Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
1
Σχέσεις ξενιστή λοιμώδους αιτίου
ΛΟΙΜΩΔΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ Σχέσεις ξενιστή λοιμώδους αιτίου «Λοιμώδη» ή «μεταδοτικά»: είναι νοσήματα που οφείλονται σε ζωντανούς «λοιμογόνους» παράγοντες (ή σε τοξικά τους προϊόντα). Οι λοιμογόνοι παράγοντες μπορούν να μεταδοθούν στον ευπαθή άνθρωπο είτε άμεσα (από κάποιον άλλο μολυσμένο άνθρωπο ή ζώο) είτε έμμεσα (με την παρέμβαση κάποιου διαβιβαστή ή ορισμένων αντικειμένων του άψυχου περιβάλλοντος). «Μολυσματικά» ή «κολλητικά»: Νοσήματα που μπορούν να μεταδοθούν από άνθρωπo σε άνθρωπο χωρίς την παρέμβαση διαβιβαστή ή αγωγού. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: η ελονοσία είναι νόσημα λοιμώδες χωρίς να είναι άμεσα μολυσματικό, ενώ η ιλαρά είναι νόσημα τόσο λοιμώδες όσο και μολυσματικό.
2
Κοινό χαρακτηριστικό των λοιμογόνων παραγόντων είναι ότι είναι ζωντανοί και δυνητικά ή υποχρεωτικά νοσογόνοι (προσοχή: δεν αναφερόμαστε στις τοξίνες τους) Στους λοιμογόνους παράγοντες ανήκουν τα παράσιτα, οι μύκητες, τα βακτήρια (π.χ. οι ρικέτσιες και τα χλαμύδια) και οι ιοί. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένοι λοιμογόνοι παράγοντες δεν προκαλούν πάντα και υποχρεωτικά νόσο. Έτσι, η απομόνωση ενός μικροοργανισμού σε ένα ή περισσότερα άτομα που πάσχουν από κάποιο νόσημα δε σημαίνει υποχρεωτικά ότι ο μικροοργανισμός αυτός ευθύνεται για το αντίστοιχο νόσημα.
3
Όροι για τον λοιμογόνο παράγοντα
Ευκαιριακοί ή δυνητικά παθογόνοι μικροοργανισμοί: Μικρόβια της φυσιολογικής χλωρίδας ή του περιβάλλοντος που μπορεί να προκαλέσουν νόσο σε άτομα μειωμένης αντίστασης. Παθογονικότητα: Η δυνατότητα ενός είδους μικροβίου να προκαλεί νόσο. Χρόνος επώασης: Ο χρόνος μεταξύ της μόλυνσης και της εμφάνισης συμπτωμάτων Λοιμογόνος ισχύ: Ο βαθμός της λοιμογόνου ικανότητας ενός στελέχους. Λοιμώδης δόση: Ο ελάχιστος αριθμός μικροοργανισμών που μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη.
4
Όροι για τον ξενιστή Επιμόλυνση: Η μόλυνση αντικειμένων, του περιβάλλοντος ή και των εξεταστικών εργαλείων από μικροοργανισμούς. Αποικισμός: Η ύπαρξη μικροοργανισμών επάνω στο δέρμα ή τους βλεννογόνους χωρίς είσοδο μέσα στους ιστούς. Μπορεί να εμφανιστεί τόσο στη φυσική μικροχλωρίδα όσο και σε παθογόνους μικροοργανισμούς. Ενδογενής λοίμωξη: Λοίμωξη που προέρχεται από αποικούντες μικροοργανισμούς Εξωγενής λοίμωξη: Λοίμωξη που προέρχεται από μικροοργανισμούς που διεισδύουν από έξω στον ξενιστή.
5
Όροι για τον ξενιστή Νοσοκομειακή λοίμωξη: Λοίμωξη που αποκτήθηκε στο νοσοκομείο (π.χ. ουρολοίμωξη) Τοπική λοίμωξη: Ο λοιμογόνος παράγοντας παραμένει στην πύλη εισόδου ή στον εγγύς περίγυρο. Γενικευμένη λοίμωξη: Λεμφογενής ή/και αιματογενής εξάπλωση του μικροβίου από την πύλη εισόδου. Σήψη-σηψαιμία: Συστηματική νόσηση που προκαλείται από τους μικροοργανισμούς και τα τοξικά προιόντα τους.
6
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑΣ
Δείκτες νοσηρότητας και θνησιμότητας Πρόκειται για δείκτες που εκφράζουν τη συχνότητα των ποικίλων νοσημάτων και παθολογικών καταστάσεων σε διάφορους πληθυσμούς και αποτελούν μέτρο αξιολόγησης και σύγκρισης αυτών των πληθυσμών. Οι δείκτες αυτοί εκφράζονται σε σχέση με τον πληθυσμό στον οποίο σημειώθηκαν, που καλείται πληθυσμός αναφοράς. Οι δείκτες νοσηρότητας είναι δύο ειδών: αυτοί που εκφράζουν τη συχνότητα μιας κατάστασης (π.χ. νόσημα, αναπηρία, νοσηλεία κλπ) σε μια ορισμένη χρονική στιγμή (Δείκτες επιπολασμού) και θυμίζουν «φωτογραφία» καθώς δεν έχουν χρονική διάσταση, και αυτοί που εκφράζουν τη συχνότητα επέλευσης ενός γεγονότος σε μια χρονική περίοδο (Δείκτες επίπτωσης).
7
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑΣ
Ο θάνατος είναι ένα γεγονός και όχι μια κατάσταση με διάρκεια. Άρα οι δείκτες που τον περιγράφουν είναι δείκτες επίπτωσης. Δείκτης θνησιμότητας είναι ο δείκτης που εκφράζει τον αριθμό θανάτων από ένα νόσημα προς τον πληθυσμό ενώ ο δείκτης θνητότητας εκφράζει τον αριθμό θανάτων από ένα νόσημα στο σύνολο των νοσούντων από αυτό το νόσημα.
8
Χαρακτηριστικά των λοιμογόνων παραγόντων που επηρεάζουν την επιδημιολογία των αντίστοιχων νοσημάτων είναι η μολυσματικότητα, η παθογονικότητα, η λοιμοτοξικότητα και η ανοσοποιητική ικανότητα. Μολυσματικότητα. Η μολυσματικότητα αφορά την ικανότητα ενός λοιμογόνου παράγοντα να «μολύνει» τον αντίστοιχο ξενιστή (δηλαδή να εγκαθίσταται και να πολλαπλασιάζεται ή να αναπτύσσεται σ' αυτόν, χωρίς να δημιουργεί υποχρεωτικά έκδηλη νόσο-λοίμωξη) Παθογονικότητα. Η παθογονικότητα αφορά την ικανότητα ενός λοιμογόνου παράγοντα (που έχει ήδη μολύνει τον αντίστοιχο ξενιστή) να προκαλεί έκδηλη νόσο (λοίμωξη). Ανεξάρτητα από τη φύση και τους χαρακτήρες της παθογονικότητας, η βάση για την αριθμητική της εκτίμηση είναι το πηλίκο των έκδηλων νοσήσεων («λοιμώξεων») προς το σύνολο των «μολύνσεων». Λοιμοτοξικότητα. Η λοιμοτοξικότητα αφορά τη σοβαρότητα μιας έκδηλης λοιμώδους νόσου (λοιμώξεως), και μπορεί να εκτιμηθεί με βάση το δείκτη θνητότητας ή κάποιον άλλο δείκτη που εκφράζει τη συχνότητα μιας βαριάς επιπλοκής. Ανοσοποιητική ικανότητα. Η ανοσοποιητική ικανότητα αφορά τη δυνατότητα ενός λοιμογόνου παράγοντα να δημιουργεί ειδική, ισχυρή και διαρκή ανοσία στον αντίστοιχο ξενιστή.
9
Η εμφάνιση ή όχι ενός λοιμώδους νοσήματος, σ' ένα άτομο που έχει εκτεθεί σε μολυσματική δόση του αντίστοιχου λοιμογόνου παράγοντα, εξαρτάται από την επιδεκτικότητα ή αντοχή του ατόμου για το λοιμώδες αυτό νόσημα. Η αντοχή αποτελεί την αρνητική έκφραση της επιδεκτικότητας και διαθέτει δύο βασικές συνιστώσες: την εγγενή ή μη ειδική αντοχή και την επίκτητη ή ειδική αντοχή ή ανοσία. Η εγγενής αντοχή δεν έχει σχέση με αντισώματα ή ειδικές κυτταρικές ή ιστικές αντιδράσεις. Κατά κανόνα έχει γενετική βάση και είναι συχνά χαρακτηριστική του βιολογικού είδους. Η ανοσία είναι, κατά κανόνα, επίκτητη (εκτός από τη φυσική παθητική ανοσία -βλέπε παρακάτω) και βασίζεται στην παρουσία ειδικών αντισωμάτων (χυμική ανοσία} ή ειδικά ευαισθητοποιημένων λεμφοκυττάρων (κυτταρική ανοσία). Η ανοσία (κυρίως η χυμική) διακρίνεται σε παθητική ανοσία (φυσική ή τεχνητή) και ενεργητική ανοσία (φυσική ή τεχνητή).
10
Παθητική ανοσία είναι αυτή που οφείλεται σε αντισώματα που δεν δημιουργήθηκαν στον ίδιο τον άνοσο οργανισμό αλλά σε κάποιον άλλο. Φυσική παθητική ανοσία: τη διαθέτει το νεογνό και οφείλεται στη διαπλακούντια μετάδοση έτοιμων αντισωμάτων από τη μητέρα. Η φυσική παθητική ανοσία σπάνια ξεπερνά τους 6 μήνες και πολύ συχνά εξαφανίζεται αρκετά νωρίτερα. Τεχνητή παθητική ανοσία: δημιουργείται με παρεντερική έγχυση (ένεση) έτοιμων αντισωμάτων. Τα αντισώματα μπορεί να βρίσκονται σε μίγμα ορών οποιωνδήποτε ενηλίκων (που κατά τεκμήριο έχουν προσβληθεί από τα περισσότερα λοιμώδη νοσήματα) (άνοσος ορός ή άνοση γ- σφαιρίνη) ή σε μίγμα ορών ενηλίκων που αναρρώνουν από ένα συγκεκριμένο νόσημα (και είναι έτσι βέβαιο ότι διαθέτουν υψηλές συγκεντρώσεις των αντίστοιχων αντισωμάτων) (υπεράνοσος ειδικός ορός ή υπεράνοση ειδική γ- σφαιρίνη). Η διάρκεια της τεχνητής παθητικής ανοσίας είναι σύντομη και η χρησιμότητά της περιορίζεται, κατά κανόνα, στην παροδική και βραχυπρόθεσμη προστασία ατόμων που έχουν ήδη εκτεθεί σε κάποιο λοιμογόνο παράγοντα.
11
Ενεργητική ανοσία (φυσική ή τεχνητή) είναι αυτή που οφείλεται σε αντισώματα ή ευαισθητοποιημένα λεμφοκύτταρα που δημιουργήθηκαν στον ίδιο τον άνοσο οργανισμό. Φυσική ενεργητική ανοσία: οφείλεται σε προηγηθείσα λοίμωξη ή υποκλινική μόλυνση χωρίς έκδηλη νόσηση (συνώνυμα: «κρυψιμόλυνση» ή «αφανής μόλυνση» ή απλά «μόλυνση»). Τεχνητή ενεργητική ανοσία: δημιουργείται μετά από τον αντίστοιχο εμβολιασμό. Το εμβόλιο περιέχει τον αντίστοιχο λοιμογόνο παράγοντα τροποποιημένο ή εξασθενημένο ή αδρανοποιημένο ή νεκρό ή ένα τμήμα του λοιμογόνου αυτού παράγοντα, ή την τροποποιημένη και «ατοξική» πια τοξίνη του, και χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα δημιουργίας ειδικών προστατευτικών αντισωμάτων ή ειδικής κυτταρικής ανοσίας (ή και των δύο), με συνέπεια την αποτελεσματική ειδική προστασία του εμβολιασμένου. Η ενεργητική ανοσία είναι, κατά κανόνα, μακροχρόνια (η φυσική διαρκεί συνήθως περισσότερο από την αντίστοιχη τεχνητή). Η κρυψιμόλυνση (υποκλινική μόλυνση χωρίς έκδηλη νόσηση) είναι ο συχνότερος τρόπος εγκαταστάσεως της φυσικής ενεργητικής ανοσίας. Η κρυψιμόλυνση μπορεί να γίνει μετά από ενεργό επαφή ενός επιδεκτικού ατόμου με κάποιον πάσχοντα ή, συνηθέστερα, με κάποιον υγιή μικροβιοφορέα ή ιοφορέα (π.χ. διφθερίτιδας, μηνιγγίτιδας ή ηπατίτιδας Β).
12
ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ Συλλογική ανοσία (ή «ανοσία αγέλης» ή «πληθυσμική ανοσία») είναι η επιδεκτικότητα ή η αντοχή ενός πληθυσμού (π.χ. ενός στρατοπέδου, ενός χωριού ή μιας πόλεως) απέναντι σε ένα ορισμένο λοιμώδες νόσημα. Επηρεάζει με αποφασιστικό τρόπο την επιδημιολογική συμπεριφορά του λοιμώδους αυτού νοσήματος στο συγκεκριμένο πληθυσμό. Επίνοσα άτομα είναι τα επιδεκτικά άτομα στη λοίμωξη. Το ποσοστό τους στον πληθυσμό αποτελεί σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση των επιδημιολογικών χαρακτηριστικών οποιουδήποτε νοσήματος, ανεξάρτητα από τη φύση του λοιμογόνου παράγοντα και τον τρόπο της διασποράς του. Στην ειδικότερη, όμως, περίπτωση των «μολυσματικών» νοσημάτων, το ποσοστό των επινόσων (ή αντίθετα των ανόσων) αποτελεί άμεσο μέτρο της αντίστοιχης συλλογικής ανοσίας, γιατί τα άνοσα άτομα παρεμβάλλονται και εμποδίζουν με άμεσο τρόπο τη διασπορά της νόσου μεταξύ των επινόσων. Για την αποφυγή μιας επιδημικής εκρήξεως ενός μολυσματικού νοσήματος δεν είναι απαραίτητο να είναι άνοσα όλα τα άτομα ενός πληθυσμού, γιατί ορισμένα επίνοσα άτομα μπορεί να προστατεύονται από τα άνοσα άτομα που βρίσκονται γύρω τους (ανοσιακό τείχος).
13
Το κρίσιμο ποσοστό συλλογικής ανοσίας που αναστέλλει τη διασπορά ενός λοιμώδους νοσήματος δεν έχει υπολογιστεί με ακρίβεια για κανένα νόσημα και ποικίλλει από πληθυσμό σε πληθυσμό. Το ποσοστό αυτό δεν είναι ποτέ 100% -δηλαδή δεν είναι απαραίτητη η ανοσοποίηση όλων των ατόμων ενός πληθυσμού για να αποφευχθεί η έκρηξη μιας επιδημίας. Φαίνεται ότι το κρίσιμο ποσοστό πλησιάζει το 95% για την ευλογιά, το 90% για την ερυθρά, το 80% για τη διφθερίτιδα κοκ. Ένα πρόβλημα κατά τον υπολογισμό του κρίσιμου ποσοστού (π.χ. της διφθερίτιδας) είναι ότι τα επίνοσα άτομα μπορεί να μην ξεπερνούν το 20% στο σύνολο του πληθυσμού αναφοράς, αλλά να είναι όλα συγκεντρωμένα σε μια μικρή περιοχή (π.χ. σε μια φτωχογειτονιά), δημιουργώντας δυσμενείς επιδημιολογικές συνθήκες στη συγκεκριμένη αυτήν περιοχή.
14
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σε πολλά νοσήματα (π. χ
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σε πολλά νοσήματα (π.χ. στην πολιομυελίτιδα πριν τη μαζική εφαρμογή του εμβολιασμού, στις ηπατίτιδες Α και Β, κλπ.) η ανάπτυξη της φυσικής ενεργητικής ανοσίας γίνεται συνηθέστερα με κρυψιμολύνσεις παρά με κλινικά έκδηλες λοιμώξεις. Η αναλογία των κρυψιμολύνσεων προς τις κλινικά έκδηλες λοιμώξεις ποικίλλει σημαντικά (από 1:10 μέχρι 100:1) και είναι, κατά κανόνα, μεγαλύτερη στα παιδιά παρά στους ενήλικες. Έτσι, σε περιοχές και κοινωνικές ομάδες με υψηλούς δείκτες συγχρωτισμού και πυκνοκατοικήσεως και χαμηλό επίπεδο υγειονομικής συνειδήσεως η αναλογία των κρυψιμολύνσεων προς τις εμφανείς λοιμώξεις είναι μεγαλύτερη, παρά στις περισσότερο αναπτυγμένες περιοχές και κοινωνικές ομάδες, γιατί στις πρώτες η έκθεση στους λοιμογόνους παράγοντες και η απόκτηση φυσικής ενεργητικής ανοσίας γίνεται σε μικρότερη ηλικία παρά στις δεύτερες.
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.