Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεΝαβουχοδονόσορ Ράγκος Τροποποιήθηκε πριν 8 χρόνια
1
1 ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ Β1 & Β2 ΜΑΘΗΜΑ 6ο
2
2 Θειαμίνη Η θειαμίνη είναι μια υδροδιαλυτή βιταμίνη Β, γνωστή και ως βιταμίνη Β1 ή ανευρίνη (1). Απομονώθηκε και χαρακτηρίστηκε το 1930 και ήταν μία από τις πρώτες οργανικές ενώσεις που αναγνωρίστηκε ως βιταμίνη (2). Η Θειαμίνη υπάρχει στο ανθρώπινο σώμα ως ελεύθερη θειαμίνη και ως διάφορες φωσφορυλιωμένες μορφές: μονοφωσφορική θειαμίνη (ΤΜΡ), τριφωσφορική θειαμίνη (TTP) και πυροφωσφορική ή διφωσφορική θειαμίνη (TPP).
3
3 Πυριμιδίνη Θειαζόλη Ελεύθερη μορφή
4
4 Λειτουργίες Λειτουργεί κυρίως ως συνένζυμο. Η TPP είναι υποχρεωτικό συνένζυμο για έναν μικρό αριθμό πολύ σημαντικών ενζύμων. Η σύνθεση του TPP από την ελεύθερη θειαμίνη απαιτεί μαγνήσιο, τριφωσφορική αδενοσίνη (ATP), και το ένζυμο, πυροφωσφοκινάση της θειαμίνης. Η παρουσία θειαμίνης στο αίμα είναι συνήθως μεταξύ 3,8 και 12,2 μg/dL, με το 90% (≈10 μg/dL) να βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια.
5
5 Το 95% της βιταμίνης στα ζώα σε αυτή τη μορφή
6
6 Συνένζυμο Η Πυροσταφυλική Δεϋδρογενάση, η α- Κετογλουταρική Δεϋδρογενάση, και η Δεϋδρογενάση των Κετοξέων Διακλαδισμένης Αλυσίδας (BCKA), αποτελούν συγκροτήματα ενζύμων που βρίσκονται στα μιτοχόνδρια. Καταλύουν την αποκαρβοξυλίωση του πυροσταφυλικού, του α-κετογλουταρικού και των διακλαδισμένης αλυσίδας αμινοξέων (βαλίνη, λευκίνη, ισολευκίνη) για να σχηματίσουν ακετυλο- συνένζυμο Α, ηλεκτροϋλο-συνένζυμο Α και παράγωγά των ΔΑΑ, αντίστοιχα, προϊόντων με κρίσιμο ρόλο στην παραγωγή ενέργειας (2). Εκτός από TPP, οι δεϋδρογενάσες αυτές απαιτούν συνένζυμο (NAD) που περιέχει νιασίνη, συνένζυμο (FAD) που περιέχει ριβοφλαβίνη και λιποϊκό οξύ.
7
7 ΤΑ ΔΥΟ ΠΥΡΟΣΤΑΦΥΛΙΚΑ ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΜΕΝΑ ΣΕ AcCoA ΑΠΟΔΙΔΟΥΝ ΔΥΟ CO 2 ΚΑΙ ΔΥΟ NADH.
8
8 Δράση δεϋδρογενάσης α-κετογλουταρικού ΤΡΡ Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ TPP ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΜΕ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΠΥΡΟΥΒΙΚΟΥ ΣΕ AcCoA.
9
9 Τρανσκετολάση Η τρανσκετολάση καταλύει σημαντικές αντιδράσεις σε άλλο μεταβολικό μονοπάτι γνωστό ως των φωσφορικών πεντοζών. Ένα από τα σημαντικά προϊόντα της οδού αυτής είναι ριβόζη-5-φωσφορική που απαιτείται για τη σύνθεση ATP και GTΡ. Είναι επίσης απαραίτητη για τη σύνθεση των νουκλεϊκών οξέων, DNA και RNA, και του συνενζύμου NADPH που περιέχει νιασίνη και χρησιμοποιείται σε βιοσυνθέσεις (1, 3). Επειδή η τρανσκετολάση μειώνεται νωρίς σε ανεπάρκεια θειαμίνης, η μέτρηση της δραστηριότητας της στα ερυθρά αιμοσφαίρια έχει χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της διατροφικής επάρκειας θειαμίνης (2).
10
10 Δράση τρανσκετολάσης
11
11 Έλλειψη Η Beri-beri, νόσος που προκαλείται από σοβαρή ανεπάρκεια θειαμίνης, περιγράφηκε στην κινεζική λογοτεχνία ήδη από το 2.600 π.Χ. Η ανεπάρκεια θειαμίνης επηρεάζει το καρδιαγγειακό, νευρικό, μυϊκό, και γαστρεντερικό σύστημα (2). Η Beri-beri ταξινομείται ως ξηρή, υγρή, ή εγκεφαλική, ανάλογα με τα συστήματα που επηρεάζονται από σοβαρή ανεπάρκεια θειαμίνης (1).
12
12
13
13 Ξηρή beri-beri Το κύριο χαρακτηριστικό της ξηρής (παραλυτικής ή νευρικής) beriberi είναι η περιφερική νευροπάθεια. Νωρίς στην πορεία της νευροπάθειας, προκύπτει το σύνδρομο "καύσου των ποδιών". Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν ανώμαλα (υπερβολικά) αντανακλαστικά, μειωμένη αίσθηση και αδυναμία στα πόδια και τα χέρια. Μυϊκός πόνος και δυσκολία έγερσης από θέση οκλαδόν θέση έχει παρατηρηθεί επίσης. Σε σοβαρή έλλειψη θειαμίνης μπορεί να εμφανιστούν κρίσεις επιληψίας.
14
14
15
15 Υγρή beri-beri Εκτός από νευρολογικά συμπτώματα, η υγρή (καρδιακή) beri-beri χαρακτηρίζεται από καρδιαγγειακές εκδηλώσεις της ανεπάρκειας θειαμίνης, οι οποίες περιλαμβάνουν ταχύ καρδιακό ρυθμό, διόγκωση της καρδιάς, σοβαρό πρήξιμο (οίδημα), δυσκολία στην αναπνοή και, τελικά, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
16
16 Εγκεφαλική beri-beri Η εγκεφαλική beri-beri μπορεί να οδηγήσει στην εγκεφαλοπάθεια Wernicke και την ψύχωση Korsakoff, ιδίως σε άτομα που κάνουν κατάχρηση αλκοόλ. Η διάγνωση της εγκεφαλοπάθειας του Wernicke βασίζεται σε «τριάδα» σημείων, στα οποία περιλαμβάνονται μη φυσιολογικές κινήσεις των ματιών, ανωμαλίες στη στάση και τη βάδιση και ανωμαλίες στη διανοητική λειτουργία, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν σύγχυση, απάθεια ή βαθιά διαταραχή μνήμης που ονομάζεται αμνησία ή ψύχωση Korsakoff.
17
17 Σύνδροµο Wernicke-Korsakoff
18
18 Εγκεφαλική beri-beri Η ανεπάρκεια θειαμίνης που επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα αναφέρεται ως ασθένεια του Wernicke όταν δεν παρατηρείται αμνησία και σύνδρομο Wernicke-Korsakoff (WKS) όταν η αμνησία είναι παρούσα σε συνδυασμό με την κίνηση των ματιών και διαταραχές βάδισης. Οι πάσχοντες είναι αλκοολικοί, αν και έχει παρατηρηθεί επίσης σε υποσιτισμό, λόγω καρκίνου του στομάχου ή AIDS. Η χορήγηση ενδοφλέβιας θειαμίνης οδηγεί σε άμεση βελτίωση των συμπτωμάτων των ματιών. Στοιχεία που παρουσιάζουν αυξημένη ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος και παραγωγή ελεύθερων ριζών δείχνουν ότι το οξειδωτικό στρες παίζει σημαντικό ρόλο (4).
19
19 Αίτια της ανεπάρκειας θειαμίνης Η ανεπάρκεια θειαμίνης μπορεί να προκύψει από ανεπαρκή πρόσληψη θειαμίνης, αυξανόμενες απαιτήσεις για θειαμίνη, υπερβολική απώλεια θειαμίνης από το σώμα, η κατανάλωση παραγόντων αντι-θειαμίνης (τρόφιμα φάρμακα) ή από συνδυασμό αυτών των παραγόντων.
20
20 Ανεπαρκής πρόσληψη θειαμίνης Ανεπαρκής κατανάλωση της θειαμίνης είναι η κύρια αιτία της ανεπάρκειας σε υπανάπτυκτες χώρες (2). Είναι συχνή σε χαμηλού εισοδήματος πληθυσμούς των οποίων η διατροφή είναι πλούσια σε υδατάνθρακες και χαμηλή σε θειαμίνη (π.χ., αλεσμένο ή σκληρυμένο με θέρμανση ρύζι). Θηλάζοντα βρέφη των οποίων οι μητέρες τρέφονται ανεπαρκώς είναι ευάλωτα στην ανάπτυξη παιδική beri-beri. Ο αλκοολισμός, η οποία συνδέεται με χαμηλή πρόσληψη θειαμίνης, μεταξύ άλλων θρεπτικών συστατικών, είναι η κύρια αιτία της ανεπάρκειας σε βιομηχανικές χώρες.
21
21 Αυξημένες ανάγκες για θειαμίνη Εδώ περιλαμβάνεται η έντονη σωματική άσκηση, ο πυρετός, η εγκυμοσύνη, ο θηλασμός, και η εφηβική ανάπτυξη. Οι συνθήκες αυτές θέτουν τα άτομα με οριακή πρόσληψη θειαμίνης σε κίνδυνο για την ανάπτυξη ανεπάρκειας. (5). Η Ελονοσία οδηγεί σε αύξηση της μεταβολικής ζήτηση για τη γλυκόζη. Επειδή η θειαμίνη απαιτείται για τα ένζυμα που εμπλέκονται στο μεταβολισμό της γλυκόζης, η κακουχία που προκαλείται επιδεινώνει την ανεπάρκεια θειαμίνης. Άτομα μολυσμένα με HIV, ανεξάρτητα από το αν είχαν αναπτύξει AIDS, βρέθηκαν επίσης να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για έλλειψη θειαμίνης (6). Επιπλέον, η χρόνια κατάχρηση αλκοόλ μειώνει την εντερική απορρόφηση και χρησιμοποίηση της θειαμίνης (1).
22
22 Υπερβολική απώλεια θειαμίνης Η υπερβολική απώλεια θειαμίνης μπορεί να επισπεύσει την ανεπάρκεια. Με την αύξηση ροής ούρων, τα διουρητικά μπορεί να αποτρέψουν την επαναρρόφηση από τα νεφρά και να αυξήσουν την απέκκριση (7, 8). Τα άτομα με νεφρική ανεπάρκεια που είναι σε αιμοκάθαρση χάνουν θειαμίνη και βρίσκονται σε κίνδυνο έλλειψης (9). Αλκοολικοί που διατηρούν υψηλή πρόσληψη υγρών και ροή ούρων μπορεί επίσης να παρουσιάσουν αυξημένη απώλεια, διαδικασία παράλληλη με την ήδη χαμηλή πρόσληψη θειαμίνης (10).
23
23 Aντι-θειαμινικοί παράγοντες (ATF) Η παρουσία ATF στα τρόφιμα, συμβάλλει επίσης στον κίνδυνο της ανεπάρκειας θειαμίνης. Ορισμένα φυτά περιέχουν ATF, που αντιδρούν με θειαμίνη για να σχηματίσουν ένα ανενεργό προϊόν. Η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων τσαγιού και καφέ (συμπεριλαμβανομένων χωρίς καφεΐνη), καθώς και η μάσηση φύλλων τσαγιού και καρυδιών betel, έχουν συσχετισθεί με μείωση θειαμίνης στον άνθρωπο λόγω της παρουσίας του ATF.
24
24 Ανταγωνιστές της θειαμίνης: Προκαλούν απόπτωση και έχουν αντικαρκινική δράση. Προβλήματα ανεπάρκειας Β1 σε καρκινοπαθείς. Metab Brain Dis. 2003 Dec ;18 (4):245-63 15128183 Cit:2Metab Brain Dis. 2003 Dec ;18 (4):245-63Cit:2 Three thiamine analogues differently alter thiamine transport and metabolism in nervous tissue: an in vivo kinetic study using rats.Three thiamine analogues differently alter thiamine transport and metabolism in nervous tissue: an in vivo kinetic study using rats. G Rindi, C Patrini, A Nauti, R Bellazzi, P MagniG RindiC PatriniA NautiR BellazziP Magni Department of Experimental Medicine, Section of Human Physiology, University of Pavia, Pavia, Italy. Thiamine (T) analogues pyrithiamine, oxythiamine or amprolium in amounts 10- 1000 times higher than labelled T, were i.p. injected into rats together with 14C-T (30 microg; 46.25 KBq). The radioactivity associated with T and its phosphoesters in the plasma and cerebral cortex, brainstem, cerebellum, and sciatic nerve were determined at time intervals from 0.25 to 240 h from injection. The experimental data obtained were processed with a mathematical compartmental model that calculated the fractional rate constants. These are the amount of content in a given compartment that is replaced in 1 h and expressed in per hour. The results showed that all three analogues inhibited thiamine entry from plasma. Instead, oxythiamine enhanced T phosphorylation to T pyrophosphate (TPP); amprolium and oxythiamine enhanced TPP dephosphorylation to monophosphate (TMP); pyrithiamine reduced TPP dephosphorylation and TMP formation, while none of the analogues modified TMP dephosphorylation to T. In conclusion, in living rats, the action of T analogues was much more complex than could be expected from their structure and action in vitro.
25
25 Θειαμινάσες Οι θειαμινάσες είναι ένζυμα που διασπούν τη θειαμίνη στα τρόφιμα. Τα άτομα που τρώνε συνήθως ωμά ψάρια του γλυκού νερού, ωμά οστρακόδερμα και φτέρες έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανεπάρκειας, επειδή αυτά περιέχουν θειαμινάσες που κανονικά αδρανοποιούνται με θερμότητα στο μαγείρεμα (1). Στη Νιγηρία, μια οξεία νευρολογική συνδρομή (εποχική αταξία) έχει συσχετισθεί με την ανεπάρκεια θειαμίνης από θειαμινάσες στους αφρικανικούς μεταξοσκώληκες, ένα παραδοσιακό υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες τρόφιμο (11).
26
26 Η δράση των θειαμινασών
27
27 Θειαμινάσες Οι θειαμινάσες είναι ένζυμα που βρέθηκαν, σε ορισμένα φυτά, στο ακατέργαστο κρέας και στα εντόσθια ορισμένων ψαριών και οστρακοειδών. Pteridum aquilinum, fern, ΦΤΕΡΗ ΚΥΠΡΙΝΟΣ Ή ΓΡΙΒΑΔΙ ΘΕΙΑΜΙΝΑΣΕΣ ΣΤΑ ΕΝΤΟΣΘΙΑ ΤΟΥ
28
28 Η Συνιστώμενη Ημερήσια Πρόσληψη (ΣΗΠ ) Τα RDA για θειαμίνη, που αναθεωρήθηκαν το 1998, καταρτίσθηκαν με βάση την πρόληψη της ανεπάρκειας σε γενικώς υγιή άτομα (12).
29
29 Πρόληψη Νόσων, Καταρράκτης Μια συγχρονική μελέτη σε 2.900 Αυστραλούς άνδρες και γυναίκες, 49 ετών και άνω, διαπίστωσε ότι εκείνοι με το υψηλότερο πεμπτημόριο πρόσληψης θειαμίνης είχαν 40% λιγότερες πιθανότητες να έχουν καταρράκτη από εκείνους στο χαμηλότερο πεμπτημόριο (13). Επιπλέον, μια πρόσφατη μελέτη σε 408 γυναίκες στις ΗΠΑ διαπίστωσε ότι η υψηλότερη διαιτητική πρόσληψη της θειαμίνης συσχετιζόταν αντιστρόφως με επιδείνωση θόλωση του φακού στην πενταετία (14).
30
30 Θεραπεία ασθενειών, Νόσος Αλτσχάιμερ Επειδή η ανεπάρκεια θειαμίνης μπορεί να οδηγήσει σε άνοια, η σχέση της με την νόσο Αλτσχάιμερ έχει διερευνηθεί. Μελέτη ελέγχου περιστατικών σε 38 ηλικιωμένες γυναίκες, διαπίστωσε ότι τα επίπεδα Τ, ΤΜΡ και ΤΡΡ στο αίμα ήταν χαμηλότερα στους ασθενείς με άνοια τύπου Alzheimer σε σύγκριση με τα άτομα της ομάδας ελέγχου (15 ). Έχουν βρεθεί αποδεικτικά στοιχεία μειωμένης δραστηριότητας των θειαμινο-εξαρτώμενων ενζύμων α-κετογλουταρική δεϋδρογενάση και τρανσκετολάση, σε εγκεφάλους ασθενών Αλτσχάιμερ (16). Αυτά τα ευρήματα είναι συνεπή με ενδείξεις μειωμένου μεταβολισμού γλυκόζης που βρέθηκαν με ΡΕΤ (Positron emission tomography) (17) και δείχνουν μάλλον εξασθένηση της σύνθεσης TPP (18, 19).
31
31 Θεραπεία ασθενειών, Νόσος Αλτσχάιμερ Υπάρχουν μόνο περιορισμένα και ανεπιβεβαίωτα στοιχεία ότι τα συμπληρώματα θειαμίνης ωφελούν στη νόσο Alzheimer. Μια διπλή τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη σε 15 ασθενείς δεν ανέφερε καμία ευεργετική επίδραση με 3 γραμμάρια θειαμίνη / ημέρα, σε ότι αφορά τη γνωστική εξασθένηση σε 12 μήνες. (20). Μία ήπια ευεργετική επίδραση σε ασθενείς με νόσο του Alzheimer, αναφέρθηκε μετά από 12 εβδομάδες θεραπείας με 100 mg / ημέρα τετραϋδρο-φουρφουρυλικού δισουλφιδίου θειαμίνης (21). Συστηματική ανασκόπηση των τυχαιοποιημένων δοκιμών της θειαμίνης σε ασθενείς δεν βρήκε κανένα στοιχείο ότι ήταν μια χρήσιμη θεραπεία για τα συμπτώματα της νόσου (22).
32
32 Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (Congestive heart failure) Η σοβαρή ανεπάρκεια της θειαμίνης (υγρό beri- beri) μπορεί να οδηγήσει σε συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (CHF). Αν και οι καρδιακές εκδηλώσεις της beri-beri σπάνια συναντώνται στις βιομηχανοποιημένες χώρες, άλλα αίτια CHF είναι κοινά. Τα διουρητικά που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία, ιδιαίτερα η φουροσεμίδη (Lasix), έχει βρεθεί ότι αυξάνουν την απέκκριση και οδηγούν σε οριακή ανεπάρκεια θειαμίνης. Όπως και στο γενικό πληθυσμό, οι μεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς με CHF βρέθηκαν να είναι σε μεγαλύτερο κίνδυνο ανεπάρκειας από ό, τι οι νεότεροι σε ηλικία (23).
33
33 Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια Ένα σημαντικό μέτρο της καρδιακής λειτουργίας σε CHF είναι το κλάσμα εξώθησης αριστερής κοιλίας (LVEF), σε ηχοκαρδιογράφημα. Μελέτη σε 25 ασθενείς διαπίστωσε ότι η φουροσεμίδη, σε δόσεις των 80 mg/ημέρα ή περισσότερο, συνδέθηκε με επιπολασμό 98% της ανεπάρκειας θειαμίνης (24). Σε τυχαιοποιημένη μελέτη, σε 30 ασθενείς με CHF, που λάμβαναν φουροσεμίδη (80 mg/ημέρα) για διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών, δόθηκε ενδοφλέβια, θειαμίνη (200 mg/ημέρα) για επτά ημέρες, έδειξε βελτίωση του LVEF (25). Όσοι ασθενείς έλαβαν στη συνέχεια για έξι εβδομάδες από το στόμα θεραπεία με θειαμίνη (200 mg/ημέρα), έδειξαν βελτίωση μέσου όρου του LVEF κατά 22%. Το εύρημα αυτό είναι ενδιαφέρον, επειδή οι βελτιώσεις στην LVEF συσχετίζονται με βελτιωμένη επιβίωση (26).
34
34 Καρκίνος Ανεπάρκεια έχει παρατηρηθεί σε ασθενείς με ταχέως αναπτυσσόμενες όγκους. Ωστόσο, η έρευνα σε κυτταρική καλλιέργεια και ζωικά μοντέλα δείχνει ότι τα ταχέως διαιρούμενα καρκινικά κύτταρα έχουν υψηλή απαίτηση για θειαμίνη, λόγω της ανάγκης τους να συνθέσουν νουκλεϊκά οξέα (μονοπάτι πεντοζών) (27). Η χορήγηση συμπληρωμάτων σε ασθενείς με καρκίνο γίνεται για την πρόληψη της ανεπάρκειας, αλλά μπορεί να τροφοδοτήσει την ανάπτυξη ορισμένων κακοήθων όγκων (28).
35
35 Πηγές τροφίμων Μια ποικίλη δίαιτα παρέχει επαρκή πρόσληψη. Στις ΗΠΑ η μέση διαιτητική πρόσληψη θειαμίνης για τους νέους ενήλικες άνδρες είναι περίπου 2 mg/ημέρα και 1,2 mg/ημέρα για τους νέες ενήλικες γυναίκες. Μια έρευνα επί ατόμων άνω των 60 ετών έδειξε μέση διαιτητική πρόσληψη θειαμίνης 1,4 mg/ημέρα για τους άνδρες και 1,1mg/ ημέρα για τις γυναίκες (12). Ωστόσο, η ιδρυματοποίηση και η φτώχεια αυξάνουν την πιθανότητα ανεπαρκούς πρόσληψης θειαμίνης στους ηλικιωμένους (29). Τα δημητριακά ολικής αλέσεως, όσπρια, τα καρύδια, το άπαχο χοιρινό, και η ζύμη είναι πλούσιες πηγές (1). Επειδή μεγάλο μέρος θειαμίνης χάνεται στην επεξεργασία, το ψωμί και τα ζυμαρικά είναι εμπλουτισμένα με θειαμίνη σε πολλές δυτικές χώρες.
36
36 Παρουσία Βιταμίνης Β1 στα τρόφιμα
37
37 Συμπληρώματα, ασφάλεια, τοξικότητα Γενικά, δεν καθορίζεται ένα ανεκτό ανώτερο επίπεδο (UL) πρόσληψης, γιατί δεν υπάρχουν καλά εδραιωμένη τοξικές επιδράσεις από την κατανάλωση θειαμίνης με τρόφιμα ή μέσω μακροπρόθεσμης συμπλήρωσης από το στόμα (μέχρι 200 mg / ημέρα). Ένας μικρός αριθμός επικίνδυνων για τη ζωή αναφυλακτικών αντιδράσεων έχει παρατηρηθεί με μεγάλες ενδοφλέβιες δόσεις θειαμίνης (12).
38
38 Αλληλεπιδράσεις με φάρμακα Μειωμένα επίπεδα θειαμίνης στο αίμα έχουν αναφερθεί σε άτομα με διαταραχές επιληπτικών κρίσεων (επιληψία), που λαμβάνουν το αντιεπιληπτικό φάρμακο φαινυτοΐνη, για μεγάλες χρονικές περιόδους (31). Η 5-φθοριοουρακίλη, ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται στη θεραπεία του καρκίνου, αναστέλλει την φωσφορυλίωση της θειαμίνης σε πυροφωσφορική θειαμίνη (TPP) (32). Τα διουρητικά, ειδικά η φουροσεμίδη (Lasix), μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο της ανεπάρκειας θειαμίνης σε άτομα με οριακή πρόσληψη (8). Επιπλέον, η χρόνια κατάχρηση αλκοόλ σχετίζεται με την ανεπάρκεια θειαμίνης, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως (1).
39
39 Τρίτη ηλικία Επί του παρόντος, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι η απαίτηση για θειαμίνη είναι αυξημένη σε ενήλικες τρίτης ηλικίας, αλλά μερικές μελέτες έχουν διαπιστώσει ανεπαρκή διαιτητική πρόσληψη πιο συχνή σε ηλικιωμένους πληθυσμούς (29). Έτσι, θα ήταν συνετό για τους μεγαλύτερης ηλικίας ενήλικες να λαμβάνουν μια πολυβιταμίνη / πολυμεταλλικό συμπλήρωμα, το οποίο θα παρέχει κατά κανόνα τουλάχιστον 1,5 mg θειαμίνης / ημέρα.
40
40 Βιβλιογραφία 1. Tanphaichitr V. Thiamin. In: Shils M, Olson JA, Shike M, Ross AC, eds. Modern Nutrition in Health and Disease. 9th ed. Baltimore: Williams & Wilkins; 1999:381-389. 2. Rindi G. Thiamin. In: Ziegler EE, Filer LJ, eds. Present Knowledge in Nutrition. 7th ed. Washington D.C.: ILSI Press; 1996:160-166. 3. Brody T. Nutritional Biochemistry. 2nd ed. San Diego: Academic Press; 1999. 4. Todd K, Butterworth RF. Mechanisms of selective neuronal cell death due to thiamine deficiency. Ann N Y Acad Sci. 1999;893:404-411. 5. Krishna S, Taylor AM, Supanaranond W, et al. Thiamine deficiency and malaria in adults from southeast Asia. Lancet. 1999;353(9152):546-549. 6. Muri RM, Von Overbeck J, Furrer J, Ballmer PE. Thiamin deficiency in HIV-positive patients: evaluation by erythrocyte transketolase activity and thiamin pyrophosphate effect. Clin Nutr. 1999;18(6):375-378. 7. Suter PM, Haller J, Hany A, Vetter W. Diuretic use: a risk for subclinical thiamine deficiency in elderly patients. J Nutr Health Aging. 2000;4(2):69-71. 8. Rieck J, Halkin H, Almog S, et al. Urinary loss of thiamine is increased by low doses of furosemide in healthy volunteers. J Lab Clin Med. 1999;134(3):238-243. 9. Hung SC, Hung SH, Tarng DC, Yang WC, Chen TW, Huang TP. Thiamine deficiency and unexplained encephalopathy in hemodialysis and peritoneal dialysis patients. Am J Kidney Dis. 2001;38(5):941-947. 10. Wilcox CS. Do diuretics cause thiamine deficiency? J Lab Clin Med. 1999;134(3):192-193. 11. Nishimune T, Watanabe Y, Okazaki H, Akai H. Thiamin is decomposed due to Anaphe spp. entomophagy in seasonal ataxia patients in Nigeria. J Nutr. 2000;130(6):1625-1628. 12. Food and Nutrition Board, Institute of Medicine. Thiamin. Dietary Reference Intakes: Thiamin, Riboflavin, Niacin, Vitamin B6, Vitamin B12, Pantothenic Acid, Biotin, and Choline. Washington D.C.: National Academy Press; 1998:58-86. 13. Cumming RG, Mitchell P, Smith W. Diet and cataract: the Blue Mountains Eye Study. Ophthalmology. 2000;107(3):450-456. 14. Jacques PF, Taylor A, Moeller S, et al. Long-term nutrient intake and 5-year change in nuclear lens opacities. Arch Ophthalmol. 2005;123(4):517-526. 15. Glaso M, Nordbo G, Diep L, Bohmer T. Reduced concentrations of several vitamins in normal weight patients with late-onset dementia of the Alzheimer type without vascular disease. J Nutr Health Aging. 2004;8(5):407-413. 16. Bender DA. Optimum nutrition: thiamin, biotin and pantothenate. Proc Nutr Soc. 1999;58(2):427-433.
41
41 Βιβλιογραφία 17. Kish SJ. Brain energy metabolizing enzymes in Alzheimer's disease: alpha-ketoglutarate dehydrogenase complex and cytochrome oxidase. Ann N Y Acad Sci. 1997;826:218-228. 18. Mastrogiacoma F, Bettendorff L, Grisar T, Kish SJ. Brain thiamine, its phosphate esters, and its metabolizing enzymes in Alzheimer's disease. Ann Neurol. 1996;39(5):585-591. 19. Heroux M, Raghavendra Rao VL, Lavoie J, Richardson JS, Butterworth RF. Alterations of thiamine phosphorylation and of thiamine-dependent enzymes in Alzheimer's disease. Metab Brain Dis. 1996;11(1):81- 88. 20. Meador K, Loring D, Nichols M, et al. Preliminary findings of high-dose thiamine in dementia of Alzheimer's type. J Geriatr Psychiatry Neurol. 1993;6(4):222-229. 21. Mimori Y, Katsuoka H, Nakamura S. Thiamine therapy in Alzheimer's disease. Metab Brain Dis. 1996;11(1):89-94. 22. Rodriguez-Martin JL, Qizilbash N, Lopez-Arrieta JM. Thiamine for Alzheimer's disease (Cochrane Review). Cochrane Database Syst Rev. 2001;2:CD001498. 23. Wilkinson TJ, Hanger HC, George PM, Sainsbury R. Is thiamine deficiency in elderly people related to age or co-morbidity? Age Ageing. 2000;29(2):111-116. 24. Zenuk C, Healey J, Donnelly J, Vaillancourt R, Almalki Y, Smith S. Thiamine deficiency in congestive heart failure patients receiving long term furosemide therapy. Can J Clin Pharmacol. 2003;10(4):184-188. 25. Shimon I, Almog S, Vered Z, et al. Improved left ventricular function after thiamine supplementation in patients with congestive heart failure receiving long-term furosemide therapy. Am J Med. 1995;98(5):485-490. 26. Leslie D, Gheorghiade M. Is there a role for thiamine supplementation in the management of heart failure? Am Heart J. 1996;131(6):1248-1250. 27. Comin-Anduix B, Boren J, Martinez S, et al. The effect of thiamine supplementation on tumour proliferation. A metabolic control analysis study. Eur J Biochem. 2001;268(15):4177-4182. 28. Boros LG, Brandes JL, Lee WN, et al. Thiamine supplementation to cancer patients: a double edged sword. Anticancer Res. 1998;18(1B):595-602. 29. Russell RM, Suter PM. Vitamin requirements of elderly people: an update. Am J Clin Nutr. 1993;58(1):4-14. 30. Hendler SS, Rorvik DR, eds. PDR for Nutritional Supplements. Montvale: Medical Economics Company, Inc; 2001. 31. Flodin N. Pharmacology of micronutrients. New York: Alan R. Liss, Inc.; 1988. 32. Schumann K. Interactions between drugs and vitamins at advanced age. Int J Vitam Nutr Res. 1999;69(3):173-178.
42
42 Ριβοφλαβίνη Η ριβοφλαβίνη είναι μια υδροδιαλυτή βιταμίνη του συμπλέγματος Β, επίσης γνωστή και ως βιταμίνη Β2. Στο σώμα, η ριβοφλαβίνη βρίσκεται κυρίως ως αναπόσπαστο στοιχείο των συνενζύμων, φλαβινο- αδενινο-δινουκλεοτίδιο (FAD) και φλαβινο- μονονουκλεοτίδιο (FMN) (1). Τα συνένζυμα που προέρχεται από ριβοφλαβίνη ονομάζονται φλαβοσυνένζυμα, και τα ένζυμα που χρησιμοποιούν ένα φλαβοσυνένζυμο ονομάζονται φλαβοπρωτεΐνες (2).
43
43
44
44
45
45 Λειτουργία: Αντιδράσεις οξειδοαναγωγής Οι ζώντες οργανισμοί αντλούν το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς τους από τις οξειδο-αναγωγικές (redox) αντιδράσεις, διαδικασίες που συνεπάγονται τη μεταφορά ηλεκτρονίων. Τα φλαβοσυνένζυμα συμμετέχουν σε οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις σε πολλές μεταβολικές οδούς (3) και είναι κρίσιμης σημασίας για το μεταβολισμό των υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών. Το FAD αποτελεί μέρος της μεταφοράς ηλεκτρονίων στην αναπνευστική αλυσίδα. Σε συνδυασμό με το κυτόχρωμα P-450, τα φλαβοσυνένζυμα συμμετέχουν στο μεταβολισμό φαρμάκων και τοξινών (4).
46
46 Η ικανότητα της ισοαλλοξαζίνης, στη ριβοφλαβίνη, να ανάγεται
47
47 Αντιοξειδωτικές λειτουργίες Η αναγωγάση της γλουταθειόνης είναι ένα ένζυμο που εξαρτάται από FAD και συμμετέχει στον οξειδοαναγωγικό κύκλο της γλουταθειόνης. Ο κύκλος παίζει σημαντικό ρόλο στην προστασία των οργανισμών από αντιδραστικά είδη οξυγόνου, όπως υδροϋπεροξείδια. Η έλλειψη ριβοφλαβίνης έχει συσχετιστεί με αυξημένο οξειδωτικό στρες (4). Η μέτρηση της δραστηριότητας αναγωγάσης γλουταθειόνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια χρησιμοποιείται συχνά για την αξιολόγηση της διατροφικής επάρκειας (5). Στο αίμα 4-24 μg Β2/dL.
48
48 Αντιοξειδωτικές λειτουργίες Η υπεροξειδάση της γλουταθειόνης, ένα ένζυμο που περιέχει σελήνιο απαιτεί δύο μόρια αναγμένης Γλουταθειόνης για να διασπάσει υδροϋπεροξείδια. Η Οξειδάση της ξανθίνης, ένα άλλο ένζυμο που εξαρτάται από FAD, καταλύει την οξείδωση της υποξανθίνης και της ξανθίνης σε ουρικό οξύ. Το ουρικό οξύ είναι ένα από τα πιο αποτελεσματικά υδατοδιαλυτά αντιοξειδωτικά στο αίμα. Η έλλειψη ριβοφλαβίνης μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη δραστηριότητα οξειδάσης της ξανθίνης και μείωση των επιπέδων του ουρικού οξέος στο αίμα (6).
49
49 Αλληλεπιδράσεις με άλλα θρεπτικά Επειδή οι φλαβοπρωτεΐνες εμπλέκονται στο μεταβολισμό άλλων βιταμινών (βιταμίνη Β6, νιασίνη, φολικό οξύ), ανεπάρκεια Β2 μπορεί να επηρεάσει πολλά ένζυμα. Η μετατροπή της πυριδοξίνης (βιταμίνη Β6) σε 5'-φωσφορική πυριδοξάλη (PLP), απαιτεί το εξαρτώμενο από FMN ένζυμο, οξειδάση της 5'- φωσφορικής πυριδοξίνης (7). Μελέτες σε ηλικιωμένους έχουν καταγράψει αλληλεπιδράσεις μεταξύ δεικτών της Β6 και της επάρκειας σε Β2 (8, 9). Η σύνθεση της νιασίνης που περιέχουν τα NAD και NADP, από τρυπτοφάνη, απαιτεί το εξαρτώμενο από FAD ένζυμο, μονο- οξυγενάση της κυνουρενίνης. Ανεπάρκεια Β2 μπορεί να μειώσει τη μετατροπή της τρυπτοφάνης, αυξάνοντας τον κίνδυνο ανεπάρκειας νιασίνης (3).
50
50 Αλληλεπιδράσεις με άλλα θρεπτικά Η Μεθυλενο-τετραϋδροφολική αναγωγάση (MTHFR) είναι ένα ένζυμο που εξαρτάται από FAD και παίζει ρόλο στη διατήρηση του φυλλικού οξέος που απαιτείται για το σχηματισμό μεθειονίνης από την ομοκυστεΐνη. Μαζί με άλλες βιταμίνες του συμπλέγματος Β, η αυξημένη πρόσληψη ριβοφλαβίνη έχει συσχετιστεί με μείωση των επιπέδων ομοκυστεΐνης πλάσματος (10, 11). Βέβαια, οι χρόνιες νόσοι επηρεάζονται από πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ γενετικών και διατροφικών παραγόντων.
51
51 Σίδηρος και ριβοφλαβίνη Η έλλειψη ριβοφλαβίνης αλλάζει τον μεταβολισμό του σιδήρου. Αν και ο μηχανισμός δεν είναι σαφής, η έρευνα σε ζώα δείχνουν ότι η ανεπάρκεια ριβοφλαβίνης μπορεί να επηρεάσει την απορρόφηση του σιδήρου, αυξάνει την εντερική απώλεια σιδήρου και εμποδίζει τη χρησιμοποίηση του σιδήρου για τη σύνθεση της αιμοσφαιρίνης. Στους ανθρώπους, η βελτίωση της διατροφικής πρόσληψης ριβοφλαβίνης έχει βρεθεί να αυξάνει τα επίπεδα της αιμοσφαιρίνης. Η διόρθωση της ανεπάρκειας ριβοφλαβίνης σε άτομα που έχουν και έλλειψη σιδήρου, βελτιώνει την απόκριση της σιδηροπενικής αναιμίας σε θεραπεία σιδήρου (12).
52
52 Η Β2 αυξάνει την ικανότητα δέσμευσης σιδήρου της αιμοσφαιρίνης ΑΝΑΙΜΙΑ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
53
53 Έλλειψη ριβοφλαβίνης Αριβοφλαβίνωση είναι ο ιατρικός όρος για την κλινική ανεπάρκεια Β2. Η έλλειψη Β2 σπάνια βρίσκεται ως μοναδικό πρόβλημα. Τα συμπτώματα της ανεπάρκειας ριβοφλαβίνης περιλαμβάνουν πόνο στο λαιμό, ερυθρότητα και οίδημα του βλεννογόνου του στόματος και του φάρυγγα, ρωγμές ή πληγές στις εξωτερικές των χειλιών (χείλωση) και στις γωνίες του στόματος (γωνιώδη στοματίτιδα), φλεγμονή και ερυθρότητα της γλώσσας και μία υγρή, φολιδωτή φλεγμονή του δέρματος (σμηγματορροϊκή δερματίτιδα). Άλλα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν σχηματισμό αιμοφόρων αγγείων στον κερατοειδή και το σκληρό χιτώνα του ματιού και μειωμένο αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων που όμως περιέχουν φυσιολογικά επίπεδα αιμοσφαιρίνης και είναι κανονικού μεγέθους (1, 3).
54
54
55
55 Γωνιώδης στοµατίτιδα, γλωσσίτιδα
56
56 Ριβοφλαβίνη και προεκλαμψία Η προεκλαμψία ορίζεται ως η παρουσία υψηλής αρτηριακής πίεσης, πρωτεΐνης στα ούρα και σημαντικού οιδήματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Περίπου στο 5% μπορεί να εξελιχθεί σε εκλαμψία και θάνατο. Η προεκλαμψία χαρακτηρίζεται από επιληπτικές κρίσεις και αυξημένο κίνδυνο σοβαρής αιμορραγίας (13). Μελέτη σε 154 έγκυες που διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο έδειξε ότι οι με ανεπάρκεια Β2 είχαν 4,7 φορές περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν προεκλαμψία.
57
57 Ριβοφλαβίνη και προεκλαμψία Η αιτία της προεκλαμψίας-εκλαμψίας δεν είναι γνωστή. Μειωμένα ενδοκυτταρικά επίπεδα φλαβοενζύμων θα μπορούσαν να προκαλέσουν δυσλειτουργία μιτοχονδρίων, αύξηση οξειδωτικού στρες, έκλυση νιτρικού οξειδίου και διαστολή των αιμοφόρων αγγείων (14). Ωστόσο, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, μελέτη σε 450 έγκυες γυναίκες που διέτρεχαν κίνδυνο διαπίστωσε ότι η συμπλήρωση με 15 mg Β2 ημερησίως δεν εμπόδισε την κατάσταση (15).
58
58 Παράγοντες κινδύνου για την έλλειψη ριβοφλαβίνης Οι αλκοολικοί βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για έλλειψη ριβοφλαβίνης. Επιπλέον, τα ανορεκτικά άτομα καταναλώνουν σπάνια επαρκή ριβοφλαβίνη, ενώ άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη δεν μπορούν να καταναλώνουν γάλα ή άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα που είναι καλές πηγές ριβοφλαβίνης. Η μετατροπή της ριβοφλαβίνης σε FAD και FMN είναι μειωμένη σε υποθυρεοειδισμό και επινεφριδιακή ανεπάρκεια (3, 4).
59
59 Παράγοντες κινδύνου για την έλλειψη ριβοφλαβίνης Ακόμα, οι άνθρωποι που είναι πολύ δραστήριοι σωματικά (αθλητές, εργάτες) μπορεί να έχουν μια ελαφρώς αυξημένη ανάγκη ριβοφλαβίνης (16). Ωστόσο, η συμπλήρωση ριβοφλαβίνη γενικά δεν έχει βρεθεί να αυξάνει την αντοχή στην άσκηση ή την απόδοση (16).
60
60 Η Συνιστώμενη Ημερήσια Πρόσληψη (ΣΗΠ) Τα RDA για ριβοφλαβίνη, που αναθεωρήθηκαν το 1998, έχουν συνταχθεί με βάση την πρόληψη της ανεπάρκειας. Κλινικά συμπτώματα της ανεπάρκειας σε ανθρώπους εμφανίζονται με προσλήψεις μικρότερες από 0,5 έως 0,6 χιλιοστόγραμμα (mg) / ημέρα, ενώ η απέκκριση της ριβοφλαβίνης με τα ούρα παρατηρείται σε επίπεδα πρόσληψης, περίπου 1 mg / ημέρα (1).
61
61
62
62 Θεραπεία ασθενειών: Ημικρανίες Στοιχεία δείχνουν ότι μιτοχονδριακή διαταραχή του μεταβολισμού του οξυγόνου στον εγκέφαλο παίζει κάποιο ρόλο στην παθολογία της ημικρανίας. Επειδή η Β2 είναι ο πρόδρομος των FAD και FMN που απαιτούνται από τις φλαβοπρωτεΐνες της μιτοχονδριακής αλυσίδας, η συμπλήρωση Β2 έχει ερευνηθεί ως θεραπεία για την ημικρανία. Μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη εξέτασε την επίδραση 400 mg Β2/ημέρα για τρεις μήνες, για την πρόληψη της ημικρανίας σε 54 άνδρες και γυναίκες με ιστορικό ημικρανίας (22).
63
63 Θεραπεία ασθενειών: Ημικρανίες Η Β2 ήταν σημαντικά καλύτερη από το εικονικό φάρμακο στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης και τον αριθμό των ημερών κεφαλαλγίας, με πολύ θετική επίδραση τον τρίτο μήνα της θεραπείας. Η θεραπεία είτε με βήτα-αναστολείς ή με υψηλές δόσεις Β2 οδήγησε βελτίωση: οι β-αναστολείς επιδρούν στην επεξεργασία σημάτων από το φλοιό και η ριβοφλαβίνη αυξάνει τα μειωμένα αποθέματος ενέργειας των εγκεφαλικών μιτοχονδρίων (23).
64
64 Θεραπεία ασθενειών: Ημικρανίες Μια μελέτη σε 23 ασθενείς ανέφερε μείωση στη μέση συχνότητα κρίσεων ημικρανίας μετά την συμπλήρωση με 400 mg ριβοφλαβίνης ημερησίως για τρεις μήνες (24). Επιπλέον, μία 3-μηνών, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη, όπου που χορηγήθηκε συνδυασμός ριβοφλαβίνης (400 mg / ημέρα), με μαγνήσιο, και Tanacetum parthenium (χρυσάνθεμο “feverfew”) σε πάσχοντες από ημικρανία δεν ανέφερε κανένα θεραπευτικό όφελος πέρα από αυτό που σχετίζεται με τη λήψη εικονικού φαρμάκου που περιέχει 25 mg / ημέρα ριβοφλαβίνη (25).
65
65 Πηγές τροφίμων Τα περισσότερα τρόφιμα περιέχουν τουλάχιστον μικρές ποσότητες της ριβοφλαβίνης. Στις ΗΠΑ, το αλεύρι σίτου και το ψωμί εμπλουτίζονται με ριβοφλαβίνη (καθώς και θειαμίνη, νιασίνη, σίδηρο) από το 1943. Δεδομένα από μεγάλες διατροφικές έρευνες δείχνουν ότι η μέση πρόσληψη ριβοφλαβίνης για τους άνδρες είναι περίπου 2 mg / ημέρα και για τις γυναίκες είναι περίπου 1,5 mg / ημέρα, προσλήψεις πάνω από τα RDA. Τα επίπεδα πρόσληψης ήταν παρόμοια για τον πληθυσμό των ηλικιωμένων ανδρών και γυναικών (1). Η ριβοφλαβίνη καταστρέφεται εύκολα από την έκθεση στο φως. Για παράδειγμα, μέχρι το 50% της ριβοφλαβίνης στο γάλα που περιέχεται σε διάφανη γυάλινη φιάλη μπορεί να καταστραφεί μετά από δύο ώρες από την έκθεση στο έντονο φως του ήλιου (6).
66
66 Πηγές Β2 στη διατροφή
67
67 Συμπληρώματα, ασφάλεια, τοξικότητα Οι πιο κοινές μορφές που διατίθεται στα συμπληρώματα είναι ριβοφλαβίνη και ριβοφλαβίνης 5'-μονοφωσφορική, πιο συχνά σε πολυβιταμινούχα του συμπλέγματος Β (26). Δεν είναι γνωστές τοξικές ή αρνητικές επιπτώσεις της υψηλής πρόσληψης ριβοφλαβίνης στον άνθρωπο. Μελέτες σε καλλιέργειες κυττάρων δείχνουν ότι η υπερβολική Β2 μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ρηγμάτων της έλικας του DNA παρουσία του χρωμίου, ενός γνωστού καρκινογόνο (27). Υψηλές δόσεις ριβοφλαβίνης έχουν βρεθεί να ενισχύουν το χρώμα των ούρων σε ένα φωτεινό κίτρινο (flavinuria), αλλά αυτή είναι μία αβλαβής παρενέργεια. Η Επιτροπή Τροφίμων και Διατροφής των ΗΠΑ, δεν καθιέρωσε ένα ανεκτό ανώτερο επίπεδο πρόσληψης (UL), όταν τα RDA αναθεωρήθηκαν το 1998 (1).
68
68 Αλληλεπιδράσεις με φάρμακα Αρκετές μελέτες έδειξαν ότι οι γυναίκες που παίρνουν υψηλές δόσεις από του στόματος αντισυλληπτικά (OC) είχαν χειρότερη διατροφική κατάσταση ριβοφλαβίνης χωρίς να έχουν μικρότερη πρόσληψη (1). Τα παράγωγα της φαινοθειαζίνης, όπως το αντι- ψυχωτικό φάρμακο χλωροπρομαζίνη και τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά αναστέλλουν την ενσωμάτωση της ριβοφλαβίνης σε FAD και FMN, όπως και η φαρμακευτική αγωγή καταπολέμηση της ελονοσίας με κινακρίνη (quinacrine), αλλά και το χημικοθεραπευτικό του καρκίνου, αδριαμυκίνη (4). Η μακροχρόνια χρήση του αντισπασμωδικού φαινοβαρβιτάλη μπορεί να αυξήσει την καταστροφή της ριβοφλαβίνης από τα ένζυμα του ήπατος, αυξάνοντας τον κίνδυνο ανεπάρκειας (3).
69
69 Ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας (60 ετών και άνω) Ορισμένοι ειδικοί στη διατροφή και τη γήρανση πιστεύουν ότι η συνιστώμενη ημερήσια δόση (1,3 mg / ημέρα για τους άνδρες και 1,1 mg / ημέρα για τις γυναίκες) δεν αφήνει πολλά περιθώρια λάθους σε άτομα άνω των 50 ετών (28, 29). Πρόσφατη μελέτη ατόμων μεταξύ 65-90 ετών που ζούσαν μόνοι, διαπίστωσε ότι σχεδόν το 25% καταναλώνει λιγότερο από τη συνιστώμενη πρόσληψη Β2, και το 10% είχε βιοχημικές ενδείξεις ανεπάρκειας (30). Μελέτες του καταρράκτη της ηλικίας δείχνουν ότι η πρόσληψη Β2 1,6 έως 2,2 mg / ημέρα μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο ανάπτυξής του. Τα άτομα των οποίων η διατροφή δεν παρέχει επαρκή Β2, κυρίως άτομα άνω των 60, πρέπει να λαμβάνουν συμπλήρωμα πολυβιταμινών / πολυμετάλλων, το οποίο να παρέχει τουλάχιστον 1,7 mg Β2 / ημέρα.
70
70 Βιβλιογραφία 1. Food and Nutrition Board, Institute of Medicine. Riboflavin. Dietary Reference Intakes: Thiamin, Riboflavin, Niacin, Vitamin B6, Vitamin B12, Pantothenic Acid, Biotin, and Choline. Washington D.C.: National Academy Press; 1998:87-122. 2. Brody T. Nutritional Biochemistry. 2nd ed. San Diego: Academic Press; 1999. 3. McCormick DB. Riboflavin. In: Shils M, Olson JA, Shike M, Ross AC, eds. Modern Nutrition in Health and Disease. 9th ed. Baltimore: Williams & Wilkins; 1999:391-399. 4. Powers HJ. Current knowledge concerning optimum nutritional status of riboflavin, niacin and pyridoxine. Proc Nutr Soc. 1999;58(2):435-440. 5. Rivlin RS. Riboflavin. In: Ziegler EE, Filer LJ, eds. Present Knowledge in Nutrition. 7th ed. Washington D.C.: ILSI Press; 1996:167-173. 6. Bohles H. Antioxidative vitamins in prematurely and maturely born infants. Int J Vitam Nutr Res. 1997;67(5):321-328. 7. McCormick DB. Two interconnected B vitamins: riboflavin and pyridoxine. Physiol Rev. 1989;69(4):1170- 1198. 8. Madigan SM, Tracey F, McNulty H, et al. Riboflavin and vitamin B-6 intakes and status and biochemical response to riboflavin supplementation in free-living elderly people. Am J Clin Nutr. 1998;68(2):389-395. 9. Lowik MR, van den Berg H, Kistemaker C, Brants HA, Brussaard JH. Interrelationships between riboflavin and vitamin B6 among elderly people (Dutch Nutrition Surveillance System). Int J Vitam Nutr Res. 1994;64(3):198-203. 10. Jacques PF, Bostom AG, Wilson PW, Rich S, Rosenberg IH, Selhub J. Determinants of plasma total homocysteine concentration in the Framingham Offspring cohort. Am J Clin Nutr. 2001;73(3):613-621. 11. Jacques PF, Kalmbach R, Bagley PJ, et al. The relationship between riboflavin and plasma total homocysteine in the Framingham Offspring cohort is influenced by folate status and the C677T transition in the methylenetetrahydrofolate reductase gene. J Nutr. 2002;132(2):283-288. 12. Powers HJ. Riboflavin-iron interactions with particular emphasis on the gastrointestinal tract. Proc Nutr Soc. 1995;54(2):509-517. 13. Crombleholme WR. Obstetrics. In: Tierney LM, McPhee SJ, Papadakis MA, eds. Current Medical Treatment and Diagnosis. 37th ed. Stamford: Appleton and Lange; 1998:731-734. 14. Wacker J, Fruhauf J, Schulz M, Chiwora FM, Volz J, Becker K. Riboflavin deficiency and preeclampsia. Obstet Gynecol. 2000;96(1):38-44. 15. Neugebauer J, Zanre Y, Wacker J. Riboflavin supplementation and preeclampsia. Int J Gynaecol Obstet. 2006;93(2):136-137.
71
71 Βιβλιογραφία 16. Soares MJ, Satyanarayana K, Bamji MS, Jacob CM, Ramana YV, Rao SS. The effect of exercise on the riboflavin status of adult men. Br J Nutr. 1993;69(2):541-551. 17. Mares-Perlman JA, Brady WE, Klein BE, et al. Diet and nuclear lens opacities. Am J Epidemiol. 1995;141(4):322-334. 18. Leske MC, Wu SY, Hyman L, et al. Biochemical factors in the lens opacities. Case-control study. The Lens Opacities Case-Control Study Group. Arch Ophthalmol. 1995;113(9):1113-1119. 19. Cumming RG, Mitchell P, Smith W. Diet and cataract: the Blue Mountains Eye Study. Ophthalmology. 2000;107(3):450-456. 20. Hankinson SE, Stampfer MJ, Seddon JM, et al. Nutrient intake and cataract extraction in women: a prospective study. BMJ. 1992;305(6849):335-339. 21. Jacques PF, Taylor A, Moeller S, et al. Long-term nutrient intake and 5-year change in nuclear lens opacities. Arch Ophthalmol. 2005;123(4):517-526. 22. Schoenen J, Jacquy J, Lenaerts M. Effectiveness of high-dose riboflavin in migraine prophylaxis. A randomized controlled trial. Neurology. 1998;50(2):466-470. 23. Sandor PS, Afra J, Ambrosini A, Schoenen J. Prophylactic treatment of migraine with beta-blockers and riboflavin: differential effects on the intensity dependence of auditory evoked cortical potentials. Headache. 2000;40(1):30-35. 24. Boehnke C, Reuter U, Flach U, Schuh-Hofer S, Einhaupl KM, Arnold G. High-dose riboflavin treatment is efficacious in migraine prophylaxis: an open study in a tertiary care centre. Eur J Neurol. 2004;11(7):475-477. 25. Maizels M, Blumenfeld A, Burchette R. A combination of riboflavin, magnesium, and feverfew for migraine prophylaxis: a randomized trial. Headache. 2004;44(9):885-890. 26. Hendler SS, Rorvik DR, eds. PDR for Nutritional Supplements. Montvale: Medical Economics Company, Inc; 2001. 27. Sugiyama M. Role of physiological antioxidants in chromium(VI)-induced cellular injury. Free Radic Biol Med. 1992;12(5):397-407. 28. Russell RM, Suter PM. Vitamin requirements of elderly people: an update. Am J Clin Nutr. 1993;58(1):4- 14. 29. Blumberg J. Nutritional needs of seniors. J Am Coll Nutr. 1997;16(6):517-523. 30. Lopez-Sobaler AM, Ortega RM, Quintas ME, et al. The influence of vitamin B2 intake on the activation coefficient of erythrocyte glutation reductase in the elderly. J Nutr Health Aging. 2002;6(1):60-62.
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.