος τόσο του λήπτη όσο και του δότη και να γίνεται υποχρεωτική διασταύρωση των ερυθρών του δότη με το πλάσμα του λήπτη. Σε περίπτωση ασυμβατότητας παρατηρείται συγκόλληση των ερυθρών αιμιοφαιρίων και αιμόλυση.
20
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ RHESUS Το σύστημα αυτό ανακαλύφθηκε το 1940 όταν διαπιστώθηκε ότι ο ορός κουνελιών, στα οποία είχε γίνει ένεση ερυθρών αιμοσφαιρίων πιθήκων Macacus Rhesus, συγκολλά τα ερυθρά αιμοσφαίρια των 85% των ανθρώπων της λευκής φυλής. Οι άνθρωποι αυτοί χαρακτηρίστηκαν ως Rhesus θετικοί (Rh +) και οι υπόλοιποι 15% στους οποίους δεν παρατηρείται ανάλογη συγκόλληση Rhesus αρνητικοί (Rh -) . Στην κίτρινη φυλή το 99% των ατόμων είναι Rh +. Η διάκριση αυτή σε άτομα θετικά και αρνητικά κατά Rhesus αρκεί γενικά στην κλινική πράξη για την αποφυγή συμβαμάτων από το σύστημα αυτό κατά τις μεταγγίσεις. Το σύστημα Rhesus, όμως, είναι ουσιαστικά πολύ πολύπλοκο. Το σύστημα Rhesus αποτελείται από 6 τουλάχιστον αντιγόνα, τα οποία χαρακτηρίζονται με τα γράμματα C, D, E, c, d, e και χωρίζονται σε ζεύγη Cc, Dd, Ee. Το σύμβολο d είναι υποθετικό διότι δεν έχει βρεθεί αντι-d αντίσωμα. Το καθένα από τα αντιγόνα αυτά εμφανίζει διάφορες ειδικές ποικιλίες, π.χ. 𝐶 𝑤 , 𝐶 𝑥 , 𝐷 𝑢 , 𝐸 𝑤 , κτλ. Κάθε χρωμόσωμα έχει τη δυνατότητα να φέρει από κάθε ζεύγος μόνο έναν παράγοντα, π.χ. D ή d, C ή c, E ή e, ποτέ όμως και τους δυο μαζί, π.χ. C και c. Έτσι, κάθε ζεύγος χρωματοσωμάτων έχει 2 x 3 παράγοντες σε διάφορους συνδυασμούς γονοτύπων, π.χ CDe/Cde, CDE/cde, cDe/Cde, cde/cde. Στη λευκή φυλή συχνότεροι (95%) είναι οι συνδυασμοί Cde, cde και cDE. Υπάρχουν ελάχιστα άτομα τα οποία στερούνται τελείως Rh αντιγόνων και κατατάσσονται στην ομάδα Rh null. Τα ερυθρά τους αιμοσφαίρια εμφανίζουν ορισμένες μορφολογικές και λειτουργικές ανωμαλίες. Το αντιγόνο D είναι το πρώτο που ανακαλύφθηκε και είναι πολύ ισχυρό από απόψεως πρόκλησης παραγωγής αντισωμάτων. Για τον λόγο αυτόν έχει μεγαλύτερη κλινική σημασία από τα υπόλοιπα. Τα άτομα χαρακτηρίζονται θετικά ή αρνητικά κατά Rhesus ανάλογα με την παρουσία ή απουσία του αντιγόνου D. Η εξακρίβωσή του γίνεται in vitro, καθώς μια σταγόνα ορού που περιέχει αντι-D συγκολλητίνες αναμιγνύεται με τα ερυθρά του εξεταζόμενου ατόμου. Εάν αυτά συγκολληθούν σημαίνει ότι φέρουν το αντιγόνο D και συνεπώς το άτομο είναι Rhesus θετικό.
22
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ RHESUS Στον ορό του αίματος του ανθρώπου δεν υπάρχουν φυσιολογικά αντι-Rh αντισώματα. Η παραγωγή τους γίνεται μόνο εάν υπάρξει ευαισθητοποίηση ύστερα από: Επανειλημμένες μεταγγίσεις αίματος Rh+ σε Rh- λήπτη Στην περίπτωση αυτή δημιουργούνται στον λήπτη αντισώματα που καταστρέφουν τα Rh+ ερυθρά που εισάγονται. Οι αντι- Rh αυτές συγκολλητίνες που σχηματίζονται συνήθως διατηρούνται για 1-2 έτη και μετά εξαφανίζονται, όμως αυτά τα Rh- άτομα είναι πλέον ‘’ευαισθητοποιημένα’’. Αυτό σημαίνει ότι εάν γίνει στο άτομο αυτό μια νέα μετάγγιση αίματος Rh+, τότε ο Rh- αυτός λήπτης θα σχηματίσει ταχύτατα αντι- Rh συγκολλητίνες.
23
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ RHESUS Κύηση Rh+ εμβρύου από Rh- μητέρα (ως προς το αντιγόνο D) Πολλές φορές κατά τον τοκετό, με την οπισθοπλακούντια αιμορραγία, διέρχονται τον πλακούντα τα ερυθρά του Rh+ εμβρύου που περιέχουν το αντιγόνο D, το οποίο κληρονόμησαν από τον πατέρα τους και που το στερούνται τα ερυθρά της Rh- μητέρας. Ο μητρικός οργανισμός κάτω από αυτές τις συνθήκες ευαισθητοποιείται και παράγει αντισώματα αντι-D (αντι-Rh), τα οποία σε μια επόμενη κύηση διέρχονται τον πλακούντα και εισέρχονται στην κυκλοφορία του εμβρύου προκαλώντας σοβαρές βλάβες. Τα αντι-D αντισώματα είναι IgG αντισώματα και μπορούν να περάσουν τον φραγμό του πλακούντα, διότι ανήκουν στα καλούμενα ‘’ατελή’’ αντισώματα, τα οποία έχουν μικρότερο μόριο από τα ‘’τέλεια’’. Στην πρώτη εγκυμοσύνη αυτού του τύπου δεν εμφανίζονται κατά κανόνα-εκτός εάν έχει προηγηθεί ευαισθητοποίηση από μεταγγίσεις- βλάβες, διότι η συγκέντρωση (ο τίτλος) των παραγόμενων αντισωμάτων στο αίμα δεν προλαβαίνει να φθάσει σε επικίνδυνα επίπεδα (άρα το πρώτο τέκνο δεν κινδυνεύει). Στην περίπτωση που η ευαισθητοποίηση προέρχεται από προηγούμενη μετάγγιση Rh+ ερυθρών σε Rh- μητέρα, τότε πλέον κινδυνεύει και το πρώτο τέκνο. Για τον λόγο αυτό απαγορεύεται να χορηγείται Rh+ αίμα σε γυναίκες που βρίσκονται σε ηλικία αναπαραγωγής. Η ίδια ευαισθητοποίηση επέρχεται και όταν η κύηση δεν έρθει σε πέρας για διάφορους λόγους, όπως π.χ. απόξεση, αυτόματη αποβολή ή εξωμήτρια κύηση. Εάν το έμβρυο επιζήσει, εμφανίζεται η αιμολυτική νόσος των νεογνών που σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις οφείλεται σε ασυμβατότητα ως προς το αντιγόνο D και σπάνια στα άλλα αντιγόνα του συστήματος Rh. Η νόσος εκδηλώνεται με οξεία αιμόλυση και ίκτερο και ανάλογα με τη βαρύτητά της εκδηλώνεται ως βαρύς ίκτερος (που μπορεί να οδηγήσει σε πυρηνικό ίκτερο) ή εμβρυοπλακούντιος ύδρωπας. Θεραπευτικά, στο νεογνό εφαρμόζεται φωτοθεραπεία και αφαιμαξομετάγγιση, ενώ στην Rh- μητέρα (μετά την πρώτη εγκυμοσύνη, αμέσως μετά τον τοκετό) χορηγείται αντι-D γ-σφαιρίνη, η οποία καταστρέφει τα D ερυθρά του νεογνού που εισήλθαν στη μητρική κυκλοφορία κατά τη διάρκεια του τοκετού με τη ρήξη των αγγείων του πλακούντα. Ανάλογες διαταραχές μπορούν να εμφανισθούν λόγω ασυμβατότητας και σε άλλο σύστημα ομάδων αίματος, όπως το ΑΒΟ, ιδίως όταν η μητέρα έχει ομάδα Ο και το παιδί ομάδα Α. Οι επακόλουθες αιμολυτικές αντιδράσεις είναι περιορισμένες και συνήθως χωρίς κλινική βαρύτητα.
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.