Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεΧρύσης Δοξαράς Τροποποιήθηκε πριν 8 χρόνια
1
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΧΡΗΣΤΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Ο Εμπειρισμός στην Αναλυτική Φιλοσοφία
2
Ιστορία του εμπειρισμού Ο εμπειρισμός, ως φιλοσοφική ‘σχολή’ ή ‘στάση’ έχει μεγάλη ιστορία ήδη από την αρχαιότητα (σοφιστές (υποκειμενιστικός εμπειρισμός’), Αριστοτέλης (υλομορφικός ‘εμπειρισμός’)). Ως συστηματικό φιλοσοφικό ρεύμα εμφανίζεται και παγιώνεται τον 17 ο -18 ο αιώνα (ενάντια στο αριστοτελικό ‘υλομορφισμό’) με βασικούς εκπροσώπους τους Locke (1632-1704), Berkeley (1685-1753), Hume (1711-1776). Κοινός στόχος των εν λόγω εκπροσώπων του βρετανικού εμπειρισμού είναι η ανάδειξη της άμεσης (αδιαμεσολάβητης θεωρητικά) εμπειρίας ως ενός είδους θεμελίου της εμπειρικής γνώσης. Ο εμπειρισμός αντιτίθεται στον ρασιοναλισμό (Descartes, Spinoza, Leibniz). Σύμφωνα με τον ρασιοναλισμό 1) όλη η γνώση (συμπεριλαμβανομένης της εμπειρικής) πηγάζει από ‘πρώτες (και καθολικές) αρχές του Λόγου’, 2) η αντιληπτική εμπειρία είναι ένα είδος ‘συγκεχυμένης’ σκέψης. Δεν μας αποκαλύπτει ξεκάθαρα τον κόσμο παρά μόνο αν ‘διαυγαστεί’ από τον ‘Λόγο’.
3
Κίνητρα και συνέπειες του βρετανικού εμπειρισμού Ο βρετανικός εμπειρισμός, μέσω της έμφασης που έδινε στην άμεση εμπειρία, προσπάθησε να μεταγράψει στο φιλοσοφικό πεδίο τις προοδευτικές κατακτήσεις της τότε αναδυόμενης επιστήμης, που βασίστηκαν εν πολλοίς στην εισαγωγή της παρατήρησης και του πειράματος στην εμπειρική έρευνα. Ωστόσο, ο βρετανικός εμπειρισμός είχε δύο τουλάχιστον σοβαρές αντιδιαισθητικές (οντολογικές και γνωσιολογικές) συνέπειες: Στην εκδοχή του Berkeley κατέληγε σε ένα είδος ιδεαλισμού (esse est percipi), ενώ σε αυτή του Hume είχε ως συνέπειά του έναν ακραίο σκεπτικισμό (π.χ. ως προς τη δικαιολόγηση βασικών εμπειρικών μας πεποιθήσεων).
4
Η σύνθεση εμπειρισμού και ορθολογισμού του Kant Η υπερβατολογική φιλοσοφία του Καντ (που αναζητά τις συνθήκες δυνατότητας της εμπειρίας και της επιστημονικής γνώσης) μπορεί να νοηθεί ως μια προσπάθεια συμβιβασμού των δύο μεγάλων αντίπαλων ρευμάτων του 17 ου -18 ου αιώνα, του εμπειρισμού και του ρασιοναλισμού. Αυτό το πετυχαίνει αφενός με τη διάκριση της ‘αισθητικότητας’ (ικανότητα πρόσληψης παραστάσεων από τον κόσμο) από τη ‘διάνοια’ (ικανότητα διαμόρφωσης και χρήσης εννοιών) και αφετέρου με την ταυτόχρονη ενότητά τους μέσω της αρχής: «οι έννοιες χωρίς εποπτείες είναι κενές· οι εποπτείες χωρίς έννοιες είναι τυφλές». Η Καντιανή έννοια του «συνθετικού a priori»: συμβιβάζει ρασιοναλισμό και εμπειρισμό υπερβαίνοντάς τους. Αντίθετα από τους τελευταίους, κατά τον Καντ οι a priori κρίσεις δεν είναι πάντα αναλυτικές, και οι συνθετικές κρίσεις δεν είναι πάντα a posteriori.
5
Καντ και επιστήμη του 20 ου αιώνα Ωστόσο, νέες επαναστατικές εξελίξεις στα μαθηματικά και στη φυσική (π.χ. θεωρία σχετικότητας, εφαρμογή μη ευκλείδειας γεωμετρίας στον φυσικό χώρο) κλονίζουν το οικοδόμημα του Καντ (ο οποίος π.χ. απέδιδε (συνθετικό) a priori status στην ευκλείδεια γεωμετρία), και ειδικότερα την έννοιά του περί εποπτείας και περί συνθετικής a priori γνώσης. Φαίνεται πλέον ότι ο ‘πραγματικός κόσμος’ (όπως περιγράφεται από την επιστήμη) δεν περιορίζεται αναγκαία από το περιεχόμενο της Καντιανής εποπτείας (ο [επιστημονικά περιγραφόμενος] κόσμος δεν είναι όπως εμφανίζεται στην Καντιανή εποπτεία). Οι επιστημονικές έννοιες (π.χ. ‘τετραδιάστατος χωρόχρονος’, ‘χώροι Hilbert) δεν μπορούν να αντιστοιχηθούν με καμιά ‘εποπτεία’, αλλά αυτό, pace Kant, δεν σημαίνει ότι είναι κενές (εμπειρικού) περιεχομένου.
6
Η αντίδραση του Russell-Η απαρχή του σύγχρονου εμπειρισμού O Russell (1872-1970) προσπαθεί να ανανεώσει τον βρετανικό εμπειρισμό των Berkeley και Hume, αποφεύγοντας τον ιδεαλισμό του πρώτου στην οντολογία και τον σκεπτικισμό του δεύτερου στη γνωσιολογία. Π.χ. Βασική θέση του Berkeley είναι ότι για να συλλάβουμε ένα δέντρο (ή οποιοδήποτε άλλο πράγμα) και να αποκτήσουμε γνώση αυτού πρέπει το τελευταίο να έχει μια νοητική διάσταση (ή υπόσταση), δηλαδή πρέπει να βρίσκεται με κάποιο τρόπο ‘μέσα’ στο νου μας (ειδάλλως το εν λόγω ‘πράγμα’ θα ήταν μη συλλήψιμο, μη γνώσιμο, και άρα δεν θα ήταν τίποτε για εμάς). Ωστόσο, κατά τον Russell, η εν λόγω ιδεαλιστική θέση του Berkeley βασίζεται σε μια σύγχυση μεταξύ αυτού του ίδιου του πράγματος που αντιλαμβανόμαστε και της διαδικασίας αντίληψής του (που αναμφίβολα βρίσκεται ‘εντός’ του νου μας).
7
Ο Russell δέχεται επίσης, συμφωνώντας με την παραπάνω κριτική στον Καντ (προερχόμενη από τις επιστημονικές εξελίξεις στον 20 ο αιώνα), ότι αν και ο κόσμος όπως μας παρουσιάζεται από τα αισθητηριακά μας δεδομένα αποτελεί τη βάση της δικαιολόγησης των εμπειρικών μας πεποιθήσεων, ο ‘πραγματικός κόσμος’ διαθέτει ‘εγγενείς ιδιότητές’ που αντιστοιχούν μόνο ως προς τη δομή και όχι ως προς το περιεχόμενο με τις ιδιότητες των αισθητηριακών μας δεδομένων. Αυτός είναι και ο τρόπος του να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της ιδιωτικότητας των αισθητηριακών δεδομένων (‘γνώση μέσω γνωριμίας’) και του δημόσιου (διυποκειμενικού, αντικειμενικού) χαρακτήρα των προτάσεων της επιστήμης (‘γνώση μέσω περιγραφής’) (βλ. αργότερα και Carnap-The Logical Structure of the World (1928)).
8
Αυτή η ρασελιανή άποψη είναι η βάση του λεγόμενου ‘δομικού ρεαλισμού’ (structural realism) στη φιλοσοφία της επιστήμης. Υπάρχει, ωστόσο, μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ δομικού ρεαλισμού και της άποψης του Russell: οι δομικοί ρεαλιστές θεωρούν ότι οι δομές έχουν πραγματική ύπαρξη (αποτελούν την ‘έσχατη πραγματικότητα’), χωρίς κατ’ανάγκη να συνοδεύονται από ‘ποιοτικά περιεχόμενα’, ενώ ο Russell θεωρεί ότι υπάρχουν ‘ποιοτικά περιεχόμενα’ που ‘υποστηρίζουν’ οντολογικά τις εν λόγω δομές, αλλά δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε (μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τις δομικές τους ιδιότητες και σχέσεις). Μήπως, όμως, η άποψη του Russell οδηγεί σε σκεπτικισμό αναφορικά με τις εγγενείς ιδιότητες (‘ποιοτικό περιεχόμενο’) του πραγματικού κόσμου;
9
Γνώση μέσω γνωριμίας vs γνώση μέσω περιγραφής Σημαντική είναι και η (εμπνεόμενη από τον εμπειρισμό) διάκριση του Russell μεταξύ ‘γνώσης μέσω γνωριμίας’ (knowledge by acquaintance) (που περιλαμβάνει εξωτερική αίσθηση, εσωτερική αίσθηση και μνήμη) και ‘γνώσης μέσω περιγραφής’ (knowledge by description). Η γνώση μέσω περιγραφής (που είναι πιθανή αλλά ποτέ βέβαιη γνώση) βασίζεται στο θεμέλιο της γνώσης μέσω γνωριμίας (που είναι βέβαιη γνώση, μη επιδεκτική αμφιβολίας, παραγωγός νοήματος). Στη γνώση μέσω περιγραφής δεν γνωρίζουμε άμεσα, αλλά μόνο έμμεσα, τα επιμέρους όντα για τα οποία γίνεται λόγος σε μια πρόταση. Π.χ. ‘Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης είναι αυτός που διέπραξε τα ειδεχθή εγκλήματα στο Λονδίνο το 1888’.
10
Ο ίδιος ο Russell δέχεται ότι γνώσεις τόσο βασικές όσο η γνώση μας περί της ύπαρξης (των εγγενών ιδιοτήτων) των εξωτερικών φυσικών αντικειμένων και περί του νου των άλλων ανθρώπων ανήκουν στη γνώση μέσω περιγραφής. Αυτό συμβαίνει διότι, κατά Russell, γνώση μέσω γνωριμίας έχουμε μόνο για τα ιδιωτικά αισθητηριακά δεδομένα του δικού μας νου) και άρα οι πεποιθήσεις μας περί των παραπάνω δεν αποτελούν βέβαιη γνώση αλλά μόνο πιθανή και πάντα επισφαλή γνώση (συνιστούν υποθέσεις, όχι βεβαιότητες). Τα δε επιμέρους όντα για τα οποία γίνεται λόγος στις προτάσεις που εκφράζουν γνώση μέσω περιγραφής δεν γίνονται άμεσα, αλλά μόνο έμμεσα γνωστά.
11
Η αντίδραση του λογικού εμπειρισμού/θετικισμού (στις εξελίξεις των επιστημών στον 20 ο αιώνα) Σημαντικοί εκπρόσωποι του Λογικού εμπειρισμού: Schlick (1882-1936), Carnap (1891-1970), Reichenbach (1891-1953). Κύκλος της Βιέννης: Εκτός από τους Schlick και Carnap, στην ομάδα των φιλοσόφων του κύκλου της Βιέννης ανήκαν οι Otto Neurath, Herbert Feigl, Friedrich Waismann, Victor Kraft. Εξέχουσα επιρροή στα μέλη του Κύκλου είχαν οι απόψεις των Russell και Wittgenstein. Σημαντικό ρόλο στη διάδοση των απόψεων του Λογικού εμπειρισμού στον αγγλόφωνο χώρο είχε ο A.J. Ayer (Language, Truth and Logic, 1936).
12
«Μια πρόταση έχει νόημα μόνο αν υπάρχει μέθοδος επαλήθευσής της (δια της εμπειρίας)» Οι λογικοί εμπειριστές/θετικιστές αμφισβητούν την Καντιανή κληρονομία (και γενικότερα, τον γερμανικό ιδεαλισμό) και γενικότερα, κάθε είδους μεταφυσική που δεν θεμελιώνεται στην εμπειρία. Προσπαθούν να θέσουν τη φιλοσοφία «στον ασφαλή δρόμο της επιστήμης». Στόχος: η επιστημονική αναμόρφωση της φιλοσοφίας. Βασική (καινοτόμα για την εποχή) θέση του ρεύματος προς αυτή την κατεύθυνση είναι ότι μια πρόταση έχει νόημα μόνο αν οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι αληθής ή ψευδής είναι (τουλάχιστον δυνητικά) εμπειρικά διακριβώσιμες. Σλόγκαν: Το νόημα μιας (συνθετικής) πρότασης είναι η μέθοδος επαλήθευσής της. (Οι δε αναλυτικές προτάσεις δεν είναι α-νόητες, αλλά ούτε προσφέρουν γνώση της πραγματικότητας. Είναι ταυτολογίες.) Αυτό σημαίνει ότι αν για μια πρόταση δεν υπάρχει μια μέθοδος επαλήθευσης (ή διάψευσής της) με αναγωγή σε -ή σε συσχετισμό με- παρατηρησιακά δεδομένα (π.χ. ‘αισθητηριακά δεδομένα’ τύπου Russell), τότε αυτή η πρόταση δεν είναι απλώς ψευδής ή ελλιπώς τεκμηριωμένη, αλλά κυριολεκτικά στερείται (γνωσιακού) νοήματος.
13
Βασικό μέλημα, λοιπόν, των λογικών εμπειριστών είναι η διατύπωση ενός κριτηρίου (αυτό του νοήματος) που προσδιορίζει τη γνωσιακή βαρύτητα (cognitive significance) των προτάσεων της επιστήμης (εμπειρικές προτάσεις) και τις διαχωρίζει από τις προτάσεις της μεταφυσικής (μη εμπειρικές προτάσεις με μη γνωσιακό (αλλά, ενδεχομένως, συναισθηματικό, ποιητικό) νόημα). (Είναι σαφής εδώ η επιρροή που άσκησε στους λογικούς εμπειριστές/θετικιστές το Tractatus του Wittgenstein.) Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, η θέση των λογικών εμπειριστών είναι ότι προκειμένου οι προτάσεις που εκφέρουν ισχυρισμούς για τον κόσμο να έχουν νόημα (γνωσιακή βαρύτητα) θα πρέπει να είναι δυνατόν (θα πρέπει να υπάρχει μια μέθοδος) να ανάγονται σε -ή να σχετίζονται με- άμεσα αισθητηριακά δεδομένα (και να επαληθεύονται ή να διαψεύδονται βάσει αυτών). Προτάσεις που εκφέρουν ισχυρισμούς για τον κόσμο οι οποίες δεν δύνανται να επαληθευτούν/διαψευστούν μέσω της σύνδεσής τους με τα εν λόγω αισθητηριακά δεδομένα δεν έχουν γνωσιακή βαρύτητα και συνεπώς είναι μεταφυσικές και δεν ανήκουν στην επιστήμη.
14
Κατ’ αυτόν τον τρόπο μάλιστα, ο λογικός εμπειρισμός κατατάσσει πλείστες όσες μεταφυσικές προτάσεις (π.χ. τις προτάσεις ‘το απόλυτο είναι πέραν του χρόνου’, ‘ο θεός είναι παντοδύναμος’, ‘υπάρχει το πράγμα καθ’εαυτό αλλά δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε’, ‘πρώτη αρχή του κόσμου είναι το ασυνείδητο (ή η βούληση)’, ‘υπάρχει η εντελέχεια, που είναι η αρχή που διέπει και ορίζει τους ζώντες οργανισμούς’) όχι απλά στην κατηγορία των ψευδών προτάσεων, των ατεκμηρίωτων προτάσεων ή των προτάσεων που μπορεί να είναι αληθείς ή ψευδείς χωρίς εμείς να μπορούμε να το γνωρίζουμε (αγνωστικισμός), αλλά σε αυτή των ‘ψευδο-προτάσεων’, δηλαδή αυτών που ενώ φαίνεται ότι έχουν νόημα, στην πραγματικότητα στερούνται κυριολεκτικού (ήτοι, γνωσιακού) νοήματος. Το ίδιο συμβαίνει και με προτάσεις της ηθικής που αναφέρονται π.χ. σε απόλυτες (άχρονες) αξίες. Το πραγματικό περιεχόμενο τέτοιων προτάσεων είναι συγκινησιακό: αποτελούν έκφραση μιας ορισμένης (αισθητικής ή πνευματικής) διάθεσης, δεν δηλώνουν/περιγράφουν την ύπαρξη (αναγκαίων) καταστάσεων πραγμάτων (ή κανονιστικών επιταγών) στον κόσμο.
15
Μανιφέστο του λογικού θετικισμού: Η ‘επιστημονική κοσμοαντίληψη’ (Neurath-Carnap-Hahn) Όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του κύκλου της Βιέννης στο έργο- μανιφέστο τους ‘Η επιστημονική κοσμοαντίληψη’ (1929): «Η επιστημονική κοσμοαντίληψη δεν αναγνωρίζει άλυτα αινίγματα. Η διασαφήνιση των παραδοσιακών (μεταφυσικών) προβλημάτων μας οδηγεί αφενός στο να τα αποκαλύψουμε ως ψευδοπροβλήματα και αφετέρου να τα μετασχηματίσουμε σε εμπειρικά προβλήματα, που υπόκεινται στην κρίση της πειραματικής επιστήμης» (παράδειγμα: το μεταφυσικό πρόβλημα της ύπαρξης του θεού). Ο κύκλος της Βιέννης εμπνέεται από το ‘επιστημονικό πνεύμα’ από το οποίο διέπεται η επιστημονική κατανόηση του κόσμου: Κεντρικά χαρακτηριστικά της επιστημονικής πρακτικής που εκπροσωπούν το εν λόγω ‘επιστημονικό πνεύμα’ είναι η έρευνα (διαρκής αναζήτηση), ο έλεγχος των υποθετικών πορισμάτων, η ανακλητότητα και η μη δεσμευτικότητά τους (λόγω των συνεχών εξελίξεων και ανακατατάξεων στις επιστήμες).
16
Συνέπειες στη σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης Η επιστημονική κοσμοαντίληψη χαρακτηρίζεται από δύο γνωρίσματα: 1) είναι ‘άτεγκτα’ εμπειριστική: υπάρχει γνώση, που πηγάζει μόνο από την εμπειρία, γνώση που στηρίζεται στο ‘άμεσα δεδομένο’ (άρα υπάρχει μόνο ‘συνθετική’ a posteriori γνώση). Έτσι προσδιορίζονται τα όρια για το περιεχόμενο της νόμιμης επιστήμης. 2) Η επιστημονική κοσμοαντίληψη χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης μεθόδου (στη φιλοσοφία), της λογικής ανάλυσης της γλώσσας της επιστήμης. Ο στόχος της φιλοσοφίας δεν είναι η απόδειξη/δικαιολόγηση συγκεκριμένων ‘φιλοσοφικών προτάσεων’, αλλά η διασαφήνιση των εν λόγω προτάσεων. Αυτή η διασαφήνιση επιτυγχάνεται μέσω της λογική ανάλυσης της γλώσσας της επιστήμης. Δεν υπάρχει φιλοσοφία ως θεμελιακή ή καθολική επιστήμη δίπλα ή πάνω από τους διάφορους κλάδους της μιας (ενοποιημένης) εμπειρικής επιστήμης. Το πρώτο γνώρισμα (1) αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, την αντίθεση των λογικών θετικιστών στη δυνατότητα ‘συνθετικών a priori’ κρίσεων ή ‘γνώσης’ (Kant). Μια πρόταση μπορεί είτε να είναι αναλυτική (αληθής εκ του νοήματος των όρων της και μόνον -ταυτολογία), και άρα a priori δικαιολογημένη, είτε συνθετική, και άρα a posteriori δικαιολογήσιμη μέσω της εμπειρίας. Τρίτη δυνατότητα (συνθετικές a priori προτάσεις και γνώση) δεν υπάρχει.
17
Διάκριση θεωρητικών-παρατηρησιακών όρων Το δεύτερο γνώρισμα (2), δηλαδή η λογική ανάλυση της γλώσσας της επιστήμης, επιτάσσει κατά τους λογικούς θετικιστές/εμπειριστές μια αυστηρή διάκριση μεταξύ ‘θεωρητικών’ και ‘παρατηρησιακών’ όρων -όπου οι πρώτοι οφείλουν πάντα να δικαιολογούνται επί τη βάσει των δεύτερων (να ‘μεταφράζονται’ στους τελευταίους, να παράγονται λογικά από τους τελευταίους). Οι ‘παρατηρησιακοί’ όροι αντιστοιχούν σε ‘αισθητηριακά δεδομένα’ (sense data), τα οποία, ως αδιαμεσολάβητα (άμεσα) δεδομένα της εμπειρίας, συγκροτούν την (ανεξάρτητη από θεωρία) ασφαλή/ουδέτερη βάση της επιστήμης (δεν επηρεάζονται από προκαταλήψεις, προτιμήσεις, ελπίδες ή προσδοκίες του παρατηρητή).
18
‘Ατομικές’/‘βασικές’ προτάσεις Οι προτάσεις που εν είδει θεωρητικά ουδέτερων (μη θεωρητικά φορτισμένων, αμερόληπτων) αναφορών εκθέτουν τα αισθητηριακά δεδομένα ονομάστηκαν ‘βασικές’ προτάσεις (παρατηρησιακές προτάσεις ιδιωτικού χαρακτήρα-Schlick) ή ‘προτάσεις πρωτοκόλλου’ (παρατηρησιακές προτάσεις δημόσιου χαρακτήρα- Neurath). (Η καταγωγή των παραπάνω όρων είναι από τις ‘ατομικές’ προτάσεις του Tractatus.) Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο (τη μετάφρασή τους, τη λογική τους παραγωγή από παρατηρησιακές ‘ατομικές’ προτάσεις) κρίθηκε ότι είναι δυνατόν οι θεωρητικοί όροι της επιστήμης -και, γενικά, οποιεσδήποτε προτάσεις που αξιώνουν να περιγράφουν την πραγματικότητα- να επαληθευτούν (ή να διαψευστούν) τελεσίδικα από την εμπειρία, και άρα να αποκτήσουν εμπειρικό (μη μεταφυσικό) νόημα. Δεν έπεται βέβαια από τα παραπάνω ότι μια (εμπειρική) πρόταση που έχει (τελεσίδικα) επαληθευτεί από τα παρατηρησιακά δεδομένα δεν μπορεί στο μέλλον ποτέ να διαψευστεί. Αν στο μέλλον προκύψουν νέα παρατηρησιακά δεδομένα τα οποία συγκρούονται με αυτά που επαληθεύουν την εν λόγω εμπειρική πρόταση είναι δυνατό αυτή να διαψευστεί.
19
Το εγχείρημα της ενοποιημένης επιστήμης Κεντρικός στόχος του φιλοσοφικού προγράμματος του κύκλου της Βιέννης είναι το αίτημα της ενοποίησης της επιστήμης. Αυτό που χαρακτηρίζει την ‘επιστημονική κοσμοαντίληψη’ κατά τους νέο-θετικιστές του κύκλου της Βιέννης δεν είναι τόσο κάποιες συγκεκριμένες θέσεις (π.χ. αυτές της παρούσας επιστήμης), όσο η βασική στάση και ο προσανατολισμός απέναντι στην έρευνα. Στόχος η ενοποιημένη επιστήμη. Η ενοποιημένη επιστήμη, ιδεωδώς, θα αποτελούσε ένα σύστημα της γνώσης -με την Καντιανή έννοια του όρου -όπου απαραίτητη για την ολοκληρωμένη κατανόηση της πραγματικότητας είναι η ύπαρξη συστηματικότητας και συνεκτικότητας στο οικοδόμημα της εμπειρικής γνώσης μας.
20
Ενάντια στη διάκριση επιστημών της φύσης- επιστημών του πνεύματος H θέση των λογικών θετικιστών περί ενοποιημένης επιστήμης αντιπαρατίθεται σε αυτή των Νέο-Καντιανών (π.χ. Windelband, Rickert). Σύμφωνα με τους εν λόγω Νέο-Καντιανούς (η θέση των οποίων έλκει την καταγωγή της από τον γερμανικό ιδεαλισμό -Hegel, Herder, ‘volkgeist’) υπάρχει μια ριζική και μη αναγώγιμη διάκριση μεταξύ των επιστημών της φύσης (naturwissenschaften) και των επιστημών του πνεύματος (geisteswissenschaften). Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρχει ‘ενοποιημένη’ επιστήμη (ούτε υπό μια πιο ‘χαλαρή’ έννοια του όρου), και μάλιστα για λόγους αρχής. Οι naturwissenschaften ασχολούνται με την εξήγηση των (εξω-ανθρώπινων) φαινομένων ενώ οι geisteswissenschaften ασχολούνται με την ‘κατανόηση’ των (ανθρώπινων) φαινομένων (π.χ. ψυχολογία, ιστορία, φιλολογία, κοινωνικές επιστήμες). Η μια οπτική γωνία αποκλείει αυτομάτως την άλλη διότι η πρώτη είναι ‘απρόσωπη’ και υπαγάγει τα φαινόμενα που μελετά σε γενικούς αιτιακούς νόμους που συνδέονται μόνο ‘εξωτερικά’ με τις ανθρώπινες πράξεις, ενώ η δεύτερη είναι πρωτο-προσωπική και ασχολείται με ενικά φαινόμενα που δεν υπάγονται σε γενικούς αιτιακούς νόμους.
21
Προβλήματα λογικού εμπειρισμού/θετικισμού Η ίδια η αρχή της επαληθευσιμότητας (που χαρακτηρίζει το επαληθευσιοκρατικό κριτήριο νοήματος) δεν είναι επαληθεύσιμη. Πώς μπορεί π.χ. η πρόταση «το νόημα της τάδε πρότασης είναι η μέθοδος επαλήθευσής της» να επαληθευτεί η ίδια με αναγωγή σε παρατηρησιακά δεδομένα; Δεν φαίνεται καν εμπειρικού (ούτε καθαρά λογικού) τύπου πρόταση. Κατά ειρωνικό τρόπο, προσομοιάζει περισσότερο στις συνθετικές a priori προτάσεις a la Kant, που αποτελούν ανάθεμα για τους λογικούς εμπειριστές. Συνεπώς, σύμφωνα με τα ίδια τα κριτήρια του λογικού εμπειρισμού, η αρχή της επαληθευσιμότητας στερείται νοήματος. Έτερη κριτική: Η αρχή της επαληθευσιμότητας είναι πολύ περιοριστική: Αν ισχύει, τότε ακόμα και καθόλα νόμιμες επιστημονικές προτάσεις, όπως οι καθολικοί νόμοι της φύσης, στερούνται νοήματος -μιας και δεν είναι δυνατόν να επαληθευτούν με την αυστηρή έννοια του όρου (δεν υπάρχει -και δεν μπορεί να υπάρξει- μέθοδος που να μας δείχνει πώς από πεπερασμένα σύνολα παρατηρησιακών τεκμηρίων μπορούν να επαληθευτούν οι άπειρου πλήθους περιπτώσεις οι οποίες εμπίπτουν στον καθολικό νόμο).
22
(Εσωτερική) Κριτική του λογικού εμπειρισμού (Neurath) Κριτική στις προτάσεις πρωτοκόλλου (Neurath) («στις 3.15 ένα κόκκινο τραπέζι έγινε αντιληπτό από τον Otto») και στις «διαπιστωτικές προτάσεις» (Schlick) («εδώ, τώρα, κόκκινο»). Ο κύκλος της Βιέννης υποστήριζε ότι οι «βασικές» ή «ατομικές» προτάσεις είναι 1) βέβαιες και μη αναθεωρήσιμες, 2) έσχατες ή γνωσιολογικά πρότερες (όταν συλλαμβάνω το νόημά τους, συλλαμβάνω αυτομάτως και την αλήθεια τους). Κάτι τέτοιο θεωρείτο απαραίτητο διότι 1) διασφάλιζε ένα σημείο επαφής της γλωσσικής και της εξω-γλωσσικής πραγματικότητας, το οποίο ήταν 2) άμεσα δεδομένο (γνωστό) στο υποκείμενο. Και μόνο αν πληρούνταν οι εν λόγω προϋποθέσεις θεωρείτο ότι μπορούν οι προτάσεις μας γενικώς (και οι επιστημονικές προτάσεις, ειδικότερα) να έχουν εμπειρικό περιεχόμενο και αντίκρυσμα, να αναφέρονται στην εμπειρική πραγματικότητα (σε κάτι εξω- εννοιολογικό).
23
Ωστόσο, σύμφωνα με την κριτική του Neurath (στις «διαπιστωτικές προτάσεις» του Schlick), δεν μπορούν προτάσεις που αξιώνουν να περιγράφουν την εμπειρία να είναι καταστατικά μη αναθεωρήσιμες από την εμπειρία (αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα σήμαινε ότι οι εν λόγω προτάσεις δεν περιγράφουν εν τέλει την εμπειρία, μιας και η εμπειρία είναι ουσιωδώς ενδεχομενική). Άλλωστε, οι προτάσεις πρωτοκόλλου είναι, αυστηρά μιλώντας, επισφαλείς: στηρίζονται π.χ. στη (γενική) υπόθεση ότι δεν μας εξαπατά η μνήμη μας για μικρά χρονικά διαστήματα. Συνεπώς, οι εν λόγω (‘ατομικές’) προτάσεις πρωτοκόλλου δεν μπορούν να θεωρηθούν γνωσιολογικά προνομιακές (πρότερες) έναντι άλλων (π.χ. περισσότερο ‘θεωρητικά φορτισμένων’, ‘γενικών’) προτάσεων.
24
Ο συνεκτικισμός του Neurath O Neurath, βάσει των παραπάνω, καταλήγει σε μια ολιστική αντιμετώπιση της γλώσσας (εννοιολογικού συστήματος) της επιστήμης χωρίς ακλόνητα (βέβαια) θεμέλια. Εντός αυτής της δομής δεν έχει νόημα να αναζητείται η αλήθεια μιας πρότασης μέσω μιας ανεξάρτητης και άμεσης σύγκρισης ή αντιστοίχησής της με την (εξωτερική ή ‘εσωτερική’) πραγματικότητα (παρατηρησιακές προτάσεις πρωτοκόλλου), αλλά μόνο η αύξηση ή μείωση της συνοχής που θα επιφέρει στο όλο σύστημα η εισαγωγή αυτής της πρότασης (συνεκτικισμός).
25
Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι οι (ενικές) παρατηρησιακές αποφάνσεις ακόμα και για τα πιο αυτονόητα πράγματα (π.χ. το χρώμα των αντικειμένων, το σχήμα και το είδος τους (π.χ. μια κιμωλία)) προϋποθέτουν για τη δικαιολόγησή τους την ισχύ γενικών θεωρητικών αρχών-νόμων (π.χ. περί κανονικών συνθηκών για την αξιόπιστη αναφορά χρωμάτων, θεωρία χημείας για την αξιόπιστή δικαιολόγηση του ότι αυτό μπροστά μου είναι μια κιμωλία κλπ). «Είμαστε οι ναύτες που πρέπει να επισκευάζουν το πλοίο τους στην ανοικτή θάλασσα (=επισφάλεια, συνεκτικότητα), χωρίς ποτέ να μπορούν να το διαλύσουν στην ξηρά (=θεμέλιο) και να το ανακατασκευάσουν εκεί με καλύτερα υλικά» (1932).
26
Quine: Κληρονόμος και αναθεωρητής του λογικού εμπειρισμού Η παραπάνω ‘εσωτερική’ κριτική του λογικού εμπειρισμού ανοίγει το δρόμο για την ακόμα πιο ριζική κριτική του Quine. O Quine ασκεί δριμεία κριτική σε ό,τι ο ίδιος εκλαμβάνει ως ‘(δύο) δόγματα του εμπειρισμού’ εν γένει (1951). Ασκεί όμως αυτή την κριτική στον εμπειρισμό ακριβώς στο όνομα του εμπειρισμού: Π.χ. δηλώνει ‘ριζοσπαστικός εμπειριστής’. Απορρίπτει π.χ. το εμπειριστικό δόγμα της αναλυτικότητας: Απορρίπτει δηλαδή τη διάκριση αναλυτικών-συνθετικών προτάσεων ως διάκριση είδους και τη θεωρεί απλά διάκριση βαθμού. Συνέπεια: δεν υπάρχουν προτάσεις των οποίων η αληθοτιμή να είναι απολύτως απρόσβλητη από την εμπειρία -ακόμα και αν αυτές είναι προτάσεις της λογικής και των μαθηματικών.
27
Ο Quine απορρίπτει επίσης το εμπειριστικό δόγμα του αναγωγισμού, ήτοι, την εμπειριστική θέση ότι κάθε πρόταση μπορεί μεμονωμένα να ελεγχθεί από την εμπειρία. Συνέπεια: ολισμός: oι προτάσεις της επιστήμης αντιμετωπίζουν το «δικαστήριο» της αισθητηριακής εμπειρίας όχι ατομικά (δηλαδή όχι ως ‘ατομικές’ προτάσεις), αλλά ως όλον. Όταν μια εμπειρία αποδεικνύεται ‘στριφνή’, δεν μπορούμε εκ μόνου αυτού του λόγου να ισχυριστούμε ότι έτσι διαψεύδεται τελεσίδικα μια συγκεκριμένη ατομική ‘παρατηρησιακή’ πρόταση (που έρχεται σε σύγκρουση με τη ‘στριφνή’ εμπειρία).
28
Παράδειγμα (από Lakatos) Ένας φυσικός υπολογίζει με βάση τη νευτώνεια μηχανική τη διαδρομή ενός μικρού πλανήτη p που έχει μόλις ανακαλυφθεί (αναμενόμενη παρατήρηση), αλλά ο εν λόγω πλανήτης αποκλίνει από την υπολογισθείσα διαδρομή (‘στριφνή’ εμπειρία). Διαψεύδεται η νευτώνεια μηχανική (και η συγκεκριμένη αναμενόμενη παρατηρησιακή πρόταση); Όχι κατ’ανάγκη. Ο φυσικός υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρχει ένας άγνωστος ως τότε πλανήτης q ο οποίος διαταράσσει την τροχιά του p. Δεν ανακαλύπτεται όμως κανένας τέτοιος άγνωστος πλανήτης.
29
Διαψεύδεται η θεωρία του (και η συγκεκριμένη νέα πρόβλεψή του); Όχι κατ’ανάγκη. Υποστηρίζει ότι ένα σύννεφο κοσμικής σκόνης κρύβει τον πλανήτη q από τα μάτια μας. Κανένα τέτοιο σύννεφο όμως δεν ανευρίσκεται (από τον δορυφόρο που στέλνεται για τον εντοπισμό του). Διαψεύδεται η θεωρία του (και η συγκεκριμένη νέα πρόβλεψή του); Όχι κατ’ανάγκη. Υποστηρίζει ότι υπάρχει κάποιο μαγνητικό πεδίο σε αυτή την περιοχή του σύμπαντος το οποίο παρενοχλεί τα όργανα του δορυφόρου (που έκανε τις μετρήσεις σχετικά με την ύπαρξη του σύννεφου κοσμικής σκόνης).
30
Ολισμός: Θέση Duhem-Quine Με άλλα λόγια, αν το πείραμα (ή η παρατήρηση) αποφανθεί ότι μια συγκεκριμένη επιστημονική θεωρία ή υπόθεση αστοχεί (κάνει λανθασμένες προβλέψεις, παράγει λανθασμένες παρατηρησιακές προτάσεις), είναι αδύνατον να εντοπιστεί επακριβώς, με απόλυτη λογική αυστηρότητα μια συγκεκριμένη ατομική πρόταση-πηγή αυτής της αστοχίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι τουλάχιστον μια πρόταση-προκείμενη της θεωρίας είναι ψευδής. Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί κάποιος να διασώσει τη θεωρία θυσιάζοντας θεωρητικά οποιοδήποτε τμήμα της (π.χ. τις βοηθητικές υποθέσεις της σχετικά με τη λειτουργία των οργάνων παρατήρησης), ακόμη και τον λογικό-μαθηματικό πυρήνα της. (Καταρρέει συνεπώς η έννοια του «κρίσιμου» ή «αποφασιστικού» πειράματος για τον έλεγχο των επιστημονικών θεωριών.)
31
Κανένα πείραμα δεν μπορεί, από λογικής απόψεως, να θεωρηθεί ότι επιφέρει την οριστική διάψευση μιας επιστημονικής θεωρίας/υπόθεσης (και των αντίστοιχων παρατηρησιακών προτάσεων-προβλέψεων) αφού είναι πάντα δυνατόν να παραμείνει η τελευταία αλώβητη μέσω δραστικών αναπροσαρμογών κάπου αλλού στο σύστημα (π.χ. στις βοηθητικές υποθέσεις). Αυτό δεν σημαίνει, κατά Quine, ότι οι επιστημονικές (και γενικότερα εμπειρικές) μας πεποιθήσεις είναι απολύτως μη διαψεύσιμες από το «δικαστήριο» της αισθητηριακής εμπειρίας (μιας και σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα μπορούσε ο Quine να θεωρηθεί εμπειριστής κατά καμία έννοια), αλλά ότι αντιμετωπίζουν το εν λόγω «δικαστήριο» της αισθητηριακής εμπειρίας (επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται) όχι ατομικά, αλλά ως όλον (ως ενιαίο εννοιολογικό σύστημα πεποιθήσεων).
32
Η εν λόγω ‘ολιστική’ θέση του Quine αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, την αντίληψή του (σε συμφωνία εδώ με τους λογικούς εμπειριστές) περί «συνέχειας» μεταξύ διαφορετικών επιστημών (ενοποιημένη επιστήμη) και μεταξύ της επιστήμης και του (εννοιολογικού συστήματος του) κοινού νου. Ο Quine εν τέλει είναι μεθοδολογικός μονιστής: όλες οι περιπτώσεις στις οποίες προβούμε σε αναθεώρηση πεποιθήσεων (λόγω ‘στριφνών’ εμπειριών) υπακούουν σε ένα και μόνο κριτήριο: τη διατήρηση/αποκατάσταση της ‘συνεκτικότητας’ (‘ισορροπίας’) του συνολικού συστήματος πεποιθήσεών μας. Οι διαφορές των θεματικών πεδίων των ομάδων πεποιθήσεων μας (π.χ. μαθηματικά, λογική, καθημερινές πεποιθήσεις του κοινού νου, επιστημονικές θεωρίες διαφόρων κλάδων) όσο σημαντικές και αν είναι από πρακτικής απόψεως, από γνωσιολογικής (και σημασιολογικής) απόψεως είναι μόνο διαφορές βαθμού και όχι είδους.
33
O (πραγματιστικός) ολισμός του Quine Οι πεποιθήσεις μας συνδέονται οργανικά μεταξύ τους: Σχηματίζουν ένα συνεχές όλον (αποτελούν τους κόμβους ενός δικτύου) το οποίο δεν επιτρέπει την 1 προς 1 αντιστοίχηση παρατηρησιακών προτάσεων και κόσμου σε επίπεδο ατομικής πρότασης. Το δίκτυο των προτάσεων μέσω του οποίου εκφράζονται οι πεποιθήσεις μας για τον κόσμο ελέγχεται, εν όψει ‘στρυφνών’ εμπειριών, συνολικά, όχι ατομικά. Καμία πεποίθηση όσο κεντρική και αν είναι στο σύστημα δεν είναι καταστατικά μη αναθεωρήσιμη. Απλώς ισχύει ότι όσο πιο κεντρικές (σημαντικές) στο σύστημα είναι οι πεποιθήσεις μας τόσο πιο δύσκολο (ασύμφορο πρακτικά) είναι να αναθεωρηθούν. Π.χ. οι πεποιθήσεις που αφορούν αισθητηριακές εμπειρίες του κοινού νου είναι δυνατόν να αναθεωρηθούν ευκολότερα από τις προτάσεις/πεποιθήσεις των διάφορων κλάδων των επιστημών. Ακόμα πιο δύσκολα είναι δυνατόν να αναθεωρηθούν οι προτάσεις των μαθηματικών και της λογικής (λόγω της απολύτως κεντρικής τους θέσης στο όλο σύστημα πεποιθήσεών μας για την πραγματικότητα). Όσο πιο κεντρική θέση έχει στο σύστημα μια πεποίθηση τόσο περισσότερο επηρεάζεται το πρώτο (το συνολικό δίκτυο προτάσεων) από μια ενδεχόμενη αναθεώρηση/απόρριψή της τελευταίας (δηλαδή τόσο περισσότερες και σημαντικές άλλες πεποιθήσεις θα πρέπει επίσης να εξοβελιστούν από το σύστημα προκειμένου να αποκατασταθεί η ‘ισορροπία’).
34
Ο νατουραλισμός του Quine «Ο νατουραλισμός αντιλαμβάνεται τη φυσική επιστήμη ως μια διερεύνηση της πραγματικότητας, επισφαλή και επιδεκτική διορθώσεων, αλλά μη υπόλογη σε κάποιο υπερεπιστημονικό δικαστήριο και μη χρήζουσα καμιάς άλλης νομιμοποίησης εκτός από την παρατήρηση και την υποθετικό-απαγωγική μέθοδο» (Quine 1981, 11). Απόρριψη της ‘πρώτης φιλοσοφίας’. Δεν μπορεί η μεταφυσική, η οντολογία, η γνωσιολογία (η οποιαδήποτε άλλη αμιγώς φιλοσοφική έρευνα ανεξάρτητη από τις επιστήμες, όπως π.χ. η υπερβατολογική ή φαινομενολογική μέθοδος) να παράσχει έξωθεν νομιμοποίηση στην επιστήμη. Η επιστήμη δεν έχει ανάγκη έξωθεν (φιλοσοφικής) νομιμοποίησης, πέραν αυτής που προκύπτει από την ίδια την πρακτική της.
35
Σύνδεση νατουραλισμού-εμπειρισμού στον Quine Η επιστήμη μάλιστα είναι ακριβώς αυτή που μας δείχνει (με όλο και περισσότερη λεπτομέρεια) ποια είναι η φύση και η δομή της ‘αισθητηριακής εμπειρίας’ που λειτουργεί ως «δικαστήριο» το οποίο κρίνει τη δικαιολόγηση των προτάσεων (των επιστημονικών συμπεριλαμβανομένων) ως ‘όλον’. 1) Δημιουργεί κάτι τέτοιο μια φαύλη κυκλικότητα; Όχι απαραίτητα, αν υιοθετεί κανείς τον συνεκτικισμό. Κι αυτό γιατί φαύλη κυκλικότητα υπάρχει μόνο αν κανείς δέχεται το γνωσιολογικό αίτημα περί πλήρους ανεξαρτησίας του περιεχομένου των πεποιθήσεων που δικαιολογούν (justificans) από αυτό των πεποιθήσεων υπό δικαιολόγηση (justificandum). Ωστόσο, στον συνεκτικισμό μια τέτοια πλήρης ανεξαρτησία δεν υφίσταται: όλες οι πεποιθήσεις μας λαμβάνουν την (όποια) δικαιολόγησή τους ‘ταυτόχρονα’, τρόπον τινά.
36
Η δικαιολόγηση των πεποιθήσεών μας, στο μοντέλο του Quine, προσδιορίζεται από τη συνεισφορά τους στη συνεκτικότητα του συνολικού συστήματος πεποιθήσεών (είναι δηλαδή συνάρτηση του βαθμού (εξηγητικής) συνεκτικότητας που αυτές παρουσιάζουν σε σχέση με όλες τις άλλες σχετικές πεποιθήσεις του συστήματος). Μόνο αν μια θεωρία δικαιολόγησης δεσμεύεται εκ των προτέρων στο αίτημα πλήρους ανεξαρτησίας των δικαιολογουσών πεποιθήσεων έναντι των υπό δικαιολόγηση πεποιθήσεων(π.χ. θεμελιοκρατία) θα προέκυπτε ζήτημα φαύλης (κυκλικής) δικαιολόγησης. 2) Έχει πρόβλημα η εν λόγω αντίληψη του Quine ως θεωρία δικαιολόγησης των εμπειρικών (και επιστημονικών) πεποιθήσεων επειδή συγχέει τα αίτια με τους λόγους; Ναι (Davidson, Sellars), Όχι (φυσικοποιημένη γνωσιολογία (Quine), αξιοπιστοκρατία-εξτερναλισμός).
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.