Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Οι γονείς της Μαρίας φρόντισαν να την αρραβωνιάσουν με τον ξυλουργό Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ πήρε την Μαρία και την έφερε στην Ναζαρέτ. Μια ανοιξιάτικη μέρα, εκεί.

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Οι γονείς της Μαρίας φρόντισαν να την αρραβωνιάσουν με τον ξυλουργό Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ πήρε την Μαρία και την έφερε στην Ναζαρέτ. Μια ανοιξιάτικη μέρα, εκεί."— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1

2 Οι γονείς της Μαρίας φρόντισαν να την αρραβωνιάσουν με τον ξυλουργό Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ πήρε την Μαρία και την έφερε στην Ναζαρέτ. Μια ανοιξιάτικη μέρα, εκεί που ήταν μόνη η Μαρία στο μικρό σπιτάκι της, έξαφνα το δωμάτιο έλαμψε από φως. Παρουσιάστηκε μπροστά της ο αρχάγγελος Γαβριήλ και της είπε: «Μη φοβάσαι, Μαρία με στέλνει ο Θεός. Θα γεννήσεις παιδί και θα το ονομάσεις Ιησού. Είναι ο Υιός του Θεού, που θα σώσει τους ανθρώπους από την αμαρτία.»

3 « Και πως θα γίνει αυτό αφού είμαι ανύπαντρη». Ο Γαβριήλ της απάντησε: «Το Άγιο Πνεύμα θα σε καθαρίσει και θα σε αγιάσει. Το παιδί που θα γεννηθεί με αυτό το υπερφυσικό τρόπο θα είναι ο Υιός του Θεού»

4 Η Μαρία δέχτηκε με ταπείνωση την απόφαση και είπε: «Είμαι δούλη του Θεού και ας γίνει το θέλημά Του».

5 Την εποχή εκείνη ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων έβγαλε διαταγή να απογραφούν όλοι οι υπήκοοί του. Οι Εβραίοι έπρεπε να πάνε στην πόλη από τη οποία καταγόταν. Πήρε και ο Ιωσήφ τη Μαρία και ξεκίνησαν για τη Βηθλεέμ. Είχαν περάσει εννιά μήνες και η Μαρία περίμενε από στιγμή σε στιγμή να γεννήσει.

6 Όταν έφτασαν, βρήκαν πιασμένα όλα τα δωμάτια του ξενοδοχείου. Αναγκάστηκαν να πάνε σε μια σπηλιά, που χρησίμευε για στάβλος των ζώων. Τη νύχτα εκείνη γεννήθηκε ο Χριστός. Η Παναγία Τον τύλιξε με ένα σεντόνι και Τον έβαλε στην φάτνη, που έβαζαν την τροφή των ζώων.

7 Κατά την γέννηση του Χριστού ένα φως χύθηκε στη φύση. Οι βοσκοί που φυλούσαν τα κοπάδια τους θαμπώθηκαν και φοβήθηκαν. Ένας άγγελος όμως τους καθησύχασε: «Μη φοβάστε. Απόψε γεννήθηκε ο Χριστός. Πηγαίνετε στο σπήλαιο να Τον προσκυνήσετε».

8 Ξαφνικά ο ουρανός γέμισε από στρατιές αγγέλων που ανεβοκατέβαιναν ψάλλοντας το: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία …»

9 Έπειτα η λάμψη έσβησε, η μελωδία σταμάτησε και οι άγγελοι χάθηκαν. Οι βοσκοί έτρεξαν στο σπήλαιο και προσκύνησαν τον Χριστό

10 Έπειτα γύρισαν στα κοπάδια τους, συζητούσαν όλα αυτά τα θαυμαστά που είδαν και ευχαριστούσαν τον Θεό, που τους αξίωσε να δουν τον Σωτήρα.

11 Όταν γεννήθηκε ο Χριστός φάνηκε στον ουρανό ένα αστέρι. Αυτό το πρόσεξαν ιδιαίτερα οι αστρολόγοι του καιρού εκείνου. Φόρτωσαν τις καμήλες και με οδηγό το άστρο έφτασαν στην Ιερουσαλήμ. Εκεί όμως το έχασαν. Άρχισαν τότε να ρωτούν: «Πού είναι ο βασιλιάς σας, που τώρα τελευταία γεννήθηκε; Είδαμε το άστρο και ήρθαμε να το προσκυνήσουμε».

12 Όταν έμαθε τα λόγια αυτά ο βασιλιάς Ηρώδης, ανησύχησε πολύ. Έτρεμε για το θρόνο του.

13 Κάλεσε τους Μάγους και τους ρώτησε πόσος καιρός πέρασε από τότε, που είδαν το αστέρι. Έτσι υπολόγισε περίπου την ηλικία του Χριστού και τους είπε: «Ο Μεσσίας γεννήθηκε στην Βηθλεέμ. Πηγαίνετε να τον βρείτε κι ελάτε πάλι εδώ να μου πείτε πού είναι για να πάω να τον προσκυνήσω κι εγώ».

14 Μόλις έφυγαν από το παλάτι οι Μάγοι, είδαν πάλι το λαμπρό αστέρι. Το ακολούθησαν κι έφτασαν στη Βηθλεέμ.

15 Το αστέρι στάθηκε πάνω στη σπηλιά. Μπήκαν μέσα κι έπεσαν και προσκύνησαν το Θείο Βρέφος. Έπειτα του πρόσφεραν τα δώρα τους: Χρυσάφι, Λίβανο και Σμύρνα.

16 Την νύχτα στον ύπνο τους παρουσιάστηκε ένας άγγελος και τους φανέρωσε τα κρυφά σχέδια του Ηρώδη. Τους συμβούλεψε να γυρίσουν στην πατρίδα τους από άλλο δρόμο.

17 Όταν έφυγαν οι Μάγοι άγγελος φάνηκε σε όνειρο στον Ιωσήφ και του είπε: «Σήκω πάρε το παιδί και την μητέρα του και πήγαινε στην Αίγυπτο. Θα μείνεις εκεί ωσότου σε ειδοποιήσω να γυρίσεις. Ο Ηρώδης θέλει να βρει το παιδί και να το σκοτώσει».

18 Ο Ιωσήφ σηκώθηκε αμέσως, πήρε την Παναγία και τον Χριστό κι έφυγαν, προτού να ξημερώσει.. Επέστρεψαν πάλι στη γη του Ισραήλ, αφού πέθανε ο Ηρώδης

19 Ο Ιωσήφ και η Μαρία πήγαν στα Ιεροσόλυμα για να ευχαριστήσουν το Θεό και να αγιάσουν το Χριστό. Εκεί έμενε ο γερο - Συμεών. Υποσχέθηκε ότι δεν θα πεθάνει προτού δει τον Ιησού. Όταν πήγε στο ναό βρήκε εκεί τον Χριστό με τους γονείς του. Τον πήρε στα χέρια του και προσευχήθηκε.

20 Στο ναό ήταν και μια προφήτισσα η Χάνα. Πήγαινε κάθε μέρα και κάθε νύχτα, προσευχόταν και νήστευε. Και αυτή ευχαρίστησε το Θεό που είδε από κοντά τον Σωτήρα του κόσμου.

21 Η Μαρία και ο Ιωσήφ επέστρεψαν πίσω στην Ναζαρέτ. Εκεί ο Χριστός μεγάλωσε και έγινε δυνατός από σοφία.

22 Όταν ο Ιησούς έγινε δώδεκα χρονών, ο Ιωσήφ και η Μαρία ξεκίνησαν από την Ναζαρέτ για τα Ιεροσόλυμα, για τη γιορτή του Πάσχα. Έφτασαν στο Ναό και παρακολούθησαν όλες τις τελετές. Η γιορτή του Πάσχα κράτησε επτά ημέρες και έπειτα οι ξένοι πήραν το δρόμο του γυρισμού.

23 Ο Ιωσήφ και η Μαρία βάδιζαν μαζί με τους μεγάλους. Φαντάστηκαν ότι ο Ιησούς θα πήγαινε μπροστά, μαζί με τα άλλα παιδιά. Βράδιασε και ο Ιησούς δεν φάνηκε πουθενά. Ανήσυχοι οι γονείς του ρώτησαν τους άλλους, αλλά κανένας δεν τον έχει δει. Απελπισμένοι γύρισαν πίσω στην Ιερουσαλήμ και έψαξαν να τον βρουν.

24 Μετά από τρεις μέρες Τον βρήκαν στον Ναό. Εκεί ήταν συγκεντρωμένος κόσμος και άκουγε τον Χριστό που τους εξηγούσε το Νόμο. Έμειναν έκπληκτοι όταν είδαν να παίρνει μέρος στις σοβαρές συζητήσεις και να Τον θαυμάζουν όλοι με τις ερωτήσεις και απαντήσεις του.

25 Η Μαρία τότε όρμησε μέσα στο πλήθος, πλησίασε τον Χριστό και με στοργή, αλλά και πόνο, του είπε: «Παιδί μου γιατί το έκανες αυτό; Τρεις μέρες τώρα σε αναζητούμε με πληγωμένη καρδιά.» Ο Ιησούς της είπε: « Γιατί με αναζητούσατε; Δεν ξέρετε ότι πρέπει να βρίσκομαι στο σπίτι του πατέρα μου;» Δεν μπόρεσε να καταλάβει τι εννοούσε με τα λόγια αυτά, έμεινε ευχαριστημένη όμως που Τον ξαναβρήκε.

26 Εκείνος πάλι τους ακολούθησε πειθαρχικός κι υπάκουος. Ήταν νωρίς ακόμα να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων.

27 Ο Ιωάννης μολονότι ήταν ξάδερφος του Χριστού, δεν τον γνώριζε, γιατί δεν συναντήθηκαν ποτέ και ζούσε ο ένας μακριά από τον άλλον.

28 Ήταν ντυμένος με ένα ρούχο από τρίχες καμήλας και ζώνη δερμάτινη στη μέση του. Η τροφή του ήταν ακρίδες και μέλι. Το κήρυγμά του προκάλεσε αναστάτωση και χιλιάδες άνθρωποι έτρεχαν να τον ακούσουν. Τους έλεγε να μετανοήσουν για τις αμαρτίες τους και να βαπτισθούν, για να αρχίσουν μια καινούργια ζωή, επειδή η βασιλεία του ουρανού ήταν κοντά.

29 Ο Ιησούς ήρθε στον Ιορδάνη ποταμό για να βαπτισθεί από τον Ιωάννη.

30 Πλησίασε και ο Ιωάννης Τον κατάλαβε και χωρίς αντίρρηση τον βάπτισε μέσα στον Ιορδάνη ποταμό. Αμέσως τότε άνοιξαν οι ουρανοί και το Άγιο Πνεύμα πήγε και στάθηκε πάνω από το κεφάλι Του. Την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή του Θεού που έλεγε: «Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, στον οποίο έχω αναθέσει την σωτηρία του κόσμου».

31 Στη λίμνη Γενησαρέτ, εκεί που περπατούσε ο Χριστός, είδε δυο ψαράδες. Όλοι την νύχτα ψάρευαν και δεν έπιασαν ούτε ένα ψάρι. Ήταν ο Ανδρέας και ο Πέτρος. Ο Χριστός πλησίασε και του είπε: «Ελάτε μαζί μου και θα σας κάνω να ψαρεύετε ψυχές ανθρώπων».

32 Πιο πέρα είδε άλλα δυο αδέρφια. Τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που ετοίμαζαν τα δίχτυα τους. Τους κάλεσε και αυτούς να τον ακολουθήσουν. Έτσι, τον ένα μετά τον άλλον, ο Ιησούς διάλεξε δώδεκα μαθητές του.

33 Ο Χριστός ήταν καλεσμένος σε ένα γάμο και πήγε με τους μαθητές του. Εκεί συνάντησε και την μητέρα του, που ήταν συγγενής των νεονύμφων.

34 Κάποια στιγμή το κρασί τελείωσε. Τότε η Παναγία πλησίασε το Χριστό και του είπε: «Τους τελείωσε το κρασί». Ο Ιησούς της απάντησε: «Δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου». Μετά από λίγο ο Χριστός βγήκε έξω στην αυλή. Βρήκε έξι στάμνες και είπε στους υπηρέτες να τις γεμίσουν με νερό και να τα δώσουν στον τραπεζοκόμο να τα δοκιμάσει.

35 Ο τραπεζοκόμος δοκίμασε το νερό, που ήταν πια κρασί, το βρήκε εξαιρετικό και το είπε στο γαμπρό. Ούτε ο γαμπρός όμως, ούτε κανένας άλλος εκεί μέσα κατάλαβε πώς το νερό έγινε κρασί.

36 Ο Χριστός δίδασκε στην Καπερναούμ. Μόλις το έμαθαν αυτό, πολλοί έτρεξαν να τον δουν. Τότε και οι συγγενείς ενός παραλύτου, πήραν τον άρρωστο κι έτρεξαν προς τον Ιησού. Πώς όμως να τον πλησιάσουν σε τόσο πλήθος;

37 Ανέβηκαν με τον παράλυτο στην στέγη ενός σπιτιού, άνοιξαν μια τρύπα και κατέβασαν τον παράλυτο με σχοινιά κοντά στο Χριστό.

38 Ο Ιησούς χαμογέλασε και συγκινημένος βλέποντας την πίστη του είπε στον παράλυτο: «Σε εσένα το λέω, σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε σπίτι σου».

39 Και να, ο παράλυτος άρχισε να κινείται, να πηδά, να παίρνει το φορείο του και να φεύγει μέσα από το πλήθος. Όλοι τότε έλεγαν: «Ποτέ ως τώρα δεν είδαμε τόσο θαυμαστά πράγματα».

40 Κάποια μέρα είπε στους μαθητές του ο Χριστός: «Ας πάμε με το πλοίο στην απέναντι όχθη της λίμνης».

41 Μπήκαν έτσι σε ένα πλοίο και τράβηξαν στα ανοιχτά. Ο Χριστός κουρασμένος αποκοιμήθηκε.

42 Ξαφνικά ξέσπασε τρικυμία. Οι μαθητές απελπισμένοι φώναζαν και ξύπνησαν τον Χριστό λέγοντας: «Δάσκαλε, σώσε μας, χανόμαστε».

43 «Γιατί φοβάστε;» τους είπε. «Πού είναι η πίστη σας;» Ύστερα γύρισε προς τη θάλασσα και είπε: «Σώπα, ησύχασε». Αμέσως σταμάτησε η τρικυμία. Οι μαθητές κυριεύτηκαν από φόβο κι έλεγαν μεταξύ τους: «Τι άνθρωπος είναι αυτός που ακόμα κι ο άνεμος κι η θάλασσα τον υπακούν».

44 Εκεί που δίδασκε ο Χριστός έφτασε κοντά του ένας σεβάσμιος άνθρωπος. Ήταν ο Ιάειρος ο αρχηγός της συναγωγής που επέβλεπε για τη τάξη. Ο Ιάειρος είχε ετοιμοθάνατη τη μονάκριβη κόρη του. Έπεσε λοιπόν στα πόδια του Χριστού και τον παρακάλεσε: «Κύριε, το κορίτσι μου πεθαίνει. Έλα να βάλεις το χέρι σου πάνω της και είμαι βέβαιος ότι θα ζήσει». Ο Χριστός τον λυπήθηκε και πήγε στο σπίτι του.

45 Όταν έφτασε στο σπίτι ένας υπηρέτης έφερε στον Ιάειρο την θλιβερή είδηση πως το κοριτσάκι πέθανε και ήταν ανώφελο να κουράζουν άλλο το Δάσκαλο.

46 Ο Χριστός όμως καθησύχασε τον Ιάειρο λέγοντας: «Μη φοβάσαι. Πίστευε η κόρη σου θα γίνει καλά». Όταν μπήκαν στο δωμάτιο ο Χριστός πλησίασε το κρεβάτι, έπιασε την κόρη από το χέρι και της είπε: «Κόρη, μου σήκω».

47 Κι αμέσως η κόρη σηκώθηκε. Ο Χριστός είπε στους γονείς της, να της δώσουν φαγητό. Ο οργανισμός της λειτουργούσε κανονικά πια.

48 Ο Χριστός δίδασκε τα πλήθη. Τα λόγια του ήταν φάρμακο για τους πονεμένους και παρηγοριά για τους ταπεινούς. Θεράπευε όλους τους αρρώστους.

49 Πλησίαζε το βράδυ και κανένας τους δεν ήθελε να φύγει. Τότε οι μαθητές του είπαν στον Κύριο να τους αφήσει να φύγουν, γιατί κανένας δεν είχε τρόφιμα. «Γιατί να φύγουν; Να τους δώσετε εσείς να φάνε», απάντησε ο Ιησούς.

50 « Έχουμε πέντε ψωμιά και δυο ψάρια όλα κι όλα», του εξήγησαν. «Αυτοί εδώ είναι πέντε χιλιάδες, χωρίς να λογαριάσουμε τις γυναίκες με τα παιδιά τους. Ποιος θα πρωτοφάει;»

51 Ο Χριστός κάλεσε τα πλήθη να καθίσουν κάτω παρέες παρέες. Ύστερα πήρε τα πέντε ψωμιά και τα δυο ψάρια. Σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό και τα ευλόγησε. Έπειτα τα έδωσε στους μαθητές του να τα μοιράσουν.

52 Το αξιοθαύμαστο ήταν που έφαγαν και χόρτασαν όλοι, γιατί τα ψωμιά και τα ψάρια πολλαπλασιάζονταν συνεχώς.

53 Μετά ο Χριστός, για να τους διδάξει την τάξη, είπε να μαζέψουν όλα τα περισσεύματα και γέμισαν με αυτά δώδεκα κοφίνια.

54 Ο Χριστός είπε στους μαθητές του, να μπουν στο πλοίο και να περάσουν την απέναντι όχθη της λίμνης Γενησαρέτ. Ο ίδιος ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί. Είχε πια νυχτώσει κι οι μαθητές είχαν προχωρήσει ως τη μέση της λίμνης. Τότε άρχισε να φυσά δυνατός αέρας. Σηκώθηκε τρικυμία μεγάλη.

55 Ο Χριστός κατάλαβε τον κίνδυνο και έτρεξε να τους βοηθήσει. Οι μαθητές του εκεί που πάλευαν με τα κύματα, διέκριναν μια σκιά να περπατάει πάνω στη θάλασσα. «Είναι φάντασμα», είπαν. «Μη φοβάστε, εγώ είμαι», τους είπε ο Ιησούς.

56 Ο Πέτρος ανυπόμονος όπως πάντα του φώναξε: «Κύριε, πρόσταξε να περπατήσω κι εγώ πάνω στα κύματα και να έρθω κοντά σου». « Έλα», του είπε ο Χριστός.» Πραγματικά ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο κι άρχισε να περπατάει πάνω στα νερά. Μπροστά όμως στο δυνατό αέρα κλονίστηκε. Άρχισε να βουλιάζει. Τότε φώναξε δυνατά: «Κύριε, σώσε με. πνίγομαι».

57 Τότε ο Χριστός έπιασε το χέρι του και του είπε: «Ολιγόπιστε, γιατί δείλιασες;» Όταν ανέβηκαν στο πλοίο ο αέρας σταμάτησε κι απλώθηκε η γαλήνη. Οι μαθητές προσκύνησαν το Χριστό και του είπαν: «Αληθινά εσύ είσαι ο Υιός του Θεού».

58 Ο Χριστός μιλώντας μια μέρα μπροστά στο πλήθος, είπε την εξής παραβολή:Μια φορά ένας άνθρωπος πήγαινε στην Ιεριχώ. Εκεί που περνούσε τα βουνά, τον περίμεναν ληστές. Του πήραν τα χρήματα, τον έγδυσαν, τον πλήγωσαν και τον παράτησαν μισοπεθαμένο. Εκείνοι έφυγαν κι αυτός είχε ανάγκη από βοήθεια.

59 Σε λίγο πέρασε ένας ιερέας. Είδε τον πληγωμένο, αλλά τον προσπέρασε ψυχρός και αδιάφορος. Έπειτα πέρασε κι ένας Λευίτης. Κι αυτός προχώρησε, χωρίς να τον δώσει σημασία.

60 Τέλος φάνηκε ένας Σαμαρείτης. Είδε κι αυτός τον πληγωμένο και τον γνώρισε ότι ήταν Ιουδαίος, ο χειρότερος εχθρός του. Πλησίασε όμως τον πληγωμένο και του έπλυνε τις πληγές.

61 Τον πήγε σε ένα πανδοχείο, πλήρωσε και παρακάλεσε τον ξενοδόχο να περιποιηθεί τον τραυματία. Του υποσχέθηκε μάλιστα, στο γυρισμό, να του έδινε κι όσα άλλα θα ξόδευε επιπλέον.

62 Τελειώνοντας ο Χριστός ρώτησε: «Ποιος έκαμε το καθήκον του;» Το πλήθος απάντησε: «Μα αυτός που τον συμπόνεσε». «Έτσι ακριβώς να κάμετε κι εσείς», είπε στο τέλος ο Ιησούς.

63 Κάποτε επισκέφθηκε ο Ιησούς με τους μαθητές του την Μάρθα και την Μαρία, αδελφές του Λαζάρου.

64 Η Μάρθα άρχισε να ετοιμάζει το σπίτι. Η Μαρία όμως κάθισε κοντά στον Χριστό και άκουγε με προσοχή τα λόγια Του.

65 Κάποια στιγμή η Μάρθα είπε θυμωμένη: «Κύριε, δε σε νοιάζει που η αδερφή μου με άφησε μόνη να τα ετοιμάσω;» Ο Ιησούς της απάντησε: «Καημένη Μάρθα, ασχολείσαι για τόσα πολλά πράγματα, ενώ ένα μόνο χρειάζεται. Αυτό διάλεξε η Μαρία και κανείς δεν πρόκειται να της το αφαιρέσει».

66 Ο κύριος είπε την εξής παραβολή:Ένας πατέρας είχε δυο γιους και τους αγαπούσε πολύ. Κάποια μέρα ο μικρότερος θέλησε να φύγει από το σπίτι και ζήτησε από τον πατέρα του το μερίδιο από την περιουσία τους. Με πόνο στην καρδιά ο πατέρας του μοίρασε την περιουσία.

67 Ετοίμασε τα πράγματά του και ξενιτεύτηκε σε χώρα μακρινή. Εκεί βρήκε φίλους και σπατάλησε όλα του τα χρήματα σε διασκεδάσεις και γλέντια.

68 Αφού στο τέλος έμεινε άφραγκος, τον παράτησαν και οι φίλοι του κι αυτόν τον θέριζε η πείνα. Αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά και να γίνει χοιροβοσκός. Πόσο λαχταρούσε το φαγητό που έτρωγαν τα γουρούνια. Κάποια στιγμή σκέφτηκε: «Οι υπηρέτες στο σπίτι του πατέρα μου έχουν άφθονο ψωμί κι εγώ πεθαίνω της πείνας». Έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στον πατέρα του.

69 Ο πατέρας του πάντα τον περίμενε, τον είδε από μακριά να έρχεται. Αμέσως έτρεξε να τον υποδεχτεί. Έπεσε στο λαιμό του, τον αγκάλιασε και τον φιλούσε με στοργή.

70 Και ο άσωτος άρχισε να του λέει: «Πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και δεν αξίζω να λέγομαι γιος σου…».

71 Μα ο πατέρας δεν του άφησε να πει κι άλλα. Φώναξε τους υπηρέτες του και τους πρόσταξε: «Βγάλτε την καλύτερη φορεσιά και ντύστε τον. Περάστε και στο χέρι του δαχτυλίδι, όπως έχουν οι ελεύθεροι άνθρωποι. Να του φορέσετε και υποδήματα για να μην είναι ξυπόλητος. Να σφάξετε το καλύτερο μοσχάρι, θα φάμε και θα γλεντήσουμε, γιατί ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε».

72 Ένας βοσκός πήρε το πρωί τα εκατό του πρόβατα και τα πήγε στη βοσκή. Εκεί κάποια στιγμή, πρόσεξε πως του έλειπε ένα. Το πρόβατο αυτό, που έφυγε, κινδύνευε από το λύκο. Τι να έκανε, για να το σώσει; Εξασφάλισε κάπου τα άλλα πρόβατα κι έτρεξε να βρει το ένα, το χαμένο. Έψαξε και το βρήκε. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Το πήρε στα χέρια του και το σήκωσε στο ώμο του. Και το βράδυ κάλεσε τους φίλους του, να χαρούν όλοι μαζί για τη σωτηρία του χαμένου προβάτου. Έτσι ακριβώς χαίρονται και οι άγγελοι, όταν επιστρέφει κάποιος αμαρτωλός στο Θεό.

73 Ενώ ο Χριστός δίδασκε πήρε μήνυμα από τις αδελφές Μαρία και Μάρθα ότι ο Λάζαρος ήταν ετοιμοθάνατος.

74 Ο Χριστός είπε στους μαθητές του ότι η αρρώστια αυτή δε θα καταλήξει σε θάνατο. Αφού πέρασαν δυο μέρες τότε τους είπε: «Ο φίλος μου ο Λάζαρος κοιμήθηκε. Πάμε να τον ξυπνήσω». Όταν έφτασαν ο Λάζαρος είχε ήδη πεθάνει. Η Μαρία έπεσε στα πόδια του και έκλαιε. Μαζί της έκλαιγαν και όλοι οι άλλοι. Η σκηνή αυτή συγκίνησε τον Χριστό, που δάκρυσε κι Αυτός.

75 Ο Χριστός είπε να κυλήσουν την πέτρα. Αλλά η Μάρθα δίστασε και του είπε: «Κύριε, πέρασαν τώρα τέσσερις μέρες και θα μυρίζει». «Εγώ είμαι η Ανάσταση και η Ζωή», της λέει «Όποιος πιστεύει σε μένα κι αν πεθάνει, θα ζήσει. Το πιστεύεις αυτό;» Με αυτά τα λόγια άνθισαν και πάλι οι ελπίδες της.

76 Με πολύ κόπο κύλησαν την πέτρα. Ο Χριστός προχώρησε και είπε δυνατά: «Λάζαρε, έβγα έξω». Το θαύμα έγινε. Ο νεκρός Λάζαρος βγήκε από τον τάφο δεμένος με το λευκό σάβανο. Έτρεξαν τότε και τον έλυσαν, τον αγκάλιασαν και τον φιλούσαν. Για άλλη μια φορά φάνηκε η Παντοδυναμία του Χριστού που νίκησε το θάνατο.

77 Τις ομιλίες του Χριστού τις παρακολουθούσαν και μητέρες με τα παιδιά τους. Πόσο λαχταρούσαν να τα ευλογήσει! ΟΙ μαθητές του Χριστού, πίστευαν ότι τα παιδιά δεν έχουν θέση στην Συναγωγή και έτρεξαν να τα απομακρύνουν.«Φύγετε», έλεγαν «ο Κύριος δεν έχει καιρό για μικρά παιδιά». «Αφήστε τα παιδιά να έρθουν σε μένα, γιατί σε αυτούς ανήκει η βασιλεία των Ουρανών. Κι ο Ιησούς τους χαμογέλασε και τα αγκάλιασε. Έπειτα έβαλε τα χέρια του πάνω στα κεφαλάκια τους και τα ευλόγησε.

78 Ο Ζακχαίος ήταν ένας πλούσιος τελώνης. Ήταν μικρόσωμος και δεν μπορούσε να χωθεί ανάμεσα στα πλήθη για να δει το Χριστό.

79 Ανέβηκε σε μια μουριά που ήταν στο δρόμο από όπου θα περνούσε ο Χριστός. Όταν έφτασε ο Κύριος στο δέντρο, σήκωσε τα μάτια του, φώναξε το όνομά του και του είπε: «Ζακχαίε, έλα κάτω, σήμερα θα μείνω στο σπίτι σου». Ο Ζακχαίος ήταν αμαρτωλός, αποφάσισε όμως να μετανοήσει και είπε μπροστά σε όλους: «Κύριε, δίνω τη μισή περιουσία μου στους φτωχούς. Κι αν κάποιον αδίκησα, ας έρθει να του τα επιστρέψω.»

80 Ο Ιησούς με τους μαθητές του ξεκίνησαν με τα πόδια για την Ιερουσαλήμ. Πριν φτάσει στην πόλη είπε σε δυο μαθητές του: «Να πάτε στο απέναντι χωριό. Στην είσοδο θα βρείτε ένα γαϊδουράκι δεμένο, που στη ράχη του δεν ανέβηκε κανένας. Να το λύσετε και να το φέρετε. Σε όποιον σας ζητήσει το λόγο, να του πείτε πως ο Κύριος το χρειάζεται.

81 Οι μαθητές έφεραν το ζώο κι έριξαν στη ράχη του τα ρούχα τους. Ο Ιησούς κάθισε πάνω και ξεκίνησαν. Μόλις ο Χριστός έφτασε στην πόλη τον υποδέχτηκε σύσσωμος ο λαός. Μεγάλοι και μικροί έψελναν ενθουσιασμένοι, ζητωκραύγαζαν, πολλοί έστρωναν τα ρούχα τους για να περάσει. Άλλοι έκοβαν κλαδιά από τις φοινικιές και φώναζαν: «Δόξα σε σένα, ευλογημένος εσύ που έρχεσαι από το Θεό, σώσε μας, σώσε μας».

82 ΟΙ γιορτές του Πάσχα άρχιζαν από το βράδυ της Παρασκευής και γι’ αυτό οι μαθητές ρώτησαν τον Ιησού που να ετοιμάσουν το πασχαλινό τραπέζι. Το βράδυ πήγαν σε ένα σπίτι και κάθισαν στ Μυστικό αυτό δείπνο.

83 Πριν από το φαγητό συνήθιζαν να τους πλύνουν τα πόδια οι υπηρέτες. Εδώ υπηρέτης δεν υπήρχε, μόνο ο Χριστός θέλησε να το κάνει για να τους δώσει ένα παράδειγμα ταπεινοφροσύνης. Πήρε μία λεκάνη με νερό, έδεσε στη μέση μια πετσέτα κι άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών και να τα σκουπίζει.

84 Όταν ο Χριστός τελείωσε τους είπε: «Σας έπλυνα τα πόδια για να σας δείξω ότι και σεις οφείλετε να υπηρετείτε τους άλλους, στη ανάγκη θα θυσιάζετε και τη ζωή σας γι’ αυτούς. Αλήθεια σας λέω ένας από σας θα με προδώσει. Είναι αυτός που θα του δώσω το ψωμί βουτηγμένο στο κοινό πιάτο μας».

85 Έπειτα ο Χριστός πήρε το ψωμί, το ευλόγησε, το έκοψε σε κομμάτια κι έδωσε από αυτά στους μαθητές του λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε. Τούτο είναι το σώμα μου.» Έπειτα πήρε το ποτήρι με το κρασί, το ευλόγησε κι αφού ευχαρίστησε το Θεό, έδωσε στους μαθητές να πιουν, λέγοντας: «Πιείτε από αυτό όλοι. Τούτο είναι το αίμα μου». Έπειτα έφυγαν για το κήπο της Γεσθημανής, όπου συνήθιζε να προσεύχεται.

86 Ο Ιησούς έφτασε στον κήπο της Γεθσημανής. Άφησε του άλλους κοντά στην είσοδο να τον περιμένουν και με τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο προχώρησε μέσα στα καταπράσινα δέντρα. Γονάτισε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και είπε: «Πατέρα, αν γίνεται, ας μη πιω αυτό το πικρό ποτήρι. Όμως, ας γίνει μονάχα το θέλημά σου». Τότε ο Ουράνιος Πατέρας του έστειλε έναν άγγελο για να τον ενθαρρύνει.

87 Δυο φορές ήρθε στους τρεις μαθητές του και τις δύο τους βρήκε να κοιμούνται. Έφυγε για να συνεχίσει την προσευχή: «Πατέρα σου παρέδωσα το λόγο Σου σ’ αυτούς που μου έδωσες για μαθητές μου. Όλα όσα είναι δικά σου, είναι και δικά μου».

88 Με γαληνεμένη ψυχή επέστρεψε στους μαθητές του. Τους βρήκε και πάλι κοιμισμένους. Τους ξύπνησε λέγοντας: «Κοιμάστε και αναπαύεστε. Σηκωθείτε. Να έρχεται εκείνος που θα με προδώσει».

89 Σε λίγο έφτασε ο Ιούδας μαζί με ένα πλήθος από ανθρώπους με μαχαίρια και ξύλα. «Ποιον ψάχνετε;», ρώτησε ο Χριστός. «Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ», απάντησαν μερικοί. «Εγώ είμαι», είπε ο Ιησούς «αφήστε τους άλλους ήσυχους».

90 Πλησίασε τότε ο Ιούδας και τον φίλησε. Αμέσως οι στρατιώτες έπιασαν τον Χριστό. Ξαφνικά ο Πέτρος τράβηξε το μαχαίρι του και χτύπησε έναν στρατιώτη, με αποτέλεσμα να του κόψει το αυτί. Του λέει τότε ο Ιησούς: «Βάλε ξανά το μαχαίρι σου στη θήκη, γιατί όλοι όσοι τραβούν μαχαίρι, από μαχαίρι θα χαθούν». Ύστερα με ένα άγγιγμα γιάτρεψε το αυτί του στρατιώτη.

91 ΟΙ στρατιώτες περικύκλωσαν τον Χριστό και τον συλλάβανε. Οι μαθητές βλέποντας το δάσκαλο τους στα χέρια των εχθρών, φοβήθηκαν και τα έβαλαν στα πόδια. Μόνο ο Πέτρος και ο Ιωάννης έμειναν εκεί γύρω, παρακολουθώντας από απόσταση ασφαλείας την κατάσταση.

92 Με δεμένο τον Χριστό, οι αρχιερείς έφεραν τον Κύριο στον Καϊάφα. Ο Καϊάφας κάλεσε το Ανώτατο Συμβούλιο και έψαξε για ψευδομάρτυρες. Το πρωί όλα τα μέλη ήταν στις θέσεις τους. Ρώτησαν το Χριστό χωρίς να πάρουν καμιά απάντηση.

93 Στο τέλος ο Καϊάφας του λέει: «Σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού να μας πεις αν εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού». Και ο Χριστός του απάντησε: «Την αλήθεια είπες. Είμαι ο Υιός του Θεού». Τότε ο Καϊάφας έσχισε τα ρούχα του αγανακτισμένος και τον έστειλαν στον Πόντιο Πιλάτο για να εγκριθεί η ποινή Του.

94 Στο μεταξύ όμως ο Πιλάτος δεν βρήκε καμία αιτία για να τον καταδικάσει. Οι αρχιερείς όμως υποστήριζαν ότι ο Χριστός ξεσήκωσε τον λαό σε επανάσταση κατά των Ρωμαίων. Ο Πιλάτος κατά τη συνήθεια που είχε, να δίνει χάρη σε ένα κατάδικο για το Πάσχα, πίστεψε πώς βρήκε τρόπο να σώσει τον Ιησού, γιατί ήταν βέβαιος για την αθωότητά του. Παρουσίασε στο πλήθος τον Ιησού και τον ληστή Βαραβά. Έπειτα ρώτησε τον κόσμο ποιον προτιμά να απολύσει: Τον Χριστό ή τον Βαραβά. Οι αρχιερείς και όλο το πλήθος απάντησαν μ’ ένα στόμα: «Το Βαραβά».«Και τον Ιησού τι να τον κάμω;», ρώτησε ο Πιλάτος. «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν», ήταν η απάντηση του πλήθους.

95 Βλέποντας ο Πιλάτος πως δε γίνεται τίποτα, ζήτησε μια λεκάνη με νερό, έπλυνε τα χέρια του και είπε: «Εγώ είμαι αθώος για τούτο το φονικό, το κρίμα στο λαιμό σας».

96 Τότε ελευθέρωσε τον Βαραβά, ενώ τον Ιησού τον μαστίγωσε και τον παρέδωσε να σταυρωθεί.

97 Στο μεταξύ ο Ιωάννης, που ήταν γνωστός του αρχιερέα Καϊάφα, κατόρθωσε να μπει στην αυλή με το Πέτρο. Στη μέση της αυλής έκαιγε μια φωτιά και γύρω της κάθονταν μερικοί άνθρωποι. Ανάμεσά τους είχε καθίσει και ο Πέτρος, όταν ξαφνικά μια υπηρέτρια τον κοίταξε και είπε: «Εσύ δεν ήσουν μαζί με το Χριστό;» Αυτός αρνήθηκε μπροστά σ’ όλους λέγοντας: «Δεν ξέρω τι λες»

98 Ύστερα από λίγο, ένας άλλος υπηρέτης τον είδε και είπε στους άλλους: «Αυτός ήταν μαζί με τον Ιησού τον Ναζωραίο». Ο Πέτρος πάλι αρνήθηκε και μάλιστα ορκίσθηκε ότι δεν ήξερε καθόλου τον Ιησού.

99 Θέλοντας να ζεσταθεί, ξαναμπήκε στην αυλή και πλησίασε στη φωτιά. Ξαφνικά του είπαν διπλανοί του: «Σίγουρα είσαι κι εσύ απ’ αυτούς, η προφορά σου δείχνει ότι είσαι Γαλιλαίος». Τότε άρχισε να ορκίζεται: «Ο Θεός να με τιμωρήσει, αυτόν τον άνθρωπο δεν Τον ξέρω». Εκείνη τη στιγμή λάλησε ο πετεινός.

100 Ο Πέτρος γύρισε και είδε από μακριά το Χριστό, θυμήθηκε τότε τα λόγια Του, ότι πριν λαλήσει ο πετεινός θα τον αρνηθεί τρεις φορές. Βγήκε ντροπιασμένος έξω και έκλαψε πικρά.

101 Ο Χριστός φορτώθηκε το σταυρό και τον έσυρε στο Γολγοθά. Φτάνοντας στο Γολγοθά οι στρατιώτες ξέντυσαν το Χριστό, Τον άπλωσαν στο σταυρό, κάρφωσαν πόδια και χέρια κι έπειτα τον ύψωσαν.

102 Ο Χριστός προσευχήθηκε: «Πατέρα συγχώρησέ τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Κοντά του κάρφωσαν και δυο ληστές, έναν δεξιά και τον άλλον αριστερά. Ο ένας τον βλαστημούσε και τον έλεγε: «Εσύ δεν είσαι ο Μεσσίας; Σώσε τον εαυτό σου και εμάς». Ο άλλος όμως θύμωσε μ’ αυτά τα λόγια και του είπε: «Εμείς αξίζουμε αυτή τη τιμωρία, αυτός όμως δεν έκανε κανένα κακό. Κύριε, θυμήσου με όταν έρθεις στη βασιλεία σου». «Από σήμερα κιόλας θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο», του απάντησε ο Χριστός. Σε λίγο ψιθύρισε: «Διψώ» και ένας στρατιώτης βούτηξε ένα σφουγγάρι με ξίδι, το έβαλε σε καλάμι και το πλησίασε στα χείλη του. Το δοκίμασε λίγο και είπε: «Τώρα όλα εκπληρώθηκαν. Πατέρα στα χέρια σου παραδίνω το πνεύμα μου». Έγειρε το κεφάλι και άφησε την τελευταία του πνοή.

103 Ο Ιωσήφ πήγε στο Πιλάτο και ζήτησε να θάψει το σώμα του Χριστού. Εκείνος του το εδώρησε. Μαζί με τον Νικόδημο κατέβασαν από το Σταυρό τον Χριστό. Του άλειψαν με αρώματα, Τον τύλιξαν με ένα σεντόνι και Τον έβαλαν σε ένα τάφο μέσα σε βράχο.

104 Στο στόμιο του τάφου κύλησαν μια μεγάλη πέτρα κι έφυγαν. Ο Πιλάτος αργότερα έστειλα στρατιώτες για να φρουρήσουν το τάφο του Χριστού. Οι αρχιερείς είχαν τον φόβο, μήπως οι μαθητές κλέψουν το σώμα του Χριστού και διαδώσουν πως αναστήθηκε.

105 Η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία του Κλωπά και η Σαλώμη πήγαν το πρωί της Κυριακής στον τάφο του Κυρίου για να Τον αρωματίσουν. Όταν έφτασαν στον τάφο είδαν πως η πέτρα είχε κυλήσει. Φοβήθηκαν. Μπήκαν μέσα. Αντί να βρουν το σώμα του Κυρίου, βρήκαν έναν άγγελο. Αυτός τους καθησύχασε λέγοντας: «Γιατί ζητάτε το ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, αλλά αναστήθηκε. Πηγαίνετε να πείτε στους μαθητές του, ότι θα τους περιμένει στη Γαλιλαία».

106 Οι μαθητές πήγαν στη Γαλιλαία και Τον περίμεναν σε ένα σπίτι. Ενώ συζητούσαν φανερώθηκε μπροστά τους ο Χριστός λέγοντας: «Ειρήνη σε εσάς».

107 Για να τους αποδείξει ότι δεν ήταν φάντασμα, έφαγε μπροστά τους και τους επέτρεψε να τον αγγίξουν. Δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία.

108 40 μέρες έμεινε ο Ιησούς με τους μαθητές του. Όταν πλησίασε ο καιρός να φύγει είπε στους μαθητές του να φύγουν από την Ιερουσαλήμ μέχρι να εκπληρωθεί η υπόσχεση του Θεού γι’ αυτούς. Σήκωσε τα χέρια του και τους ευλόγησε, κι ενώ εκείνοι τον κοίταζαν, ανυψώθηκε προς τον ουρανό κι ένα σύννεφο τον έκρυψε από τα μάτια τους. Ξαφνικά δύο άντρες με λευκά ρούχα εμφανίστηκαν μπροστά τους και τους είπαν: «Γιατί κοιτάτε τον ουρανό; Αυτός ο Ιησούς που έφυγε ανάμεσά σας, θα έρθει πάλι με τον ίδιο τρόπο.»


Κατέβασμα ppt "Οι γονείς της Μαρίας φρόντισαν να την αρραβωνιάσουν με τον ξυλουργό Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ πήρε την Μαρία και την έφερε στην Ναζαρέτ. Μια ανοιξιάτικη μέρα, εκεί."

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google