Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεΆδωνις Ζαχαρίου Τροποποιήθηκε πριν 8 χρόνια
1
Δίκαιο Ανταγωνισμού και Άρθρο 101 ΣΛΕΕ ( άρθρο 1 ν.3959/2011) Ιωάννης Κόκκορης Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Λονδίνου – Queen Mary Δημήτρης Λουκάς Αντιπρόεδρος Επιτροπής Ανταγωνισμού Πρόγραμμα Επιμόρφωσης Εθνικών Δικαστών – Ε. Ε. Αθήνα, 29/9 – 2/10
2
Η πολιτική ανταγωνισμού της Ε. Ε. έχει ως στόχο να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργιά του ανταγωνισμού και τον επί ίσοις όροις ανταγωνισμό στην κοινή αγορά Σκοπός είναι να εξασφαλίσει ότι οι επιχειρήσεις και τα κράτη μέλη δεν θα εφαρμόσουν μη ανταγωνιστικές πρακτικές που θα διαστρεβλώσουν τον ανταγωνισμό στην κοινή αγορά Πολιτική Ανταγωνισμού
3
Η πολιτική ανταγωνισμού : Ορίζεται ως ένα σύνολο πολιτικών και νόμων που εξασφαλίζουν ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά δεν περιορίζεται έτσι ώστε να είναι επιζήμιος για την κοινωνία (Motta 2004) Προσδιορίζει τις ευκαιρίες και τα κίνητρα για τους καταναλωτές και τους παραγωγούς ( Damro 2006) Διασφαλίζει την αποτροπή μη ανταγωνιστικών πρακτικών έτσι ώστε οι αγορές να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά ( Buccirossi et al. 2013 )
4
Τομείς Ανταγωνισμού Συμπράξεις και μη ανταγωνιστικές πρακτικές Άρθρο 101 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ε. Ε. Επιβάλλονται πρόστιμα σε όσους το παραβαίνουν Κατάχρηση Δεσπόζουσας Θέσης Άρθρο 102 της Σ. Λ. Ε. Ε. Επιβάλλονται πρόστιμα σε όσους το παραβαίνουν Συγκεντρώσεις Κανονισμός ΕΚ αριθμός 139/2004: Επιβάλλονται πρόστιμα σε όσους το παραβαίνουν Κρατικές Ενισχύσεις Άρθρα 107-109 της Σ. Λ. Ε. Ε. : Αναστέλλονται όλες οι κρατικές ενισχύσεις οι οποίες δεν είναι σύμφωνες με τα παραπάνω άρθρα
5
Άρθρο 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ Είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς Χαρακτηριστικά παραδείγματα : Άμεσος ή έμμεσος καθορισμός τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής Περιορισμός ή έλεγχος της παραγωγής, της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων Κατανομή αγορών, πελατών ή πηγών εφοδιασμού
6
Έννοια της « επιχείρησης » / « ένωσης επιχειρήσεων » Ως « επιχείρηση » νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο ή οικονομική ενότητα που ασκεί εμπορική ή άλλη οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς του και από τον τρόπο χρηματοδότησής του Η ύπαρξη επιχείρησης προϋποθέτει αυτονομία οικονομικής δράσης και συνακόλουθα πλήρη ανάληψη των οικονομικών κινδύνων που συνεπάγεται η εκάστοτε οικονομική δραστηριότητα Ως οικονομική δραστηριότητα νοείται κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά
7
Έννοια της « επιχείρησης » / « ένωσης επιχειρήσεων » Μια « ένωση επιχειρήσεων » προϋποθέτει πλειονότητα επιχειρήσεων που συνδέονται μεταξύ τους με οποιαδήποτε μορφή οργανωμένης συνεργασίας. Δεν απαιτείται η « ένωση επιχειρήσεων » να έχει νομική προσωπικότητα, ούτε και η ίδια εμπορική ή παραγωγική δραστηριότητα, αρκεί να εξυπηρετεί τα εμπορικά συμφέροντα των μελών της
8
Έννοια « συμφωνίας » Διασταλτική ερμηνεία του όρου υπό το πρίσμα του δικαίου ανταγωνισμού « Συμφωνία » θεωρείται ότι υφίσταται όταν οι συμβαλλόμενοι, ρητά ή σιωπηρά, εγκρίνουν από κοινού σχέδιο που καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές της αμοιβαίας δράσης τους ( ή αποχής από τη δράση ) στην αγορά. Για τους σκοπούς εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, αρκεί οι επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή τους βούληση να συμπεριφερθούν στην αγορά κατά καθορισμένο τρόπο – αδιάφορη η μορφή ή / και ειδικότερη εκδήλωση της κοινής αυτής βούλησης ( έγγραφη, προφορική, νομικά δεσμευτική, συμφωνία κυρίων κλπ ) Δεν είναι αναγκαίο οι συμμετέχοντες να έχουν εκ των προτέρων συμφωνήσει σε ένα ολοκληρωμένο κοινό σχέδιο. Καταλαμβάνονται και συμφωνίες - πλαίσιο, ατελείς συνεννοήσεις και επιμέρους συμπτώσεις βούλησης κατά τη διαδικασία μιας διαπραγμάτευσης
9
Έννοια « εναρμονισμένης πρακτικής » (1) Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής αφορά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων, η οποία, χωρίς να φθάνει μέχρι τη σύναψη συμφωνίας, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός με την έμπρακτη συνεργασία των επιχειρήσεων, μειώνοντας έτσι την αβεβαιότητα που έχει κάθε επιχείρηση σχετικά με τη συμπεριφορά που θα υιοθετήσουν οι ανταγωνιστές της στην αγορά Κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην αγορά
10
Αυτή η απαίτηση αυτονομίας δεν αποκλείει μεν το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται επιτηδείως στη διαπιστούμενη ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών, πλην όμως αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών δυνάμενη, είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υφιστάμενου ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά Έννοια « εναρμονισμένης πρακτικής » ( 2 )
11
Έννοια « εναρμονισμένης πρακτικής » ( 3 ) Η ίδια η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει μεν συμπεριφορά των μετεχουσών επιχειρήσεων στην αγορά, δεν συνεπάγεται όμως κατ ’ ανάγκην ότι η εν λόγω συμπεριφορά θα πρέπει και να επιφέρει, συγκεκριμένα, το περιοριστικό του ανταγωνισμού αποτέλεσμα Κατά πάγια νομολογία, τεκμαίρεται ότι οι μετέχουσες σε συνεννοήσεις επιχειρήσεις, οι οποίες εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην αγορά, δεν μπορεί παρά να λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που έχουν ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές τους, όταν καθορίζουν τη συμπεριφορά τους
12
Διάκριση « συμφωνίας » και « εναρμονισμένης πρακτικής » Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ( και 1 ν. 3959/2011) καταλαμβάνουν ουσιαστικά μορφές συμπαιγνίας που μετέχουν της ίδιας φύσης, διακρίνονται δε μόνο κατά την έντασή τους και τις επιμέρους μορφές υπό τις οποίες εκδηλώνονται Οι αρχές ανταγωνισμού δεν είναι υποχρεωμένες να προσδιορίζουν επακριβώς μία παράβαση ως προς καθεμία επιχείρηση και σε κάθε δεδομένο χρονικό σημείο ως συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική, διότι οι σχετικές έννοιες μπορεί να αλληλεπικαλύπτονται Μια σύμπραξη μπορεί να συνιστά ταυτόχρονα « συμφωνία » και « εναρμονισμένη πρακτική » κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του νόμου και ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν είναι κρίσιμος για τη στοιχειοθέτηση τυχόν παράβασης
13
Έννοια « απόφασης ένωσης επιχειρήσεων » « Απόφαση » είναι κάθε έκφραση βούλησης της ένωσης με οποιαδήποτε μορφή, όπως κανονισμοί, ρήτρες καταστατικού, οδηγίες, εγκύκλιοι, απλές συστάσεις, εφόσον έχουν καταρχήν χαρακτήρα υποχρεωτικό για τα μέλη ή / και προβλέπονται κυρώσεις σε περίπτωση μη εφαρμογής τους Καταλαμβάνονται και περιπτώσεις που η απόφαση έχει το χαρακτήρα απλής σύστασης χωρίς δεσμευτικότητα, εφόσον αντανακλά στην πράξη τη συλλογική βούληση των μελών της ένωσης να συντονίσουν τη δράση τους σε μια συγκεκριμένη αγορά και είναι ικανή να επιφέρει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό Αρκεί, συνεπώς, προκειμένου να θεμελιωθεί η ύπαρξη « αποφάσεως » ένωσης επιχειρήσεων, η οιαδήποτε πράξη της τελευταίας να αποτελεί τη συνεπή έκφραση της βούλησης της ιδίας να συντονίσει τη συμπεριφορά των μελών της στην εν λόγω αγορά
14
Περιορισμοί εξ αντικειμένου ( restrictions by object) Συμφωνίες / εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως αντικείμενό τους τον περιορισμό του ανταγωνισμού θεωρούνται εκείνες οι οποίες είναι από τη φύση τους ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό Πρόκειται για περιορισμούς οι οποίοι, ενόψει των στόχων που επιδιώκουν οι εθνικοί και ενωσιακοί κανόνες ανταγωνισμού, είναι τόσο πιθανό να επηρεάσουν δυσμενώς τον ανταγωνισμό, ώστε δεν είναι ανάγκη να αποδειχθούν οι συγκεκριμένες επιπτώσεις τους στην αγορά
15
Ειδικότερα, ο καθορισμός των τιμών και η κατανομή αγορών / πελατών θεωρούνται εξ αντικειμένου περιορισμοί του ανταγωνισμού Στην περίπτωση σύμπραξης που συνιστά εξ ’ αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού, « παρέλκει ως αλυσιτελής, η περαιτέρω έρευνα και απόδειξη κινδύνου βλάβης των καταναλωτών ή επέλευσης άλλων, συγκεκριμένων αποτελεσμάτων, εν δυνάμει βλαπτικών για τον ανταγωνισμό » ( βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 2780/2012, όπου και παραπομπές σε πάγια ενωσιακή νομολογία ) Περιορισμοί εξ αντικειμένου ( restrictions by object)
16
Περιορισμοί εξ αποτελέσματος ( restrictions by effect) Όταν μια συμφωνία ή απόφαση δεν είναι ικανή, από τη φύση της, να περιορίσει τον ανταγωνισμό, εξετάζεται αν αυτή δύναται να περιορίσει τον ανταγωνισμό εκ του αποτελέσματος Κατά την εκτίμηση αυτή λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές και δυνητικές επιπτώσεις της εν λόγω απόφασης στον ανταγωνισμό αναφορικά με τις τιμές, την παραγωγή, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών κλπ Εξετάζονται, συνεπώς, η ισχύς των μερών στην αγορά, η φύση των προϊόντων, η θέση των ανταγωνιστών, η σημασία των εμποδίων εισόδου κλπ Ο περιορισμός του ανταγωνισμού πρέπει να είναι αισθητός
17
Εξαίρεση άρθρου 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ Η εφαρμογή της εξαίρεσης των άρθρων 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ και 1 παρ. 3 του ν. 3959/2011 υπόκειται σε τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις : Η συμφωνία πρέπει να συμβάλλει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής - οικονομικής προόδου, Η συμφωνία πρέπει να εξασφαλίζει δίκαιο τμήμα στους καταναλωτές από το όφελος που προκύπτει, Οι περιορισμοί πρέπει να είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των στόχων αυτών και Η συμφωνία δεν πρέπει να παρέχει στα μέρη τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού Το σύστημα των Κανονισμών Απαλλαγής κατά Κατηγορίες (EU Block Exemption Regulations)
18
Εξαίρεση άρθρου 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ Το άρθρο 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ ( όπως και το αντίστοιχο άρθρο 1 παρ. 3 του ν.3959/2011) δεν αποκλείουν a priori ορισμένα είδη συμφωνιών από το πεδίο εφαρμογής τους. Ωστόσο, σοβαροί περιορισμοί του ανταγωνισμού – όπως οι περιορισμοί καρτελικής φύσης στις οριζόντιες συμφωνίες και οι περιορισμοί ιδιαίτερης σοβαρότητας στις κάθετες συμφωνίες – δεν ενδέχεται να πληρούν τις προϋποθέσεις
19
Έννοια του « καρτέλ » Οι συμπράξεις « καρτελικής » φύσης είναι συμφωνίες ή / και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανταγωνιστών που αποσκοπούν στον συντονισμό της ανταγωνιστικής τους συμπεριφοράς στην αγορά ή / και στον επηρεασμό των σχετικών παραμέτρων ανταγωνισμού μέσω πρακτικών όπως ο καθορισμός των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, οι ποσοστώσεις παραγωγής ή πωλήσεων, η κατανομή των αγορών, περιλαμβανομένης της νόθευσης διαγωνισμών, ο περιορισμός των εισαγωγών ή εξαγωγών Οι εν λόγω πρακτικές συγκαταλέγονται μεταξύ των σοβαρότερων παραβιάσεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ Παράλληλες συμπεριφορές – έστω και αν συχνά αποτελούν σοβαρή ένδειξη - δεν αποτελούν κατ ’ ανάγκη εναρμονισμένες πρακτικές Ολιγοπωλιακές αγορές δεν αποτελούν κατ ’ ανάγκη καρτέλ Αυστηρές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για τους συμμετέχοντες
20
Αποδεικτικά μέσα Τα στοιχεία απόδειξης μίας σύμπραξης πρέπει να αξιολογούνται ως σύνολο, και όχι μεμονωμένα Η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό εναρμονισμένης πρακτικής ή συμφωνίας μπορεί να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξήγησης, απόδειξη περί παράβασης των κανόνων ανταγωνισμού Σχετική νομολογία Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων σε υποθέσεις « καρτέλ » Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.