ΒΙΤΑΜΙΝΗ Ε
Λιποδιαλυτή βιταμίνη Είναι ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει όλες τις ενώσεις που προέρχονται από τοκοφερόλες και τοκοτριενόλες και έχουν τη βιολογική δράση της α-τοκοφερόλης
ΔΡΑΣΗ Είναι αντιοξειδωτικό που προστατεύει τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα στις μεμβράνες και σε άλλες σημαντικές κυτταρικές δομές από τις ελεύθερες ρίζες και τα προϊόντα της οξείδωσης Δρά σε συνεργασία με το διαιτητικό σελήνιο (ένας συμπαράγοντας της γλουταθειόνης-περοξειδάσης) και μαζί με τη βιταμίνη C και άλλα ένζυμα όπως τη δισμουτάση υπεροξειδίου και την καταλάση
Απορρόφηση Είναι σχετικά περιορισμένη Η αποτελεσματικότητα της απορρόφησης πέφτει στην αύξηση των δόσεων Η φυσιολογική έκκριση χολής και παγκρεατικών υγρών είναι απαραίτητη για μέγιστη απορρόφηση Η απορρόφηση είναι μέγιστη στο μεσαίο μέρος του εντέρου. Στο παχύ έντερο δεν απορροφάται σε σημαντικό ποσό.
Κατανομή Λαμβάνεται αρχικά μέσω του λεμφικού συστήματος και μεταφέρεται στο αίμα συνδεδεμένη με λιποπρωτεïνες Περισσότερο από το 90% μεταφέρεται με τις λιποπρωτεϊνες χαμηλής πυκνότητας (LDL) Υπάρχουν στοιχεία ότι μεγαλύτερη ποσότητα της βιταμίνης μεταφέρεται με τις υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνες (HDL) στις γυναίκες από ότι στους άνδρες Αποθηκεύεται σε όλους τους λιπαρούς ιστούς ειδικά στο λιπώδη, το ήπαρ και τους μύες.
Απομάκρυνση Η βασική πορεία απομάκρυνσης είναι τα κόπρανα. Απομάκρυνση Η βασική πορεία απομάκρυνσης είναι τα κόπρανα. Συνήθως λιγότερο από 1% της βιταμίνης Ε που παρέχεται από το στόμα απομακρύνεται με τα ούρα. Η βιταμίνη Ε εμφανίζεται και στο μητρικό γάλα.
Βιοδιαθεσιμότητα Η απορρόφηση διευκολύνεται από το διαιτητικό λίπος. Τα τριγλυκερίδια μέσης αλύσου ευνοούν την απορρόφηση, ενώ τα πολυακόρεστα λίπη την εμποδίζουν. Δεν είναι πολύ σταθερή. Σημαντικές απώλειες από τα τρόφιμα συμβαίνουν κατά την αποθήκευση, το μαγείρεμα, την επεξεργασία, από τα φυτικά έλαια κατά το μαγείρεμα. Η βιοδιαθεσιμότητα της φυσικής βιταμίνης Ε είναι μεγαλύτερη αυτής της συνθετικής. Ωστόσο έρευνες δείχνουν ότι αυτές οι διαφορές ίσως είναι μεγαλύτερες από ότι αρχικά πιστευόταν.
ΕΛΛΕΙΨΗ Σε έφηβους πριν την ωριμότητα σχετίζεται με αιμολυτική αναιμία, θρομβοκυττάρωση, αυξημένη συγκέντρωση αιμοπεταλίων, ενδοκοιλιακή αιμορραγία και αυξημένο κίνδυνο αμφιβληστροειδοπάθειας Τα μόνα παιδιά και ενήλικες που παρουσιάζουν κλινικά συμπτώματα έλλειψης βιταμίνης Ε είναι αυτοί με σοβαρή δυσαπορρόφηση (π.χ. σε αβηταλιποπρωτεϊναιμία, χρόνια χολόσταση, ατρησία χοληφόρου πόρου και κυστική ίνωση) ή αυτοί με συγγενή ανεπάρκεια βιταμίνης Ε (σπάνιο γενετικό σφάλμα του μεταβολισμού) Κλινικά σημεία της ανεπάρκειας περιλαμβάνουν αξονική δυστροφία, μειωμένο χρόνο ημιζωής ερυθροκυττάρων και νευρομυικές διαταραχές
ΧΡΗΣΕΙΣ Πολλές επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει συσχέτιση μεταξύ χαμηλής πρόσληψης βιταμίνης Ε και στεφανιαίας νόσου αλλά μέχρι στιγμής οι έρευνες δεν έχουν δείξει ολοκληρωμένα αποτελέσματα Λίγα στοιχεία είναι διαθέσιμα για να υποστηρίξουν την προστατευτική δράση της βιταμίνης Ε ενάντια στον καρκίνο Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι η βιταμίνη Ε βελτιώνει την λειτουργία του ανοσοποιητικού και του αναπνευστικού συστήματος, ενώ ελαττώνει την οξειδωτική φθορά που προκαλείται κατά τη γυμναστική.
Βελτιώνει την χρησιμοποίηση της γλυκόζης στον διαβήτη, ελαττώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καταρράκτη, επιβραδύνει την πορεία της νόσου Alzheimer και βελτιώνει την συμπτωματολογία της βραδείας δυσκινησίας. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθεί η ευεργετική δράση της βιταμίνης Ε.
ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ Τα συμπληρώματα βιταμίνης Ε πρέπει να αποφεύγονται από ασθενείς που παίρνουν από το στόμα αντιπηκτικά (αυξημένη τάση αιμορραγίας), σε σιδηροπενική αναιμία (η βιταμίνη Ε μπορεί να παρεμποδίσει την αιματολογική απάντηση στο σίδηρο) και στον υπερθυρεοειδισμό. Εγκυμοσύνη και θηλασμός Δεν αναφέρονται προβλήματα σε φυσιολογικές προσλήψεις.
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ Είναι σχετικά μη τοξική. Οι περισσότεροι ενήλικες μπορούν να ανεχθούν 100-800mg ημερησίως και ακόμα και δόσεις των 3200mg δεν φαίνεται να έχουν επίμονες αρνητικές συνέπειες Μεγάλες δόσεις (>1000mg ημερησίως για μεγάλες περιόδους) έχουν περιστασιακά συσχετισθεί με τις ακόλουθες παρενέργειες: αυξημένη τάση για αιμορραγία σε ασθενείς με έλλειψη βιταμίνης Κ, μεταβολή στην ενδοκρινική δράση (θυρεοειδής, επινεφριδιακή και υποφυσιακή) και σπάνια θολή όραση, διάρροια, ζαλάδα, κούραση και αδυναμία, γυναικομαστία, πονοκέφαλο και ναυτία.
ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ Φάρμακα Αντιπηκτικά, αντισπασμωδικά, χολεστυραμίνη ή χολεστιπόλη, λιγοξίνη, ινσουλίνη, υγρή παραφίνη, αντισυλληπτικά από το στόμα, σουκραλφάτη Στοιχεία Χαλκός, σίδηρος, πολυακόρεστα, βιταμίνη Α, βιταμίνη C, βιταμίνη Κ, ψευδάργυρος
ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ Γενικά οι απαιτήσεις σε βιταμίνη Ε είναι 0.4 mg/g λινολεϊκού οξέος ή 3-4 mg/g εικοσαπεντανοϊκού και δοκοσαεξανοϊκού οξέος συνδυαστικά Υπάρχει μια αυξημένη απαίτηση για βιταμίνη Ε σε δίαιτες υψηλές σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (PUFA), αλλά πολλά τρόφιμα πλούσια σε πολυακόρεστα (π.χ. σπορέλαια, ιχθυέλαια) είναι πλούσια και σε βιταμίνη Ε